1. Εισαγωγή
Όταν φύγω από αυτή τη φυλακή θα κάνω το παν για να μην ξαναμπώ φυλακή, για να έχω ελευθερία κάθε μέρα.[1] Η δήλωση αυτή του Γιάννη Μ., εκπαιδευόμενου κρατουμένου στο Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας (ΣΔΕ) της φυλακής Διαβατών, εκφράζει την ταυτόσημη επιθυμία πολλών ανθρώπων στερουμένων την ελευθερία τους λόγω ποινικής καταδίκης. Αυτό που περιμένει, ωστόσο, τα άτομα αυτά κατά την έξοδό τους από τη φυλακή δεν είναι η ελευθερία που βιώνουν αντιστοίχως οι άνθρωποι που δεν εγκλημάτησαν, αλλά ένα «πλέγμα αποκλεισμού»,[2] που συντίθεται από τις νόμιμες συνέπειες της ποινικής καταδίκης. Για να επανενταχθούν δε ομαλά στην κοινωνία και να μην επιστρέψουν στη φυλακή, να ζήσουν δηλαδή μια ζωή «ελεύθερη από το έγκλημα», απαιτείται διάρρηξη του πλέγματος αυτού με μια ολιστική και γενναία αντιμετώπιση των θεσμικών προβλημάτων που παρεμποδίζουν σθεναρά την εν λόγω διαδικασία.
Μεταξύ των θεσμικών αυτών προβλημάτων, κεντρικό ρόλο διαδραματίζουν τα συνδεόμενα με τον θεσμό ποινικού μητρώου. Ο θεσμός αυτός, πέραν των αναγκαίων και χρήσιμων λειτουργιών του, δρα καταλυτικά και ως πολλαπλασιαστής των δυσχερειών επανένταξης των αποφυλακιζομένων στην κοινωνία, και δη στην αγορά εργασίας.[3] Και αυτό συμβαίνει, όπως θα δειχθεί παρακάτω, τη στιγμή που sine qua non όρο κοινωνικής επανένταξης των κρατουμένων και αποφυλακιζομένων αποτελεί αυτή καθεαυτήν η εξεύρεση εργασίας.[4]
Στην ανάγκη εξορθολογισμού των σχετικών με την ποινική καταδίκη κωλυμάτων επανένταξης των αποφυλακιζομένων στην αγορά εργασίας εστιάζει το παρόν άρθρο, επικεντρωνόμενο, ειδικότερα, στα ευρήματα, τα επιχειρήματα και τις προτάσεις Ομάδας Εργασίας που συστήθηκε για τον σκοπό αυτόν από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΥΔΔΑΔ) το 2015.[5] Προηγείται, όμως, αυτών μια συνοπτική παρουσίαση της σχέσης της κοινωνικής επανένταξης των κρατουμένων - αποφυλακιζομένων με την εξεύρεση σταθερής από μέρους τους εργασίας.
2. Η κοινωνική επανένταξη, η αποχή από το έγκλημα και η εξεύρεση εργασίας
Οι Ελάχιστοι Βασικοί Κανόνες των Ηνωμένων Εθνών για τη Μεταχείριση των Κρατουμένων, ως αναθεωρημένοι πλέον «Κανόνες του Νέλσον Μαντέλα» του 2015,[6] συμπεριέλαβαν μεταξύ των βασικών τους αρχών, για πρώτη φορά 58 χρόνια μετά την πρωταρχική υιοθέτησή τους, ρύθμιση, η οποία συνδέει την κοινωνική επανένταξη με την επίτευξη των σκοπών της ποινής. Σύμφωνα, λοιπόν, με την παράγραφο 1 του Κανόνα 4: «Πρωταρχικοί σκοποί της φυλάκισης ή παρόμοιων μέτρων στερητικών της προσωπικής ελευθερίας είναι να προστατεύουν την κοινωνία από το έγκλημα και να μειώνουν την υποτροπή. Οι σκοποί αυτοί μπορούν να επιτευχθούν, μόνο εάν η περίοδος της κράτησης χρησιμοποιηθεί για να διασφαλίσει, στο μέτρο του δυνατού, την επανένταξη των προσώπων αυτών στην κοινωνία μετά την αποφυλάκιση, έτσι ώστε να είναι ικανά να ζήσουν σε συμφωνία με τον νόμο και στηριζόμενα στους εαυτούς τους».
Λίγα χρόνια πριν, το 2006, ο ίδιος Διεθνής Οργανισμός, και ειδικότερα το Γραφείο των Ηνωμένων Εθνών για τα Ναρκωτικά και Το Έγκλημα, απέδωσε τον όρο κοινωνική επανένταξη[7], ως «στήριξη προς τους δράστες των εγκλημάτων».[8] Και λίγο αργότερα, επανερχόμενο στο ίδιο θέμα με το «Εισαγωγικό Εγχειρίδιο Για Την Πρόληψη Της Υποτροπής Και την Κοινωνική Επανένταξη των Παραβατών», συνέδεσε το ως άνω Γραφείο των Ηνωμένων Εθνών την κοινωνική (επαν)ένταξη των δραστών των εγκλημάτων με παροχές κοινωνικού χαρακτήρα προς αυτούς. Οι εν λόγω παροχές προσδιορίσθηκαν περαιτέρω ως παρεμβάσεις και προγράμματα, που αποτελούν προσπάθειες του συστήματος απονομής της ποινικής δικαιοσύνης να αποτρέψει άτομα, που βρίσκονται στον κίνδυνο να εγκληματήσουν ή να επανεγκληματήσουν, από τον κίνδυνο αυτόν.[9] Απώτερος σκοπός των εν λόγω παρεμβάσεων ορίζεται η επίτευξη της αποχής ή απεμπλοκής του παραβάτη από έγκλημα («desistance from crime»), της ικανότητάς του δηλαδή να ζήσει μια ζωή χωρίς έγκλημα, όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, με αφορμή τον Κανόνα 4 των Κανόνων του Νέλσον Μαντέλα.[10]
Μεταξύ των προϋποθέσεων επιτυχούς επανένταξης στην κοινωνία, σε καίρια θέση τοποθετείται και πάλι στο προαναφερθέν Εισαγωγικό Εγχειρίδιο η εύρεση από μέρους των αποφυλακιζομένων πλήρους και σταθερής απασχόλησης.[11] Η ίδια η απασχόληση ανάγεται, μάλιστα, σε παράγοντα-κλειδί της ικανότητας των παραβατών να διασφαλίζουν στέγαση, να δημιουργούν οικονομική σταθερότητα, να υποστηρίζουν τα μέλη των οικογενειών τους, να κερδίζουν αυτο-σεβασμό, να κάνουν φίλους και, τέλος, να απέχουν από το έγκλημα.[12] Για τη σημασία του παράγοντα αυτού για την κοινωνική επανένταξη του αποφυλακιζομένου επιχειρήματα αντλούνται και από τα δεδομένα παλαιότερων, αλλά και πρόσφατων εμπειρικών ερευνών.[13] Η σημασία, συνεπώς, της εύρεσης απασχόλησης ή με άλλα λόγια της επαγγελματικής επανένταξης για τη διαδικασία κοινωνικής επανένταξης του αποφυλακιζομένου στο σύνολό της αποβαίνει θεμελιώδης.
