Ο ρόλος της αυτοδιακινδύνευσης στην κρίση περί συνδρομής ή μη ενδεχόμενου δόλου κατά την πρόκληση αυτοκινητικών ατυχημάτων με επικίνδυνη οδήγηση.
Απόφαση του 4ου Τμήματος του Γερμανικού Ακυρωτικού υπ’ αριθμ. πρωτ. 4 StR 399/17 της 1ης Μαρτίου 2018
Πραγματικά περιστατικά:
Σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε το δικαστήριο του πρώτου βαθμού, οι δύο κατηγορούμενοι οδηγοί, Η. και Ν., συναντήθηκαν τυχαία, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, σε φανάρι διασταύρωσης σε κεντρικό δρόμο του Βερολίνου. Ο Η. ήταν μόνος στο όχημά του, ενώ ο Ν. είχε ως συνοδηγό την Κ. Προκαλώντας θόρυβο με τον κινητήρα της μηχανής του Ι.Χ. του, ο Η. έδωσε στον Ν. να καταλάβει ότι είναι έτοιμος για έναν αυτοσχέδιο αγώνα ταχύτητας. Οι δύο κατηγορούμενοι συμφώνησαν με νοήματα από τα ανοιχτά παράθυρα των οχημάτων τους να πραγματοποιήσουν έναν αγώνα ταχύτητας.
Και οι δύο οδηγοί άρχισαν να κινούνται με ταχύτητα άνω των 100 χιλιομέτρων την ώρα, παραβιάζοντας ερυθρούς σηματοδότες και αδιαφορώντας γενικώς για την τήρηση των κανόνων οδικής κυκλοφορίας, με στόχο την επικράτηση στον μεταξύ τους αγώνα.
Εισερχόμενοι σε μία ακόμη διασταύρωση παραβίασαν τον ερυθρό σηματοδότη. Ο μεν Ν., έχοντας ένα προβάδισμα μερικών μέτρων, κινούνταν με ταχύτητα μεταξύ 139 και 149 χιλιομέτρων την ώρα, ο δε Η. με ταχύτητα τουλάχιστον 160 έως και 170 χιλιομέτρων την ώρα.
Σύμφωνα με το δικαστήριο του πρώτου βαθμού οι κατηγορούμενοι συνειδητοποίησαν το αργότερο εκείνη την χρονική στιγμή („spätestens jetzt“), ότι σε περίπτωση σύγκρουσης οι νομίμως διερχόμενοι τη διασταύρωση οδηγοί οχημάτων και πεζοί, όχι απλώς θα τραυματίζονταν, αλλά με μεγάλη πιθανότητα θα επερχόταν ο θάνατός τους.
Πράγματι, στη διασταύρωση συγκρούστηκε ο κατηγορούμενος Η. – «απολύτως ανίκανος εκείνη τη στιγμή να αντιδράσει» σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση – με το νομίμως διασχίζον τη διασταύρωση όχημα του παθόντος W. Λόγω της σφοδρότητας της σύγκρουσης το όχημα του Η. έστριψε προς τα αριστερά, με αποτέλεσμα να συγκρουσθεί και με το όχημα του συγκατηγορουμένου Ν.
Εξαιτίας της σύγκρουσης απεβίωσε ήδη στον τόπο του συμβάντος ο W.,η συνοδηγός του Ν. τραυματίστηκε σοβαρά, ενώ οι συγκατηγορούμενοι Η. και Ν. τραυματίστηκαν ελαφρώς.
Το δικαστήριο της ουσίας καταδίκασε τους δύο κατηγορουμένους σε ισόβια κάθειρξη ως συναυτουργούς για ειδεχθή ανθρωποκτονία („Mord“) με κοινώς επικίνδυνα μέσα (άρ. 211 παρ. 2 γερμ. ΠΚ), σε κατ’ ιδέα αληθή συρροή με επικίνδυνη σωματική βλάβη προκληθείσα από επικίνδυνο εργαλείο και με επικίνδυνη για τη ζωή μεταχείριση άλλου (άρ. 224 παρ. 1 περ. 2 και 5 γερμ. ΠΚ) και με εκ προθέσεως διατάραξη της ασφάλειας των συγκοινωνιών, λόγω παραβίασης προτεραιότητας και διέλευσης διασταύρωσης με υπερβολική ταχύτητα (άρ. 315 γ παρ. 1 περ. 2 α, δ γερμ. ΠΚ).
Σκεπτικό:
1. Κατά την κρίση του γερμανικού Ακυρωτικού οι διαπιστώσεις του δικαστηρίου της ουσίας δεν μπορούν να στηρίξουν καταδίκη για εκ προθέσεως ειδεχθή ανθρωποκτονία.
