Τα σεξουαλικά αδικήματα ή αλλιώς τα εγκλήματα κατά της «γενετήσιας ελευθερίας» θεωρούνται ιδιαίτερα ειδεχθή και πηγή σοβαρής κοινωνικής αποδοκιμασίας, ειδικά όταν τα θύματα ανήκουν στις ευαίσθητες ηλικιακά ομάδες. Η διεθνής βιβλιογραφία επισημαίνει ότι η κοινωνική αναταραχή που προκύπτει από τα σεξουαλικά εγκλήματα αποτελεί, για τα όργανα που είναι αρμόδια για τον έλεγχο, μια πρόκληση που πρέπει να αντιμετωπιστεί με την ενεργοποίηση συγκεκριμένων προτάσεων απέναντι στο φαινόμενο σε περισσότερα επίπεδα, το νομοθετικό, δικαστικό, το σωφρονιστικό και το θεραπευτικό (Cuzzocrea, Lepri, 2010). Σε πολλές χώρες παρατηρείται μια αυξανόμενη προσοχή στο φαινόμενο αυτό και στην αντιμετώπιση του με σκοπό τη λήψη πρωτοβουλιών για την κατανόηση του φαινομένου, την πρόληψη, την καταστολή αλλά και τη λήψη μέτρων, εντός και εκτός των σωφρονιστικών ιδρυμάτων, με σκοπό τη θεραπευτική αντιμετώπιση και την κοινωνική επανένταξη των δραστών για την προστασία του κοινωνικού συνόλου από νέα αδικήματα.
Οι δράστες σεξουαλικών αδικημάτων είναι μια ετερογενής ομάδα ανθρώπων που δεν είναι εύκολα αναγνωρίσιμοι. Προέρχονται από κάθε είδους κοινωνικές, εισοδηματικές, φυλετικές, εθνικές και θρησκευτικές ομάδες (James, 1996). Η ίδια ετερογένεια εμφανίζεται και στην προσπάθεια περιγραφής τόσο της προσωπικότητας των σεξουαλικών παραβατών όσο και της ψυχοπαθολογίας τους. Η ύπαρξη ψυχοπαθολογίας προκύπτει από έρευνες που έδειξαν σημαντική παρουσία διαταραχών της διάθεσης, αγχώδεις και διαταραχές συμπεριφοράς σε παραφιλικούς σεξουαλικούς παραβάτες (Leue et.al. 2004), ενώ επίσης εμφανίζεται υψηλότερο ποσοστό σχιζοφρένειας, και αλλών ψυχωσικών διαταραχών σε σχέση με τον υγιή πληθυσμό (Sjostedt et.al. 2003). Συχνή είναι επίσης η υπάρξη συννοσηρότητας με άλλες ψυχικές διαταραχές και παραφιλίες. Ο συσχετισμός όμως μεταξύ ψυχικής ασθένειας και παραβατικής σεξουαλικής συμπεριφοράς είναι ένα ζήτημα που παραμένει ανοικτό και απαιτεί περαιτέρω έρευνα.