Το κρατούμενο ή/και αποφυλακιζόμενο άτομο, για να αποκτήσει σταθερή απασχόληση, δεν καλείται μόνο να βελτιώσει τους όρους εκπαίδευσης και επαγγελματικής κατάρτισής του. Καλείται, επί πλέον, να αντιμετωπίσει και ένα πλήθος κωλυμάτων, που φύονται συνήθως στη νομοθεσία περί ποινικού μητρώου και μεταφυτεύονται από εκεί στην ειδικότερη και πολυσχιδή νομοθεσία για την έναρξη ή την άσκηση πολλών επαγγελμάτων ή για τον διορισμό σε μια θέση εργασίας. Οι σχετικές διατάξεις θέτουν σοβαρούς, αν όχι ανυπέρβλητους, φραγμούς στην εξεύρεση σταθερής απασχόλησης. Το διαρκώς παρόν και γνώριμο αυτό πρόβλημα των κωλυμάτων επαγγελματικής επανένταξης των αποφυλακιζομένων οδήγησε το ΥΔΔΑΔ στη σύσταση μιας Ομάδας Εργασίας, η αποστολή και το έργο της οποίας αναλύονται αμέσως παρακάτω
3. Η αποστολή της Ομάδας Εργασίας για τον «εντοπισμό των κωλυμάτων επαγγελματικής επανένταξης των αποφυλακιζομένων»
Έχοντας επίγνωση των γνωστών ως κωλυμάτων επαγγελματικής επανένταξης των αποφυλακιζομένων (όπως και εν γένει ποινικώς διωκομένων και καταδικαζομένων), το ΥΔΔΑΔ, επιχείρησε το 2015 ένα βήμα μπροστά στην πορεία για την επίλυση των σχετικών με αυτά προβλημάτων. Ειδικότερα, δυνάμει της ΥΑ υπ’ αριθ. 53243 οικ/27-08-2015 (ΑΔΑ: 6ΥΗΥΩ-ΚΑΛ) συστήθηκε η Ομάδα Εργασίας «για την καταγραφή, ταξινόμηση, αξιολόγηση και τον εξορθολογισμό των κωλυμάτων και εν γένει θεσμικών εμποδίων επαγγελματικής επανένταξης αποφυλακισμένων και εν γένει ποινικώς διωχθέντων προσώπων».[14]
Οι εργασίες της Ομάδας αυτής, όπως προσδιορίστηκαν εξ αρχής, αφορούσαν αποκλειστικά στις περιπτώσεις κωλυμάτων που σχετίζονται με επαγγέλματα του ιδιωτικού τομέα. Η δε αποστολή της επιμερίσθηκε στους τρεις παρακάτω σκοπούς: α) να συγκεντρώσει και, ει δυνατόν, να κωδικοποιήσει τα επαγγέλματα του ιδιωτικού τομέα, τα οποία είναι «κλειστά» σε άτομα σε βάρος των οποίων έχει ασκηθεί ποινική δίωξη ή έχει εκδοθεί καταδικαστική απόφαση για την τέλεση αδικήματος, β) να εντοπίσει και να καταγράψει τα διαφαινόμενα προβλήματα των σχετικών με αυτά νομοθετικών διατάξεων, και γ) να προτείνει μεταρρυθμίσεις στο ισχύον νομοθετικό πλαίσιο.[15]
Στο σημείο αυτό, και πριν προβούμε στην παρουσίαση του έργου και των πορισμάτων της Ομάδας, θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι τα κωλύματα της επαγγελματικής επανένταξης σχετίζονται με τη συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της οικονομικής ελευθερίας (άρθρο 5 παράγραφος 1 Σ 1975/86/01/08). Το δικαίωμα αυτό εμπεριέχει και την επαγγελματική ελευθερία, υπό την έννοια του δικαιώματος του καθενός να επιλέγει τη μορφή της επαγγελματικής του ενασχόλησης και να προσδιορίζει αυτοδύναμα, ιδίως τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο άσκησής της.[16] Περιορισμοί στην ελευθερία αυτή μπορούν, ωστόσο, να τεθούν είτε με τη μορφή αρνητικών προϋποθέσεων (κωλυμάτων) είτε με τη μορφή θετικών υποχρεώσεων προς ενέργεια, με σκοπό τη διασφάλιση ενός υπέρτερου δημόσιου ή κοινωνικού συμφέροντος ή αγαθού (π.χ. δημόσια τάξη, υγεία, ασφάλεια). Αρκεί, βέβαια, οι περιορισμοί αυτοί να είναι αντικειμενικοί, δικαιολογημένοι και ανάλογοι, πράγμα που δεν ισχύει πάντοτε στις περιπτώσεις των κωλυμάτων στα οποία αφορά το παρόν άρθρο, όπως απέδειξαν τα πορίσματα της Ομάδας Εργασίας που ορίστηκε για τον σκοπό αυτόν.[17]
4. Το έργο της Ομάδας Εργασίας για τον «εντοπισμό των κωλυμάτων επαγγελματικής επανένταξης των αποφυλακιζομένων»
