Μια «ειδική ανακριτική πράξη» χωρίς αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο *
Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
1. Ειδικές ανακριτικές πράξεις είναι, σύμφωνα με έναν ευσύνοπτο ορισμό που έχει διατυπώσει ο Δαλακούρας, οι ειδικά προβλεπόμενες στο νόμο δικονομικές πράξεις, οι οποίες διενεργούνται κατ’ απόλυτη μυστικότητα επί συγκεκριμένων μόνον εγκλημάτων προς υλοποίηση δικονομικών και κυρίως εγκληματοπροληπτικών σκοπών[1]. Ορθώς ο ορισμός αυτός δεν συμπεριλαμβάνει τη σύνδεση των πράξεων αυτών με το οργανωμένο έγκλημα ως απαραίτητο εννοιολογικό συστατικό, καθώς σήμερα η σύνδεση της προβληματικής των ειδικών ανακριτικών πράξεων αποκλειστικά ή κυρίως με το οργανωμένο έγκλημα είναι, καλώς ή κακώς, παρωχημένη με βάση τη νομοθετική εξέλιξη που ακολούθησε το Ν. 2928/2001. Ο νόμος αυτός αποτελεί το κομβικό σημείο για τη σχετική συζήτηση στη χώρα μας, αφού με το άρθρο 6 αυτού, καίτοι δεν εισήχθησαν το πρώτον στην ελληνική νομοθεσία, όμως απαριθμήθηκαν, και δη περιοριστικά, οι ειδικές ανακριτικές πράξεις που ήδη προέβλεπαν διάφοροι ειδικοί ποινικοί νόμοι[2]. Η επιχειρούμενη σύνδεση της συγκεντρωτικής πρόβλεψής τους με την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας (και μόνο) ήταν εξαρχής καταδικασμένη σε αποτυχία. Ήδη ο αείμνηστος Μανωλεδάκης είχε προφητεύσει πριν δεκαεπτά έτη στη γνωστή μονογραφία του «Ασφάλεια και Ελευθερία» τα εξής επ' ευκαιρία της διαφωνίας του για τη συστηματική θέση της νέας τότε διάταξης του άρθρου 253Α ΚΠΔ: «Θα έπρεπε όμως το νέο άρθρο να μπει όχι στην αρχή (μετά το άρθρο 253), αλλά στο τέλος του κεφαλαίου για τις έρευνες (μετά το άρθρο 259, ως 259Α), ακριβώς για να υποδηλωθεί ότι πρόκειται περί ειδικών ανακριτικών πράξεων, ειδικά για τις αξιόποινες πράξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 187 ΠΚ, και όχι γενικών ανακριτικών μεθόδων, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε κάθε ανάκριση οιουδήποτε εγκλήματος. Αυτή η πρόταξη έχει, φοβούμαι, συμβολικό - και προφητικό (;) - χαρακτήρα. Με τις μεγάλες δυνατότητες επέκτασης του αξιοποίνου χώρου κατ' αρ. 187 §1 ΠΚ, όπως διαμορφώθηκε με το ν. 2928/2001, αλλά και τη γνωστή (εγγενή) τάση του δικονομικού νομοθέτη να επεκτείνει με ειδικούς ποινικούς νόμους τις εξαιρετικές ρυθμίσεις και να τις καθιστά τελικά κανόνα (όπως έγινε με τη συρρίκνωση της αρμοδιότητας των μικτών ορκωτών δικαστηρίων), οι «ειδικές» ανακριτικές πράξεις του άρθρου 253Α θα καταστούν σύντομα γενικές και θα εφαρμόζονται σε όλα τα κακουργήματα, ανεξάρτητα αν πρόκειται για εγκληματική οργάνωση του αρ. 187 §1 ΠΚ ή όχι»[3].
2. Η σαγηνευτική γοητεία που ασκεί για τις διωκτικές αρχές η άμεση, δραστική και ευχερής συλλογή αποδεικτικού υλικού ουσιαστικά ξεθώριασε όχι μόνο τη σύνδεσή τους με την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, αλλά και τον χαρακτήρα τους ως ειδικών[4]. Μετά την επέκταση του καταλόγου του άρθρου 253Α με τους Ν. 4198/2013, 4267/2014 και 4443/2016, την προσθήκη του νέου άρθρου 253Β με το Ν. 4254/2014 και τη διαρκή επέκταση του καταλόγου του άρθρου 4 §1 Ν. 2225/1994 ακόμη και σε πλημμελήματα (υπερβαίνοντας ακόμη και τις ανωτέρω απαισιόδοξες προβλέψεις του Μανωλεδάκη) αναρωτιέται κανείς τι σημασία έχει πλέον ο επιθετικός προσδιορισμός ειδικές[5]. Η μόνη σημασία που (μπορεί να) του έχει απομείνει σήμερα είναι ότι, πάντως, απαιτείται μια ειδική νομοθετική πρόβλεψη για να διεξαχθεί η συγκεκριμένη ανακριτική πράξη σε συγκεκριμένα εγκλήματα, τα οποία προσδιορίζονται αντικειμενικά, με αναφορά της νομοθετικής τους τυποποίησης, ή υποκειμενικά, με αναφορά στο πρόσωπο του δράστη τους, αδιαφόρως όμως της σοβαρότητάς τους (αφού ήδη λ.χ. η άρση του απορρήτου έχει επεκταθεί σε μεγάλο βαθμό και σε πλημμελήματα, όπως αναφέρθηκε)[6]. Πράγματι, η καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος υπήρξε εντέλει μόνο μια αφορμή για την αλλαγή όψης της ποινικής δικονομίας[7] και όχι το αναγκαίο εννοιολογικό προαπαιτούμενο των ειδικών ανακριτικών πράξεων (διά του οποίου θα περιοριζόταν ικανοποιητικά και το βεληνεκές τους), όπως ενδεχομένως επιθυμούσαν οι εμπνευστές του Ν. 2928/2001[8].
3. Κατά τον Ν. Ανδρουλάκη πάνω ακριβώς στον ποινικό χαρακτήρα του ποινικού δικονομικού δικαίου θεμελιώνεται η ισχύς των δύο αρχών που πρέπει να διέπουν ιδίως τις πράξεις δικονομικού καταναγκασμού και εν γένει τις επαχθείς για τον κατηγορούμενο πράξεις: της αρχής της αναλογικότητας και της αρχής του προσήκοντος βαθμού υπονοίας ή δύναμης των ενδείξεων[9]. Ο αυξημένος βαθμός τήρησης των δύο αυτών αρχών συμπίπτει με τις δύο ουσιαστικές προϋποθέσεις των ειδικών ανακριτικών πράξεων που προβλέπει το άρθρο 253Α του ΚΠΔ, το οποίο εισήχθη στον ΚΠΔ με το άρθρο 6 του Ν. 2928/2001[10]. Ωστόσο οι αυξημένες απαιτήσεις τήρησης των αρχών αυτών που προβλέπονται ως αντίβαρο αφενός στον ιδιαίτερα επαχθή χαρακτήρα όχι μόνο για τον κατηγορούμενο ή τον ύποπτο, αλλά και για τρίτους, και αφετέρου στην μυστικότητά τους, που κατ' ανάγκην αποκλείει την αποτελεσματική υπεράσπιση στο πλαίσιο άσκησης του δικαιώματος προηγούμενης δικαστικής ακρόασης[11], είναι εντέλει γράμμα κενό, αν δεν συντρέχει η διαδικαστική εγγύηση: Ο αποτελεσματικός δικαστικός έλεγχος της τήρησής τους[12]. Στο παρόν θα γίνει προσπάθεια να εξεταστεί αυτή η προβληματική που θέτει η σύγχρονη συγκυρία επ' ευκαιρία ενός σήμερα ιδιαίτερα διαδεδομένου επαχθούς μέτρου δικονομικού καταναγκασμού, το οποίο φαίνεται να συγκεντρώνει τα ανωτέρω χαρακτηριστικά των σύγχρονων «ειδικών ανακριτικών πράξεων» (υπό την ανωτέρω απαλλαγμένη από το «στίγμα» της καταπολέμησης του οργανωμένου εγκλήματος έννοια), αφού, πρώτον, βασίζεται σε μια ειδική νομοθετική πρόβλεψη, δυνάμει της οποίας το μέτρο επιβάλλεται σε συγκεκριμένα εγκλήματα, τα οποία προσδιορίζονται αντικειμενικά, με αναφορά της νομοθετικής τους τυποποίησης στο άρθρο 17Α §§ 3,8 Ν. 2523/1997· δεύτερον, επιβάλλεται στον ύποπτο (φοροδιαφυγής) χωρίς προηγούμενη ακρόαση (δηλαδή την πληροφορείται πάντοτε εκ των υστέρων και μετά την ολοκλήρωσή της) και ως επιστέγασμα μιας προηγηθείσας μυστικής διερεύνησης όλων των περιουσιακών στοιχείων του (μάλιστα στην περίπτωση των τραπεζικών λογαριασμών η επεξεργασία των στοιχείων γίνεται πλέον αυτοματοποιημένα με ειδικό λογισμικό που κατέχει η Α.Α.Δ.Ε.)· και τρίτον, θίγει με ιδιαίτερα επαχθή τρόπο και τρίτους - αμέτοχους στην ερευνώμενη πράξη (π.χ. τους συνδικαιούχους τραπεζικών λογαριασμών του ύποπτου). Πρόκειται για τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων με διάταξη του Οικονομικού Εισαγγελέα.
Β. Η ΑΠΟΥΣΙΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ ΔΕΣΜΕΥΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 17Α § 8 Ν. 2523/1997
Ι. Η δέσμευση περιουσιακών στοιχείων από τον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ως «ειδική ανακριτική πράξη» και οι κατευθύνσεις ως προς τις προϋποθέσεις αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου της που παρασχέθηκαν από την Ολομέλεια του ΣτΕ
4. Η αποτελεσματικότητα του δικαστικού ελέγχου τήρησης των προϋποθέσεων διεξαγωγής των ειδικών ανακριτικών πράξεων είναι, κατά τη γνώμη μου, το μείζον ζήτημα σήμερα, αφού οι θεωρητικές αναζητήσεις για την εναρμόνιση των ειδικών ανακριτικών πράξεων με τις αρχές του φιλελεύθερου κράτους δικαίου έχουν πια, δεκαεπτά έτη μετά τη θέσπιση του Ν. 2928/2001, απολέσει πολλή από τη λάμψη και τη σημασία τους. Όπως επισημαίνει χαρακτηριστικά ο Λίβος[13]: «Είναι από κάθε άποψη αφόρητο να θίγονται - ενδεχομένως για αρκετό χρονικό διάστημα - θεμελιώδεις ελευθερίες ανεπίληπτων πολιτών, χωρίς να είναι ποτέ δυνατόν να αντιταχθεί σοβαρή άμυνα στο μέτωπο που τείνει να σχηματίζεται όταν ο δικαστικός λειτουργός καθαγιάζει μετά από επιπόλαιο έλεγχο τις έρευνες που ο ανακριτικός υπάλληλος διενεργεί». Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα για να αναπτυχθεί αυτός ο προβληματισμός είναι η σχετικά νέα ανακριτική πράξη της δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων από τον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος σύμφωνα με το άρθρο 17Α § 8 Ν. 2523/1997 και συγκεκριμένα η δυνατότητα που παρασχέθηκε στον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος με το Ν. 4136/2014, να προβαίνει (με αιτιολογημένη διάταξή του) σε δεσμεύσεις τραπεζικών λογαριασμών, του περιεχομένου τραπεζικών θυρίδων και περιουσιακών εν γένει στοιχείων (ακινήτων και κινητών), με σκοπό την διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου, στην περίπτωση που διενεργείται ποινική προκαταρκτική εξέταση για την εξακρίβωση τέλεσης εγκλημάτων της αρμοδιότητάς του.
5. Αυτή θεσπίστηκε ως απόρροια του αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου ενός αντίστοιχου διοικητικού μέτρου από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Η αρμοδιότητα επιβολής της ως άνω δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων κατά το άρθρο 17Α § 8Ν. 2523/1997 παρασχέθηκε, δηλαδή, στον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ως απόρροια ενός αποτελεσματικού συνταγματικού ελέγχου που έλαβε χώρα από το ΣτΕ, και συγκεκριμένα αμέσως μετά την δημοσίευση της υπ' αριθμ. 3316/2014 απόφασης της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία κρίθηκε ότι η ισχύουσα τότε δυνάμει του άρθρου 30 § 5 περ. ε΄ του Ν. 3296/2004 δυνατότητα του Σ.Δ.Ο.Ε. να προβαίνει σε όμοιου τύπου δεσμεύσεις τραπεζικών λογαριασμών και οποιουδήποτε τύπου περιουσιακών στοιχείων, στο πλαίσιο διενεργούμενων από το σώμα αυτό ερευνών που αφορούσαν οικονομικά εγκλήματα ή μεγάλης έκτασης φοροδιαφυγή, ήταν αντισυνταγματική ως συνεπαγόμενη σοβαρό περιορισμό δικαιωμάτων η προστασία των οποίων κατοχυρώνεται από τις διατάξεις των άρθρων 5 § 1 και 17 § 1 του Συντάγματος, ακόμη ως κειμένη εκτός του πλαισίου της συνταγματικής αρχής αναλογικότητας του άρθρου 25 § 1, επιπροσθέτως δε ως προσκρούουσα και στη διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α.[14]. Κατά την Ολομέλεια του ΣτΕ το εν λόγω διοικητικό μέτρο-πρόγονος του ποινικού μέτρου της δέσμευσης του άρθρου 17Α § 8 Ν. 2523/1997 είχε προληπτικό χαρακτήρα και δεν αποτελούσε κύρωση για παράβαση της φορολογικής ή άλλης νομοθεσίας, η δε θέσπισή του αποσκοπούσε στην προστασία του γενικότερου δημοσίου συμφέροντος. Αυτό τον σκοπό εξυπηρετεί ήδη το ποινικό μέτρο της δέσμευσης κατά την άποψη και των υπηρετούντων στην Εισαγγελία Οικονομικού Εγκλήματος[15].
6. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι αυτό ακριβώς το στοιχείο συνηγορεί υπέρ της αυθεντικότητας του συγκεκριμένου μέτρου που προβλέπει σήμερα το άρθρο 17Α § 8 Ν. 2523/1997 ως ειδικής ανακριτικής πράξης, αφού συστατικό στοιχείο του ορισμού της, όπως αναφέρθηκε, είναι η επιδίωξη σκοπών πέραν εκείνων της ανακρίσεως και δη εγκληματοπροληπτικών. Από μία εγγύτερη ματιά προκύπτει όμως ότι ο συγκεκριμένος σκοπός δεν είναι για την ακρίβεια εγκληματοπροληπτικός, όπως λ.χ. η εξάρθρωση της εγκληματικής οργάνωσης, που αναφέρεται στη βιβλιογραφία ως κατεξοχήν σκοπός της ειδικής ανακριτικής πράξης, αλλά εγκληματοαποκαταστατικός - εισπρακτικός. Αποσκοπεί, εκτός από την διασφάλιση των αναγκαίων στοιχείων για την έρευνα, και στην αποκατάσταση της ζημίας του Δημοσίου και έτσι σε μία ιδιόμορφη, καθότι όχι προϊόν της ελεύθερης βούλησης του φορολογουμένου, συνδιαλλαγή δράστη και θύματος ("Täter-Opfer Ausgleich"), με διακύβευμα όμως την οικονομική ελευθερία του πρώτου. Πράγματι, και η Ολομέλεια του ΣτΕ είχε κρίνει με την ως άνω απόφαση ότι η θέσπιση του κατά τη διάταξη του άρθρου 30 § 5 περ. ε΄ του Ν. 3296/2004 μέτρου της δεσμεύσεως των τραπεζικών λογαριασμών και οιουδήποτε είδους περιουσιακών στοιχείων αποσκοπούσε στην «διατήρηση των περιουσιακών στοιχείων του ελεγχομένου προσώπου για να είναι δυνατή η ικανοποίηση των αξιώσεων του Δημοσίου κατ' αυτού σε περίπτωση διαπιστώσεως βάσει του πορίσματος της σχετικής έρευνας της εκ μέρους του τελέσεως της πιθανολογηθείσης παραβάσεως, καθώς επίσης και στη διασφάλιση των αναγκαίων στοιχείων για την έρευνα»[16]. Συνεπώς και μετά την μετάθεση της αρμοδιότητας επιβολής του από τη φορολογική διοίκηση και συγκεκριμένα από το Σ.Δ.Ο.Ε. στον εποπτεύοντα αυτό δικαστικό λειτουργό, ήτοι μετά την υποκατάσταση του διοικητικού μέτρου από την υπό κρίση ειδική ανακριτική πράξη, σαφώς δεν μετέβαλε νομική φύση, αφού, όπως και ο τότε εποπτεύων τον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Παντελής αποδέχτηκε σε σχετική δημοσίευσή του, σκοπός της λήψης του μέτρου (το οποίο μάλιστα ενέταξε στα παραδείγματα θετικής νομοθετικής παρέμβασης στον τομέα του φορολογικού ποινικού δικαίου) είναι η «έμμεση άσκηση πίεσης στους φοροδιαφεύγοντες να τακτοποιήσουν τις φορολογικές τους εκκρεμότητες»[17].