Πολλές μελέτες έχουν επικεντρωθεί στη μελέτη των γνωστικών στρεβλώσεων, την ηθική απεμπλοκή και τους αμυντικούς μηχανισμούς που συναντιούνται στους σεξουαλικούς παραβάτες. Οι δράστες σεξουαλικών αδικημάτων χαρακτηρίζονται από έναν ιδιαίτερο τρόπο σκέψης, με την παρουσία δομημένων μηχανισμών γνωστικών διαστρεβλώσεων που τους επιτρέπουν να ανέχονται ενδόψυχα την παραβατική συμπεριφορά που διαπράττουν. Η συμπεριφορά τους χαρακτηρίζεται από δύο κυρίως μηχανισμούς άμυνας που διευκολύνουν τη λειτουργικότητά τους, την άρνηση και την ελαχιστοποίηση των συνεπειών των πράξεων τους. Σ’ αυτούς τους μηχανισμούς άμυνας μπορούμε να προσθέσουμε και την ηθική απεμπλοκή, μηχανισμός που χρησιμοποιεί γνωστικές και αιτιολογικές στρατηγικές προκειμένου να γίνουν αποδεκτές συμπεριφορές τόσο από τους ίδιους τους εαυτούς τους όσο και από την κοινωνία. Ένα άλλο χαρακτηριστικό του τρόπου σκέψης του σεξουαλικού δράστη είναι η έλλειψη ενσυναίσθησης .Οι σεξουαλικοί παραβάτες φαίνεται να μην κατανοούν την επίδραση των βίαιων ενεργειών τους και τείνουν να εκμηδενίσουν ή να ελαχιστοποιήσουν τη ζημιά που προκάλεσαν στα θύματα τους, αποδίδοντας πολλές φορές την ευθύνη στα ίδια τα θύματά τους. Η έλλειψη αυτή της ενσυναίσθησης προς τα θύματα μπορεί να μεταφραστεί ως μια αδυναμία αντίληψης του φόβου και του πόνου του θύματος.
Η γνώση αυτών των μηχανισμών είναι σημαντική για το σχεδιασμό παρεμβάσεων θεραπείας προκειμένου να αποφευχθεί η υποτροπή και, κατά συνέπεια η δημιουργία νέων θυμάτων.
Αυτό που γίνεται αποδεκτό από όλους είναι η ανάγκη λήψης πρωτοβουλιών για την πρόληψη των σεξουαλικών αδικημάτων, τη θεραπεία των σεξουαλικών παραβατών και την επανένταξη αυτών στην κοινωνία με τρόπο που θα περιορίσει τον κίνδυνο της υποτροπής τους αλλά και θα προστατέψει το κοινωνικό σύνολο από νέες παραβατικές συμπεριφορές.
Σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Αυστραλία, η Νέα Ζηλανδία, εδώ και δεκαετίες εφαρμόζονται θεραπευτικά προγράμματα με σκοπό της μείωση της υποτροπής των σεξουαλικών παραβατών αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες όπως η Αγγλία, Ισπανία, Βέλγιο, Ολλανδία, Γαλλία υπάρχουν αντίστοιχα θεραπευτικά προγράμματα εντός των Καταστημάτων Κράτησης.
Ο εγκλεισμός των παραβατών στα Σωφρονιστικά Καταστήματα και μόνο ,δεν έχει καμία επίπτωση στη μείωση της εγκληματικότητας. Οι σημαντικότεροι παράγοντες, που διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην πρόληψη της υποτροπής ,παραμένουν η διάγνωση των αιτιολογικών εκείνων παραγόντων που οδήγησαν στην παραβατική συμπεριφορά, η θεραπεία των δραστών και η ομαλή ένταξη τους στην κοινωνία.
Η αντιμετώπιση τους ξεκινά αμέσως μετά τον εγκλεισμό τους και συνεχίζεται και στην κοινότητα μετά την αποφυλάκισή τους. Η φυλακή δεν πρέπει να περιοριστεί μόνο στις ποινικές κυρώσεις αλλά να αποτελέσει και μια ευκαιρία ευαισθητοποίησης του σεξουαλικού παραβάτη με το αδίκημά του, να δοθεί η ευκαιρία να ανιχνευτούν οι αποκλίνουσες σεξουαλικές φαντασιώσεις και συμπεριφορές καθώς και οι παράγοντες που συνέβαλαν στη διάπραξη του αδικήματος, να τροποποιηθούν οι γνωστικές διαστρεβλώσεις τους καθώς και να αναδειχτούν νέες και πιο λειτουργικές στρατηγικές αντιμετώπισης και διαχείρισης του άγχους τους.
