Η δυνατότητα αναγνώρισης του ελαφρυντικού της καλής συμπεριφοράς για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη (84 παρ. 2 ε’ ΠΚ) εντός της φυλακής. Παρατηρήσεις στην υπ’ αριθμ. 193/2015 απόφαση του Αρείου Πάγου.
Περίληψη: Με την σχολιαζόμενη υπ’ αριθμ. 193/2015 ΑΠ επικυρώνεται η αναιρεσιβληθείσα απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Ανατολικής Κρήτης, η οποία καταδίκασε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο για το αδίκημα της ασέλγειας έναντι αμοιβής με ανήλικο που δεν έχει συμπληρώσει τα 10 έτη της ηλικίας του, απορρίπτοντας τους αυτοτελείς ισχυρισμούς του περί συνδρομής των ελαφρυντικών του προτέρου εντίμου βίου και της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη. Γίνεται δεκτή η δυνατότητα αναγνώρισης του ελαφρυντικού της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη σε κρατούμενους, υπό τον όρο ότι αυτοί επιδεικνύουν εντός του σωφρονιστικού καταστήματος θετική και προδήλως διακριτή της συνήθους συμπεριφορά, διότι σε διαφορετική περίπτωση εξαλείφεται η πιθανότητα βελτιώσεως του χαρακτήρα και της προσωπικότητας του καταδικασθέντος και ήδη κρατουμένου.
I. Η υπ’ αριθμ. 193/2015* απόφαση του Ζ’ Τμήματος του Αρείου Πάγου[1] παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθότι αποτελεί μία από τις ελάχιστες αποφάσεις που έχουν εκδοθεί από το Ανώτατο Ακυρωτικό, που αναγνωρίζουν τη δυνατότητα συνδρομής του ελαφρυντικού της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη σε πρόσωπα που τελούν υπό κράτηση[2].
Η εν λόγω απόφαση επικύρωσε την υπ’ αριθμ. 229/2013 ΠεντΕφΑνατΚρητ, με την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, ηλικίας 72 ετών κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, για το αδίκημα της ασέλγειας έναντι αμοιβής με ανήλικο που δεν είχε συμπληρώσει τα 10 έτη της ηλικίας του. Σε βάρος του επεβλήθη ποινή καθείρξεως 14 ετών και χρηματική ποινή 100.000 €, καθώς επίσης και η παρεπόμενη ποινή της αποστέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων για 4 έτη (άρθρο 351Α΄ παρ. 1 στοιχ. α΄ σε συνδ. με άρθρο 60 ΠΚ).
Ειδικότερα, με την αναιρεσιβληθείσα απόφασή του το Πενταμελές Εφετείο Ανατολικής Κρήτης είχε απορρίψει τους προβληθέντες αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου σχετικά με την αναγνώριση στο πρόσωπό του των ελαφρυντικών περιστάσεων του προτέρου εντίμου βίου (84 παρ. 2 α’ ΠΚ) και της μετά την πράξη του καλής συμπεριφοράς επί μακρό χρόνο (84 παρ. 2 ε’ ΠΚ).
Ο κατηγορούμενος, προς θεμελίωση του πρώτου ισχυρισμού του περί της αναγνώρισης του ελαφρυντικού του προτέρου εντίμου βίου, είχε επικαλεστεί το λευκό ποινικό του μητρώο, προσκόμισε δε πιστοποιητικό της οικογενειακής του καταστάσεως και βεβαίωση της εταιρίας στην οποία εργαζόταν. Ο ανωτέρω ισχυρισμός απερρίφθη κατ’ ουσίαν από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την αιτιολογία ότι, αφ’ ενός μεν το λευκό ποινικό μητρώο από μόνο του δεν αρκεί για την κατάφαση του προτέρου εντίμου βίου, αφ’ ετέρου δε η αναγνώριση του εν λόγω ελαφρυντικού προϋποθέτει θετική και επωφελή για την κοινωνία δράση, ιδίως μάλιστα εν όψει του είδους και της βαρύτητας των πράξεων για τις οποίες καταδικάστηκε.
Για την θεμελίωση του δεύτερου ισχυρισμού σχετικά με την αναγνώριση του ελαφρυντικού της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη, ο κατηγορούμενος προσκόμισε βεβαίωση του Καταστήματος Κράτησης Τριπόλεως, όπου κρατείτο εκτίοντας την επιβληθείσα σε βάρος του ποινή καθείρξεως, από την οποία προέκυπτε η καλή διαγωγή του εντός του σωφρονιστικού καταστήματος και η μη τιμώρησή του για πειθαρχικά παραπτώματα.