7. Ιδιαίτερη σημασία έχουν εν προκειμένω όμως οι λόγοι για τους οποίους η Ολομέλεια του ΣτΕ έκρινε αντισυνταγματικό το μέτρο, οι οποίοι, ως αναγόμενοι στο Σύνταγμα, δεν μπορεί να θεωρηθούν αυτόχρημα ότι τέθηκαν εκποδών με την απλή μετάθεση της αρμοδιότητας επιβολής του μέτρου σε δικαστικό λειτουργό - εκπρόσωπο της δικαστικής εξουσίας. Το ΣτΕ εν Ολομελεία θεώρησε λοιπόν ότι, εν όψει επεμβάσεως του κοινού νομοθέτη σε συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα, για να είναι συνταγματικό ένα τέτοιο μέτρο πρέπει, πρώτον, «να διαγράφονται οι προϋποθέσεις της δεσμεύσεως των περιουσιακών στοιχείων στον ίδιο τον νόμο κατά τρόπο σαφή και αντικειμενικό, σύμφωνα με τις επιταγές της αρχής του κράτους δικαίου», δεύτερον, «η ρύθμιση να κινείται εντός των ορίων που τάσσει η συνταγματική αρχή της αναλογικότητας» και τρίτον, να υπάρχει «ειδική ρύθμιση της διαδικασίας της επιβολής και της άρσεως της δεσμεύσεως των περιουσιακών στοιχείων, με σχετική νομοθετική πρόβλεψη διαδικαστικών εγγυήσεων, ανάλογων προς τη σοβαρότητα του κατά περίπτωση λαμβανόμενου μέτρου». Ειδικά δε ως προς τη δεύτερη προϋπόθεση το ΣτΕ απαίτησε για τη συνταγματικότητα «περιορισμό ως προς την έκταση των περιουσιακών στοιχείων, τα οποία επιτρέπεται να τίθενται υπό δέσμευση από τη Διοίκηση», και «-κυρίως- ως προς τη χρονική διάρκεια της δεσμεύσεως». Αυτές οι προϋποθέσεις δεν πληρούνται δηλαδή άνευ ετέρου και αυτομάτως λόγω της επιβολής της δέσμευσης από δικαστικό λειτουργό, ιδίως αν έχει λάβει χώρα συνολική δέσμευση της περιουσίας του ελεγχομένου επί μακρό χρονικό διάστημα χωρίς υπαιτιότητά του για την καθυστέρηση της έρευνας, πράγμα που καθιστά το μέτρο δυσανάλογο και συνεπώς μη ανεκτό τον περιορισμό των ατομικών δικαιωμάτων της ιδιοκτησίας-περιουσίας και της οικονομικής ελευθερίας του υπόπτου, όπως θα αναπτυχθεί στη συνέχεια. Με άλλα λόγια: Είναι σαφές ότι η υπέρβαση του συνταγματικώς και υπό της ΕΣΔΑ ανεκτού ορίου όσον αφορά τη χρονική διάρκεια της δέσμευσης και την έκταση των δεσμευόμενων περιουσιακών στοιχείων, πέραν του οποίου (ορίου) η δέσμευση που επεβλήθη καθίσταται ήδη de facto αόριστης διάρκειας και προσιδιάζει σε συνταγματικώς μη ανεκτή γενική δήμευση, δεν εξαρτάται από την ιδιότητα του διατάσσοντος αυτό ως διοικητικού ή δικαστικού οργάνου.
8. Υπό αυτό το πρίσμα πρέπει να εξεταστεί τόσο in abstracto το νομοθετικό έρεισμα επιβολής του μέτρου της δέσμευσης, όσο και η in concreto συνδρομή των ως άνω προϋποθέσεων σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση της έως τώρα επιβολής του, διότι όλες οι ανωτέρω ουσιαστικές και διαδικαστικές εγγυήσεις (ιδίως η δεύτερη προϋπόθεση που έθεσε η Ολομέλεια του ΣτΕ) δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι πληρούνται άνευ ετέρου επειδή μεταβλήθηκε η ιδιότητα του εκδίδοντος την πράξη δέσμευσης, την οποία δεν εκδίδει πλέον ο αρμόδιος υπάλληλος του ΣΔΟΕ, αλλά ο κατά νόμον προϊστάμενός του και εποπτεύων αυτόν και εδρεύων στο ίδιο κτίριο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος.
9. Το θεμελιώδες ερώτημα που τίθεται λοιπόν είναι: Αρκεί η ιδιότητα του εκδίδοντος την πράξη δέσμευσης ως δικαστικού λειτουργού και η δυνατότητα προσφυγής του θιγομένου εκ των υστέρων στο δικαστικό συμβούλιο και συγκεκριμένα στο Συμβούλιο Εφετών (ή πλέον, μετά Ν. 4472/2017, κατά περίπτωση και στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών) για να υπάρχει ο αποτελεσματικός δικαστικός έλεγχος τήρησης των ουσιαστικών προϋποθέσεων λήψης του μέτρου; Η θέση της παρούσας μελέτης είναι ότι η δυνατότητα ουσιαστικού ελέγχου των προϋποθέσεων επιβολής του μέτρου από το Συμβούλιο Εφετών (ή Πλημμελειοδικών) υφίσταται μόνο τύποις, όχι και ουσία, πράγμα που θα επιχειρηθεί να καταδειχθεί στη συνέχεια.
10. Η εξέταση αυτής της κατ' εξοχήν «ανακριτικής» πράξης της αρμοδιότητας του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος για την ανάδειξη του σοβαρού ελλείμματος ουσιαστικού δικαστικού ελέγχου των προϋποθέσεων της επιβολής και ιδίως της διατήρησης του επαχθούς μέτρου δικονομικού καταναγκασμού επί μακρό χρόνο δίδει όμως αφορμή και για ένα γενικότερο προβληματισμό σχετικά με τη θέση και τη λειτουργία του εισαγγελέα στην ποινική προδικασία. Ήδη στην επιστήμη, αλλά και στις προπαρασκευαστικές εργασίες για το νέο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας έχει διαμορφωθεί ισχυρή τάση υπέρ του Εισαγγελέα ως διεξάγοντος την ανάκριση (εν ευρεία εννοία), η οποία έτσι προκρίνει για τον Εισαγγελέα ένα ρόλο περισσότερο «επιχειρησιακό»[18]. Ο Οικονομικός Εισαγγελέας είναι μια μικρογραφία του Εισαγγελέα, όπως τον επιθυμεί η συγκεκριμένη κρατούσα de lege ferenda τάση, αφού έχει υπ' αυτόν ιεραρχικά και δίπλα του χωρικά, στο ίδιο κτίριο, τη δικαστική αστυνομία που τελεί υπό τις εντολές και την εποπτεία του, το Σ.Δ.Ο.Ε., και είναι άκρως «επιχειρησιακός», αφού με τη δύναμη που του δίδει η επιβολή της δέσμευσης στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης, πριν την κίνηση της ποινικής δίωξης, μπορεί ιδίως να κάνει (και κατά κόρον στην πράξη κάνει) ένα ιδιότυπο plea bargaining, ένα «παζάρεμα της δίωξης», διαθέτοντας σε κάποιο βαθμό την κατηγορία[19]. Ωστόσο, έτσι δόθηκε στον Εισαγγελέα ό,τι επιθυμούσε για να γίνει «επιχειρησιακός» και απεμπολήθηκε ο ουσιαστικός δικαστικός έλεγχος επί της ανακριτικής του δραστηριότητας, και ιδίως επί των «ειδικών ανακριτικών» πράξεών του. Μια πρώτη ένδειξη περί αυτού αποτέλεσε η πρόσφατη νομοθετική παρέμβαση με το άρθρο 63 Ν. 4472/19.05.2017, διά της οποίας μετατέθηκε η αρμοδιότητα δικαστικού ελέγχου των διατάξεων δέσμευσης στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, όταν εκδίδονται από επίκουρο οικονομικό εισαγγελέα, πρακτικά δηλαδή στις πλείστες, αν όχι σχεδόν σε όλες, των περιπτώσεων. Η αιτιολογία του νομοθέτη του Ν. 4472/2017 υπήρξε χαρακτηριστική: «Η ρύθµιση αυτή γίνεται για την αποσυµφόρηση του Συµβουλίου Εφετών Αθηνών από έκδοση βουλευµάτων επί διατάξεων που εκδόθηκαν από εισαγγελικούς λειτουργούς που δεν έχουν τον βαθµό που αντιστοιχεί στο Συµβούλιο Εφετών Αθηνών»[20]. Η κίνηση αυτή καταδεικνύει ακριβώς την προσήλωση (και) του νομοθέτη σε ένα προσχηματικό δικαστικό έλεγχο, ο οποίος δεν έχει καμία σχέση με όσα αξίωσε το ΣτΕ για τη συνταγματικότητα οποιασδήποτε τέτοιου είδους επέμβασης στα ατομικά δικαιώματα, πέραν της δικαστικής ιδιότητας του διατάσσοντος αυτή. Η επιβολή ενός μέτρου τόσο δραστικού ως προς τις συνέπειές του λόγω της διείσδυσής του σε πεδίο προστατευόμενο από θεμελιώδη, συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα, όσο το περιέγραψε η Ολομέλεια του ΣτΕ, επιτάσσει ακριβώς το αντίθετο: Όταν ο γενικός προσωρινός αποκλεισμός από την απόλαυση οποιασδήποτε ιδιοκτησίας και περιουσίας, ακόμη και από τη στοιχειώδη άσκηση οικονομικής ελευθερίας και επιχειρηματικής-επαγγελματικής δραστηριότητας (που σε καθεστώς περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων [capital controls] προϋποθέτει οπωσδήποτε δυνατότητα συναλλαγών στο τραπεζικό σύστημα) λαμβάνει χώρα με διάταξη απειρότερου, κατώτερου εισαγγελέα, πρέπει ο δικαστικός έλεγχος να γίνεται (τουλάχιστον) από ανώτερο και κατά τεκμήριο εμπειρότερο δικαστικό συμβούλιο. Έτσι η νομοθετική μεταβολή που έγινε για λόγους πρακτικούς - γραφειοκρατικούς, οι οποίοι πιθανότατα δεν ανάγονται τόσο στην επιβάρυνση του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, αλλά στον υπερβολικό φόρτο για τον ένα και μοναδικό, συγκεκριμένο εισαγγελικό λειτουργό που εισήγαγε μέχρι τούδε όλες ανεξαιρέτως τις υποθέσεις σε αυτό (όπως θα αναφερθεί αναλυτικά κατωτέρω), όξυνε περαιτέρω το ζήτημα της έλλειψης αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου, ο οποίος συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση της συνταγματικότητας της επιβολής του συγκεκριμένου μέτρου.
ΙΙ. Το έλλειμμα ουσιαστικού δικαστικού ελέγχου των προϋποθέσεων της δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων από τον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος
11. Το έλλειμμα δικαιοκρατικού, ουσιαστικού δικαστικού ελέγχου επί των προϋποθέσεων εφαρμογής του μέτρου της δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων από τον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος εντοπίζεται σε τρία σημεία: Πρώτον, στην de facto κενή ουσιαστικού περιεχομένου κρίση του Συμβουλίου Εφετών (κατά το παρελθόν και πλέον) και του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών επί αιτήσεως άρσης της δέσμευσης εντός της προθεσμίας των 30 ημερών. Δεύτερον, στο χρονικώς απεριόριστο της δυνατότητας παράτασης του μέτρου και στην δικαιοκρατικά απαράδεκτη διαδικασία που ακολουθείται γι' αυτή. Και τρίτον, στο γεγονός ότι όλες ανεξαιρέτως οι υποθέσεις εισάγονται στο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με πρόταση του Οικονομικού Εισαγγελέα (και συγκεκριμένα στην πράξη πάντοτε του αναπληρωτή Οικονομικού Εισαγγελέα)[21], ώστε ο επιχειρησιακός Οικονομικός Εισαγγελέας να εμφανίζεται ταυτόχρονα ως ελέγχων και ως ελεγχόμενος. Ειδικότερα:
1. Απουσία ουσιαστικού δικαστικού ελέγχου και ουσιαστική υποβάθμιση του δικαστικού συμβουλίου σε καθήκοντα «δικαστικού διεκπεραιωτή»
12. Λόγω του ελλιπούς νομοθετικού ερείσματος που ισχύει για την έκδοση των συγκεκριμένων διατάξεων από τον Οικονομικό Εισαγγελέα και ιδίως για τον έλεγχό τους από το δικαστικό συμβούλιο, δυστυχώς, η δυνατότητα ουσιαστικού ελέγχου των προϋποθέσεων επιβολής του μέτρου από το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών και (ήδη μετά το Ν. 4472/2017 κατά περίπτωση και) από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών υφίσταται μόνο τύποις, όχι και ουσία. Αρκεί μόνο να παρατεθεί αυτούσια η «ομολογία» της επίκουρης Οικονομικής Εισαγγελέως κ. Μιχαλοπούλου σε σχετική δημοσίευσή της στο νομικό τύπο: «Στους ισχυρισμούς των ελεγχομένων ότι οι πρωτογενείς καταθέσεις τους αφορούν δηλωθέντα και φορολογηθέντα νομίμως εισοδήματα ή ότι το ποσό των πρωτογενών καταθέσεων δεν έχει προσδιορισθεί ορθά, και συνεπώς εκλείπουν οι ενδείξεις ενοχής τέλεσης των διερευνώμενων αδικημάτων, γεγονός που αναγκαία οδηγεί σε άρση της δέσμευσης, η νομολογία του Συμβουλίου απαντά «...οι λόγοι που επέβαλαν τη δέσμευση … εξακολουθούν να υφίστανται, καθ' όσον ο σχετικός έλεγχος της φορολογικής αρχής δεν έχει εισέτι ολοκληρωθεί και επομένως δεν προκύπτει στο παρόν στάδιο η βασιμότητα των ισχυρισμών του προσφεύγοντος...». Η στάση αυτή δικαιολογείται από το στάδιο στο οποίο γίνεται η δέσμευση, αλλά και από το χρόνο κατά τον οποίο ασκείται η προσφυγή έτσι, ο ελεγχόμενος δεν έχει κληθεί σε χορήγηση εξηγήσεων, οπότε ούτε ο ίδιος γνωρίζει επ' ακριβώς ποια πραγματικά περιστατικά καλείται να δικαιολογήσει, ούτε η ελεγκτική αρχή έχει συνυπολογίσει το αποδεικτικό υλικό που διαθέτει ο ελεγχόμενος. Κατ' αποτέλεσμα εν τοις πράγμασι κατά το στάδιο της προσφυγής το Συμβούλιο αδυνατεί να αποφανθεί επί της ουσίας της υποθέσεως και να εκτιμά την ύπαρξη ή μη τόσο των ενδείξεων, όσο και της αναγκαιότητας της δέσμευσης, περιοριζόμενο μόνο σε έναν έλεγχο της «εξωτερικής» νομιμότητας της Διάταξης της δέσμευσης. Βέβαια, ο ελεγχόμενος έχει το δικαίωμα, διαρκούσης της δέσμευσης απρόθεσμα και χωρίς αριθμητικούς περιορισμούς άσκησης του ενδίκου βοηθήματος, να προβαίνει σε αίτηση ενώπιον τόσο του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, όσο και του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών ζητώντας την ανάκληση ή την τροποποίηση της αρχικής Διάταξης δέσμευσης, επικαλούμενος «νέα δεδομένα»»[22].
13. Έτσι ο αρχικός δικαστικός έλεγχος από το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών (εξακολουθεί και μετά το Ν. 4472/2017 να) είναι κενός ουσιαστικού περιεχομένου και ένα δικαστικό όργανο του επιπέδου του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών υποβαθμίζεται στο να ελέγχει π.χ. αν έχει υπογραφή η διάταξη ή αν υπάρχει παραγγελία για προκαταρκτική εξέταση, αφού ουδέν στοιχείο εισάγεται σε αυτό προς κρίση, πλην της προτάσεως του ελεγχομένου Οικονομικού Εισαγγελέα, τον οποίο φυσικά δεν μπορεί να αμφισβητήσει περί της αληθείας των λεγομένων του. Μετά την τροποποίηση του άρθρου 17Α § 8 Ν. 2523/1997 με το Ν. 4472/2017 και την ουσιαστική μετάθεση της αρμοδιότητας (στις πλείστες των περιπτώσεων[23]) στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, η μόνη θετική συνέπεια είναι ότι τουλάχιστον δεν θα «τραυματίζεται» το κύρος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών με το να εκτελεί χρέη διεκπεραιωτή ενός (καθ' ομολογίαν!) κενού οποιουδήποτε ουσιαστικού περιεχομένου ελέγχου. Η μετάθεση δε της αρμοδιότητας δικαστικού ελέγχου των διατάξεων στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, αφού στην πράξη η διάταξη δέσμευσης εκδίδεται πάντοτε από επίκουρο Οικονομικό Εισαγγελέα, αποτελεί έμμεση, κυνική νομοθετική ομολογία ότι ο δικαστικός έλεγχος είναι (ούτως ή άλλως) υποτυπώδης, απλά τυπικός, ώστε δεν χρειάζεται να ασχολείται με αυτόν το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών.
14. Η δε παρεχόμενη δυνατότητα ανάκλησης ή τροποποίησης περιορίζεται επίσης ουσιωδώς από την ανάγκη επίκλησης «νέων στοιχείων». Δεν είναι συνεπώς τυχαίο το εξής σημαντικό στατιστικό στοιχείο που παραθέτει η επίκουρη Οικονομική Εισαγγελέας Μιχαλοπούλου για το πρώτο έτος ισχύος και εφαρμογής της διάταξης[24]: «Η εφαρμογή της παραγράφου 8 του άρθρου 17Α ν. 2523/1997 ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 2015 και μέχρι το τέλος Νοεμβρίου έχουν εκδοθεί 175 Διατάξεις δέσμευσης. Επί αυτών έχουν ασκηθεί 80 προσφυγές ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, και έχουν εκδοθεί αντίστοιχα βουλεύματα. Παράλληλα έχουν ασκηθεί 135 αιτήσεις ανάκλησης ή τροποποίησης των Διατάξεων αυτών ενώπιον του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, με την έκδοση αντίστοιχου αριθμού τροποποιητικών Διατάξεων. Μέχρι σήμερα ούτε διά βουλεύματος ούτε διά τροποιητικής Διάταξης έχει ανακληθεί επιβληθείσα δέσμευση».