Σύμφωνα με το άρ. 16 παρ. 1 γερμ. ΠΚ αποτελεί προϋπόθεση της εκ προθέσεως δράσης, ο κατηγορούμενος να γνωρίζει κατά την τέλεση της πράξης όλες τις περιστάσεις που συγκροτούν την ειδική υπόσταση του εγκλήματος. Συνακόλουθα πρέπει ο δόλος να συντρέχει στο πρόσωπό του κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, που οδηγεί στο εγκληματικό αποτέλεσμα. Τυχόν επιγενόμενος δόλος του δράστη („dolus subsequens“) αποκλείει την καταδίκη για εκ προθέσεως έγκλημα. Λόγω αυτής της απαίτησης του νομοθέτη, μπορεί να τιμωρηθεί για εκ προθέσεως έγκλημα μόνο ο δράστης, ο οποίος μετά τη λήψη της απόφασης προς τέλεση της πράξης, προχωράει στη διάπραξη μίας περαιτέρω ενέργειας, η οποία κατά την παράστασή του θα προκαλέσει το εγκληματικό αποτέλεσμα. Εν προκειμένω τον θάνατο (…).
Το δικαστήριο του πρώτου βαθμού εξακρίβωσε την συνδρομή ενδεχόμενου δόλου θανάτωσης – όπως συνάγεται από την έκφραση «το αργότερο εκείνη τη χρονική στιγμή» - το πρώτον κατά τον χρόνο που οι κατηγορούμενοι παραβιάζοντας τον ερυθρό σηματοδότη εισήλθαν στην διασταύρωση. Από αυτή τη διαπίστωση, η οποία επιβεβαιώνεται και από άλλα σημεία της απόφασης, εξάγεται το συμπέρασμα ότι το δικαστήριο της ουσίας δεν επείσθη ότι οι δράστες είχαν προβλέψει ως πιθανό και αποδέχονταν επιδοκιμαστικά τον θάνατο άλλου προσώπου ήδη πριν από την είσοδό τους στη διασταύρωση. Συνακόλουθα η στοιχειοθέτηση καταδίκης για εκ προθέσεως ειδεχθή ανθρωποκτονία θα ήταν δυνατή, μόνο εφόσον οι κατηγορούμενοι, μετά την είσοδο τους στην διασταύρωση, είτε επιχειρούσαν μία περαιτέρω, αιτιώδη για το θανατηφόρο αποτέλεσμα, πράξη, είτε αντιστοίχως παρέλειπαν μία επιβεβλημένη ενέργεια που θα οδηγούσε στην αποφυγή του αποτελέσματος.
Τέτοιες διαπιστώσεις δεν διέλαβε το δικαστήριο της ουσίας στην απόφασή του. Αντιθέτως διευκρίνισε, τόσο κατά την παρουσίαση των πραγματικών περιστατικών, όσο και σε επόμενα σημεία της απόφασης, ότι οι κατηγορούμενοι ήδη κατά την είσοδό τους στη διασταύρωση δεν είχαν πλέον καμία δυνατότητα αποφυγής της σύγκρουσης (…). Όλες οι σημαντικές για την επέλευση του δυστυχήματος περιστάσεις, ιδιαιτέρως η ήδη επιτευχθείσα ταχύτητα, όπως και η διέλευση από διασταύρωση κατά παράβαση ερυθρού σηματοδότη, συνέτρεχαν ή/και είχαν τεθεί σε μη αναστρέψιμη κίνηση, πριν τον χρόνο σχηματισμού του δόλου ανθρωποκτονίας στο πρόσωπο των δραστών (…). Συνεπώς η κατάγνωση δόλου ανθρωποκτονίας, σε χρόνο που η θανατηφόρα σύγκρουση ήταν ήδη αναπόφευκτη, είναι για την στοιχειοθέτηση της εκ προθέσεως ειδεχθούς ανθρωποκτονίας άνευ σημασίας.
2. (…) α) Kατά πάγια νομολογία, είναι δεδομένη η συνδρομή ενδεχόμενου δόλου ανθρωποκτονίας όταν ο δράστης αναγνωρίζει τον θάνατο ως ένα πιθανό, όχι τελείως απομακρυσμένο αποτέλεσμα της δράσης του (γνωστικό στοιχείο), το οποίο εγκρίνει ή έστω συμβιβάζεται με αυτό, ενόψει του επιδιωκόμενου στόχου, ακόμη κι αν η επέλευση του αποτελέσματος είναι γι’ αυτόν αδιάφορη ή και καθαυτή ανεπιθύμητη (βουλητικό στοιχείο). Αντιθέτως ενσυνείδητη αμέλεια συντρέχει, όταν ο δράστης δεν είναι σύμφωνος με την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης, την οποία ωστόσο αναγνωρίζει ως πιθανή και είναι σοβαρά, όχι απλώς αφηρημένα, πεπεισμένος ότι το αξιόποινο αποτέλεσμα δεν θα επέλθει.