Ομοίως, ο ανωτέρω αυτοτελής ισχυρισμός απερρίφθη κατ’ ουσίαν με την αιτιολογία ότι ο κατηγορούμενος επικαλέστηκε στοιχεία, τα οποία «…αποτελούν χαρακτηριστικά της συνήθους συμπεριφοράς κάθε κρατούμενου, ο οποίος οφείλει υπακοή σε συγκεκριμένους κανόνες συμπεριφοράς εντός των σωφρονιστικών καταστημάτων επί πειθαρχική ποινή και όχι, όπως όφειλε, εκείνα τα θετικά στοιχεία, τα οποία, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην αμέσως παραπάνω νομική σκέψη, θα συνηγορούσαν στην παραδοχή του εν λόγω αυτοτελούς ισχυρισμού και δη εκείνα τα στοιχεία, από τα οποία θα προέκυπτε η βελτίωση της συμπεριφοράς του κατηγορουμένου, η οποία συνακολούθως θα ήταν οπωσδήποτε διακριτή της συνήθους συμπεριφοράς κάθε κρατουμένου».
ΙΙ. Με την ως άνω απόφαση κρίθηκε, ότι η αναιρεσιβληθείσα απόφαση διέλαβε της απαιτούμενης αιτιολογίας και ορθώς απέρριψε τους προβληθέντες αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου. Επεσήμανε, μάλιστα, ότι αυτοί προβλήθησαν αορίστως, διότι μόνη η επίκληση του λευκού ποινικού μητρώου και του πιστοποιητικού καλής διαγωγής στη φυλακή, δεν δύναται να στοιχειοθετήσουν τα ελαφρυντικά του προτέρου εντίμου βίου και της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη, αντιστοίχως.
Ωστόσο, οι παραδοχές της απόφασης σε σχέση με τις προϋποθέσεις αναγνώρισης των εν λόγω ελαφρυντικών περιστάσεων είναι ιδιαίτερα σημαντικές, όπως κατωτέρω αναλύεται.
Εν πρώτοις, θα πρέπει να σημειωθεί, ότι η εδώ σχολιαζόμενη υπ’ αριθμ. 193/2015 απόφαση του Αρείου Πάγου δεν πρωτοτυπεί μόνον ως προς τις παραδοχές της σε σχέση με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 ε’ ΠΚ (καλή συμπεριφορά μετά την πράξη). Εντελώς συνοπτικά επισημαίνεται και η διαφοροποίησή της σε σχέση με την κρατούσα νομολογία επί του άρθρου 84 παρ. 2 α’ ΠΚ, κατά την οποία η βαρύτητα του τελεσθέντος εγκλήματος και οι συνθήκες τέλεσης αυτού δεν (πρέπει να) επιδρούν στην κρίση του δικαστηρίου περί της συνδρομής ή μη της ελαφρυντικής περίστασης στο πρόσωπο του υπαιτίου[3].
Συγκεκριμένα, διαβάζουμε: «…Ειδικότερα και καθόσον αφορά στην πρώτη ελαφρυντική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, δεδομένου ότι ούτε το λευκό ποινικό μητρώο, από μόνο του, αποδεικνύει οπωσδήποτε και ότι αυτός είχε πρότερο έντιμο βίο, ενόψει μάλιστα του είδους, της βαρύτητας και του τρόπου τελέσεως των ανωτέρω αδικημάτων, ούτε η απουσία επίμεμπτης δραστηριότητας μέχρι την τέλεση των πράξεων, ούτε η μέχρι τότε συνήθης ανθρώπινη συμπεριφορά (τέλεση γάμου, απόκτηση οικογένειας, εργασιακή απασχόληση) αρκεί για την στοιχειοθέτηση του εν λόγω ελαφρυντικού, αλλά απαιτείται θετική και επωφελής για την κοινωνία δράση και συμπεριφορά που δεν αποδείχθηκε ότι έχει να επιδείξει ο κατηγορούμενος (...)».
III. Ιδιαίτερα, όμως, θα πρέπει να σταθεί κανείς στο σκέλος που αφορά τις προϋποθέσεις αναγνώρισης του ελαφρυντικού της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη σε κρατούμενους.
Όπως και ανωτέρω ειπώθηκε, ο Άρειος Πάγος παγίως δεχόταν, ότι η συνδρομή της εν λόγω ελαφρυντικής περίστασης δεν είναι δυνατή σε κρατούμενους, με την αιτιολογία ότι η ενδεχόμενη μετέπειτα καλή συμπεριφορά δεν είναι προϊόν ελεύθερης βούλησης, αλλά αναγκαστική συμμόρφωση στους πειθαρχικούς κανόνες της φυλακής[4].
Μόλις το έτος 2011 αναιρέθηκε απόφαση με αντίστοιχη αιτιολογία, και ειδικότερα με την έκδοση της υπ’ αριθμ. 1073/2011 ΑΠ [5]. Στην εν λόγω απόφαση ο Άρειος Πάγος για πρώτη φορά[6] δέχεται την δυνατότητα αναγνώρισης του ελαφρυντικού της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη εντός της φυλακής, τονίζοντας τη σημασία της ενθάρρυνσης των κρατουμένων για συνεχή βελτίωση του χαρακτήρα και της προσωπικότητάς τους[7].
