Α. Εισαγωγή
Το δικαίωμα σιωπής και το συναφές δικαίωμα σε μη αυτοενοχοποίηση κατοχυρώνονται στην γενική ρήτρα του άρθρου 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ. Έτσι, κατά το ΕΔΔΑ τα εν λόγω δικαιώματα είναι αναγνωρισμένοι διεθνείς κανόνες που βρίσκονται στην καρδιά της έννοιας της δίκαιης δίκης του άρθρου 6, προστατεύουν τον κατηγορούμενο από αθέμιτες πιέσεις και εξαναγκασμούς εκ μέρους των διωκτικών αρχών και συμβάλλουν στην αποφυγή λαθών κατά την απονομή της δικαιοσύνης[1]. Λαμβάνοντας υπ’όψιν τη σημασία που αποδίδει το ΕΔΔΑ στο εν λόγω δικαίωμα ανακύπτει περαιτέρω ο προβληματισμός του επιτρεπτού ή μη της αξιοποίησης της σιωπής του κατηγορουμένου στην ποινική δίκη, δεδομένου ότι η αξιοποίησή της, έστω και υπό την μορφή της εξαγωγής αρνητικών συμπερασμάτων, συνιστά ένα βαρύτατο περιορισμό του ίδιου του δικαιώματος[2]. Το ΕΔΔΑ έχει αντιμετωπίσει το ζήτημα αυτό σε μια σειρά υποθέσεων, οι οποίες παρουσιάζονται και αναλύονται κατωτέρω, με στόχο την κριτική προσέγγιση της θέσης του Δικαστηρίου επί του ζητήματος αυτού και την ανάδειξη του βαθμού επίδρασής της στην ελληνική έννομη τάξη.
Β. Παρουσίαση της νομολογίας του ΕΔΔΑ
Ι. Υπόθεση John Murray v. Ηνωμένου Βασιλείου[3]
α) Ιστορικό
Τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης αυτής είναι λίγο-πολύ γνωστά[4]: Ο προσφεύγων συνελήφθη στο Μπέλφαστ της Βορείου Ιρλανδίας σε σπίτι όπου, σύμφωνα με πληροφορίες, εκρατείτο παράνομα ο Λ., μέλος του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού και μυστικός συνεργάτης της αστυνομίας. Κατά την ανάκριση ο προσφεύγων επικαλέσθηκε το δικαίωμα σιωπής του. Το ίδιο έπραξε και ενώπιον του δικαστηρίου. Το δικαστήριο, με βάση την ισχύουσα νομοθεσία, εξήγαγε συμπεράσματα από την άρνηση του προσφεύγοντος να παράσχει εξηγήσεις, καταλήγοντας ότι δεν υπήρχε αθώα εξήγηση για την παρουσία του προσφεύγοντος στο συγκεκριμένο σπίτι. Έτσι, τον έκρινε ένοχο συνέργειας σε παράνομη κατακράτηση.
β) Η απόφαση
Στην υπόθεση αυτή το ΕΔΔΑ έθεσε τις κατευθυντήριες αρχές σχετικά με το ζήτημα της αξιοποίησης της σιωπής του κατηγορημένου στην ποινική δίκη. Κατά το ΕΔΔΑ το δικαίωμα σιωπής, παρόλο που εντάσσεται στον πυρήνα της δίκαιης δίκης, δεν είναι απόλυτο. Έτσι, θεώρησε ότι μπορεί να ληφθεί υπ’όψιν η σιωπή του κατηγορουμένου κατά την εκτίμηση της πειστικότητας των αποδεικτικών μέσων που προσκομίζει η κατηγορούσα αρχή, όταν είναι ξεκάθαρο ότι οι περιστάσεις απαιτούν να δοθεί μια εξήγηση από τον κατηγορούμενο. Δεν επιτρέπεται όμως κατά το ΕΔΔΑ να στηριχθεί μια καταδίκη αποκλειστικά ή κυρίως στη σιωπή του κατηγορουμένου. Σε κάθε περίπτωση το κατά πόσο η εξαγωγή αρνητικών συμπερασμάτων από τη σιωπή του κατηγορουμένου συνιστά παραβίαση του άρθρου 6 θα πρέπει να εκτιμηθεί με βάση όλες τις περιστάσεις κάθε υποθέσεως. Ιδίως θα πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν πότε επιτρέπεται κατά το εσωτερικό δίκαιο να εξαχθούν (τέτοια) συμπεράσματα, το βάρος που δίδει στα συμπεράσματα αυτά το εθνικό δικαστήριο κατά την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και ο βαθμός καταναγκασμού που υπάρχει στις συγκεκριμένες περιστάσεις.
Στην προκειμένη περίπτωση, οι συγκεκριμένοι παράγοντες στους οποίους απέβλεψε το ΕΔΔΑ για να καταλήξει στο συμπέρασμα της μη παραβιάσεως του άρθρου 6, ήσαν οι εξής:
- το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εμφανίσθηκε ο προσφεύγων δεν απαρτιζόταν από ενόρκους αλλά από έναν έμπειρο δικαστή.
- Η εθνική νομοθεσία προέβλεπε μια σειρά από εγγυήσεις υπέρ του κατηγορουμένου, προκειμένου να ληφθεί υπ’ όψιν η σιωπή του.
- Η κατηγορούσα αρχή είχε ήδη προσκομίσει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία κατά του προσφεύγοντος.
Με βάση τα παραπάνω θεώρησε ότι η εξαγωγή αρνητικών για τον προσφεύγοντα συμπερασμάτων από την άρνησή του να παράσχει εξηγήσεις επιβαλλόταν από την κοινή λογική και δεν ήταν άδικη υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις.
