Εισαγωγή
Την Τρίτη 5 Μαρτίου 2019 δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως η υπ’ αρ. 14088 Απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με την οποία εγκρίθηκε ο «Εσωτερικός Κανονισμός Λειτουργίας των Αγροτικών Καταστημάτων Κράτησης»[1]. Κατ’ αυτό τον τρόπο, καλύφθηκε ένα σημαντικό κενό στη σωφρονιστική νομοθεσία, ενώ υλοποιήθηκε ένα πάγιο αίτημα των εργαζομένων στα παραπάνω καταστήματα και της Ανεξάρτητης Διοικητικής Αρχής «Συνήγορος του Πολίτη»[2].
Ο εν λόγω Κανονισμός αφορά τα τέσσερα αγροτικά καταστήματα που λειτουργούν στην ελληνική επικράτεια (το Αγροτικό Κατάστημα Κράτησης της Αγιάς στα Χανιά, της Κασσάνδρας στη Χαλκιδική, της Κασσαβέτειας στη Μαγνησία και της Τίρυνθας στην Αργολίδα, όπως επίσης το Αγροτικό Τμήμα Γυναικών στον Ελαιώνα της Θήβας)[3]. Σύμφωνα με το άρ. 2, αντικείμενο του Κανονισμού αποτελεί η περιγραφή: α) της εποπτείας και της λειτουργίας των αγροτικών καταστημάτων, β) των διαδικασιών που ακολουθούνται κατά τη μεταχείριση των κρατουμένων, γ) των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των τελευταίων και δ) των καθηκόντων του προσωπικού, όπως προβλέπονται στον Σωφρονιστικό Κώδικα, στον Οργανισμό του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (π.δ. 96/2017) και στον Κανονισμό Ασφάλειας των Καταστημάτων Κράτησης (Y.A. 104356/2014).
Με βάση τον Κανονισμό, οι κρατούμενοι στις αγροτικές φυλακές διαχωρίζονται σε «εσωτερικούς» και «εξωτερικούς», ενώ επίσης θεσμοθετείται το επισκεπτήριο ανάμεσα σε συγγενείς που κρατούνται σε όμορα καταστήματα κράτησης. Παράλληλα, προβλέπεται – για πρώτη φορά στη σωφρονιστική νομοθεσία – η δυνατότητα των κρατουμένων να επικοινωνούν με συγγενικά τους πρόσωπα μέσω τηλεδιάσκεψης (skype). Στις βασικές ρυθμίσεις της εξεταζόμενης Υπουργικής Απόφασης υπάγεται η κατοχύρωση του ελέγχου των συνθηκών κράτησης από τον Συνήγορο του Πολίτη. Στο ίδιο πλαίσιο κινείται ακόμη η θέσπιση βιβλίου ακροάσεων, όπου θα καταχωρούνται τόσο τα αιτήματα των εγκλείστων όσο και οι ακολουθούμενες ενέργειες της διοίκησης. Εκτός των ανωτέρω, στα καινοτόμα στοιχεία του Εσωτερικού Κανονισμού – ιδίως σε σύγκριση με τον ισχύοντα Σωφρονιστικό Κώδικα (ν. 2776/1999) – συγκαταλέγεται η αναγνώριση της κοινωνικής επανένταξης των κρατουμένων ως σκοπός της έκτισης της στερητικής της ελευθερίας ποινής σε αγροτικά καταστήματα.
Τα παραπάνω θα πρέπει να ιδωθούν στο πλαίσιο ευρύτερων πρωτοβουλιών που ανελήφθησαν από τους αρμόδιους φορείς στο πεδίο της σωφρονιστικής πολιτικής κατά τα τελευταία χρόνια με στόχο την ενίσχυση των αγροτικών φυλακών και την προετοιμασία της κοινωνικής επανένταξης των εγκλείστων μέσω της δημιουργικής ενασχόλησης και της απόκτησης εργασιακών δεξιοτήτων κατά την έκτιση της ποινής τους. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι αξιοσημείωτη η σύσταση αυτοτελούς αγροτικού καταστήματος κράτησης για κρατούμενες (γυναίκες)[4], η διεύρυνση των κατηγοριών των εγκλείστων που έχουν τη δυνατότητα να αιτηθούν τη μεταγωγή τους σε τέτοιο κατάστημα, η αύξηση του ευεργετικού υπολογισμού ημερών ποινής για κάθε κρατούμενο που εργάζεται σε τέτοια φυλακή[5], αλλά και η ανάδειξη των παραγόμενων προϊόντων στις Πανελλήνιες Εκθέσεις Έργων Κρατουμένων και Προϊόντων Φυλακών[6]. Επιπλέον, με βάση το Στρατηγικό Σχέδιο για το Σωφρονιστικό Σύστημα (2018-2019) της Γενικής Γραμματείας Αντεγκληματικής Πολιτικής, ως βασικός πυλώνας της ελληνικής σωφρονιστικής πολιτικής τέθηκε το τρίπτυχο «πρόληψη – ανθρώπινες συνθήκες κράτησης – κοινωνική επανένταξη». Σε αυτό το πλαίσιο, η επανένταξη ορίστηκε ως η ανάπτυξη «κατάλληλων προγραμμάτων για την εξατομικευμένη υποστήριξη και εκπαίδευση των κρατουμένων μέσα στη φυλακή και τη συνέχιση της υποστήριξης μετά την αποφυλάκιση, ώστε να μειωθεί η νέα εμπλοκή με το έγκλημα»[7].
Στο παρόν κείμενο επιχειρείται η ευσύνοπτη παρουσίαση των καινοτόμων ρυθμίσεων του Κανονισμού, λαμβάνοντας υπόψη τα ισχύοντα νομοθετικά δεδομένα σχετικά με την έκτιση της στερητικής της ελευθερίας ποινής στη χώρα μας (τον Σωφρονιστικό Κώδικα και τους υπόλοιπους Εσωτερικούς Κανονισμούς Λειτουργίας των Γενικών Καταστημάτων Κράτησης τύπου Α’ και Β’ και των Ειδικών Καταστημάτων Κράτησης Νέων). Πιο συγκεκριμένα, έμφαση δίνεται στη διάκριση των κρατουμένων στις αγροτικές φυλακές σε «εσωτερικούς» και «εξωτερικούς», στη διεύρυνση των μέσων επικοινωνίας τους με τα συγγενικά τους πρόσωπα και στη θεσμοθέτηση της δυνατότητας ελέγχου των συνθηκών κράτησης από τον Συνήγορο του Πολίτη. Ως αυτοτελές ζήτημα, τέλος, εξετάζεται η σαφής θεσμοθέτηση της κοινωνικής επανένταξης των κρατουμένων ως σκοπός της μεταγωγής τους στα εν λόγω καταστήματα, παρά την προβαλλόμενη ως ουδέτερη διατύπωση του ισχύοντος Σωφρονιστικού Κώδικα ως προς την στοχοθεσία του ποινικού εγκλεισμού.
α) Ο διαχωρισμός των κρατουμένων σε «εσωτερικούς» και «εξωτερικούς»
Σύμφωνα με το άρ. 3 του Κανονισμού, οι κρατούμενοι μετάγονται στα αγροτικά καταστήματα με σκοπό την παροχή εργασίας, η οποία συνεπάγεται τον ευεργετικό υπολογισμό της επιβληθείσας ποινής. Η απόφαση για τη μεταγωγή λαμβάνεται από τα αρμόδια όργανα με βάση το άρ. 9 του Σωφρονιστικού Κώδικα (περί της Κεντρικής Επιτροπής Μεταγωγών). Από τη διαδικασία αυτή αποκλείονται όσοι έχουν υποβληθεί σε προσωρινή κράτηση (υπόδικοι), οι κρατούμενοι υπό μεταφορά, υπό έκδοση ή παράδοση με βάση Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης, οι οφειλέτες χρηματικής ποινής και όσοι αλλοδαποί μετά την τυπική αποφυλάκιση τους παραμένουν κρατούμενοι έως την απέλασή τους ή τη χορήγηση άδειας παραμονής στη χώρα λόγω ανέφικτης απέλασης[8].