Εν συνεχεία, ακολούθησαν οι ΑΠ 1177/2011 και ΑΠ 608/2013 αποφάσεις[8], οι οποίες, κινούμενες στην ίδια γραμμή με την ανωτέρω αναφερθείσα ΑΠ 1073/2011, έκριναν ότι η καλή συμπεριφορά του κρατούμενου πρέπει να αποδεικνύεται με θετικές πράξεις και να είναι προδήλως διακριτή από την συνήθη.
Ως τέτοια συμπεριφορά, θεωρήθηκε η άριστη διαγωγή στη φυλακή, η εργασία, η συμμετοχή σε πρόγραμμα κατάρτισης Η/Υ, η συμμετοχή σε ειδικό πρόγραμμα του Υπουργείου Παιδείας, η ολοκλήρωση των τάξεων του Λυκείου και εισαγωγή σε ΤΕΙ[9]. Επιπλέον, ως προδήλως διακριτή από τη συνήθη κρίθηκε η συμπεριφορά κρατούμενης, για την οποία έγιναν δεκτά τα εξής: «…υπήρξε υποδειγματική η συμπεριφορά της κατά το διάστημα του επταετούς εγκλεισμού της στο Κατάστημα Κράτησης, κατά τη διάρκεια του οποίου όχι μόνο δεν τιμωρήθηκε πειθαρχικά, αλλά ούτε και υπέπεσε σε οποιαδήποτε πειθαρχικό παράπτωμα, πολύ δε περισσότερο που η ίδια είχε άψογη συνεργασία με τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους, ενώ, μετά την υπ` αριθμ. 875/2005 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία πέτυχε την προσωρινή αναστολή έκτισης της ποινής της, εωσότου εκδικαζόταν σε δεύτερο βαθμό η κατ` αυτής κατηγορία, καθώς και ότι δεν είχε παραβεί τους περιοριστικούς όρους, που της είχαν επιβληθεί με την άνω απόφαση»[10].
Είναι προφανές βέβαια, ότι η εκτίμηση και αξιολόγηση των επικαλούμενων θετικών στοιχείων για την κατάφαση του ελαφρυντικού της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη ανάγεται στην ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Έτσι, σε έτερη απόφαση έχει κριθεί ότι η εργασία εντός του καταστήματος κράτησης δεν αποτελεί στοιχείο που μπορεί να οδηγήσει στην παραδοχή του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ. 2 ε’ ΠΚ, καθότι ανταμείβεται με πλασματική έκτιση ποινής, συνεπεία ευεργετικού υπολογισμού[11]. Το ίδιο, εξάλλου, γίνεται δεκτό και από την εδώ σχολιαζόμεη απόφαση, η οποία απαιτεί επιπρόσθετα στοιχεία που να αποδεικνύουν την επί μακρό αρμονική κοινωνική συμβίωση εντός του καταστήματος κράτησης.
Είναι ωστόσο θετικό το γεγονός ότι, μετά και την έκδοση των ανωτέρω αποφάσεων, απαιτείται για την αιτιολογημένη απόρριψη του εν λόγω ελαφρυντικού εμπεριστατωμένη τεκμηρίωση της τυχόν αντίθετης κρίσης του δικαστηρίου της ουσίας. Η σημασία, λοιπόν, της εδώ σχολιαζόμενης αποφάσεως έγκειται στην επίρρωση των εν λόγω παραδοχών και στην οριστικοποίηση μιας ξεκάθαρης πλέον τάσης στην νομολογία του Αρείου Πάγου, η οποία όχι μόνο δεν επιτρέπει πια να ομιλεί κανείς περί παγιωμένης επί του θέματος νομολογίας, αλλά ενδεχομένως και να δικαιολογεί την κρίση περί ανατροπής της[12].
IV. Πέρα όμως από την ανωτέρω διαμορφούμενη νομολογιακή τάση, ιδιαίτερα ουσιώδεις παρατηρήσεις έχουν γίνει από τη θεωρία, η πλειοψηφία της οποίας έχει επικρίνει την μέχρι πρότινος κρατούσα επί του θέματος άποψη[13].
Ο προβληματισμός ανάγεται πρωταρχικώς στο γεγονός ότι ο νόμος δεν προβαίνει σε οιαδήποτε διάκριση, προκειμένου να τύχει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2ε’ ΠΚ, μεταξύ κρατουμένων και εν ελευθερία διαβιούντων[14]. Πράγματι, ο περιορισμός της εφαρμογής του άρθρου 84 παρ. 2 ε’ ΠΚ μόνο σε όσους κατηγορούμενους διαβιούν εν ελευθερία μετά την τέλεση της πράξης συνιστά, όπως ορθά έχει διατυπωθεί[15], contra legem ερμηνεία και πρέπει ήδη εξ αυτού του λόγου να απορριφθεί.