ΙΙ. Υπόθεση Averill v. Ηνωμένου Βασιλείου[5]
α) Ιστορικό
Σύμφωνα με το ιστορικό της απόφασης αυτής, οι αρμόδιες αρχές ελέγχου σταμάτησαν το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε ο προσφεύγων με άλλα δύο άτομα λίγα χιλιόμετρα μακριά από τον τόπο όπου έλαβε χώρα μια σοβαρή εγκληματική πράξη. Όταν ο προσφεύγων ρωτήθηκε από τους αστυνομικούς σχετικά με τις «κινήσεις» του εκείνο το απόγευμα, δήλωσε ότι βοηθούσε νωρίτερα τους άλλους δυο επιβάτες του αυτοκινήτου σε αγροτικές εργασίες στο σπίτι τους και ότι εκείνη τη στιγμή πήγαινε στην πόλη για ποτό. Κατόπιν, συνελήφθη σύμφωνα με τον αντιτρομοκρατικό νόμο. Κατά την ανάκριση οι ανακριτικοί υπάλληλοι προειδοποίησαν τον προσφεύγοντα ότι έχει το δικαίωμα να σιωπήσει, αλλά και ότι η σιωπή μπορεί υπό προϋποθέσεις να χρησιμοποιηθεί εναντίον του. Ο προσφεύγων διατήρησε τη σιωπή του καθ’ όλη τη διάρκεια της ανάκρισης. Αντιθέτως κατά τη διάρκεια της δίκης επέλεξε να παράσχει εξηγήσεις, προβάλλοντας άλλοθι σχετικά με τις «κινήσεις» του κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα τέλεσης τους εγκλήματος για το οποίο κατηγορείτο. Το δικαστήριο τον καταδίκασε στηριζόμενο κυρίως στην εγκληματολογική έρευνα, στις καταθέσεις των πραγματογνωμόνων, αλλά και στα αρνητικά συμπεράσματα που εξήγαγε από την σιωπή του, λόγω της αδυναμίας του να απαντήσει κατά την προανακριτική απολογία για τις κινήσεις του την ημέρα του εγκλήματος και για την σχέση του με αντικείμενα του εγκλήματος, τα οποία βρέθηκαν στο αυτοκίνητο που επέβαινε.
β) Η Απόφαση
Το ΕΔΔΑ ακολούθησε και εδώ τις κατευθυντήριες αρχές που είχε θέσει στην υπόθεση Murray. Εφαρμόζοντας τις αρχές αυτές στην προκειμένη περίπτωση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν παραβιάστηκε το άρθρο 6, λαμβάνοντας ιδίως υπ’όψιν τα εξής:
- Ο δικαστής είχε διακριτική ευχέρεια και δεν ήταν υποχρεωμένος να εξαγάγει αρνητικά συμπεράσματα από τη σιωπή του κατηγορουμένου.
- Ο δικαστής παρείχε εκτεταμένη αιτιολογία για την απόφασή του να λαβει υπ’όψιν τη σιωπή του κατηγορουμένου.
- Ο προσφεύγων δεν καταδικάστηκε αποκλειστικά ή κυρίως βάσει της σιωπής του, αλλά βάσει των αποτελεσμάτων της εγκληματολογικής έρευνας και βάσει του γεγονότος ότι οι μάρτυρες υπεράσπισης θεωρήθηκαν αναξιόπιστοι.
Με βάση τα παραπάνω θεώρησε ότι η εξαγωγή συμπερασμάτων εις βάρος του κατηγορουμένου από την αδυναμία του να δώσει εξηγήσεις, όταν οι συνθήκες το απαιτούσαν, καθώς και από την αντιφατική συμπεριφορά που επέδειξε σε σχέση με την άσκηση του δικαιώματος σιωπής[6], αποτελεί ζήτημα κοινής λογικής και δεν μπορεί να οδηγήσει στην παραβίαση του άρθρου 6 ΕΣΔΑ.
ΙΙΙ. Υπόθεση Condron v. Ηνωμένου Βασιλείου[7]
α) Ιστορικό
Οι προσφεύγοντες ήταν εθισμένοι χρήστες ναρκωτικών. Πριν από τη σύλληψή τους έγιναν αντικείμενο εκτεταμένης παρακολούθησης από τις αστυνομικές αρχές, στο πλαίσιο της οποίας διαπιστώθηκε ότι μετέφεραν διάφορα ύποπτα αντικείμενα στον γείτονά τους. Κατόπιν, συνελήφθησαν στο διαμέρισμά τους, όπου βρέθηκε και κάποια ποσότητα ηρωίνης. Κατά την απολογία τους οι προσφεύγοντες δήλωσαν ότι δεν έχουν να κάνουν κανένα σχόλιο και άσκησαν το δικαίωμα σιωπής τους. Αντιθέτως, κατά τη δίκη επέλεξαν να καταθέσουν, δηλώνοντας ότι η ηρωίνη που βρέθηκε ήταν για δική τους χρήση και ότι ουδέποτε μετέφεραν ηρωίνη στον γείτονα, παρά μόνο τσιγάρα ή άλλα αθώα αντικείμενα. Το ίδιο υποστήριξε και ο συγκατηγορούμενος γείτονας. Όταν ρωτήθηκαν για ποιο λόγο δεν έδωσαν εξηγήσεις κατά την προανακριτική τους απολογία, δήλωσαν ότι ακολούθησαν τη συμβουλή του συνηγόρου τους. Κατόπιν τούτου ο δικαστής απηύθυνε οδηγία προς τους ενόρκους ότι μπορούν να εξαγάγουν αρνητικά συμπεράσματα ως προς την ενοχή των προσφευγόντων από την παράλειψη τους να αναφέρουν κατά την προανακριτική τους εξέταση τα περιστατικά που αναφέρουν ενώπιον του δικαστηρίου. Οι προσφεύγοντες καταδικάστηκαν για κατοχή και διακίνηση ηρωίνης.
β) Η Απόφαση
Το ΕΔΔΑ ακολούθησε και εδώ τις κατευθυντήριες αρχές που είχε θέσει στις προηγούμενες υποθέσεις. Εφαρμόζοντας τις αρχές αυτές στην προκειμένη περίπτωση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι παραβιάστηκε το άρθρο 6 ΕΣΔΑ λαμβάνοντας υπ’όψιν τους εξής παράγοντες:
- Οι προσφεύγοντες άσκησαν το δικαίωμα σιωπής μόνο κατά την προδικασία έχοντας εύλογη εξήγηση για την επιλογή τους αυτή και κατόπιν συμβουλής του δικηγόρου τους.
- Η άσκηση του δικαιώματός σιωπής κατά την προδικασία θα αξιολογούνταν από ενόρκους.
- Η οδηγία του δικαστή προς τους ενόρκους δεν αντικατόπτριζε την εξισορρόπηση που πρέπει να επιτυγχάνεται μεταξύ της άσκησης του δικαιώματος σιωπής και της εξαγωγής δυσμενών συμπερασμάτων από αυτή.
- Οι προσφεύγοντες είχαν μία πειστική εξήγηση για την άσκηση του δικαιώματος σιωπής κατά την προδικασία.
- Ο δικαστής παρέλειψε να αναφέρει στους ενόρκους ότι μπορούσαν να εξαγάγουν αρνητικά συμπεράσματα μόνο στην περίπτωση που οι κατηγορούμενοι δεν παρείχαν καμία ή καμία επαρκή εξήγηση για την επιλογή τους αυτή.
- Δεν ήταν δυνατό να διακριβωθεί το βάρος που έδωσαν οι ένορκοι στην σιωπή των κατηγορουμένων.