Όσον αφορά στο έργο της Oμάδας Εργασίας αυτό καθεαυτό, δηλαδή στον εντοπισμό και τη συγκέντρωση των νομοθετικών διατάξεων, που θεσπίζουν εμπόδια επαγγελματικής επανένταξης,[18] μετά από διετή έρευνα και επεξεργασία των σχετικών διατάξεων που ανευρέθησαν, προέκυψαν: α) ο «Πίνακας εντοπισθέντων επαγγελμάτων του ιδιωτικού τομέα με νομοθετικές προβλέψεις κωλυμάτων λόγω ποινικής δίωξης ή καταδίκης»,[19] και β) η συνοδευτική αυτού «Έκθεση για τον εξορθολογισμό των κωλυμάτων επαγγελματικής επανένταξης αποφυλακισθέντων και εν γένει ποινικώς διωχθέντων προσώπων»[20]. Όλο το σχετικό υλικό κατατέθηκε, κατ’ αρχάς, στη Γενική Γραμματεία Αντεγκληματικής Πολιτικής του ΥΔΔΑΔ, ενώ στη συνέχεια διαβιβάσθηκε στη Βουλή. Τα σχετικά πορίσματα συζητήθηκαν στην Ειδική Μόνιμη Επιτροπή Σωφρονιστικού Συστήματος και Λοιπών Δομών Εγκλεισμού Κρατουμένων της Βουλής στις 14-9-2017[21], όπου και αναδείχθηκε η σημασία του ζητήματος, ως αιτήματος εξανθρωπισμού του ισχύοντος δικαίου, ενώ προέκυψε συναίνεση για την ανάγκη αντιμετώπισής τους νομοθετικά στο μέλλον.
Στον εν λόγω Πίνακα, που δεν φιλοδοξεί να είναι εξαντλητικός για λόγους που αναφέρονται διεξοδικά σε αυτόν, αποτυπώθηκαν 12 μεγάλες κατηγορίες επαγγελμάτων (ασφάλεια, ψυχαγωγία, τουρισμός, μηχανικοί, ιατρική – κοινωνική υπηρεσία, μεταφορές, οικονομία, αθλητισμός, ναυτιλία, εκπαίδευση, φροντίδα παιδιών, άλλες υπηρεσίες). Στις κατηγορίες αυτές αντιστοιχούν πολυάριθμες επί μέρους επαγγελματικές ειδικότητες ή ιδιότητες, που ξεπερνούν τις 150, όπως ο ιδιοκτήτης και το προσωπικό ιδιωτικής επιχείρησης παροχής υπηρεσιών ασφαλείας, ο κατασκευαστής κλειδιών, ο ιδιοκτήτης και το προσωπικό καταστήματος πώλησης οινοπνευματωδών ποτών, ο ιατρός, το εκδιδόμενο πρόσωπο, ο ιδιωτικός εκπαιδευτικός, ο ιδιοκτήτης και ο υπεύθυνος παιδότοπου.[22]
Ήδη από τα πρώτα στάδια της συγκέντρωσης των σχετικών νομοθετικών διατάξεων, που περιλάμβαναν κωλύματα για την επαγγελματική επανένταξη των αποφυλακιζομένων, που εδώ μας απασχολούν, προέκυψε ότι τα σχετικά νομοθετήματα διαφέρουν τόσο ως προς τις κοινωνικές συνθήκες, οι οποίες τα γέννησαν, όσο και ως προς τις κεντρικές νομοθετικές επιλογές που έγιναν. Το δε συγκεντρωθέν δαιδαλώδες πλέγμα διατάξεων είχε ως περαιτέρω συνέπεια να εμφανίζεται η σχετική νομοθεσία, όπως εξ αρχής διαφαινόταν, πολλαπλώς προβληματική. Τα προβλήματά της αυτά, καθώς και η προτεινόμενη από την Ομάδα Εργασίας αντιμετώπισή τους, που οδηγεί, άλλωστε, και στον εξορθολογισμό τους, παρουσιάζονται αμέσως παρακάτω.[23]
5. Οι ασυνέπειες και αντιφάσεις της εντοπισθείσας νομοθεσίας
Οι σημαντικές ασυνέπειες και αντιφάσεις που εμφανίζει η σχετική νομοθεσία, σύμφωνα με τα πορίσματα της Ομάδας Εργασίας, είναι:
α. Η ανυπαρξία συνάφειας μεταξύ καταδίκης – κωλύματος
Τα εντοπισθέντα νομοθετήματα καθορίζουν τα αδικήματα, η καταδίκη για τα οποία είναι σχετική με την άσκηση του εκάστοτε ρυθμιζόμενου επαγγέλματος. Παρόλα αυτά σε πολλές περιπτώσεις δεν υφίσταται ο αναγκαίος σύνδεσμος μεταξύ της πράξης, η καταδίκη για την οποία συνιστά κώλυμα, και της φύσης του ρυθμιζόμενου επαγγέλματος. Εάν, για παράδειγμα, κάποιος θέλει να ασκήσει το επάγγελμα του ναυαγοσώστη στην Ελλάδα, δεν πρέπει να έχει καταδικασθεί για τα αδικήματα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, της κατασκοπείας, της ληστείας, της κλοπής, της υπεξαίρεσης, της δόλιας χρεωκοπίας, της λαθρεμπορίας, της φοροδιαφυγής, της δωροδοκίας, της παραχάραξης, της πλαστογραφίας, της απιστίας, της απάτης, της εκβίασης, της συκοφαντικής δυσφήμισης, για εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας κ.λπ. Παρότι κάποια από τα προαναφερόμενα αδικήματα είναι συναφή με την άσκηση των καθηκόντων του ναυαγοσώστη, άλλα, όπως η δόλια χρεωκοπία ή η φοροδιαφυγή ή η δωροδοκία και η συκοφαντική δυσφήμιση είναι προφανές ότι δεν έχουν καμμία σχέση με αυτά.[24]
β. Η αδικαιολόγητη διαφοροποίηση για επαγγελματίες του ίδιου κλάδου
