Ο Ιουστίνος,[1] Ρωμαίος συγγραφέας του 4ου μ.Χ. αιώνα, εξηγεί τι οι Έλληνες άποικοι μπόρεσαν να διδάξουν στους Γαλάτες: «Οι Γαλάτες έμαθαν από το λαό αυτό έναν πιο πολιτισμένο τρόπο ζωής, παραμερίζοντας και μαλακώνοντας τους βάρβαρους τρόπους τους · και έμαθαν να καλλιεργούν τα εδάφη τους και να περικλείουν τις πόλεις τους με τείχη. Εκείνη την εποχή έμαθαν επίσης να ζουν με νόμους και όχι με όπλα · τότε έμαθαν να κλαδεύουν το αμπέλι και να καλλιεργούν την ελιά. Και τόσο διακρίθηκαν οι άνδρες και οι τρόποι τους, που δεν ήταν οι Έλληνες που έμοιαζαν να μεταναστεύουν στη Γαλατία, αλλά η Γαλατία στην Ελλάδα». Στο χωρίο αυτό, η εκπολιτιστική επιρροή των Ελλήνων, πέραν της εξαγωγής του προτύπου ζωής σε πόλεις οργανωμένες που λειτουργούν ως κράτη δικαίου, συνδέεται με τη διάδοση της καλλιέργειας της αμπέλου και της ελιάς. Πολύ περισσότερο από τη μεσογειακή διατροφή, η αμπελοκαλλιέργεια και η οινοπαραγωγή, τις οποίες έφεραν μαζί τους οι Έλληνες όπου κι αν πήγαν, εξήγαγαν ένα συγκεκριμένο τρόπο διαβίωσης και αναψυχής, που στον αρχαίο κόσμο ταυτίστηκε με τον πολιτισμένο βίο.
Ο οίνος θα κατακτήσει περίοπτη θέση στον ελληνικό πολιτισμό και στην οικονομία του, ως βασικό αγαθό, ήδη από την εποχή του Χαλκού. [2] Τη σημασία της αμπελοκαλλιέργειας και της κατανάλωσης οίνου, ως διακριτικά γνωρίσματα του ελληνικού πολιτισμού, καταδεικνύει ένα τεράστιο σώμα μαρτυριών από την επική και λυρική ποίηση, τα έργα των Τραγικών και τις Κωμωδίες, στις λογοτεχνικές πηγές, τις επιγραφές και την τέχνη, με προεξάρχουσα την εικονογραφία των αγγείων, αλλά και τη γλυπτική και τα ψηφιδωτά. Ο Όμηρος και ο Ησίοδος το θεωρούν στοιχείο του καθημερινού βίου. Στα ομηρικά έπη[3] το κέρασμα κρασιού αποτελεί παραδοσιακή έκφραση της ελληνικής φιλοξενίας (ξενίας). Τα πολύτιμα κρασιά λειτουργούν ως σύμβολα κύρους: το να ανοίξεις ένα παλαιωμένο κρασί -σαν κι αυτό των έντεκα ετών που προσέφερε ο Νέστορας στον Τηλέμαχο στην Πύλο- αποτελούσε, όπως και σήμερα, έκφραση ιδιαίτερης τιμής για έναν σημαντικό επισκέπτη. [4] Οι Κύκλωπες στην Οδύσσεια διακρίνονται αντιθέτως για τη βαρβαρότητά τους τόσο από την απουσία συναθροίσεων και νόμων στις μεταξύ τους σχέσεις, όσο και από την πρωτόγονη προσέγγισή τους στο κρασί. Ο Πολύφημος απεικονίζεται ως ένας άξεστος που πίνει μόνον γάλα, αγνοώντας τους καλούς τρόπους της πολιτισμένης οινοποσίας, που απαιτεί την ανάμειξη του κρασιού με νερό (η κρᾶσις, από τον οποίο προέρχεται η δημώδης ονομασία κρασί), για να επιβραδύνεται η μέθη. Ο Οδυσσέας από την άλλη, φέρει μαζί του το κρασί ως σύντροφο των ταξιδιών του, γνωρίζοντας πώς να το χρησιμοποιήσει έξυπνα ως όπλο, μεθώντας τον Πολύφημο, σε μία σκηνή που θα απεικονιστεί κατ' επανάληψη σε αγγεία και ψηφιδωτά.
Αν και ο οίνος προοριζόταν αποκλειστικά για τους ανθρώπους (οι θεοί έπιναν μόνον νέκταρ), η ελληνική λατρεία για το κρασί βρίσκει ως εκφραστή τον δικό του θεό, το Διόνυσο ή Βάκχο. Ο Διονύσιος λειτουργεί ως σύμβολο απελευθέρωσης αλλά και μανίας, θεωρούμενος ένας επικίνδυνος θεός, αφού ο άκρατος οίνος μπορούσε να οδηγήσει σε μια μορφή προσωρινής τρέλας. Στον Όμηρο, η υπέρμετρη κατανάλωση οίνου συνδέεται με την θεόσταλτη ἄτη, μία μορφή παροδικής τρέλας ή τύφλωσης.[5] Ο Πίνδαρος τον αποκαλεί "πανίσχυρο παιδί της αμπέλου",[6] ενώ ο Ιπποκράτης κάνει λόγο για το "μένος" του.[7] Οι οπαδοί του Βάκχου, οι Σάτυροι και οι Μαινάδες, που συχνά απεικονίζονται στην αρχαία τέχνη σε μια κατάσταση εκστατικής φρενίτιδας, συμβόλιζαν την άγρια πλευρά της ανθρώπινης φύσης που απελευθερώνεται από την υπέρμετρη κατανάλωση κρασιού.