- Δεν προβλέπονταν αντισταθμιστικά μέτρα για την προστασία των κατηγορουμένων.
ΙV. Beckles v. Ηνωμένου Βασιλείου[8]
α) Ιστορικό
Σύμφωνα με τα στοιχεία της υπόθεσης ο προσφεύγων συνελήφθη από τις αρχές στις 24 Ιανουαρίου 1996 με την κατηγορία ότι τέλεσε ληστεία, παράνομη κατακράτηση και απόπειρα ανθρωποκτονίας στις 3 Ιανουαρίου 1996 στο διαμέρισμά του συγκατηγορούμενού του, όπου διέμενε και ένα τρίτο πρόσωπο. Ο προσφεύγων ενημερώθηκε για το δικαίωμα σιωπής του με την υπόμνηση ότι η σιωπή μπορεί υπό προϋποθέσεις να αξιοποιηθεί εναντίον του. Ανεπίσημα, πριν από την απολογία του δήλωσε ότι κανείς δεν έσπρωξε τον παθόντα, αλλά ότι πήδηξε ο ίδιος από το παράθυρο. Έπειτα από συμβουλή του δικηγόρου του αποφάσισε να ασκήσει το δικαίωμα σιωπής και να μην απαντήσει σε καμία ερώτηση. Ωστόσο, κατά τη δεύτερη απολογία του ο προσφεύγων παρουσία δικηγόρου παραδέχτηκε ότι την νύχτα του συμβάντος βρισκόταν κατά διαστήματα στο διαμέρισμα με τον παθόντα, όχι όμως και τη στιγμή του συμβάντος. Δήλωσε περαιτέρω ότι μετά το συμβάν πληροφορήθηκε από τους συγκατηγορούμενούς του ότι ο ίδιος ο παθών πήδηξε από το παράθυρο, γεγονός που το διαπίστωσε στη συνέχεια και ο ίδιος. Τα ίδια περίπου γεγονότα κατέθεσε και στο δικαστήριο. Όταν ρωτήθηκε γιατί δεν απάντησε στις ερωτήσεις των αστυνομικών κατά την προανακριτική του εξέταση δήλωσε ότι ακολούθησε την συμβουλή του συνηγόρου του. Στην συνέχεια ο δικαστή που διηύθυνε την διαδικασία απηύθυνε οδηγία προς τους ενόρκους, σύμφωνα με την οποία είχαν την ευχέρεια, χωρίς να είναι υποχρεωμένοι προς τούτο, να λάβουν υπόψη την άρνηση του κατηγορουμένου να απαντήσει στις ερωτήσεις των ανακριτικών υπαλλήλων κατά την πρώτη προανακριτική εξέταση, προκειμένου να αποφασίσουν για την ενοχή του. Ο προσφεύγων καταδικάστηκε σύμφωνα με τα παραπάνω.
β) Η Απόφαση
Το ΕΔΔΑ ακολούθησε και εδώ σε γενικές γραμμές τις κατευθυντήριες αρχές που είχε θέσει στις προηγούμενες υποθέσεις. Εφαρμόζοντας τις αρχές αυτές στην προκειμένη περίπτωση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι παραβιάστηκε το άρθρο 6 ΕΣΔΑ, λαμβάνοντας υπ’όψιν τα εξής:
- Ο προσφεύγων είχε την ετοιμότητα να δώσει εξηγήσεις για το συμβάν ακόμα και πριν συμβουλευτεί τον δικηγόρο του.
- Έδωσε εξηγήσεις σχετικά με τον λόγο για τον οποίο διατήρησε την σιωπή του στην πρώτη προανακριτική εξέταση.
- Δεν βασίστηκε σε νέα πραγματικά περιστατικά ούτε αναίρεσε τα ήδη κατατεθέντα στην προανακριτική του εξέταση.
- Υπό τις παραπάνω συνθήκες η εξήγηση του προσφεύγοντος για την σιωπή του θεωρήθηκε ενδεχομένως πειστική.
- Ο δικαστής δεν περιόρισε την διακριτική ευχέρεια των ενόρκων να εξαγάγουν συμπεράσματα από την σιωπή του κατηγορουμένου.
- Ο δικαστής παρέλειψε να αναφέρει ότι ο προσφεύγων ήταν πρόθυμος να εκθέσει την δική του εκδοχή για το συμβάν πριν τον συμβουλέψει ο συνήγορος του διαφορετικά.
V. Adetoro v. Ηνωμένου Βασιλείου[9]
α) Ιστορικό
Ο προσφεύγων συνελήφθη στις 27 Μαρτίου 1997 για συμμετοχή σε μια σειρά από ληστείες έπειτα από εκτεταμένη έρευνα και παρακολουθήσεις από μέρους των αστυνομικών αρχών. Κατά την προανακριτική του εξέτασή άσκησε το δικαίωμα σιωπής. Αντιθέτως κατά την διεξαγωγή της δίκης έδωσε εξηγήσεις και απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα που του τέθηκαν. Όταν ρωτήθηκε για ποιο λόγο αρνήθηκε να δώσει εξηγήσεις κατά την προανακριτική του απολογία για τα ίδια ζητήματα, απάντησε ότι το έκανε για να μην ενοχοποιήσει άλλα πρόσωπα. Στη συνέχεια ο δικαστής απηύθυνε οδηγία προς τους ενόρκους, σύμφωνα με την οποία οι ένορκοι μπορούσαν να εξαγάγουν αρνητικά συμπεράσματα από την παράλειψη του κατηγορούμενου να αναφέρει γεγονότα στην προανακριτική του απολογία, τα οποία ανέφερε στη συνέχεια ενώπιον του δικαστηρίου. Ο προσφεύγων καταδικάστηκε.
β) Η Απόφαση
Το ΕΔΔΑ ακολούθησε και εδώ τις κατευθυντήριες αρχές που είχε θέσει στις προηγούμενες αποφάσεις του, έδωσε όμως ιδιαίτερη βαρύτητα στο εάν ο κατηγορούμενος είχε εύλογη εξήγηση για την άσκηση του δικαιώματος σιωπής. Στην προκειμένη περίπτωση για να οδηγηθεί στην κρίση του έλαβε υπ’όψιν του τα εξής:
- Ο δικαστής του δικάσαντος δικαστηρίου υπέμνησε στους ενόρκους ότι ο κατηγορούμενος είχε ενημερωθεί για το δικαίωμα σιωπής και της πιθανές αρνητικές συνέπειες από την άσκησή του.