β) Το εάν ο δράστης σύμφωνα με τα ανωτέρω νομικά κριτήρια έδρασε με ενδεχόμενο δόλο, θα πρέπει να διερευνηθεί πλήρως κατά την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, τόσο σε σχέση με το γνωστικό, όσο και με το βουλητικό στοιχείο και να τεκμηριωθεί διά διαπιστώσεων σχετικών με τα πραγματικά περιστατικά.
Ειδικά για την διαπίστωση της συνδρομής ενδεχόμενου δόλου ή (ενσυνείδητης) αμέλειας στο πρόσωπο του δράστη ανθρωποκτονίας ή σωματικής βλάβης, είναι επιβεβλημένη μία συνολική θεώρηση όλων των αντικειμενικών και υποκειμενικών περιστάσεων, υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη. Προ παντός κατά την εκτίμηση του βουλητικού στοιχείου του δόλου είναι απαραίτητο, ο δικαστής της ουσίας να ασχοληθεί διεξοδικά με την προσωπικότητα του δράστη και με την ψυχική του κατάσταση κατά την τέλεση της πράξης, ενώ θα πρέπει να λάβει υπόψη τα κίνητρά του και τις σημαντικές για το εγκληματικό συμβάν περιστάσεις, ειδικά δε τον συγκεκριμένο τρόπο επίθεσης. Η αντικειμενική επικινδυνότητα της υλικής πράξης αποτελεί έναν σημαντικό ενδείκτη για τη συνδρομή, τόσο του γνωστικού, όσο και του βουλητικού στοιχείου του ενδεχόμενου δόλου. Τούτο ωστόσο δεν σημαίνει ότι η επικινδυνότητα της πράξης και η πιθανότητα επέλευσης του αποτελέσματος αποτελούν τα μοναδικά κριτήρια για το εάν ο δράστης ενήργησε με ενδεχόμενο δόλο. Αντιθέτως ακόμη και σε ιδιαιτέρως επικίνδυνες πράξεις, η σχετική κρίση εξαρτάται από τις περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης. Παράλληλα οφείλει ο δικαστής να συνυπολογίσει όλες τις τυχόν συντρέχουσες περιστάσεις της εκάστοτε υπόθεσης, οι οποίες αμφισβητούν τη συνδρομή δόλου στο πρόσωπο του δράστη.
γ) To δικαστήριο της ουσίας δεν ανταποκρίθηκε στις ανωτέρω απαιτήσεις, διότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ασχολήθηκε διεξοδικά με την πιθανή αυτοδιακινδύνευση των κατηγορουμένων σε περίπτωση σύγκρουσης με ένα άλλο όχημα, η οποία αποτελεί κρίσιμο για την κατάφαση ή άρνηση του δόλου στοιχείο.
αα) Σε υποθέσεις προφανούς αυτοδιακινδύνευσης του δράστη – όπως εδώ – θα πρέπει να ακολουθηθούν οι εξής αρχές: Δεν υφίσταται γενικός κανόνας, που να αποκλείει τον δόλο θανάτωσης στις περιπτώσεις που η επικίνδυνη για τους τρίτους πράξη του δράστη συνεπάγεται και την αυτοδιακινδύνευση του τελευταίου. Εντούτοις η διάγνωση της αυτοδιακινδύνευσης επί ριψοκίνδυνων συμπεριφορών κατά την οδήγηση, οι οποίες δεν αποσκοπούν a priori στον τραυματισμό άλλου προσώπου ή στην πρόκληση δυστυχήματος, είναι πιθανό να ενδεικνύει ότι ο δράστης είναι πεπεισμένος για την θετική έκβαση του συμβάντος. Κατά τούτο, πρέπει να κριθεί in concreto από τον δικαστή της ουσίας, εάν και σε ποιο βαθμό - κατά την αντίληψη του δράστη – απειλήθηκε (και) η δική του σωματική ακεραιότητα εξαιτίας της συμπεριφοράς του. Σημαντικές ενδείξεις γι’ αυτό, μπορούν να αντληθούν από τις αντικειμενικές περιστάσεις τέλεσης της πράξης, ιδίως από το όχημα του δράστη και από τα συγκεκριμένα σενάρια επικείμενου δυστυχήματος. Ανάλογα με το αν για παράδειγμα ο δράστης βρίσκεται σε Ι.Χ. ή σε μοτοσυκλέτα και αν επαπειλείται σύγκρουση με πεζούς ή ποδηλάτες ή με άλλα Ι.Χ. ή ακόμα και με φορτηγά, επηρεάζεται ενδεχομένως με διαφορετικό τρόπο και η αντίληψή του για τον κίνδυνο που ο ίδιος διατρέχει.