[8] Σύμφωνα με τους Αττικούς μύθους, όταν ο Διονύσιος αποκάλυψε την τέχνη της οινοποιίας στον Ίκαρο, ξέχασε να τον διδάξει την αναγκαιότητα ανάμειξης αυτού του θείου δώρου: όταν έδωσε στους γείτονές του άκρατο οίνο, νόμισαν ότι τους είχε δηλητηριάσει και τον σκότωσαν, μία πράξη συμβολική του ότι η κατανάλωση οίνου, αν γίνει με λάθος τρόπο, ήταν δυνητικά επικίνδυνη για την κοινωνία. Στην ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη, ο βασιλέας των Θηβών Πενθέας, που αντιτίθεται στη λατρεία του Διονύσου, διαμελίζεται από τις μαινόμενες Βάκχες (και την ίδια τη μητέρα του Αγαύη), που τον τρώνε ζωντανό. Το κρασί κατέστη ασφαλές όταν ο Διόνυσος αποκάλυψε το μυστικό της ανάμειξής του στον βασιλέα Αμφικτύωνα, ο οποίος καθιέρωσε τα έθιμα και τους κανόνες (θέσμιον ἔθετο) της κατανάλωσής του στο πλαίσιο του συμποσίου. [9]
Ο πανάρχαιος θεσμός του συμποσίου, που ανάγεται στον ομηρικό κόσμο,[10] υπογραμμίζει την πολιτική και πολιτιστική συμβολή της κατανάλωσης οίνου στην αρχαιοελληνική κοινωνία. [11] Είναι αξιοσημείωτο ότι οι δύο παλαιότερες επιγραφές του ελληνικού αλφαβήτου, χρονολογούμενες μέσα του 8ου αι. π.Χ., προέρχονται από αγγεία οινοποσίας που βρέθηκαν στο Δίπυλον στον Κεραμεικό και στις Πιθηκούσες της Ιταλίας (το "κύπελλο του Νέστορος").[12] Το συμπόσιο (όρος που σημαίνει κυριολεκτικά "πίνοντας μαζί"), συνίστατο σε μία τελετουργική κατανάλωση οίνου μεταξύ ενός κύκλου ανδρών που συνδέονται με δεσμούς φιλίας, συγγένειας, κοινωνικούς ή πολιτικούς. Οι ἑταίροι συγκεντρώνοντας σε ειδικό δωμάτιο, τον ανδρώνα, για μια βραδιά που δεν επικεντρωνόταν στο φαγητό, αλλά στην οινοποσία γύρω από ένα μεγάλο αγγείο αποκαλούμενο κρατήρα, στον οποίο το κρασί αναμειγνυόταν με νερό (σε αναλογία 2: 3 ή 1: 3 μέρη νερού, το οποίο μείωνε την περιεκτικότητα οινοπνεύματος σε 3-6% βαθμούς). Η τελετή του συμποσίου εκτυλισσόταν βάσει συγκεκριμένου πρωτοκόλλου, εκκινώντας με θυσίες και σπονδές[13] και εξελισσόμενο σταδιακά, υπό την επίβλεψη του συμποσιάρχη, ενός εκ των συμποτών που εκτελούσε καθήκοντα "τελετάρχη". Η τελετουργική απόλαυση του οίνου συνοδευόταν από μουσική (αυλό ή λύρα), απαγγελία ποίησης, χορό, τραγούδι, καλλιτεχνικούς διαγωνισμούς, φιλοσοφικές και πολιτικές συζητήσεις, και βεβαίως ερωτικές περιπτύξεις, με τη συμμετοχή εταίρων και αυλητρίδων ως μόνων γυναικών. Το συμπόσιο αποτελούσε επίσης άκρως πολιτικοποιημένο θεσμό. Ήδη στην ομηρική κοινωνία, όπου άτομα του ίδιου κοινωνικού κύκλου διαβουλεύονται στα συμπόσια, τα όρια μεταξύ ομάδας συμποτών και πολιτικού συμβουλίου δεν ήταν πάντα διακριτά.[14] Αποτελώντας αρχικά στοιχείο της αριστοκρατικής ταυτότητας των ευγενών και έκφανση ενός κοινού τρόπου ζωής και ευωχίας μεταξύ ισότιμων συντρόφων,[15] η συμμετοχή στα συμπόσια συνέχισε να λειτουργεί και στις επόμενες περιόδους ως επιβεβαίωση ότι κάποιος ανήκε στον στενό κύκλο μίας πολιτικής ομάδας. Προσφέροντας έναν συνδυασμό τέρψης, καλλιέργειας των τεχνών και των αισθήσεων, αλλά και της σκέψης και του πολιτικού αισθητηρίου, το συμπόσιο διαδραμάτισε επομένως κεντρικό ρόλο στη διαμόρφωση του ελληνικού πολιτισμού και ιδεών.
Η διαμόρφωση μιας "επιτρεπτικής" ελληνικής συμποτικής αντίληψης (δηλαδή όπου η οινοποσία, ως στοιχείο ενσωματωμένο στην κοινωνική ζωή, εκλαμβάνεται θετικά), είχε ως συνέπειες αφενός η κατανάλωση οίνου να θεωρείται φυσιολογική έκφραση της ατομικής ελευθερίας, αφετέρου ότι η ελευθερία αυτή περιβλήθηκε αρκετά νωρίς από κανόνες, αρχικά κοινωνικής δεοντολογίας και εν συνεχεία νομικούς, που οριοθετούσαν το ποιος, πώς, πόσο, πότε και με ποιόν μπορούσε να απολαμβάνει κανείς το κρασί.