- Η εξήγησή του κατηγορουμένου για τον λόγο άσκησης του δικαιώματος σιωπής συνδεόταν άρρηκτα με την ίδια την υπερασπιστική του γραμμή, την οποία οι ένορκοι είχαν ήδη επί της ουσίας απορρίψει. Συνεπώς, η παράλειψη του δικαστή να αναφέρει στους ενόρκους ότι η εξαγωγή αρνητικών συμπερασμάτων είναι επιτρεπτή μόνο σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος δεν είχε επαρκή εξήγηση για την επιλογή του να σιωπήσει, δεν ήταν αποφασιστική για την κατάφαση της παραβίασης του άρθρου 6 ΕΣΔΑ.
- Το Εφετείο θεώρησε ότι ακόμη και αν ο δικαστής δεν είχε παραλείψει την παραπάνω αναφορά προς τους ενόρκους δεν θα είχε αλλάξει το αποτέλεσμα λόγω των υπόλοιπων ισχυρών επιβαρυντικών στοιχείων.
- Ο προσφεύγων εκπροσωπείτο από συνήγορο, ο οποίος δεν προέβαλε καμία αντίρρηση κατά την εκφώνηση της οδηγίας από τον δικαστή προς τους ενόρκους.
- Υπήρχαν ενδείξεις για τον βαθμό αξιοποίησης της σιωπής του κατηγορουμένου από μέρους των ενόρκων.
Το ΕΔΔΑ έκρινε εξ όλων των ανωτέρω ότι δεν παραβιάστηκε το άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ, διότι η καταδίκη του προσφεύγοντος δεν στηρίχθηκε στην αξιοποίηση της σιωπής του και η παραπάνω παράλειψή του δικαστή δεν ήταν αφ’εαυτής επαρκής για να οδηγήσει στην παραπάνω παραβίαση.
VI. O’ Donell v. Ηνωμένου Βασιλείου[10]
α) Ιστορικό
Ο προσφεύγων είχε ιδιαίτερα χαμηλό δείκτη νοημοσύνης. Στις 13 Οκτωβρίου 2004 βρέθηκε το πτώμα ενός ανθρώπου, με τον οποίο ο προσφεύγων την προηγούμενη ημέρα βρισκόταν μαζί σε δημόσιο χώρο, μαζί με άλλα σοβαρά επιβαρυντικά στοιχεία. Ο προσφεύγων συνελήφθη και εξετάστηκε από τις αστυνομικές αρχές της Ιρλανδίας, όπου έδωσε βιντεοσκοπημένη κατάθεση για όλα τα γεγονότα. Στη συνέχεια εκδόθηκε στην Β. Ιρλανδία. Στην δίκη που ακολούθησε δεν λήφθηκε υπ΄όψιν η προανακριτική κατάθεση του προσφεύγοντος, καθότι κατά την λήψη της κατάθεσης δεν τηρήθηκαν οι κανόνες εξέτασης ατόμων με αναπηρία. Παρά ταύτα το δικαστήριο τον έκρινε κατάλληλο να καταθέσει, όμως αυτός επέλεξε να μην καταθέσει. Παρασχέθηκαν, μάλιστα, αποδείξεις για την αδυναμία του να καταθέσει στην δίκη. Στη συνέχεια ο δικαστής απηύθυνε οδηγία προς τους ενόρκους ότι μπορούσαν να εξαγάγουν συμπεράσματα από την επιλογή του κατηγορούμενου να μην καταθέσει, μόνο όμως προς υποστήριξη των υπαρχόντων επιβαρυντικών στοιχείων. Ο προσφεύγων καταδικάστηκε.
β) Η Απόφαση
Το ΕΔΔΑ ακολούθησε και εδώ σε γενικές γραμμές τις κατευθυντήριες αρχές που είχε θέσει στις προηγούμενες υποθέσεις, τονίζοντας ιδιαίτερα ότι σε περίπτωση που λαμβάνεται υπ΄όψιν η σιωπή του κατηγορουμένου πρέπει να υπάρχουν επαρκείς δικλείδες ασφαλείας. Στην προκειμένη περίπτωση εφαρμόζοντας τις παραπάνω αρχές έλαβε υπόψη κυρίως τα εξής:
- Υπήρχε πλήθος επιβαρυντικών στοιχείων εις βάρος του προσφεύγοντος.
- Ο δικαστής εξήγησε στους ενόρκους ότι η κατηγορούσα αρχή φέρει το βάρος απόδειξης πέραν κάθε εύλογης αμφιβολίας και ότι μπορούν να βγάλουν συμπεράσματα από την άρνησή του να απαντήσει μόνο αν είναι βέβαιοι ότι οι αποδείξεις που προσκόμισε ο προσφεύγων για να δικαιολογήσει την άρνησή του να καταθέσει δεν αποτελούσαν επαρκή εξήγηση.
Το ΕΔΔΑ λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω κατέληξε στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για μία υπόθεση που απαιτούσε οπωσδήποτε εξηγήσεις από μέρους του προσφεύγοντος και ότι με βάση την κοινή λογική η καταδίκη του δεν μπορεί να βασίστηκε αποκλειστικά ή κυρίως στην άρνησή του να καταθέσει. Ως εκ τούτου έκρινε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ.
Γ. Ανάλυση της νομολογίας του ΕΔΔΑ
Ι. Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Κατά το ΕΔΔΑ το δικαίωμα σιωπής βρίσκεται στον πυρήνα της αρχής της δίκαιης δίκης και έχει ως βασικό σκοπό την προστασία του κατηγορουμένου από τυχόν αθέμιτο εξαναγκασμό εκ μέρους των κρατικών αρχών[11]. Ωστόσο, δεν ορίζει τι αποτελεί ή τι θα μπορούσε να αποτελέσει αθέμιτο εξαναγκασμό. Περιορίζεται μόνο στην επισήμανση ότι αυτό θα κρίνεται εν όψει της κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης[12]. Παρά, λοιπόν, την σημασία που του αποδίδει τονίζει εξ αρχής ότι αυτό δεν είναι απόλυτο και ότι υπό προϋποθέσεις μπορεί να ληφθεί υπ’όψιν εις βάρος του κατηγορουμένου[13]. Για την διαπίστωση της παραβίασης ή μη του άρθρου 6 προβαίνει σε στάθμιση μεταξύ της ανάγκης προστασίας του κατηγορουμένου από τον εξαναγκασμό σε κατάθεση αυτοεπιβαρυντικών στοιχείων και των αποδεικτικών «αναγκών» της κατηγορούσας αρχής για την δίωξη του εκάστοτε εγκλήματος. Η παραπάνω στάθμιση πραγματοποιείται σε στάδια μέσω της εφαρμογής συγκεκριμένων κριτηρίων έτσι, ώστε να διατηρείται η ισορροπία των παραπάνω αντικρουόμενων συμφερόντων.