Η θεραπεία που χρησιμοποιείται περισσότερο βασίζεται στο γνωστικό-συμπεριφοριστικό μοντέλο και έχει σκοπό την αναδόμηση των γνωστικών σχεσιακών και κοινωνικών ικανοτήτων του ατόμου με παραβατική σεξουαλική συμπεριφορά .Πρόκειται για μία θεραπεία ιδιαίτερα δομημένη και εφαρμόσιμη σε ομάδες σεξουαλικών παραβατών εντός των Σωφρονιστικών Καταστημάτων.
Στην Ελλάδα οι δράστες σεξουαλικών αδικημάτων βρίσκονται έγκλειστοι στη Δικαστική Φυλακή Τρίπολης (102 ,κρατούμενοι για αδικήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας) και στο Κατάστημα Κράτησης Γρεβενών (276 σεξουαλικοί παραβάτες). Τα ποσοστά υποτροπής των σεξουαλικών δραστών σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία κυμαίνονται από 24% (Tofte, 2007) ενώ άλλες έρευνες μιλούν για ένα ποσοστό 13,47% και άλλες (Sample & Bray, 2006), για πιο μικρό ποσοστό υποτροπής , ακόμη και κάτω του 7% . Ο κίνδυνος υποτροπής δεν είναι ο ίδιος για όλους τους σεξουαλικούς παραβάτες, ούτε είναι ίδιες οι αιτίες που οδήγησαν κάποιον στην τέλεση του αδικήματος. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο είναι σημαντικό να αξιολογηθεί το προφίλ κινδύνου κάθε ατόμου και να δομηθεί ένα κατάλληλο πρόγραμμα παρέμβασης
Όσον αφορά την αντιμετώπιση των σεξουαλικών παραβατών στην Ελλάδα δεν υπάρχει κάποιο θεραπευτικό πρόγραμμα σε εθνικό επίπεδο. Μια πρώτη πιλοτική προσπάθεια εφαρμογής προγραμμάτων πρόληψης υποτροπής πραγματοποιήθηκε το 2010 στο Κατάστημα Κράτησης Γρεβενών. Το θεραπευτικό πιλοτικό πρόγραμμα πραγματοποιήθηκε με τη στήριξη του Υπουργείου Δικαιοσύνης και την επιστημονική εποπτεία του τμήματος Ψυχιατροδικαστικής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σκοπός της πιλοτικής αυτής εφαρμογής ήταν η πρόληψη υποτροπής σεξουαλικών δραστών. Επιμέρους στόχοι ήταν η συνειδητοποίηση και η ανάληψη ευθυνών της παραβατικής τους συμπεριφοράς, η συνειδητοποίηση των γνωστικών στρεβλώσεων που τους οδήγησαν στις εγκληματικές τους συμπεριφορές, η έκφραση και διαχείριση συναισθημάτων, η διαχείριση του άγχους και η εκμάθηση στάσεων και συμπεριφορών προκειμένου να διευκολυνθεί η κοινωνική τους ενσωμάτωση μετά την αποφυλάκισή τους. Η πρώτη ομάδα συμμετεχόντων αποτελούνταν από 9 άτομα καταδικασμένα για διάφορα σεξουαλικά αδικήματα.
Σήμερα, 8 χρόνια μετά την εφαρμογή αυτού του προγράμματος, οι συμμετέχοντες έχουν αποφυλακιστεί και όπως προκύπτει από τα στοιχεία συλλήψεων, δεν έχουν συλληφθεί για κάποιο νέο σεξουαλικό αδίκημα αλλά και ούτε για κάποιο άλλου είδους αδίκημα.
Είναι σαφές ότι η θεραπευτική αντιμετώπιση των σεξουαλικών παραβατών είναι αναγκαία και σημαντική ξεκινώντας μέσα από τα Καταστήματα Κράτησής τους αλλά και μετέπειτα κατά την αποφυλάκισή τους. Ανάλογα θεραπευτικά προγράμματα εφαρμόζονται για άλλους παραβάτες όπως των εξαρτημένων από ουσίες.