[16] Ο πρώτος και βασικότερος κανόνας της εθιμοτυπίας που περιέβαλλε την κατανάλωση οίνου ήταν η αρχή της εγκράτειας. Οι απαρχές της φιλοσοφικής αντίληψης για την ελληνική αρετή του "μηδέν ἄγαν", το ιδεώδες του "μέτρου" που θεωρείται κανόνας που πρέπει να διέπει όλες τις πτυχές της ζωής, δημόσιας ή ιδιωτικής, [17] μπορεί να ανιχνευθούν στην τελετουργική κατανάλωση οίνου. Στους μύθους και στις πεποιθήσεις των αρχαίων Ελλήνων, η υπερβολική κατανάλωση οίνου, όπως προαναφέρθηκε, συνδέθηκε με την τρέλα και το θάνατο. Σύμφωνα με το Μνησίθεο,[18] οι θεοί υπέδειξαν τον οίνο στους θνητούς ως τροφή που ενισχύει την ψυχή και το σώμα,"τοῖς μὲν ὀρθῶς χρωμένοις ἀγαθὸν μέγιστον, τοῖς δ' ἀτάκτως τοὔμπαλιν": χρησιμότατο στην ιατρική και ως φάρμακο, το κρασί, σε όσους το πίνουν κεκραμένο και με μέτρο φέρνει ευθυμία, εάν υπερβάλλεις φέρνει την ὕβριν, αν δεν το αραιώσεις αρκετά φέρνει την μανίαν, ως άκρατο δε, φέρνει "παράλυσιν τῶν σωμάτων, διὸ καὶ καλεῖσθαι τὸν Διόνυσον πανταχοῦ ἰατρόν." Η κατανάλωση του οίνου κεκραμένου φαίνεται ότι υπήρξε μια αριστοκρατική εφεύρεση που αποσκοπούσε στην καλλιέργεια του ιδεώδους του μέτρου. Η κοινωνική μομφή ήταν η πρώτη κύρωση που συνδεόταν με την ανάρμοστη συμπεριφορά του μέθυσου. Ο Ηρόδοτος (6.126-30) αφηγείται πώς ο τύραννος της Σικυώνος Κλεισθένης, αφού διεξήγαγε επί ένα χρόνο διαγωνισμό μεταξύ των ευγενέστερων νέων της Ελλάδας για το χέρι της κόρης του Αγαρίστης, απέκλεισε τον επικρατέστερο υποψήφιο, τον Αθηναίο Ιπποκλείδη, όταν αυτός μεθυσμένος χόρεψε άσεμνα πάνω στο τραπέζι, παντρεύοντάς την αντ' αυτού με τον Αλκμεωνίδη Μεγακλή, που έμελλε να γίνει πρόγονος του Κλεισθένη και του Περικλή.[19]
Οι πηγές αποδίδουν σε αρκετούς αρχαϊκούς νομοθέτες[20] προσπάθειες να θέσουν νομοθετικά όρια στις υπερβολές της οινοποσίας και στις συνέπειές της. Στον πλατωνικό διάλογο "Μίνως ἤ περὶ νόμου",[21] ο Σωκράτης αναφέρεται σε νόμο του μυθικού νομοθέτη Μίνωα, ο οποίος επέτασσε στην Κρήτη "μὴ συμπίνειν ἀλλήλοις εἰς μέθην". Αν η παράδοση του Μίνωα μπορεί να θεωρηθεί μυθολογική, στην ίδια την Κρήτη, επιγραφή από την Ελεύθερνα[22] διασώζει αρχαϊκό νόμο που επιτάσσει γενική απαγόρευση οινοποσίας με κάποιες εξαιρέσεις (πιθανώς στο πλαίσιο ορισμένων συμποσίων), καθώς και αυστηρές απαγορεύσεις κατανάλωσης οίνου για τους ιερείς.[23] Νόμος που επιβάλλει την ποινή του θανάτου[24] για την κατανάλωση ακράτου οίνου, πλην περιπτώσεων "ιατρικής συνταγής" (εἴ τις ἄκρατον ἔπιε μὴ προστάξαντος ἰατροῦ θεραπείας ἕνεκα, θάνατος ἦν ἡ ζημία) αποδίδεται στον αρχαϊκό νομοθέτη Ζάλευκο από τους Επιζεφύριους Λοκρούς. [25] Στον Σόλωνα αποδίδεται επίσης η θέσπιση της θανατικής ποινής στην Αθήνα σε βάρος των αρχόντων που εκτελούσαν τα καθήκοντά τους μεθυσμένοι,[26] ενόψει του κινδύνου για το δημόσιο συμφέρον που οι πράξεις τους συνεπάγονται (κίνδυνο που, mutatis mutandis, συναντούμε στη ratio του άρθρου 440 ΠΚ παρ.2 για την επικίνδυνη μέθη για όσους ασχολούνται με εργασίες που απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή).
Κατά τις περιόδους των στάσεων που συγκλονίζουν πολλές ελληνικές πόλεις κατά τον 7ο και 6ο π.Χ. αιώνα, η άφθονη οινοποσία στα συμπόσια των ευγενών υποδαύλιζε τα πολιτικά πάθη. Στην αρχαϊκή Λέσβο, σε μία εποχή κατά την οποία οι πηγές κάνουν λόγο για αλλεπάλληλες πολιτικές δολοφονίες και πραξικοπηματικές ανατροπές τυράννων, [27] ο Αλκαίος -πρωταγωνιστής ο ίδιος πολιτικών κινημάτων για τα οποία θα εξοριστεί κατ' επανάληψη, όπως και η Σαπφώ και άλλοι σύγχρονοί τους- απήγγειλε στα συμπόσια των πολιτικών εταιριών τα συμποσιακά και στασιωτικά ποιήματά του, που καταφέρονταν εναντίον του πολιτικού του αντιπάλου Πιττακού. Ο ποιητής αφιερώνει πάμπολλους στίχους στο ξακουστό στον αρχαίο κόσμο "γλυκόπιοτο" κρασί της Λέσβου, που το έχει δώσει ο Διόνυσος στους ανθρώπους για να "ξεχνούν τα φαρμάκια τους". Συνιστά μάλιστα "μηδὲν ἄλλο φυτεύσης πρότερον δένδριον ἀμπέλω"[28] και σημειώνει ότι "οἶνος γὰρ ἀνθρώπῳ δίοπτρον" –το κρασί είναι ο καθρέφτης του ανθρώπου, που αποκαλύπτει την αληθινή φύση του[29]– ή "οἶνος, ὦ φίλε παῖ, καὶ ἀλάθεα",[30] ένας στίχος που αργότερα στα λατινικά θα αποδοθεί ως το παροιμιώδες "in vino veritas".