Οι κρατούμενοι στα εξεταζόμενα καταστήματα διακρίνονται περαιτέρω σε «εσωτερικούς» και «εξωτερικούς», ανάλογα με τις εγκαταστάσεις του αγροτικού καταστήματος στις οποίες τοποθετούνται και διαμένουν με κριτήριο το εάν αυτές φυλάσσονται συνεχώς ή εάν ευρίσκονται σε οικίσκους, θαλάμους ή άλλους χώρους χωρίς συνεχή επίβλεψη από το προσωπικό φύλαξης. Οι «εσωτερικοί» κρατούμενοι δύνανται να συμμετέχουν σε ομάδες εργασίας στους εξωτερικούς χώρους του καταστήματος. Πρόκειται, ειδικότερα, για όλους τους νεοφερμένους τροφίμους στην αγροτική φυλακή για χρονικό διάστημα τουλάχιστον ενός μήνα. Το μεταβατικό αυτό στάδιο ανάμεσα στο καθεστώς της κλειστής φυλακής με αυτό της ανοιχτής καθιστά εφικτή την ενημέρωσή τους, την προσαρμογή τους στο νέο ιδρυματικό καθεστώς, αλλά και την αξιολόγησή τους για την τοποθέτηση σε θέση εργασίας. Εκτός των ανωτέρω, στην ίδια κατηγορία υπάγονται και εκείνοι για τους οποίους όσοι έχει προταθεί από το Συμβούλιο Φυλακής να (επανα)μεταχθούν σε έτερο κατάστημα για λόγους σχετικούς με την ομαλή λειτουργία του καταστήματος, συμπεριλαμβανομένων της αδυναμίας ή της άρνησης εκτέλεσης εργασίας και της τέλεσης πειθαρχικών παραπτωμάτων από τους ίδιους[9].
β) Η θεσμοθέτηση του ηλεκτρονικού επισκεπτηρίου
Ο Κανονισμός περιλαμβάνει καινοτόμες ρυθμίσεις σε ό,τι αφορά την επικοινωνία των κρατουμένων με τα συγγενικά τους πρόσωπα. Σύμφωνα με το άρ. 22 παρ. 10, όπου λειτουργούν αγροτικά καταστήματα και όμορα καταστήματα διαφορετικών κατηγοριών, επιτρέπεται το επισκεπτήριο μεταξύ κρατουμένων συζύγων, μερών συμφώνου συμβίωσης και συγγενών μέχρι δευτέρου βαθμού, ύστερα από έγκριση των αρμόδιων Συμβουλίων Φυλακής και άδεια του Εισαγγελέα-Επόπτη. Στο ίδιο άρθρο προβλέπεται επίσης ότι οι κρατούμενοι επιτρέπεται να επικοινωνούν με τηλεδιάσκεψη (skype) με συζύγους ή μέρη συμφώνου συμβίωσης και με τα πρόσωπα που δικαιούνται ή επιτρέπεται να δέχονται σε επισκεπτήριο, σύμφωνα με το άρ. 52 παρ. 1 και 2 του Σωφρονιστικού Κώδικα. Πρόκειται για μια πρακτική, η οποία έχει ήδη τεθεί σε πιλοτική εφαρμογή σε διαφορετικές φυλακές (όπως λ.χ. το Κατάστημα Κράτησης Γρεβενών)[10]. Εντούτοις, είναι η πρώτη φορά που η δυνατότητα αυτή αποτυπώνεται σε θεσμικό κείμενο. Η τηλεδιάσκεψη διενεργείται βάσει προγράμματος που καθορίζεται – εφόσον υπάρχει αναγκαία υποδομή – με ημερήσια διαταγή του Διευθυντή ύστερα από πρόταση του αρχιφύλακα (άρ. 22 παρ. 7). Σημειωτέον ότι το ποινικό παρελθόν του κρατούμενου (δηλαδή το ύψος της ποινής, το αδίκημα για το οποίο κατηγορείται ή έχει καταδικαστεί) δεν μπορεί να αποτελεί αιτία απόρριψης του σχετικού αιτήματος. Η χορήγηση τακτικών αδειών δεν αποκλείει επίσης την πραγματοποίηση ηλεκτρονικού επισκεπτηρίου, όταν συντρέχει έκτακτος λόγος (π.χ. οικογενειακό ή άλλο πρόβλημα).
Η άδεια για επικοινωνία με ηλεκτρονική οπτικοακουστική σύνδεση χορηγείται κατόπιν αιτήσεων του κρατουμένου και των προσώπων με τα οποία ζητείται η επικοινωνία από το Συμβούλιο Φυλακής. Το τελευταίο καθορίζει το χώρο και το χρόνο στον οποίο θα πραγματοποιηθεί η σύνδεση, τη διάρκεια αυτής, τα μέτρα ταυτοποίησης των προσώπων με τα οποία επικοινωνεί ο κρατούμενος, τον οπτικό έλεγχο από υπάλληλο του καταστήματος και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. Οι αιτήσεις και τα σχετικά δικαιολογητικά (λ.χ. η βεβαίωση ταυτοπροσωπίας ανηλίκου, το πιστοποιητικό γέννησης και το πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης) εισάγονται προς εξέταση στο Συμβούλιο Φυλακής μαζί με ενημερωτικό-εισηγητικό σημείωμα του κοινωνικού λειτουργού ή άλλου ειδικού επιστήμονα αναφορικά με την επίδραση, την οποία θα ασκήσει στον κρατούμενο η πραγματοποίηση του επισκεπτηρίου καθώς και με αντίγραφο του δελτίου επισκεπτηρίων του κρατούμενου, όπως προκύπτει από το ηλεκτρονικό ή άλλο αρχείο του καταστήματος.
Είναι εύλογο ότι η δυνατότητα του «ηλεκτρονικού επισκεπτηρίου» καθίσταται ιδιαίτερα κρίσιμη για την εφαρμογή του δικαιώματος των κρατουμένων να επικοινωνούν με το εξωτερικό περιβάλλον, ιδίως όταν τα συγγενικά τους πρόσωπα κατοικούν σε μεγάλη απόσταση από το κατάστημα όπου εκτίουν την ποινή τους, κάτι που ισχύει ιδιαίτερα συχνά για τους αλλοδαπούς κρατούμενους[11]. Σε αυτό το πλαίσιο, στην Υπουργική Απόφαση επισημαίνεται ότι, κατά την εξέταση αιτημάτων, το αρμόδιο Συμβούλιο οφείλει να λαμβάνει επίσης υπόψη την έλλειψη ή την συχνότητα των επισκέψεων που έχει ο αιτών κρατούμενος, την ύπαρξη οικογενειακού ή άλλου υποστηρικτικού περιβάλλοντος στην Ελλάδα ή σε κράτος του εξωτερικού. Επιπρόσθετα, στην Απόφαση επισημαίνεται ότι πρέπει να ικανοποιούνται κατά προτεραιότητα αιτήματα αλλοδαπών ή ημεδαπών κρατουμένων, οι οποίοι δεν έχουν δεχθεί επισκεπτήριο καθ’ όλο το διάστημα της κράτησης τους στο κατάστημα ή δέχονται σπανιότατα επισκεπτήρια (μία-δύο φορές τον χρόνο) λόγω μεγάλης απόστασης του καταστήματος από τον τόπο διαμονής των οικείων τους ή λόγω οικονομικής δυσχέρειας των τελευταίων να ταξιδέψουν μέχρι το κατάστημα.