ΙΙ. Τα κριτήρια παράβασης του άρθρου 6 από την αξιοποίηση της σιωπής του κατηγορουμένου
α) Ο κανόνας “sole or decisive”
Σύμφωνα με το ΕΔΔΑ το όριο προστασίας, έστω σχετικής, του δικαιώματος σιωπής εντοπίζεται στην στήριξη μιας καταδίκης αποκλειστικά ή κυρίως στην σιωπή του κατηγορουμένου[14]. Δηλαδή, η στήριξη μιας καταδίκης αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στην σιωπή του κατηγορουμένου σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας θα οδηγεί πάντοτε σε παραβίαση του άρθρου 6 ΕΣΔΑ. Το πότε μια καταδίκη στηρίζεται κυρίως στην σιωπή του κατηγορουμένου εξαρτάται από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού που στηρίζει την κατηγορία[15]. Στο πλαίσιο αυτό το ΕΔΔΑ εξετάζει την ουσία της υπόθεσης και κυρίως την αποδεικτική διαδικασία για να διαπιστώσει όχι μόνο τη βαρύτητα των λοιπών αποδεικτικών μέσων, αλλά και τους συλλογισμούς του δικαστηρίου κατά την αξιολόγηση των αποδείξεων, ώστε να διακριβώσει αν η καταδίκη βασίστηκε κυρίως ή όχι στην σιωπή του κατηγορουμένου[16]. Επομένως, αν υπό τις συνθήκες μιας συγκεκριμένης υπόθεσης δεν μπορεί να διαγνωσθεί ο βαθμός αξιοποίησης της σιωπής και η βαρύτητα που έδωσαν σε αυτή τα εθνικά δικαστήρια, πρέπει το Δικαστήριο να αποφαίνεται υπέρ της παραβίασης του άρθρου 6[17].
β) Οι περιστάσεις «απαιτούν» εξηγήσεις του κατηγορουμένου
Στον αντίποδα του παραπάνω κριτηρίου βρίσκεται η θέση του Δικαστηρίου ότι η σιωπή του κατηγορουμένου μπορεί να λαμβάνεται υπ’όψιν όταν οι περιστάσεις το απαιτούν και κυρίως όταν το βάρος και η πειστικότητα των επιβαρυντικών στοιχείων απαιτούν μια εξήγηση από τον κατηγορούμενο[18]. Το κριτήριο αυτό μπορεί σχηματικά να αποδοθεί ως εξής:
- Όταν τα αποδεικτικά στοιχεία πιθανολογούν σφόδρα την ενοχή του κατηγορουμένου, τότε μπορεί να ληφθεί υπόψη η σιωπή του[19]. Όταν αντίθετα ο βαθμός πιθανολόγησης είναι χαμηλός, η σιωπή δεν μπορεί να ληφθεί υπ΄όψιν για την θεμελίωση της ενοχής του.
-Τότε θα ενέπιπτε επιπλέον στην απαγόρευση του προαναφερόμενου κριτηρίου, αφού η σιωπή του θα αξιοποιείτο «κυρίως» για την στήριξη της καταδίκης. Άλλωστε, η αξιοποίηση της σιωπής χωρίς να έχει θεμελιωθεί αποδεικτικά, έστω prima facie, η κατηγορία μεταθέτει το βάρος απόδειξης στον κατηγορούμενο και ως εκ τούτου παραβιάζει το τεκμήριο αθωότητας[20].
Πέραν αυτών το ΕΔΔΑ δίδει ιδιαίτερη σημασία στην παροχή εκ μέρους του κατηγορουμένου εξηγήσεων σχετικά με τον λόγο άσκησης του δικαιώματος σιωπής[21]. Η θέση αυτή, όμως, φαίνεται να έχει σημασία μόνο εν όψει του συγκεκριμένου νομικού συστήματος που αφορούν οι αποφάσεις αυτές και δεν επέχει θέσει γενικού κριτηρίου.
γ) Αντισταθμιστικές εγγυήσεις
Το σημαντικότερο ίσως κριτήριο που χρησιμοποιεί το ΕΔΔΑ για την διάγνωση της παραβίασης ή μη του άρθρου 6, σε περίπτωση που η σιωπή έχει ήδη αξιοποιηθεί στην ποινική διαδικασία, είναι οι αντισταθμιστικές εγγυήσεις που προβλέπονται στην νομοθεσία κάθε έννομης τάξης, τα θεσμικά δηλαδή αντίβαρα που καλούνται να εξισορροπήσουν και να διασφαλίσουν την δικαιότητα της δίκης[22]. Στο πλαίσιο αυτό έχει κριθεί ως επαρκές αντιστάθμισμα η παρουσία συνηγόρου υπεράσπισης[23], η διεξαγωγή της δίκης ενώπιον έμπειρου, επαγγελματία δικαστή[24], η παροχή εκ μέρους του διευθύνοντος την δίκη δικαστή κατάλληλων οδηγιών στους ενόρκους[25], η προειδοποίηση του υπόπτου για τις νομικές συνέπειες της σιωπής του[26], η υποχρέωση αιτιολόγησης της απόφασης του δικαστή να εξαγάγει αρνητικά συμπεράσματα από τη σιωπή του κατηγορουμένου, καθώς και η δυνατότητα ελέγχου της παραπάνω κρίσης από ανώτερο δικαστήριο[27].
ΙΙΙ. Η νομολογία του ΕΔΔΑ ως «παράδειγμα» θέσπισης κανόνων απόδειξης
σε σχέση με την αξιοποίηση της σιωπής του κατηγορουμένου
Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ, το Δικαστήριο δεν θέτει κανόνες ως προς την παραδεκτή αξιοποίηση αποδεικτικών μέσων ενώπιων των εθνικών δικαστηρίων, καθότι αυτό αποτελεί αποκλειστικά αντικείμενο ρύθμισης της εσωτερικής νομοθεσίας εκάστου κράτους[28]. Δεν εξετάζει, δηλαδή, αν συγκεκριμένα είδη ή κατηγορίες παρανόμων –εν ευρεία εννοία- αποδεικτικών μέσων χρησιμοποιούνται παραδεκτά ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, αλλά μόνο αν διατηρήθηκε συνολικά ο δίκαιος χαρακτήρας της δίκης[29]. Στο πλαίσιο αυτό εξετάζει μεταξύ άλλων τον τρόπο που κτήθηκαν τα αποδεικτικά μέσα, τη φύση των παραβάσεων της νομοθεσίας εκάστης έννομης τάξης, αν οι παραβιάσεις αυτές προσβάλλουν δικαιώματα του κατηγορουμένου και κυρίως αν προσβάλλουν δικαιώματα κατοχυρωμένα στην ΕΣΔΑ[30].
Ωστόσο, όσον αφορά σε ορισμένες κατηγορίες αποδεικτικών μέσων, το ΕΔΔΑ προβαίνει στην υιοθέτηση συγκεκριμένων κανόνων βάσει των οποίων αποφαίνεται για την παραβίαση ή μη δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στην ΕΣΔΑ σε περίπτωση που αξιοποιηθούν από τα εθνικά δικαστήρια[31]. Οι κανόνες αυτοί ορίζουν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ένα αποδεικτικό μέσο νομίμως λαμβάνεται υπ΄όψιν από τα εθνικά δικαστήρια -υπό την έποψη της ΕΣΔΑ-, χωρίς να συνεπάγεται δηλαδή παραβίαση των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται σε αυτή. Εισάγει, δηλαδή, έμμεσα κανόνες ως προς αποδεικτική αξιοποίηση των εν λόγω αποδεικτικών μέσων.
Στην παραπάνω κατηγορία μπορεί να ενταχθεί και η υπό ανάλυση περίπτωση, αφού το ΕΔΔΑ έχει αναπτύξει συγκεκριμένα κριτήρια/κανόνες βάσει των οποίων διαπιστώνεται εάν η αποδεικτική αξιοποίηση της σιωπής του κατηγορουμένου ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων γίνεται «παραδεκτώς» ή εάν αντιθέτως συνιστά παραβίαση του άρθρου 6 ΕΣΔΑ. Σύμφωνα με τους παραπάνω κανόνες εξετάζεται σε πρώτο επίπεδο αν η σιωπή του κατηγορουμένου αποτελεί το μοναδικό ή αποφασιστικό για την καταδίκη του αποδεικτικό στοιχείο. Στην περίπτωση που η απάντηση είναι θετική καταφάσκεται ήδη η παράβαση του άρθρου 6 ΕΣΔΑ άνευ άλλου τινός και δεν απαιτείται η εξέταση των άλλων κριτηρίων. Στην περίπτωση που η απάντηση είναι αρνητική το ΕΔΔΑ εξετάζει αν έχει θεμελιωθεί η κατηγορία έστω prima facie και αν επιπλέον οι περιστάσεις απαιτούν από μέρους του κατηγορουμένου εξηγήσεις. Αν αυτές οι προϋποθέσεις δεν συντρέχουν τότε δεν είναι δυνατό να ληφθεί υπ΄όψιν η σιωπή του κατηγορουμένου. Αν πάλι συντρέχουν τότε θα πρέπει να συνοδεύονται από κατάλληλες αντισταθμιστικές εγγυήσεις.
ΙV. Συνολική αποτίμηση
Αντικείμενο προβληματισμού αποτελεί η σχετικοποίηση που έχει υποστεί το δικαίωμα σιωπής από το Δικαστήριο, παρά το γεγονός ότι τοποθετείται στον πυρήνα των προϋποθέσεων της δίκαιης δίκης. Η παραπάνω αντιφατική αξιολόγηση συνάδει μεν σε κάποιο βαθμό με τα χαρακτηριστικά της δικαιοδοτικής λειτουργίας του ΕΔΔΑ, καταλήγει όμως σε ουσιαστική απονοηματοδότηση του υπό ανάλυση δικαιώματος, το οποίο αδυνατεί να επιτελέσει αποτελεσματικά το ρόλο για τον οποίο προορίζεται, την προστασία δηλαδή του πολίτη από την αυθαιρεσία των διωκτικών αρχών[32]. Αυτό οφείλεται όχι τόσο στην στάθμιση ως μέθοδο, αλλά στην χρησιμοποίηση ασαφών και αντιφατικών κριτηρίων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αντιφατικού κριτηρίου είναι το παρακάτω:
Σύμφωνα με το ΕΔΔΑ ένα δικαστήριο μπορεί να εξάγει δυσμενή για τον κατηγορούμενο συμπεράσματα από τη σιωπή του, όταν οι συνθήκες ξεκάθαρα επιβάλλουν κάποια εξήγηση. Από την άλλη πλευρά, όμως, η σιωπή του κατηγορουμένου δεν μπορεί να αποτελέσει την αποκλειστική ή κύρια βάση μιας καταδίκης. Η παραπάνω προσέγγιση ενέχει ενδείξεις παραδοξολογίας[33]. Σε περίπτωση που οι αποδείξεις εις βάρος του κατηγορουμένου είναι τόσο ισχυρές ώστε να απαιτούνται κατά τα ανωτέρω εξηγήσεις, τότε δεν είναι πράγματι αναγκαίο να προσφύγει το δικαστήριο στην αξιοποίηση της σιωπής του. Αν από την άλλη πλευρά οι αποδείξεις που στηρίζουν την κατηγορία δεν είναι επαρκείς, με αποτέλεσμα η αξιοποίηση της σιωπής να είναι πράγματι αναγκαία, τότε η τυχόν υπέρβαση των αποδεικτικών δυσχερειών με την αξιοποίηση της σιωπής θα κατέλυε τον δίκαιο χαρακτήρα της δίκης, διότι η σιωπή θα αποτελούσε το αποφασιστικό για την καταδίκη του αποδεικτικό μέσο.
Πρέπει, τέλος, να αναφερθεί ότι το Δικαστήριο στις παραπάνω αποφάσεις αποφεύγει να εξετάσει το δικαίωμα σιωπής υπό το πρίσμα του τεκμηρίου αθωότητας, παρά το γεγονός ότι έχει ήδη κρίνει στο πλαίσιο άλλων αποφάσεων ότι η δικαιολογητική βάση του δικαιώματος σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης εντοπίζεται εν μέρει και στην παρ. 2 του άρ. 6 ΕΣΔΑ[34]. Έτσι, όταν συνάγονται ενδείξεις για την ενοχή του κατηγορούμενου από το γεγονός ότι δεν απάντησε σε ερωτήσεις, που του τέθηκαν[35], μετατίθεται de facto το «βάρος απόδειξης» από την κατηγορούσα αρχή στον κατηγορούμενο[36]. Με τον τρόπο αυτό αποδυναμώνεται το τεκμήριο αθωότητας, διότι ο κατηγορούμενος εξαναγκάζεται να συμπράξει στην ποινική διαδικασία εις βάρος του για να μην θεωρηθεί η σιωπή ως ένδειξη ενοχής[37].