[31] Ο Αλκαίος καυτηριάζει τη συνήθεια πολιτικού αντιπάλου του να μεθοκοπά με τους πολιτικούς ἑταίρους του,[32] όμως ο ίδιος προτρέπει τους συντρόφους του να μεθύσουν μέχρι το φυλλοκάρδι τους,[33] ακόμα και με το ζόρι, για να γιορτάσουν το θάνατο του τυράννου Μελάγχρου. Συνιστά στον Βύκχι, μετά από κάποια αποτυχημένη πολιτική συνωμοσία, αντί να γεμίζει με θυμό την καρδιά του, από τον οποίο δεν έχουν να δουν καμία προκοπή, να καταφύγει στο καλύτερο φάρμακο, που δεν είναι άλλο από το μεθύσι: "ὦ Βύκχι, φαρμάκων δ' ἄριστον οἶνον ἔνεικαμένοις μεθύσθην".[34] Σε αυτό το πολιτικό σκηνικό, όταν ο Πιττακός θα καταφέρει εν τέλει να επικρατήσει στην Μυτιλήνη (κατ' άλλους αρχαίους συγγραφείς ως τύραννος, κατ' άλλους ως αισυμνήτης), κερδίζοντας την υστεροφημία του ιδεατού νομοθέτη και ενός εκ των επτά αρχαίων σοφών,[35] ανάμεσα στα μέτρα που θα εισαγάγει για την αποκατάσταση της τάξης και κοινωνικής ειρήνης περιλαμβάνεται μία διάταξη για την καταστολή της μέθης την οποία σχολιάζει ο Αριστοτέλης.[36] Ο νόμος του Πιττακού επέβαλλε σε όσους διέπρατταν ζημίες μεθυσμένοι την καταβολή αποζημίωσης πολλαπλάσιας της ζημίας, υψηλότερης απ' ό,τι οι νηφάλιοι,[37] αυτό δε για λόγους δημοσίου συμφέροντος, καθότι ήταν συνηθέστερο να διαπράττει κάποιος αδικήματα μεθυσμένος. [38] Όπως εξηγεί ο Αριστοτέλης στα Ηθικά Νικομάχεια,[39] η μέθη δεν πρέπει να θεωρείται συγγνωστή κατάσταση: [40] "πράγματι, τιμωρία προβλέπεται ακόμα και στην περίπτωση της άγνοιας, αν το άτομο θεωρηθεί υπεύθυνο για την άγνοιά του. Για τους μεθυσμένους για παράδειγμα διπλασιάζεται η ποινή, γιατί η αρχή της πράξης βρίσκεται μέσα στο ίδιο το άτομο, αφού ήταν στο χέρι του να μη μεθύσει και το μεθύσι του έγινε ύστερα η αιτία της άγνοιάς του." Η μέθη δεν αντιμετωπίζεται επομένως ως ελαφρυντικό ή ως συγγνωστή ελαττωμένη ικανότητα προς καταλογισμό,[41] κατά τρόπο αντίστοιχο προς τη σημερινή διάταξη 36 παρ. 2 ΠΚ. Κατά αυστηρότερο όμως τρόπο απ᾽ ό,τι στο σύγχρονο δίκαιο, η κατάσταση μέθης, εφ’ όσον συνεπάγεται ζημίες, επέσυρε υποχρέωση αποζημίωσης εις duplum, σε μία πρώιμη μορφή "ποινικής ρήτρας" εις βάρος του ζημιώσαντος προβλεπόμενης στο νόμο. Αν και πληττόμενο άμεσα είναι το ιδιωτικό συμφέρον του ζημιωθέντος, η κύρωση στοχεύει στη γενική πρόληψη προς όφελος του κοινωνικού συνόλου ενόψει της συχνότητας του αδικήματος,[42] καθώς, όπως αναφέρει ο Διογένης Λαέρτιος, ο νόμος θεσπίστηκε στη Λέσβο «ἵνα μὴ μεθύωσι, πολλοῦ κατὰ τὴν νῆσον οἴνου γινομένου».[43] Η νομική αντιμετώπιση της μέθης, που εν προκειμένω συνδέεται με την καταστολή της πολιτικής βίας μεταξύ αντίπαλων πολιτικών φατριών της αρχαϊκής Μυτιλήνης και την αποζημίωση των θυμάτων της, είναι ενδεικτική των δυσδιάκριτων ορίων μεταξύ αστικού και ποινικού αδικήματος, και μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου συμφέροντος, που χαρακτηρίζει το προκλασικό δίκαιο των αδικοπραξιών.
Η ιδανική κατάσταση του πότη, όπως την θέτει ο ποιητής Θεόγνις, είναι να μην είναι κανείς «ούτε νηφάλιος, ούτε πολύ μεθυσμένος» (478). Καθώς όμως στα συμπόσια διεξάγονταν επίσης διαγωνισμοί οινοποσίας μεταξύ των συμποτών, παρά τα μέτρα που λάμβαναν (την ανάμειξη του οίνου με νερό), η μέθη ήταν συχνά θέμα χρόνου.[44] Ο γραμματικός Αθήναιος από τη Ναύκρατη της Αιγύπτου, στους Δειπνοσοφιστές (2ος μ.Χ. αιώνας), το σημαντικότερο έργο της αρχαιότητας περί γευσιγνωσίας και οινογνωσίας που έφθασε έως εμάς, διασώζει πλήθος πληροφοριών σχετικά με την κουλτούρα του οίνου στον αρχαιοελληνικό κόσμο. Στα δύο πρώτα βιβλία αυτού παραθέτει αυτούσια αποσπάσματα ποιητών και συγγραφέων που αναφέρονται στη μέθη και τις έννομες συνέπειές της.[45] Αν και όπως αναφέρει ο Ίβυκος "οὐδεὶς φιλοπότης ἐστὶν ἄνθρωπος κακός",[46] η μέθη κάνει τους ανθρώπους ασυγκράτητους σαν ταύρους, εκτρέποντάς τους στη βία, όπως προειδοποιούν πολλοί ποιητές.