γ) Ο έλεγχος των συνθηκών κράτησης από τον Συνήγορο του Πολίτη
Οι υποστηριχτές του δικαιικού προτύπου του ποινικού εγκλεισμού (με βασικό εκπρόσωπο τον David Fogel) δίνουν έμφαση στη θωράκιση των δικαιωμάτων των κρατουμένων αναφορικά με τις σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα σε αυτούς και στα μέλη του προσωπικού των φυλακών. Σε αυτό το πλαίσιο, συστήνεται η νομική συμβουλευτική των κρατουμένων, η συνδρομή ενός συστήματος υποβολής καταγγελιών περί τυχόν καταχρήσεων εξουσίας, η διαμόρφωση εναργών κανόνων για την άσκηση των επαγγελματικών καθηκόντων του προσωπικού, όπως επίσης η εγκαθίδρυση μηχανισμών εξωτερικής εποπτείας / ελέγχου των συνθηκών κράτησης[12]. Αποτελεί σήμερα κοινή παραδοχή ότι η απουσία εξωτερικών ελέγχων των συνθηκών κράτησης και γενικότερα εποπτικών μηχανισμών επιτρέπει ή διευκολύνει την καταστρατήγηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά την εφαρμογή των στερητικών της ελευθερίας ποινών[13]. Το αποκαλούμενο «άβατο της φυλακής»[14] έχει δεχθεί σημαντικές «ρωγμές» κατά τα τελευταία χρόνια· η εποπτεία των σύγχρονων φυλακών από ανεξάρτητες διοικητικές αρχές ή άλλους φορείς αποτελεί μια επιμέρους έκφανση αυτής της διαπίστωσης[15].
Σε ένα πρώτο επίπεδο, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του Σωφρονιστικού Κώδικα (ν. 2776/1999), η εισαγγελική εποπτεία των φυλακών «διασφαλίζει όχι μόνο τη νομιμότητα και προλαβαίνει τις ασυδοσίες από οποιαδήποτε κατεύθυνση και αν προέρχονται, αλλά και απαλύνει τις πάντα δυσυπέρβλητες καταστάσεις που δημιουργεί η ποινή κατά της ελευθερίας». Για το λόγο αυτό, η εποπτεία των καταστημάτων κράτησης από εισαγγελείς συμβάλλει στη διαμόρφωση ενός «κλίματος ασφάλειας» για τους τροφίμους των φυλακών[16]. Εντούτοις, τα καταστήματα κράτησης στην Ελλάδα έχουν αποτελέσει – στο παρελθόν – τόπους «περιορισμένης θεατότητας»[17]. Η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΕΔΑ) έχει επισημάνει τα ακόλουθα:
«Η ΕΕΔΑ θεωρεί, πως παρά το γεγονός ότι το δικαίωμα πρόσβασης σε χώρους κράτησης δεν αναφέρεται ρητά στον ιδρυματικό της νόμο, τέτοιο δικαίωμα απορρέει από την ευρεία θεσμική αρμοδιότητά της να έχει εποπτεία για όλο το φάσμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και για τον τρόπο που αυτά γίνονται ή όχι σεβαστά στην Ελλάδα. Οι μέχρι τώρα μετρημένες στα δάχτυλα επισκέψεις αντιπροσωπειών της σε σωφρονιστικά καταστήματα ή άλλους χώρους κράτησης, είναι μάλλον αποτέλεσμα του ειδικού βάρους, κύρους και σχέσης της Α. Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου με αυτό το πεδίο, παρά αποτέλεσμα αμοιβαία σεβαστού πλαισίου θεσμικής συνεργασίας με τις αρχές. Τα τελευταία δε, χρόνια οι ηγεσίες του Υπουργείου Δικαιοσύνης, αρνούνται συστηματικά την πρόσβαση στις φυλακές, όχι μόνο σε πλήθος κοινωνικών φορέων (μερικών εκ των οποίων οι προθέσεις και οι προτεραιότητες ενδεχομένως ελέγχονται), αλλά και σε θεσμικούς φορείς αδιαμφισβήτητου κύρους και συνταγματικής περιωπής: o ΣτΠ [ενν. ο Συνήγορος του Πολίτη] έχει επανειλημμένα προσκρούσει σε πεισματική άρνηση πρόσβασης στις φυλακές, από τα μέσα του 2005 και μέχρι τώρα»[18].
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι στην από 18/3/2005 έκθεση της ως άνω Ανεξάρτητης Διοικητικής Αρχής καταγράφεται η προφορική άρνηση του τότε Γενικού Γραμματέα του εποπτεύοντος Υπουργείου να επιτρέψει στα μέλη του προσωπικού της Αρχής να διενεργήσουν αυτοψία σε συγκεκριμένο κατάστημα κράτησης[19]. Στο πλαίσιο αυτού του διαλόγου διαφάνηκε μια διάθεση αντιπαλότητας από την πλευρά της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου με στόχο την περιχαράκωση των «κεκτημένων» και την «επίδειξη ισχύος»[20]. Τελικά, στο άρ. 20 παρ. 2 του ν. 3772/2009 ορίστηκε ρητά πως τα «καταστήματα κράτησης επιτρέπεται να επισκέπτονται, μετά από προηγούμενη ενημέρωση του διευθυντή του καταστήματος κράτησης, η Διακομματική Επιτροπή της Βουλής για το σωφρονιστικό σύστημα και ο Συνήγορος του Πολίτη» (άρ. 52 παρ. 7 ΣΚ). Για ευνόητους λόγους, απομένει η απάλειψη της προϋπόθεσης ενημέρωσης του διευθυντή πριν από την αυτοψία του κλιμακίου της ως άνω Αρχής και η καθιέρωση των έκτακτων ελέγχων.
Αργότερα, στις 19/5/2016, υπεγράφη συμφωνία συνεργασίας μεταξύ του εποπτεύοντος Υπουργείου και του Συνηγόρου του Πολίτη με στόχο την ενίσχυση της διαφάνειας και του ελέγχου στα καταστήματα. Η συνεργασία συνίσταται στην «ανταλλαγή τεχνογνωσίας, την εφαρμογή πιλοτικών δράσεων σε συγκεκριμένες φυλακές, την επιμόρφωση του προσωπικού, τη δυνατότητα προ-διαβούλευσης επί σχεδίων νόμων, την έκδοση εκπαιδευτικού ή ενημερωτικού υλικού, την από κοινού συμμετοχή σε συναντήσεις με διεθνή όργανα καθώς και την οργάνωση κοινών εκδηλώσεων ενημέρωσης της κοινής γνώμης»[21]. Ο Συνήγορος του Πολίτη έχει πλέον αναγορευθεί σε Εθνικό Μηχανισμό Πρόληψης των Βασανιστηρίων και άλλων μορφών σκληρής, απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας και διερεύνησης περιστατικών αυθαιρεσίας.
Πιο αναλυτικά, η αρμοδιότητα αυτή ανατέθηκε στην Αρχή με βάση το άρ. 2 του ν. 4228/2014, με τον οποίο κυρώθηκε το Προαιρετικό Πρωτόκολλο (2002) στη Σύμβαση του ΟΗΕ (1984) κατά των βασανιστηρίων και άλλων μορφών σκληρής, απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας[22]. Στο άρ. 8 της εξεταζόμενης Απόφασης ορίζεται ρητά ότι ο Συνήγορος του Πολίτη (ως ανεξάρτητη αρχή με διαμεσολαβητικό ρόλο και ως Εθνικός Μηχανισμός Πρόληψης) επισκέπτεται με ή χωρίς προηγούμενη ενημέρωση[23] όλους τους χώρους των αγροτικών καταστημάτων κράτησης, πραγματοποιεί αυτοψίες και διενεργεί έρευνες και τακτικούς και έκτακτους ελέγχους σε αυτά, επικοινωνεί με τους κρατουμένους και χωρίς την παρουσία προσωπικού του καταστήματος, δημοσιεύει εκθέσεις και εξετάζει αναφορές ή καταγγελίες που έρχονται σε γνώση του ή δρα και αυτεπαγγέλτως.