Σε ορισμένες περιπτώσεις επαγγελματιών του ίδιου κλάδου παρατηρήθηκε αδικαιολόγητη διαφοροποίηση στα συνεπαγόμενα κώλυμα αδικήματα, ως προς τη διάρκεια του επαγγελματικού αποκλεισμού, αλλά και ως προς το κατά πόσον η άσκηση ποινικής δίωξης –και όχι μόνο η ποινική καταδίκη– συνιστά κώλυμα για την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας ή όχι. Για να αναφέρουμε ένα μόνο παράδειγμα, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία οποιαδήποτε καταδίκη για κακούργημα συνεπάγεται τον αποκλεισμό του καταδικασθέντος, από το επάγγελμα του οδοντιάτρου, όχι όμως και από αυτό του ιατρού (!).[25]
γ. Η ανομοιομορφία ως προς τις γενικές προϋποθέσεις επιβολής ενός κωλύματος
Παρατηρήθηκε, επίσης, μια αδικαιολόγητη διαφοροποίηση στις επιλογές του νομοθέτη σχετικά με το κατά πόσον: i) απαιτείται αντίγραφο γενικής ή δικαστικής χρήσης για τη διερεύνηση του ποινικού παρελθόντος του προσώπου (το μεν δικαστικής περιλαμβάνει όλες σχεδόν τις καταδίκες του προσώπου έως τα 80 του χρόνια ─ηλικία που όλα τα δελτία καταστρέφονται, το δε γενικής λιγότερες, εφ’ όσον μετά την πάροδο συγκεκριμένων προθεσμιών σβήνονται ορισμένες από αυτές[26]), ii) απαιτείται αμετάκλητη ή αρκεί οριστική ή τελεσίδικη καταδικαστική απόφαση για τη στοιχειοθέτηση κωλύματος∙ σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις η ιδιότητα λ.χ. του υποδίκου συνιστά κώλυμα, παρότι η Δικαιοσύνη δεν έχει ακόμη αποφανθεί περί της ενοχής, πράγμα που συγκρούεται με το τεκμήριο αθωότητας και το δικαίωμα υπεράσπισης του κατηγορουμένου, και iii) με το κατά πόσον μπορεί η ιδιότητα του υποδίκου, φυγοποίνου ή φυγοδίκου να εμποδίζει τον ενδιαφερόμενο από το να εργαστεί.
δ. Η ανομοιομορφία ως προς τη χρονική διάρκεια των κωλυμάτων
Σημαντικές διαφορές παρατηρήθηκαν στην εντοπισθείσα νομοθεσία και ως προς τη διάρκεια της απαγόρευσης άσκησης επαγγέλματος λόγω ποινικής καταδίκης. Ειδικότερα:
δα. Σε αρκετά νομοθετήματα προβλέπεται ότι το κώλυμα παύει να ισχύει, όταν περάσουν πέντε έτη από την έκτιση της ποινής ή την παραγραφή αυτής ή την δι’ απονομής χάριτος άφεση αυτής, όπως στη νομοθεσία για την «άσκηση του επαγγέλματος των κατασκευαστών κλειδιών και επισκευαστών κλειδαριών».[27] Αντίστοιχη πρόβλεψη δεν υπάρχει, ωστόσο, σε όλα τα επαγγέλματα.
δβ. Σε ορισμένες περιπτώσεις δεν υπάρχει πρόβλεψη για τη διάρκεια του κωλύματος, με αποτέλεσμα η διάρκειά του να εξαρτάται από την αναγραφή των καταδικαστικών αποφάσεων στο αντίγραφο ποινικού μητρώου γενικής ή δικαστικής χρήσης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο σχετικό κεφάλαιο (άρθρα 573 – 580) του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ). Διαπιστώθηκαν, ωστόσο, περιπτώσεις, όπου παρά τη διαγραφή της καταδικαστικής απόφασης από το αντίγραφο γενικής χρήσης, κατ’ άρθρο 576 ΚΠΔ, ή την καταστροφή του ίδιου του δελτίου, κατ’ άρθρο 578 ΚΠΔ, η Διοίκηση έκρινε ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις άσκησης επαγγέλματος εκ μέρους του αιτούμενου επαγγελματία, λόγω της ήδη διαγραφείσας ποινής (!).
δγ. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η σχετική νομοθεσία προβλέπει την ύπαρξη κωλύματος «ανεξαρτήτως του αν η καταδίκη αυτή αναγράφεται ή όχι στο ποινικό μητρώο» (π.χ. αυτό ισχύει για τον ιδιοκτήτη και το προσωπικό ιδιωτικής επιχείρησης παροχής υπηρεσιών ασφαλείας, με βάση τον Ν. 2518/1997 «Προϋποθέσεις λειτουργίας ιδιωτικών επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών ασφαλείας. Προσόντα και υποχρεώσεις του προσωπικού αυτών και άλλες διατάξεις»). Ως εκ τούτου, πολλοί καταδικασθέντες καταφεύγουν στον θεσμό της απονομής προεδρικής χάριτος, προκειμένου να αρθούν οι συνέπειες της καταδίκης τους.