ββ) Κατά την αξιολόγηση του συμβάντος, το δικαστήριο του πρώτου βαθμού θεώρησε ως δεδομένο, ότι οι κατηγορούμενοι αισθάνονταν ασφαλείς στα οχήματά τους, με αποτέλεσμα να αποκλείσει το ενδεχόμενο να στάθμισαν τον επερχόμενο και για τους ίδιους, σε περίπτωση ατυχήματος, κίνδυνο.
(1) Αυτή η παραδοχή ωστόσο δεν αιτιολογήθηκε προσηκόντως, καθότι κατά νομικά εσφαλμένο τρόπο στηρίζεται σε ένα ανύπαρκτο δίδαγμα της κοινής πείρας.
Η προσβαλλόμενη απόφαση εκκινεί από την παραδοχή ότι αντίστοιχοι οδηγοί με τους κατηγορουμένους (ενν. συμμετέχοντες σε παράνομους αγώνες) συνήθως δεν λαμβάνουν υπόψη τον κίνδυνο που και οι ίδιοι διατρέχουν (…). Ωστόσο δεν υφίσταται κάποιο δίδαγμα της κοινής πείρας, σύμφωνα με το οποίο συγκεκριμένο είδος οδηγών σε συγκεκριμένου τύπου οχήματα αισθάνονται κατ’ αρχήν ασφαλείς κατά την οδήγηση, με αποτέλεσμα κάθε κίνδυνος για τη σωματική τους ακεραιότητα να ατονεί. Σε σχέση δε με τους κατηγορουμένους δεν αιτιολογήθηκε συγκεκριμένα η συνδρομή αυτής της παράστασης. Ειδικά ενόψει των εν προκειμένω αντικειμενικά επαπειλούμενων ατυχημάτων – συγκρούσεις σε αστική διασταύρωση με άλλα Ι.Χ. ή, κατά τις σκέψεις της απόφασης, ακόμη και με λεωφορεία με ταχύτητα τουλάχιστον 139 και 160 χιλιόμετρα την ώρα αντιστοίχως - δεν μπορεί να θεωρηθεί αυτονόητη η συγκεκριμένη παραδοχή.
(2) Περαιτέρω το δικαστήριο της ουσίας στηρίζεται σε αντιφατικές παραδοχές σχετικά με την εκτίμηση του κινδύνου από τους κατηγορουμένους. Ενώ δέχεται ότι οι κατηγορούμενοι αισθάνονταν ασφαλείς εντός των οχημάτων τους και δεν συνεκτίμησαν κανέναν κίνδυνο για τους ίδιους, διαπιστώνει ωστόσο ότι από κοινού οι κατηγορούμενοι προκάλεσαν δολίως σωματική βλάβη στην Κ. (συνοδηγό του Ν.), με επικίνδυνο εργαλείο και με επικίνδυνη για τη ζωή της μεταχείριση (άρ. 224 παρ.1 περ. 2, 5 γερμ. ΠΚ), αποδεχόμενοι μάλιστα το ενδεχόμενο να υποστεί θανάσιμο τραυματισμό (…). Η - όχι και τόσο προφανής - παραδοχή ότι οι κατηγορούμενοι αξιολόγησαν διαφορετικά τη δική τους έκθεση σε κίνδυνο, από εκείνη της Κ. δεν αποσαφηνίζεται από το δικαστήριο της ουσίας.
3. Σχετικά με τον κατηγορούμενο Ν., η παραδοχή ότι κατέστη ένοχος για ειδεχθή ανθρωποκτονία τελούμενη κατά συναυτουργία δε μπορεί να αντέξει τον νομικό έλεγχο. (…)
α) Η συναυτουργία κατά την έννοια του άρ. 25 παρ. 2 γερμ. ΠΚ προϋποθέτει συναπόφαση, επί τη βάση της οποίας κάθε συναυτουργός συμβάλλει αντικειμενικά στην τέλεση της πράξης (πάγια νομολογία). Το κοινό εγκληματικό σχέδιο δεν είναι αναγκαίο να συμφωνηθεί ρητώς, αρκεί και μία συμπερασματικά συναγόμενη συμφωνία. Αυτή η συμφωνία μπορεί - καθ’ υπέρβαση του αρχικού σχεδίου – να λάβει χώρα ακόμη και κατά την διάρκεια της από κοινού τέλεσης της πράξης. Σημείο αναφοράς της απόφασης για την τέλεση της πράξης παραμένει ωστόσο σύμφωνα με το άρ. 25 παρ. 2 γερμ. ΠΚ πάντα η αξιόποινη πράξη. Μία κατά συναυτουργία τελούμενη ανθρωποκτονία προϋποθέτει συνεπώς, ότι η συναπόφαση αποσκοπεί στη θανάτωση ενός ανθρώπου διά της σύμπραξης των συναυτουργών. Δεν αρκεί επομένως, ότι οι δράστες απλώς συμφώνησαν να συμμετάσχουν σε ένα εγχείρημα, εξαιτίας του οποίου ένας άνθρωπος πέθανε.