Επιπρόσθετα, ο Συνήγορος του Πολίτη, ως Εθνικός Μηχανισμός Διερεύνησης Περιστατικών Αυθαιρεσίας σύμφωνα με τον ν. 4443/2016, συλλέγει, καταγράφει, αξιολογεί, διερευνά ή προωθεί στις αρμόδιες υπηρεσίες προς άσκηση πειθαρχικού ελέγχου καταγγελίες για πράξεις των υπαλλήλων των αγροτικών καταστημάτων κράτησης, οι οποίες εκδηλώθηκαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ή κατά κατάχρηση της ιδιότητας τους και αφορούν: α) βασανιστήρια και άλλες προσβολές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας κατά την έννοια του άρ. 137Α ΠΚ, β) παράνομες εκ προθέσεως προσβολές κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας ή υγείας ή της προσωπικής ή γενετήσιας ελευθερίας, γ) παράνομη χρήση πυροβόλου όπλου και δ) παράνομη συμπεριφορά για την οποία υπάρχουν ενδείξεις ότι διενεργήθηκε με ρατσιστικό κίνητρο ή η οποία ενέχει άλλου είδους διακριτική μεταχείριση λόγω χαρακτηριστικών φυλής, χρώματος εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών, θρησκείας, αναπηρίας, σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου.
Με βάση τα παραπάνω, ο Συνήγορος έχει επιφορτισθεί με τη διενέργεια μιας παράλληλης ελεγκτικής διαδικασίας, που «δεν υποκαθιστά τις υφιστάμενες δομές υποβολής και εξέτασης καταγγελιών αυθαιρεσίας σε άλλα όργανα ή αρχές», αλλά δύναται να εξελίσσεται ταυτόχρονα με την αντίστοιχη πειθαρχική και δικαστική διαδικασία, συνιστώντας «ένα πρόσθετο μέσο, ώστε να διασφαλίζεται ακόμη περισσότερο η πλήρης και αποτελεσματική διερεύνηση των περιστατικών αυτών»[24]. Κατ’ αυτό τον τρόπο, έχει διευρυνθεί ο ελεγκτικός ρόλος της Ανεξάρτητης Διοικητικής Αρχής αναφορικά με τις αυθαιρεσίες και τις υπερβάσεις των φορέων της κρατικής εξουσίας. Στο σημείο αυτό επισημαίνεται ότι η Αρχή έχει ως βασική αποστολή να διερευνά αναφορές των πολιτών και να διαμεσολαβεί ανάμεσα στους τελευταίους και στη δημόσια διοίκηση προκειμένου να επιτευχθεί η επίλυσή τους. Εκτός αυτών των αρμοδιοτήτων και δυνάμει των ως άνω νομοθετικών εξελίξεων, ο Συνήγορος δύναται ακόμη να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες για την πρόληψη και τη διερεύνηση περιστατικών κακομεταχείρισης, καθιστώντας – με βάση τα πορίσματα των ερευνών του – τη δημόσια διοίκηση υπόλογη και υποχρεώνοντας την τελευταία να συμμορφώνεται με τις συστάσεις του[25].
Στο ίδιο πνεύμα, με το άρ. 26 της εξεταζόμενης Υπουργικής Απόφασης καθιερώνεται η τήρηση ενός διακριτού βιβλίου σε κάθε αγροτικό κατάστημα, όπου καταχωρούνται τα αιτήματα που διατυπώνονται κατά τις ακροάσεις των κρατουμένων από τους ίδιους (η πρακτική αυτή είχε στο παρελθόν προταθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων και της Απάνθρωπης ή Ταπεινωτικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας – CPT)[26]. Πιο αναλυτικά, ο εισαγγελέας-επόπτης καθορίζει ακροάσεις τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα, διάρκειας τουλάχιστον δύο ωρών για την εξασφάλιση δίκαιης μεταχείρισης και δικαστικής προστασίας για το σύνολο των κρατουμένων. Για θέματα που ανήκουν στην αποκλειστική του αρμοδιότητα, ο διευθυντής ακροάται κρατουμένους όποτε παραστεί ανάγκη. Ο Προϊστάμενος της Κοινωνικής Υπηρεσίας ή ο κοινωνικός λειτουργός, ο Προϊστάμενος του Τμήματος Διοίκησης – Οικονομικού, ο Προϊστάμενος του Τμήματος Τεχνικού – Γεωργικού και ο Προϊστάμενος του Τμήματος Φύλαξης καθορίζουν ακροάσεις με κρατουμένους για θέματα της αρμοδιότητας τους (κατόπιν αιτήσεως των κρατουμένων) τουλάχιστον δύο φορές την εβδομάδα. Τα ως άνω πρόσωπα υποχρεούνται να τηρούν ξεχωριστό Βιβλίο στο οποίο καταγράφονται τα αιτήματα των κρατουμένων και οι ενέργειες που ακολούθησαν για τη διευθέτησής τους. Κατ’ αυτό τον τρόπο, καθίσταται ευχερέστερη η «ορατότητα» των συνθηκών κράτησης και ο έλεγχος της δράσης των αρμόδιων οργάνων από τους εξωτερικούς ελεγκτικούς μηχανισμούς.
δ) Η θεσμοθέτηση της προετοιμασίας για την κοινωνική επανένταξη ως σκοπός της ποινής
Ο όρος κοινωνική επανένταξη «αναφέρεται στη διαδικασία της […] ένταξης των αποφυλακισμένων στο κοινωνικό περιβάλλον»[27]. Πιο αναλυτικά, προσδιορίζεται «ως το καθήκον του Κράτους να υποβοηθά τον απολυόμενο από τη φυλακή να επανέλθει στην κοινωνική ζωή, έχοντας τη δυνατότητα να αναδημιουργήσει τις οικογενειακές, εργασιακές και κοινωνικές του σχέσεις με ίσες ευκαιρίες με τον μη εγκληματήσαντα»[28]. Ως «δικαίωμα – ομπρέλα», η κοινωνική επανένταξη περιλαμβάνει ειδικότερα δικαιώματα, όπως λ.χ. αυτό της ένταξης του αποφυλακισμένου στην αγορά εργασίας[29]. Εντούτοις, η στόχευση της κοινωνικής επανένταξης δεν αφορά αποκλειστικά το μετασωφρονιστικό στάδιο. Κατά την έκτιση της ποινής υποδεικνύει ότι είναι αναγκαίο να διεξάγονται τέτοιες δράσεις στα καταστήματα κράτησης, που θα προετοιμάζουν τους κρατούμενους για την επιτυχή επανένταξή τους στο κοινωνικό σύνολο[30].
Ο εξεταζόμενος όρος έκανε για πρώτη φορά την εμφάνισή του στην εθνική σωφρονιστική νομοθεσία με τον ν. 1851/1989, όπου στους στόχους του εγκλεισμού συμπεριλήφθηκαν ρητά «η αγωγή των κρατουμένων» και η «κοινωνική τους επανένταξη» (άρ. 1)[31], δίχως όμως να δοθεί ο ορισμός αυτής είτε στο κείμενο του νόμου είτε στην αιτιολογική του έκθεση[32]. Η ως άνω πρόβλεψη αξιολογήθηκε ότι αντίκειται στο Σύνταγμα δεδομένου του κατοχυρωμένου δικαιώματος κάθε πολίτη στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του (άρ. 5 παρ. 1) και στην προστασία της ανθρώπινης του αξιοπρέπειας (άρ. 2), που επιτάσσει τη μη εργαλειοποίηση του ατόμου για την επίτευξη ακόμη και δημοσίου συμφέροντος στοχεύσεων[33]. Στις γενικές αρχές του ισχύοντος Σωφρονιστικού Κώδικα δεν περιλαμβάνονται ωφελιμιστικού χαρακτήρα διακηρύξεις αναφορικά με τον σκοπό της στερητικής της ελευθερίας ποινής (όπως λ.χ. η «αναμόρφωση» και η «κοινωνική επανένταξη» των κρατουμένων)[34]. Κατά την κύρωση του σχετικού Σχεδίου στο ελληνικό κοινοβούλιο την 1η Δεκεμβρίου 1999, ο εισηγητής της Πλειοψηφίας κ. Ιωάννης Καλαμακίδης επισήμανε ότι ο υπό ψήφιση Κώδικας «εγκαταλείπει ορισμένες θεωρητικές τοποθετήσεις ή κάποιες ξεπερασμένες θέσεις και προσθέτει νέα σύγχρονη ύλη, σύμφωνα με τις σύγχρονες σωφρονιστικές αντιλήψεις. Εγκαταλείπεται ο πατερναλισμός, δηλαδή ο προστατευτικός χαρακτήρας της παρέμβασης της πολιτείας»[35].