15. Το γεγονός ότι ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος εμφανίζεται απολύτως αλάθητος μάλλον συνηγορεί υπέρ του συμπεράσματος ότι υπάρχει απουσία ουσιαστικού δικαστικού ελέγχου των διατάξεών του, καθώς αν πράγματι υπήρχε τέτοιος εισαγγελικός λειτουργός δεν θα υπήρχε και χρεία δικαστικού ελέγχου των πεπραγμένων του[25]. Δεν είναι λοιπόν αλάθητος, αλλά de facto δικαστικά ανεξέλεγκτος. Με αυτό δεν εννοώ φυσικά ότι κανένας από αυτούς, τον οποίων τα περιουσιακά στοιχεία δέσμευσε κατά το παρελθόν και εξακολουθεί να δεσμεύει δεν είναι φοροφυγάς, αλλά δεν μπορεί να είναι και όλοι! Και δη, σε όλη την έκταση των αρχικών υπονοιών, που προκύπτουν συνήθως από καταθέσεις, εμβάσματα και εν γένει πιστωτικές κινήσεις τραπεζικών λογαριασμών του παρελθόντος, ακόμη και του απώτερου (προ 10 και 15 ετών)! Αντίστροφα: Δεν μπορεί η φορολογική διοίκηση να είναι αλάνθαστη και οι έλεγχοί της απολύτως ανεπίληπτοι, μάλλον το αντίθετο διδάσκει η κοινή πείρα, αλλά ήδη και τα σχετικά στατιστικά στοιχεία. Είναι πολύ πρόσφατη η δημοσιοποίηση των σχετικών επίσημων στατιστικών στοιχείων της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, από τα οποία προκύπτει ότι από τις πράξεις προσαύξησης της περιουσίας που καταλογίστηκαν, πριν από τις οποίες ήδη ο Οικονομικός Εισαγγελέας έχει επιβάλει στις πλείστες, αν όχι στο σύνολό τους, και το συγκεκριμένο εδώ εξεταζόμενο μέτρο δικονομικού καταναγκασμού, δικαιώθηκαν κατόπιν προσφυγών στα φορολογικά Δικαστήρια το 70% των προσφευγόντων (από 604 αποφάσεις καταλογιστικές, 440 κρίθηκαν ολικώς ή μερικώς υπέρ των προσφευγόντων), πράγμα που αποδόθηκε, σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, στο ότι έλαβαν χώρα λανθασμένοι υπολογισμοί εκ μέρους των υπαλλήλων της φορολογικής διοίκησης, καθώς και στο ότι έλαβαν χώρα βεβαιώσεις υψηλοτέρων ποσών, γιατί οι ελεγκτικές υπηρεσίες της φορολογικής διοίκησης επεδίωκαν (με αυτό τον πρωτοφανή έκνομο τρόπο!) να επιτύχουν τους στόχους που είχαν τεθεί για τα φορολογικά έσοδα[26].
16. Ο αρχικός δικαστικός έλεγχος είναι λοιπόν πάντα ατελέσφορος, η δε μερική αποδέσμευση αποτελεί ουσιαστικά αποτέλεσμα μιας ιδιόμορφης ποινικής συνδιαλλαγής με τον Οικονομικό Εισαγγελέα, η οποία δεν προβλέπεται πουθενά[27]. Έτσι μπορεί να «τιμωρείται» ο (απλά) ύποπτος (ούτε καν κατηγορούμενος) επί κάποια έτη, διότι δεν υποκύπτει (γιατί μπορεί να μην δύναται οικονομικώς να υποκύψει) σε αυτή την ιδιότυπη οικονομική ομηρεία και πίεση να πληρώσει (ποιο ποσό άραγε, αν δεν έχει ολοκληρωθεί ο φορολογικός έλεγχος και δεν έχουν λάβει χώρα οι καταλογισμοί;), μολονότι η ίδια η φορολογική διοίκηση δεν έχει διαπιστώσει, αν πράγματι οφείλει και σε ποιο ύψος ανέρχεται η τυχόν φορολογική οφειλή[28]. Στην ειδική ανακριτική πράξη της δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων από τον Οικονομικό Εισαγγελέα εντοπίζεται δηλαδή σε οξύτατο βαθμό η αδυναμία που κατατρύχει και την γενική διάταξη του άρθρου 253Α ΚΠΔ, ήτοι ότι χωρίς την ύπαρξη αντιλόγου εκ μέρους του θιγομένου ο εισαγγελέας και ο ανακριτής που εκδίδουν ή αιτούνται τη διάταξη λ.χ. για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών, καθώς και το δικαστικό συμβούλιο είναι σε πολύ σημαντικό βαθμό εξαρτημένοι από τις πληροφορίες και τα δεδομένα που παρουσιάζουν οι αστυνομικές αρχές[29]. Πράγματι εν προκειμένω το δικαστικό όργανο, ήτοι ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος και το Δικαστικό Συμβούλιο, φαίνεται να τελεί σε σχέση απόλυτης εξάρτησης από την ειδική «δικαστική αστυνομία», το Σ.Δ.Ο.Ε., και έχει προφανή και εγγενή δυσκολία να αντιτάξει επιχειρήματα στην εκτίμηση του τελευταίου για την ύπαρξη φοροδιαφυγής και την αναγκαιότητα επιβολής του μέτρου. Τα ως άνω στατιστικά στοιχεία επιβεβαιώνουν λοιπόν την δικαιοπολιτική ανησυχία του Σκανδάμη, ότι «ακόμα και αυτές οι διατάξεις —που αναθέτουν χάριν της εγγυητικής των δικαιωμάτων λειτουργίας— εποπτικά καθήκοντα σε δικαστικούς λειτουργούς (βλ. λ.χ. Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος, Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων, Αντιτρομοκρατική, Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών) δεν είμαστε βέβαιοι ότι εν τέλει συμβάλλουν αποτελεσματικά στον καθολικό έλεγχο των κατασταλτικών οργάνων τα οποία εποπτεύουν ...», καθότι «μεταφέρεται η εντύπωση ότι μάλλον επικυρώνουν τις επιθυμίες της εκτελεστικής εξουσίας, αφήνοντας μετέωρη την απευκταία πιθανότητα να οδηγηθούμε σε σταδιακή υπαλληλοποίηση των εποπτικών ή δικαστικών οργάνων, δηλαδή σε ένα φαινόμενο που αποπειρώμαστε να περιγράψουμε ως «αστυνομικοποίηση της δικαιοσύνης»»[30].
2. Η δικαιοκρατικά απαράδεκτη και αντισυνταγματική δυνατότητα παράτασης της δέσμευσης από το Δικαστικό Συμβούλιο
17. Περαιτέρω, όπως προκύπτει ήδη από τον ανωτέρω συνταγματικό έλεγχο που άσκησε το ΣτΕ στην πρόγονη διάταξη του άρθρου 30 § 5 περ. ε΄ του Ν. 3296/2004, είναι δικαιοκρατικά και συνταγματικά μη ανεκτή η δυνατότητα παράτασης της δέσμευσης, όπως σήμερα ισχύει και εφαρμόζεται, πρωτίστως διότι είναι χρονικά απεριόριστη, και επιπλέον διότι δεν παρέχεται η δυνατότητα στον ύποπτο να εκφράσει τις απόψεις του γι’ αυτή πριν την έκδοση του σχετικού βουλεύματος, ενώ το Συμβούλιο καλείται να αποφασίσει χωρίς γνώση της δικογραφίας μόνον επί ενός εγγράφου αιτήματος της διοίκησης. Το δικαιοκρατικό έλλειμμα της διαδικασίας παράτασης εντοπίζεται ειδικότερα σε τρία επιμέρους σημεία, ένα ουσιαστικό και δύο διαδικαστικά.
2.1. Η έλλειψη ανώτατου χρονικού ορίου για την παράταση της δέσμευσης
18. Το πρώτο σημείο είναι η μη πρόβλεψη στο άρθρο 17Α § 8 Ν. 2523/1997 ανώτατου χρονικού περιορισμού για την παράταση της δέσμευσης και συνεπώς για τη διάρκεια της δέσμευσης, εφόσον αυτή παρατάθηκε πέραν του έτους. Στην πράξη η παράταση λαμβάνει χώρα συνήθως ανά εξάμηνο. Τίποτα δεν εμποδίζει όμως το Συμβούλιο Εφετών ή Πλημμελειοδικών να παρατείνει για μακρότερο χρόνο και, το σημαντικότερο, τίποτα (ενν. σε επίπεδο νομοθετικής πρόβλεψης) δεν εμποδίζει το Συμβούλιο Εφετών ή Πλημμελειοδικών να παρατείνει εσαεί ανά εξάμηνο ή κατά τη βούληση ή κατά τις αυθαίρετες κρίσεις της φορολογικής διοίκησης τη δέσμευση.
19. Είναι λ.χ. χαρακτηριστική η εξής περίπτωση διαδοχικών παρατάσεων δέσμευσης που έφτασε, έτσι, τα δύο και ήμισυ έτη. Μετά την πάροδο του ενός έτους ισχύος της διάταξης δέσμευσης η αρχική παράταση έλαβε χώρα με το υπ' αριθμ. 1974/2015 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών (αδημ.). Εν προκειμένω, ο αναπληρωτής Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος εισήγαγε «το από 3-11-2015 έγγραφο της Ειδικής Γραμματείας Σ.Δ.Ο.Ε. σχετικά με τη δέσμευση τραπεζικών λογαριασμών κλπ.» του υπόπτου φοροδιαφυγής. Η αιτιολογία της παράτασης με βάση το ανωτέρω έγγραφο, την οποία υιοθέτησε και το Συμβούλιο Εφετών, είχε ως εξής: «Όπως προκύπτει από το ως άνω έγγραφο της Ειδικής Γραμματείας του Σ.Δ.Ο.Ε., ο διενεργούμενος σχετικά με το ως άνω πρόσωπο έλεγχος δεν έχει εισέτι περαιωθεί, εξ αιτίας του μεγάλου όγκου των προσκομισθέντων από την ελεγχόμενη στοιχείων και της πολυπλοκότητας της υπόθεσης, καθώς και λόγω των ανακυψάντων προβλημάτων του ελέγχου, λόγω της τροποποίησης του ν. 4336/2015». Μετά το πρώτο εξάμηνο (ήτοι μετά από ενάμιση έτος ποινικής δέσμευσης πάντων των περιουσιακών στοιχείων του υπόπτου) εισήχθη εκ νέου για δεύτερη παράταση η επιβολή του μέτρου της δέσμευσης εις βάρος του, η δε αιτιολογία που παρέθεσε το Συμβούλιο Εφετών, υιοθετώντας πάλι καθ' ολοκληρίαν την πρόταση του αναπληρωτή Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, με το υπ' αριθμ. 1298/2016 βούλευμά του (αδημ.), έγινε, προϊόντος του χρόνου, ακόμη πιο λακωνική: «Όπως προκύπτει από το ως άνω έγγραφο της Α' Δ.Ο.Υ. ΑΘΗΝΩΝ ο διενεργούμενος σχετικά με το ως άνω πρόσωπο έλεγχος δεν έχει εισέτι περαιωθεί, εξ αιτίας του μεγάλου όγκου των προσκομισθέντων από την ελεγχόμενη στοιχείων και της πολυπλοκότητας της υπόθεσης, εκτιμάται δε ότι θα ολοκληρωθεί εντός του επόμενου εξαμήνου». Ωστόσο, ενώ σύμφωνα με το προηγούμενο υπ' αριθμ. 1298/2016 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών ο έλεγχος θα είχε ολοκληρωθεί εντός του (τότε) επόμενου εξαμήνου, με το υπ' αριθμ 162/2017 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών (αδημ.) παρατάθηκε η δέσμευση για ένα ακόμη δεκάμηνο, χωρίς καμία αιτιολογία ουσιαστικά εκ μέρους της διοίκησης: «Όπως προκύπτει από το υπ' αριθ. πρωτ. 2047/9-1-2017 της Α' Δ.Ο.Υ. ΑΘΗΝΩΝ ο διενεργούμενος σχετικά με το ως άνω πρόσωπο έλεγχος δεν έχει εισέτι περαιωθεί, εξ αιτίας του μεγάλου όγκου των προσκομισθέντων από την ελεγχόμενη στοιχείων και της πολυπλοκότητας της υπόθεσης, εκτιμάται δε ότι θα ολοκληρωθεί εντός του επόμενου δεκαμήνου»[31]. Δεν μπορεί όμως η δικαιολόγηση της παράτασης ενός ιδιαζόντως επαχθούς μέτρου να συνίσταται στην άκριτη υιοθέτηση των ισχυρισμών και αιτήσεων της φορολογικής διοίκησης, τις οποίες μάλιστα ο θιγόμενος δεν έχει δυνατότητα να αντικρούσει, αφού δεν καλείται να εκφράσει τις απόψεις του πριν αποφασισθεί η παράταση. Και όλα αυτά, ενώ υποτίθεται (σύμφωνα πάντα με τη σχετική δημοσίευση στο νομικό τύπο της επίκουρης οικονομικής εισαγγελέως): «Ο δε χρόνος της παράτασης, εφ' όσον δεν ορίζεται στο άρθρο 17Α ν. 2523/1997, δεν είναι αυθαίρετος, αλλά ακολουθεί τους χρονικούς περιορισμούς του άρθρου 31 3 ΚΠΔ»[32].
20. Είναι δεδομένο ότι για έναν πολίτη, ο οποίος έχει δεσμευμένο συνεπεία ποινικού μέτρου το σύνολο των περιουσιακών του στοιχείων για άνω του ενός έτους και είναι αποκομμένος από την οικονομική ζωή (μια οικονομική ζωή άρρηκτα συνδεδεμένη πλέον και για τις πιο καθημερινές οικονομικές συναλλαγές με το τραπεζικό σύστημα λόγω των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων που ισχύουν από το θέρος του 2015), είναι πλήρως αδιάφορο, αν η διοίκηση έχει αρκετούς υπαλλήλους ή έχει φόρτο εργασίας ή αν οι υπηρεσίες της ή ο νομοθέτης δεν έχουν ακόμη ξεκαθαρίσει τις αρμοδιότητες μεταξύ των υπηρεσιών της. Όλα αυτά δεν αφορούν κατά κανένα τρόπο την κρίση περί νομιμότητας μιας ανακριτικής έρευνας και δεν μπορούν κατ' ουδένα τρόπο να δικαιολογήσουν τον σοβαρό περιορισμό των ατομικών δικαιωμάτων που απαρίθμησε και η Ολομέλεια του ΣτΕ στην ως άνω απόφασή της ως θιγόμενα από το συγκεκριμένο μέτρο. Είναι προφανές ότι η (συνήθης) αιτιολογία των παρατάσεων του μέτρου, που παρατέθηκε στο ως άνω παράδειγμα, είναι μη νόμιμη και προσχηματική, και δεν στοιχείται με το πνεύμα του άρθρου 139 ΚΠΔ και του άρθρου 93 του Συντάγματος. Είναι δηλαδή προφανές ότι η αιτιολογία αυτή για τη δικαιολόγηση επανειλημμένης παράτασης σοβαρότατης επέμβασης στα ατομικά δικαιώματα, η οποία μάλιστα έδωσε γι' αυτό το λόγο, δηλ. για την μη πρόβλεψη σαφούς χρονικού περιορισμού, την αφορμή στο ΣτΕ, να κηρύξει αντισυνταγματικό το νόμο που προέβλεπε το ίδιο ακριβώς μέτρο προηγουμένως, δεν είναι η ειδική και εμπεριστατωμένη που απαιτεί το Σύνταγμα και ο ΚΠΔ. Συνεπώς η δέσμευση όλης της κινητής και ακίνητης περιουσίας του υπόπτου πέραν του έτους καθίσταται ήδη de facto συνταγματικώς απαράδεκτη γενική δήμευση.
21. Η απουσία πρόβλεψης ανώτατου χρονικού περιορισμού για την παράταση της δέσμευσης, αφού τίποτα, ενν. σε επίπεδο νομοθετικής πρόβλεψης, δεν εμποδίζει το Συμβούλιο Εφετών ή Πλημμελειοδικών να παρατείνει εσαεί και κατά τις διαθέσεις της φορολογικής διοίκησης και του εποπτεύοντος αυτή Οικονομικού Εισαγγελέα τη δέσμευση, καθιστά τον (αρχικό) χρονικό περιορισμό του ενός έτους που αναφέρει η διάταξη του άρθρου 17Α § 8 Ν. 2523/1997 ψευδεπίγραφο· το Συμβούλιο Εφετών (ή Πλημμελειοδικών) μπορεί, δηλαδή, να παρατείνει τη δέσμευση ουσιαστικά για αόριστο χρόνο, και μάλιστα με την επιφανειακή δικαιολογία ότι η φορολογική διοίκηση δεν έχει αρκετούς υπαλλήλους για να περατώσει τον έλεγχο σε εύλογο χρόνο ή ότι δεν έχουν ξεκαθαρίσει οι υπηρεσίες της φορολογικής διοίκησης τις αρμοδιότητές τους μεταξύ τους κλπ. Η δικαιολογία αυτή καθίσταται πραγματικά εξωφρενική, όταν, όπως στην ανωτέρω περίπτωση που παρατέθηκε επί παραδείγματι, τα βουλεύματα του Δικαστικού Συμβουλίου, με τα οποία παρατείνεται διαδοχικά το μέτρο της δέσμευσης δέχονται ότι ο ύποπτος προσκόμισε πάντως στα όργανα της φορολογικής διοίκησης «πληθώρα στοιχείων», τοποθετώντας συνεπώς το γεγονός της μη ολοκλήρωσης της επεξεργασίας και περάτωσής της αποκλειστικά στην σφαίρα επιρροής των οργάνων της φορολογικής διοίκησης που ασκούν τα καθήκοντα ειδικών προανακριτικών υπαλλήλων. Όταν δηλαδή δεν συντρέχει ευθύνη, ούτε καταλογίζεται υπαιτιότητα για την καθυστέρηση του ελέγχου στον ύποπτο, αλλά γίνεται δεκτό ότι η αιτία της καθυστέρησης ανάγεται αποκλειστικά και μόνο στη σφαίρα επιρροής των προανακριτικών υπαλλήλων της φορολογικής διοίκησης, οι οποίοι για αποκλειστικά δικούς τους λόγους δεν έχουν επεξεργαστεί ακόμη τα στοιχεία που έχει προσκομίσει ο ύποπτος, τότε δεν μπορεί η παράταση της δέσμευσης να δικαιολογηθεί σε καμία περίπτωση· διότι δεν μπορεί να επιβαρύνεται ο πολίτης με περιορισμούς συνταγματικά προστατευόμενων δικαιωμάτων του, επειδή οι ειδικοί προανακριτικοί υπάλληλοι είναι ανεπαρκείς σε προσόντα ή σε αριθμό ή επειδή η πολιτεία δεν τους παρέχει την απαραίτητη υλικοτεχνική υποδομή για να ολοκληρώσουν εντός ευλόγου χρόνου τον φορολογικό έλεγχο.