Σε στίχους του έργου του Εύβουλου (απ. 93), κωμωδιογράφου της Μέσης Κωμωδίας, με τίτλο "Σεμέλη ή Διόνυσος" (375 π.Χ.), ο ποιητής δίνει το λόγο στον ίδιο το Διόνυσο που συνοψίζει τις συνέπειες της μέθης σε έναν "δεκάλογο της οινοποσίας". Ο θεός δίνει τη λογική συμβουλή να σταματά κανείς στα τρία ποτήρια, μετά τα οποία αρχίζουν τα προβλήματα, σκιαγραφώντας τα ποικίλα αδικήματα που διαπράττουν οι μεθυσμένοι: "Τρεις μοναχά κρατήρες γεμίζω για τους φρόνιμους, τον πρώτο στην υγεία τους, τον δεύτερο για έρωτα και ηδονή, τον τρίτο για τον ύπνο και μόλις πιουν κι αυτόν, οι μυαλωμένοι σπίτια τους γυρνούν. Αν λες και για τον τέταρτο, δεν είναι από μένα: αυτός φέρνει τις προσβολές, ο πέμπτος φασαρίες, ο έκτος τρελοκαμώματα, ο έβδομος μαυρίζει μάτια, ο όγδοος σε δίκες σε κλητεύει, ο ένατος φέρει την οργή, ο δέκατος την τρέλα που όλα τα σπάει".[47]
Στους στίχους του κωμωδιογράφου Επίχαρμου που παραθέτει ο Αθήναιος, γίνεται επίσης λόγος για τις δικαστικές εμπλοκές που φέρνει το μεθύσι: οι θυσίες οδηγούν στα γλέντια και αυτά με τη σειρά τους στο πιοτό, που φέρνει φασαρίες, αυτές οδηγούν σε δίκες και καταδίκες, που καταλήγουν σε δεσμά, τιμωρίες και πρόστιμα.[48] Ο επικός ποιητής Πανύασις[49] συμβουλεύει επίσης το μέτρο, απονέμοντας το τρίτο ποτήρι στην Ὕβρη και την Ἄτη, μητέρες του θυμού, που δίνουν στα γλέντια κακό τέλος. Ο Ευριπίδης στο σατυρικό του έργο Κύκλωψ συνδέει το μεθύσι με πληγές και προσβολές, [50] ενώ ο Αθήναιος σημειώνει ότι ορισμένοι υποστηρίζουν ότι ο Διόνυσος και η Ὕβρις γεννήθηκαν μαζί.
Στην Αθήνα, όπου η ίδια η γένεση του θεάτρου ως μορφή τέχνης συνδέεται με τον τρύγο και τη μέθη,[51] αναφορές σε αδικήματα που διέπραττε κανείς μεθυσμένος εμφανίζονται σε ποικίλα θεατρικά και φιλοσοφικά έργα. Ο Πλάτων, κατά την αναζήτηση της ετυμολογίας του οίνου, τον συνδέει συνειρμικά με την οίηση, από τη συναφή επίδραση που έχει στον ανθρώπινο νου.[52] Στον πλατωνικό διάλογο Φαίδων (81e), ο Σωκράτης αναφέρει ότι οι μέθυσοι και υβριστές (αλλά και οι κοιλιόδουλοι) στην άλλη ζωή θα λάβουν τη μορφή του όνου, μία νύξη στη γαϊδουρινή συμπεριφορά τους σε αυτή τη ζωή. Απόρροια της αντιλήψεως αυτής, στο αθηναϊκό δίκαιο, η μέθη συνδέεται με το αδίκημα της ὕβρεως, μία μορφή προσβολής της προσωπικότητας που κάλυπτε τις πάσης φύσεως επιθέσεις, όπως έργω και λόγω εξύβριση, σωματικές βλάβες, σεξουαλική παρενόχληση, βιασμό, έως και κλοπή και απόπειρα ανθρωποκτονίας.[53] Η δίωξη της ὕβρεως μπορούσε να γίνει μέσω της γραφής, ένδικο μέσο το οποίο (αντίθετα προς το ένδικο μέσω της δίκης) ήταν προσιτό όχι μόνον στο θύμα, αλλά σε κάθε πολίτη ως έχοντα έννομο συμφέρον, μπορούσε δε να καταλήξει στην επιβολή χρηματικής ποινής. [54] Η πρόνοια του αδικήματος της ὕβρεως στο αττικό δίκαιο, η οποία συνυπάρχει και ενίοτε αλλεπικαλύπτεται από άλλα ειδικότερα αδικήματα, αιτιολογείται από την ύπαρξη μίας συγκεκριμένης πνευματικής προδιάθεσης, της ευχαρίστησης που αισθάνεται ο υβριστής στο να μειώνει τον άλλον σε επίδειξη ισχύος, και όχι γιατί έχει κάτι να κερδίσει, όπως εξηγεί ο Αριστοτέλης στη Ρητορική.[55] Ὑβριστές είναι ο χαρακτηρισμός π.χ. που αποδίδεται στους μεθυσμένους μνηστήρες της Πηνελόπης, αλλά και στους μεθυσμένους Κενταύρους, στην περίφημη σκηνή της μυθολογικής αρπαγής των γυναικών στο γαμήλιο γεύμα των Λαπιθών[56] -ήτοι μία απόπειρα μαζικού βιασμού από μεθυσμένους- που αποθανατίστηκε στο αέτωμα του ναού του Δία στην Ολυμπία και στις μετόπες του Παρθενώνα, μία σκηνή συμβολική του θριάμβου της λογικής και της τάξης πάνω στα ζωώδη ένστικτα.