ε. Η αδικαιολόγητη αυστηρότητα των ρυθμίσεων για την ανειδίκευτη εργασία
Η λίστα των επαγγελμάτων, η πρόσβαση στα οποία δεν είναι επιτρεπτή σε καταδικασθέντες, περιλαμβάνει και επαγγέλματα, η άσκηση των οποίων δεν προϋποθέτει ειδικές επιστημονικές γνώσεις ή τεχνικές δεξιότητες, όπως για παράδειγμα, στην περίπτωση του σερβιτόρου.[28] Το γεγονός αυτό περιορίζει υπέρμετρα, ειδικά σε περιόδους βαθείας οικονομικής κρίσης, όπως αυτή που διάγουμε στην Ελλάδα σήμερα, τις δυνατότητες επαγγελματικής τους ένταξης.[29]
στ. Η ανεπάρκεια νομοθετικού πλαισίου για ορισμένα επαγγέλματα
Στον αντίποδα των προαναφερθέντων, εντοπίζονται και περιπτώσεις επαγγελμάτων, για τα οποία το νομοθετικό πλαίσιο για τον αποκλεισμό καταδικασθέντων προσώπων είναι ελλιπές. Για παράδειγμα, αν κάποιος θέλει να ασκήσει το επάγγελμα του ιατρού στην Ελλάδα, δεν συνιστούν εμπόδιο τελεσθέντα από αυτόν εγκλήματα κατά της ζωής ή της γενετήσιας ελευθερίας, όπως προαναφέρθηκε, όσο οξύμωρο και αν ακούγεται αυτό. Το συγκεκριμένο ζήτημα εμφανίζει μια πολύ σοβαρή διάσταση στα επαγγέλματα, τα οποία σχετίζονται με παιδιά. Επίσης, ενώ για τον διορισμό εκπαιδευτικών σε ιδιωτικό σχολείο ελέγχεται το αντίγραφο δικαστικής χρήσης του ποινικού τους μητρώου, για τους νηπιαγωγούς, που προσλαμβάνονται σε ιδιωτικό βρεφονηπιακό σταθμό, αρκεί ο έλεγχος αντιγράφου γενικής χρήσης.[30]
ζ. Ο ελλιπής ουσιαστικός έλεγχος από τις αρμόδιες αρχές
Λόγω φόρτου εργασίας δυσκολεύονται οι αρμόδιες υπηρεσίες να προβούν σε δειγματοληπτικό έλεγχο των κατατεθειμένων υπεύθυνων δηλώσεων[31] για τη μη ύπαρξη κωλύματος συνεπεία ποινικής καταδίκης, που απαιτεί το μεγαλύτερο μέρος της σχετικής νομοθεσίας.[32]
6. Βασικές αρχές μιας πρότασης εξορθολογισμού των κωλυμάτων επαγγελματικής επανένταξης των αποφυλακιζομένων
Σε ένα δεύτερο στάδιο, οι προσπάθειες της Ομάδας Εργασίας για τον «εντοπισμό των κωλυμάτων επαγγελματικής επανένταξης των αποφυλακιζομένων» συνέτειναν ακριβώς στην αντιμετώπιση των ως άνω ανιχνευθέντων προβλημάτων της ισχύουσας νομοθεσίας. Η πρόταση αυτή αντιμετώπισής τους συνίστατο στον εξορθολογισμό των εν λόγω διατάξεων και εν τέλει των ίδιων των κωλυμάτων, μέσω της εύρεσης μιας κατάλληλης ισορροπίας μεταξύ της εκπλήρωσης της υποχρέωσης της Πολιτείας για την κοινωνική επανένταξη των αποφυλακιζομένων και της προστασίας του κοινού.[33]
Οι ειδικότερες επιλογές της Ομάδας επί του θέματος υπήρξαν οι εξής:
α. Να υπάρχει «συνάφεια» μεταξύ του αδικήματος και της άσκησης του επαγγέλματος, που ο καταδικασθείς επιθυμεί να ασκήσει ή ήδη ασκεί, ώστε το πρόσωπο που έχει καταδικασθεί για αδίκημα, η τέλεση του οποίου προσβάλλει ένα συγκεκριμένο έννομο αγαθό, να αποκλείεται από επάγγελμα, κατά την άσκηση του οποίου το ίδιο έννομο αγαθό βρίσκεται εκτεθειμένο σε αυτόν.
β. Να καταργηθεί το κώλυμα άσκησης επαγγέλματος συνεπεία της παρεπόμενης ποινής της αποστέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων, καθώς και το κώλυμα εκ της ιδιότητας του φυγοποίνου ή φυγοδίκου. Τα κωλύματα αυτά μπορούσαν να καταλαμβάνουν και αδικήματα μη συναφή, κατά τα προαναφερόμενα, με τη φύση του επαγγέλματος που επιθυμεί να ασκήσει ή ασκεί ο καταδικασθείς.
γ. Να υπάρξει συνοχή και ομοιομορφία σε ό,τι αφορά τις ρυθμίσεις, που αντιμετωπίζουν παρεμφερή επαγγέλματα. Έτσι, θα μπορούσαν να αποφευχθούν αδικαιολόγητες διαφοροποιήσεις, όπως αυτές μεταξύ του επαγγέλματος του ιατρού και του οδοδντιάτρου, για παράδειγμα.
δ. Να αναζητείται από τη Διοίκηση αντίγραφο ποινικού μητρώου γενικής χρήσης εν γένει και μόνο κατ’ εξαίρεση αντίγραφο δικαστικής χρήσης. Μια περίπτωση στην οποία θα μπορούσε να τίθεται ως προϋπόθεση η κατάθεση του δεύτερου και πλήρους αντιγράφου, για παράδειγμα, θα μπορούσε να είναι η περίπτωση των «ευαίσθητων» επαγγελμάτων που έχουν να κάνουν με παιδιά (βλ. και αμέσως παρακάτω, υπό στ).