22. Δυστυχώς η ως άνω περίπτωση είναι αντιπροσωπευτική της κρατούσας πρακτικής. Στην πράξη, δηλαδή, την παράταση αιτείται η εποπτευόμενη από τον Οικονομικό Εισαγγελέα φορολογική διοίκηση που εκτελεί χρέη προανακριτικού υπαλλήλου και εισάγεται στο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών από τον αναπληρωτή Οικονομικό Εισαγγελέα. Η παράταση γίνεται πάντα δεκτή, ο δε χρόνος αυτής εξαρτάται από τις διαθέσεις της φορολογικής διοίκησης, η οποία έτσι υποκαθιστά τα δικαστικά όργανα, αφού και πάλι ούτε χρονικό όριο για την παράταση προβλέπεται ούτε μπορεί το Δικαστικό Συμβούλιο να ελέγξει, αν η διοίκηση (το Σ.Δ.Ο.Ε. κλπ) προφασίζεται αδυναμία ολοκλήρωσης του ελέγχου και απλά δεν ασχολείται με την υπόθεση ή, το χειρότερο, αν είναι απλά ανεπαρκής.
23. Ωστόσο, ο εύλογος χρόνος, στον οποίο απαιτεί το άρθρο 6 § 1 ΕΣΔΑ να έχει ολοκληρωθεί η δικαστική διαδικασία, ξεκινά από τη στιγμή που το πρόσωπο «κατηγορήθηκε». Η στιγμή αυτή όμως δεν συμπίπτει με την ημέρα έναρξης της εκδίκασης στο αρμόδιο δικαστήριο, αλλά συνήθως προηγείται αυτής και συμπίπτει είτε με την ημέρα της επίσημης ενημέρωσης του ατόμου από την αρμόδια αρχή ότι υπάρχει υπόνοια ότι τέλεσε ποινικό αδίκημα, είτε με την ημέρα, κατά την οποία η κατάσταση του υπόπτου επηρεάζεται ουσιωδώς ("substantially affected")· τέτοια ουσιώδη επιρροή στην κατάσταση του υπόπτου επί οικονομικών αδικημάτων συνιστά κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ η έκδοση διάταξης περί δέσμευσης των τραπεζικών λογαριασμών του, αφού κατά την ημέρα δέσμευσης τραπεζικών λογαριασμών του υπόπτου η κατάστασή του επηρεάζεται σε βαθμό που ήδη του έχει αποδοθεί «κατηγορία» κατά την έννοια του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ, ώστε η εύλογη προθεσμία που απαιτεί το άρθρο αυτό να αφετηριάζεται από την ημέρα της δέσμευσης[33]. Έχει κριθεί λ.χ. από το ΕΔΔΑ ότι μια προθεσμία τεσσάρων ετών, δύο μηνών και 25 ημερών από την ημέρα της δέσμευσης συνιστά υπέρβαση της εύλογης προθεσμίας που απαιτεί το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ[34]. Κριτήριο για το εύλογο της προθεσμίας συνιστά μεταξύ άλλων η επιμέλεια και η συνέπεια την οποία επιδεικνύουν οι αρχές του κράτους-μέλους της ΕΣΔΑ κατά την ποινική διαδικασία. Έτσι έχει κριθεί από το ΕΔΔΑ ότι αν οι αρχές, χωρίς να συντρέχει υπαιτιότητα του κατηγορουμένου για την καθυστέρηση, κατά την προδικασία δεν επιδεικνύουν επιμέλεια και συνέπεια για την ταχεία διεκπεραίωση της διαδικασίας με τη διατύπωση κατηγοριών και εισαγωγή σε δίκη ή την απαλλαγή του κατηγορουμένου, τούτο συνηγορεί υπέρ της υπέρβασης του ευλόγου χρόνου ολοκλήρωσης της διαδικασίας που απαιτεί η ΕΣΔΑ, ακόμη και σε υποθέσεις που μπορεί να είναι από τη φύση τους περίπλοκες[35].
24. Εξάλλου, στην ελληνική ποινική δικονομική θεωρία αμφισβητείται ιδίως από τον Συμεωνίδη με ισχυρά επιχειρήματα η δυνατότητα επιβολής γενικής κατάσχεσης των περιουσιακών στοιχείων ενός προσώπου, δεδομένου ότι η γενική δήμευση απαγορεύεται από το άρθρο 7 § 3 του Συντάγματος[36]. Έτσι η «γενική δικονομική δέσμευση όλων των ιδιοκτησιακών ή περιουσιακών στοιχείων του κατηγορουμένου, ενόψει απλής πιθανολόγησης σχετικά με την επικείμενη επιβολή δήμευσης σε ορισμένα μόνο από αυτά δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας»[37]. Μέσω της εκάστοτε στάθμισης της αναλογικότητας, η οποία συνιστά το γενικό κριτήριο ελέγχου κάθε μέτρου δικονομικού καταναγκασμού, η δέσμευση μπορεί να καθίσταται δυσανάλογη σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, όταν η έκταση και η διάρκειά της την καθιστά ισοδύναμη με γενική δήμευση. Αυτό ισχύει ιδίως σε διαδικασίες που η συνολική δέσμευση («πάγωμα») τραπεζικών λογαριασμών και κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας διαρκεί επί μακρόν και έχει ως συνέπεια την πλήρη εξουθένωση του κατηγορουμένου ή υπόπτου, πράγμα που την καθιστά ουσιαστικά ισοδύναμη με την συνταγματικά απαγορευμένη γενική δήμευση[38]. Η δικονομική δέσμευση δεν μπορεί δηλαδή να προσλαμβάνει και μάλιστα επί μακρό χρόνο «τέτοια έκταση που να εμποδίζει τελείως ή δυσανάλογα την ομαλή συνέχιση της ζωής του θιγομένου» στο διάστημα αυτό, καθώς εξακολουθεί να ισχύει το τεκμήριο της αθωότητάς του[39]. Συνεπώς θα πρέπει ένα μέρος της περιουσίας του να παραμένει πάντοτε αδέσμευτο, προκειμένου να μπορεί αυτός να καλύψει τις βιοτικές ανάγκες του ανάλογα με το επίπεδο της ζωής του και ιδίως τις ανάγκες και τα έξοδα της υπεράσπισής του[40]. Δεν αποκλείεται λοιπόν η επιβολή δικονομικής δέσμευσης όλων των περιουσιακών στοιχείων του κατηγορουμένου ή υπόπτου «να αξιοποιείται ή να λειτουργεί στην πράξη με τρόπο καταχρηστικό· ακόμη και ως μηχανισμός εξουδετέρωσης «εχθρών» ή πλήρους απενεργοποίησης του δικαιώματος υπεράσπισης»[41]. Έτσι η επιβολή γενικής και αόριστης δέσμευσης, όπως η υπό κρίση δέσμευση κατ' άρθρο 17Α § 8 Ν. 2523/1997 (αλλά και η αντίστοιχη του άρθρου 48 Ν. 3691/2008), θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μόνο για πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, διότι άλλως καθίσταται «μέτρο ασύμβατο με την αρχή της αναλογικότητας ενόψει του ότι δεν μπορεί ουσιαστικά να ελεγχθεί συγκεκριμένα κάθε φορά η αναλογικότητά του»[42].
25. Θετική νομοθετική εξέλιξη προς την κατεύθυνση αυτή υπήρξε η προσθήκη νέας παρ. 6 στο άρθρο 48 Ν. 3691/2008 με το άρθρο 7 § 5 Ν. 4478/2017, κατά την οποία, τα ενδιαφερόμενα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, με αίτησή τους προς την αρχή που αποφάσισε τη δέσμευση ή με την προβλεπόμενη στις παρ. 4 και 5 προσφυγή, μπορούν να ζητούν την αποδέσμευση συγκεκριμένων ποσών, αναγκαίων για την κάλυψη των γενικότερων δαπανών διαβίωσης, συντήρησης ή λειτουργίας τους, των εξόδων για τη νομική τους υποστήριξη και των βασικών εξόδων για τη διατήρηση των δεσμευμένων ως άνω στοιχείων[43]. Ωστόσο, μολονότι θα ανέμενε κανείς μια παρόμοια πρόβλεψη για τη συγγενή δέσμευση από τον Οικονομικό Εισαγγελέα κατά το άρθρο 17Α § 8, η οποία μάλιστα είναι επαχθέστερη, καθώς εκτείνεται σε όλη την περιουσία του υπόπτου και όχι μόνο στην εμπλεκόμενη στη νομιμοποίηση εσόδων, ο νομοθέτης, εντελώς αδικαιολόγητα την παρέλειψε. Θεωρώ συνεπώς ότι η αναλογική εφαρμογή του άρθρου 48 § 6 Ν. 3691/2008 είναι επιβεβλημένη και στις δεσμεύσεις από τον Οικονομικό Εισαγγελέα κατά το άρθρο 17Α § 8 Ν. 2523/1997, όπου κατά μείζονα λόγο συντρέχει η ratio της ως άνω συμπλήρωσης του άρθρου 48 Ν. 3691/2008.
26. Εδώ θα πρέπει να επισημανθούν περαιτέρω και τα εξής, μεταφέροντας και εφαρμόζοντας την πειστική επιχειρηματολογία του Συμεωνίδη για τις κατασχέσεις εν γένει στη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων από τον Οικονομικό Εισαγγελέα: Ο χρονικός παράγοντας και η εκάστοτε χρονική προοπτική κάθε υπόθεσης, όπως λ.χ. η τυχόν καθυστέρηση με υπαιτιότητα των κρατικών οργάνων, επηρεάζει ευθέως και σε μεγάλο βαθμό την δικαστική στάθμιση της αναλογικότητας του δικονομικού μέτρου της δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων. Έτσι η «ίδια η πάροδος του χρόνου διαφοροποιεί σημαντικά τα σταθμιζόμενα μεγέθη», αφού όσο διαρκεί η δέσμευση η ζημία του δικαιούχου της περιουσίας επιτείνεται διαρκώς και καθίσταται υπέρμετρη, όταν υπερβεί ένα εύλογο όριο[44]. Το άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ κατοχυρώνει αυτή την ανάγκη τήρησης ενός ευλόγου χρονικού ορίου σε κάθε πτυχή της ποινικής διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένων των δεσμεύσεων περιουσιακών στοιχείων, καθόσον: «Υπό μονοσήμαντα υποκειμενικό-εγγυητικό πρίσμα, η επιταγή του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ υπαγορεύει την επιτάχυνση της διαδικασίας, σε βάρος της αδράνειας του μηχανισμού απονομής ποινικής δικαιοσύνης και των αδικαιολόγητα άπρακτων χρονικών διαστημάτων που συχνά μεσολαβούν μεταξύ των διαφόρων διαδικαστικών πράξεων της δίκης»[45]. Επομένως μία δέσμευση μπορεί αρχικά να υπακούει στις επιταγές της αρχής της αναλογικότητας, προϊόντος όμως του χρόνου γίνεται κατ' ανάγκην λιγότερο ανάλογη και μπορεί να καταλήξει δυσανάλογη χωρίς κανένα άλλο στοιχείο πλην της παρόδου του χρόνου, αν η διαδικασία εξακολουθεί να μένει στάσιμη ή κινείται με πολύ αργούς ρυθμούς με υπαιτιότητα των ανακριτικών αρχών.
2.2. Η έλλειψη δικαστικής ακρόασης πριν την παράταση της δέσμευσης
27. Το δεύτερο επιμέρους σημείο είναι διαδικαστικού χαρακτήρα και αφορά την έλλειψη δικαστικής ακρόασης πριν την παράταση της δέσμευσης. Η αρχή της δικαστικής ακρόασης κατοχυρώνει ακριβώς «το δικαίωμα που έχει κάθε πολίτης να μην εκδίδεται οποιαδήποτε (υπό ευρεία έννοια) δικαστική απόφαση (ή να μην ενεργείται άλλη δικονομική πράξη) που θίγει κατά τρόπον άμεσο τα συμφέροντά του, εφόσον δεν του δόθηκε προηγουμένως η ευχέρεια να εκφράσει τις απόψεις του και να ακουσθεί, ιδίως επί των πραγματικών δεδομένων, στα οποία στηρίζεται η απόφαση»[46]. Με το δικαίωμα ακρόασης στην ποινική δίκη συνδέεται άρρηκτα και κατά λογική αναγκαιότητα και το δικαίωμα κλήτευσης, η δε προσβολή του ισοδυναμεί με προσβολή του δικαιώματος ακρόασης[47]. Από το ως άνω δικαίωμα δικαστικής προστασίας που κατοχυρώνει το άρθρο 20 § 1 του Συντάγματος και ισχύει φυσικά για όλα τα μέτρα δικονομικής δέσμευσης περιουσίας και ιδιοκτησίας[48] προκύπτει ότι ο ύποπτος ή κατηγορούμενος πρέπει αφενός να έχει πρόσβαση και στο δικαστικό συμβούλιο κάθε φορά που αυτό αποφασίζει αυτεπαγγέλτως για ζήτημα δέσμευσης, το οποίο ανήκει στη δικαιοδοσία του, αφετέρου, όταν λαμβάνονται οποιαδήποτε δικονομικά μέτρα κατά της περιουσίας ή της ιδιοκτησίας του να διαθέτει καθ' όλη τη διάρκεια αυτής αποτελεσματικά ένδικα βοηθήματα και μέσα, προκειμένου να μπορεί να τα προστατεύσει επαρκώς[49]. Οι εγγυήσεις του άρθρου 6 § 3 ΕΣΔΑ, που κατοχυρώνουν το δικαίωμα στην αποτελεσματική υπεράσπιση, ισχύουν φυσικά και στο στάδιο της προδικασίας, συμπεριλαμβανομένης της προκαταρκτικής εξέτασης[50]. Η προστασία του άρθρου 6 ΕΣΔΑ ξεκινά και πριν την κίνηση της ποινικής δίωξης σε περίπτωση λήψης μέτρων που έχουν «σημαντικές επιπτώσεις στην κατάσταση του υπόπτου», όπως οι έρευνες[51], και η ισότητα των όπλων που απαιτεί το άρθρο 6 πρέπει να παρέχεται κατά το συντομότερο δυνατό χρονικό σημείο ακριβώς για να μπορεί ο ύποπτος να συμμετάσχει και να επηρεάζει τα αποτελέσματα της ανακριτικής έρευνας, τα οποία διαμορφώνουν ουσιωδώς, ήδη από αυτό το πρώιμο στάδιο, την τελική δικαιοδοτική κρίση[52]. Συνεπώς μόλις διεξαχθούν επαχθείς ανακριτικές πράξεις, όπως η υπό κρίση δέσμευση όλων των περιουσιακών στοιχείων κατά το άρθρο 17Α § 8 Ν. 2523/1997, η συγκεκριμένη περίπτωση εμπίπτει σαφώς στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6 ΕΣΔΑ και ελέγχεται με βάση αυτό όσο διαρκεί η δέσμευση. Από όλα αυτά συνάγεται ότι, όταν παρέλθει το πρώτο έτος της δέσμευσης, πρέπει κατ' εφαρμογή του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ και του άρθρου 20 § 1 του Συντάγματος να κλητεύεται ο ύποπτος να εκφράσει τις απόψεις του, αφού τεθούν υπόψη του οι ισχυρισμοί της διοίκησης για τα αίτια της καθυστέρησης της ολοκλήρωσης του ελέγχου και το σχετικό αίτημα παράτασης. Το ίδιο πρέπει να λαμβάνει χώρα και σε κάθε περαιτέρω παράταση.