Πέραν αυτού όμως, είναι σαφώς ορθή, αλλά και επιβεβλημένη, η διακρίνουσα μεταχείριση των κρατουμένων στα πλαίσια του άρθρου 84 παρ. 2 ε’ ΠΚ, υπό την έποψη ότι οι τελευταίοι χρειάζεται να επιδεικνύουν προδήλως διακριτή της συνήθους συμπεριφορά[16]. Κι αυτό διότι είναι ουσιωδώς ανόμοιες οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες εκδηλώνεται η συμπεριφορά εντός της φυλακής, από ότι στην ελεύθερη διαβίωση. Κατά το μέτρο αυτό λοιπόν, είναι ορθή η απαίτηση της νομολογίας για επίδειξη θετικών στοιχείων ιδιαιτέρως καλής συμπεριφοράς, η οποία θα δύναται να οδηγήσει στην επιβεβαίωση της μεταστροφής του κρατούμενου προς ένα νομοταγή βίο και συνακόλουθα στην αναγνώριση του ελαφρυντικού.
Ενδεχομένως μάλιστα, να είναι αναγκαία και μία επιπρόσθετη διάκριση, η οποία μέχρι στιγμής δεν έχει εμφανιστεί στη νομολογία. Ειδικότερα, θα ήταν χρήσιμη η διαφορετική αξιολόγηση της συμπεριφοράς και διαγωγής ενός προσωρινά κρατουμένου, από την αντίστοιχη συμπεριφορά και διαγωγή ενός καταδίκου.
Συγκεκριμένα, λαμβανομένου υπ’ όψιν του γεγονότος, ότι ο προσωρινά κρατούμενος έχει κατά κανόνα διανύσει, ευρισκόμενος υπό καθεστώς στερήσεως της ελευθερίας, μόνο το περιορισμένο χρονικό διάστημα των δεκαοκτώ -κατ’ ανώτατο επιτρεπόμενο όριο- μηνών μετά την τέλεση της πράξης, και μάλιστα υπό την αναμονή της εκδίκασης της υπόθεσής του σε πρώτο βαθμό, εύλογο είναι η προδήλως διακριτή συμπεριφορά να αποδεικνύεται με εναργή θετικά στοιχεία, που δεν θα καταλείπουν αμφιβολία για την συνδρομή των αναγκαίων περιστάσεων για την αναγνώριση του ελαφρυντικού.
Από την άλλη πλευρά, διαφορετική προσέγγιση απαιτείται για την κατάφαση της καλής συμπεριφοράς ενός καταδίκου, ο οποίος ενδεχομένως αναμένει πολλά χρόνια μέχρι την σε δεύτερο βαθμό εκδίκαση της υπόθεσής του, εντός του νοσηρού κλίματος της φυλακής, καταφέρνοντας να απέχει όχι μόνο από πειθαρχικά παραπτώματα, αλλά και από κάθε είδους εμπλοκή στην εγκληματικότητα που παρατηρείται εντός των φυλακών[17].
Εξάλλου, ακολουθώντας την ίδια λογική, ορθώς επικρατεί στη νομολογία, αλλά και στη θεωρία, η άποψη ότι η καλή συμπεριφορά του κρατουμένου κατά τη διάρκεια της δίκης και μόνο[18] δεν δύναται να στοιχειοθετήσει την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 ε’ ΠΚ, καθότι δεν παρέχει επαρκείς αποδείξεις για αληθή βελτίωση του χαρακτήρα και της συμπεριφοράς του κρατουμένου, αλλά συνηθέστατα συνδέεται με την επιδίωξη επιεικέστερης μεταχείρισης.
Επιπλέον, η ανωτέρω προσέγγιση είναι και δικαιϊκά ασφαλέστερη για τον επιπρόσθετο λόγο, ότι αντίστοιχη συμπεριφορά κατά την διάρκεια της δίκης δύναται να οδηγήσει σε απεμπόληση δικονομικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, ο οποίος προκειμένου να μην δημιουργήσει καθυστερήσεις και προσκόμματα στην ομαλή πρόοδο της διαδικασίας αποφεύγει να κάνει χρήση αυτών[19].
Επιστρέφοντας λοιπόν στην εδώ υποστηριζόμενη άποψη, ότι δηλαδή θα πρέπει να γίνεται περαιτέρω διάκριση μεταξύ προσωρινά κρατουμένων αφ’ ενός και καταδίκων αφ’ ετέρου, φαίνεται να είναι σκόπιμη η αξιολόγηση των ισχυρισμών της δικονομικής θέσης εκάστου, όχι με σκοπό να καταστεί δυσκολότερη η αναγνώριση του ελαφρυντικού της καλής συμπεριφοράς στους προσωρινά κρατούμενους, αλλά για την ασφαλέστερη αξιολόγηση της ειλικρινούς και όχι κατ’ επίφαση[20] καλής συμπεριφοράς του κρατουμένου και αιτούντος το ελαφρυντικό.
