A. Εισαγωγή
Oι ανήλικοι που έχουν βιώσει οποιαδήποτε εκδοχή της σεξουαλικής βίας καλούνται να εξιστορήσουν στους φορείς της ποινικής δικαιοσύνης ως μάρτυρες μια εξαιρετικά επώδυνη εμπειρία[1]. Σε αυτό το πλαίσιο, ελλοχεύει ο κίνδυνος της δευτερογενούς τους θυματοποίησης[2]. Με τον όρο αυτό νοείται γενικότερα «η περαιτέρω [...] βλάβη του θύματος από λανθασμένες ή απρόσφορες αντιδράσεις των φορέων του ποινικού κοινωνικού ελέγχου ή του συστήματος της ποινικής δικαιοσύνης [...] ή του άτυπου κοινωνικού ελέγχου, όπως ατόμων από το εγγύτερο κοινωνικό περιβάλλον του θύματος, αλλά και των μέσων μαζικής επικοινωνίας [...]»[3].
Η συμμετοχή των ανήλικων παθόντων στα επιμέρους στάδια της ποινικής διαδικασίας συνοδεύεται από τα συναισθήματα της ντροπής και της ενοχής, ενώ δρα ανασταλτικά στην επούλωση του ψυχικού τραύματος[4]. Η δεινή τους θέση επιβαρύνεται εξαιτίας της επιφυλακτικότητας με την οποία αντιμετωπίζεται το περιεχόμενο των ισχυρισμών τους[5]. Όπως έχει επισημανθεί χαρακτηριστικά, οι συνήγοροι υπεράσπισης υποβάλλουν συχνά τον ανήλικο μάρτυρα «σε εξαντλητικές ερωτήσεις, που μπορεί επίσης να είναι σχοινοτενείς ή υποθετικές ή παραπειστικές, προσπαθώντας με αυτό τον τρόπο είτε να αποσπάσουν από αυτόν την απάντηση που επιθυμούν, είτε να αποδυναμώσουν την αξιοπιστία της κατάθεσής του»[6]. Οι διαπιστώσεις αυτές θα πρέπει να ιδωθούν συνδυαστικά με την ευρύτερα υποβαθμισμένη θέση του θύματος στην ποινική διαδικασία, η οποία είναι επικεντρωμένη στα δικαιώματα του κατηγορουμένου[7].
Είναι σαφές, λοιπόν, ότι οι επαγγελματίες που εμπλέκονται με οποιοδήποτε τρόπο στη διεξαγωγή της μαρτυρίας των ανήλικων θυμάτων (αστυνομικοί, εισαγγελείς, δικαστές, δικηγόροι, επιστήμονες ψυχικής υγείας) είναι σε θέση να συμβάλουν καθοριστικά στην εξέλιξή τους[8]. Για το λόγο αυτό, κατά τις τελευταίες δεκαετίες έχει απασχολήσει ιδιαίτερα τόσο την επιστημονική κοινότητα όσο και τους διεθνείς οργανισμούς το πώς θα αποφευχθεί η δευτερογενής τους θυματοποίηση. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις 21 Ιουλίου 1997, το Οικονομικό και Κοινωνικό Συμβούλιο του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών δήλωσε ότι τα παιδιά πρέπει να «αντιμετωπίζονται με συμπάθεια και με σεβασμό στην αξιοπρέπειά τους». Η άμεση επαφή με το δράστη θα πρέπει να αποφεύγεται στο μέτρο του δυνατού κατά τη διαδικασία της προκαταρκτικής εξέτασης, της ποινικής δίωξης και της ακροαματικής διαδικασίας. Τα κράτη-μέλη κλήθηκαν επίσης να εξετάσουν το ενδεχόμενο να τροποποιήσουν την εθνική τους νομοθεσία, ώστε να επιτρέπεται η βιντεοσκόπηση της μαρτυρίας κατά το στάδιο της προδικασίας και το βιντεοσκοπημένο υλικό να γίνεται αποδεκτό από τα δικαστήρια ως αποδεικτικό μέσο[9].
Σε ένα γενικότερο επίπεδο, η καταχώρηση μιας κατάθεσης σε ηλεκτρονικό μέσο λειτουργεί ενθαρρυντικά για την αυτοπεποίθηση του ανηλίκου, ώστε να μπορέσει να περιγράψει με μεγαλύτερη πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης. Ταυτόχρονα, μειώνουν το ενδεχόμενο να ξεσπάσει ο ανήλικος σε κλάματα (που εμποδίζουν την πορεία της εξέτασης) και λειτουργεί εν γένει προστατευτικά για τον ψυχισμό του, που η παρουσία του δράστη είναι δυνατό να τραυματίσει[10]. Η βιντεοσκόπηση μειώνει επίσης τον αριθμό των καταθέσεων του ανηλίκου και τη συνακόλουθη πιθανότητα της πολλαπλής του θυματοποίησης. Παρέχει δε στις αρμόδιες αρχές τη δυνατότητα να μελετήσουν ενδελεχώς την κατάθεση, στο βαθμό που το βιντεοσκοπημένο υλικό περιλαμβάνει τις μη λεκτικές αντιδράσεις του μάρτυρα[11]. Με βάση τα παραπάνω, οι ειδικοί τρόποι εξέτασης των ανήλικων που έχουν διαμορφωθεί στο διεθνές δικονομικό γίγνεσθαι δεν στοχεύουν αποκλειστικά στην προστασία των εν λόγω ευάλωτων μαρτύρων, αλλά και στην εξασφάλιση της ποιότητας του διαθέσιμου αποδεικτικού υλικού[12].
Αλλά και η Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης έχει προβεί στην εκπόνηση συγκεκριμένων συστάσεων αναφορικά με την προστασία των ανηλίκων κατά την εμπλοκή τους στην ποινική διαδικασία[13]. Μεταξύ άλλων, η Σύσταση της 17ης Νοεμβρίου 2010 περιλαμβάνει ορισμένες κατευθυντήριες γραμμές, ώστε το ποινικό σύστημα να καταστεί φιλικό προς τους ανηλίκους (child-friendly justice). Στο πλαίσιο αυτό δηλώνεται ότι τα δικαιώματα των τελευταίων πρέπει να γίνονται σεβαστά σε όλα τα στάδια της ποινικής διευθέτησης της υπόθεσης. Οι αποφάσεις των φορέων του επίσημου κοινωνικού ελέγχου θα πρέπει να λαμβάνονται με βάση τα «βέλτιστα συμφέροντα του παιδιού» (“best interests of the child”). Ωστόσο, αποτελεί κοινό τόπο στα ευρωπαϊκά κείμενα ότι η βελτίωση της θέσης του μάρτυρα οφείλει να μην οδηγεί σε καταστρατήγηση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου[14]. Εξάλλου, το ενδεχόμενο της υποβολής ψευδών καταγγελιών από ανηλίκους ή συγγενικά τους πρόσωπα είναι απτό και εμπειρικά διαπιστωμένο (ιδίως σε περιπτώσεις «συγκρουσιακών» διαζυγίων μεταξύ των γονέων με απώτερο στόχο την εκδίκηση)[15]. Το γεγονός αυτό καθιστά το έργο των φορέων του επίσημου κοινωνικού ελέγχου δυσχερές, αλλά και εξαιρετικά κρίσιμο.
Σε κάθε περίπτωση, η εξασφάλιση μιας δίκαιης δίκης είναι αδιαπραγμάτευτη. Η ποινική διαδικασία συνιστά ευρύτερα ένα «πεδίο άσκησης δομημένης κρατικής βίας και ως εκ τούτου ισχυρής δοκιμασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων»[16]. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις αρκεί η άσκηση της ποινικής δίωξης, ώστε ο φερόμενος ως δράστης να διασυρθεί δημοσίως και έμμεσα να υποβληθεί σε μια ανεπίσημη «ποινή», περισσότερο επίπονη ακόμη και από την πραγματική: το στίγμα που θα τον ακολουθεί, τόσο τον ίδιο όσο και τα μέλη της οικογένειάς του, ακόμη και εάν εκδοθεί αθωωτική απόφαση από το δικαστήριο εν τέλει[17]. Το ζητούμενο, λοιπόν, είναι η επίτευξη μιας αρμονικής ισορροπίας ανάμεσα στην προστασία του ανηλίκου και το σεβασμό του φερόμενου ως δράστη με τέτοιο τρόπο, ώστε η βελτίωση της θέσης του μάρτυρα στην ποινική διαδικασία να μην συνεπάγεται την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου και των βασικών αρχών της δίκαιης δίκης[18].
Στο πλαίσιο του παρόντος κειμένου θα επιχειρηθεί η παρουσίαση των ειδικών νομικών ρυθμίσεων σχετικά με την εξέταση ανηλίκων που φέρονται ότι έχουν αποτελέσει θύματα γενετήσιων αδικημάτων στο πεδίο της ποινικής δικαιοσύνης. Ειδικότερα, θα σκιαγραφηθούν η διαχρονική εξέλιξη του εθνικού νομικού πλαισίου – εκκινώντας από τον ν. 3625/2007 με τον οποίο εισήλθε το άρ. 226 Α στον Κώδικα της Ποινικής Δικονομίας (στο εξής: ΚΠΔ) – και τα εγειρόμενα δικαιοκρατικά ζητήματα με βάση την επισκόπηση της σχετικής βιβλιογραφίας και νομολογίας, όπως επίσης αλλοδαπών δικονομικών πρακτικών[19]. Στη συνέχεια, θα παρουσιασθεί το ισχύον νομικό πλαίσιο, έτσι όπως διαμορφώθηκε κατόπιν της εισαγωγής της Οδηγίας 2012/29/ΕΕ (ν. 4478/2017) και του Νέου Ποινικού Κώδικα (ν. 4620/2019) στην εθνική έννομη τάξη. Κύρια έμφαση θα δοθεί στις αρμοδιότητες των επαγγελματιών που στελεχώνουν τα νεοσύστατα Αυτοτελή Γραφεία Προστασίας των Ανηλίκων με τον τίτλο «Το Σπίτι του Παιδιού». Τα θέματα αυτά συγκεκριμενοποιήθηκαν πρόσφατα μέσω της έκδοσης της Υ.Α. 7320/10.6.2019, που φέρει τον γενικό τίτλο «Ρύθμιση θεμάτων λειτουργίας των Αυτοτελών Γραφείων Προστασίας Ανηλίκων Θυμάτων ‘Σπίτι του Παιδιού’ – Δομημένο πρωτόκολλο εξέτασης ως μάρτυρα του ανήλικου θύματος».
B. Το προγενέστερο νομικό πλαίσιο
B.1 Ειδικές ρυθμίσεις για την προστασία των ανήλικων μαρτύρων
Οι αντιλήψεις αναφορικά με την αξιοπιστίας των μαρτυριών που προέρχονται από ανήλικα πρόσωπα έχουν στην πορεία του χρόνου διαφοροποιηθεί[20]. Ο Marat είχε επισημάνει ότι «μια πολύ νεαρή ηλικία» συνιστά απόλυτα σοβαρή αιτία για την εξαίρεση ενός μάρτυρα[21]. Αργότερα οι καταθέσεις των ανηλίκων αντιμετωπίζονταν από τους ειδικούς επιστήμονες, τα δικαστήρια και την κοινή γνώμη με επιφύλαξη[22] και ως λιγότερο αξιόπιστες συγκριτικά με των ενηλίκων. Το περιεχόμενο των καταθέσεων των πρώτων θεωρούνταν συχνά ως προϊόν υποβολής καθοδηγητικών ερωτήσεων από τους εκπροσώπους του επίσημου κοινωνικού ελέγχου[23]. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Goodman, Golding, Helgeson, Haith και Michelli, στο πλαίσιο έρευνάς τους που δημοσιεύτηκε το 1987, ζήτησαν από 72 φοιτητές και φοιτήτριες ψυχολογίας – Αμερικανούς πολίτες να αναγνώσουν μία σύντομη περιγραφή τριών δικών, στις οποίες μάρτυρας – κλειδί ήταν ένα πρόσωπο έξι, δέκα ή τριάντα χρονών αντίστοιχα. Εν συνεχεία, οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να αξιολογήσουν τις καταθέσεις των μαρτύρων ως προς την αξιοπιστία τους. Παρά το γεγονός ότι το περιεχόμενό τους ήταν παρόμοιο, τα μέλη του δείγματος αξιολόγησαν την κατάθεση του εξάχρονου παιδιού ως λιγότερο αξιόπιστη, αυτή του δεκάχρονου συγκρατημένα ως αξιόπιστη και αυτή του τριαντάχρονου μάρτυρα ως την πλέον αξιόπιστη[24]. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’70, οι ανωτέρω αντιλήψεις θεωρούνται εσφαλμένες[25]. Οι ανήλικοι αντιμετωπίζονται εν γένει ως καλοί μάρτυρες, ιδίως στις περιπτώσεις των σεξουαλικών εγκλημάτων[26]. Σε κάθε περίπτωση, όπως έχει επισημάνει ο Hans Gross (αυστριακός δικαστής και καθηγητής εγκληματολογίας), ο κίνδυνος λήψης μη αξιόπιστων καταθέσεων ελλοχεύει όμοια στην περίπτωση των ενήλικων μαρτύρων[27]. Η ικανότητα του εκάστοτε μάρτυρα προς κατάθεση και η αξιοπιστία του ενδείκνυται να κρίνεται ούτως ή άλλως ad hoc και ανεξάρτητα από την ηλικία του[28].
Σε κάθε περίπτωση, στην ελληνική νομοθεσία αναγνωρίζεται διαχρονικά η δυσχερής θέση στην οποία έγκειται ένας ανήλικος όταν καλείται να εξετασθεί ως μάρτυρας από τους φορείς του επίσημου κοινωνικού ελέγχου[29]. Αξιοσημείωτη είναι λ.χ. η πρόβλεψη του άρ. 330 του προγενέστερου ΚΠΔ, όπου οριζόταν ότι αν η δημοσιότητα της συνεδρίασης είναι επιβλαβής στα χρηστά ήθη ή συντρέχουν ειδικοί λόγοι προστασίας του ιδιωτικού ή οικογενειακού βίου των διαδίκων (ιδίως ανηλίκων), το δικαστήριο μπορούσε να διατάζει τη διεξαγωγή της δίκης ή ενός μέρους αυτής δίχως δημοσιότητα[30]. Στο άρ. 19 του ν. 3500/2006 σχετικά με την ενδοοικογενειακή βία[31] ορίζεται ότι οι ανήλικοι δεν κλητεύονται ως μάρτυρες στο ακροατήριο. Αντ’ αυτού, αναγιγνώσκεται η κατάθεση που έχουν δώσει κατά την προδικασία. Κατ’ αυτό τον τρόπο ο νομοθέτης προτάσσει την προστασία των ανηλίκων κατά την εμπλοκή τους στην ποινική διαδικασία[32]. Στην ελληνική νομοθεσία αναγνωρίζεται επίσης διαχρονικά η ευάλωτη θέση των ανήλικων μαρτύρων απέναντι στις καθοδηγητικές ερωτήσεις των εξεταστών. Στο άρ. 226 παρ. 2 του προγενέστερου ΚΠΔ επιβαλλόταν να αναγράφονται πλήρως τόσο οι απαντήσεις που δίνει ο ανήλικος κατά την εξέταση όσο και τα ερωτήματα. Στόχο της ρύθμισης αποτελούσε η εξέταση του ενδεχόμενου οι απαντήσεις να αποτελούν προϊόν υποβολής. Επομένως, ήταν ευχερής η μεταξύ τους αντιπαραβολή και συνακόλουθα ο αποκλεισμός αυτού του ενδεχόμενου[33].
Τον Μάϊο του 2000 υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών το Προαιρετικό Πρωτόκολλο στη Διεθνή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Παιδιού σχετικά με την εμπορία παιδιών, την παιδική πορνεία και παιδική πορνογραφία[34]. Τα κράτη-μέλη κλήθηκαν να αναγνωρίσουν την ευπάθεια των παιδιών και να λάβουν υπόψη τους τις ιδιαιτερότητές τους, όταν διαδραματίζουν το ρόλο του μάρτυρα στο πεδίο της ποινικής διαδικασίας (άρ. 8). Από την άλλη πλευρά, στο ίδιο Πρωτόκολλο τέθηκε ρητά επί τάπητος η διάσταση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου: «Καμία διάταξη του παρόντος άρθρου δεν μπορεί να ερμηνεύεται κατά τρόπο που να θίγει ή να είναι ασυμβίβαστη με τα δικαιώματα του κατηγορουμένου για δίκαιη και αμερόληπτη δίκη». Το Πρωτόκολλο κυρώθηκε εν τέλει από τον Έλληνα νομοθέτη με το ν. 3625/2007. Έτσι, εισήχθη το άρ. 226 Α στον Κώδικα της Ποινικής Δικονομίας. Αργότερα, με το ν. 3727/2008, ο νομοθέτης κύρωσε τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των παιδιών από τη γενετήσια εκμετάλλευσης και κακοποίηση, που υπεγράφη τον Οκτώβριο του 2007 στο Lanzarote της Ισπανίας και αναφέρεται – μεταξύ άλλων – στον τρόπο διεξαγωγής δικανικών συνεντεύξεων με ανηλίκους. Με το ν. 3875/2010 («Κύρωση και εφαρμογή της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος και των τριών Πρωτοκόλλων αυτής και συναφείς διατάξεις»), επήλθε εκ νέου μια τροποποίηση του άρ. 226 Α ΚΠΔ. Τέλος, το πεδίο εφαρμογής της διάταξης προσαρμόστηκε στα καινούργια νομοθετικά δεδομένα, που διαμορφώθηκαν κατόπιν της εισαγωγής του ν. 4267/2014 (Καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης και εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας και άλλες διατάξεις), με τον οποίο ενσωματώθηκε στην εθνική έννομη τάξη η Οδηγία 2011/93/ΕΕ.
B.2 Ο διορισμός ψυχολόγου ή ψυχιάτρου στο ρόλο του πραγματογνώμονα
Στο άρ. 226 Α του προγενέστερου ΚΠΔ προβλέφθηκε ένας ρηξικέλευθος για τα ελληνικά νομοθετικά δεδομένα τρόπος εξέτασης ανηλίκων που φέρονται να έχουν υπάρξει θύματα εγκλημάτων, τα οποία συγκεκριμενοποιούνται στο κείμενο της διάταξης. Κοινή συνισταμένη αυτών αποτελεί η συνάφεια που διαθέτουν με τη γενετήσια ζωή και το φαινόμενο της εμπορίας ανθρώπων. Ειδικότερα, πρόκειται για τα εγκλήματα των 323 Α παρ. 4 (εμπορία ανθρώπων), 323 Β εδ. α (διενέργεια ταξιδιών με σκοπό από τους μετέχοντες σε αυτά την τέλεση συνουσίας ή άλλων ασελγών πράξεων σε βάρος ανηλίκων), 324 (αρπαγή ανηλίκων), 336 (βιασμός), 337 παρ. 3, 4 (προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας), 338 (κατάχρηση σε ασέλγεια), 339 (αποπλάνηση παιδιών), 342 (κατάχρηση ανηλίκων σε ασέλγεια), 343 (ασέλγεια με κατάχρηση εξουσίας), 345 (αιμομιξία), 346 (ασέλγεια μεταξύ συγγενών), 347 (ασέλγεια παρά φύση), 348 (διευκόλυνση ακολασίας άλλων), 348 Α (πορνογραφία ανηλίκων), 348 Β (προσέλκυση παιδιών για γενετήσιους λόγους), 348 Γ (πορνογραφικές παραστάσεις ανηλίκων), 349 (μαστροπεία), 351 (σωματεμπορία), 351 Α (ασέλγεια με ανήλικο έναντι αμοιβής) ΠΚ, όπως επίσης των άρ. 87 (παρ. 5, 6) και 88 του ν. 3386/2005, που τιτλοφορείται «Είσοδος, διαμονή και κοινωνική ένταξη υπηκόων τρίτων χωρών στην Ελληνική Επικράτεια»[35].
Η μαρτυρική εξέταση των ανηλίκων που φέρονται πως έχουν υποστεί μια σοβαρή μορφή θυματοποίησης εμφανίζει ορισμένες βασικές ιδιομορφίες, που επιβάλλουν την επίδειξη ευαισθησίας από την πλευρά των φορέων του τυπικού κοινωνικού ελέγχου με σκοπό την απόσπαση μιας αντικειμενικής και σαφούς κατάθεσης. Οι δικαστικοί λειτουργοί επιβάλλεται να επιτελέσουν ένα δυσχερές έργο, που διαφεύγει των συνηθισμένων τους καθηκόντων, δίχως να διαθέτουν ταυτόχρονα το κατάλληλο εκπαιδευτικό υπόβαθρο για να εκπληρώσουν την αποστολή τους[36]. Τα παραπάνω καθιστούν σαφείς τους λόγους που στο άρ. 226 Α ΚΠΔ προβλέφθηκε ο διορισμός στο ρόλο του πραγματογνώμονα ενός παιδοψυχολόγου ή παιδοψυχίατρου και (σε περίπτωση έλλειψης αυτών) ψυχολόγου ή ψυχιάτρου[37]. Ο εν λόγω επαγγελματίας ορίστηκε ρητά ότι θα συνεργάζεται κατά την προδικασία με τους προανακριτικούς υπαλλήλους και τους δικαστικούς λειτουργούς, ενώ ανέλαβε την προετοιμασία του μάρτυρα για την του εξέταση. Κάνοντας επίσης χρήση των κατάλληλων διαγνωστικών μεθόδων, ο εν λόγω επιστήμων της ψυχικής υγείας προβλέφθηκε ότι όφειλε να αποφανθεί αναφορικά με τη νοητικο-συναισθηματική ωριμότητα και την ψυχική κατάσταση του φερόμενου ως θύματος, διατυπώνοντας τις παρατηρήσεις του σε σχετική έκθεση. Η τελευταία συνιστούσε αναπόσπαστο στοιχείο της δικογραφίας[38].
Κατά τα λοιπά, ο παιδοψυχολόγος ή παιδοψυχίατρος οριζόταν ότι παρίσταται κατά τη διάρκεια της εξέτασης (άρ. 6 παρ. 4 του ν. 3727/2008). Ωστόσο, δεν προσδιορίζονταν λεπτομερώς ο ρόλος και ο βαθμός συμμετοχής του ψυχολόγου ή ψυχιάτρου στη διαδικασία. Με άλλα λόγια, δεν είχε καταστεί σαφές εάν διαδραματίζει έναν κεντρικό ρόλο στη λήψη της κατάθεσης κάνοντας χρήση συγκεκριμένων εργαλείων, που ευνοούν την απόσπαση της μαρτυρίας δίχως την πρόκληση δευτερογενούς θυματοποίησης του ανηλίκου ή εάν όφειλε μόνο να παρακολουθεί τη διαδικασία και να επεμβαίνει επικουρικά στο έργο του εξεταστή. Το κείμενο της διάταξης γεννούσε γενικότερα μια σειρά από ερωτήματα, ιδίως σε όσους δεν είναι εξοικειωμένοι με τις αποκαλούμενες «διαγνωστικές μεθόδους», όπως νοούνται στις επιστήμες της ψυχικής υγείας. Δεδομένου ότι στην Ελλάδα δεν έχει έως σήμερα εκπονηθεί ένα πρωτόκολλο για την εξέταση ανηλίκων σε υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης, η διεθνής βιβλιογραφία αποτελούσε τη μοναδική σχετική πηγή για την άντληση των σχετικών γνώσεων[39].
Σύμφωνα με το άρ. 13 του ν. 4267/2014, σε κάθε περίπτωση, η εξέταση του ανηλίκου όφειλε να διενεργείται – χωρίς υπαίτια καθυστέρηση – σε χώρους ειδικά σχεδιασμένους και προσαρμοσμένους για το σκοπό αυτό και με όσο το δυνατόν περιορισμένο αριθμό συνεντεύξεων. Τέτοιοι χώροι δεν είχαν έως πρόσφατα διαμορφωθεί στο ελληνικό ποινικό σύστημα. Αποτελεί κοινό τόπο ότι oι χώροι των ανακριτικών γραφείων είναι μη φιλικοί για τα παιδιά, προξενώντας άγχος και φόβο, συμβάλλοντας έτσι καθοριστικά στη δευτερογενή θυματοποίηση, αλλά και το περιεχόμενο της κατάθεσης[40]. Αξιοσημείωτη είναι, τέλος, η ρύθμιση που επέτρεπε τη συνοδεία του ανηλίκου από τον νόμιμο εκπρόσωπό του, εκτός εάν ο ανακριτής απαγόρευε την παρουσία του προσώπου αυτού με αιτιολογημένη απόφαση για σπουδαίο λόγο, ιδίως σε περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων ή ανάμειξης του προσώπου αυτού στην ερευνώμενη πράξη (επί παραδείγματι, ο ανακριτής δύναται να απαγορεύσει τη συνοδεία του ανηλίκου από τη μητέρα που υπάρχουν ενδείξεις ότι έχει είχε λάβει γνώση της θυματοποίησης και, παρά ταύτα, έμεινε αδρανής ή επιχείρησε ενεργά τη συγκάλυψη του γεγονότος)[41].
B.3 Η βιντεοσκόπηση της μαρτυρίας του ανηλίκου
Στην τρίτη παράγραφο του άρ. 226 Α του προγενέστερου ΚΠΔ παρεχόταν η δυνατότητα καταχώρησης της κατάθεσης του ανηλίκου που παρεχόταν κατά την προδικασία σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο. Το βιντεοσκοπημένο υλικό προβλεπόταν ότι θα λειτουργούσε ως υποκατάστατο στη φυσική του παρουσία στα επόμενα στάδια της ποινικής διαδικασίας[42]. Στην ίδια διάταξη προβλεπόταν ακόμη η δυνατότητα της συμπληρωματικής εξέταση του μάρτυρα, όποτε αυτό χρειαζόταν. Σε αυτή την περίπτωση, η εξέταση του ανηλίκου θα διεξαγόταν στον τόπο που βρισκόταν (δίχως να παρίστανται οι διάδικοι) από ανακριτικό υπάλληλο, τον οποίο και θα διόριζε ο δικαστής που διέταξε την εξέταση. Οι ερωτήσεις θα έπρεπε να προκαθορίζονται και να τίθενται με σαφήνεια από το δικαστήριο. Κατ’ αυτό τον τρόπο, επιδιωκόταν η απόσπαση μιας απαλλαγμένης από συναισθήματα – στο μέτρο του δυνατού – κατάθεσης, κάτι που λειτουργεί γενικότερα ως τροχοπέδη στην αναζήτηση της αλήθειας[43].
Η ως άνω πρόβλεψη είχε κριθεί από την ελληνική θεωρία ως εξαιρετικά προβληματική[44]. Το δικαίωμα του κατηγορουμένου να προβεί στην εξέταση των μαρτύρων κατηγορίας απορρέει από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (άρ. 6 παρ. 3 στοιχ. δ’). Κατ’ αυτό τον τρόπο, εξασφαλίζεται επίσης η εφαρμογή δικονομικών αρχών που οφείλουν να διέπουν την ακροαματική διαδικασία. Στις τελευταίες συγκαταλέγονται η αρχή της προφορικότητας, η κατ’ αντιδικία διεξαγωγή της δίκης και η αρχή της αμεσότητας των αποδεικτικών μέσων. Εντούτοις, η ρύθμιση του άρ. 226 Α ΚΠΔ εισήγαγε συγκεκριμένες αποκλίσεις από βασικές δικονομικές αρχές – εγγυητικές για την προστασία των δικαιωμάτων των κατηγορουμένων και τη διεξαγωγή μιας δίκαιης δίκης[45].
Πιο συγκεκριμένα, η πρακτική της καταχώρησης των καταθέσεων σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο απέκλειε την εξέταση του ανηλίκου από τον κατηγορούμενο. Σύμφωνα με αυτή τη θεώρηση, η βιντεοσκόπηση είχε κριθεί ότι συνιστά τροχοπέδη «στην προσπάθεια για την αναζήτηση της αλήθειας, διότι μόνο στη ζωντανή διαδικασία του ακροατηρίου με τις εκατέρωθεν παρεμβάσεις και παρατηρήσεις είναι δυνατόν να αποκομίσει το δικαστήριο εμπεριστατωμένη άποψη για τα γεγονότα που αναφέρονται στην κατηγορία, λαμβανομένου υπόψη του αυτονοήτως αντιληπτού γεγονότος ότι η κατάθεση του ανήλικου θύματος της αξιόποινης πράξεως αποτελεί το κυριότερο και πολύ συχνά το μοναδικό αποδεικτικό μέσο»[46]. Η δυνατότητα του δικαστηρίου να αποφασίσει τη συμπληρωματική εξέταση του φερόμενου ως θύματος κατόπιν αιτήσεως του κατηγορουμένου (δίχως να παρίστανται οι διάδικοι) αποτελούσε μια νομοθετική προσπάθεια για την αντιμετώπιση των αναφυόμενων δικονομικών προβλημάτων. Στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3525/2007 επισημαινόταν ότι με την προβλεπόμενη δικονομική τακτική «εξασφαλίζεται τόσο η προστασία του παιδιού όσο και το δικαίωμα αντεξέτασης του κατηγορουμένου»[47]. Εντούτοις, αφενός η θετική ανταπόκριση στο αίτημα εντάσσεται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, αφετέρου ο συνήγορος δεν είχε την ευκαιρία να προβεί στη διατύπωση διευκρινιστικών ερωτήσεων ύστερα από τη λήψη των απαντήσεων[48].
Με άλλα λόγια, είχε επισημανθεί ότι η πρακτική της βιντεοσκόπησης αφαιρεί από τον συνήγορο υπεράσπισης, τους δικαστές και την πολιτική αγωγή τη δυνατότητα να εξετάσουν το φερόμενο ως θύμα. Το γεγονός αυτό συνιστά παραβίαση της αρχής της αμεσότητας κατά την ποινική διαδικασία[49], που επιτάσσει την προσωπική επαφή των δικαστικών συνθέσεων – κρινόντων με τα αποδεικτικά στοιχεία, ενώ συνεπάγεται την απαγόρευση στοιχειοθέτησης μιας κατηγορίας με βάση καταθέσεις που ελήφθησαν κατά το στάδιο της προδικασίας, δίχως να παρασχεθεί στον κατηγορούμενο σε κάποια από τα στάδια τα ποινικής διαδικασίας η ευκαιρία να προβεί σε εξέταση του μάρτυρα[50]. Η συμπληρωματική κατάθεση του ανήλικου μάρτυρα – όπως προβλεπόταν στο άρ. 226 Α ΚΠΔ – δεν λαμβανόταν από μέλος του δικαστηρίου, αλλά από ανακριτικό υπάλληλο (ενώ η υπόθεση έχει εισαχθεί στο ακροατήριο). Ωστόσο, η αρχή της αμεσότητας επιτάσσει την παρουσία όλων των μελών του δικαστηρίου κατά τη διάρκειας της εξέτασης ενός μάρτυρα. Όπως έχει επισημανθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, τα υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου συρρικνώνονται στις περιπτώσεις που η καταδίκη στηρίζεται κατά κύριο λόγο σε μια ανέλεγκτη μαρτυρία. Το ως άνω Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει πως η ανηλικότητα του μάρτυρα συνεπάγεται την αναγκαιότητα αυξημένης προστασίας του. Εντούτοις, ο περιορισμός των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου οφείλει να αντικαθίσταται με επαρκείς αντισταθμιστικούς παράγοντες, που να καθιστούν εφικτή την κρίση περί της αξιοπιστίας της ανέλεγκτης μαρτυρίας. Η απόλυτη αποστέρηση του δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβεί στην εξέταση του ανηλίκου είτε κατά την προδικασία είτε κατά την ακροαματική διαδικασία περιάγει τον κατηγορούμενο σε δυσμενή θέση[51].
Με βάση τα παραπάνω, ο εθνικός νομοθέτης είχε σταθμίσει αυθεντικά τα υπερασπιστικά δικαιώματα με την ανάγκη προστασίας του μάρτυρα και είχε προκρίνει την τελευταία, δίχως να αφήνονται άλλα περιθώρια δράστη στον εφαρμοστή του δικαίου[52].
Γ. Η διαμόρφωση του άρ. 226 Α ΚΠΔ ύστερα από την εισαγωγή της Οδηγίας 2012/29/ΕΕ και του Νέου Κώδικα της Ποινικής Δικονομίας στην εθνική έννομη τάξη
H Οδηγία 2012/29/ΕΕ έχει ως αντικείμενο την καθιέρωση των δικαιωμάτων, την προστασία και την αρωγή των θυμάτων αξιόποινων πράξεων σε όλο το φάσμα της ποινικής διαδικασίας. Σε αντίθεση με προγενέστερα συναφή νομικά κείμενα, εν προκειμένω υιοθετείται ένας ευρύς ορισμός της έννοιας του θύματος. Επίσης, η παρεχόμενη προστασία δεν εξαντλείται σε συγκεκριμένες κατηγορίες εγκλημάτων. Αντίθετα, αναφέρεται σε όλο το φάσμα της θυματοποίησης. Σε γενικές γραμμές, μέσω της θέσπισης της Οδηγίας επιχειρείται να εξασφαλιστεί ότι τα θύματα τυγχάνουν της δέουσας πληροφόρησης, υποστήριξης και προστασίας σε κάθε επαφή με τις αρμόδιες αρχές. Σε αυτό το πλαίσιο, τα κράτη μέλη καλούνται να λαμβάνουν μέτρα, ώστε τα θύματα να αντιμετωπίζονται με σεβασμό, ευαισθησία, εξατομικευμένη και επαγγελματική προσέγγιση. Τα δικαιώματα που θεσπίζονται στην Οδηγία ισχύουν για όλα τα θύματα χωρίς διακρίσεις, ανεξάρτητα από τη χώρα προέλευσής τους ή και το καθεστώς διαμονής τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στις βασικές καινοτομίες της Οδηγίας έγκειται η θεσμοθέτηση ενός αυτοτελούς δικαιώματος των άμεσων θυμάτων, αλλά και των συγγενικών τους προσώπων, να αποκτούν πρόσβαση – ανάλογα με τις ανάγκες τους – σε δωρεάν και εμπιστευτικές υπηρεσίες υποστήριξης και φροντίδας (άρ. 8)[53].
Με το ν. 4478/2017, ο Έλληνας νομοθέτης μετέφερε την ως άνω Οδηγία στο εσωτερικό της έννομης τάξης. Κατ’ αυτό τον τρόπο, αναβαθμίστηκε σε σημαντικό βαθμό η θέση του παθόντος στην ποινική διαδικασία. Με το ίδιο νομοθέτημα προβλέφθηκε για πρώτη φορά στο ελληνικό δίκαιο η σύσταση Αυτοτελών Γραφείων Προστασίας Ανήλικων Θυμάτων στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, τον Πειραιά, την Πάτρα και το Ηράκλειο με τον γενικό τίτλο «Το Σπίτι του Παιδιού» (άρ. 79 παρ. 1). Στα καθήκοντα των επαγγελματιών του νεοσύστατου φορέα της ποινικής δικαιοσύνης εντάχθηκαν:
- Η συνδρομή των προανακριτικών, ανακριτικών, εισαγγελικών και δικαστικών αρχών για την προσήκουσα εξέταση ανήλικων θυμάτων σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις,
- Η εκτίμηση της αντιληπτικής ικανότητας και της ψυχικής κατάστασης των ανηλίκων μαρτύρων,
- Η διαμόρφωση των κατάλληλων συνθηκών και χώρων για την εξέταση, όπως επίσης η προμήθεια και η εγκατάσταση υλικοτεχνικού εξοπλισμού για την καταγραφή της κατάθεσης με ηλεκτρονικά οπτικοακουστικά μέσα.
Με το άρ. 77 του εξεταζόμενου νομοθετήματος επήλθε μια ακόμη τροποποίηση του άρ. 226 Α ΚΠΔ. Σε αυτό το πλαίσιο προβλέφθηκε εκ νέου ότι κατά την εξέταση του ανηλίκου διορίζεται και παρίσταται – ως πραγματογνώμων – ειδικά εκπαιδευμένος παιδοψυχολόγος ή παιδοψυχίατρος και σε περίπτωση έλλειψής τους, ψυχολόγος ή ψυχίατρος, που υπηρετεί, όμως, στα Αυτοτελή Γραφεία Προστασίας Ανήλικων Θυμάτων ή που περιλαμβάνεται στον πίνακα πραγματογνωμόνων, όπου αυτά δεν λειτουργούν (χωρίς να εφαρμόζονται κατά τα λοιπά οι διατάξεις των άρθρων 204 έως 208 ΚΠΔ). Η εξέταση του ανηλίκου θα έπρεπε επίσης να διενεργείται υποχρεωτικά στα Αυτοτελή Γραφεία Προστασίας Ανήλικων Θυμάτων της Εφετειακής Περιφέρειας ή, όπου αυτά δεν λειτουργούν, σε χώρους ειδικά σχεδιασμένους και προσαρμοσμένους για το σκοπό αυτόν, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση και με όσο το δυνατόν περιορισμένο αριθμό συνεντεύξεων.
Εκτός των ανωτέρω, μια βασική καινοτομία του ν. 4478/2017 έγκειται στο ότι προέβη στην συγκεκριμενοποίηση του ρόλου του ως άνω επιστήμονα στη φάση της εξέταση του ανηλίκου: η τελευταία διενεργείται από τους προανακριτικούς υπαλλήλους και τους δικαστικούς λειτουργούς διά του παρισταμένου παιδοψυχολόγου ή παιδοψυχιάτρου. Η ρύθμιση αυτή – που διατηρήθηκε στο άρ. 227 (σύμφωνα με τη νέα αρίθμηση) του Νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας – επιφορτίζει τον αρμόδιο επιστήμονα με έναν πρωταγωνιστικό ρόλο στη μαρτυρική εξέταση του ανηλίκου. Κατ’ αυτό τον τρόπο, η εξεταζόμενη διάταξη παραπέμπει σε μια αντίστοιχη πρακτική που έχει καθιερωθεί στο αγγλικό ποινικό σύστημα: την κατάθεση ενός ανηλίκου μέσω ενός ενδιάμεσου επαγγελματία (“examination of witness through intermediary”), όπως προβλέφθηκε για πρώτη φορά μέσω της “Youth Justice and Criminal Evidence Act 1999”[54]. O τελευταίος αποτελεί έναν πιστοποιημένο ψυχολόγο, κοινωνικό λειτουργό ή λογοθεραπευτή, που συνοδεύει τον ανήλικο στο δικαστήριο με στόχο να καταστήσει ευχερέστερη την επικοινωνία του με τους παράγοντες της δίκης. Για το λόγο αυτό, επεξηγεί τις ερωτήσεις στον ανήλικο με κατάλληλα προσαρμοσμένο τρόπο στις ιδιαίτερες ανάγκες του[55].
Μια σημαντική αλλαγή – που συνεπάγεται την περαιτέρω θωράκιση των δικαιωμάτων του κατηγορούμενου – επήλθε μέσω της εισαγωγής του Νέου Κώδικα της Ποινικής Δικονομίας[56]. Στο άρ. 227 παρ. 3 ΚΠΔ προβλέπεται ότι οι «συνήγοροι των διαδίκων έχουν δικαίωμα να ζητήσουν να υποβληθούν στον ανήλικο από τον ανακρίνοντα ερωτήσεις, τις οποίες έχουν προηγουμένως διατυπώσει εγγράφως, εκτός αν κατά την κρίση του παιδοψυχολόγου ή του ψυχιάτρου οι ερωτήσεις αυτές είναι δυνατόν να επηρεάσουν την ψυχική κατάσταση του ανηλίκου». Κατ’ αυτό τον τρόπο, ενσωματώθηκε στη δικονομική νομοθεσία μια αλλαγή, που λαμβάνει υπόψη την κριτική που είχε ασκηθεί στην προγενέστερη ρύθμιση από την ελληνική θεωρία[57]. Κατά τα λοιπά, προβλέπεται εκ νέου ότι η κατάθεση του ανηλίκου συντάσσεται εγγράφως και καταχωρίζεται σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο με στόχο την αντικατάσταση της φυσικής παρουσίας του ανηλίκου στα επόμενα στάδια της διαδικασίας. Ο Έλληνας νομοθέτης δεν υιοθέτησε μια επιπλέον (εναλλακτική) δικονομική πρακτική, που υφίσταται κατά τις τελευταίες δεκαετίες στο αγγλικό ποινικό σύστημα (αλλά και σε άλλες έννομες τάξεις) και δύναται να διασώσει το σεβασμό της αρχής της αμεσότητας στην ποινική δίκη.
Πιο αναλυτικά, στην “Criminal Justice Act 1988” προβλέφθηκε στην Αγγλία η δυνατότητα κατάθεσης ανηλίκων μέσω κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης (closed circuit television). Εν προκειμένω, το φερόμενο ως θύμα βρίσκεται εκτός της δικαστικής αίθουσας. Οι παράγοντες της δίκης διαθέτουν οπτική επαφή με τον ανήλικο μέσω της οθόνης, εν αντιθέσει με τον τελευταίο, ο οποίος είναι σε θέση να βλέπει αποκλειστικά το άτομο που διατυπώνει τα ερωτήματα. Με τον τρόπο αυτό, απομακρύνεται ο κίνδυνος δευτερογενούς θυματοποίησης μέσω της αποφυγής του προκαλούμενου από την ακροαματική διαδικασία άγχους. Επιπλέον, δεν απαιτείται η οπτική επαφή του ανηλίκου με τον κατηγορούμενο, γεγονός που δύναται να δράσει επιβαρυντικά στη ψυχική του υγεία και στο περιεχόμενο της κατάθεσης. Η βιντεοσκόπηση της μαρτυρίας κατά την προδικασία από τις αστυνομικές αρχές και η αναπαραγωγή του βιντεοσκοπημένου υλικού κατά την ακροαματική διαδικασία καθιερώθηκε ως δυνατότητα το 1991 (Criminal Justice Act 1991). O ανήλικος δεν απαλλάσσεται σε κάθε περίπτωση εξ’ ολοκλήρου από την υποχρέωση να παραστεί στην ποινική δίκη. Η βιντεοσκοπημένη μαρτυρία υποκαθιστά αποκλειστικά την κατάθεση που έδωσε κατά την προδικασία, ώστε να μην απαιτείται η εκ νέου εξιστόρηση των πραγματικών περιστατικών. Μόλις ολοκληρωθεί η προβολή του βιντεοσκοπημένου υλικού, ο μάρτυρας καλείται να παράσχει απαντήσεις στα ερωτήματα που τίθενται από τον εισαγγελέα και τον κατηγορούμενο. Στο στάδιο αυτό επιστρατεύεται δυνητικά η πρακτική της κατάθεσης μέσω κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης[58].
Συνεπώς, τα δικαιοκρατικά προβλήματα που συνεχίζει να εγείρει η ελληνική νομική ρύθμιση θα μπορούσαν να υπερπηδηθούν εάν τη στιγμή που εξελίσσεται η ακροαματική διαδικασία, σε έναν κατάλληλα διαμορφωμένο για ανηλίκους εκτός του δικαστηριακού συγκροτήματος θα βρίσκεται ο ανήλικος με σκοπό να καταθέσει μέσω του αρμόδιου επιστήμονα ψυχικής υγείας[59]. Το βιντεοσκοπημένο υλικό θα μπορούσε να αξιοποιηθεί σε αυτό το σημείο, προκειμένου ο ανήλικος να μην χρειαστεί να επαναλάβει τις λεπτομέρειες των πραγματικών περιστατικών – εφόσον κάτι τέτοιο δεν κρίνεται αναγκαίο. Η ως άνω πρακτική διασώζει την εφαρμογή της αρχής της αμεσότητας στην ποινική δίκη[60].
Δ. Οι εξειδικεύσεις της Υπουργικής Απόφασης
Στο άρ. 74 παρ. 3 του ν. 4478/2017 προβλεπόταν ότι οι αναγκαίες λεπτομέρειες σχετικά με τη σύσταση των αυτοτελών γραφείων για την προστασία των ανήλικων θυμάτων και των αρμοδιοτήτων των αντίστοιχων επαγγελματιών θα ρυθμίζονταν με βάση μεταγενέστερη Απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Στην Υ.Α. 7320/10.6.2019 που ακολούθησε εξειδικεύονται τα καθήκοντα του προσωπικού των αυτοτελών γραφείων προς τις αρμόδιες αρχές του ποινικού συστήματος (άρ. 9). Ειδικότερα, αφορούν στην:
- Προετοιμασία του ανήλικου μάρτυρα για την εξέταση, στο πλαίσιο της οποίας πραγματοποιείται ακόμη η διαδικασία εκτίμησης της αντιληπτικής ικανότητας και ψυχικής κατάστασης. Η προετοιμασία αφορά επίσης τους ανηλίκους με αναπηρία, νοητική υστέρηση,νευροαναπτυξιακές και ψυχικές διαταραχές, όπως επίσης αυτούς που προέρχονται από ένα διαφορετικό πολιτισμικό πλαίσιο, καθότι οι διαφορές στην εθνότητα, στη θρησκεία, στην κουλτούρα και στο κοινωνικό-οικονομικό υπόβαθρο είναι αναγκαίο να λαμβάνονται υπόψη από τους αρμόδιους φορείς του ποινικού συστήματος,
- Διενέργεια της εξέτασης, η οποία επιβάλλεται να πραγματοποιείται με συγκεκριμένη μεθοδολογία και επιστημονικά πρωτόκολλα,
- Εξέταση των μελών της οικογένειας του μάρτυρα.
Πιο αναλυτικά, στο άρ. 11 ορίζεται ότι ο αρμόδιος επιστήμονας ψυχικής υγείας προετοιμάζει τον ανήλικο για την εξέταση ως ακολούθως: α) ενημερώνει τον ανήλικο αναφορικά με το όνομα και την ιδιότητα του, β) συζητά αρχικά με τον ανήλικο για ουδέτερα θέματα, γ) Εγκαθιδρύει ένα υποστηρικτικό κλίμα ασφάλειας και εμπιστοσύνης, δ) επεξηγεί το λόγο, το σκοπό, τους βασικούς κανόνες της εξέτασης, την πορεία της όλης διαδικασίας και το ρόλο του, ε) ενθαρρύνει τον μάρτυρα να καταθέσει την αλήθεια για τα γεγονότα που έλαβαν χώρα, όπως ο ίδιος τα βίωσε ή τα αντιλήφθηκε και να ανακαλέσει στη μνήμη του, όσο το δυνατό περισσότερες πληροφορίες. Στο άρ. 10 ορίζεται με ενάργεια ότι η εκτίμηση της αντιληπτικής ικανότητας και ψυχικής κατάστασης ανηλίκων θυμάτων αποτελεί μέρος της προετοιμασίας του ανηλίκου για την δικανική εξέταση (δεν πρόκειται, λοιπόν, για μία επιπλέον εξέταση που θα επιβαρύνει περισσότερο τον ανήλικο μάρτυρα κατά την εμπλοκή του στην ποινική διαδικασία). Ο επιστήμων της ψυχικής υγείας εξετάζει ιδίως το αναπτυξιακό στάδιο του τελευταίου, αξιολογεί την αντιληπτική, γλωσσική και μνημονική του ικανότητα, καθώς και την ικανότητα του να διακρίνει το ψέμα από την αλήθεια. Στο πλαίσιο αυτό προβλέπεται ότι καλούνται σε συνέντευξη και τα μέλη της οικογένειας του ανηλίκου, ιδίως δε τα αδέλφια του, προκειμένου να επιτευχθεί η διερεύνηση του οικογενειακού του περιβάλλοντος εν γένει. Οι γονείς είναι αναγκαίο να εξετάζονται πριν από τον ανήλικο, είναι δε αναγκαίο να λαμβάνεται υπόψη το ιστορικό της οικογένειας και ιδίως, τυχόν ιστορικό κακοποίησης ή παραμέλησης οποιουδήποτε άλλου μέλους, καθώς και σοβαρά ζητήματα ψυχικής υγείας αυτών.
Στο άρ. 12 διευκρινίζεται ότι η δικανική εξέταση του ανηλίκου ως μάρτυρα δια του παρισταμένου επιστήμονα ψυχικής υγείας επιβάλλεται να διενεργείται με βάση το συνημμένο στην Υπουργική Απόφαση επιστημονικό πρωτόκολλο, το οποίο υιοθετεί ορισμένες αρχές δεοντολογίας και ακολουθεί συγκεκριμένα στάδια[61]. Για το λόγο αυτό, όλοι οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας, οι προανακριτικοί υπάλληλοι και οι εισαγγελικοί και δικαστικοί λειτουργοί είναι αναγκαίο να εκπαιδεύονται στην ορθή εφαρμογή του ανωτέρω πρωτοκόλλου. Στο ίδιο άρθρο συγκεκριμενοποιούνται οι στοχεύσεις και οι βασικές αρχές που οφείλουν να διέπουν τη διαδικασία. Η τελευταία αποσκοπεί στην ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας, την εκμαίευση αξιόπιστων καταθέσεων, τη συλλογή πληροφοριών και την ελαχιστοποίηση της παραφθοράς της μνήμης και του κινδύνου του ψυχικού επανατραυματισμού του ανηλίκου. Η εξέταση διέπεται από τις αρχές της ωφέλειας και της μη βλάβης, της αυτονομίας, της δικαιοσύνης, της απόλυτης μυστικότητας και της εχεμύθειας. Κατά την εξέταση επιβάλλεται να αποφεύγονται ερωτήσεις σχετικά με την ιδιωτική ζωή του ανηλίκου που δεν έχουν σχέση με την υπό διερεύνηση αξιόποινη πράξη. Στόχος της εξέτασης είναι να διερευνηθεί η ουσιαστική βασιμότητα της καταγγελλόμενης πράξης ή εάν αυτή συνέβη με διαφορετικό τρόπο από αυτόν που ιστορείται. Εφόσον κριθεί αναγκαία η ιατρική εξέταση του ανηλίκου – λόγω υποψίας σωματικής κακοποίησης ή παραμέλησης – θα πρέπει να επιδιώκεται η συνεργασία με επιστήμονες εκπαιδευμένους στην αναγνώριση και διαχείριση παιδιών που έχουν υποστεί σωματική κακοποίηση ή παραμέληση και γίνεται παραπομπή σε κατάλληλη μονάδα φροντίδας για την ασφάλεια των ανηλίκων.
Σε κάθε περίπτωση, η εξέταση οφείλει να γίνεται χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, με όσο το δυνατόν περιορισμένο αριθμό συνεντεύξεων και περιλαμβάνει ιδίως: α) την οικοδόμηση σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ του εξεταστή και του ερωτώμενου ανήλικου μάρτυρα, β) την εισαγωγή στο θέμα της εξέτασης, γ) την έκθεση των βασικών κανόνων της εξέτασης, δ) την ενθάρρυνση του ανηλίκου στην ελεύθερη αφήγηση των γεγονότων, ε) τις ερωτήσεις για εμπλουτισμό των πληροφοριών και στ) το κλείσιμο. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπου ο ανήλικος νοσηλεύεται σε νοσοκομειακή μονάδα και πιστοποιείται ιατρικά η αδυναμία μετακίνησης του, λαμβάνοντας υπόψη το υπέρτατο συμφέρον του και εφόσον η τυχόν αναβολή της εξέτασης του μπορεί να θέσει σε σοβαρό κίνδυνο την ποινική διαδικασία, η εξέταση του λαμβάνει χώρα στον τόπο νοσηλείας του, σύμφωνα με την παρούσα, αφού προηγουμένως εξασφαλιστεί η καταγραφή της εξέτασης με τον κατάλληλο οπτικοακουστικό εξοπλισμό (άρ. 12).
Τέλος, αξίζει να επισημανθεί ότι στο άρ. 15 της Απόφασης τονίζεται η αναγκαιότητα μιας ολιστικής προσέγγισης σε ό,τι αφορά τις ανάγκες του ανήλικου θύματος. Στο πλαίσιο του σχεδιασμού ενός ολοκληρωμένου προγράμματος παροχής υπηρεσιών υποστήριξης, το προσωπικό λειτουργεί με τη μορφή της διεπιστημονικής ομάδας και προβαίνει στις παρακάτω ενέργειες:
- Συγκεντρώνει και αξιολογεί τα στοιχεία και τις πληροφορίες που έχει στη διάθεση της, συμπεριλαμβανομένων και των στοιχείων που έχουν προκύψει από την ατομική αξιολόγηση του ανηλίκου,
- Καταρτίζει και υλοποιεί ένα εξατομικευμένο σχέδιο ενεργειών και χρονοδιάγραμμα αυτών που να ανταποκρίνεται στις διαπιστωμένες ανάγκες του ανηλίκου θύματος, ιδίως, για την παροχή συναισθηματικής και ψυχολογικής υποστήριξης και την παροχή συμβουλών σχετικά με τον κίνδυνο και την αποτροπή δευτερογενούς και επαναλαμβανόμενηςθυματοποίησης, εκφοβισμού και αντεκδίκησης, εκτός αν παρέχονται με άλλο τρόπο από άλλες δημόσιες ή ιδιωτικές υπηρεσίες,
- Παραπέμπει άμεσα σε κατάλληλες δομές συμβουλευτικής και ψυχοθεραπείας του ανηλίκου και των μελών της οικογένειάς του, εφόσον μια τέτοια εξειδικευμένη παρέμβαση κρίνεται αναγκαία.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
ΤΟ ΑΡ. 227 ΤΟΥ ΙΣΧΥΟΝΤΟΣ ΚΩΔΙΚΑ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ Ανήλικοι μάρτυρες θύματα προσβολής προσωπικής και γενετήσιας ελευθερίας 1. Κατά την εξέταση ως μάρτυρα του ανήλικου θύματος των πράξεων που αναφέρονται στα άρθρα 323Α παρ. 4, 324, 336, 337 παρ. 3, 338, 339, 342, 343, 345, 348, 348Α, 348Β, 348Γ, 349, «351Α»17 ΠΚ, καθώς και στα άρθρα 29 παρ. 5 και 6 και 30 του Ν. 4251/2014, διορίζεται και παρίσταται, ως πραγματογνώμων, ειδικά εκπαιδευμένος παιδοψυχολόγος ή παιδοψυχίατρος και σε περίπτωση έλλειψής τους, ψυχολόγος ή ψυχίατρος, που υπηρετεί στα Αυτοτελή Γραφεία Προστασίας Ανήλικων Θυμάτων ή που περιλαμβάνεται στον πίνακα πραγματογνωμόνων, όπου αυτά δεν λειτουργούν. Η εξέταση ως μάρτυρα του ανήλικου θύματος διενεργείται υποχρεωτικά στα Αυτοτελή Γραφεία Προστασίας Ανήλικων Θυμάτων της Εφετειακής Περιφέρειας ή, όπου αυτά δεν λειτουργούν, σε χώρους ειδικά σχεδιασμένους και προσαρμοσμένους για το σκοπό αυτόν, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση και με όσο το δυνατόν περιορισμένο αριθμό συνεντεύξεων. 2. Ο παιδοψυχολόγος ή ο παιδοψυχίατρος προετοιμάζει τον ανήλικο για την εξέταση, συνεργαζόμενος προς τούτο με τους προανακριτικούς υπαλλήλους και με τους δικαστικούς λειτουργούς, καθώς και με τους τυχόν διορισμένους τεχνικούς συμβούλους του κατηγορουμένου, μη εφαρμοζομένου κατά τα λοιπά του άρθρου 207 ως προς το θέμα της προσωπικής επαφής αυτών με τον ανήλικο. Για το σκοπό αυτόν χρησιμοποιεί κατάλληλες διαγνωστικές μεθόδους, αποφαίνεται για την αντιληπτική ικανότητα και την ψυχική κατάσταση του ανηλίκου και διατυπώνει τις διαπιστώσεις του σε γραπτή έκθεση, που αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της δικογραφίας. Η εξέταση του ανηλίκου διενεργείται από τους προανακριτικούς υπαλλήλους και τους δικαστικούς λειτουργούς διά του παρισταμένου παιδοψυχολόγου ή παιδοψυχιάτρου. Κατά την εξέταση ο ανήλικος μπορεί να συνοδεύεται από τον νόμιμο εκπρόσωπό του, εκτός αν ο ανακριτής απαγορεύσει την παρουσία του προσώπου αυτού με αιτιολογημένη απόφασή του για σπουδαίο λόγο, ιδίως, σε περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων ή ανάμειξης του προσώπου αυτού στην ερευνώμενη πράξη. 3. Οι συνήγοροι των διαδίκων έχουν δικαίωμα να ζητήσουν να υποβληθούν στον ανήλικο από τον ανακρίνοντα ερωτήσεις, τις οποίες έχουν προηγουμένως διατυπώσει εγγράφως, εκτός αν κατά την κρίση του παιδοψυχολόγου ή του ψυχιάτρου οι ερωτήσεις αυτές είναι δυνατόν να επηρεάσουν την ψυχική κατάσταση του ανηλίκου. 4. Η κατάθεση του ανηλίκου συντάσσεται εγγράφως και καταχωρίζεται και σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο. Η ηλεκτρονική προβολή της κατάθεσης του ανηλίκου αντικαθιστά τη φυσική παρουσία του στα επόμενα στάδια της διαδικασίας. 5. Αν δεν είναι δυνατή η ηλεκτρονική προβολή της κατάθεσης του ανηλίκου, η γραπτή κατάθεσή του αναγιγνώσκεται στο ακροατήριο. Αν ο ανήλικος κατά την ακροαματική διαδικασία έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος, μπορεί να παρίσταται αυτοπροσώπως, εφόσον κρίνεται απολύτως αναγκαίο. 6. Μετά την εισαγωγή της υπόθεσης που αφορά σε πράξεις της παρ. 1 στο ακροατήριο, ο εισαγγελέας ή οι διάδικοι μπορούν να ζητήσουν από τον πρόεδρο του δικαστηρίου την εξέταση του ανηλίκου, αν δεν έχει εξετασθεί στην ανάκριση ή πρέπει να εξετασθεί συμπληρωματικά. Αν η αίτηση γίνει δεκτή, η εξέταση του ανηλίκου γίνεται με βάση ερωτήσεις που έχουν τεθεί σαφώς, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, στον τόπο όπου αυτός βρίσκεται, από ανακριτικό υπάλληλο που τον διορίζει ο δικαστής που διέταξε την εξέταση. Οι παρ. 1 και 2 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις αυτές. Οι ερωτήσεις τίθενται από το δικαστήριο μετά από ακρόαση του εισαγγελέα και των παριστάμενων διαδίκων και υποβάλλονται στον ανήλικο, εκτός αν κατά την κρίση του παιδοψυχολόγου ή του ψυχιάτρου είναι δυνατόν να επηρεάσουν την ψυχική κατάσταση του ανηλίκου. 7. Η διάταξη του άρθρου 239 παρ. 2 εφαρμόζεται ανάλογα και επί ανηλίκων θυμάτων των αναφερόμενων στην παρ. 1 πράξεων. Στην περίπτωση αυτή η κοινωνική έρευνα μπορεί να διεξαχθεί και από κοινωνικούς λειτουργούς δήμων ή νομαρχιών.
ΔΟΜΗΜΕΝΟ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ ΔΙΚΑΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗΣ ΜΕ ΑΝΗΛΙΚΑ ΘΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗΣ ΣΤΑΔΙΟ 1: Το χτίσιμο της σχέσης. Α. Η γνωριμία με τον επαγγελματία «Εκεί υπάρχει μια κάμερα για να καταγράψει όλη μας τη συζήτηση. Έτσι μόνο θα μπορώ να θυμάμαι ακριβώς τι μου είπες. Επίσης, έτσι, δε θα χρειαστεί να μιλήσεις και πάλι σε κανέναν για ό,τι έγινε.» Β. Η Εγκαθίδρυση ενός υποστηρικτικού κλίματος Γ. Οι κανόνες της συνέντευξης Παρατηρήσεις: Σε παιδιά προσχολικής ηλικίας, με τη χρήση παραδειγμάτων διερευνήστε εάν είναι σε θέση: Εάν το παιδί πει «ψέματα», πείτε: - να διακρίνουν μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας: Εάν το παιδί πει «αυτό δεν είναι δυνατό», πείτε: Εάν το παιδί πει «δεν ξέρω», πείτε: - να διαφωνήσουν σε περίπτωση που ειπωθούν πράγματα που δεν ισχύουν: Εάν το παιδί πει «δεν είναι αλήθεια γιατί κάθομαι στην καρέκλα», πείτε: γ) Εάν ο ανήλικος σας ζητήσει εξ αρχής - ως όρο για να σας μιλήσει- να τηρήσετε απόλυτη εχεμύθεια σε σχέση με τον φερόμενο ως δράστη και το περιβάλλον του, πείτε: δ) Εάν ο ανήλικος σας ζητήσει να του υποσχεθείτε -προκειμένου να σας μιλήσει -ότι ο δράστης δε θα τιμωρηθεί για ό,τι του προκάλεσε (π.χ. ότι δε θα πάει φυλακή), πείτε: Ε. Η Οικογένεια Παρατηρήσεις:
ΣΤΑΔΙΟ 2: Η διεξαγωγή του ουσιαστικού μέρους της συνέντευξης Α. Μετάβαση στο ουσιώδες θέμα Παρατηρήσεις: Β. Ελεύθερη αφήγηση των γεγονότων Γ. Στοχευμένες ερωτήσεις για εμπλουτισμό των πληροφοριών
ΣΤΑΔΙΟ 3: Το κλείσιμο της συνέντευξης Α. Συνόψιση των όσων αναφέρθηκαν από τον ανήλικο Β. Ηθική επιβράβευση - Ευχαριστίες Δείξτε ενσυναίσθηση: Γ. Ενημέρωση για το τι πρόκειται να ακολουθήσει Δ. Αναζήτηση έμπιστων προσώπων Ε. Παρότρυνση και ενθάρρυνση για μια ακόμα επικοινωνία ή συνάντηση ΣΤ. Απευαισθητοποίηση - αποφόρτιση |
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Βλ. Θεμελή Ό., Η προστασία της ανηλικότητας – Βασικές αρχές συνέντευξης με κακοποιημένα παιδιά, στο Ο. Γιωτάκου & Μ. Τσιλιάκου (επιμ.), Ο κύκλος της κακοποίησης, Αρχιπέλαγος, Αθήνα, 2008, σ. 107 και Morgan M., How to interview sexual abuse victims, SAGE, London, 1995, σ. 9.
[2] Βλ. Avery M., The child abuse witness: Potential for secondary victimization, Criminal Justice Journal 1/1983, σ. 1 επ. και Μαγγανά Α., Η κοινοποίηση φακέλλων που αφορούν το ιατρικό παρελθόν θύματος σεξουαλικής επίθεσης στον Καναδά, ΠοινΔικ 5/1998, σ. 477. Η πρωτογενής θυματοποίηση λαμβάνει χώρα κατά την κακοποίηση / την τέλεση του εγκλήματος. Βλ. Αρτινοπούλου Β., Θυματολογία, στο Β. Αρτινοπούλου & Α. Μαγγανά, Θυματολογία και όψεις θυματοποίησης, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 1996, σ. 55, όπως επίσης Wemmers J., Introduction à la victimologie, Les Presses de l’Université de Montréal, Québec, 2003, σ. 79 επ.
[3] Βλ. Πιτσελά Α., Η εγκληματολογική προσέγγιση του οικονομικού εγκλήματος, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2010, σ. 5-6.
[4] Βλ. Θεμελή Ό., Το παιδί – θύμα ως μάρτυρας σεξουαλικής κακοποίησης: Η ακροαματική διαδικασία και ο κίνδυνος δευτερογενούς θυματοποίησης, στο Γ. Γιωτάκου & Β. Πρεκατέ (επιμ.), Σεξουαλική κακοποίηση – Μυστικό; Όχι πια!, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2006, σ. 219, Davidson J. κ.ά., Child victims of sexual abuse: Children’s experience of the investigative process in the criminal justice system, Practice 4/2006, σ. 247 επ., Flin R., Child witnesses in criminal courts, Children & Society 4/1990, σ. 264 επ., Martin M., Child sexual abuse: Preventing continued victimization by the criminal justice system and associated agencies, Family Relations 3/1992, σ. 330 επ., Quas J. κ.ά., Childhood sexual abuse assault victims: Long-term outcomes after testifying in criminal court, Blackwell, London, 2005 και Weiss h. & Berg F., Child victims of sexual assault: Impact of court procedures, Child Psychiatry and Law 5/1982, σ. 513 επ.
[5] Βλ. Summit R., The child sexual abuse accommodation syndrome, Child Abuse & Neglect 2/1983, σ. 177 επ. και Goodman G., The child witness: An introduction, Journal of Social Issues 2/1984, σ. 2.
[6] Βλ. Κωνσταντινίδη Ά., Η θέση του συνηγόρου υπερασπίσεως στην ποινική δίκη, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 1992, σ. 146, όπως επίσης Perry N. κ.ά., When lawyers question children: Is justice served?, Law and Human Behavior 6/1995, σ. 609 επ.
[7] Βλ. Βλάχου Β., Η αντιμετώπιση της σωματικής βίας κατά των γυναικών από το σύστημα απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, Έλλην, Αθήνα, 2005, σ. 187 επ., Γραμματικούδη Δ., Η θέση του θύματος στην ποινική δίκη, στο Λ. Μαργαρίτη (επιμ.), Η προστασία του κατηγορουμένου και του θύματος στην ποινική δίκη, Σάκκουλας, Θεσσαλονίκη, 1991, σ. 128 επ., Spinellis D., Victims of crime and the criminal process, Israel Law Review 1-3/1997, σ. 342 επ., Dignan J., Understanding victims and restorative justice, Open University Press, Berkshire, 2005, Doak J., Victims’ rights in criminal trials, Journal of Law and Society 2/2005, σ. 294 επ., Houchon G., Το θύμα, συντελεστής προόδου στην εγκληματολογία, Μτφρ. Γ. Νικολόπουλου, ΕΕΕ 1/1988, σ. 11, Hayden A. & Henderson P., Victims: The invisible people, στο J. Consedive & Η. Bowen (επιμ.), Restorative justice, Ploughshares, New Zealand, 1999, σ. 78 επ., Goodey J., Victims and victimology, Pearson Longman, Harlow, 2005, Kirchengast T., The victim in criminal law and justice, Palgrave, Hampshire, 2006, Sanders A., Victim participation in an exclusionary criminal justice system, στο C. Hoyle & R. Young (επιμ.), New visions of crime victims, Hart, Oxford, 2002, σ. 197 επ., Reiff R., Invisible victim – The criminal justice system’s forgotten responsibility, Basic Books, New York, 1979 και Bibas S., The machinery of criminal justice, Oxford University Press, Oxford-New York, 2012.
[8] Βλ. Πούλου Μ., Μαρτυρική εξέταση ανήλικων θυμάτων κακοποίησης, στο Σ. Γιοβάνογλου (επιμ.), Ο ανήλικος ως θύμα – Ο ανήλικος ως δράστης και κρατούμενος, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2010, σ. 17.
[9] Βλ. Πιτσελά Α., Κείμενα αντεγκληματικής πολιτικής – Δίκαιο ανηλίκων, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2006, σ. 297 επ.
[10] Βλ. Θεμελή Ό., Το παιδί-θύμα ως μάρτυρας σεξουαλικής κακοποίησης, ό.π., σ. 218 επ.
[11] Βλ. Vandervort F., Videotaping investigative interviews of children in cases of child sexual abuse: One community’s approach, Journal of Criminal Law & Criminology 4/2006, σ. 1360 επ. και τις εκεί παραπομπές.
[12] Βλ. Monaghan N., Law of evidence, Cambridge University Press, Cambridge, 2015, σ. 318.
[13] Πρβλ. Αλεξιάδη Σ., Ευρωπαϊκή αντεγκληματική πολιτική, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2006 και Βουγιούκα Κ., Προς μία θυματολογική πολιτική στην Ευρώπη, στο Ν. Κουράκη (επιμ.), Αντεγκληματική πολιτική ΙΙ, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 2000, σ. 75 επ.
[14] Βλ. Αρτινοπούλου Β., Επανορθωτική δικαιοσύνη, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2010, σ. 102 επ. και Saywitz K. & Goodman G., Interviewing children in and out of court: Current research and practice implications, στο J. Briere κ.ά. (επιμ.), The APSAC handbook of child maltreatment, SAGE, London, 1996, σ. 297 επ. και Vandekerckhove A. & O’Brien K., Child-friendly justice: Turing law into reality, ERA Forum 4/2013, σ. 523 επ.
[15] Βλ. Κολαΐτη Γ. & Τσιάντη Ι., Συγκρουσιακά διαζύγια, στον Τιμητικό Τόμο Καλλιόπης Δ. Σπινέλλη, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 2010, σ. 883 επ., Θεμελή Ό., Τα παιδία καταθέτει – Η δικανική εξέταση ανηλίκων μαρτύρων, θυμάτων σεξουαλικής κακοποίησης, Τόπος, Αθήνα, 2014, σ. 259 επ., Humphreys C., Child sexual abuse allegations in the context of divorce, British Journal of Social Work 4/1997, σ. 529 επ., Schudson C., Antagonistic parents in family courts: False allegations or false assumptions about true allegations of child sexual abuse?, Journal of Child Sexual Abuse 2/1992, σ. 113 επ., Faller K. & DeVoe E., Allegations of sexual abuse in divorce, Journal of Child Sexual Abuse 4/1996, σ. 1 επ., Schuman D., False accusations of physical and sexual abuse, Journal of the American Academy of Psychology and the Law 1/1986, σ. 5 επ., Wakefield H. & Underwager R., Sexual abuse allegations in divorce and custody disputes, Behavioral Sciences & the Law 4/1991, σ. 451 επ. και Wexler R., Wounded innocents: The real victims of the war against child abuse, Prometheus Books, New York, 1990. Το φαινόμενο των ψευδών καταγγελιών περί ενδοοικογενειακής σεξουαλικής βίας έχει απασχολήσει τα ελληνικά δικαστήρια. Βλ. ΑΠ 753/2011, ΝοΒ 2011, σ. 2349 επ.
[16] Βλ. Φυτράκη Ε., Τα δικαιώματα του ανθρώπου στην ποινική δίκη: Από τον εξανθρωπισμό στον «εκσυγχρονισμό», ΠοινΔικ 10/2004, σ. 1171.
[17] Βλ. Καρρά Α., Ποινικό δικονομικό δίκαιο, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011, σ. 7 επ., Φυτράκη Ε., Προάγοντας τον κοινωνικό αποκλεισμό – Οι έννομες συνέπειες της ποινικής καταδίκης, Εγκληματολογία 2/2011, σ. 46 επ. και Condry R., Families shamed – The consequences of crime for relatives of serious offenders, Willan, Devon, 2007.
[18] Βλ. Βλάχου Β., Τα δικαιώματα των θυμάτων στο κατώφλι του 21ου αιώνα, ΠοινΔικ 1/2001, σ. 73, Δαλακούρα Θ., Προστασία μαρτύρων: Ένα δικαιοκρατικό στοίχημα, στο Α. Κωνσταντινίδη & Θ. Δαλακούρα (επιμ.), Εμβάθυνση στο ποινικό δικονομικό δίκαιο, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2014, σ. 317 επ., Σπινέλλη Κ. & Τρωϊάνου Α., Δίκαιο ανηλίκων, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 1992, σ. 184, Bowden P., Henning T., Plater D., Balancing fairness to victims, society and defendants in the cross-examination of vulnerable witnesses: An impossible triangulation?, Melbourne University Law Review 3/2014, σ. 539 επ., Hall M., Victims of crime, Willan, Devon, σ. 9 επ., Orth U., Secondary victimization of crime victims by criminal proceedings, Social Justice Research 4/2002, σ. 323, Waller I., Crime victims: Doing justice to their support and protection, HEUNI, Helsinki, 2003, σ. 38 και Newburn T., Criminology, Willan, Devon, 2007, σ. 366.
[19] Για μια πρώτη παρουσίαση των ως άνω θεμάτων βλ. Πανάγου Κ., Αναζητώντας την ισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα του κατηγορουμένου και την προστασία του ανήλικου μάρτυρα: Η ελληνική νομοθεσία υπό το πρίσμα διεθνών και ευρωπαϊκών κειμένων αντεγκληματικής πολιτικής, Εγκληματολογία 1-2/2015, σ. 101 επ., όπου περαιτέρω βιβλιογραφικές και νομολογιακές παραπομπές.
[20] Βλ. Goodman G., Children’s testimony in historical perspective, Journal of Social Issues 2/1984, σ. 9 επ.
[21] Βλ. Marat J.-P., Σχέδιο ποινικής νομοθεσίας, Μτφρ. Α. Σινιόσογλου, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, χ.χρ., σ. 154.
[22] Βλ. Henderson E., Psychological research and lawyers’ perception of child witnesses in sexual abuse trials, στο D. Carson & R. Bull (επιμ.), Handbook of psychology in legal contexts, John Wiley & Sons, West Sussex, 2003, σ. 493.
[23] Βλ. Αργυρόπουλου Α., Δικαστική ψυχολογία, Ν.Δ. Φραντζεσκάκης, Εν Αθήναις, 1931, σ. 187 επ., Γιώτη Χ., Ανακριτική, Ελλάς, Εν Αθήναις, 1934, σ. 146 επ., Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου Α., Ο μάρτυς της ποινικής δίκης, Αθήναι, 1966, σ. 36-37, Ζησιάδη Β., Η ψυχολογική θεώρηση της ποινικής δίκης, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2006, σ. 195, Κοτσαλή Λ. & Μαργαρίτη Μ., Δικαστική ψυχολογία, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 2007, σ. 150, Πετρόπουλου Ι., Ψυχολογική ανάλυσις της ποινικής δίκης, Τύποις Ι. Βάρτσου, Εν Αθήναις, 1917, σ. 86 επ., Πούλου Μ., ό.π., σ. 17, Gershman B., Child witnesses and procedural fairness, American Journal of Trial Advocacy 3/2001, σ. 585, Newburn T., ό.π., σ. 858, Karmen A., Crime victims – An introduction to victimology, Thomson, Belmont, 2007, σ. 204 και γενικότερα για τις καθοδηγητικές ερωτήσεις σε μάρτυρες Cohen J., Trial tacties in criminal cases, στο H. Toch (επιμ.), Legal and criminal psychology, Holt, Rinehart and Winston, New York, 1961, σ. 60 επ. Βλ. επίσης Brown R., Legal psychology: psychology applied to the trial of cases, to crime and its treatment, and to mental states and processes, Bobbs-Merill, Indianapolis, 1926, σ. 133, όπου καταγράφονται τα ακόλουθα: “Create, if you will, an idea of what the child is to hear or see, and the child is very likely to hear or see what you desire”, όπως επίσης σχετικές έρευνες στάσεων σε Yarmey D. & Jones T., Police awareness of the fallibility of eyewitness identification, Canadian Police College Journal 6/1982, σ. 113 επ. και των ίδιων, Is the psychology of eyewitness identification a matter of common sense? στο S. M. Lloyd & B. R. Clifford (επιμ.), Evaluating witness evidence, Wiley, New York, 1983, σ. 13 επ.
[24] Βλ. Goodman G., Golding J., Helgeson V., Haith M., Michelli J., When a child takes the stand: Jurors’ perceptions of children’s eyewitness testimony, Law and Human Behavior 1/1987, σ. 27 επ.
[25] Βλ. Θεμελή Ό., Όταν «τα παιδία καταθέτει»: H δικανική εξέταση των ισχυρισμών των ανήλικων μαρτύρων – θυμάτων κακοποίησης, στο Α. Πιτσελά (επιμ.), Εγκληματολογικές αναζητήσεις: Τιμητικός Τόμος για τον Καθηγητή Στέργιο Αλεξιάδη, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2010, σ. 409, Μαγγανά Α., Τα σεξουαλικά εγκλήματα κατά των παιδιών στον Καναδά, στο Θέματα εγκληματολογικά & ποινικού δικαίου, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2004, σ. 289 και Henderson E., ό.π., σ. 493.
[26] Βλ. Κουράκη Ν., Προβλήματα ανακριτικής στο ελληνικό δίκαιο της απόδειξης, στο Ν. Κουράκη (επιμ.), Συμβολές στη μελέτη της ανακριτικής, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 2005, σ. 33, όπως επίσης Bala N., Lee J., McNamara E., Children as witnesses: Understanding their capacities, needs, and experiences, Journal of Social Distress and the Homeless 1/2001, σ. 41 και Stephenson G., The psychology of criminal justice, Blackwell, Oxford, 1999, σ. 176. Σύμφωνα μάλιστα με τον Πιτσόγιαννη, οι ανήλικοι συνιστούν «άριστους μάρτυρες», εξαιτίας «της αφέλειας και της αθωότητάς» τους, η οποία επιτρέπει στον εξεταστή την εκμαίευση σημαντικών και αξιόπιστων πληροφοριών Βλ. Πιτσόγιαννη Π., Ανακριτική, Σάκκουλας, Θεσσαλονίκη, 1983, σ. 378 και τις εκεί παραπομπές.
[27] Βλ. Κοτσαλή Λ. & Μαργαρίτη Μ., Δικαστική ψυχολογία, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 2007, σ. 150 και την εκεί παραπομπή.
[28] Βλ. Μαγγανά Α., Η μαρτυρική κατάθεση παιδιού – θύματος κακοποίησης – παραμέλησης στο Καναδικό ποινικό δίκαιο, στο Β. Αρτινοπούλου & Α. Μαγγανά, ό.π., σ. 154, Πούλου Μ., ό.π., σ. 18, Gershman B., ό.π., σ. 588 επ. και Lyon T., Child witnesses and the oath: empirical evidence, Southern California Law Review 5/2000, σ. 1017 επ.
[29] Βλ. Πούλου Μ., ό.π., σ. 19.
[30] Βλ. Παπαδαμάκη Α., Ποινική δικονομία, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2012, σ. 494 επ.
[31] Πρβλ. Χαραλαμπάκη Α., O ν. 3500/2006 για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας, ΠοινΛογ 3/2006, σ. 719 επ.
[32] Βλ. Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε., Η αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας στο ποινικό δίκαιο, στο Α. Μανιτάκη & Β. Κούρτη (επιμ.), Αφιέρωμα μνήμης στη Γιώτα Κραβαρίτου, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2011, σ. 227 και Μπρακουμάτσου Π., Παρατηρήσεις – Σκέψεις – Προτάσεις επί του νέου νόμου για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας, στο Φ. Μηλιώνη (επιμ.), Ενδοοικογενειακή βία, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 2008, σ. 212. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, η ρύθμιση έχει ως στόχο την προστασία του εύθραυστου ψυχικού κόσμου των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας και επιβάλλεται για την αποφυγή της πρόσθετης ταλαιπωρίας από την ποινική διαδικασία. Βλ. Δημόπουλου Χ., Εγχειρίδιο εγκληματολογίας, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2012, σ. 178 και Στεφανίδου Α., Ενδοοικογενειακή βία, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2010, σ. 57, 74.
[33] Βλ. Ζησιάδη Β., Η ψυχολογική θεώρηση της ποινικής δίκης, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2014, σ. 191. Τα σύγχρονα τεχνολογικά επιτεύγματα παρέχουν τη δυνατότητα ηχογράφησης των καταθέσεων και της ακριβούς απομαγνητοφώνησής τους. Μια τέτοια πρακτική μπορεί να συμβάλλει στην ποιότητα του αποδεικτικού υλικού. Βλ. Ζησιάδη Β., ό.π., σ. 190.
[34] Βλ. Santos M., The protection of children from sexual exploitation Optional protocol to the Convention on the Rights of the Child on the sale of children, child prostitution and child pornography, The International Journal of Children’s Rights 4/2010, σ. 551 επ.
[35] Βλ. Παρασκευόπουλου Ν. & Φυτράκη Ε., Αξιόποινες σεξουαλικές πράξεις, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2011 και Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε., Εγκλήματα κατά προσωπικών αγαθών, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2014, σ. 199 επ. Σημειωτέον ότι σε όσες υποθέσεις αναφέρονται στη δράση εγκληματικών οργανώσεων (άρ. 187 ΠΚ), τύγχανε γενικής εφαρμογής το άρ. 9 του ν. 2928/2001 περί προστασίας μαρτύρων μέσω κατάθεσης με τη χρήση ηλεκτρονικών μέσων ηχητικής και οπτικής ή μόνο ηχητικής μετάδοσής της. Βλ. Βαθιώτη Κ., Η προστασία μαρτύρων κατά το άρθρο 9 του Ν 2928/2001, ΠοινΧρ 11/2001, σ. 1045 επ. και Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε., Οργανωμένο έγκλημα και τρομοκρατία, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2007, σ. 80 επ.
[36] Βλ. Τριανταφύλλου Α., Ζητήματα μαρτυρικής απόδειξης στην ποινική δίκη, Π. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα, 2014, σ. 254.
[37] Πρβλ. Φωτάκη Ν., Ψυχιατρική – ψυχολογική πραγματογνωμοσύνη, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 1983. Η πρόταση για τη χρησιμοποίηση ψυχολόγου ως πραγματογνώμονος στις περιπτώσεις όπου εμπλέκονται ανήλικα θύματα γενετήσιων αδικημάτων είχε διατυπωθεί από τον Φιλιππίδη Τ., Δικαστική ψυχολογία, Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 1986, σ. 247-8.
[38] Πρβλ. Κοτσαλή Λ., Δικαστική ψυχολογία & ψυχιατρική, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2013, σ. 262, Themeli O. & Panagiotaki M., Forensic interviews with children victims of sexual abuse: The role of the counseling psychologist, The European Journal of Counseling Psychology 1/2014, σ. 1 επ., Morgan J. & Williams J., A role for a support person for child witnesses in criminal proceedings, British Journal of Social Work 2/1993, σ. 113 επ., Saywitz K. & Snyder L., Improving children’s testimony with preparation, στο G. Goodman & B. Bottoms (επιμ.), Child victims, child witnesses: Understanding and improving testimony, Guilford Press, New York, 1993, σ. 117 επ., Underwager R. κ.ά., The role of the psychologist in assessing cases of alleged child sexual abuse, στο H. Wakefield & R. Underwager (επιμ.), Accusations of child sexual abuse, Charles C. Thomas, Springfield, 1988, σ. 49 επ. Με τα όρια που τίθενται στο έργο του ψυχολόγου ή ψυχιάτρου καταπιάστηκε το ΣυμβΠλημΧαλκίδας 267/2011, ΠοινΔικ 2/2012, σ. 616 επ. (με σημ. του Γ. Μπουρμά).
[39] Βλ. Θεμελή Ό., Όταν «τα παιδία καταθέτει»: Η δικανική συνέντευξη με κακοποιημένους ανηλίκους, στο Α. Πιτσελά (επιμ.), ό.π., σ. 398, 408, της ίδιας, Τα παιδία καταθέτει, ό.π., σ. 93 επ.
[40] Βλ. Θεμελή Ό., Ανήλικα θύματα «χαμένα στην κατάθεση» – Από την αποκάλυψη της σεξουαλικής κακοποίησης στις δικαστικές συνεντεύξεις, Εγκληματολογία 2/2013, σ. 33, της ίδιας, Το παιδί – θύμα ως μάρτυρας σεξουαλικής κακοποίησης, ό.π., σ. 205 επ. και Hill P. & Hill S., Videotaping children’s testimony: An empirical view, Michigan Law Review 4/1987, σ. 809 επ.
[41] Πρβλ. Adams C., Mothers who fail to protect their children from sexual abuse, Yale Law & Policy Review 2/1994, σ. 519 επ., Mcintyre K., Role of mothers in father-daughter incest: A feminist analysis, Social Casework 6/1981, σ. 462 επ. και Krane J., What’s mother got to do with it? Protecting children from sexual abuse, University of Toronto Press, Toronto, 2003.
[42] Στη διάταξη δεν τίθεται το ζήτημα της ρητής και ενημερωμένης συναίνεσης του ανηλίκου που βιντεοσκοπείται. Παρά ταύτα, η παροχή ενημέρωσης σχετικά με τη σκοπιμότητα της συγκεκριμένης δικονομικής πρακτικής και η εξασφάλιση της συναίνεσης από την πλευρά του μάρτυρα εγγυάται σε μεγαλύτερο βαθμό την ικανοποιητική συνεργασία με τους φορείς του τυπικού κοινωνικού ελέγχου και υποβαθμίζει την πιθανότητα δευτερογενούς θυματοποίησης. Το απαραίτητο της συναίνεσης του ανηλίκου έχει επισημανθεί από την Επιτροπή Bigot στην Αγγλία. Βλ. Ζαφειροπούλου Ε., Ο ανήλικος μάρτυρας στην ποινική δίκη (Διπλωματική εργασία), Επιβλέπουσα Καθηγήτρια Κ. Σπινέλλη, Νομική Σχολή ΕΚΠΑ, Αθήνα, 1997, σ. 42.
[43] Στην ΜΟΕφΑθ 381-383, 410-413/2009, ΠοινΔικ 2/2010, σ. 186, το δικαστήριο όρισε πως η συμπληρωματική εξέταση του μάρτυρα θα διεξαχθεί από μέλος του δικαστηρίου (πρόεδρο εφετών), έναν ένορκο με την παρουσία του γραμματέα. Επίσης, διορίστηκε παιδοψυχολόγος, που ανέλαβε την ψυχολογική προετοιμασία του φερόμενου ως θύματος, αλλά και να γνωμοδοτήσει αναφορικά με την ικανότητα της ανήλικης να κατανοήσει τα ερωτήματα και να παράσχει ψύχραιμες και ειλικρινείς απαντήσεις. Τα προκαθορισμένα ερωτήματα ήταν επτά ως προς τον αριθμό. Το δικαστήριο επέλεξε την οικία διαμονής του ανηλίκου ως τόπο διενέργειας της συμπληρωματικής εξέτασής του. Βλ. επίσης ΠλημΚέρκυρας 23/2014, ΠοινΧρ 5/2015, σ. 390 και τις εκεί νομολογιακές παραπομπές.
[44] Επιφυλάξεις είχαν διατυπωθεί και στην Έκθεση της Β’ Διεύθυνση Επιστημονικών Μελετών της Βουλής σχετικά με το νομοσχέδιο «Κύρωση, εφαρμογή του Προαιρετικού Πρωτοκόλλου στη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού σχετικά με την εμπορία παιδιών, την παιδική πορνεία και παιδική πορνογραφία και άλλες διατάξεις».
[45] Βλ. Τριανταφύλλου Α., ό.π., σ. 13-4, 257, όπως επίσης Τζαννετή Α., Το δικαίωμα εξέτασης μαρτύρων κατηγορίας κατά το άρθρο 6 παρ. 3 εδ. δ’ ΕΣΔΑ, ΠοινΧρ 5/2008, σ. 394 επ., Τσόλκα Ο., Το δικαίωμα του κατηγορουμένου να εξετάζει μάρτυρες κατηγορίας κατά την έννοια του άρ. 6 παρ. 3 εδ. δ’ της ΕΣΔΑ, ΠοινΧρ 1/2006, σ. 86 επ., Δημόπουλου Χ., Ανακριτική, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2018, σ. 809 επ., Φαρσεδάκη Ι. & Σατλάνη Χ., Ένα απάνθισμα από τη νομολογία του ΕΔΔΑ του έτους 2013 για τη δίκαιη ποινική δίκη, ΠοινΔικ 2/2014, σ. 147 επ. και Biral M., The right to examine or have examined witnesses as a minimum right for a fair trial, European Journal of Crime, Criminal Law and Criminal Justice 4/2014, σ. 331 επ.
[46] Βλ. Χαραλαμπάκη Α., Ο νέος ν. 3625/2007 για την εμπορία παιδιών, την παιδική πορνεία και την παιδική πορνογραφία, ΠοινΛογ 4/2007, σ. 829.
[47] Βλ. Διονυσοπούλου Α., Το δικαίωμα του κατηγορουμένου στην εξέταση μαρτύρων κατηγορίας (άρθρο 6 παρ. 3δ’ ΕΣΔΑ) – Η επίδραση του common law και της νομολογίας του ΕΔΔΑ στην ελληνική ποινική δίκη, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2017, σ. 23: «Μέσω της εξέτασης των μαρτύρων κατηγορίας, ο κατηγορούμενος έχει τη δυνατότητα να επηρεάσει τη διαμόρφωση της γεγονοτικής βάσης της δικαστικής απόφασης».
[48] Βλ. Παπαδημητράκη Γ., Η αντιμετώπιση των ανηλίκων θυμάτων στην αγγλική ποινική δίκη, ΠοινΔικ 8-9/2009, σ. 1014.
[49] Βλ. Συκιώτου Α., Οι δυσκολίες και η σημασία της αναγνώρισης ενός ατόμου ως θύματος εμπορίας ανθρώπων, ΠοινΔικ & Εγκληματολογία 1/2009, σ. 33.
[50] Βλ. Ανδρουλάκη Ι., Κριτήρια της δίκαιης ποινικής δίκης κατά το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, Π. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα, 2000, σ. 57, Ανδρουλάκη Ν., Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, Π. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα, 2012, σ. 139 επ., 432 επ. και Τριανταφύλλου Α., ό.π., σ. 258. Όπως επισημαίνεται από την Διονυσοπούλου Α., ό.π., σ. 25: «Σύμφωνα με την αρχή της αμεσότητα το δικαστήριο θα πρέπει να σχηματίσει μια όσο το δυνατόν άμεση και δική του εντύπωση για τα πραγματικά περιστατικά που καλείται να κρίνει […] το δικαίωμα αντιπαράθεσης λειτουργεί μέσα στο πλαίσιο της αρχής της αμεσότητας, αφού μέσω του δικαιώματος αυτούς εξασφαλίζεται ότι το δικαστήριο αποκτά δική του και άμεση αντίληψη για τα πραγματικά περιστατικά».
[51] Βλ. Τριανταφύλλου Α. ό.π., σ. 247, 251, 18 επ., 258-9.
[52] Βλ. Διονυσοπούλου Α., ό.π., σ. 206.
[53] Βλ. Πανάγου Κ., Δικαιώματα και αρωγή των θυμάτων του εγκλήματος: H Οδηγία 2012/29/ΕΕ ως εργαλείο για τη διαδικαστική δικαιοσύνη, την ορθολογική αντεγκληματική πολιτική και την κοινωνική δικαιοσύνη, Εγκληματολογία 1-2/2018, σ. 88 επ., του ίδιου, Το ελληνικό νομικό πλαίσιο σχετικά με τα δικαιώματα και την αρωγή των θυμάτων εγκληματικών πράξεων: Προκλήσεις και προοπτικές για την ικανοποιητική εφαρμογή της Οδηγίας 2012/29/ΕΕ, Έκθεση στο πλαίσιο του έργου “SupportVoc: Development of a Generic Support Services Model to enhance the Rights of Victims of Crime”, European Commission (EC), JUST-AG-2016, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα www.supportvoc.eu και του ίδιου, Προτάσεις για την ικανοποιητική εφαρμογή της Οδηγίας 2012/29/ΕΕ στην ελληνική πραγματικότητα, Έκθεση στο πλαίσιο του έργου “SupportVoc: Development of a Generic Support Services Model to enhance the Rights of Victims of Crime”, European Commission (EC), JUST-AG-2016, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα www.supportvoc.eu.
[54] Βλ. Ellison L., The adversarial process and the vulnerable witness, Oxford University Press, Oxford, 2001, σ. 6 επ., 115 επ. και Keane A., The modern law of evidence, Oxford University Press, Oxford, 2008, σ. 152.
[55] Βλ. Cooper D., Special measures for child witness: A socio-legal study of criminal procedure reform, University of Nottingham, Nottingham, 2010, σ. 60 επ., διαθέσιμο στην ιστοσελίδα http://nottingham.ac.uk. Η διατύπωση ερωτημάτων στον ανήλικο μάρτυρα από τους συνηγόρους μέσω του προέδρου του δικαστηρίου έχει προταθεί από τον Χαραλαμπάκη Α., Οι νομοθετικές και νομολογιακές εξελίξεις στο χώρο του ποινικού δικαίου που αφορούν οικογενειακές ή συγγενικές σχέσεις, ΠοινΧρ 10/2011, σ. 566. Βλ. επίσης την πρόταση της Διονυσοπούλου Α., ό.π., σ. 209-11. Για την αναγκαιότητα διατύπωσης ερωτήσεων που συνάδουν με το «πνευματικό επίπεδο των ανηλίκων» βλ. Φιλιππίδη Τ., ό.π., σ. 247, υποσ. 8.
[56] Πρβλ. Δαλακούρα Θ., Ο Νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας – Μια πρώτη ερμηνευτική προσέγγιση του Ν. 4620/2019, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2019.
[57] Πρβλ. την πρόταση της Διοσυνοπούλου Α., ό.π., σ. 209-10: «Με δεδομένο ότι το ισχύον 226 Α ΚΠΔ δεν εναρμονίζει επιτυχώς την προστασία των ανηλίκων με το δικαίωμα του κατηγορουμένου να τους εξετάσει, διότι δεν προβλέπονται επαρκείς εξισορροπητικοί παράγοντες για την απώλεια του δικαιώματος στην κύρια διαδικασία, είναι αναγκαίο αυτό να τροποποιηθεί, ώστε να τίθεται ως προϋπόθεση για την ανάγνωση των καταθέσεων στην κύρια διαδικασία, πέραν της εξετάσεως από τον ανακριτή με την αρωγή του ψυχολόγου και υποβολής από αυτόν σχετικής γραπτής γνώμης, να έχει κληθεί ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του για να υποβάλει γραπτό κατάλογο ερωτήσεων προς της εξετάσεως του ανηλίκου από τον ανακριτή, ώστε αυτές να υποβληθούν κατά την εξέταση αυτού».
[58] Βλ. Παπαδημητράκη Γ., ό.π., σ. 1010-1, Emmerson B. κ.ά., Human rights and criminal justice, Sweet & Maxwell, London, 2012, σ. 658, Bull R., Good practice for video recorded interviews with child witnesses for use in criminal proceedings, στο G. Davies, C. McMurran, C. Wilson (επιμ.), Psychology, law, and criminal justice, De Gruyter, Berlin-New York, 1995, σ. 100 επ., Davies G., Videotechnology and the child witness, στο J. Boros κ.ά. (επιμ.), Psychology and criminal justice, De Gruyter, Berlin-New York, 1998, σ. 3 επ., Davies G. & Noon E., An evaluation of the live link for child witnesses, Home Office, London, 1991, McEvan J., Special measures for witnesses and victims, στο M. McConville & G. Wilson (επιμ.), The handbook of the criminal justice process, Oxford University Press, Oxford-New York, 2002, σ. 237 επ., Elias H. & Macfarlane K., Legal and clinical issues in videotaping, στο K. Murray & D. Gough (επιμ.), Intervening in child sexual abuse, Scottish Academic Press, Edinburgh, 1991, σ. 129 επ., Hoyano L. & Keenan C., Child abuse: Law and policy, Oxford University Press, Oxford, 2010, σ. 598 επ. και Kapardis A., ό.π., σ. 105. Για τις αντίστοιχες δυνατότητες που παρέχονται στο γερμανικό δίκαιο πρβλ. ενδεικτικά Κορμικιάρη Ε., Θύματα εγκλημάτων και μέσα μαζικής επικοινωνίας, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 2010, σ. 243.
[59] Βλ. Applegate R., Taking child witnesses out of the Crown Court: A live link initiative, International Review of Victimology 2/2006, σ. 179 επ. και Νικολοπούλου Χ., Συστηματική προσέγγιση της ψυχοδιαγνωστικής εξέτασης του ανηλίκου – θύματος προσβολής προσωπικής και γενετήσιας ελευθερίας κατά τη διάταξη του άρθρου 226Α ΚΠΔ, στον Τιμητικό Τόμο για τον καθηγητή Ν. Κουράκη, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 2016, σ. 2160 επ.
[60] Βλ. Ζαχαριάδη Α., Προστασία μαρτύρων και μέτρα επιείκειας κατά τη διαδικασία διώξεων του οργανωμένου εγκλήματος (Παρατηρήσεις στα άρθρα 9 ν. 2928/2001 και 187Β ΠΚ), στον Τιμητικό τόμο για τον Ιωάννη Μανωλεδάκη ΙΙ, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2007, σ. 770, όπου το αυτό υποστηρίζεται για την περίπτωση της ρύθμισης του άρ. 9 του ν. 2928/2001 περί προστασίας μαρτύρων σε υποθέσεις εγκληματικών οργανώσεων μέσω κατάθεσης με τη χρήση ηλεκτρονικών μέσων ηχητικής και οπτικής ή μόνο ηχητικής μετάδοσής της. Άλλωστε, ο σεβασμός της εν λόγω αρχής δεν προϋποθέτει απαραίτητα την «εμφάνιση του μάρτυρα στο δικαστήριο αφού είναι πιθανό [...] να μην ενδείκνυται, λ.χ. διότι οι μάρτυρες είναι μέλη της οικογένειας του κατηγορουμένου ή διότι εμπλέκονται σε ευαίσθητες υποθέσεις, όπως υποθέσεις σεξουαλικών εγκλημάτων». Βλ. Ανδρουλάκη Ι., ό.π., σ. 57. Με αφορμή την υπόθεση R (D) v Camberwell Green Youth Court, η Βουλή των Λόρδων (House of Lord) στην Αγγλία υποστήριξε ότι οι ειδικές τεχνικές κατάθεσης δεν αντίκεινται στο άρ. 6 της ΕΣΔΑ, δεδομένου ότι ο κατηγορούμενος διαθέτει την πρακτική δυνατότητα να αμφισβητήσει και να θέσει ερωτήματα στον μάρτυρα. Η βασική παρέκκλιση που εισάγεται από την κοινή ακροαματική διαδικασία είναι η απουσία της πρόσωπο με πρόσωπο εξέτασης του φερόμενου ως παθόντος από τον κατηγορούμενο (δικαίωμα που δεν κατοχυρώνεται στην ΕΣΔΑ). Βλ. Choo A., Evidence, Oxford University Press, Oxford, 2012, σ. 379 και Doak J. & McGourlay C., Evidence in context, Routledge, London, 2015, σ. 112-3.
[61] Το 1992 καταρτίστηκε από το Home Office στην Αγγλία το «Μνημόνιο καλής πρακτικής για τη βιντεοσκόπηση των συνεντεύξεων των ανήλικων μαρτύρων». Το μνημόνιο βασίστηκε στα πορίσματα επιστημονικών ερευνών, για την εκπόνησή του συνεργάστηκαν νομικοί επιστήμονες και ψυχολόγοι, ενώ περιλαμβάνει κατευθυντήριες γραμμές για τους επαγγελματίες που καταπιάνονται με τις καταθέσεις των ανηλίκων. Το μνημόνιο αντικαταστάθηκε το 2011 από ένα επικαιροποιημένο κείμενο, που δημοσιεύτηκε από το Υπουργείο Δικαιοσύνης (Ministry of Justice) και φέρει το γενικό τίτλο “Achieving best evidence in criminal proceedings”. Βλ. Brammer A., Social work law, Pearson, Essex, 2010, σ. 280.