Η μέθη και οι έννομες συνέπειές της προσφέρονται επίσης για διακωμώδηση στους χαρακτήρες των κωμωδιών. Στους Σφήκες του Αριστοφάνη, όταν ο Φιλοκλέων μεθά ως προσκεκλημένος, γίνεται ο ὑβριστότατος μεταξύ των συνδαιτημόνων[57] και ξυλοφορτώνει τον δούλο του. Όταν μία φουρνάρισσα τον απειλεί με δίκη βλάβης γιατί "με δαυλό χτυπώντας με τσάκισε στο ξύλο και μου σκόρπισε δέκα οβολών ψωμιά και τέσσερα άλλα" (1389-1408), ο Βλεδυκλέων λέει στον Φιλοκλέωνα: "Τα βλέπεις; Για να πας και να μεθύσεις, θα ᾽χουμε πάλι δίκες και μπελάδες". Αν και οι αρχαιοελληνικές κοινωνίες ήταν γενικώς ανεκτικές στην κατανάλωση οίνου από όλους, άνδρες, γυναίκες, ακόμα και στη δοκιμή του κρασιού από παιδιά, κοινό τόπο των κωμωδιών αποτελεί επίσης η προσπάθεια των ανδρών να ελέγξουν την πρόσβαση στο κρασί ιδίως των γυναικών και δούλων, προσώπων που θεωρούνται χαμηλών αντοχών και πλέον επιρρεπή στην μέθη. Όπως σημειώνεται στις Βάκχες του Ευριπίδη, "Αν στων γυναικών τα φαγοπότια αναμιγεί του σταφυλιού η σπιρτάδα, απ' τα όργιά τους προκοπή δε θά 'βγει".[58]
Οι πολύ νέοι θεωρούνται επίσης ομάδα υψηλού κινδύνου, για την προστασία της οποίας από τις συνέπειες της οινοποσίας μαρτυρούνται κάποιοι νομοθετικοί περιορισμοί. [59] Ο Πλάτων στους Νόμους του εισηγείται την πλήρη αποχή για τους κάτω των 18, την κατανάλωση με μέτρο έως τα 30, ενώ η πλήρης απόλαυση του κρασιού -ως το δώρο των θεών που ελαφρύνει τα βάρη των ανθρώπων- πιστεύει ότι θα έπρεπε να αρχίζει στην ώριμη ηλικία των 40. [60] Στη μυθολογία[61] και τη συναφή εικονογραφία αγγείων, η μέθη συνδέεται κατ' επανάληψη με βιασμούς ή απόπειρες βιασμών γυναικών από μέθυσους. Στη Νέα Κωμωδία, οι νεαροί άνδρες συχνά επικαλούνται ότι ήταν μεθυσμένοι ως δικαιολογία ή ελαφρυντικό κατά τη διάπραξη εκ μέρους τους σεξουαλικών επιθέσεων.[62]
Ενώπιον των πραγματικών αθηναϊκών δικαστηρίων, οι λογογράφοι που συντάσσουν λόγους για τους διαδίκους, επικαλούνται την έλλειψη πλήρους νηφαλιότητας άλλοτε ως ελαφρυντικό και άλλοτε ως επιβαρυντική περίσταση, ανάλογα με την πλευρά και θέση του διαδίκου.[63] Ο Λυσίας υποστηρίζει σε διαφορετικούς δικανικούς λόγους του αντιφατικές θέσεις: ότι η μέθη δεν είναι συνώνυμη με πρόθεση, ότι η μέθη οδηγεί σε επιθέσεις, ότι συνιστά επιβαρυντική περίσταση, ότι δικαιολογεί την άσκηση του δικαιώματος άμυνας.[64] Ο Δημοσθένης αναφέρεται σε περιστατικό της μαστίγωσης πολιτικού αντιπάλου από μεθυσμένο κατά τη διάρκεια θρησκευτική εορτής, υπόθεση που κατέληξε με τη θανατική καταδίκη του υβριστή, καθώς και σε υπόθεση ξυλοδαρμού θεσμοθέτη (δικαστή) υπό την επήρεια κρασιού, υπόθεση που έληξε με εξωδικαστικό συμβιβασμό.[65] Ο Αντιφών (2.1.4) αποκλείει τη μέθη ως αιτία μίας δολοφονίας, με το επιχείρημα ότι τον θύτη θα είχαν μαρτυρήσει οι συμπότες του.
Οι αναφορές στη μέθη και στις συνέπειές της στον αρχαίο ελληνικό νομικό πολιτισμό και σε ποικίλες μορφές τέχνης, όπου περιγράφονται μεθυσμένοι να διαπράττουν αδικήματα που επισύρουν ηθική απαξία, σκιαγραφούν μία νομική πραγματικότητα που εκλαμβάνει την μέθη ως μία άδικη και ενίοτε εγκληματική συμπεριφορά, σηματοδοτούμενη από σύνθετες νομικές έννοιες όπως η πρόθεση, η προσβολή, η υπαιτιότητα, η ικανότητα προς καταλογισμό, οι επιβαρυντικές συνθήκες, τα ελαφρυντικά και το δικαίωμα στην άμυνα. Η πολιτισμική παράδοση της Ελλάδας ως γενέτειρας του κρασιού, και η κεντρική θέση που κατέχει η απόλαυση του οίνου στις αρχαίες ελληνικές κοινωνίες, συμβάλλουν στη διαμόρφωση εν τέλει ενός πλαισίου κανόνων δικαίου και ηθικών αξιών που οριοθετούν την ορθή χρήση του. Τα συναφή παραδείγματα μεθυσμένων στην τέχνη λειτουργούν αποτρεπτικά, διδακτικά ή σκωπτικά, αντανακλώντας ή συμπληρώνοντας την περί δικαίου και την μέση κοινωνική αντίληψη για την ορθή συμπεριφορά σε ζητήματα οινοποσίας. Οι κανόνες αυτοί, εθιμικοί ή θετοί, εξισορροπούσαν την ελευθερία επιλογών και τα κοινωνικά συμφέροντα, παρέχοντας στο κοινωνικό σύνολο επαρκή προστασία από τις υπερβολές της οινοποσίας, χωρίς να αποκλείουν την απόλαυση του οίνου στην αρχαιοελληνική καθημερινότητα, ως ένα δώρο των θεών που οι θνητοί πρέπει να γεύονται με μέτρο.[66]
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Ιουστίνος, Επ. 43.3.1. Ο Ιουστίνος συνοψίζει το έργο του ιστορικού του 1ου μ.Χ. αιώνα Pompeius Trogus.
[2] Οι εγκαταστάσεις για την αποθήκευση οίνου των Μινωικών ανακτόρων στην Κρήτη, ένα ιδεόγραμμα για το "κρασί" που εντοπίζεται στη Γραμμική Α, τα πολύτιμα κύπελλα και σκεύη για την κατανάλωση οίνου των Μυκηναϊκών τάφων, αναφορές σε "οίνο", "αμπελώνα" και στον θεό Διονύσιο στις πήλινες πινακίδες των αρχείων της Πύλου, υπογραμμίζουν τη σημασία του κρασιού ήδη στο Μινωικό και το Μυκηναϊκό πολιτισμό, βλ. J. Robinson- J. Harding (eds), The Oxford Companion to Wine, Oxford (2016), s.v. Greece, S. Coner, s.v. "Wine", στο M. Gagarin - E. Fantham (eds), The Oxford Encyclopedia of Ancient Greece and Rome, Oxford (2010), τ. 7, σ. 232.