Στην παρούσα αλληλουχία σκέψεων θα πρέπει να ενταχθεί και το πολύ σοβαρό επιχείρημα, αναγόμενο στις αρχές της ειδικής προλήψεως, το οποίο αντιπαραθέτει στην συχνά επικαλούμενη κατ’ επίφαση καλή διαγωγή εντός της φυλακής, την χρήσιμη και ωφέλιμη «έξη» του κρατούμενου στην καλή διαγωγή, ασχέτως αν αυτή υποκινείται από τα ταπεινά κίνητρα της επιεικούς ποινικής του μεταχείρισης[21].
Τέλος, υποστηρίζεται ότι η μέχρι πρότινος απολύτως κρατούσα στη νομολογία άποψη αντιφάσκει με τον προβλεπόμενο στα άρθρα 105 επ. ΠΚ θεσμό της υφ’ όρον απολύσεως[22].
Όπως είναι γνωστό, η διαγωγή του καταδίκου κατά την έκτιση της ποινής αποτελεί το μόνο ουσιαστικό κριτήριο[23] για τη χορήγηση ή μη της υφ’ όρον απόλυσής του και αποτελεί τη βάση για την προγνωστική κρίση της αναγκαιότητας της συνέχισης της κράτησης για την αποτροπή της τέλεσης νέων αξιόποινων πράξεων στο μέλλον[24]. Επομένως, η αναλογική εφαρμογή των διατάξεων για την υφ’ όρον απόλυση συνηγορεί υπέρ της αξιολόγησης της εντός της φυλακής καλής συμπεριφοράς και για την αναγνώριση ή μη του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ. 2ε’ ΠΚ.
Πολλώ δε μάλλον όταν, σε αντιδιαστολή με τις διατάξεις των άρθρων 105 επ. ΠΚ, η αξιολόγηση της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη και η συνακόλουθη μείωση του προβλεπομένου πλαισίου ποινής, στηρίζεται στο γεγονός ότι ο δράστης έχει ήδη κατά αυτό το δικονομικό στάδιο, συμμορφωθεί προς τις επιταγές της εννόμου τάξεως και άρα αρκεί η επιβολή μειωμένης ποινής για την επίτευξη του σκοπού της ειδικής προλήψεως[25].
Προκειμένου, όμως, να τιμωρηθεί ο δράστης για το αδίκημα που ήδη τέλεσε και να ληφθεί υπ’ όψιν ήδη κατά το στάδιο αυτό η μετά την πράξη συμπεριφορά του, προηγείται η διαγνωστική κρίση του δικαστηρίου, η οποία είναι «εστραμμένη στο παρελθόν και δεν αποτελεί πρόγνωση που πιθανολογεί για το μέλλον»[26].
Έτσι, κατά το δικονομικό στάδιο της αναγνώρισης ή μη του ελαφρυντικού, οποιαδήποτε αμφιβολία περί της καλής συμπεριφοράς που επιδεικνύει ο κρατούμενος, δεν μπορεί να λειτουργεί εις βάρος του. Αντιθέτως, αποτελεί καθήκον του δικαστηρίου να αξιολογήσει τον σχετικό αυτοτελή ισχυρισμό και σε περίπτωση που αυτός αποδεικνύεται από θετικές πράξεις, να τον κάνει δεκτό.
V. Συνοψίζοντας, είναι σαφές από τα παραπάνω, ότι η εδώ σχολιαζόμενη απόφαση είναι ιδιαιτέρως σημαντική, εμπεδώνει δε τα κατωτέρω βασικά συμπεράσματα:
α) εγκαταλείπεται η αντίληψη του a priori αποκλεισμού του ελαφρυντικού της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη σε κρατούμενους,
β) οι αποφάσεις των δικαστηρίων της ουσίας θα πρέπει να αναφέρονται με ειδική αιτιολογία στα γεγονότα που οδήγησαν στην απόρριψη τέτοιων αυτοτελών ισχυρισμών, όταν ο κατηγορούμενος επικαλείται θετικά στοιχεία, τα οποία αποδεικνύουν την καλή συμπεριφορά του,
γ) για την αναγνώριση του ελαφρυντικού, θα πρέπει να αποδεικνύεται ιδιαιτέρως καλή συμπεριφορά, προδήλως διακριτή από την συνήθη, σε αντίθεση με ότι ισχύει για τους εν ελευθερία διαβιούντες, όπου απαιτείται απλώς καλή συμπεριφορά, αποδεικνυόμενη από θετικές πράξεις[27].
δ) οι εν λόγω αυτοτελείς ισχυρισμοί υποβάλλονται αορίστως, όταν γίνεται επίκληση μόνο του πιστοποιητικού καλής διαγωγής ή/και μη πειθαρχικής τιμώρησης από το κατάστημα κράτησης και ως εκ τούτου δεν απαιτείται ειδική αιτιολογία για την απόρριψή τους.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αναγνωστόπουλος Ηλίας, Υφ’ όρον απόλυση: το τέλος ενός θεσμού;, ΠοινΧρ 1997, σ. 1566-1568.
Αναγνωστόπουλος Ηλίας, Παρατηρήσεις στην υπ’ αριθμ. 308/89 ΕφΑθ, ΠοινΧρ 1991, σ. 1191-1192.
Ανδρέου Φίλιππος, Ποινικός Κώδικας. Κατ’ άρθρο ερμηνεία-Νομολογία-Βιβιογραφία, εκδ. Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2005 (τέταρτη έκδοση).
Βρυνιώτης Πανταζής, Μηχανισμοί επιεικέστερης μεταχείρισης του δράστη κατά τον ΠΚ, τους Ειδικούς Ποινικούς Νόμους και το ΣΠΚ. Ο δρόμος προς το άρθρο 83 ΠΚ, ΠοινΔικ 2016, σ. 223-246.
Δημητράτος Νικόλαος, Παρατηρήσεις στην υπ’ αριθμ. 1549/2000 ΑΠ, ΠοινΔικ 2001, σ. 806-812.
Καϊάφα-Γκμπάντυ Μαρία/ Μπιτζιλέκης Νικόλαος/ Συμεωνίδου-Καστανίδου Ελισάβετ, Δίκαιο των ποινικών κυρώσεων, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη 2008.
Καρράς Αργύριος, Κριτική επισκόπηση της ποινικής δικονομικής νομολογίας του Αρείου Πάγου του έτους 1996, ΠοινΧρ 1997, σ. 1393-1404.
Καρύδης Βασίλειος/ Κουλούρης Νικόλαος, Απόλυση υπό όρο: Ακυβέρνητο σκάφος χωρίς προορισμό; ΠοινΔικ 2002, σ. 504-506.
Κοσμάτος Κώστας, Ερμηνεία άρθρου 84 Π.Κ. σε Χαραλαμπάκη Αριστοτέλη, Ποινικός Κώδικας. Ερμηνεία κατ’ άρθρο, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2014 (2η έκδοση).
Λυμπερόπουλος Λουκάς, Οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 ΠΚ, ΠοινΧρ 1998, σ. 97-105.
Μαργαρίτης Λάμπρος/ Παρασκευόπουλος Νικόλαος, Ποινολογία, ζ΄ έκδοση 2005.
Παναγιωτόπουλος Μιχάλης, Το ελαφρυντικό της καλής συμπεριφοράς στη φυλακή (Σχόλιο σε πρόσφατη και παλαιότερη νομολογία), ΠοινΧρ 2004, σ. 959-960.
Παπαδαμάκης Αδάμ, Παρατηρήσεις στην ΑΠ 48/1999, Υπερ 2000, σ. 275-279.
Παπαδαμάκης Αδάμ, Ζητήματα μεταχείρισης των ελαφρυντικών περιστάσεων (Με αφορμή την ΑΠ 634/1996, Υπεράσπιση 1997.50), Υπερ 1997, σ. 159-161.
Παπαχαραλάμπους Χάρης, Το άρθρο 106 ΠΚ ανάμεσα στην καλή διαγωγή του κρατουμένου και στην «κακή» διαγωγή του νομοθέτη, ΠοινΧρ 1999, σ. 501-515.
Παπαχαραλάμπους Χάρης, Παρατηρήσεις στην 916/2002, ΠΛογ 2002, σ. 1037-1039.
Χανιαλάκη Ιωάννα, Η νομολογιακή αντιμετώπιση των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 ΠΚ. Τιμωρητικότητα ή δικαστικές πρακτικές;, Εγκληματολογία 2011, σ. 166-175.
Χαραλαμπάκης Αριστοτέλης, Οι λόγοι μείωσης της ποινής, ΠοινΔικ 2016, σ. 216-222.
Χαραλαμπάκης Αριστοτέλης, Ποινικό Δίκαιο και Νομολογία, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη 2014.
Χαραλαμπάκης Αριστοτέλης, Ελαφρυντικές περιστάσεις και αποτελεσματικότητα της ποινής, ΠοινΔικ 2013, 238-251.
Το πλήρες κείμενο στην διεύθυνση www.areiospagos.gr
[1] ΠοινΧρ 2016, σ. 113-116.
[2] Βλ επίσης τις υπ’ αριθμ. 608/2013 ΑΠ, ΤΝΠ NOMOS, 1220/2014 ΑΠ, ΤΝΠ NOMOS, 680/2013 ΑΠ, ΤΝΠ NOMOS, 1073/2011 ΑΠ, ΤΝΠ NOMOS, 1177/2011 ΑΠ, ΤΝΠ NOMOS. Από την άλλη πλευρά, τα δικαστήρια της ουσίας φαίνεται να δέχονται συχνότερα τον εν λόγω ισχυρισμό, βλ. ενδεικτικά 301/2007 ΕφΑθ, ΠοινΔικ 2007, σ. 1255, 225/2009 ΕφΑθ, ΠοινΔικ 2009, σ. 419, 2308/2008 ΕφΑθ, ΠοινΔικ 2009, σ. 420, 308/1989 ΕφΑθ, ΠοινΧρ 1991, σ. 1191, 2850/2013 ΕφΑθ, ΠοινΧρ 2013, σ. 691.
[3] Σάμιος Θωμάς, Η επίδραση της βαρύτητας του εγκλήματος στην αναγνώριση του ελαφρυντικού του προτέρου εντίμου βίου. Σκέψεις με αφορμή την υπ’ αριθμ. 193/2015 απόφαση του Ζ΄ Τμήματος του Αρείου Πάγου, ΠοινΧρ 2016, σ. 155-159.
[4] Χαραλαμπάκης Αριστοτέλης, Ποινικό Δίκαιο και Νομολογία, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη 2014, σ. 375, με πληθώρα αναφορών στη νομολογία, Δημητράτος Νικόλαος, Παρατηρήσεις στην υπ’ αριθμ. 1549/2000 ΑΠ, ΠοινΔικ 2001, σ. 812, Χανιαλάκη Ιωάννα, Η νομολογιακή αντιμετώπιση των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 ΠΚ. Τιμωρητικότητα ή δικαστικές πρακτικές;, Εγκληματολογία 2011, σ. 166-175.
[5] ΤΝΠ ΝΟΜΟS.
[6] Είχαν προηγηθεί οι ΑΠ 257/2008, ΠοινΧρ 2009, σ. 54 και ΑΠ 460/2007, ΝοΒ 2007, σ. 1881, οι οποίες όμως δεν παρείχαν αξιόλογα επιχειρήματα, αλλά ούτε και απολύτως ξεκάθαρες διατυπώσεις, ώστε να μπορεί κανείς να μιλά για «ρήγμα» στην από χρόνια παγιωμένη επί του θέματος νομολογία του Αρείου Πάγου.
[7] Από το σκεπτικό της υπ’ αριθμ. 1073/2011 ΑΠ: «…δεν μπορεί να αποκλεισθεί η συνδρομή της ελαφρυντικής αυτής περιστάσεως, στον ευρισκόμενο στη φυλακή κρατούμενο από μόνο το γεγονός ότι αυτός κρατείται και ότι εξ` αυτής της καταστάσεως του, λόγω του πειθαναγκασμού του στους κανόνες λειτουργίας των σωφρονιστικών καταστημάτων, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη η τυχόν βελτίωση της συμπεριφοράς του, η οποία (βελτίωση), κατά το διάστημα της κράτησης του προδήλως, εκδηλώνεται μόνο με θετική συμπεριφορά. Τούτο γιατί, σε διαφορετική περίπτωση και, πέραν των όποιων προνομίων που προβλέπει ο σωφρονιστικός Κώδικας και είναι ενδεχόμενο να τύχει ο κρατούμενος κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού του, θα οδηγούσε προδήλως, όχι μόνο στην εξάλειψη, αλλά ενδεχομένως και στον περιορισμό της πιθανότητας βελτίωσης του χαρακτήρα και της προσωπικότητας του καταδικασθέντος και ήδη κρατουμένου…».
[8] Βλ. υποσημείωση 2.
[9]Από τα διαλαμβανόμενα στην ΑΠ 608/2013 πραγματικά περιστατικά.
[10]Από τα διαλαμβανόμενα στην ΑΠ 1177/2011 πραγματικά περιστατικά.
[11] 680/2013 ΑΠ, ΤΝΠ NOMOS.
[12] Ως «μερική στροφή της νομολογίας» χαρακτήρισε την έκδοση της υπ’ αριθμ. ΑΠ 1073/2011ο Χαραλαμπάκης, ό. π., σ. 376.
[13] Αντίθετα Λυμπερόπουλος Λουκάς, Οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 ΠΚ, ΠοινΧρ 1998, σ. 97, Ανδρέου Φίλιππος, Ποινικός Κώδικας. Κατ’ άρθρο ερμηνεία-Νομολογία-Βιβιογραφία, εκδ. Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2005 (τέταρτη έκδοση), σ. 380.
[14] Παναγιωτόπουλος Μιχάλης, Το ελαφρυντικό της καλής συμπεριφοράς στη φυλακή (Σχόλιο σε πρόσφατη και παλαιότερη νομολογία), ΠοινΧρ 2004, σ. 959 επομ., Μαργαρίτης Λάμπρος/ Παρασκευόπουλος Νικόλαος, Ποινολογία, ζ΄ έκδοση 2005, σελ. 153, Κοσμάτος Κώστας, Ερμηνεία άρθρου 84 Π.Κ. σε Χαραλαμπάκη Αριστοτέλη, Ποινικός Κώδικας. Ερμηνεία κατ’ άρθρο, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2014 (2η έκδοση), τ. 1, σ. 711, Παπαδαμάκης Αδάμ, Ζητήματα μεταχείρισης των ελαφρυντικών περιστάσεων (Με αφορμή την ΑΠ 634/1996, Υπεράσπιση 1997.50), Υπερ 1997, σ. 160-161, Παπαδαμάκης Αδάμ, Παρατηρήσεις στην ΑΠ 48/1999, Υπερ 2000, σ. 279. Έτσι και η μειοψηφία στην 30-31-32-33/1999 ΜΟΕΠατρ, ΠοινΔικ 1999, σ. 813.
[15] Παπαχαραλάμπους Χάρης, Παρατηρήσεις στην 916/2002 ΑΠ, ΠΛογ 2002, σ. 1037-1039.
[16]Χαραλαμπάκης Αριστοτέλης, Ελαφρυντικές περιστάσεις και αποτελεσματικότητα της ποινής, ΠοινΔικ 2013, σ. 248.
[17]Καρράς Αργύριος, Κριτική επισκόπηση της ποινικής δικονομικής νομολογίας του Αρείου Πάγου του έτους 1996, ΠοινΧρ 1997, σ. 1393 επομ..
[18] 449/1996 ΑΠ, ΠοινΧρ 1997, σ. 69, 1312/1993, ΠοινΧρ 1993, σ. 1135.
[19]Καϊάφα-Γκμπάντυ Μαρία/ Μπιτζιλέκης Νικόλαος/ Συμεωνίδου-Καστανίδου Ελισάβετ, Δίκαιο των ποινικών κυρώσεων, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη 2008, σ. 162, όπου ορθά επισημαίνεται: «…η αναγωγή στη συμπεριφορά κατά τη δίκη θα μπορούσε να οδηγήσει σε επιβράβευση μιας επίπλαστης «φρονιμάδας» και αποφυγής άσκησης δικονομικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου που θα μπορούσαν να δυσκολέψουν την πρόοδο της δίκης, στοιχεία που δεν μπορεί να επικροτούνται στο κράτος δικαίου».
[20] Η «κατ’ επίφαση καλή διαγωγή» ως πάγια διατύπωση για την απόρριψη αιτήσεων κρατουμένων κατά τα άρθρα 105 ΠΚ επομ. υιοθετήθηκε με την 4/1997 ΟλΑΠ, ΠοινΧρ. 1997, σ. 1476, βλ. και Αναγνωστόπουλου Ηλία, Υφ΄ όρον απόλυση: το τέλος ενός θεσμού;, ΠοινΧρ 1997, σ. 1566 επομ..
[21] Παναγιωτόπουλος Μιχάλης, ό. π..
[22] Παπαδαμάκης Αδάμ, Ζητήματα μεταχείρισης των ελαφρυντικών περιστάσεων (Με αφορμή την ΑΠ 634/1996, Υπεράσπιση 1997.50), Υπερ 1997, σ. 161, Κοσμάτος Κώστας, Ερμηνεία άρθρου 84 Π.Κ. σε Χαραλαμπάκη Αριστοτέλη, Ποινικός Κώδικας. Ερμηνεία κατ’ άρθρο, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2014 (2η έκδοση), σ. 711.
[23] Καρύδης Βασίλειος/ Κουλούρης Νικόλαος, Απόλυση υπό όρο: Ακυβέρνητο σκάφος χωρίς προορισμό; ΠοινΔικ 2002, σ. 504-506.
[24] Παπαχαραλάμπους Χάρης, Το άρθρο 106 ΠΚ ανάμεσα στην καλή διαγωγή του κρατουμένου και στην «κακή» διαγωγή του νομοθέτη, ΠοινΧρ 1999, σ. 505.
[25] Αναγνωστόπουλος Ηλίας, Παρατηρήσεις στην υπ’ αριθμ. 308/89 ΕφΑθ, ΠοινΧρ 1991, σ. 1192.
[26]Παπαχαραλάμπους Χάρης, Παρατηρήσεις στην 916/2002 ΑΠ, ΠΛογ 2002, σ. 1039.
[27] Βρυνιώτης Πανταζής, Μηχανισμοί επιεικέστερης μεταχείρισης του δράστη κατά τον ΠΚ, τους Ειδικούς Ποινικούς Νόμους και το ΣΠΚ. Ο δρόμος προς το άρθρο 83 ΠΚ, ΠοινΔικ 2016, σ. 227. Βλ. όμως και Χαραλαμπάκης Αριστοτέλης, Οι λόγοι μείωσης της ποινής, ΠοινΔικ 2016, σ. 218.