28. Η διάταξη του άρθρου 17Α § 8 Ν. 2523/1997, ακόμη και μετά την τροποποίησή της από το άρθρο 63 Ν. 4472/2017, πράγματι δεν προβλέπει την κλήση του θιγομένου «υπόπτου» να εκφράσει την άποψή του σχετικά με την παράταση της δέσμευσης. Η μυστικότητα της προδικασίας και έναντι του υπόπτου μέχρι να κληθεί να παράσχει εξηγήσεις, προκειμένου να μην προκληθούν εκ μέρους του προσκόμματα στην έρευνα, δεν αποτελεί εδώ εμπόδιο, αφού η δέσμευση έχει ήδη ολοκληρωθεί και ο θιγόμενος - ύποπτος την γνωρίζει, όπως κατ' ανάγκην γνωρίζει (ήδη σε ένα πολύ αρχικό στάδιο της έρευνας) ότι διεξάγεται εις βάρος του προκαταρκτική εξέταση και για ποιες υπόνοιες, (αφού τις αναφέρει η Διάταξη του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος που του έχει επιδοθεί). Έχει μάλιστα διανύσει ήδη ένα έτος με δεσμευμένη όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία του! Επιπλέον, κατά τη διοικητική διαδικασία του φορολογικού ελέγχου, ο φορολογούμενος ύποπτος μπορεί ήδη να έχει κληθεί με αίτημα παροχής πληροφοριών κατ' άρθρο 14 Ν. 4174/2013 από την φορολογική αρχή να παράσχει διευκρινίσεις επί των ειδικότερα αναφερόμενων σε αυτό επίμαχων συναλλαγών, ήτοι ύποπτων καταθέσεων σε λογαριασμούς του, ώστε στην πραγματικότητα έχει λάβει γνώση σε μεγάλο βαθμό και των υπονοιών που του αποδίδονται σε συνδυασμό με την αιτιολογία της διάταξης δέσμευσης που του έχει επιδοθεί. Αυτό που δε γνωρίζει ο θιγόμενος είναι ότι ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος θα εισαγάγει στο δικαστικό δυμβούλιο έγγραφο της φορολογικής διοίκησης, με το οποίο η τελευταία δικαιολογεί την μη ολοκλήρωση του ελέγχου και ζητεί την παράταση της δέσμευσης. Η στοιχειώδης τήρηση του άρθρου 20 του Συντάγματος σε ένα πραγματικό Κράτος Δικαίου επιβάλλει όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση να καλείται ο θιγόμενος - ύποπτος να λάβει γνώση τουλάχιστον των ισχυρισμών της φορολογικής διοίκησης και του εποπτεύοντος αυτή Οικονομικού Εισαγγελέα, με τους οποίους δικαιολογούν τη μη ολοκλήρωση του ελέγχου και αιτούνται από το Συμβούλιο την παράταση του ιδιαιτέρως επαχθούς αυτού μέτρου, και να του παρασχεθεί η δυνατότητα να τις αντικρούσει. Ειδάλλως με ποιον τρόπο θα κριθεί η προϋπόθεση που απαιτεί ό νόμος, δηλαδή το «δικαιολογημένο» της μη ολοκλήρωσης της διενεργούμενης, κατά τα ανωτέρω, ποινικής προκαταρκτικής εξέτασης, όταν δεν μπορεί ο ύποπτος να αντικρούσει τους ισχυρισμούς της διοίκησης και να επικαλεστεί ότι η μη ολοκλήρωση της έρευνας οφείλεται σε σκοπιμότητα ή αδικαιολόγητη κωλυσιεργία ή ανεπάρκεια και ανικανότητα των προανακριτικών υπαλλήλων της φορολογικής διοίκησης να ολοκληρώσουν τον έλεγχο στον απολύτως αναγκαίο χρόνο, όπως επιβάλλει η δριμύτητα του μέτρου της δέσμευσης υπό το πρίσμα της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της αναλογικότητας των περιορισμών των ατομικών δικαιωμάτων;
2.3. Η ελλιπής ενημέρωση του Δικαστικού Συμβουλίου
29. Αυτό που κυριολεκτικά δεν έχει καμία γνώση επί της υπόθεσης - και έρχομαι τώρα έτσι στο τρίτο επιμέρους σημείο - είναι το Συμβούλιο Εφετών (κατά το παρελθόν και ήδη κατά περίπτωση και το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών), το οποίο δεν καλείται να κρίνει έχοντας ενώπιον του πλήρη φάκελο με τις έως τότε ενέργειες και διαπιστώσεις των ανακριτικών υπαλλήλων (όπως αντίθετα λ.χ. συμβαίνει για τις παρατάσεις της προσωρινής κράτησης, όπου διαβιβάζεται όλη η δικογραφία στο Δικαστικό Συμβούλιο), αλλά καλείται να κρίνει απλώς επί της προτάσεως του Οικονομικού Εισαγγελέα που επικαλείται ένα έγγραφο της εποπτευόμενης από αυτόν φορολογικής διοίκησης, το οποίο «εισάγει» στο Συμβούλιο ως συνημμένο της πρότασής του. Αναρωτιέται κανείς εν προκειμένω αν υπάρχει έστω και ένα βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών για παράταση δέσμευσης που να μην αναφέρεται καθ' ολοκληρίαν στην ενσωματωμένη σε αυτό εισαγγελική πρόταση του Οικονομικού Εισαγγελέα. Πιθανολογώ πως δεν υπάρχει, διότι είναι λογικώς αδύνατο να υπάρχει: Με ποια στοιχεία άραγε ο εισηγητής εφέτης και το Συμβούλιο θα μπορούσε να αντικρούσει την εισαγγελική πρόταση περί παράτασης; Και αν ακόμα όμως υπάρχει ένα τέτοιο βούλευμα – τούτο θα είναι απλώς η λαμπρή εξαίρεση του κανόνα, που είναι η απουσία ουσιαστικού δικαστικού ελέγχου της παράτασης της δέσμευσης, αφού το Συμβούλιο καλείται να κρίνει επί της παρατάσεως, σε συνδυασμό και με την απουσία δικαστικής ακρόασης του υπόπτου, ευρισκόμενο κυριολεκτικά «στο σκοτάδι».
ΙΙΙ. Δικονομικές δυνατότητες για την άρση ή τον περιορισμό της δέσμευσης σε περιπτώσεις υπερβολικής κατά τον χρόνο ή κατά την έκταση δέσμευσης των περιουσιακών στοιχείων
30. Κατόπιν των ανωτέρω έχει λοιπόν εξαιρετική σημασία η διερεύνηση των δικονομικών δυνατοτήτων του υπόπτου υπό το ισχύον δίκαιο να αντιδράσει στην απόλυτη εξουσία του Οικονομικού Εισαγγελέα, προκειμένου να αποκατασταθεί η δικονομική ισορροπία. De lege lata διανοίγονται οι εξής προοπτικές:
1. Αίτηση για κήρυξη απόλυτης ακυρότητας της ειδικής ανακριτικής πράξης της δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων λόγω υπερβολικής διάρκειας
31. Κατά το άρθρο 17Α § 8 εδ. α΄ έως η΄ Ν. 2523/1997, όπως ίσχυε μετά την τροποποίηση της παραγράφου αυτής με το άρθρο 46 § 6α Ν. 4305/2014 και το άρθρο 94 Ν. 4316/2014 και πριν την αντικατάστασή της από την παρ. 6 του άρθρου 63 του Ν. 4472/2017, αποκλειστικά αρμόδιο για την προσφυγή περί άρσης, την τροποποίηση ή ανάκληση και την παράταση της δέσμευσης ήταν πάντοτε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών. Επίσης εάν προκύψουν νέα στοιχεία και έχει ήδη εκδοθεί είτε βούλευμα απόρριψης της προσφυγής για την άρση είτε βούλευμα παράτασης της δέσμευσης, εκείνο που ανακαλείται κατά το σαφές γράμμα της διάταξης του εδ. η΄, τόσο υπό την προηγούμενη όσο και υπό τη σημερινή της μορφή, ήτοι μετά την αντικατάστασή του άρθρου 17 § 8 Ν. 2523/1997 από το άρθρο 63 § 6 Ν. 4472/2017, είναι το βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου που απέρριψε την προσφυγή περί άρσης ή διέταξε την παράταση του μέτρου.
32. Εξάλλου, το άρθρο 176 § 1 ΚΠΔ, κατά το οποίο αρμόδιο να κηρύξει την ακυρότητα πράξεων της προδικασίας είναι το δικαστικό συμβούλιο, καταλαμβάνει και την προκαταρκτική εξέταση, ιδίως μετά την αναβάθμιση της προκαταρκτικής εξέτασης μετά το Ν. 3346/2005, καθώς αυτή είναι πλέον σήμερα μια, σύστοιχη με την προανάκριση, σημαντική πριν την ποινική δίωξη ανακριτική λειτουργία, διά της οποίας διεξάγεται πλέον μια αξιόλογη ανακριτική έρευνα στις σοβαρότερες κατά τεκμήριο αξιόποινες πράξεις, πριν ο Εισαγγελέας εκφέρει δικαιοδοτική κρίση για την άσκηση ή μη ποινικής δίωξης και ως εκ τούτου με τήρηση ουσιαστικών εγγυήσεων για τον «οιονεί κατηγορούμενο»-ύποπτο[53]. Η αρμοδιότητα του δικαστικού συμβουλίου για την κήρυξη ακυροτήτων της προκαταρκτικής εξέτασης ερείδεται επιπλέον στο γεγονός ότι για τη διεξαγωγή της το άρθρο 31 ΚΠΔ παραπέμπει στα άρθρα 240 και 241, ενώ και υπό το προϊσχύσαν καθεστώς, γινόταν παγίως δεκτή η αρμοδιότητα του δικαστικού συμβουλίου για την κήρυξη ακυρότητας, όταν συνέτρεχαν λόγοι εξαίρεσης ή αποκλεισμού κατ’ αυτήν[54].
33. Η κατά τη λειτουργία εξομοίωση της προκαταρκτικής εξέτασης με την προανάκριση και η ένταξη της πρώτης στην κατά τον ΚΠΔ «προδικασία», όπου εκτείνεται η αρμοδιότητα του δικαστικού συμβουλίου κατά το άρθρο 176 § 1 ΚΠΔ, έχει γίνει εξάλλου δεκτή ρητώς και από την ΑΠ 1575/2012[55]. Από αυτή την αφετηρία εκκινούν, τέλος, και τα μέλη της Οικονομικής Εισαγγελίας που επιβάλλουν το μέτρο[56]. Εξάλλου, εφόσον η δέσμευση προσιδιάζει στην κατάσχεση κατά τη νομική της φύση[57] η αρμοδιότητα του δικαστικού συμβουλίου να κρίνει όλα τα δυσχερή ζητήματα, τα οποία ανακύπτουν κατά την προκαταρκτική εξέταση που διεξάγει ο Οικονομικός Εισαγγελέας, θεμελιώνεται στο άρθρο 307 στ. β΄ ΚΠΔ, με βάση το οποίο εισάγονται σταθερά όλες οι σχετικές με τη δέσμευση αιτήσεις στο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών από τον αναπληρωτή Οικονομικό Εισαγγελέα[58]. Συνεπώς υπάρχει γενική αρμοδιότητα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και κατά περίπτωση (μετά το Ν. 4472/2017) του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών να κρίνει τη νομιμότητα του μέτρου και όλα τα δυσχερή ζητήματα που αναφύονται από την επιβολή του, ακόμη και αν αυτά δεν εισάγονται σε αυτό στο πλαίσιο αίτησης περί άρσεως, διαδικασίας παρατάσεως, αίτησης ανακλήσεως ή τροποποιήσεως της δέσμευσης, δηλαδή στις περιπτώσεις που ρητά προβλέπει εισαγωγή της υπόθεσης στο δικαστικό συμβούλιο η ως άνω διάταξη του άρθρου 17Α § 8 Ν. 2523/1997. Κατ' ακολουθίαν το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών και κατά περίπτωση το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών είναι αρμόδια και για την κήρυξη ακυρότητας της πράξης επιβολής του μέτρου, εφόσον παραβιάζονται τα δικαιώματα του υπόπτου, αλλά και για την κρίση περί της νομιμότητας διατήρησης του μέτρου, όταν η χρονική διάρκεια της επιβολής του έχει υπερβεί τα όρια του ευλόγου, ώστε να παραβιάζεται η συνταγματική αρχή της αναλογικότητας και οι υπέρτερης τυπικής ισχύος συνταγματικές διατάξεις των άρθρων 5, 7 και 17 του Συντάγματος, 6 της ΕΣΔΑ και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου αυτής.
34. Αυτά δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι με το άρθρο 63 Ν. 4472/19.05.2017 μετατέθηκε η αρμοδιότητα για την κρίση επί της αίτησης-προσφυγής του θιγομένου και της παράτασης της επιβολής του μέτρου στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, εάν η διάταξη έχει εκδοθεί από εισαγγελικό λειτουργό που συνεπικουρεί τον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος. Εν προκειμένω ανακύπτει ζήτημα σχετικά με τις εκκρεμείς κατά την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού υποθέσεις, επί των οποίων έχει ήδη επιληφθεί το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών κατά το παρελθόν και έχει εκδοθεί σχετικό βούλευμά του συνεπεία είτε άσκησης προσφυγής (αίτησης) για την άρση της διάταξης, είτε υποβολής αίτησης για την ανάκλησή της λόγω νέων στοιχείων είτε κατόπιν εισαγωγής της υπόθεσης σε αυτό για παράταση της χρονικής διάρκειας της δέσμευσης. Ο νόμος στερείται μεταβατικών διατάξεων σχετικά με την κρίση περί παράτασης του μέτρου στις εκκρεμείς υποθέσεις, σε εκείνες δηλαδή, στις οποίες ήδη έχει λάβει χώρα τουλάχιστον μία φορά παράταση ή κρίση επί προσφυγής περί άρσης του μέτρου από το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών. Εξακολουθεί όμως να ισχύει η πρόβλεψη ότι «η διάταξη ή το βούλευμα ανακαλείται ή τροποποιείται αντίστοιχα, εάν προκύψουν νέα στοιχεία». Συνεπώς για τις δεσμεύσεις που επιβλήθηκαν πριν την ισχύ του άρθρου 63 Ν. 4472/2017, εφόσον έχει εκδοθεί ήδη βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών για απόρριψη προσφυγής ή/και παράταση του μέτρου της δέσμευσης, καθιδρύεται αποκλειστική αρμοδιότητά του να επιλύει όλα τα σχετικά θέματα που αφορούν τη νομιμότητα του μέτρου της δέσμευσης (και ιδίως να αποφαίνεται επί αίτησης ανάκλησης ή τροποποίησης λόγω νέων στοιχείων) όσο διαρκεί ο χρόνος της παρατάσεως της επιβολής του που αποφασίστηκε από το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών. Τούτο, διότι δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι τη νομιμότητα της παρατάσεως που ήδη αποφάσισε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών θα κρίνει το ιεραρχικώς κατώτερο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών συνεπεία της ως άνω νομοθετικής μεταβολής, επειδή η αρχικώς εκδοθείσα Διάταξη δέσμευσης είχε υπογραφεί από επίκουρο Οικονομικό Εισαγγελέα. Εξάλλου, είναι ορολογικά πρόδηλο ότι η ανάκληση ή τροποποίηση του βουλεύματος λαμβάνει χώρα μόνο από το Συμβούλιο που το εξέδωσε, μετά δε την έκδοση βουλεύματος επί προσφυγής ή για την χρονική παράταση του μέτρου της δέσμευσης, μόνο ανάκληση ή τροποποίηση του βουλεύματος από το ίδιο Συμβούλιο που το εξέδωσε (και όχι ανάκληση ή τροποποίηση της αρχικής Διάταξης) είναι νοητή. Πρόκειται ειδικότερα για ανάκληση παρεμπίπτοντος βουλεύματος, το οποίο επιλύει μεν οριστικά παρεμπίπτον ζήτημα της προδικασίας, πλην όμως η ανάκλησή του επιτρέπεται κατ' απόκλιση του γενικού κανόνα του άρθρου 548 ΚΠΔ με νομοθετικό έρεισμα το άρθρο 17Α § 8 Ν. 2523/1997[59]. Συνεπώς η διάταξη του άρθρου 63 Ν. 4472/19.05.2017 (παρά την απουσία σχετικής μεταβατικής διάταξης) δεν καταλαμβάνει εκκρεμείς υποθέσεις, όπου ήδη έχει λάβει χώρα απόρριψη προσφυγής ή/και παράταση με βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
35. Επί του βασίμου της αιτήσεως κήρυξης ακυρότητας της προκαταρκτικής εξέτασης εν γένει, καθώς και του συγκεκριμένου δικονομικού μέτρου, λεκτέα ειδικότερα τα εξής: Γίνεται και νομολογιακά δεκτό πλέον ότι κατά τη ρητή πρόβλεψη του άρθρου 171 § 1 περ. δ΄ ΚΠΔ μεταξύ των δικαιωμάτων, η παραβίαση των οποίων συνεπάγεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, συγκαταλέγεται το δικαίωμα στη χρηστή απονομή της δικαιοσύνης (ή δικαίωμα σε «δίκαιη δίκη»), εκφάνσεις του οποίου περιγράφονται στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Η παραβίαση των δικαιωμάτων αυτών δημιουργεί την ακυρότητα που αναφέρθηκε, η οποία είναι απόλυτη και ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 510 § 1 στ. Α΄ ΚΠΔ[60]. Συνεπώς όταν η δέσμευση έχει υπερβολική διάρκεια προσκρούει πλέον στα άρθρα 7 § 3 (απαγόρευση γενικής δήμευσης), 17 (προστασία της ιδιοκτησίας), 5 § 1 (οικονομική ελευθερία) και 25 § 1 (αρχή αναλογικότητας) του Συντάγματος, όπως επίσης στο άρθρο 6 § 1 (δίκαιη δίκη-υπέρβαση εύλογου χρόνου ολοκλήρωσης της διαδικασίας) και στο άρθρο 1 του πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (προστασία της περιουσίας) και συνεπάγεται απόλυτη ακυρότητα του μέτρου.
2. Αίτηση ανάκλησης
36. Εκτός από την αρχική αίτηση άρσης της Διάταξης του Οικονομικού Εισαγγελέα (η οποία στερείται de facto ελπίδας επιτυχίας, όπως αναλύθηκε ανωτέρω υπό Β.Ι.) η δεύτερη υπερασπιστική δυνατότητα του θιγομένου συνίσταται στην ανακλητική δυνατότητα που παρέχει το εδ. η΄ της § 8 του άρθρου 17Α Ν. 2523/1997[61]. Αυτή αφορά στο χρόνο μετά την έκδοση του βουλεύματος του Συμβουλίου ή – σε περίπτωση που δεν ασκήθηκε εμπροθέσμως αίτηση άρσης στο Συμβούλιο – στο χρόνο μετά την άπρακτη πάροδο της τριακονθήμερης προθεσμίας από την επίδοση της Διάταξης του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος. Από την ως άνω διάταξη του άρθρου 17Α § 8 εδ. η΄ Ν. 2523/1997 (όπως γίνεται δεκτό και για τις αντίστοιχες του τελευταίου εδαφίου του άρθρου 48 § 4 Ν. 3691/2008 και του όμοιου τελευταίου εδαφίου του άρθρου 2 § 6 Ν. 4022/2011) συνάγεται ότι αυτή συνιστά μια δεύτερη μορφή άμυνας του βλαπτομένου κατά του επαχθούς δικονομικού μέτρου που του επέβαλε με Διάταξή του ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος. Έτσι, αν έχει εκδοθεί βούλευμα του Συμβουλίου που έκρινε επί αιτήσεως του βλαπτομένου για άρση του ήδη επιβληθέντος σε βάρος του δικονομικού μέτρου της δέσμευσης τραπεζικών λογαριασμών, τότε αυτός υπό τον όρο ότι εισφέρει νέα στοιχεία που δεν έλαβε υπόψη του το Συμβούλιο, το οποίο είχε κρίνει την αίτηση άρσης του, μπορεί να αιτηθεί από το εκδόσαν το βούλευμα Συμβούλιο την «επανεξέταση» της ορθότητας της κρίσης του με έρεισμα ακριβώς αυτά τα νέα στοιχεία προς αποκατάσταση της δικαιοσύνης. Όπως αναφέρθηκε, πρόκειται για ανάκληση παρεμπίπτοντος βουλεύματος, το οποίο επιλύει μεν οριστικά παρεμπίπτον ζήτημα της προδικασίας, πλην όμως η ανάκλησή του επιτρέπεται κατ' απόκλιση του γενικού κανόνα του άρθρου 548 ΚΠΔ με νομοθετικό έρεισμα το άρθρο 17Α § 8 Ν. 2523/1997[62].