[3] Z. Papakonstantinou, "Wine and Wine Drinking in the Homeric World’, Antiquité Classique, 78 (2009), σ. 1-24, ιδίως σ. 13-14.
[4] Οδ. γ' 390-393. Papakonstantinou (2009), ό.π. (σημ. 3), σ. 15.
[5] E. R. Dodds, The Greeks and the Irrational, Berkley & Los Angeles (1951), σ. 5.
[6] Πίνδαρος, Νεμ. 9.51-52: βιατάν ἀμπέλου παίδα.
[7] Ιπποκράτης, Περί διαίτης ὀξέων νοσ. 63.
[8] Στο πλαίσιο της μυστικιστικής λατρείας του Διονύσου, η ίδια η πράξη της μέθης θεωρείτο ένας τρόπος κοινωνίας και μέθεξης με τον θεό, αντίληψη που προηγείται της χριστιανικής περί της θείας κοινωνίας, βλ. Corner (2002), ό.π. (σημ.2), σ. 232-237.
[9] Αθήναιος, Δειπν. 2.7.
[10] Βλ. P. Schmitt-Pantel, La cité au banquet, ό.π. (σημ. 11), σ. 46-48.
[11] Για την κοινωνική, πολιτιστική και πολιτική σημασία του συμποσίου βλ. Ο. Murray, "The Symposion as Social Organization", στο Robin HÄGG (ed.), The Greek Renaissance of the Eighth Century BC: Tradition and Innovation, Stockholm (1983)
, σ. 195-199, του ιδίου, "Sympotic History", στο Ο. Murray (ed.), Sympotica. A Symposium on the Symposion, Oxford (1990), σ. 3-13, P. Schmitt Pantel, La cité au banquet: histoire des repas publics dans les cités grecques, Rome (1992).
[12] Η επιγραφή του Διπύλου αποτελεί σύντομο κείμενο χαραγμένο σε οινοχόη, χρονολογούμενη περί το 740 π.Χ., η οποία πιθανώς υπήρξε έπαθλο κάποιου συμποσίου. Την ύστερη Γεωμετρική περίοδο (περί το 750-700 π.Χ.) χρονολογίται και η επιγραφή από κοτύλη που βρέθηκε στις Πιθηκούσες, πιθανώς προερχόμενη από τη Ρόδο, SEG XIV 64.
[13] Κατά τη σπονδή έχυναν λίγες σταγόνες κρασί ως προσφορά στους θεούς και έπιναν το υπόλοιπο, τελετουργικό το οποίο επισφράγιζε μεταξύ άλλων την ορκοδοσίας σε κάθε διεθνή συμφωνία ειρήνης, με αποτέλεσμα ο όρος "σπονδή" να καταστεί συνώνυμος των διεθνών συνθηκών ειρήνης στο αρχαίο ελληνικό δίκαιο.
[14] Papakonstantinou 2009: ό.π. (σημ. 3), σ. 17.
[15] Το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται και στην Αθήνα μετά το 460 π.Χ., όπου οι συμποσιακές ἑταιρεῖες γίνονται βασικό στοιχείο διάκρισης των αριστοκρατών.
[16] A. P. McKinlay, "Wine and the law in ancient times", στο G. E. Mylonas & D. I. Raymond (eds) Studies presented to D. M. Robinson on his seventieth birthday II, St. Louis (1951), σ. 858-67, Ε. Martín González, "Leisure Rules in Archaic Greece: Legislation on Inebriation and Foul Play in Literary and Epigraphic Sources", CHS Research Bulletin 2, no. 2 (2014), http://nrs.harvard.edu/urn-3:hlnc.essay:MartinGonzalezE.Leisure_Rules_in_Archaic_Greece.2014.
[17] Ζ. Papakonstantinou, "'A delight and a burden' (Hes. Sc. 400): Wine and Wine-Drinking in Archaic Greece", Ancient Society 42 (2012), 1-32, σ. 19.
[18] Αθήναιος, Δειπν. 2.2.
[19] Papakonstantinou (2012), ό.π. (σημ. 16), σ. 20.
[20] Αλλά και σε μεταγενέστερους, πρβλ. νόμους της Αλεξάνδρειας του 3ου π.Χ. αιώνα, PHal, sac.v.8.185-10.214: "μεθύοντος ἀδικιῶν. ὅταν τις τὸ τῶν σῶ[μ]α ἀδικημάτ[ων] μεθύων ἢ νύκτωρ ἢ ἐν ἱερώι ἢ ἐν ἀγοραῖ ἀδικήσηι, διπλασίαν τὴν ζημίαν ἀποτεισάτω τῆς γεγραμμένης".
[21] Πλάτων, Μίνως, 320 a.
[22] SEG 41:739: μὴ ἰνπίνεν α[ἰ.] μὲ(ν) δρομέα (ἰ)ος Δίον Ἄκρον συνινπίποντα πίνεν. Βλ. M. Gagarin - P. Perlman, The Laws of Ancient Crete, c. 650-400 BCE, Oxford 2016, p. 245-246, Μ. et H. Van Effenterre, in R. Laffineur – W.D. Niemeier (eds), Politeia. Society and State in the Aegean Bronze Age, [Aegeaum 12], I, Liège (1995), σ. 335-339.
[23] Βλ. επίσης SEG 45:1255.
[24] Η αυστηρότητα της ποινής είναι χαρακτηριστική της σημασίας που οι μεταγενέστερες πηγές επιχείρησαν να προσδώσουν στις αρχαϊκές νομοθετικές απαγορεύσεις για τον περιορισμό της μέθης στις κοινωνίες της Μ. Ελλάδας, όπου η κατανάλωση οίνου ήταν σύμφυτη με τον αριστοκρατικό τρόπο ζωής, βλ. F. Frisone, Vino e società nelle città magnogreche: tradizioni letterarie e documenti epigrafici, Taranto (2011), σ. 299-263.
[25] Αθήναιος, Δειπν.10.429.a. F. E. Adcock, "Literary Tradition and Early Greek Codemakers", Cambridge Historical Journal, 2 (1927), σ. 95-109.
[26] Διογένης Λαέρτιος 1.2.57.