Μεταξύ άλλων, προβλέφθηκε ρητά ότι η εργασία ή η απασχόληση των κρατουμένων δεν έχει τιμωρητικό ή καταπιεστικό χαρακτήρα (άρ. 40 παρ. 1). Η ρύθμιση αυτή συμβαδίζει με τη συνταγματική απαγόρευση της αναγκαστικής εργασίας (άρ. 22 παρ. 4)[36]. Η εργασία των κρατουμένων συνδέεται άρρηκτα με τον ευεργετικό υπολογισμό της ποινής τους (άρ. 46 ΣΚ)[37]. Με βάση τις σύγχρονες αντιλήψεις που επικρατούν στο πεδίο της σωφρονιστικής επιστήμης, η εργασία δεν αποτελεί ένα εργαλείο για την εξυπηρέτηση του σκοπού της ανταπόδοσης, αλλά αντίθετα ένα μέσο – κατ’ έκφραση του Δασκαλάκη – «κοινωνικής προσαρμογής». Μέσω αυτής το πρόσωπο που εκτίει στερητική της ελευθερίας ποινή έχει τη δυνατότητα να εξοικειωθεί με ένα επάγγελμα. Στο μέτρο που η επαγγελματική αποκατάσταση του αποφυλακιζομένου συμβάλλει ενισχυτικά στην ομαλή κοινωνική του επανένταξη, η εργασία εντός της φυλακής και η αντίστοιχη εκπαίδευση αναγνωρίζεται ως ένας εγκληματοπροληπτικός παράγοντας (ένας παράγοντας που μειώνει τις πιθανότητες της υποτροπής)[38].
Παρά την αποστασιοποίηση του Έλληνα νομοθέτη από τη συμπερίληψη της κοινωνικής επανένταξης από τις στοχεύσεις του ποινικού εγκλεισμού, το θέμα παραμένει ανοιχτό μεταξύ των μελών της επιστημονικής κοινότητας. Σε μελέτη που δημοσιεύθηκε το 2012, ο Ομότιμος Καθηγητής Ι. Πανούσης επισημαίνει “Οι διακηρύξεις αρχών για κοινωνική επανένταξη δεν αρκούν. Χρειάζονται και θεσμικές εγγυήσεις αλλά και ένα minimum κοινωνικής προστασίας (ακόμα κι αν η έννομη προστασία και η αγώγιμη αξίωση δεν αναγνωρίζονται πλήρως). Επιβάλλεται – στο πλαίσιο της κοινωνικής πολιτικής – να ορισθεί και να κατοχυρωθεί νομοθετικά το δικαίωμα των κρατουμένων στην κοινωνική επανένταξη, ως τμήμα της προστασίας της ανθρώπινης αξίας οποιουδήποτε”[39]. Οι θέσεις αυτές έχουν αποκρυσταλλωθεί στο Σχέδιο του Νέου Σωφρονιστικού Κώδικα[40], όπου προβλέπεται ότι οι κρατούμενοι «έχουν δικαίωμα για την προετοιμασία της επιστροφής τους στο κοινωνικό, επαγγελματικό και οικογενειακό τους περιβάλλον σύμφωνα με την αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου». Η σημασία του Σχεδίου έγκειται στο ότι δρομολογεί την αναγνώριση ενός αυτοτελούς κοινωνικού δικαιώματος. Κατ’ αυτό τον τρόπο καθίσταται σαφές ότι η «κοινωνική επανένταξη ως θεσμική διαδικασία δεν είναι φιλανθρωπία αλλά υποχρέωση του Κράτους Πρόνοιας»[41]. Στο άρ. 2 του Σχεδίου επισημαίνεται επίσης πως «η κράτηση οργανώνεται έτσι ώστε να διευκολύνει την επανένταξή τους στην ελεύθερη κοινωνία»[42]. Συνεπώς, η κοινωνική επανένταξη θα πρέπει να ιδωθεί ως συστατικό στοιχείο του εγκλεισμού, το οποίο και νοηματοδοτεί τη φυλακτική διαβίωση. Το εν λόγω δικαίωμα δεν απονέμεται αποκλειστικά στους αποφυλακισμένους ή στους εγκλείστους που διανύουν τις τελευταίες τους μέρες εντός μιας φυλακής, αλλά σε κάθε κρατούμενο (από την πρώτη στιγμή που υποβάλλεται σε συνθήκες εγκλεισμού)[43].
Η δημόσια διαβούλευση του Σχεδίου ολοκληρώθηκε στις 30 Δεκεμβρίου 2017, αλλά δεν κατέστη έως σήμερα νόμος του κράτους. Ωστόσο, ο όρος «κοινωνική επανένταξη» επανήλθε στο νομοθετικό προσκήνιο μέσω της εξεταζόμενης Υπουργικής Απόφασης. Στην τελευταία ορίζεται ρητά ότι τα αγροτικά καταστήματα κράτησης “αποτελούν παραγωγικές και εκπαιδευτικές μονάδες με σκοπό την ενίσχυση της κοινωνικής επανένταξης των κρατουμένων. Με βάση το ίδιο το κείμενο της απόφασης, κάτι τέτοιο επιδιώκεται με την κτήση γεωτεχνικών δεξιοτήτων και την αυτοχρηματοδότηση των δομών με την ολική, ποιοτική και ποσοτική βελτίωση της παραγωγής και τον οικονομικά και τεχνικά αποτελεσματικό παραγωγικό σχεδιασμό καθώς και με την οργανική σύνδεση της φυτικής παραγωγής με την ζωική έτσι ώστε να επιτευχθούν βέλτιστα οικονομικά αποτελέσματα. Στο πλαίσιο αυτό λαμβάνεται υπόψη η διάρθρωση των τοπικών αγορών, διερευνάται η δυνατότητα σύναψης γεωργικών συμβολαίων ή η δυνατότητα λειτουργίας πρατηρίων διάθεσης των παραγόμενων προϊόντων με τον σχεδιασμό επικοινωνιακής στρατηγικής προώθησης των προϊόντων» (άρ. 1 παρ. 3). H ως άνω διατύπωση παραπέμπει επίσης σε μια βασική παραδοχή στη θεωρία της έκτισης των ποινών: όταν η εργασία που παρέχεται εντός των σωφρονιστικών καταστημάτων δεν έχει αντίκρυσμα στην αγορά εργασίας, οδηγούμαστε στην «αχρήστευση [...] της εργασιακής δύναμης του κρατούμενου»[44].