37. Εξάλλου, η δέσμευση της περιουσίας κατά το άρθρο 17Α § 8 εδ. β΄ Ν. 2523/1997 προσιδιάζει στην προβλεπόμενη από το άρθρο 48 Ν. 3691/2008 και στην ειδικότερη διάταξη του άρθρου 2 § 6 Ν. 4022/2011 «Δέσμευση και απαγόρευση εκποίησης περιουσιακών στοιχείων», για την οποία γίνεται δεκτό ότι έχει διφυή χαρακτήρα: Πρόκειται, πράγματι, αφενός μεν για ιδιότυπο μέτρο συλλογής αποδείξεων, το οποίο προπαρασκευάζει μια πιθανή δήμευση, διατηρώντας ακέραιη την περιουσία του υπόπτου, ώστε αυτή να έχει αντικείμενο, αφετέρου για μέτρο δικονομικού καταναγκασμού σε βάρος του υπόπτου που τον αδρανοποιεί οικονομικά και ανακόπτει την εγκληματική δράση του, αφού αυτή συνδέεται άρρηκτα με την δυνατότητά του να χρησιμοποιεί το οικονομικό (τραπεζικό) σύστημα[63]. Συνεπώς το επαχθές αυτό δικονομικό μέτρο υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο δυνάμει της αρχής της αναλογικότητας που διέπει το δίκαιο των δικονομικών μέτρων καταναγκασμού, ώστε να θίγονται όσο το δυνατόν λιγότερο τα συμφέροντα του δικαιούχου της περιουσίας, αλλά και να ικανοποιούνται και οι ανάγκες διεξαγωγής της έρευνας, καθώς και ο σκοπός της δέσμευσης (διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου, ήτοι της δυνατότητας να εισπράξει τα οφειλόμενα ποσά από φόρους). Πράγματι, στο πλαίσιο αυτό, όπως σημειώθηκε ανωτέρω, δύο κριτήρια για την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας έθεσε εν προκειμένω η Ολομέλεια του ΣτΕ: τον χρονικό περιορισμό της δέσμευσης με ανάλογες ασφαλιστικές δικλείδες αποτελεσματικών δικαστικών εγγυήσεων και τον ποσοτικό περιορισμό της δέσμευσης μόνο σε όσα περιουσιακά στοιχεία είναι αναγκαίο για να καλυφθούν οι απαιτήσεις του Δημοσίου και να διασφαλιστεί το δημόσιο δυμφέρον και όχι σε όλα ανεξαιρέτως τα περιουσιακά στοιχεία του ελεγχόμενου.
38. Σχετικά με τον χρονικό περιορισμό της δέσμευσης αναλύθηκε εξαντλητικά ανωτέρω η πρόδηλη υπέρβαση των ορίων του ευλόγου, όταν λαμβάνουν χώρα διαδοχικές παρατάσεις του μέτρου της δέσμευσης με απλό αίτημα των υπαλλήλων της φορολογικής διοίκησης και χωρίς ανώτατο χρονικό όριο. Στο σημείο αυτό αρκεί μόνο η επισήμανση ότι το χρονικό κριτήριο είναι βασικό μέγεθος που συγκαθορίζει την κρίση περί αναλογικότητας σε όλα τα επαχθή δικονομικά μέτρα δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων, ενόψει της μεγέθυνσης της επιβάρυνσης του θιγόμενου από τη διατήρησή τους προϊόντος του χρόνου και εντεύθεν του κινδύνου πρόκλησης σε αυτόν ανεπανόρθωτης βλάβης[64]. Υπό αυτή την έννοια η στάθμιση της αναλογικότητας των μέτρων αυτών «παραμένει ανοικτή στο χρόνο», αφού το μέτρο «ενδέχεται να καταστεί δυσανάλογο ανάλογα με τις χρονικές καθυστερήσεις της συγκεκριμένης κάθε φορά ποινικής υπόθεσης»[65]. Εφόσον δε τα δεδομένα της στάθμισης της αναλογικότητας διαφοροποιούνται με μόνη την πάροδο του χρόνου, επιβάλλεται να παρέχεται διαρκώς και σε κάθε στάδιο της διαδικασίας η δυνατότητα δικαστικού ελέγχου αυτής[66]. Συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτό ότι και η απλή πάροδος μακρού χρόνου, εφόσον διαφοροποιεί τα δεδομένα της στάθμισης και καθιστά το μέτρο δυσανάλογο (ενδεχομένως σε συνδυασμό και με την καθολικότητα ή την έκταση της δέσμευσης) συνιστά άνευ άλλου τινός «νέο στοιχείο» κατά την έννοια του νόμου, που δικαιολογεί την τροποποίηση ή την ολική ανάκληση της δέσμευσης.
39. Όσον αφορά το δεύτερο κριτήριο, δηλαδή τον ποσοτικό περιορισμό, η δέσμευση της περιουσίας κατά το άρθρο 17Α § 8 εδ. β΄ Ν. 2523/1997 (όπως και κατά το άρθρο 48 Ν. 3691/2008 και την ειδικότερη διάταξη του άρθρου 2 § 6 Ν. 4022/2011) πρέπει να λαμβάνει χώρα σε έκταση, η οποία να είναι σύμφωνη με τις επιταγές της ως άνω αρχής της αναλογικότητας. Έτσι, αναφορικά λ.χ. με τη δέσμευση τραπεζικού λογαριασμού σύμφωνα με το άρθρο 48 Ν. 3691/2008 έχει γίνει δεκτό στη νομολογία ότι ο τραπεζικός λογαριασμός δεν είναι ένα ενιαίο περιουσιακό στοιχείο, το οποίο υπόκειται σε μονοσήμαντη αξιολόγηση ως «καθαρό» ή «βρώμικο», αλλά αν εντοπιστεί το επιλήψιμο μέρος του λογαριασμού (ίσης αξίας προς εκείνη η οποία είναι κρίσιμη σύμφωνα με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο πράξη), είναι δυνατόν και πρέπει, εφόσον επιλεγεί το συγκεκριμένο μέτρο, να δεσμευτεί μόνον αυτό το μέρος· ως εκ τούτου θα πρέπει να επιτρέπεται η διαχείριση, οι αναλήψεις κλπ. κινήσεις στο λοιπό τμήμα του λογαριασμού. Επομένως μπορεί να περιορίζεται η εν λόγω δέσμευση ακόμα και σε ορισμένο καθ' ύψος ποσό, για το οποίο και μόνο συντρέχει ο ανωτέρω λόγος επιβολής του μέτρου, παράλληλα δε να επιτρέπονται συναλλαγές που αφορούν, αποδεδειγμένα, νόμιμα έσοδα, όπως π.χ. καταβολή και ανάληψη από τον λογαριασμό μισθών και συντάξεων[67]. Με την άποψη ότι η αποδέσμευση πρέπει να διατάσσεται πάντοτε για το μέρος του λογαριασμού που έχει νόμιμη προέλευση συντάσσεται και η σχετική νομολογία του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών[68]. Μπορεί επίσης να περιορίζεται σε ορισμένα μόνο περιουσιακά στοιχεία, τα οποία επαρκούν, π.χ. μόνο στην ακίνητη περιουσία. Συνεπώς ο Οικονομικός Εισαγγελέας οφείλει ήδη κατά το στάδιο έκδοσης της Διάταξης να προβαίνει, ενδεχομένως με τη συνδρομή των υπ’ αυτών υπαλλήλων της φορολογικής διοίκησης, σε εκτίμηση, έστω στοιχειώδη, ως προς το ύψος των τυχόν φόρων, προσαυξήσεων και προστίμων προς διασφάλιση της είσπραξης των οποίων επιβάλλει το μέτρο της δέσμευσης και να επιβάλλει την δέσμευση μόνο μέχρι του ποσού αυτού, πολλώ δε μάλλον, επειδή σύμφωνα με το άρθρο 17Α § 8 εδ. α΄ Ν. 2523/1997 ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος έχει απεριόριστη πρόσβαση στα σχετικά στοιχεία και, ως εκ τούτου, είναι σε θέση να προσδιορίσει κάποιο λογαριασμό ή συγκεκριμένο ακίνητο που καλύπτει το συγκεκριμένο ποσό, διαφορετικά υποχρεούται να αιτιολογήσει ειδικά την επιβολή του μέτρου σε όλα ανεξαιρέτως τα περιουσιακά στοιχεία.
40. Όταν επομένως η καθολική ή σε μεγάλη έκταση δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων του υπόπτου με Διάταξη του Οικονομικού Εισαγγελέα διαρκεί για υπερβολικά μεγάλο χρονικό διάστημα και έτσι καθίσταται υπέρμετρα επαχθής ενόψει της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της αναλογικότητας (άρθρο 25 Συντ), τούτο αποτελεί καθεαυτό «νέο στοιχείο» που δικαιολογεί την άρση του ιδιαίτερα επαχθούς αυτού μέτρου για την οικονομική ελευθερία και ιδιοκτησία (5 παρ. 1 και 17 παρ. 1 Συντ) ή την επί το ηπιότερο μεταρρύθμισή του, με αποδέσμευση ικανών περιουσιακών στοιχείων[69].
IV. Μπορεί ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος να υποβάλλει πρόταση στο δικαστικό συμβούλιο αναφερόμενη στη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων που επέβαλε ο ίδιος;
41. Όπως αναφέρει και πάλι η επίκουρη Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος στην αναφερθείσα δημοσίευσή της, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών «αποφαίνεται σε όλες τις περιπτώσεις μετά από πρόταση του Αναπληρωτή Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, Γαληνού Μπρη, Αντεισαγγελέα Εφετών»[70]. Αναρωτιέται εύλογα κανείς: Αν για τον εκάστοτε εισαγγελικό λειτουργό που έχει διοριστεί αναπληρωτής Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος συντρέξει λόγος αποκλεισμού ή εξαίρεσης ή ιδιαίτεροι λόγοι ευπρέπειας, οι οποίοι τον αναγκάζουν να απόσχει από υποβολή πρότασης σε συγκεκριμένη περίπτωση και ο ίδιος ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος κωλύεται επίσης, θα παραλύσει η διαδικασία; Δεν θα εισαχθεί καν η αίτηση άρσης ή το αίτημα της φορολογικής αρχής για χρονική παράταση του μέτρου της δέσμευσης; Λόγω μάλιστα της αδυναμίας του Συμβουλίου Εφετών να ελέγξει ουσιαστικά τις προϋποθέσεις επιβολής του μέτρου, για τους λόγους που ανωτέρω αναφέρθηκαν, μέχρι το Ν. 4472/2017 διδόταν η εντύπωση ότι συγκεκριμένος δικαστικός λειτουργός αποφασίζει κατ' ουσίαν για την άρση ή μη του ιδιαίτερα επαχθούς αυτού μέτρου και ότι το δικαστικό συμβούλιο περιορίζεται απλώς να επικυρώνει τυπικά τη δική του απόφαση.
42. Στην πράξη δηλαδή η διαδικασία υπό το προϊσχύσαν του Ν. 4472/2017 καθεστώς εξελισσόταν ως εξής: Ο επίκουρος Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος, που φέρει βαθμό Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών, εξέδιδε τη διάταξη δέσμευσης, η δε σχετική αίτηση άρσης του θιγομένου εισαγόταν στο Συμβούλιο Εφετών από τον αναπληρωτή Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος. Η αίτηση αυτή δεν ευδοκιμούσε φυσικά ποτέ κατά τα ανωτέρω. Την παράταση ζητούσε η εποπτευόμενη από τον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος φορολογική διοίκηση που εκτελεί χρέη προανακριτικού υπαλλήλου και αυτή εισαγόταν στο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών από τον αναπληρωτή Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος. Η παράταση γινόταν πάντα δεκτή. Όμως και μετά το Ν. 4472/2017 η πρακτική αυτή δεν φαίνεται ότι θα αλλάξει. Απλώς θα αποσυμφορηθεί ο αναπληρωτής Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος και το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, πράγμα που ήταν και το ρητά εκπεφρασμένο ζητούμενο κατά την αιτιολογική έκθεση του ως άνω νόμου, και οι παρατάσεις του μέτρου θα δίδονται κατά τον ίδιο μηχανιστικό, οιονεί αυτόματο, τρόπο, με βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, κατόπιν πρότασης του επίκουρου Οικονομικού Εισαγγελέα που εκδίδει την αρχική διάταξη.
43. Σύμφωνα δε με τις έως τώρα ενσωματωμένες στα βουλεύματα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών προτάσεις του αναπληρωτή Οικονομικού Εισαγγελέα η υπόθεση εισάγεται στο Συμβούλιο Εφετών «σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 παρ. 1,4, 138 παρ. 2 και 307 περ. β΄ ΚΠΔ και 17 Α παρ. 8 Ν. 2523/1997». Σύμφωνα όμως με το άρθρο 17Α §1 Ν. 2523/1997, που προβλέπει το θεσμό του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, όπως ήδη τροποποιήθηκε με το Ν. 4472/2016, αυτός επιλέγεται μεν μεταξύ των Εισαγγελέων που υπηρετούν στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών (υπό το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς μόνο των Αντεισαγγελέων), πλην όμως «εκτελεί τα καθήκοντά του με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση» και είναι κατά τόπον αρμόδιος για όλη την επικράτεια. Τοποθετείται δε με Προεδρικό Διάταγμα. Συνεπώς δεν ανήκει πλέον λειτουργικά στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών. Δεν εντάσσεται δηλαδή και πρακτικά στο δυναμικό της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών (αφού δεν φαίνεται να χρεώνεται λ.χ. υποθέσεις για προτάσεις στο Συμβούλιο εκτός της ως άνω αρμοδιότητάς του ούτε να κληρώνεται για να συμμετάσχει σε συνθέσεις δικαστηρίων, και ορθώς, αφού πρέπει η απασχόλησή του με τις αρμοδιότητες που του απονέμει το άρθρο 17Α Ν. 2523/1997 να είναι «αποκλειστική»). Δεν εδρεύει ούτε καν στο κατάστημα του Εφετείου Αθηνών, αλλά στο κτίριο του Σ.Δ.Ο.Ε.. Εξάλλου, το άρθρο 17Α § 8 Ν. 2523/1997 ουδέν προβλέπει περί αρμοδιότητας του Οικονομικού Εισαγγελέα να συμμετέχει στον δικαστικό έλεγχο των Διατάξεων που ο ίδιος εκδίδει· προβλέπει μόνο την αρμοδιότητά του να εκδίδει τη διάταξη, όχι και να εισάγει την υπόθεση στο Δικαστικό Συμβούλιο επί προσφυγής ή παράτασης, διαδραματίζοντας έτσι καίριο ρόλο στο δικαστικό της έλεγχο. Τα δε καθήκοντά του, δηλαδή η λειτουργική του αρμοδιότητα, περιγράφονται λεπτομερώς και περιοριστικά στις §§ 3 έως 8 του άρθρου 17Α Ν. 2523/1997 και είναι κατά κύριο λόγο ερευνητικά και ανακριτικά, η δε απασχόλησή του με αυτά είναι «αποκλειστική». Πουθενά δεν αναφέρεται ότι περιλαμβάνεται στις αρμοδιότητές του η εισαγωγή με πρότασή του στο Δικαστικό Συμβούλιο (Εφετών ή Πλημμελειοδικών) των αιτήσεων άρσης εκ μέρους των καθ' ών ή θιγόμενων τρίτων ή αιτήματα του ιδίου ή των εποπτευόμενων από τον ίδιο προανακριτικών υπαλλήλων της φορολογικής διοίκησης για παράταση της δέσμευσης λόγω δικαιολογημένης μη ολοκλήρωσης της διενεργούμενης, κατά τα ανωτέρω, ποινικής προκαταρκτικής εξέτασης. Η λειτουργική του αρμοδιότητα περιγράφεται λοιπόν αποκλειστικά στην ως άνω διάταξη και δεν έχει λειτουργική αρμοδιότητα να πράξει οτιδήποτε άλλο δεν αναφέρεται σε αυτή. Εξάλλου, ούτε και ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών ή Εφετών Αθηνών έχει λειτουργική αρμοδιότητα να διατάξει ο ίδιος το μέτρο του άρθρου 17Α § 8 Ν. 2523/1997 σε προκαταρκτική εξέταση που διεξάγεται από αυτόν, όπου ανακύπτει λ.χ. ζήτημα τέλεσης φοροδιαφυγής. Ενώ δηλαδή προκαταρκτική εξέταση μπορεί να διεξάγει και ο ίδιος ο Εισαγγελέας Εφετών κατά το άρθρο 35 ΚΠΔ, δεν μπορεί να διατάξει το μέτρο του άρθρου 17Α § 8 Ν. 2523/1997, ακόμα και είναι ομοιόβαθμος ή αρχαιότερος ή και ανώτερος κατά βαθμό γιατί, πολύ απλά, δεν είναι ο επιχειρησιακός Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος, αλλά ο δικαστικός Εισαγγελέας Εφετών. Συνεπώς δεν μπορεί να λαμβάνει χώρα ούτε το αντίθετο: Στη λειτουργική αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ανήκει μόνο η επιβολή του μέτρου και δεν μπορεί να συμμετάσχει στην διαδικασία του δικαστικού ελέγχου του, διότι ελεγχόμενος είναι ο ίδιος και οι υπ' αυτόν ιεραρχικά κείμενοι και από αυτόν εποπτευόμενοι υπάλληλοι της φορολογικής διοίκησης που εκτελούν, δίκην δικαστικής αστυνομίας, τις ανακριτικές πράξεις στο πλαίσιο της διενεργούμενης από τον ίδιο προκαταρκτικής εξέτασης. Οι λειτουργικές αρμοδιότητες του Εισαγγελέα περιγράφονται μεν κατά βάση στο άρθρο 25 § 1 του ΚΟΔΚΔΛ, όπου στο εδ. ε΄ προβλέπεται και η αρμοδιότητα για «υποβολή προτάσεων στα δικαστικά συμβούλια», πλην όμως είναι σαφές ότι η συγκεκριμένη διάταξη απωθείται ως γενική από τις ανωτέρω ειδικότερες διατάξεις του άρθρου 17Α Ν. 2523/1997 (όπως λ.χ. συμβαίνει αυτονόητα και με την προβλεπόμενη στον ΚΟΔΚΔΛ αρμοδιότητα για άσκηση της ποινικής δίωξης εν γένει ή ενδίκων μέσων από τον εισαγγελέα), οι οποίες προβλέπουν την αποκλειστική απασχόληση του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος με συγκεκριμένη, αυστηρά οριοθετημένη, λειτουργική αρμοδιότητα.