Ενόψει των ανωτέρω θα ήταν ορθότερο να αντιμετωπίζεται το δικαίωμα σιωπής ως απόλυτο δικαίωμα[38]. Ακόμα, όμως και αν θεωρήσουμε δέον να απολαμβάνει σχετικής προστασίας, οι περιορισμοί που τυχόν επιβάλλονται πρέπει να αποτελούν την εξαίρεση στον κανόνα, να είναι αντικείμενο ισχυρής δικαιολόγησης και να επιτρέπονται μόνο –τουλάχιστον- υπό τις εξής τρεις προϋποθέσεις[39]:
- Οι εγγυήσεις που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο πρέπει να είναι επαρκείς και να διασφαλίζουν την ισότητα των όπλων ή άλλα θεμελιώδη δικαιώματα.
- Οι περιορισμοί που επιβάλλονται πρέπει να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας.
- Η σιωπή να λαμβάνεται υπ΄όψιν μόνο ως προς την αξιολόγηση του αποδεικτικού βάρους και της αξιοπιστίας των ήδη υπαρχουσών αποδεικτικών στοιχείων με βάση τους κανόνες της λογικής και της κοινής πείρας και όχι ως αυτοτελές αποδεικτικό μέσο.
Δ. Η επίδραση της νομολογίας του ΕΔΔΑ στην ελληνική έννομη τάξη
Ο σκοπός του άρθρου 6 και της λειτουργίας του ΕΔΔΑ εν γένει δεν είναι η διαφύλαξη των νομικών παραδόσεων της κάθε χώρας αλλά η κατοχύρωση ενός κοινού επιπέδου ελάχιστης προστασίας ορισμένων δικαιωμάτων σε όλα τα νομικά συστήματα των συμβαλλόμενων κρατών[40]. Η προστασία που παρέχει το ΕΔΔΑ δεν εμποδίζει την εκάστοτε εθνική νομοθεσία να προβλέπει υψηλότερα επίπεδα προστασίας των προστατευόμενων δικαιωμάτων. Το ζήτημα, λοιπόν, που τίθεται αφόρα στη σύγκριση μεταξύ του επιπέδου προστασίας που παρέχει το ΕΔΔΑ και του επιπέδου προστασίας που παρέχει η ελληνική έννομη τάξη όσον αφορά στο δικαίωμα σιωπής του κατηγορουμένου. Σύμφωνα με την παραπάνω ανάλυση, το δικαίωμα σιωπής του κατηγορουμένου απολαμβάνει κατά το ΕΔΔΑ σχετικής προστασίας και ως εκ τούτου μπορεί να ληφθεί υπ΄όψιν υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις και κριτήρια ανεξαρτήτως του εάν πρόκειται για ολική[41], προσωρινή[42] ή μερική σιωπή[43][44].
Αντιθέτως, στην ελληνική έννομη τάξη είναι γενικά αναγνωρισμένη η θέση, ότι η ολική σιωπή δεν επιτρέπεται να ληφθεί από το Δικαστήριο υπ΄όψιν ως ένδειξη ενοχής του κατηγορουμένου σε καμία περίπτωση[45]. Το ίδιο ισχύει όσον αφορά και στην προσωρινή σιωπή[46]. Γίνεται, μάλιστα, δεκτό ότι η τυχόν αξιοποίησή της σιωπής του κατηγορουμένου στην ποινική διαδικασία δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα σύμφωνα με το άρθρο 171, παρ. 1 στ. δ’[47], διότι εμπίπτει σε αυτοτελή αποδεικτική απαγόρευση[48], ως προσβάλλουσα θεμελιώδη δικαιώματα του ατόμου[49]. Δεν ισχύει όμως το ίδιο και για την μερική σιωπή. Σε αντίθεση με τις δύο προηγούμενες περιπτώσεις, η κρατούσα γνώμη δέχεται τη δυνατότητα αξιοποίησης της μερικής σιωπής ως ένδειξης ενοχής του κατηγορουμένου[50].
Εδώ, θα μπορούσε να είναι πράγματι σημαντική η συμβολή του ΕΔΔΑ. Τα νομικά συστήματα των χωρών που εκτιμούν ελεύθερα τα αποδεικτικά μέσα δεν παρέχουν επαρκείς εγγυήσεις για την έλλογη και δικαιοκρατική αξιοποίηση της μερικής σιωπής χωρίς ταυτόχρονα να υπάρχει κίνδυνος αυθαιρεσιών εις βάρος του κατηγορουμένου[51]. Αντιθέτως, το ΕΔΔΑ αναπτύσσει ένα σύστημα σταθμίσεων, το οποίο παρά την κριτική που του ασκήθηκε ανωτέρω είναι ορθολογικό ως προς την σύλληψη και την μεθοδολογία του, καθιστά ευχερέστερο τον έλεγχο της δικαιοδοτικής κρίσης και αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην παροχή εγγυήσεων αντισταθμιστικών του περιορισμού που υφίσταται το δικαίωμα σιωπής του κατηγορουμένου[52], χωρίς τις οποίες είναι αδύνατη η ορθολογική και δικαιοκρατική αξιοποίηση της μερικής σιωπής του κατηγορουμένου στην ποινική δίκη.
[1] Βλ. Ανδρουλάκη, σε: ΕΣΔΑ & Ποινικό Δίκαιο (Επιμ. Κοτσαλή), σ. 429, με περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία του ΕΔΔΑ.
[2] Πρβλ. Griffin v. California 3800 US, 614 (1965).
[3] Απόφαση της 8-2-1996, John Murray v. UK.
[4] Βλ. Σταύρο, Παρατηρήσεις στην Απόφαση της 8-2-1996, John Myrray v. UK, ΠοινΧρ ΜΣΤ’, σ. 1532 επ.
[5] Απόφαση της 6-9-2000, Averill v. UK.
[6] Λ.χ. ο κατηγορούμενος ασκεί το δικαίωμα σιωπής στην προδικασία ή σε ένα στάδιο της προδικασίας, ενώ αντίθετα καταθέτει στην κύρια διαδικασία ή σε ένα άλλο στάδιο της προδικασίας αντιστοίχως.
[7] Απόφαση της 2-5-2000, Condron v. UK.
[8] Απόφαση της 8-10-2002, Beckles v. UK.
[9] Απόφαση της 20-5-2010, Adetoro v. UK.
[10] Απόφαση της 7-5-2015, O’Donnell v. UK.
[11] Βλ. Murray, όπ. π., σκ. 45.
[12] Βλ. Murray, όπ. π., σκ. 46, Condron, όπ. π., σκ. 56, Adetoro, όπ. π., σκ. 49.
[13] Βλ. Murray, οπ. π. σκ. 47, Adetoro, όπ. π., σκ. 47, Condron, όπ. π., σκ. 56, Beckles, όπ. π., σκ. 57.
[14] Βλ. Murray, όπ. π., σκ. 47, Adetoro, όπ. π., σκ. 48.
[15] Βλ. O’ Donnell, όπ. π., σκ. 54.