Τέλος, στο άρ. 35 παρ. 1 των Εσωτερικών Κανονισμών των Γενικών και Ειδικών Καταστημάτων Κράτησης (Υ.Α. 58819/2003 και Υ.Α. 62367/2005) ορίζεται ότι οι έγκλειστοι “από την εισαγωγή τους στο κατάστημα κράτησης και καθ' όλο το διάστημα της παραμονής τους σ’ αυτό υποβάλλονται σε μεταχείριση που προσανατολίζεται στην εξασφάλιση […] της προσαρμογής τους στο νόμιμο κοινωνικό βίο εάν είναι κατάδικοι”. Στο άρ. 35 της εξεταζόμενης Υπουργικής Απόφασης (με τίτλο «Προετοιμασία για την απόλυση») προβλέπεται ομοίως ότι οι «κρατούμενοι από τη μεταγωγή τους για εργασία στο αγροτικό κατάστημα και καθ’ όλο το διάστημα της παραμονής τους σ’ αυτό εξακολουθούν να προετοιμάζονται για την προσαρμογή τους στο νόμιμο κοινωνικό βίο και την ομαλή επανένταξή τους» (παρ. 1). Στο ίδιο πλαίσιο, καθίσταται σαφές ότι τα αρμόδια όργανα του αγροτικού καταστήματος οφείλουν να «μεριμνούν προκειμένου να εξασφαλίζεται σε όλους τους κρατούμενους η δυνατότητα να αξιοποιείται δημιουργικά ο χρόνος της κράτησης με την απόκτηση επαγγελματικών γνώσεων και εφοδίων αλλά και να ενισχύονται οι δεσμοί των κρατουμένων με το οικογενειακό και ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον, ιδίως όταν πλησιάζει ο χρόνος για την οριστική ή υπό όρο απόλυσή τους» (παρ. 2).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Θα πρέπει να επισημανθεί ότι αντίστοιχοι κανονισμοί είχαν ήδη τεθεί (και συνεχίζουν να βρίσκονται σε ισχύ) αναφορικά με τα Γενικά Καταστήματα Κράτησης τύπου Α’ και Β’, όπως επίσης τα Ειδικά Καταστήματα Κράτησης Νέων. Βλ. Πανούση Γ., ‘Εξωτερικός’ ή Εσωτερικός Κανονισμός λειτουργίας φυλακών;, ΠοινΔικ 6/2003, σ. 616 επ. Πρόκειται για δύο σχεδόν ταυτόσημες – ως προς το περιεχόμενό τους – Υπουργικές Αποφάσεις, την Υ.Α. 58819/2003 και Υ.Α. 62367/2005 αντίστοιχα. Όπως ορθά επισημαίνεται από τον Κοσμάτο Κ., Από τα δικαιώματα στις δυνατότητες, στον Τιμητικό Τόμο για τον Μανωλεδάκη – T. Ι, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2005, σ. 825-6, η «ταύτιση αυτή κινείται σαφώς σε μια αρνητική κατεύθυνση ομογενοποίησης» των ενηλίκων με τους ανήλικους δράστες.
[2] Βλ. το από 13/3/2019 Δελτίο Τύπου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα www.ministryofjustice.gr.
[3] Για την ιστορική εξέλιξη των αγροτικών φυλακών βλ. Αναγνωστάκη Σ., Αι αγροτικαί φυλακαί Κασσάνδρας (Έρευνα σωφρονιστικής πολιτικής), Δημοσιεύματα Εταιρείας Προστασίας Αποφυλακιζομένων Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη, 1956, του ίδιου, Αι ανοιχταί φυλακαί εν Ελλάδι (Εις πρόσφατος πειραματισμός), Θεσσαλονίκη, 1966 και Αρχιμανδρίτου Μ., Η ανοιχτή έκτιση της ποινής [Β’ Έκδοση – Επαυξημένη], Μπαρμπουνάκης, Θεσσαλονίκη, 2019, σ. 387 επ. Για τις συνθήκες κράτησης στις αγροτικές φυλακές σε σύγκριση με τα υπόλοιπα καταστήματα κράτησης βλ. επίσης Σχίζα Π., Αγροτικές φυλακές (Διδακτορική Διατριβή), Επιβλέπων Καθηγητής Α. Μαγγανάς, Τμήμα Κοινωνιολογίας – Πάντειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, 2013, όπου περαιτέρω βιβλιογραφικές αναφορές.
[4] Βλ. Αρχιμανδρίτου Μ., Η ανοιχτή έκτιση της ποινής, ό.π., σ. XXV και Πανάγου Κ., Η πρώτη αγροτική φυλακή για κρατούμενες: H αποκατάσταση της αρχής της ισότητας των φύλων στο σωφρονιστικό πεδίο, The Art of Crime 3/2017, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα www.theartofcrime.gr.
[5] Πρβλ. Τζαννετάκη Τ., Η στρατηγική έμμεσης μείωσης των ποινών: Η εξάντληση των ορίων της και η ανάγκη αλλαγής παραδείγματος, The Art of Crime 1/2016, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα www.theartofcrime.gr. Όπως επισημαίνεται από την Μ. Αρχιμανδρίτου (Η ανοιχτή έκτισης της ποινής, ό.π., σ. 434), ο «ευεργετικός υπολογισμός σε καθεστώς ελαστικότερης διαβίωσης στις αγροτικές φυλακές […] είναι το μεγαλύτερο δέλεαρ που οργάνωσε διαχρονικά η ελληνική εκτιτική πολιτική».
[6] Βλ. το από 13/3/2019 Δελτίο Τύπου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ό.π.).
[7] Βλ. το Στρατηγικό Σχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (σ. 14-6), όπως διατίθεται στην ιστοσελίδα www.ministryofjustice.gr.
[8] Για τη διοικητική και δικαστική απέλαση των αλλοδαπών δραστών πρβλ. Ανδρουλάκη Ι., Η εκτέλεση της δικαστικής απέλασης και η άρση των συνεπειών της, Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα, 2017, Χατζηνικολάου Ν., Η απέλαση αλλοδαπού ως κύρωση του ποινικού δικαίου, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2006, Αλαβάνου Ι. & Μιμηκοπούλου Δ., Η διοικητική απέλαση στην πράξη, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2008 και Συμεωνίδου Ι., Η διοικητική απέλαση, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2008.
[9] Για τα πειθαρχικά παραπτώματα και τις πειθαρχικές ποινές των κρατουμένων πρβλ. Πανούση Γ., Το πειθαρχικό δίκαιο των κρατουμένων (Με την ευκαιρία του νέου Σωφρονιστικού Κώδικα), στο Το μήνυμα στην εγκληματολογία, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 1995, σ. 205 επ. και Κοσμάτου Κ., Πειθαρχικά παραπτώματα, πειθαρχικές ποινές και απόλυση υπό όρο (με αφορμή το ΒουλΣυμΠλημΛαρ 433/2004), ΠοινΔικ 4/2005, σ. 463 επ.
[10] Βλ. Τσουνάκου-Ρουσιά Ε., «Νομίζεις ότι είσαι μαζί τους…» Συνέντευξη τριών κρατουμένων για το Skype στις φυλακές, The Art of Crime 3/2018, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα www.theartofcrime.gr.
[11] Για τους αλλοδαπούς κρατούμενους στο ελληνικό σωφρονιστικό σύστημα βλ. ενδεικτικά Spinellis C., Angelopoulou K., Koulouris N., Foreign detainees in Greek prison: A new challenge to the guardians of human rights, στο R. Matthews & P. Francis (επιμ.), Prisons 2000: An international perspective on the current state and future of imprisonment, Macmillan Press, Hampshire-London, 1996, σ. 163 επ. και Pitsela A. & Antonopoulou A., Irregular migrants under criminal sanctions, European Journal of Probation 3/2012, σ. 37 επ.
[12] Βλ. Fogel D., We are the living proof, W.H. Anderson, Cincinnati, 1975, σ. xv, 185 και Faust F., We are the living proof [Book review], Florida State University Law Review 3/1976, σ. 410. Για τις κατευθύνσεις του δικαιικού προτύπου σχετικά με την απειλή και την επιμέτρηση των ποινών πρβλ. Τζαννετάκη Τ., Πρότυπα ποινικής καταστολής. Θέσεις και αντιθέσεις, στο Α. Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου & Α. Χαλκιά (επιμ.), Η εγκληματολογία απέναντι στις σύγχρονες προκλήσεις, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011, σ. 187 επ. και της ίδιας, Πρότυπο δικαιικό, στο Κ. Σπινέλλη, Ν. Κουράκη, Μ. Κρανιδιώτη (επιμ.), Λεξικό εγκληματολογίας, Τόπος, Αθήνα, 2018, σ. 958 επ.
[13] Βλ. Zinger I., Human rights compliance and the role of external prison oversight, Canadian Journal of Criminology and Criminal Justice 2/2006, σ. 127 επ.
[14] Βλ. Κουλούρη Ν., Η κοινωνική (επαν)ένταξη της φυλακής, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2009, σ. 147.
[15] Βλ. Koeppel Τ., Kontrolle des Strafvollzuges: Individueller Rechtsschutz und generelle Aufsicht, Godesberg, Mönchengladbach, 1999.
[16] Βλ. Τζαβέλλα Κ., Εφαρμοζόμενη σωφρονιστική πολιτική – Ο ρόλος του δικαστικού λειτουργού στα ειδικά καταστήματα κράτησης, ΠοινΔικ 1/2007, σ. 108. Για τις αρμοδιότητες του εισαγγελέα-επόπτη βλ. επίσης Αλεξιάδη Σ., Σωφρονιστική, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2001, σ. 208 επ., Αγγελή Ι., Η εισαγγελική εποπτεία στις φυλακές – Από το νόμο στην πραγματικότητα, στο Κ. Σπινέλλη & Α. Τσήτσουρα (επιμ.), Κρατούμενοι και δικαιώματα του ανθρώπου, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 1996, σ. 39 επ. και Πίσχοινα Α., Ο εισαγγελέας στο ειδικό κατάστημα κράτησης νέων, στο Κ. Σπινέλλη (επιμ.), Στηρίζοντας τον ανήλικο παραβάτη, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 2007, σ. 111 επ.
[17] Βλ. Καρύδη Β. & Φυτράκη Ε., Φυλακή και ελευθερίες: Επικίνδυνες σχέσεις, στο Ποινικός εγκλεισμός και δικαιώματα – Η οπτική του Συνηγόρου του Πολίτη, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011, σ. XV.
[18] Βλ. Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, Ζητήµατα σχετικά µε τα δικαιώµατα των κρατουµένων και τις συνθήκες κράτησης στις ελληνικές φυλακές, Αθήνα, 2008, σ. 5-6, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα www.nchr.gr (η Α. Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου διατέλεσε Πρόεδρος της ΕΕΔΑ ως εκπρόσωπος του ΙΜΔΑ).
[19] Βλ. το κείμενο της έκθεσης, όπως διατίθεται στην επίσημη ιστοσελίδα της Ανεξάρτητης Διοικητικής Αρχής “Συνήγορος του Πολίτη” (www.synigoros.gr), όπως επίσης Κουλούρη Ν., Διλήμματα για τον εγκληματολόγο στη σκοτεινή πλευρά της ποινικής καταστολής, στο Χ. Ζαραφωνίτου (διευθ. έκδ.), Το επάγγελμα του εγκληματολόγου σήμερα, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2012, σ. 154.
[20] Βλ. Παπαδαμάκη Α., Οι διακριτοί ρόλοι του Εισαγγελέα και του Συνηγόρου του Πολίτη στη σωφρονιστική διαδικασία, ΠοινΔικ 3/2009, σ. 317 επ.
[21] Βλ. το από 19/5/2016 Δελτίο Τύπου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (www.ministryofjustice.gr).
[22] Βλ. Χάιδου Α., Ποινολογία – Σωφρονιστική, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2018, σ. 139 επ.
[23] Η υπογράμμιση του γράφοντος.
[24] Βλ. Νικολόπουλου Γ., Η συμβολή του Συνήγορου του Πολίτη στην πρόληψη των βασανιστηρίων και τη διερεύνηση περιστατικών αυθαιρεσίας, The Art of Crime 2/2018, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα https://theartofcrime.gr.
[25] Βλ. Νικολόπουλου Γ., Η συμβολή του Συνήγορου του Πολίτη στην πρόληψη των βασανιστηρίων και τη διερεύνηση περιστατικών αυθαιρεσίας, ό.π.
[26] Βλ. το από 13/3/2019 Δελτίο Τύπου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα www.ministryofjustice.gr.
[27] Βλ. Μηλιώνη Φ., Προγράμματα επανένταξης αποφυλακισμένων, στον Τιμητικό Τόμο για τον Ν. Κουράκη, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 2016, σ. 2351.
[28] Βλ. Γιοβάνογλου Σ., Θεσμικά προβλήματα της κοινωνικής επανένταξης των αποφυλακιζομένων, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2006, σ. 61.
[29] Βλ. Πανούση Γ., Η κοινωνική επανένταξη ως αυτοτελές δικαίωμα των κρατουμένων, στο Το δημόσιο δίκαιο σε εξέλιξη, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 2012, σ. 677 επ., Θανοπούλου Μ., Φρονίμου Έ., Τσιλιμιγκάκη Β., Αποφυλακιζόμενες γυναίκες: Το δικαίωμα στην επαγγελματική επανένταξη, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 1997 και Τσιλίκη Χ. & Γάκου Ε., Κοινωνική επιχειρηματικότητα και σωφρονιστική. Προτεινόμενο μοντέλο εργασιακής επανένταξης έγκλειστων και αποφυλακισμένων στην Ελλάδα, Κοινωνική Πολιτική 9/2018, σ. 88 επ.
[30] Βλ. Μαγγανά Α., Λάζου Γ., Σβουρδάκου Δ., Η εγκληματολογία από τα κάτω, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2008, σ. 143. Η κοινωνική επανένταξη αναγνωρίζεται ότι στοχεύει στην πρόληψη της υποτροπής του δράστη (της εκ νέου τέλεσης αξιόποινων πράξεων από τον ίδιο). Βλ. Κουράκη Ν., Ποινική καταστολή, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2009, σ. 4, 13, 94 και Raynor P., Rehabilitative and reintegrative approaches, στο A. Bottoms, S. Rex, G. Robinson (επιμ.), Alternatives to prison – Options for an insecure security, Willan, Devon, 2004, σ. 196. Εφόσον κάτι τέτοιο επιτευχθεί, γίνεται λόγος περί «επιτυχημένης κοινωνικής επανένταξης». Βλ. Εγχειρίδιο των Ηνωμένων Εθνών για την πρόληψη της υποτροπής και την κοινωνική επανένταξη των παραβατών, Μτφρ. Ν. Βαρβατάκου, Βιέννη, 2012, σ. 7, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα www.epanodos.org.gr (το πρωτότυπο κείμενο διατίθεται στην ιστοσελίδα www.unodc.org), Graffam J., Shinkfield A., Lavelle B., McPherson W., Variables affecting successful reintegration as perceived by offenders and professionals, Journal of Offender Rehabilitation 1-2/2004, σ. 147 επ. και Wormith S., Althouse R., Simpson M., Reitzel L., Fagan T., Morgan R., The rehabilitation and reintegration of offenders – The current landscape and some future directions for correctional psychology, Criminal Justice and Behavior 7/2007, σ. 880. Με βάση τα παραπάνω, η κοινωνική επανένταξη συνδέεται άμεσα με την αποχή των αποφυλακισμένων από το έγκλημα (desistance). Βλ. Larsen S., Successful reentry through the eyes of female ex-offenders, Department of Criminology – Malmö University, Sweden, 2017, σ. 7, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα http://muep.mau.se/handle/2043/22799 (όπου περαιτέρω βιβλιογραφικές αναφορές).
[31] Βλ. Δημόπουλου Χ., Η επανακοινωνικοποίηση των κρατουμένων, Χρονικά 1/1990, σ. 75 επ., Lambropoulou E., Das neue griechische Strafvollzugsgestez, ZfStrVo 39/1990, σ. 152 επ., Πανούση Γ., Η εισηγητική έκθεση του ν. 1851/89 και η σωφρονιστική νομοθετική πολιτική, Αρχείο Νομολογίας 1990, σ. 321 επ., Κουλούρη Ν., Οι αντιφάσεις των γενικών αρχών του Κώδικα βασικών κανόνων για τη μεταχείριση των κρατουμένων (Ν. 1851/1989), Σύγχρονα Θέματα 41-42/1990, σ. 93 επ., Κουράκη Ν., Ο Κώδικας βασικών κανόνων για τη μεταχείριση των κρατουμένων: Συνολική αποτίμηση και σύνδεση με το παρελθόν, Σύγχρονα Θέματα 41-42/1990, σ. 82 επ. και Σπινέλλη Κ., Θεσμικά πλαίσια, όρια και ιδεολογικοπολιτικοί άξονες του κώδικα βασικών κανόνων για τη μεταχείριση των κρατουμένων, Σύγχρονα Θέματα 41-42/1990, σ. 63 επ.
[32] Βλ. Γιοβάνογλου Σ., Κοινωνική επανένταξη, στο Κ. Σπινέλλη, Ν. Κουράκη, Κ. Κρανιδιώτη (επιμ.), ό.π., σ. 731.
[33] Βλ. Αλεξιάδη Σ., Έκθεση παρατηρήσεων στο «Σχέδιο Κώδικα Βασικών Κανόνων για τη μεταχείριση των κρατουμένων, στο Ο νέος σωφρονιστικός κώδικας, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα, 1988, σ. 93 επ., 111, του ίδιου, Η προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας κατά την έκτιση της ποινής, στο Ι. Μανωλεδάκη & C. Prittwitz (επιμ.), Η ποινική προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, Σάκκουλας, Θεσσαλονίκη, 1995, σ. 142 και Αλεξιάδη Σ. & Πανούση Γ., Σωφρονιστικοί Κανόνες, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 2000, σ. 21-2.
[34] Βλ. Σπινέλλη Κ. & Κουράκη Ν., Σωφρονιστική νομοθεσία, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2001, σ. ΧΧΙΧ.
[35] Βλ. Αλεξιάδη Σ. & Πανούση Γ., Σωφρονιστικοί κανόνες, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 2000, σ. 40, όπου τα Πρακτικά συνεδρίασης της Βουλής κατά την κύρωση του ισχύοντος Σωφρονιστικού Κώδικα στο ελληνικό κοινοβούλιο.
[36] Βλ. Αρχιμανδρίτου Μ., Η φυλάκιση ως τρόπος κράτησης και ως μορφή έκτισης της ποινής, ό.π., σ. 255 επ. και Χρυσόγονου Κ., Η απαγόρευση της αναγκαστικής εργασίας και η επίταξη προσωπικών υπηρεσιών, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 1992.Τα χρηματικά ποσά με τα οποία αμοίβεται ο εργαζόμενος κρατουμένος κατατίθενται σε ατομικό του λογαριασμό, σωρευτικά με τα χρήματα που ενδεχομένως έφερε κατά την εισαγωγή του στο σωφρονιστικό κατάστημα και βοηθήματα από οικεία του πρόσωπα. Ο λογαριασμός αυτός αποκαλείται «Χρημάτιο» (άρ. 45 ΣΚ). Βλ. Αλεξιάδη Σ., Σωφρονιστική, ό.π., σ. 286-7.
[37] Βλ. Αλεξιάδη Σ., Σωφρονιστική, ό.π., σ. 290.
[38] Βλ. Δασκαλάκη Η., Μεταχείριση εγκληματία, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 1981, σ. 71, 95 επ., όπως επίσης Maguire K., Flanagan T., Thornberry T., Prison labor and recidivism, Journal of Quantitative Criminology 1/1988, σ. 3 επ. και την εκεί παρατιθέμενη ερευνητική εμπειρία.
[39] Βλ. Πανούση Γ., Η κοινωνική επανένταξη ως αυτοτελές δικαίωμα των κρατουμένων, ό.π., σ. 677 επ.
[40] Το Σχέδιο του Νέου Σωφρονιστικού Κώδικα συντάχθηκε από ειδική νομοπαρασκευαστική επιτροπή, υπό την προεδρία του Εισαγγελέα Εφετών κ. Π. Μπρακουμάτσου και μέλη τον Επ. Καθηγητή Ν. Κουλούρη και την Επ. Καθηγήτρια κ. Τ. Τζαννετάκη. Η τελική του επεξεργασία πραγματοποιήθηκε από το Υπουργείο, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Είχε προηγηθεί το Σχέδιο που διαμορφώθηκε από αντίστοιχη επιτροπή υπό την προεδρία του Ομότιμου Καθηγητή κ. Γ. Πανούση (2010-2011). Βλ. το από 16/10/2017 Δελτίο του Υπουργείου (https://government.gov.gr/schedio-neou-sofronistikou-kodika-se-diavoulefsi/), Συκιώτου Α., Το σχέδιο του νέου Σωφρονιστικού Κώδικα, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2013 και Βιδάλη Σ., Οι ιδεολογικοί προσανατολισμοί του σχεδίου του νέου σωφρονιστικού κώδικα, Ελληνική Εταιρεία Μελέτης του Εγκλήματος και του Κοινωνικού Ελέγχου, Αθήνα, 2017, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα www.eemeke.org.
[41] Βλ. Πανούση Γ., Η κοινωνική επανένταξη ως αυτοτελές δικαίωμα των κρατουμένων, ό.π., σ. 677 επ.
[42] Βλ. επίσης τη Σύσταση Rec (2006) 2 της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης σχετικά με τους «Ευρωπαϊκούς Σωφρονιστικούς Κανόνες», η οποία υιοθετήθηκε από την Επιτροπή Υπουργών στις 11/1/2006. Εκεί συστήνεται ότι «κάθε κράτηση θα οργανώνεται έτσι ώστε να διευκολύνει την επανένταξη στην ελεύθερη κοινωνία των ατόμων τα οποία έχουν στερηθεί την ελευθερία τους». Βλ. Αλεξιάδη Σ., Ευρωπαϊκή αντεγκληματική πολιτική, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2006, σ. 441, Αρχιμανδρίτου Μ., Η φυλάκιση ως τρόπος κράτησης και ως μορφή έκτισης των ποινών, ό.π., σ. 292 επ., 294, Κουλούρη Ν., Η κοινωνική (επαν)ένταξη της φυλακής, ό.π., σ. 64, Πιτσελά Α., Η ποινική αντιμετώπιση της εγκληματικότητας των ανηλίκων, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2013, σ. 419 και Γιαννούλη Γ., Η επικινδυνότητα του δράστη και η εκτίμηση κινδύνων από δικαιοκρατικής σκοπιάς, Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα, 2017, σ. 174-5.
[43] Βλ. Νικολόπουλου Γ., Ο εγκληματολόγος ως επαγγελματίας της κοινωνικής επανένταξης, στο Χ. Ζαραφωνίτου (διευ. έκδ.), ό.π., σ. 294, του ίδιου, Η κοινωνική επανένταξη των καταδίκων: Από τις διακηρύξεις στις πρακτικές, στο Χ. Ζαραφωνίτου & Φ. Μηλιώνη (επιμ.), ΕΠΑΝΟΔΟΣ: Η πορεία προς την κοινωνική επανένταξη, Διόνικος, Αθήνα, 2018, σ. 94 και Πιτσελά Α., Διεθνή κείμενα σωφρονιστικής πολιτικής, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2003, σ. 72.
[44] Βλ. Αρχιμανδρίτου Μ., Η ανοιχτή έκτιση της ποινής, ό.π., σ. 432-3 και τις εκεί παραπομπές. Σύμφωνα με το άρ. 41 παρ. 1 του Σωφρονιστικού Κώδικα: «Στα καταστήματα κράτησης κάθε κατηγορίας μπορεί να οργανώνονται αγροτικές ή βιοτεχνικές μονάδες εργασίας, κατά το δυνατόν ανάλογες με εκείνες που υπάρχουν έξω από αυτά και προσαρμοσμένες στις απαιτήσεις της ελεύθερης αγοράς».