44. Στο άρθρο 32 § 1 ΚΠΔ προβλέπεται ότι το δικαστήριο ή το δικαστικό συμβούλιο αποφασίζει πάντα μόνο κατόπιν πρότασης του εισαγγελέα, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 138 § 2 ΚΠΔ τα βουλεύματα εκδίδονται κατόπιν έγγραφης πρότασης του εισαγγελέα. Ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος απεκδύεται όμως τις δικαστικές αρμοδιότητες που προβλέπει η γενική διάταξη του άρθρου 32 ΚΠΔ και μπορεί να ασκεί μόνο όσες προβλέπει ειδικά ο νόμος στο άρθρο 17Α Ν. 2523/1997, όπως π.χ. την αρμοδιότητά του να διεξάγει προκαταρκτική εξέταση και να επιβάλει το μέτρο της δέσμευσης. Ειδάλλως, θα ήταν γράμμα κενό η πρόβλεψη του άρθρου 17Α Ν. 2523/1997 περί αποκλειστικής απασχόλησης. Περαιτέρω, από το άρθρο 24 § 3 ΚΟΔΚΔΛ προκύπτει ότι η εισαγγελία είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με το «δικαστήριο στο οποίο λειτουργεί», από το οποίο ορίζεται και η τοπική της αρμοδιότητα. Ωστόσο, η Εισαγγελία Οικονομικού Εγκλήματος δεν συνδέεται με «δικαστήριο στο οποίο λειτουργεί» και έχει τοπική αρμοδιότητα σε όλη την επικράτεια. Επιπλέον, κατά το άρθρο 307 ΚΠΔ αποφασίζει μόνο το Συμβούλιο «στο οποίο ανήκει ο Εισαγγελέας» που εισάγει την υπόθεση[71]. Έτσι, όταν τα καθήκοντα και εξουσίες του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών ασκεί το Συμβούλιο Εφετών, η κατ' εφαρμογή του άρθρου 307 ΚΠΔ εισαγωγή της υπόθεσης σε αυτό λαμβάνει χώρα από τον εισαγγελέα που ανήκει σε αυτό, ήτοι τον Εισαγγελέα Εφετών[72]. Επομένως, η ως άνω πρακτική (μέχρι το Ν. 4472/2017) να εισάγονται στο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών οι υποθέσεις που αφορούν το μέτρο της δέσμευσης από τον αναπληρωτή Οικονομικό Εισαγγελέα, ο οποίος φέρει μεν το βαθμό Αντεισαγγελέα Εφετών, πλην όμως «δεν ανήκει» υπό την ανωτέρω έννοια στο Συμβούλιο, αφού είναι αποσπασμένος με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση στην Εισαγγελία Οικονομικού Εγκλήματος, έχει ως συνέπεια να εισάγονται στο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών οι ως άνω υποθέσεις από Εισαγγελέα που φέρει μεν το βαθμό Αντεισαγγελέα Εφετών, και επιλέγεται μεταξύ όσων υπηρετούν στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών, πλην όμως δεν «ανήκει» στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών από τη στιγμή της τοποθέτησής του με Προεδρικό Διάταγμα στην Εισαγγελία Οικονομικού Εγκλήματος και ειδικότερα δεν «ανήκει» στο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών[73]. Το αυτό ισχύει πλέον και για την εισαγωγή των σχετικών υποθέσεων στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών από επίκουρους Οικονομικούς Εισαγγελείς στις περιπτώσεις που τούτο είναι αρμόδιο κατά το άρθρο 63 Ν. 4472/2017.
45. Περαιτέρω δε, μολονότι ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος είναι ο κατ' ουσίαν ελεγχόμενος, αφού η προσφυγή κατά της Διατάξεώς του σύμφωνα με το άρθρο 17Α § 8 Ν. 2523/1997 συνιστά κατ' ομόφωνη θέση οιονεί ένδικο μέσο και οι διατάξεις εκδίδοντες άπασες, σύμφωνα με την επικεφαλίδα τους, από τον «Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος», ανεξαρτήτως εάν υπογράφονται από τους επίκουρους αντ' αυτού, ενδύεται και έργα ελέγχοντος αυτές γεγονός που δεν συνάδει με τις αρχές του κράτους δικαίου.
46. Θεωρώ λοιπόν ότι ο «επιχειρησιακός» Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος δεν είναι πλέον, ως αντιστάθμισμα του επιχειρησιακού του ρόλου και χαρακτήρα, ο «δικαστικός» Εισαγγελέας του άρθρου 25 § ΚΟΔΚΔΛ και του άρθρου 32 § 1 ΚΠΔ. Δεν σημαίνει βεβαίως αυτό ότι παύει να είναι δικαστικός λειτουργός ούτε ότι απεκδύεται την δικαστική ιδιότητα και την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία που προβλέπει το Σύνταγμα. Απλώς ενδυόμενος τον επιχειρησιακό ρόλο δεν έχει πλέον λειτουργική αρμοδιότητα να εισάγει υποθέσεις στο δικαστικό δυμβούλιο, διότι δεν υπηρετεί πλέον στο δικαστήριο που ανήκει αυτό, ανεξαρτήτως του βαθμού που φέρει και της οργανικής του θέσης στο Δημόσιο. Δεν είναι ο κατά τον ΚΠΔ Εισαγγελέας Εφετών ή Πλημμελειοδικών, είναι ο κατά το άρθρο 17Α Ν. 2523/1997 Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος. Έτσι ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος απεκδύεται τις δικαστικές αρμοδιότητες που προβλέπει η γενική διάταξη του άρθρου 25 § 1 ΚΟΔΚΔΛ και του άρθρου 32 ΚΠΔ και μπορεί να ασκεί μόνο όσες προβλέπει ειδικά υπέρ αυτού ο νόμος στο άρθρο 17Α Ν. 2523/1997. Δεν ισχύει δε γι' αυτόν η αρχή του αδιαιρέτου της Εισαγγελίας, αλλά μόνον η αρχή του αδιαιρέτου της Εισαγγελίας Οικονομικού Εγκλήματος, αφού λ.χ. τις διατάξεις δέσμευσης και τις παραγγελίες μπορούν να εκδίδουν οι επίκουροι ή ο αναπληρωτής[74].
47. Συνεπώς μπορεί να διατυπωθεί η θέση ότι, κατά κυριολεξία, όλα τα βουλεύματα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που έχουν εκδοθεί μέχρι σήμερα κατόπιν προτάσεως του αναπληρωτή Οικονομικού Εισαγγελέα, πάσχουν από απόλυτη ακυρότητα σύμφωνα με τα άρθρα 138 §§ 2,3 και 171 § 1β΄ ΚΠΔ, διότι οι υποθέσεις δεν εισήχθησαν στο Συμβούλιο από τον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, που «ανήκει» στο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, αλλά από τον λειτουργικά αναρμόδιο (αναπληρωτή) Οικονομικό Εισαγγελέα. Αυτά ισχύουν mutatis mutandis και για την εισαγωγή υποθέσεων στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών από επίκουρους Οικονομικούς Εισαγγελείς υπό το νέο καθεστώς του Ν. 4472/2017. Εφόσον δε το μέτρο της δέσμευσης δεν παρατάθηκε νομίμως από το Δικαστικό Συμβούλιο πάσχει και το ίδιο από απόλυτη ακυρότητα, καθώς η διαδικασία της έκδοσης βουλεύματος του Δικαστικού Συμβουλίου, το οποίο αποφασίζει για την παράταση καθιερώθηκε προφανώς προς προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του υπόπτου και καθιδρύεται έτσι και ο λόγος ακυρότητας εκ του άρθρου 171 § 1δ΄ ΚΠΔ.
Γ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
48. Οι ειδικές ανακριτικές πράξεις δεν συνδέονται πλέον με το οργανωμένο έγκλημα, είναι ιδιαίτερα συχνές στην πράξη και ο κατάλογος των εγκλημάτων, για τα οποία επιτρέπεται η διενέργειά τους βαίνει συνεχώς διευρυνόμενος, ώστε η εξαιρετικότητα που τους προσδίδει ο επιθετικός προσδιορισμός «ειδικές» έχει πλέον εν τοις πράγμασι ανατραπεί· ίνα πληρωθή το ρηθέν υπό του Μανωλεδάκη «...οι «ειδικές» ανακριτικές πράξεις του άρθρου 253Α θα καταστούν σύντομα γενικές και θα εφαρμόζονται σε όλα τα κακουργήματα ...». Υπό αυτή την έννοια η δέσμευση περιουσιακών στοιχείων κατά το άρθρο 17Α §8 Ν. 2523/1997 συνιστά ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της σύγχρονης «ειδικής ανακριτικής πράξης», όχι μόνο ως προς τα (ελαστικά και όχι πλέον αυστηρά) εννοιολογικά χαρακτηριστικά της, αλλά ιδίως ως προς τις παθογένειες της επιβολής και του δικαστικού ελέγχου της, οι οποίες συνεπάγονται μία σαφή υποχώρηση της προστασίας των δικαιωμάτων του υπόπτου ή κατηγορουμένου.
49. H υπέρβαση των ορίων του ευλόγου ως προς το χρόνο της δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων κατά το άρθρο 17Α § 8 Ν. 2523/1997 παραβιάζει τα άρθρα 7 § 3 (απαγόρευση γενικής δήμευσης), 17 § 1 (προστασία της ιδιοκτησίας), 5 § 1 (οικονομική ελευθερία) και 25 § 1 (αρχή αναλογικότητας) του Συντάγματος και επίσης τα άρθρα 6 § 1 (δίκαιη δίκη-υπέρβαση εύλογου χρόνου ολοκλήρωσης της διαδικασίας) και 1 του πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (προστασία της περιουσίας). Συνεπάγεται δε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας και ιδίως της ανακριτικής πράξης της δέσμευσης όλων των περιουσιακών στοιχείων του υπόπτου. Ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος πρέπει να περιοριστεί στην πλήρη και αποκλειστική απασχόλησή του με τα (ανακριτικά) καθήκοντα που περιοριστικά ορίζει ο νόμος στο άρθρο 17Α Ν. 2523/1997 και δεν μπορεί να συμμετάσχει και να επηρεάζει τον δικαστικό έλεγχο των πράξεών του εισάγοντας τις υποθέσεις με πρότασή του στο Δικαστικό Συμβούλιο. Η διαδικασία του δικαστικού ελέγχου της δέσμευσης, όπως σήμερα προβλέπεται στο νόμο, είναι λίαν προβληματική, ιδίως ως προς τον έλεγχο των χρονικών ορίων της και ευθέως αντισυνταγματική στο βαθμό που δεν προβλέπεται ανώτατο χρονικό όριο, πέραν του οποίου δεν θα επιτρέπεται περαιτέρω παράταση του μέτρου.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
* Επεξεργασμένη και αναπτυγμένη μορφή της Εισήγησης στην εκδήλωση που διοργανώθηκε από την Ελληνική Εταιρεία Ποινικού Δικαίου στην αίθουσα εκδηλώσεων του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, στις 16.12.2016, με θέμα: «Ειδικές ανακριτικές πράξεις». Για πολλά από τα ζητήματα που θίγονται στο παρόν σχετικά με την «ειδική ανακριτική πράξη» της δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων ο Αναπληρωτής Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος αναπτύσσει τις θέσεις του στην πρότασή του, την οποία δέχθηκε καθ' ολοκληρίαν το ΣυμβΕφΑθ 2429/2017 (ήδη υπό δημ.), δίδοντας έτσι το έναυσμα για έναν γόνιμο περαιτέρω επιστημονικό διάλογο μεταξύ θεωρίας και νομολογίας.
[1] ΠοινΧρ 2001, 1022· ανάλυση των επιμέρους εννοιολογικών χαρακτηριστικών βλ. ήδη σε Λίβο, Οργανωμένο Έγκλημα: Έννοια και δικονομικοί τρόποι αντιμετώπισής του, εις: Ελληνική Εταιρεία Ποινικού Δικαίου, Το οργανωμένο έγκλημα από τη σκοπιά του ποινικού δικαίου (Πρακτικά του Ζ' πανελληνίου συνεδρίου), 2000, σελ. 57 επ.· τον ορισμό υιοθετεί και ο Παπαγεωργίου-Γονατάς, Επίκαιρα ζητήματα της σύγχρονης ποινικής δίκης, 2015, σ. 196. Για την έννοια και τα χαρακτηριστικά τους βλ. πιο πρόσφατα και Νάιντο, ΠοινΧρ 2017, 491 επ.
[2] Σάμιος, ΠοινΧρ 2001, 1035· Δαλακούρας, ΠοινΧρ 2001, 1024· Συμεωνίδου, ΠοινΔικ 2001, 698· Παπαγεωργίου-Γονατάς, ό.π., σ. 200 κ.επ.· εισηγητική έκθεση Ν. 2915/2001, ΠοινΧρ 2001, 1011· πρβλ. ήδη και Λίβο, Οργανωμένο Έγκλημα: Έννοια και δικονομικοί τρόποι αντιμετώπισής του, ό.π., σ. 59, 62 επ.
[3] Μανωλεδάκης, Ασφάλεια και Ελευθερία, 2002, σ. 160.
[4] Ήταν αναμενόμενο. Οι εμπνευστές της διάταξης του άρθρου 6 Ν. 2928/2001 είχαν μεν τις αγαθότερες των προθέσεων, αλλά λησμόνησαν τούτο: Στα αγγλοσαξωνικά συστήματα, όπου αναπτύχθηκαν, η δίκη είναι ένας αγών (εξ ου και πρέπει να είναι fair, δηλ. τίμια [και όχι δίκαιη όπως κατά προσαρμογή και όχι κατ' ακριβολογία αποδίδεται στον ηπειρωτικό κύκλο η έννοια του fair trial]), όπου η κατηγορούσα αρχή δεν ενδιαφέρεται τόσο για την ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας, αλλά για να «σκοράρει» αποσπώντας όσο το δυνατό περισσότερες ομολογίες με «παζάρεμα» και διάθεση της κατηγορίας. Σκοπός δεν είναι η δίκη, αλλά η γρήγορη και αμαχητί καταδίκη, εν ανάγκη και χωρίς κατ' ουσίαν δίκη, εξαναγκάζοντας σε ομολογία κατ' αρχάς μεν τα κατώτερα μέλη και εν συνεχεία προχωρώντας σταδιακά προς τα υψηλότερα στρώματα της ιεραρχίας. Έτσι ο καθένας «δίνει» τον ανώτερό του κ.ο.κ.. Η μεταφύτευση των ειδικών ανακριτικών τεχνικών στην ηπειρωτική δικαιοκρατική (rechtsstaatlich) και όχι απλά τίμια (fair) ποινική διαδικασία προκαλεί φυσιολογικά παρενέργειες, όπως οι εκτιθέμενες κατωτέρω στο κείμενο.
[5] Πρβλ. ιδίως Παπαγεωργίου-Γονατά, ό.π., σ. 198 επ., ο οποίος καταλήγει ότι μετά τις ως άνω αλλεπάλληλες νομοθετικές μεταβολές «οι ειδικές ανακριτικές πράξεις έχουν παύσει πλέον να αποτελούν εξαιρετική ρύθμιση, αλλά έχουν ενταχθεί στο οπλοστάσιο της ποινικής διερεύνησης σωρείας εγκληματικών πράξεων»· επίσης Σκανδάμη, ΠοινΔικ 2016, 464, ο οποίος ορθά παρατηρεί ότι «εν τέλει, η αχαλίνωτη τυποποίηση τέτοιων ανακριτικών πράξεων νοηματοδοτεί μια ραγδαία ποινικοδικονομική μεταστροφή, αφού οι ειδικές ανακριτικές πράξεις μετατρέπονται σταδιακά σε γενικές ανακριτικές πράξεις, με κίνδυνο επέκτασης της εφαρμογής τους σε όλο το φάσμα των σοβαρών ή λιγότερο σοβαρών εγκλημάτων, που λίγο βεβαίως απέχει από τη δημιουργία μιας κοινωνίας υπό διαρκή αστυνομική διείσδυση».
[6] Πρβλ. Παπαγεωργίου-Γονατά, ό.π., σ. 196 υποσημ. 561.
[7] Έτσι ο Μανωλεδάκης, ό.π., σ. 160.
[8] Βλ. ιδίως Ν. Λίβο, Το πρόβλημα της ασφάλειας και η ασφάλεια ως πρόβλημα: Το παράδειγμα του Ποινικού Δικαίου, εις: Δημοκρατία - Ασφάλεια - Ελευθερία, τιμ.τομ. Ι. Μανωλεδάκη, 2005, σ. 203 επ., κατά τον οποίον οι «ειδικές ανακριτικές τεχνικές» του άρθρου 253Α ΚΠΔ «προορίζονται αποκλειστικά για την εξιχνίαση των αξιόποινων πράξεων των εγκληματικών οργανώσεων»· τον ίδιο, Οργανωμένο Έγκλημα: Έννοια και δικονομικοί τρόποι αντιμετώπισής του, ό.π., ιδίως σελ. 56 επ. και passim· πρβλ. περαιτέρω τον ίδιο, ΠοινΛογ 2001, 1606.
[9] Ανδρουλάκης, Θεμελιώδεις Έννοιες της Ποινικής Δίκης4, 2012, σ. 18 κ.επ.
[10] Δαλακούρας, ΠοινΧρ 2001, 1023 επ.
[11] Σχετικώς Δαλακούρας, ΠοινΧρ 2001, 1023· Λίβος, Οργανωμένο Έγκλημα: Έννοια και δικονομικοί τρόποι αντιμετώπισής του, ό.π., σ. 56 επ.
[12] Σχετικώς Δαλακούρας, ΠοινΧρ 2001, 1025 επ.· Λίβος, Το πρόβλημα της ασφάλειας και η ασφάλεια ως πρόβλημα: Το παράδειγμα του Ποινικού Δικαίου, ό.π., σ. 205.