β) Εν προκειμένω λείπει ήδη η διακρίβωση της συναπόφασης των κατηγορουμένων για τη θανάτωση με ενδεχόμενο δόλο ενός άλλου. Το δικαστήριο της ουσίας διαπίστωσε μόνο ότι οι κατηγορούμενοι κατά τη συνάντησή τους συμφώνησαν στην διεξαγωγή ενός αυτοσχέδιου αγώνα ταχύτητας. Περαιτέρω ανέφερε ότι ο Ν. με την οδηγική του συμπεριφορά και με τη συνεχώς αυξανόμενη ταχύτητα του οχήματός του, συμπερασματικά δήλωσε ότι επιθυμεί να συμμετάσχει σε αγώνα ταχύτητας και να εμπλακεί σε μία αναμέτρηση ισχύος . Από αυτές τις παραδοχές προκύπτει μόνο συμφωνία για από κοινού διεξαγωγή παράνομου αυτοσχέδιου αγώνα ταχύτητας. Ούτε κατά τον χρόνο της συμφωνίας για την τέλεση του αγώνα, ούτε κατά την διάρκεια του αγώνα διαπίστωσε και τεκμηρίωσε το δικαστήριο της ουσίας μία – έστω συμπερασματικά συναγόμενη – διεύρυνση της συναπόφασης προς τέλεση της πράξης. Αντιθέτως επεσήμανε μόνο ότι «μία αναμέτρηση ισχύος στο πλαίσιο ενός αγώνα ταχύτητας αποτελεί συμπεριφορά, η οποία υποδεικνύει την από κοινού κυριαρχία επί της (ενν. αξιόποινης) πράξης» (…). Το ότι οι κατηγορούμενοι είχαν αποφασίσει από κοινού να θανατώσουν άλλον, δεν προκύπτει από κανένα σημείο της απόφασης.
ΙΙΙ. 1. (…) Το αν ο κατηγορούμενος ενεργεί εκ προθέσεως αποτελεί ένα πραγματικό ζήτημα, το οποίο κρίνεται αποκλειστικά από τον δικαστή της ουσίας. Το ζήτημα αυτό θα πρέπει πάντα να κρίνεται κατά περίπτωση και δεν επιτρέπεται μία γενική θεώρηση, για παράδειγμα υπό τη μορφή νομικών ή εμπειρικών κανόνων, βάσει των οποίων κατ’ αρχήν η εκ προθέσεως τέλεση καταφάσκεται ή αποφάσκεται για μία συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων ή για μία συγκεκριμένη ενέργεια. Τούτο ισχύει και για την προσβαλλόμενη απόφαση σε σχέση με τα άτομα που συμμετέχουν σε παράνομους αυτοσχέδιους αγώνες ταχύτητας. Και για αυτή την ομάδα ανθρώπων θα πρέπει να κριθεί in concreto η στοιχειοθέτηση του δόλου θανάτωσης και όχι βάσει της κατάταξής τους σε κάποια κατηγορία (…).
Παρατηρήσεις
Η παραπάνω πρόσφατη απόφαση του Ομοσπονδιακού Ακυρωτικού Δικαστηρίου της Γερμανίας[1] (εφεξής Ακυρωτικό) αντιμετώπισε μια υπόθεση με ιδιαίτερο δογματικό ενδιαφέρον. Με την απόφαση αυτή αναίρεσε την από 27.2.2017 απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου του Βερολίνου[2]. Η συγκεκριμένη υπόθεση απασχόλησε εντόνως, τόσο την κοινή γνώμη όσο και τη θεωρία του ποινικού δικαίου[3], καθώς υπήρξε η πρώτη απόφαση στην Γερμανία που καταδίκασε για ειδεχθή ανθρωποκτονία, και όχι απλώς για ανθρωποκτονία εξ αμελείας, συμμετέχοντες σε παράνομο αγώνα ταχύτητας επί επελεύσεως θανάτου αμέτοχου τρίτου.
Καταρχάς το δικαστήριο δεν εξετάζει αν υφίσταται δόλος ή ενσυνείδητη αμέλεια. Η διαπίστωση δόλου από το δικαστήριο της ουσίας «το αργότερο» κατά την είσοδο των κατηγορουμένων στην επίμαχη διασταύρωση, δηλαδή σε χρόνο που δεν υπήρχε πλέον δυνατότητα αποφυγής του αποτελέσματος, θα πρέπει να ερμηνευθεί σύμφωνα με την αρχή in dubio pro reo, υπό την έννοια, ότι «το αργότερο», σε περίπτωση αμφιβολίας, σημαίνει όχι νωρίτερα[4]. Το Ακυρωτικό τονίζει ότι δόλος πρέπει να υφίσταται κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης, δηλ. κατά τη στιγμή που ο δράστης εξαπολύει την αιτιώδη διαδρομή, η οποία θα οδηγήσει στο εγκληματικό αποτέλεσμα (αρχή της συγχρονίας, „Simultaneitätsprinzip“). Αντιθέτως ο επιγενόμενος δόλος („dolus subsequens“), δηλ. ο δόλος που επακολουθεί της πραγμάτωσης της αντικειμενικής υπόστασης, δεν αρκεί, ακόμη και αν ο δράστης είχε προβλέψει το αποτέλεσμα[5].
Στη συνέχεια το Ακυρωτικό εξετάζει το πλέον ενδιαφέρον δογματικό ζήτημα της υπόθεσης. Ελέγχει και απορρίπτει την συνδρομή ενδεχόμενου δόλου στο πρόσωπο των κατηγορουμένων. Το Ακυρωτικό φαίνεται να υιοθετεί τη θεωρία της συγκατάθεσης ή επιδοκιμασίας („Einwilligungstheorie“ ή „Billigungstheorie“), η οποία – σε κάθε εκδοχή της - απαιτεί την συνδρομή και του βουλητικού στοιχείου (πέραν του γνωστικού) για την κατάφαση του ενδεχόμενου δόλου[6]. Σύμφωνα με την θεωρία αυτή, πράττει με ενδεχόμενο δόλο όποιος θεωρεί δυνατή την επέλευση του εγκληματικού αποτελέσματος και είναι σύμφωνος με αυτό ή το αποδέχεται επιδοκιμαστικά, ενώ δεν αποκλείεται η ύπαρξη δόλου, ακόμη και όταν το αποτέλεσμα καθαυτό είναι ανεπιθύμητο στον δράστη[7].
Το Ακυρωτικό τονίζει ότι και τα δύο στοιχεία του δόλου θα πρέπει να διερευνώνται εκτενώς κατά την αποδεικτική διαδικασία και η ύπαρξή τους θα πρέπει να τεκμηριωθεί βάσει των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης. Προς εκπλήρωση της συγκεκριμένης υποχρέωσης θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να λαμβάνει υπόψη του κάθε αντικειμενική και υποκειμενική περίσταση, ενώ ειδικά για το βουλητικό στοιχείο θα πρέπει να εξετάζει, μεταξύ άλλων, την προσωπικότητα του δράστη, το κίνητρό του, την ψυχική του κατάσταση κατά την τέλεση της πράξης, αλλά και την συγκεκριμένη επιθετική ενέργεια που εξαπέλυσε. Εξάλλου η συνδρομή του δόλου θα κριθεί, ελλείψει δυνατότητας άμεσης και διυποκειμενικά ελέγξιμης απόδειξης του τι συμβαίνει στον εσωτερικό κόσμο του δράστη, βάσει των διαθέσιμων ενδείξεων[8]. Η απόφαση καταλήγει στη διακήρυξη, ότι η ύπαρξη ή όχι δόλου αποτελεί ζήτημα πραγματικό („Tatfrage“), επί του οποίου κρίνει αποκλειστικώς ο δικαστής της ουσίας[9].
Αντιθέτως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε επικεντρωθεί στο γνωστικό στοιχείο του δόλου, υπό την μορφή μάλιστα μίας γενικής και a priori δεδομένης για τον μέσο συνετό άνθρωπο παράστασης περί του κινδύνου πραγματώσεως της ειδικής υπόστασης του εγκλήματος, λόγω της ιδιαίτερης επικινδυνότητας της συμπεριφοράς των κατηγορουμένων[10].
Ήδη με μόνη την διαπίστωση ότι οι κατηγορούμενοι ενήργησαν, παρά το γεγονός ότι αντιλαμβάνονταν ως πιθανό το - αντικειμενικά ιδιαιτέρως υψηλό - ενδεχόμενο βλάβης, το δικαστήριο της ουσίας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «ενέκριναν» την επέλευση του θανατηφόρου αποτελέσματος, παρά το γεγονός ότι ο σκοπός των δραστών, δηλαδή η νίκη στον αγώνα ταχύτητας, ήταν ασυμβίβαστος με την επέλευση του θανατηφόρου αποτελέσματος. Δέχτηκε κατά τούτο την συνδρομή και του βουλητικού στοιχείου.
Η συγκεκριμένη προσέγγιση του δικαστηρίου της ουσίας, η οποία εκκινεί από την παραδοχή ότι κανείς δεν μπορεί να αποδείξει τι συμβαίνει στον εσωτερικό κόσμο του δράστη, κατ’ αποτέλεσμα παραιτείται από την αναγκαιότητα απόδειξης του βουλητικού στοιχείου, όταν η παραδοχή του δόλου θανάτωσης μπορεί να θεμελιωθεί στην κανονιστική ερμηνεία των πραγματικών περιστατικών[11]. Μπορεί επομένως και εδώ να γίνει λόγος για συνδρομή του βουλητικού στοιχείου του δόλου, το οποίο μπορεί όμως να νοηθεί μόνο ως ένα κανονιστικά καταλογιζόμενο στον δράστη στοιχείο και όχι ως συμπέρασμα μίας περιγραφικής-ψυχολογικής κρίσης δεκτικής αποδείξεως[12].
Ωστόσο το δικαστήριο της ουσίας κατά το Ακυρωτικό παραγνώρισε ότι οι κατηγορούμενοι με την τέλεση του αγώνα και επιδιώκοντας αμφότεροι την νίκη, αποδέχτηκαν τον κίνδυνο επέλευσης του αποτελέσματος, όχι όμως και το ίδιο το αποτέλεσμα του θανάτου. Άλλωστε κάθε δράστης που ενεργεί με ενσυνείδητη αμέλεια (κι άρα ενεργεί εν γνώσει του ενδεχομένου πραγμάτωσης της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος) αποδέχεται τον κίνδυνο προσβολής του εννόμου αγαθού[13]. Η προκαλούμενη σύγχυση μεταξύ δόλου διακινδύνευσης και δόλου βλάβης, οδηγεί στο (εσφαλμένο) συμπέρασμα, ότι κάθε δράστης που διέκρινε (ή κατά αντικειμενική κρίση όφειλε να διακρίνει) ότι η συμπεριφορά του ενδέχεται να προκαλέσει τον θάνατο ενός ανθρώπου, ενεργεί σε κάθε περίπτωση δολίως[14]. Συνακόλουθα επέρχεται και μία συστηματική δυσαρμονία, επειδή διατάξεις του ΠΚ (όπως για παράδειγμα το άρ. 309 παρ. 1 ελλ. ΠΚ ή το άρ. 306 ελλ. ΠΚ) που προϋποθέτουν δόλο διακινδύνευσης της ζωής τρίτων εκ μέρους του δράστη, δεν θα μπορούν να εφαρμοσθούν στις περιπτώσεις εκείνες, κατά τις οποίες τελικά ο κίνδυνος πραγματώθηκε στο θανατηφόρο αποτέλεσμα. Διότι τότε θα εφαρμόζεται απευθείας η διάταξη της ανθρωποκτονίας.
Με την απόφασή του το γερμανικό Ακυρωτικό απέρριψε επομένως αυτή την αντικειμενικοποιημένη αντίληψη του δόλου, τονίζοντας ότι η έντονη επικινδυνότητα της πράξης και η μεγάλη πιθανότητα επέλευσης του αποτελέσματος – αυτοτελώς - δεν επαρκούν για τη στοιχειοθέτηση του δόλου. Αντιθέτως καθοριστικές για τη σχετική κρίση είναι οι εκάστοτε περιστάσεις της υπόθεσης. Στην ουσία λοιπόν το γερμανικό Ακυρωτικό υπογράμμισε τη σημασία της in concreto αξιολόγησης κάθε αποδεικτικά προσιτού ενδείκτη (και αντενδείκτη) για την κατάγνωση (ή μη) του βουλητικού στοιχείου του δόλου.
Σε αυτή την κατεύθυνση επισημαίνει ορθώς το Ακυρωτικό, ότι το δικαστήριο της ουσίας δεν εξέτασε ενδελεχώς την αυτοδιακινδύνευση των κατηγορουμένων, ως βασικό αντενδείκτη του ενδεχόμενου δόλου. Σύμφωνα με την πρωτοβάθμια απόφαση, οι κατηγορούμενοι απώθησαν μεν τον κίνδυνο που διέτρεχαν οι ίδιοι, ταυτόχρονα όμως αποδέχτηκαν τον ίδιο κίνδυνο για αμέτοχους τρίτους, αλλά και για την συνεπιβάτιδα Κ. Με εξαίρεση τις περιπτώσεις που ο κατηγορούμενος έχει χάσει το ενδιαφέρον για τη ζωή και συνεπώς το βουλητικό στοιχείο καταφάσκεται[15], ο δράστης απωθώντας την σκέψη του κινδύνου που ο ίδιος διατρέχει, απωθεί ταυτόχρονα και τη σκέψη του κινδύνου που προκαλεί σε τρίτους[16].
Τέλος, από το γερμανικό Ακυρωτικό διερευνάται και το ζήτημα της αναγκαίας για τη στοιχειοθέτηση της συναυτουργίας συναπόφασης. Το δικαστήριο αντιδιαστέλλει την συναπόφαση διεξαγωγής παράνομου αγώνα ταχύτητας από την συναπόφαση θανάτωσης, διευκρινίζοντας, ότι σε κάθε περίπτωση η συναπόφαση για ένα από κοινού εγχείρημα, από το οποίο προκλήθηκε ο θάνατος ενός ανθρώπου, δεν εξισώνεται με συναπόφαση ανθρωποκτονίας. Η συναπόφαση θα πρέπει να αναφέρεται πάντα στην συγκεκριμένη αξιόποινη πράξη, προς την οποία κατατείνει η συνειδητή και επιθυμητή σύμπραξη των συναυτουργών. Δεν επαρκεί επομένως για την στοιχειοθέτηση ενός εκ προθέσεως εγκλήματος κατά συναυτουργία απλώς η από κοινού παραβίαση ενός αντικειμενικού καθήκοντος επιμελείας[17].
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] BGH, Urt. v. 1.3.2018, 4 StR 399/17 (LG Berlin), DAR 2018, σ. 216.
[2] LG Berlin, Urt. v. 27.2.2017 – (535 Ks) 251 Js 52/16 (8/16), JZ 2017, σ. 1062.
[3] Puppe, ZIS 2017, σ. 441 επ., Walter, NJW 2017, σ. 1350 επ., Jäger, JA 2017, σ. 786 επ., Kubiciel/Hoven, NStZ 2017, σ. 439 επ., Jahn, JuS 2017, σ.700 επ., Grünewald, JZ 2017, σ. 1069 επ., Herzberg, JZ 2018, σ. 122 επ.
[4] Fischer, „Das „Raser“- Urteil des BGH – und die postwendende „Analysen“ – Kultur von Medien und Experten“, διαθέσιμο στην διεύθυνση http://meedia.de/2018/03/20/das-raser-urteil-des-bgh-und-die-postwendende-analysen-kultur-von-medien-und-experten/
[5] Ο επιγενόμενος δόλος δεν αποτελεί καν μορφή δόλου, υπό την έννοια του ποινικού δικαίου, βλ. Roxin, AT I, 4η εκδ. 2006, § 12, αριθμ. περ. 89 επ., Μυλωνόπουλος, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος Ι, 2007, σ. 247.
[6] βλ. Schönke/Schröder/Sternberg-Lieben/Schuster, 29η έκδ. 2014, StGB § 15, αριθμ. περ. 81, Lackner/Kühl/Kühl, 28η έκδ. 2014, StGB § 15, αριθμ. περ. 24, βλ. και Ανδρουλάκη, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, Τόμος Ι, 2η εκδ. 2006, σ. 269.
[7] Πρόκειται για τη λεγόμενη «συγκατάθεση υπό νομική έννοια», βλ. BGHSt 7, 369 = NJW 1955, 1688, 1690 και αναλυτικά MüKo-StGB/Schneider, 3η έκδ. 2017,StGB § 212, αριθμ. περ. 7.
[8] Roxin, Strafrecht, AT I, 4η εκδ. 2006, §12, αριθμ. περ. 32.
[9] Υπό την έννοια του άρ. 261 γερμ. ΚΠΔ, περί της αρχής της ελεύθερης δικαστικής αποδεικτικής αξιολόγησης.
[10] LG Berlin, Urteil v. 27.2.2017 – (535 Ks) 251 Js 52/16 (8/16): « (…) καθότι η υπερβολική επικινδυνότητα της πράξης ήταν κατάλληλη να καταδείξει ξεκάθαρα σε κάθε μετέχοντα της οδικής κυκλοφορίας, συμπεριλαμβανομένων των διόλου ψυχικά διαταραγμένων κατηγορουμένων, ότι αυτή η συμπεριφορά μπορεί να οδηγήσει σε θανατηφόρο αποτέλεσμα». Βλ. και BGH NJW 2012, σ. 1524, 1526, BGH NStZ 2008, σ. 93, BGH NStZ-RR 2005, σ. 372, όπως και επισημάνσεις σε MüKo-StGB/Schneider, 3η έκδ. 2017, StGB § 212 αριθμ. περ. 8 και Momsen, KriPoZ 2018, σ. 78, ότι οι συγκεκριμένες απαιτήσεις της νομολογίας προσιδιάζουν στη θεωρία της δυνατότητας („Möglichkeitstheorie“).
[11] Kubiciel/Hoven, NStZ 2017, σ. 440 επ.
[12] Puppe, ZIS 2017, σ. 442 με αναλυτικές παραπομπές.
[13] Puppe, ZIS 2017, σ.441.
[14] Momsen, KriPoZ 2018, σ. 85.
[15] Βλ. ενδεικτικά BGH NStZ 2006, σ. 503.
[16] Jäger, JA 2017, σ. 788.
[17] Walter, „Der BGH und das Raser-Urteil des LG-Berlin: So nicht“, διαθέσιμο στην διεύθυνση https://www.lto.de/recht/hintergruende/h/bgh-4str39917-raser-fall-berlin-lg-vorsatz-toetung-mord/