ε. Κατ’ εξαίρεση μόνο να επιτρέπεται ο επαγγελματικός αποκλεισμός ατόμων, για τα οποία δεν έχει εκδοθεί αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση, λόγω του τεκμηρίου της αθωότητας, στις περιπτώσεις που αυτό είναι απολύτως αναγκαίο, προκειμένου να αποτραπεί αποδεδειγμένα επικείμενος κίνδυνος για ένα εξαιρετικά σπουδαίο κοινωνικό αγαθό.
στ. Ιδιαίτερη προσοχή να δοθεί στα επαγγέλματα, που προϋποθέτουν επαφή με ανηλίκους ή άλλες ευαίσθητες κοινωνικά ομάδες. Λόγω της μεγάλης ευαλωτότητας του εννόμου αγαθού της ανηλικότητας (παιδιών από 0 έως 18 ετών), τα σχετικά επαγγέλματα θεωρούνται «ευαίσθητα».
ζ. Να αμβλυνθεί η αυστηρότητα των κωλυμάτων για επαγγέλματα προσβάσιμα σε ανειδίκευτους εργαζομένους.
η. Να υπάρξει μια de lege ferenda θέσπιση γενικών κανόνων που να απαιτούν: ηα) αμετάκλητη καταδίκη σε σχέση με την ωριμότητα της σχετικής ποινικής δικαστικής κρίσης, ηβ) επιβολή ποινής στερητικής της ελευθερίας άνω των 6 μηνών, και ηγ) εισαγωγή δίκαιων και, κατά το δυνατόν, ενιαίων κανόνων για τη διάρκεια και την άρση της απαγόρευσης άσκησης επαγγέλματος.
Και, τέλος,
θ. να υπάρξει μέριμνα για την επανένταξη «ειδικών» ομάδων δραστών, όπως οι απεξαρτημένοι χρήστες ναρκωτικών ουσιών και οι ανήλικοι παραβάτες.
Επίσης, η Ομάδα Εργασίας τάχθηκε υπέρ της εισαγωγής ειδικών πιστοποιητικών de lege ferenda, τα οποία θα μπορούσαν να εκδίδονται στο μέλλον από τα Τμήματα Ποινικού Μητρώου ή από άλλη αρμόδια διοικητική αρχή. Στη χώρα μας τα ειδικά πιστοποιητικά καταλληλότητας, λ.χ. για εργασία κοντά σε ανηλίκους, τα οποία έχουν ήδη εισαχθεί σε άλλες χώρες της Ευρώπης, είναι άγνωστα. Τα πιστοποιητικά αυτά θα μπορούσαν να αφορούν στον έλεγχο των κρίσιμων αδικημάτων, η τέλεση των οποίων συνιστά κώλυμα, στις περιπτώσεις θέσεων εργασίας που προϋποθέτουν επαφή με παιδιά, περιέχοντας μόνο καταδίκες (ή βεβαιώνοντας την απουσία τους) για αδικήματα, που συνδέονται άμεσα με τον χαρακτήρα της επιθυμητής εργασίας.
Τα ως άνω αποτέλεσαν και τις κατευθυντήριες αρχές, με βάση τις οποίες η Ομάδα Εργασίας προχώρησε σε προτάσεις αναμόρφωσης της προαναφερθείσας προβληματικής νομοθεσίας, οι οποίες συμπεριλαμβάνονται στον εκτενή Πίνακα Εντοπισθέντων Επαγγελμάτων που κατέθεσε, και σε λίγο καιρό θα δει το φως της δημοσιότητας, με βάση τα όσα παραπάνω αναφέρονται.[34] Η συγκεκριμένη εργασία, χωρίς να μπορεί ─εκ των πραγμάτων─ να αποτελέσει μια αυτοτελή πρόταση σχεδίου νόμου, θα μπορούσε να συνεισφέρει σε σημαντικό βαθμό σε μια επόμενη πρωτοβουλία για τη σύνταξη ενός τέτοιου νομοσχεδίου, το οποίο και θα κάνει πράξη την αναμόρφωση της προβληματικής αυτής νομοθεσίας αυτής καθεαυτήν.
7. Επίλογος
Οι εργασίες και προτάσεις της Ομάδας Εργασίας για τον «εντοπισμό των κωλυμάτων επαγγελματικής επανένταξης των αποφυλακιζομένων» που προαναφέρθηκαν συνιστούν την πρώτη επίσημη καταγραφή και ταξινόμηση κωλυμάτων επαγγελματικής επανένταξης στον ιδιωτικό τομέα των καταδικασθέντων και των εν γένει ποινικώς διωχθέντων προσώπων. Αποτελούν, ταυτόχρονα, και την πρώτη καταγεγραμμένη πρόταση εξορθολογισμού τους, η οποία, εφαρμοζόμενη στο πλαίσιο μιας επανεντακτικής αντεγκληματικής πολιτικής, θα υλοποιούσε περαιτέρω και τον σκοπό της προστασίας της κοινωνίας από το έγκλημα.
Κάτι τέτοιο θα ανταποκρινόταν, άλλωστε, και στην επιθυμία των κρατουμένων να επανενταχθούν στην κοινωνία μετά τη φυλακή, μια επιθυμία που χαρακτηριστικά εκφράζει ο Γιάννης Μ., με τα λόγια του οποίου ξεκίνησε το παρόν άρθρο, σε κείμενό του που γράφτηκε στο πλαίσιο μαθημάτων Δημιουργικής Γραφής: «Να γύριζα τα χρόνια πίσω. […] Να μην έμπλεκα με τον νόμο, ούτε φυλακή, ούτε όλα αυτά. Τα παράνομα χρόνια με κούρασαν. Απλά έξω τι θα κάνω; Αυτό με απασχολεί. Πάλι παρανομία; Αφού η ελευθερία μου αρέσει, αλλά δουλειά δεν υπάρχει στην ηλικία που είμαι. Ελπίζω, όταν τελειώσω αυτόν τον Γολγοθά, να βρω κάτι να δουλέψω νόμιμα. Όχι ξανά παράνομος».[35]
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Από το βιβλίο «φυγής ευκαιρία». Βλ. Πασσιά, Κ. (Επιμ. 2017). «φυγής ευκαιρία – κείμενα έγκλειστων εκπαιδευομένων». Θεσσαλονίκη 2017, σελ. 46 φυγής ευκαιρία.
[2] Βλ. Φυτράκη, Ε. (2018). Αόρατες ποινές χωρίς τέλος. Στο: Ε. Φυτράκης (Επιμ.), Αόρατες Ποινές. Ευρωπαϊκή διάσταση – Ελληνική προοπτική (212 - 241) (υπό έκδοση). Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Αθήνα: Εθνικό Τυπογραφείο, 15-16 επ.
[3] Γιοβάνογλου, Σ. (2006). Θεσμικά προβλήματα της κοινωνικής επανένταξης των αποφυλακιζομένων. Σάκκουλα: Θεσσαλονίκη, 65 επ.
[4] Γιοβάνογλου, 2006, όπ. παρ., 85 επ.
[5] Βλ. Πιτσελά, Α., Γιοβάνογλου, Σ., Κιβρακίδου, Α., Λαμπάκη, Χ., Μπλίτσα, Δ., Τσαουσάκου, Ε. (2018). Έκθεση για τον εξορθολογισμό των κωλυμάτων επαγγελματικής επανένταξης αποφυλακισθέντων και εν γένει ποινικώς διωχθέντων προσώπων. Στο: Ε. Φυτράκης (Επιμ.), Αόρατες Ποινές. Ευρωπαϊκή διάσταση – Ελληνική προοπτική (212 - 241) (υπό έκδοση). Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Αθήνα: Εθνικό Τυπογραφείο, 212 επ.
[6] Απόφαση 75/175/17-12-2015 της ΓΣ του OHE «Ελάχιστοι Βασικοί Κανόνες των Ηνωμένων Εθνών για τη Μεταχείριση των Κρατουμένων (Κανόνες Νέλσον Μαντέλα)».
[7] Βλ. και τον ορισμό της έννοιας στην ελληνική βιβλιογραφία ως υποχρέωσης της Πολιτείας να υποβοηθεί το αποφυλακιζόμενο άτομο να επανέρχεται στην κοινωνική ζωή με τη δυνατότητα να αναδημιουργήσει τις οικογενειακές, εργασιακές και κοινωνικές του σχέσεις με ίσες ευκαιρίες με τον μη εγκληματήσαντα, σε Γιοβάνογλου, 2006, όπ. παρ., 57-58.
[8] Μετά τη φυλάκιση, αλλά και την περίοδο πριν από αυτήν, από την άσκηση δηλαδή της ποινικής δίωξης μέχρι και την περίοδο μετά την απόλυση. United Nations Office on Drugs and Crime. Vienna (2006). Custodial and Non-custodial Measures. Social Re-integration. Criminal Justice Assessment Toolkit. United Nations: New York, 1.
[9] United Nations Office on Drugs and Crime, Vienna. (2012). Introductory Handbook on the Preventon of Recidivism and the social re-integration of Offenders. International Handbook series. English, Publishing and Library Section, United Nations Office at Vienna, 5-6. Και την ελληνική μετάφραση του Ν. Βαρβατάκου, βλ. στην Ιστοσελίδα της ΕΠΑΝΟΔΟΥ: http://www.epanodos.org.gr/documents/243366/0/Translation+UNODC+3.pdf/0a215430-da39-4927-9b22-987ad6484a88
[10] Ο όρος αποχή από το έγκλημα, παρά τον νεφελώδη και πολύπλοκο χαρακτήρα του, σημαίνει το να μαθαίνει το άτομο που βρίσκεται σε κίνδυνο να εγκληματήσει να ζει μια ζωή ελεύθερη από το έγκλημα ή αλλιώς να τερματίζει την εγκληματική του δραστηριότητα. Για μια λεπτομερή ανάλυση του όρου βλ. Laub, H. J., Sampson, R. F. (2001). Understanding Desistance from Crime. Crime and Justice. T. 28, 1-69, 1 επ., καθώς και Jarman, B., Scurfield, L. (2011). The Social Reintegration of Ex-Prisoners in Council of Europe Member States. Bruxelles: Quaker Council for European Affairs (QCEA), 23.
[11] United Nations Office on Drugs and Crime, 2012, 10.
[12] Ibid, 62.
[13] Για περισσότερα ως προς το θέμα αυτό βλ. Γιοβάνογλου 2006, όπ. παρ., 231 επ. και 239 επ., και εκεί παραπομπές, καθώς και Θανοπούλου, Μ., Μοσχόβου, Β. (1998). Εκπαιδευτική και επαγγελματική πορεία αποφυλακισμένων και ανηλίκων παραβατών. Διερεύνηση μιας βασικής διάστασης των προγραμμάτων επαγγελματικής κατάρτισης. Αθήνα: Γ.Γ.Λ.Ε, 166.
[14] Την Ομάδα αποτέλεσαν: η Αγγελική Πιτσελά, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Εγκληματολογίας – Σωφρονιστικής στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), ως Πρόεδρος, η Σοφία Γιοβάνογλου, Δρ Νομικής ΑΠΘ, η Άννα Κιβρακίδου, Δρ Νομικής ΑΠΘ, Δικηγόρος Θεσσαλονίκης, ο Χρήστος Λαμπάκης, Υποψ. Δρ Νομικής ΑΠΘ, Δικηγόρος Θεσσαλονίκης, η Δήμητρα Μπλίτσα, Εισαγγελική Πάρεδρος, Υποψ. Δρ Νομικής ΑΠΘ, ως μέλη, και η Ελένη Τσαουσάκου, Δικηγόρος Θεσσαλονίκης, ως Γραμματέας. Στη συνέχεια, την ευγενική της συνδρομή στην Ομάδα προσέφερε η Ζωή Μιχαλοπούλου, Δρ Νομικής ΑΠΘ και Δικηγόρος Θεσσαλονίκης, λόγω των ειδικών γνώσεών της στο Διοικητικό Δίκαιο.
[15] Πιτσελά/Γιοβάνογλου/Κιβρακίδου/Λαμπάκη/Μπλίτσα/Τσαουσάκου, 2018, όπ. παρ., 212 επ.
[16] Ibid, 213 επ.
[17] Ibid.
[18] Ibid, 216 επ.
[19] Πιτσελά, Α., Γιοβάνογλου, Σ., Κιβρακίδου, Α., Λαμπάκη, Χ., Μπλίτσα, Δ., Τσαουσάκου, Ε. (2018). Πίνακας εντοπισθέντων επαγγελμάτων του ιδιωτικού τομέα με νομοθετικές προβλέψεις κωλυμάτων λόγω ποινικής καταδίκης. Στο: Ε. Φυτράκης (Επιμ.), Αόρατες Ποινές. Ευρωπαϊκή διάσταση – Ελληνική προοπτική (242-363) (υπό έκδοση). Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Αθήνα: Εθνικό Τυπογραφείο, 242 επ.
[20] Πιτσελά/Γιοβάνογλου/Κιβρακίδου/Λαμπάκη/Μπλίτσα/Τσαουσάκου, 2018, όπ. παρ., 212 επ.
[21] Για περισσότερα βλ. στον Ιστότοπο της Βουλής: https://www.hellenicparliament.gr/Vouli-ton-Ellinon/ToKtirio/Fotografiko-Archeio/#6c998cec-67ae-4299-9c81-a7ef00a3ee74
[22] Πιτσελά/Γιοβάνογλου/Κιβρακίδου/Λαμπάκη/Μπλίτσα/Τσαουσάκου, 2018, Πίνακας εντοπισθέντων επαγγελμάτων του ιδιωτικού τομέα με νομοθετικές προβλέψεις κωλυμάτων λόγω ποινικής καταδίκης, όπ. παρ., 216 επ.
[23] Πιτσελά/Γιοβάνογλου/Κιβρακίδου/Λαμπάκη/Μπλίτσα/Τσαουσάκου, 2018, Έκθεση για τον εξορθολογισμό των κωλυμάτων επαγγελματικής επανένταξης αποφυλακισθέντων και εν γένει ποινικώς διωχθέντων προσώπων, όπ. παρ., 220 επ.
[24] Βλ. τις περιπτώσεις ε΄ και στ΄ του άρθρου 2 του Π.Δ. 23/2000 «Σχολές ναυαγοσωστών, άδεια ναυαγοσώστη, πρόσληψη».
[25] Βλ. άρθρο 3 περ. δ΄ του Α.Ν. 1565/1939 «Κώδικας ασκήσεως ιατρικού επαγγέλματος», και πρβλ. άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 1026/1980 «Περί Οδοντιατρικών Συλλόγων, Ελλην. Οδοντ. Ομοσπονδίας, κλπ.».
[26] Άρθρα 576 επ. ΚΠΔ.
[27] Βλ. παρ. 4 του άρ. 1 της ΑΠΟΦ του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας υπ’ αριθμ. 1010/10/4/2011 (ΦΕΚ Β΄ 1948) «Άσκηση του επαγγέλματος των κατασκευαστών κλειδιών και επισκευαστών κλειδαριών και συναφή θέματα» (Αστυνομική Διάταξη υπ’ αριθμ. 9Α).
[28] Βλ. άρθρο 4 του Π.Δ. 180/1979 «Περί των όρων λειτουργίας καταστημάτων πωλήσεως οινοπνευματωδών ποτών και κέντρων διασκεδάσεως».
[29] Πρβλ., όμως, την καινοτόμο ρύθμιση της παραγράφου 6 του άρθρου 4 του προηγηθέντος Ν. 2447/1994 «Απόλυση-αναστολή ποινών-Τροπ. ΠΚ, ΚΠολΔ, ΚΠοινΔ κλπ.», σύμφωνα με την οποία: «Τα κωλύματα διορισμού σε δημόσιες υπηρεσίες, ν.π.δ.δ., υπηρεσίες δήμων και κοινοτήτων, που οφείλονται σε προηγούμενη εγκληματική δράση, δεν ισχύουν για άτομα το οποία έχουν εκτίσει την ποινή ή τα μέτρα ασφαλείας που τους έχουν επιβληθεί ή έχουν απολυθεί υπό όρο, εφόσον προσλαμβάνονται σε θέσεις βοηθητικού ή ανειδίκευτου προσωπικού με σχέση εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου ή ως ωρομίσθιοι».
[30] Πρβλ. τη μη ενσωμάτωση από τη χώρα μας της Οδηγίας 2011/93/ΕΕ, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Δεκεμβρίου 2011, η οποία αναγνωρίζει το δικαίωμα των εργοδοτών του ιδιωτικού τομέα, οι οποίοι επιθυμούν να προσλάβουν πρόσωπα σε θέσεις εργασίας που περιλαμβάνουν άμεσες και τακτικές επαφές με παιδιά, να λάβουν γνώση πιθανών καταχωρισμένων στο ποινικό μητρώο ισχυουσών καταδικών των υποψηφίων.
[31] Βάσει του Ν. 1599/1986 (Α' 75) «Σχέσεις κράτους- πολίτη, καθιέρωση νέου τύπου δελτίου ταυτότητας και άλλες διατάξεις».
[32] Πιτσελά/Γιοβάνογλου/Κιβρακίδου/Λαμπάκη/Μπλίτσα/Τσαουσάκου, 2018, Έκθεση για τον εξορθολογισμό των κωλυμάτων επαγγελματικής επανένταξης αποφυλακισμένων, όπ. παρ., 227 επ.
[33] Ibid.
[34] Βλ. όσα πιο πάνω, υπό 4, αναφέρονται.
[35] Πασσιά 2017, όπ. παρ., 82.