Η ιδιαιτερότητα όμως των εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας καθώς και ο αντίκτυπος που έχουν στο κοινωνικό σύνολο έχει ως συνέπεια την απαξίωση και την αποστροφή της αντιμετώπισης αυτών των δραστών. Η φυλάκισή παραμένει η τιμωρία τους και ο μόνος τρόπος προστασίας του κοινωνικού συνόλου από τη διάπραξη νέων αδικημάτων από τους συγκεκριμένους δράστες. Η αποστροφή προς το πρόσωπό τους συνεχίζεται και μέσα στη φυλακή, τόσο από τους υπαλλήλους όσο και από τους υπόλοιπους κρατούμενους γεγονός που ενισχύεται και από την τοποθέτηση τους σε ειδικούς χώρους προστασίας.
Μεταξύ των δυσκολιών που προκύπτουν για την εφαρμογή των θεραπευτικών προγραμμάτων στους σεξουαλικούς παραβάτες είναι:
α) η ελλιπής εκπαίδευση του προσωπικού για την αντιμετώπιση και κατανόηση των συγκεκριμένων δραστών
β) η έλλειψη ειδικευμένου προσωπικού
γ) η έλλειψη κατάλληλων διαγνωστικών εργαλείων, σταθμισμένων στην ελληνική πραγματικότητα για τη διάγνωση και την πρόληψη της υποτροπής των σεξουαλικών δραστών
δ) η ανεπαρκής προετοιμασία δομών κατάλληλων για τη συνέχιση της θεραπευτικής αντιμετώπισής τους στην κοινότητα και η
ε) έλλειψη σχετικών ρυθμίσεων στη νομοθεσία για την αντιμετώπιση των σεξουαλικών δραστών τόσο εντός των Καταστημάτων Κράτησης όσο και για τη συνέχιση της θεραπείας του από δομές ψυχικής υγείας στην κοινότητα.
Για την αντιμετώπιση των συγκεκριμένων δραστών αλλά και την προστασία του κοινωνικού συνόλου είναι απαραίτητη μία συνολική προσέγγιση τόσο σε νομοθετικό, δικαστικό, σωφρονιστικό αλλά και θεραπευτικό επίπεδο. Μια ολιστική παρέμβαση θα αποτελούσε μια σοβαρή προσπάθεια αντιμετώπισης του προβλήματος που τα τελευταία χρόνια γίνεται όλο και πιο εμφανές στη χώρα μας ,όχι γιατί αυξήθηκαν τα περιστατικά κακοποίησης ή οι δράστες αλλά γιατί η κοινωνία μας αρχίζει και γίνεται πιο ώριμη, αρχίζει και μιλάει για ένα υπαρκτό πρόβλημα που κάποτε αποσιωπούσε.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Cuzzocrea, Lepri, 2010, “Il trattamento dell’autore di reati sessuali: miti e contraddizioni”, in A.L. Fargnoli, G. Scardaccione, S. Moretti (a cura di), La violenza. Le responsabilità di Caino e le connivenze di Abele, Roma, Alpes
- James, M. (1996). Paedophilia (Trends and Issues in Crime and Criminal Justice No. 57). Canberra: Australian Institute of Criminology.
- Leue, A., Borchard, B. & Hoyer, J. (2004). Mental disorders in a forensic sample of sexual offenders. European Psychiatry, 19, 123-130.
- Sjöstedt, G., Grann, M., Långström, N. & Fazel, S. (2003).Psychiatric morbidity among sexual offenders. Paper presented at the International, Interdisciplinary Conference of Psychology and Law. Edinburgh.
- Sample, L., & Bray, T. (2006). Are sex offenders different?An examination of rearrest patterns. Criminal Justice Policy Review, 17, 83-102.
- Tofte, S. (2007). No easy answers. Human Rights Watch, 19 (4G), 1-146.