[16] Βλ. Adetoro, όπ. π., σκ. 54, Condron, όπ. π., σκ. 56.
[17] Βλ. Beckles, όπ. π., σκ. 65
[18] Βλ. Murray, όπ. π., σκ. 47, O’ Donnell, όπ. π., σκ. 54.
[19] Βλ. Murray, όπ. π., σκ. 51.
[20] Βλ. Telfner, όπ. π., σκ. 18.
[21] Βλ. Beckles, όπ. π., σκ. 62, 64, Condron, όπ. π., σκ. 61, Adetoro, σκ. 54.
[22] Βλ. O ‘ Donnell, όπ. π., σκ. 51, Condron, όπ. π., σκ. 60.
[23] Βλ. Condron, όπ. π., σκ. 60, Averill, όπ. π., σκ. 59.
[24] Βλ. Murray, όπ. π., σκ. 51.
[25] Βλ. O ‘ Donnell, όπ. π., σκ. 56-57.
[26] Βλ. Murray, όπ. π.
[27] Βλ. Murray, όπ. π.
[28] Βλ. Ενδεικτικά Gäfgen v. Germany απόφαση της 1ης-6-2010, Schenk v. Switzerland, απόφαση της 12ης-7-1988, παρ. 45-46, Teixeira de Castro v. Portugal, απόφαση της 9ης-6-1998, πρ. 34, Heglas v. the Czech Republic, απόφαση της 1ης-3-2007, παρ. 84
[29] Βλ. Gäfgen, όπ. π., παρ. 162.
[30] Βλ. Khan v. the United Kingdom, απόφαση της 12ης-05-2000, P.G. and J.H. v. the United Kingdom, απόφαση της 25ης-09-200, Allan v. the United Kingdom, απόφαση της 5ης-11-2002.
[31] Βλ. λ.χ. Schatschaschwili v. Germany, απόφαση της 15ης-12-2015, Al-Khawaja and Tahery v. the United Kingdom, απόφαση της 15ης-12-2015, με τις οποίες τίθενται οι κανόνες αξιοποίησης των ανέλεγκτων μαρτυρικών καταθέσεων.
[32] Βλ. Partly concurring and partly dissenting opinion of Judge Lucaides, Averill v. UK, όπ. π.
[33] Βλ. Concurring opinion of Judge Wojtyczek, O’ Donnell v. UK, όπ. π.
[34] Βλ. Ανδρουλάκη, όπ. π., Τσόλκα, Το δικαίωμα σε μη αυτοενοχοποίηση και το τεκμήριο αθωότητας, ΠοινΧρ ΝΔ’, σ. 100 επ., Αλεξιάδη, Το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου, ΕΕΕυρΔ, 1986, σ. 52
[35] Βλ. Telfner κατά Αυστρίας, απόφαση της 20-03-2001.
[36] Βλ. Concurring opinion of Judge Wojtyczek, O’ Donnell v. UK, όπ. π., Ανδρουλάκη, όπ. π.
[37] Βλ. Ανδρουλάκη, όπ. π., σ. 429-430.
[38] Βλ. Partly concurring and partly dissenting opinion of Judge Lucaides, Averill v. UK, όπ. π.
[39] Βλ. Concurring opinion of Judge Wojtyczek, O’ Donnell v. UK, όπ. π.
[40] Βλ. Σταύρο, Παρατηρήσεις στην Απόφαση της 8-2-1996, John Myrray v. UK, ΠοινΧρ ΜΣΤ’, σ. 1536.
[41] Ως ολική σιωπή νοείται το δικαίωμα του κατηγορουμένου να σιωπά σε όλα τα στάδια της ποινικής δίκης ή να περιορίζεται σε γενικές δηλώσεις.
[42] Η προσωρινή σιωπή αφορά στις περιπτώσεις εκείνες που ο κατηγορούμενος ακολουθεί διαφορετική υπερασπιστική συμπεριφορά στα διάφορα στάδια της ποινικής διαδικασίας.
[43] Για μερική σιωπή γίνεται λόγος όταν ο κατηγορούμενος κατά τη διάρκεια της εξέτασής του απαντά σε ορισμένα σημεία της κατηγορίας, ενώ αρνείται να δώσει απαντήσεις σε άλλα ή απαντά σε αυτά ελλιπώς
[44] Βλ. Murray, όπ. π., ως παράδειγμα ολικής σιωπής του κατηγορουμένου, Condron, όπ. π., Beckles, όπ. π. και Adetoro, όπ. π., ως παράδειγμα προσωρινής σιωπής του κατηγορουμένου και Averill, όπ. π., ως παράδειγμα μερικής σιωπής του κατηγορουμένου.
[45] Βλ. Καρρά, όπ. π., σ. 398, Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις Έννοιες της Ποινικής Δίκης, 3η έκδοση, σ. 75 επ. Έτσι και Schneider, Zur strafprozessualen Verwertbarkeit des Schweigens von Beschuldigten, NStZ 2/2017, σ. 74 με περαιτέρω παραπομπές σε θεωρία και νομολογία.
[46] Βλ. Καρρά, όπ. π., σ. 399, Δαλακούρα όπ. π., με εκτεταμένη επιχειρηματολογία και περαιτέρω παραπομπές σε θεωρία και νομολογία. Βλ. για το ζήτημα και Schneider, όπ. π., σ. 75, ο οποίος θεωρεί ότι η προσωρινή σιωπή μπορεί να επηρεάσει την αποδεικτική «αξία» των οψιγενών ισχυρισμών του κατηγορουμένου.
[47] Βλ. Καρρά, όπ. π., σ. 398.
[48] Βλ. γενικά, Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινική δίκης, 4η έκδοση, σ. 204 επ.
[49] Βλ. Δαλακούρα, όπ. π., σ. 323.
[50] Βλ. Ανδρουλάκη, όπ. π., Παπαγεωργίου – Γονατά, Το δικαίωμα μερικής σιωπής του κατηγορουμένου, ΠοινΧρ Μ’, σ. 249 και Δαλακούρα, όπ. π., με παράθεση της επιχειρηματολογίας και των δύο απόψεων. Υποστηρίζεται όμως και η αντίθετη άποψη με το σκεπτικό ότι η άρνηση του κατηγορουμένου να συμπράξει με την κατάθεσή του στην εξέλιξη της ποινικής δίκης πλήττει τον πυρήνα του δικαιώματος σιωπής, βλ. σε Δαλακούρα, όπ π., σ. 329. Έτσι η κρατούσα άποψη και στην Γερμανία,βλ. για το ζήτημα Schneider, όπ. π., σ. 75 επ.
[51] Βλ. Σταύρο, όπ. π.
[52] Βλ. Σταύρο , όπ. π.