[13] Λίβος, Το πρόβλημα της ασφάλειας και η ασφάλεια ως πρόβλημα: Το παράδειγμα του Ποινικού Δικαίου, ό.π., σ. 205 κ.επ.
[14] Έτσι και ο τότε εποπτεύων τον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος Ν. Παντελής, ΠοινΧρ 2014, 10.
[15] Βλ. σχετική δημοσίευση της επίκουρης Εισαγγελέως Οικονομικού Εγκλήματος Ε. Μιχαλοπούλου, ΔΔικ 2016, 190· επίσης Παντελή, ΠοινΧρ 2014, 10.
[16] Βλ. αντίστοιχα για το διάδοχο ποινικό μέτρο Μιχαλοπούλου, ΔΔικ 2016, 190 επ.
[17] ΠοινΧρ 2014, 10.
[18] Βλ. λ.χ. Νάιντο, ΠοινΧρ 2017, 491 επ.
[19] Στη θεωρία έχει επισημανθεί ορθώς εδώ και πολλά έτη, και μάλιστα με ρητή αναφορά και στο θεσμό του Οικονομικού Εισαγγελέα από τον Παύλου, ΠοινΔικ 2009, 69: «Κι ενώ για να κατακτηθεί η δικονομική και ουσιαστική θέση του εισαγγελέα ως αμιγώς δικαστικού λειτουργού και να απαλλαγεί ο θεσμός από το άχαρο φορτίο της «κατηγορούσας αρχής» και του μονοδιάστατου διώκτη του εγκλήματος παντί σθένει, έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια, σήμερα, με νέες νομοθετικές ρυθμίσεις και πρακτικές, ο ρόλος αυτός, κατά την άποψή μου, ενώ ενισχύεται προς την αποδέσμευση από δικονομικούς φραγμούς, περαιτέρω υπονομεύεται και υποδορίως μετακυλύεται αργά μεν, αλλά με σαφή προοπτική, σε έναν υπηρεσιακό επικεφαλής των κατασταλτικών μηχανισμών με προσωπική επιχειρησιακή εμπλοκή. [...] Αυτή η ενίσχυση των εξουσιών του, με σύγχρονη σταδιακή όμως μετάπτωση του εισαγγελέα και σε επιχειρησιακό προϊστάμενο συγκεκριμένων κατασταλτικών μηχανισμών, όχι ίσως ακόμη σήμερα, αλλά πάντως μεσοπρόθεσμα, φοβάμαι ότι πιθανόν να αφαιρέσει από τον εισαγγελέα το κεκτημένο δικαστικό του ύψος και να του αναθέσει έναν κατασταλτικά αποτελεσματικότερο ίσως ρόλο, αλλά περισσότερο διοικητικού - διωκτικού χαρακτήρα».
[20] Αιτιολογική έκθεση, σ. 26.
[21] Μιχαλοπούλου, ΔΔικ 2016, 192.
[22] Μιχαλοπούλου, ΔΔικ 2016, 192 (υπογράμμιση του γράφοντος).
[23] Κατά την κρατούσα πρακτική οι πλείστες των διατάξεων εκδίδονται από τους επίκουρους.
[24] ΔΔικ 2016, 192.
[25] Ο μόνος μετέχων της δικαστικής εξουσίας που είχε το αλάθητο και γι' αυτό προσπαθούσε με κάθε τρόπο, ακόμη και με βασανιστήρια, να αποσπάσει τη σχετική ομολογία του κατηγορουμένου υπήρξε ιστορικά ο ιεροεξεταστής. Συνεπώς αλάθητος δικαστικός λειτουργός δεν υπάρχει, διότι δεν υπάρχει αλάθητος άνθρωπος: errare humanum est.
[26] Τσιρίδης, ΠοινΔικ 2017, 13.
[27] Πρβλ. Μιχαλοπούλου, ΔΔικ 2016, 192 για τις τροποποιήσεις διατάξεων από τον ίδιο τον εκδίδοντα Οικονομικό Εισαγγελέα κατόπιν στάθμισης του δημοσίου συμφέροντος και κρίσης του περί των βιοτικών αναγκών του υπόπτου κλπ. και την αποστροφή του Παντελή, ό.π., ότι με το μέτρο ασκείται πίεση στον οφειλέτη να πληρώσει.
[28] Και στατιστικά υπάρχει ενδεχόμενο της τάξης του 70% να είναι εσφαλμένη η κρίση της! Βλ. ανωτ. στο κείμενο και υποσημ. 26.
[29] Βλ. σχετικώς Παπαγεωργίου-Γονατά, ό.π., σ. 207.
[30] Σκανδάμης, ΠοινΔικ 2016, 464· πρβλ. ήδη και Παύλου ανωτ. υποσημ. 19.
[31] Εντέλει με το υπ' αριθμ. 2429/2017 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών (αδημ.), και πάλι με ολοκληρωτική παραπομπή στην πρόταση του αναπληρωτή Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος (και αφού εντωμεταξύ η δέσμευση παρατάθηκε εκ νέου με βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών κατ' εφαρμογή του άρθρου 63 Ν. 4472/2017 [επί της εσφαλμένης εφαρμογής του στις εκκρεμείς υποθέσεις βλ. στο κείμενο πλαγιαρ. 63]), εγένετο εν μέρει δεκτή αίτηση ανάκλησης, με την οποία γινόταν επίκληση του υπερβολικά μακρού χρόνου της δέσμευσης, και έτσι περιορίστηκε η δέσμευση μόνο στην ακίνητη περιουσία του υπόπτου, χωρίς πάντως να αρθεί εντελώς.
[32] ΔΔικ 2016, 189.
[33] ΕΔΔΑ απόφ. της 13.11.2001, ŠLEŽEVIČIUS v. LITHUANIA, σκ. 25 επ.
[34] ΕΔΔΑ απόφ. της 13.11.2001, ŠLEŽEVIČIUS v. LITHUANIA, σκ. 27 επ.
[35] ΕΔΔΑ απόφ. της 13.11.2001, ŠLEŽEVIČIUS v. LITHUANIA, σκ. 30.
[36] Συμεωνίδης, Κατασχέσεις στην ποινική διαδικασία και προστασία των ατομικών δικαιωμάτων, 2010, σ. 192 επ.
[37] Συμεωνίδης, ό.π., σ. 195.
[38] Συμεωνίδης, ό.π., σ. 195-196 υποσημ. 129, 398.
[39] Συμεωνίδης, ό.π., σ. 398.
[40] Συμεωνίδης, ό.π., σ. 398-399
[41] Έτσι Συμεωνίδης, ό.π., σ. 399.
[42] Συμεωνίδης, ό.π., σ. 401.
[43] Αρκεί η δυνατότητα αυτή να μην μετατραπεί σε έναν ιδιότυπο εισαγγελικό ή δικαστικό πατερναλισμό ως προς την υπεράσπιση που θα επιλέξει ο ύποπτος ή κατηγορούμενος και τον βίο που θα διάγει. Εφόσον και για όσο τεκμαίρεται αθώος, δικαιούται να διάγει τον βίο που και πριν διήγε (ανεξαρτήτως του αν ήταν πολυτελής ή λιτός) και να επιλέξει τον συνήγορο που εμπιστεύεται, ανεξαρτήτως του αν αυτός είναι «ακριβός» ή «φτηνός. Η δικαιοσύνη δεν δικαιούται να μεταθέτει τα προβλήματα που προξενούν οι αργοί ρυθμοί της εις βάρος του κράτους δικαίου.
[44] Συμεωνίδης, ό.π., σ. 410 κ.επ.
[45] Συμεωνίδης, ο.π., σ. 415.
[46] Ανδρουλάκης, ό.π., σ. 30· ομοίως Καρράς, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο5, 2017, σ. 26 κ.επ.· παρόμοια Μανιτάκης/Παρασκευόπουλος, Υπερ 1991, 1258 επ.
[47] Ανδρουλάκης, ό.π., σ. 31· Καρράς, ό.π., σ. 28.
[48] Αναλυτικά Συμεωνίδης, ό.π., σελ. 316 επ.
[49] Συμεωνίδης, ό.π., σελ. 333 κ.επ.
[50] Μ. Μαργαρίτης, ΕρμΚΠΔ, 2008, άρθρο 31 αρ. 5· Μοροζίνης, ΝοΒ 2013, 1485· ΣυμβΠλημΔραμ 12/2009, ΠοινΔικ 2010, 48· ΕγκΕισΑΠ 1/2009 ΠοινΔικ 2010, 438 επ.· Τσιρίδης, ΠΛογ 2002, 1260· ΔιατΕισΕφΠειρ 64/2012, ΠοινΔικ 2013, 151 (153)· για την εφαρμογή των άρθρων 6 ΕΣΔΑ και 14 ΔΣΑΠΔ στην προκαταρκτική εξέταση και την προανάκριση και την εντεύθεν απόλυτη ακυρότητα εκ της παραβάσεώς τους βλ. ιδίως ΑΠ 471/2011 και ΑΠ 533/2011, ΠοινΧρ 2012, 250 και 252 (αντίστοιχα), αμφότερες με παρατ. Ι. Μοροζίνη.
[51] Σισιλιάνος, εις: Σισιλιάνος, Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Ερμηνεία κατ' άρθρο, 2013, άρθρο 6 αρ. 44.
[52] Αναλυτικά Μοροζίνης, ΝοΒ 2013, 1496 επ. με περαιτέρω παραπομπές.
[53] ΕγκΕισΑΠ 1/2009 ΠοινΔικ 2010, 439· Δασκαλόπουλος, ΠοινΧρ 2011, 419 επ.· ο ίδιος, ΠοινΧρ 2003, 1027 επ.· Παπαδαμάκης, ΠοινΔικ 2008, 339, 342.
[54] ΣυμβΠλημΑθ 3572/2007 ΝοΒ 2009, 663 επ. με εισ. προτ. Σ. Παππά και παρατ. Χούρσογλου· Παπανδρέου, εις: Λ. Μαργαρίτη [επιμ.], ΕρμΚΠΔ, τ. Ι2, 2012, άρθρο 176 αρ. 2.
[55] ΝοΒ 2013, 767. Κατά την εν λόγω απόφαση: «Από το περιεχόμενο των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι η προκαταρκτική εξέταση, μετά αλλεπάλληλες νομοθετικές τροποποιήσεις των ετών 2003, 2005 και 2010 και όπως διαμορφώθηκε με το νέο ν. 4055/ 2012, καταστάσα υποχρεωτική μάλιστα επί κακουργημάτων για να κινηθεί ποινική δίωξη, αυτή αναβαθμίστηκε, ενεργείται πριν ασκηθεί ποινική δίωξη, όπως και η ανάκριση, σύμφωνα με τα άρθρα 240 και 241 του ΚΠΔ και συνιστά βασικό στάδιο της προδικασίας, κατά το οποίο χρησιμοποιούνται όλα τα αποδεικτικά μέσα του άρθρου 178 ΚΠΔ, αποσκοπεί δε στη διαπίστωση της συνδρομής των προϋποθέσεων για να ασκηθεί ή όχι ποινική δίωξη και ασκείται ποινική δίωξη μόνον αν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις τέλεσης του εγκλήματος. Προανάκριση και προκαταρκτική εξέταση, από πλευράς τρόπου ενεργείας και σκοπού, ταυτίζονται πλέον. Στην προανάκριση υπάρχουν κατηγορούμενοι, ενώ στην προκαταρκτική εξέταση υπάρχουν ύποπτοι οι οποίοι καλούνται να δώσουν κάποιες εξηγήσεις, όμως, μπορούν να αρνηθούν ακόμα και την παροχή των αιτουμένων εξηγήσεων, έχουν δε όλα τα δικαιώματα των κατηγορουμένων, όπως, να παρίστανται με συνήγορο ή να εκπροσωπούνται από συνήγορο, να λαμβάνουν αντίγραφα της μήνυσης ή έγκλησης και όλων των εγγράφων της δικογραφίας, το δικαίωμα παροχής 48ωρης προπαρασκευαστικής προθεσμίας με δυνατότητα παράτασης, δικαίωμα πρότασης μαρτύρων κ.λπ. Κατά τη διενέργεια της προκαταρκτικής εξέτασης, η οποία πλέον έχει δικαιοδοτικό και όχι απλώς διοικητικό χαρακτήρα, ο ενεργών αυτήν, εισαγγελέας ή ανακριτικός υπάλληλος, μετά από έγγραφη παραγγελία του εισαγγελέα, δύναται να προσφύγει σε όλα τα κατά το άρθρο 178 και 253 ΚΠΔ αποδεικτικά μέσα και σε όλες τις από τον ΚΠΔ προβλεπόμενες ανακριτικές πράξεις, όπως είναι πχ. οι έρευνες και οι κατασχέσεις (και άρση κατάσχεσης), η πραγματογνωμοσύνη, η διαβίβαση αιτημάτων δικαστικής συνδρομής κ.λπ., εκτός από εκείνες που δε συμβιβάζονται με τη φύση της προκαταρκτικής εξέτασης, όπως είναι η σύλληψη του υπόπτου και η λήψη απολογίας».
[56] Βλ. Μιχαλοπούλου, ΔΔικ 2016, 188 κ.επ.
[57] Μιχαλοπούλου, ΔΔικ 2016, 190 κ.επ.
[58] Οράτε λ.χ. τα τέσσερα (αδημ.) βουλεύματα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών που μνημονεύονται στο κείμενο (πλαγιαρ. 19).
[59] Έτσι για την όμοια περίπτωση του άρθρου 48 § 4 Ν. 3691/2008 το ΣυμβΠλημΘεσ 217/2012 ΠοινΧρ 2013, 304· επίσης Μπαλτάς, ΠοινΔικ 2011, 364 επ.
[60] Έτσι λ.χ. ΑΠ 1413/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ (υπόθεση 17Ν).
[61] Αντίστοιχες οι αιτήσεις του τελευταίου εδαφίου του άρθρου 48 §4 Ν. 3691/2008 και του όμοιου τελευταίου εδαφίου του άρθρου 2 §6 Ν. 4022/2011.
[62] Βλ. ανωτ. υποσημ. 59.
[63] Μπαλτάς, ΠοινΔικ 2011, 357· Δημήτραινας, ΠοινΧρ 2008, 951· Παύλου, ΠοινΧρ 2005, 769 επ.
[64] Συμεωνίδης, ό.π., σελ. 416.
[65] Συμεωνίδης, ό.π., σελ. 416.
[66] Συμεωνίδης, ό.π., σελ. 416.
[67] Έτσι ad hoc ΣυμβΠλημΔραμ 4/2010 ΠοινΔικ 2011, 307 [313]· Τσαγκαλίδης, ΠοινΔικ 2013, 1027· ήδη Δημήτραινας, ΠοινΧρ 2008, 951.
[68] ΣυμβΕφΑθ 760/2009 [αδημ.]· ΣυμβΕφΑθ 505/2011 [αδημ.]· ΣυμβΕφΑθ 1128/2011 [αδημ.], όπως όλα τα ανωτ. βουλεύματα παρατίθενται από τον Τσαγκαλίδη, ΠοινΔικ 2013, 1027 επ.
[69] Αυτό φαίνεται να δέχεται εκ του αποτελέσματος, με καθολική παραπομπή στην πρόταση του Αναπληρωτή Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος το ΣυμβΕφΑθ 2429/2017 (αδημ. ).
[70] Μιχαλοπούλου, ΔΔικ 2016, 192.
[71] Έτσι Μ. Μαργαρίτης, ΕρμΚΠΔ, 2008, άρθρο 307 αρ. 2· Α. Ζαχαριάδης, εις: Λ. Μαργαρίτη [επιμ.], ΕρμΚΠΔ, τ. ΙΙ, 2012, άρθρο 307 αρ. 3.
[72] ΣυμβΕφΑθ 173/1975 ΝοΒ 1975, 549 με προτ. Κ. Σταμάτη.
[73] Αυτή η δικονομική αταξία έχει και πρακτικό αντίκρισμα: Ενώ ο προσφεύγων κατά της επίδικης διάταξης δέσμευσης απευθύνεται στο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, όπως προστάζει το γράμμα του νόμου («με αίτησή τους προς το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών»), αν προσέλθει ο ίδιος ή ο πληρεξούσιος συνήγορός του στο κατάστημα του Εφετείου Αθηνών, προκειμένου να εγχειρίσει την προσφυγή του στον αρμόδιο γραμματέα της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, ώστε αυτή με πρόταση του αρμοδίου Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών να εισαχθεί στο Συμβούλιο Εφετών του επιβάλλεται να μεταβεί στο κτίριο του Σ.Δ.Ο.Ε., όπου εδρεύει ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος (ήτοι εκτός του καταστήματος του Εφετείου Αθηνών), και να εγχειρίσει την Προσφυγή στη γραμματεία του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος. Πλην όμως, αυτή η πρακτική έχει ως συνέπεια η Προσφυγή («Αίτηση») του άρθρου 17Α § 8 Ν. 2523/1997 που απευθύνεται προς το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών να μην παραλαμβάνεται από δικαστικό γραμματέα της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών ή του Εφετείου Αθηνών, αλλά από δικαστικό γραμματέα, ο οποίος είναι αποσπασμένος στο αυτοτελές Γραφείο του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος κατά το άρθρο 9α Ν. 2523/1997, το οποίο (Γραφείο) διαρθρώνεται έτσι, ακόμη και υπηρεσιακώς, ως αυτοτελής δικαστική αρχή σε σχέση με την Εισαγγελία Εφετών Αθηνών. Πως είναι δυνατό λοιπόν μία αίτηση που απευθύνεται κατά νόμο στο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών να την παραλαμβάνει η υπηρεσιακά αυτοτελής γραμματεία του Γραφείου Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος και όχι η γραμματεία της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών;
[74] Ειδάλλως, με τόσο φόρτο εργασίας που υπάρχει στο Εφετείο Αθηνών, γιατί να μην χρεώνεται και άλλες υποθέσεις προς πρόταση στο Συμβούλιο ή γιατί να μην κληρώνεται κανονικά ή να μην ορίζεται να συμμετέχει ως εισαγγελέας της έδρας σε κάθε δικάσιμο ειδικά για τα εγκλήματα της καθ' ύλην αρμοδιότητάς του ή και γενικότερα με την ίδια συχνότητα όπως και οι λοιποί υπηρετούντες στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών;