Η Εγκληματολογία από τα μέσα του 20ου αιώνα, ιδίως από τη δεκαετία του ’60 και μετά, εξελίχθηκε σε έναν επιστημονικό κλάδο με εξαιρετικά πλούσιες και συνεχείς αναζητήσεις αλλά και διαμάχες στο εσωτερικό του, σχετικά με την επιστημολογική ταυτότητα, το σκοπό, το εύρος ερευνητικών αντικειμένων και τη σχέση του με τις άλλες επιστήμες κλπ. Στο πλαίσιο μιας ιστορικής συγκυρίας που μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και εν μέσω Ψυχρού Πολέμου άλλαξε τα πάντα στο τρόπο σκέψης και θεώρησης των κοινωνικών σχέσεων, δημιουργήθηκαν νέα ρεύματα και Σχολές σκέψης και στην Εγκληματολογία, με σημαντικότερο όλων την Κριτική Εγκληματολογία ή Νέα Εγκληματολογία, όπως ονομάστηκε. Η Κριτική Εγκληματολογία αναπτύχθηκε στην Ευρώπη και στις Η.Π.Α. ταυτόχρονα, στο πλαίσιο της ιστορικής συγκυρίας που προαναφέρθηκε και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, επειδή στις Η.Π.Α., εξαιτίας του Ψυχρού Πολέμου οι εγκληματολόγοι που ακολουθούσαν τη συγκεκριμένη Σχολή σκέψης δεν αυτοπροσδορίζονταν ως μαρξιστές, αλλά ως ακόλουθοι στης συγκρουσιακής θεωρίας ή ριζοσπάστες (radicals) (Burke, 2009:181. Βιδάλη, 2013: 171)· ενώ στην Ευρώπη η παράδοση της Σχολής της Φραγκφούρτης και η απήχηση της Κριτικής Θεωρίας, αλλά και μια διαφορετική πολιτικο-κοινωνική πραγματικότητα, διευκόλυναν την καθιέρωση του ονόματος Κριτική Εγκληματολογία για τη νέα Σχολή σκέψης. Οι θέσεις της Κριτικής Εγκληματολογίας – όπως είναι γνωστό – υπερέβαιναν και το Θετικιστικό Παράδειγμα και τη Σχολή της Κοινωνικής Αλληλεπίδρασης και θεμελιώνονταν στην Κοινωνιολογία, την Πολιτική Επιστήμη και ειδικότερα στις Μαρξιστικές και Νέο Μαρξιστικές θεωρήσεις των κοινωνικών σχέσεων και στις Θεωρίες της Σύγκρουσης. Η Κριτική Εγκληματολογία αναπτύχθηκε σε διάφορα επιμέρους επιστημονικά ρεύματα, υιοθέτησε τη μαρξιστική μεθοδολογία ανάλυσης και έθεσε στο επίκεντρο της εγκληματολογικής έρευνας τις κοινωνικές σχέσεις και τις σχέσεις εξουσίας. Επομένως, όταν αναφερόμαστε στον όρο Κριτική Εγκληματολογία είναι σωστό και αντίθετα από ότι έχει επικρατήσει, να περιλαμβάνουμε και τους «Κριτικούς» Εγκληματολόγους και τους «Ριζοσπάστες» και τους «Συγκρουσιακούς», καθώς όλοι εντάσσονται στην ίδια γενική θεωρητική σκέπη παρά τις επιμέρους διαφορές και ιδεολογικές συγκρούσεις ακόμα και μεταξύ τους.
Έτσι γίνεται κατανοητό ότι αν θέλει κάποιος να αναφερθεί σε βασικούς εκπροσώπους –πρωτοπόρους της Κριτικής Εγκληματολογίας δεν μπορεί να παρά να αναφέρεται συνολικά σε αυτήν τη Σχολή σκέψης. Στο πλαίσιο αυτό, παρά το γεγονός ότι υπήρξαν πολλοί πρωτοπόροι της Κριτικής Εγκληματολογίας (όπως ο L. Hulsman, H. Bianchi, o A. Baratta, I. Taylor, P. Walton, J. Young κλπ) ο William Chambliss (1933 - 2014) κατέχει μια ιδιαίτερη θέση, καθώς θεωρείται ο πατέρας της «συγκρουσιακής εγκληματολογίας» (Kalavita) - Conflict Criminology.
O William Chambliss ασχολήθηκε ιδίως με το ζήτημα της κοινωνικής κατασκευής του νόμου (lawmaking), με τη σχέση εξουσίας, πολιτικής και εγκλήματος και με τις σχέσεις συμβίωσης ανάμεσα στη νομιμότητα και την παρανομία. Ειδικότερα, ανήκει σε εκείνους τους μαρξιστές εγκληματολόγους που έθεσαν στο επίκεντρο της έρευνάς τους τη σύγκρουση ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις, επειδή αυτό θεωρήθηκε ως βασική διαδικασία στο πλαίσιο της καπιταλιστικής κοινωνίας, η οποία καθορίζει και τη λειτουργία του ποινικού συστήματος. Γεννημένος το 1933 στο Buffalo (New York), ο Chambliss ολοκλήρωσε τις βασικές σπουδές στην Κοινωνιολογία (1955) στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια (Los Angeles), όπου εκεί παρακολούθησε τα μαθήματα του Donald Cressey και θεωρείται μαθητής του (ο Cressey ήταν μαθητής του Edwin Sutherland). Στη συνέχεια, ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Ιντιάνα με θέμα την οργάνωση των υπηρεσιών και των θεσμών και βασικό ερώτημα «γιατί οι διάφοροι οργανισμοί, όπως το πανεπιστήμιο, είναι οργανωμένα έτσι και γιατί δημιουργούνται οι συγκεκριμένοι νόμοι που ισχύουν» (και όχι άλλοι). Αυτό αποτέλεσε και το κεντρικό πρόβλημα που προσπάθησε να διερευνήσει τα επόμενα χρόνια. Ο Chambliss Ολοκλήρωσε τη διδακτορική του διατριβή στο ίδιο Πανεπιστήμιο (1962) με θέμα “The selection of friends” και υπό την επίβλεψη του Alfred. Lindesmith. Έχει σημασία να θυμίσουμε, ότι o Lindesmith – μαθητής του Blummer και υποστηρικτής της θεωρίας της κοινωνικής αλληλεπίδρασης- υπήρξε ένας από τους πρωτοπόρους στην έρευνα σχετικά με την εξάρτηση από τα ναρκωτικά. Υποστήριζε, ότι η εξάρτηση δεν είναι μόνον οργανικό πρόβλημα αλλά και ζήτημα κοινωνικής μάθησης και είχε διατυπώσει θέσεις αντίθετες από την επίσημη πολιτική των ΗΠΑ, γεγονός που είχε συνέπειες γι’ αυτόν και στο Πανεπιστήμιο. Ο Chambliss λοιπόν είχε ως επιβλέποντα τον Α. Lindesmith, που σαφώς τον επηρέασε ως προς τη μεθοδολογική προσέγγιση των εγκληματολογικών προβλημάτων.
Μετά τις διδακτορικές του σπουδές ο Chambliss προσλαμβάνεται στο Seattle στο Πανεπιστήμιο της Washington. O Chambliss ήδη από φοιτητής είχε εργαστεί για ένα χρόνο περίπου ως εποχιακός εργάτης γης, δουλεύοντας από το ένα μέρος στο άλλο. Έτσι εξοικειώθηκε με τις οριακές καταστάσεις φτώχειας, τους περιθωριοποιημένους και τα κοινωνικά αποκλεισμένους ανθρώπους τους που ζούσαν εκεί. Η αρχική έμπνευση για το βασικό μεθοδολογικό του προσανατολισμό - η εθνομεθοδολογική προσέγγιση και η θεμελιωμένη θεωρία- που καλλιεργήθηκε κοντά στον Lindesmith, πρέπει να αναζητείται και σε εκείνη την περίοδο.
Στο Seattle o Chambliss άρχισε μια καθοριστική για τη θεωρία της σύγκρουσης πορεία: έγραψε μερικά από τα πλέον εμβληματικά έργα στην Εγκληματολογία ενώ «αξιοποίησε» την περιοχή ως ένα ερευνητικό πεδίο συνολικά. Η πρώτη του εργασία ήταν ένα άρθρο για τους νόμους κατά της αλητείας (a sociological analysis on the laws in vagrancy): Ο Chambliss έδειξε πώς οι νόμοι περί αλητείας αποτελούσαν νομοθετική καινοτομία, η οποία είχε ως στόχο να εξασφαλίσει πολυάριθμο φθηνό εργατικό δυναμικό στην κυρίαρχη τάξη της Αγγλίας, σε μια περίοδο κατά την οποία ο θεσμός της δουλοπαροικίας κατέρρεε και η δεξαμενή της διαθέσιμης εργασίας μειωνόταν. Η επιβολή των νόμων για την αλητεία ήταν ένας από τους πολλούς τρόπους που χρησιμοποιήθηκε το ποινικό δίκαιο -υποστηρίζει- για να εξαναγκαστούν οι πρώην σκλάβοι, να προσφέρουν φθηνή εργασία στον αγροτικό, μεταλλευτικό και βιομηχανικό τομέα της νότιας οικονομίας των ΗΠΑ μετά τον εμφύλιο πόλεμο (Chambliss, 1964). Το έργο αυτό τον καταξίωσε και τον ανέδειξε σε «θεμελιωτή της συγκρουσιακής εγκληματολογίας και της σύγχρονης Κοινωνιολογίας του Δικαίου» (Kalavita, K.).
Στο πρώτο του βιβλίο Crime and the legal Process έθεσε το ζήτημα της σύγκρουσής όχι μόνον από την οπτική της ταξικής σύγκρουσης, αλλά και της φυλετικής, όπου έδειξε την υπερεκπροσώπηση και δυσαναλογία των μαύρων σε σύγκριση με τους λευκούς σε συλλήψεις, γεγονός που συσχετίσθηκε με τις φυλετικές διακρίσεις.
Ο Chambliss οδήγησε τη θεωρία της σύγκρουσης πέρα από την κλασσική μαρξιστική προσέγγιση για τη δημιουργία του νόμου, σύμφωνα με την οποία ο νόμος αντανακλά τα συμφέροντα εκείνων που είναι ιδιοκτήτες ή ελέγχουν τα μέσα παραγωγής. Μαζί με τον R. Seidman ασχολήθηκαν με το ερώτημα «με ποια διαδικασία τα συμφέροντα των πλουσίων και ισχυρών γίνονται νόμος» (Law, Order and Power, 1971), ζήτημα που απασχόλησε τον Chambliss για τα επόμενα χρόνια (Hamm, όπ.π.).
Στο Seattle o Chambliss άρχισε να συμμετέχει στη ζωή της πόλης, να συχνάζει στις περιοχές της νυχτερινής διασκέδασης στα μπάρ του Seattle και στις αίθουσες τυχερών παιχνιδιών, όπου έπαιρνε συνεντεύξεις από bookmakers, εμπόρους ναρκωτικών, πόρνες, εξαρτημένους, διεφθαρμένους αστυνομικούς και στελέχη τραπεζών και αξιωματούχους της πόλης. Αυτές οι συνεντεύξεις θα αποτελέσουν τελικά τη βάση για μια σειρά πρωτοποριακών έργων για το οργανωμένο έγκλημα, τη διαφθορά και την πολιτική διαφθορά (Hamm: 2010: ό.π.. Kalavita, K., χ.χ.).
Με το βιβλίο του Boxman: A Professional Thief's Journal που δημοσιεύθηκε το 1972 και με το άρθρο του “The Saints and the Roughnecks” (1973) αποκτά διεθνή αναγνώριση ως εγκληματολόγος και από τότε αρχίζει μια πορεία διεθνούς αναγνώρισης. Ο Chambliss την περίοδο αυτήν ταξιδεύει σε πανεπιστήμια της Αφρικής και της Ευρώπης, αλλά ταυτόχρονα, ξαναρχίζει μια έρευνα στο Seattle, με άξονα τις μεταβολές στην αγορά ηρωίνης και στα συστήματα προστασίας που την υποστηρίζουν. Αναζητώντας τα αίτια των μεταβολών αυτών φθάνει έως την Ταϋλάνδη, για να κάνει έρευνα για την παραγωγή του οπίου και των τρόπων μεταφοράς του στις Η.Π.Α. (Hamm, 2010: όπ.π.. )
Τα πορίσματα της έρευνάς του, μαζί με άλλες παρόμοιες, αποτυπώνονται σε ένα βιβλίο που αποτελεί σύγγραμμα αναφοράς για το οργανωμένο έγκλημα και τη διαφθορά και το οποίο εκδίδεται όταν πλέον είναι Καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Delaware: Στο έργο του Οn the Take From Petty Crooks to Presidents (1978), ο Chambliss περιγράφει και αναλύει το οργανωμένο έγκλημα ως μια επιχειρηματική δραστηριότητα και ένα φαινόμενο περίπου διαταξικό, που αναπτύσσεται μέσω ποικίλων χρήσιμων σχέσεων, αλλά ιδίως που εξυπηρετεί τους πολιτικούς, τα υψηλά και τα μεσοαστικά στρώματα, τα οποία μέσω της διαφθοράς, αλληλο-εξυπηρετήσεων και αλληλο-υποστήριξης στηρίζουν τα συμφέροντά τους και διαμορφώνουν ένα πλαίσιο συμβίωσης μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας. «…Το οργανωμένο έγκλημα είναι ένα πολιτικό φαινόμενο που παίρνει τα χαρακτηριστικά του από τις οικονομικούς θεσμούς που επικρατούν σε μια συγκεκριμένη συγκυρία….».
Τα επόμενα χρόνια στο Delaware ο Chambliss ασχολείται με την «κατασκευή των νόμων» -lawmaking- : ακολουθώντας την κλασσική μαρξιστική θεώρηση αναζητά τη λειτουργία των νόμων στις αντιφάσεις του καπιταλισμού Οι νόμοι – υποστηρίζει- αποτελούν προσωρινές λύσεις σε συγκρούσεις, οι οποίες οφείλονται σε δομικές αντιφάσεις. Αυτές οι αντιφάσεις στη συνέχεια οδηγούν σε ορατές και συγκεκριμένες διαμάχες μεταξύ των κοινωνικών ομάδων ειδικά μεταξύ των κοινωνικών τάξεων. Οι πολιτικές ελίτ τότε, αντιμετωπίζουν το δίλημμα να αποφασίσουν με τον καλύτερο τρόπο για αυτές, ώστε να περιορίσουν τη σύγκρουση, χωρίς να χάσουν τα προνόμιά τους. Στο άρθρο του “On lawmaking” (1979) πραγματεύεται αυτό το ζήτημα και οδηγείται στη διατύπωση μιας νέας θεώρησης για το οργανωμένο έγκλημα. Ειδικότερα, μετά από έρευνα σε έγγραφα και αρχεία της Βρετανίας του 16ου αιώνα και τη μελέτη της πειρατείας, διατυπώνει τη θεωρία και τον όρο state-organised crime ορίζοντας ως τέτοια «….τα εγκλήματα που διαπράττονται από το κρατικούς ή κυβερνητικούς αξιωματούχους, κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων τους ως εκπροσώπων της κυβέρνησης…». Εδώ περιλαμβάνει και τα εγκλήματα της αστυνομίας και παράνομες φυλακίσεις κλπ (Hamm, ό.π.)
Στο ζήτημα αυτό επανέρχεται χρόνια αργότερα πάλι με άξονα τη δημιουργία των νόμων, όταν μαζί με την M. Zatz δημοσιεύει το Making Law: The state the law and structural contradictions (Chambliss, W., Zatz, M.1993). Εν τω μεταξύ το 1986 παίρνει τη θέση του Καθηγητή και προέδρου του Τμήματος Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου George Washington και το 1988 εκλέγεται πρόεδρος της Αμερικανικής Εταιρείας Εγκληματολογίας. Τότε δίνει την ετήσια διάλεξη του με θέμα “State Organised Crime”, πριν από την έναρξη της οποίας ζητεί να τηρηθεί ενός λεπτού σιγή για τα θύματα του Ολοκαυτώματος, καθώς εκείνη η ημέρα ήταν η 50η επέτειος από την νύχτα των κρυστάλλων των Ναζί (Ηamm ό.π.). Μετά από μια υποτροφία Fulbright (1989) ταξιδεύει ξανά στην Αφρική και επιστρέφει το 1991, όπου αρχίζει έρευνα για τα αμερικανικά γκέττο και τη στάση της αστυνομίας, τα αποτελέσματα της οποίας δημοσιεύονται σε άρθρο με τίτλο "Policing the Ghetto Underclass: The Politics of Law and Law Enforcement" το 1994, στο περιοδικό Social Problems.
Το 2001 δημοσιεύει το έργο Power Politics and Crime. Στο βιβλίο αυτό ο Chambliss αναλύει τις παρερμηνείες για τις τιμές της εγκληματικότητας, υποστηρίζει ότι το έγκλημα δεν είναι τόσο σοβαρό πρόβλημα όσο πιστεύεται, ότι είναι οι στάσεις και οι πεποιθήσεις απέναντι στο έγκλημα έχουν αλλάξει και ότι αυτό αλλάζει και τη συνολική θεώρηση της εγκληματικότητας και πραγματεύεται τη διάσταση που υπάρχει ανάμεσα στη νομική θεωρία και στην πραγματικότητα. Ειδικότερα, με άξονα την ανάλυση διαφόρων περιπτώσεων (έρευνες που και ο ίδιος έχει διεξάγει στο παρελθόν) αποδεικνύει, ότι η ανάδειξη του εγκλήματος σε κεντρικό πρόβλημα των ΗΠΑ και η πρόσληψή του από τους ανθρώπους και τους αρμόδιους καθορίζονται από χειραγωγήσεις, οι οποίες καλλιεργούνται υπό την πίεση ισχυρών οικονομικών συμφερόντων και ότι οι συνέπειες αυτών των χειραγωγήσεων επιτείνουν την διάσταση ανάμεσα στη θεωρία και την πραγματικότητα.
Στη συνέχεια, ο Chambliss ασχολήθηκε με τα εγκλήματα του κράτους ιδίως υπό τη μορφή των πολεμικών συρράξεων άλλων ωμοτήτων και αυτοί οι προβληματισμοί δημοσιεύθηκαν το 2010 στον συλλογικό τόμο State Crime in the Global Age (που επιμελήθηκε μαζί με τους R. Mickalowski και Kramer). Τα τελευταία χρόνια πριν το θάνατό του ο Chambliss ασχολήθηκε με τη θεωρία της Εγκληματολογίας και την μετουσίωση της σε πολιτική: το 2011 δημοσίευσε το πεντάτομο έργο Key Ιssues in Crime and Punishment, το 2012 το Criminology: connecting theory, Research and Practice, μαζί με την Aida Hass, και το 2013 το Discover Sociology μαζί με την Daina Eglitis.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
- Βιδάλη Σ., 2013, Εισαγωγή στην Εγκληματολογία. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη
- Burke, R., H., 2009, An Introduction to Criminological Theory. London and New York: Willan Publishing
- Chambliss, W. J., 1994 "Policing the Ghetto Underclass: The Politics of Law and Law Enforcement." Social Problems, May, 177-194.
- Chamblisss, W. J,1964. "A Sociological Analysis of the Law of Vagrancy."Social Problems, Summer, 67-77.
- Chambliss, W., Zatz, M. (eds.) 1993, Making Law: The Law, State and Structural Contradictions Bloomington: Indiana University Press.
- Hamm, M., S. 2010, “Chambliss, William, J.: Power conflict and Crime”. Σε Cullen, F.T., Wilcox, P., Encyclopedia of Criminological Theory, Sage Pubications, Inc., 142-150.
- Inderitzin, M., Boyd, H., 2010, “William J. Chambliss (1933–)”. Hayward, K., Maruna S., Mooney, J., Fifty key thinkers in Criminology, Routledge, London, New York, pp 203-207.
- Kalavita, K., x.x. “William J., Chambliss (1933-2014)”. http://www.lawandsociety.org/ news/chambliss.html
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
William Chambiss
Βιβλία
2013. Discover Sociology(with Daina Eglitis). Sage.
2012. Criminology: Connecting Theory, Research, and Practice. (with Aida Hass) McGraw-Hill.
2011. Key Issues in Crime and Punishment(ed. five volumes). Sage.
2010. State Crime in the Global Age(ed) (with Raymond Michalowski and Ronald Kramer). Willan.
2001. Power, Politics, and Crime. Boulder, CO: Westview Press.
1997. Sociology, 2nd Edition (with Richard Appelbaum). NY: Longman.
1994. Making Law: The Law, State and Structural Contradictions(co-edited with Marjorie Zatz). Bloomington, IN: Indiana University Press.
1990. Criminal Law, Criminology and Criminal Justice: A Casebook(with Tom Courtless). Menlo Park, CA.
1988. Exploring Criminology. NY: Macmillan.
1984. Criminal Law in Action, 2nd Edition (editor). NY: John Wiley.
1982. Law, Order and Power(with Robert Seidman). Reading, MA: Addison-Wesley.
1981. Organizing Crime(with Alan Block). NY: Elsevier.
1978. On the Take. Bloomington, IN: Indiana University Press.
1976. Whose Law? What Order?(co-edited with Milton Mankoff). NY: John Wiley.
1975. Sociology: The Discipline and its Direction(with Thomas E. Ryther). NY: McGraw-Hill.
1975. Criminal Law in Action (editor). NY: John Wiley.
1974. Problems of Industrial Society(editor). Reading, MA: Addison-Wesley Publishing.
1973. Sociological Readings in the Conflict Perspective (editor). Reading, MA: Addison-Wesley Publishing.
1972. Boxman: A Professional Thief's Journey(with Harry King). NY: Harper & Row.
1971. Law, Order, and Power(with Robert B. Seidman). Reading, MA: Addison-Wesley Publishing.
1970. A Research Bibliography on the Sociology of Law(with Robert B. Seidman). Berkeley, CA: Glendessary Press.
1969. Crime and the Legal Process(editor). NY: McGraw-Hill.
Άρθρα
2011. "Pink Panthers and Mafia Myths" (with Elizabeth Williams) Routledge Handbook of Transnational Organized Crime.
2008. "America's Crime Control Industry: A Self Perpetuating System" in Margaret Beare (ed.) Honouring Social Justice. Toronto: University of Toronto Press.
2005. "Personal Journeys in Sociology." Michigan Sociological Review, 19, 1-14.
1996. "Another Lost War: The Costs and Consequences of Drug Prohibition." Social Justice, 22, 101-124.
1994. "Policing the Ghetto Underclass: The Politics of Law and Law Enforcement." Social Problems, May, 177-194.
1989. "State Organized Crime." Criminology, 27, 183-208.
1980. "On Lawmaking."British Journal of Law and Society, Winter, 149-172.
1977. "Markets, Profits, Labor and Smack." Contemporary Crises, 1, 53-77.
1975. "Toward a Political Economy of Crime."Theory and Society, March, 149-170.
1973. "The Saints and the Roughnecks."Society, Nov/Dec, 24-31.
1967. "Types of Deviance and the Effectiveness of Legal Sanctions."Wisconsin Law Review,3, 703-719.
1964. "A Sociological Analysis of the Law of Vagrancy." Social Problems, Summer, 67-77.