[27] Α. Δημοπούλου, Λεσβίων Πολιτείαι, Πολίτευμα, Θεσμοί και Δίκαιο των πόλεων της Λέσβου, Αθήνα (2015), σ. 117-122.
[28] Αλκαίος, fr. 342.
[29] Στο ίδιο πνεύμα, στους Δειπνοσοφιστές του Αθήναιου (10.31), ο Πιττακός φέρεται να συμβουλεύει τον τύραννο της Κορίνθου, Περίανδρο, να μη μεθύσει, για να μη δει ποιος πραγματικά είναι, αντί για το ποιος προσποιείται ότι είναι, αφού το κρασί είναι το κάτοπτρο του νου.
[30] Αλκαίος, fr. 366.
[31] Πλίνιος πρ., Nat. Hist. 14.141.
[32]Αλκαίος, fr. 72.
[33] Αλκαίος, fr. 335, 338, 346, 333, 358, 366.
[34] Αλκαίος. fr. 335.
[35] Αριστοτέλης, Πολ. 1274b.19-23, Ηθ. Νικ. 1113b, Πλούταρχος, Mor. 155F.
[36] Αριστοτέλης, Ρητ. 1402b, Ανωνύμου, Arist. artem rhetoricam comm. 154.10-13.
[37] Το διπλάσιο αναφέρεται ήδη στις πρωιμότερες επιγραφές νόμων της κρητικής Δρήρου ως ποινή για αδικήματα, βλ. S. Von Reden, "Money, Law and Exchange: Coinage in the Greek Polis", JHS 117 (1997), σ. 154-176, ιδίως σ. 161-162.
[38] N. R. E. Fisher, Hybris: A Study in the Values of Honour and Shame in Ancient Greece, Warminster (2000), σ. 208.
[39] Αριστοτέλης, Ηθ. Νικ. 3.5.1113b, 30-33.
[40] Αριστοτέλης, Πολ. 1274b.
[41] A. P. Dorjahn, "Extenuating Circumstances in Athenian Courts", CP 25 (1930), σ. 162-172, ιδίως σ. 165.
[42] Ι. Βελισσαροπούλου-Καράκωστα, Λόγοι Ευθύνης, Ιστορική γένεση και σύγχρονη αμφισβήτηση των πηγών της ενοχικής δεσμεύσεως, Αθήνα (1993), σ. 87 επ.
[43] Διογένης Λαέρτιος 1.4.76.
[44] Στον διάλογο του Πλάτωνα που πήρε το όνομά του από το Συμπόσιο (212c-213a), οι συμμετέχοντες αρχικά συμφωνούν να περιορίσουν την οινοποσία, καθώς ακόμα συνέρχονται από αυτήν της προηγούμενης νύχτας, έως ότου μπαίνει ο Αλκιβιάδης μεθυσμένος και ρωτά αν είναι έτοιμοι να πιουν για τα καλά.
[45] Αθήναιος, Δειπν. 10.443.c-f.
[46] Αθήναιος, Δειπν. 2.9.
[47]Αθήναιος, Δειπν. 2.3.
[48]Αθήναιος, Δειπν. 2.3.
[49]Αθήναιος, Δειπν. 2.3.
[50] Ευριπίδης, Κύκλ. 534.
[51] Αθήναιος, Δειπν. 2.11. Πέραν των ιδιωτικών συμποσίων, η τελετουργική κατανάλωση οίνου αποτελούσε μέρος δημόσιων θρησκευτικών πανηγύρεων που κατά τη διάρκεια του χρόνου συνόδευαν τα ορόσημα της καλλιέργειας της αμπέλου, της συγκομιδής, της δοκιμής της νέας παραγωγής, όπως τα Ανθεστήρια, τα Οσχοφόρια, τα Απατούρια, τα κατά αγρόν και τα κατά άστυ Διονύσια. Οι εορτασμοί αυτοί, που ενίσχυαν τους κοινωνικούς δεσμούς μεταξύ των πολιτών, συνοδεύονται από άφθονη οινοποσία και συναφείς διαγωνισμούς.
[52] Αθήναιος, Δειπν. 2.1.
[53] D. MacDowell, The Law in Classical Athens, London (1978),σ. 129-132.
[54] J. Luke, "Τhe Krater, “Kratos,” and the “Polis”", G & R, 41 (1994), σ. 23-32, ιδίως σ. 29.
[55]Αριστοτέλης, Ρητορική, 1378b.
[56] Οδ., φ' 295–304.
[57] Αριστοφάνης, Σφ. 1303-10. Βλ. D. MacDowel, "Hybris in Athens", Greece & Rome, 23.01 (1976), σ. 14 - 31.
[58] Ευριπίδης, Βάκ. 260-262.
[59] Κατά τον Αριστοτέλη (fr. 611), ο Αριστείδης ο Κείος είχε ορίσει ότι οι ανήλικοι και οι γυναίκες πριν το γάμο θα έπρεπε να πίνουν μόνον νερό. Η επιγραφή με τον κανονισμό του Γυμνασίου από τη Βέροια, απαγορεύει την είσοδο στο Γυμνάσιο στους μεθυσμένους, SEG 27.261. Ο Αθήναιος (10.429.a-b) αναφέρει νόμο της Μασσαλίας και της Μιλήτου που επέβαλλε στις γυναίκες να πίνουν μόνον νερό και ότι οι Ρωμαίοι απαγόρευαν την κατανάλωση οίνου στους δούλους, τις γυναίκες και τους νέους κάτω των 30.
[60] Πλάτων, Νόμ. 666a.
[61] Παυσανίας 6.6.7.
[62] E. Harris, "Did Rape Exist in Classical Athens? Further Reflections on the Laws about Sexual Violence", Dike 7, σ. 41-83, ιδίως 44-48.
[63] V. Adamidis, Character Evidence in the Courts of Classical Athens: Rhetoric, Relevance, and the Rule of Law, Abigdon (2017), σ. 127-130.
[64] Λυσίας, 4.5-9, 4.8, Fr. 279.5, 3.12, 3.18, 3.19.
[65] Δημοσθένης, 21.38-39, 21.180-181, 71.74, 54.3-7, 54.16, 54.21, 19.196-9.
[66] Papakonstantinou (2009), ό.π. (σημ. 3), σ. 18-19.