Ι. Εισαγωγή
Η ποινική ευθύνη υπουργών είναι ένας θεσμός που ρυθμιζόταν ήδη από τα πρώτα ελληνικά Συντάγματα του 1832 και του 1844. To Σύνταγμα του 1864 περιείχε τις σχετικές διατάξεις στα άρθρα 80- 82. Η ουσιώδης διαφορά του Συντάγματος 1864 σε σχέση με το Σύνταγμα του 1844 είναι ότι, λόγω κατάργησης της Γερουσίας ως νομοθετικού οργάνου, ειδικό δικαστήριο, απαρτιζόμενο από μέλη του Αρείου Πάγου, οριζόταν ως αρμόδιο όργανο για την εκδίκαση των κατηγοριών κατά υπουργών. Γι’ αυτό εξάλλου τον λόγο, μακρές συζητήσεις στην Βουλή για το όργανο που θα δίκαζε τους υπουργούς προηγήθηκαν της ψήφισης των ανωτέρω άρθρων του Συντάγματος [1]. Καινοτομία στο καθεστώς της ευθύνης υπουργών υπό το Σύνταγμα του 1864 αποτέλεσε και ότι εκδόθηκε για πρώτη φορά ο σχετικός οργανικός νόμος, που ήταν ο ΦΠΣτ/22.12.1876, οποίος και δημοσιεύθηκε την 23.2.1877 και τροποποιήθηκε σχεδόν αμέσως με το νόμο ΧΕ/11.3.1877.
Εν συνεχεία παρουσιάζονται οι βασικοί άξονες της ρύθμισης των άρθρων 80-82, όπως αυτή συμπληρώθηκε από τους νόμους ΦΠΣτ/22.12.1876 και ΧΕ/11.3.1877, στο πεδίο του ουσιαστικού και του δικονομικού δικαίου σε συνδυασμό με τις περιπτώσεις που οι διατάξεις αυτές εφαρμόστηκαν. Στόχος της παρούσας εισήγησης είναι να καταδείξει την αλληλεξάρτηση μεταξύ ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου, να προβεί σε μια αποτίμηση των υπό το Σύνταγμα του 1864 ισχυουσών διατάξεων και να προσφέρει έναυσμα για προβληματισμό για την ισχύουσα ρύθμιση.
ΙΙ. Οι βασικοί άξονες των ρυθμίσεων των άρθρων 80-82 του Συντάγματος 1864
1. Τα υπουργικά αδικήματα
Στον πυρήνα των ρυθμίσεων της ποινικής ευθύνης υπουργών υπό το Σύνταγμα 1864 βρισκόταν η έννοια του υπουργικού αδικήματος. Σύμφωνα με το άρθρο 81 του Σ. υπουργικά αδικήματα συνιστούσαν όχι μόνο συμπεριφορές (πράξεις ή παραλείψεις) που αποτελούσαν παραβάσεις ποινικών διατάξεων αλλά και κάθε παραβίαση του Συντάγματος και των νόμων κατά την άσκηση των καθηκόντων των υπουργών[2]. Εν συνεχεία και ο νόμος ΦΠΣτ/22.12.1876 όπως τροποποιήθηκε με το νόμο ΧΕ/11.3.1877 περιέγραφε αναλυτικά τα υπουργικά αδικήματα. Σε αυτά περιλαμβάνονταν, εκτός από την παράβαση ποινικής διάταξης κατά την άσκηση των καθηκόντων του υπουργού, η από πρόθεση προσυπογραφή διατάγματος που παραβίαζε διάταξη του Συντάγματος ή των νόμων, η εκτέλεση διατάγματος που δεν είχε προσυπογραφεί από τον αρμόδιο υπουργό, η έκδοση ή η εκτέλεση απόφασης ή διαταγής με την οποία παραβιαζόταν διάταξη του Συντάγματος ή των νόμων, η παράλειψη εκτέλεσης διάταξης του Συντάγματος ή των νόμων, η σύμπραξη σε κύρωση ή δημοσίευση ως νόμου πράξης που δεν ψηφίστηκε από την Βουλή. Περαιτέρω ο υπουργός υπείχε ποινική ευθύνη αν έβλαψε με πρόθεση με πράξη ή παράλειψη τα συμφέροντα του κράτους, ακόμα και αν δεν παραβίασε ρητή διάταξη του Συντάγματος ή των νόμων[3]. Αν όμως η παραβίαση των διατάξεων του Συντάγματος ή των νόμων διαπράχθηκε από ασύγγνωστη αμέλεια απαιτείτο επιπλέον να επήλθε βλάβη σε ουσιώδη συμφέροντα του κράτους[4], ενώ η περίπτωση συγγνωστής και δικαιολογημένης πλάνης για την ακριβή έννοια του νόμου που παραβιάστηκε οδηγούσε σε απαλλαγή από την ευθύνη. Σε κάθε όμως περίπτωση ο υπουργός δεν διωκόταν για πταίσματα. Οι προβλεπόμενες ποινές, για την μεν παράβαση των ποινικών διατάξεων ήταν οι οριζόμενες σε αυτές, ενώ για την με πρόθεση προσυπογραφή διατάγματος που παραβίαζε διάταξη του Συντάγματος ή των νόμων, την εκτέλεση διατάγματος που δεν είχε προσυπογραφεί από τον αρμόδιο υπουργό, την έκδοση ή η εκτέλεση απόφασης ή διαταγής με την οποία παραβιαζόταν διάταξη του Συντάγματος ή των νόμων, την παράλειψη εκτέλεσης διάταξης του Συντάγματος ή των νόμων, την σύμπραξη σε κύρωση ή δημοσίευση ως νόμου πράξης που δεν ψηφίστηκε από την Βουλή, φυλάκιση έξι μηνών έως δυο ετών[5]. Η παραβίαση του Συντάγματος και των νόμων από ασύγγνωστη αμέλεια τιμωρούταν με ποινή φυλάκισης μέχρι έξι μήνες [6]. Η με πρόθεση βλάβη των συμφερόντων του κράτους επέσυρε ποινική φυλακισης τριών μηνών έως ένα έτος[7]. Ειδική ρύθμιση υπήρχε για την παραγραφή των υπουργικών αδικημάτων η οποία επερχόταν μετά την λήξη των επόμενων τριών βουλευτικών συνόδων μετά την πράξη[8].
Ως πρότυπο για τους συντάκτες των ανωτέρω διατάξεων του ν. ΦΠΣτ/1876 χρησίμευσε ο αυστριακός νόμος της 25ης Ιουλίου 1867 περί ευθύνης υπουργών. Χαρακτηριστικό των ρυθμίσεων ήταν η θέσπιση γενικών κατηγοριών αδικημάτων πέραν εκείνων που προέβλεπαν οι τότε ισχύουσες ποινικές διατάξεις. Η δικαιολογητική βάση αυτής της νομοθετικής επιλογής, η οποία σημειωτέον ερχόταν σε αντίθεση με το άρθρο 7 του Συντάγματος του 1864, το οποίο ρητά καθιέρωνε την αρχή της νομιμότητας, ανευρίσκετο στην σκέψη ότι μόνο γενικές κατηγορίες αδικημάτων θα μπορούσαν να συλλάβουν το άδικο της συμπεριφοράς του υπουργού, ο οποίος ακριβώς επειδή είχε μεγάλη διακριτική ευχέρεια κατά την άσκηση πολιτικής, θα μπορούσε να παρακάμψει το νόμο επιτυγχάνοντας το ίδιο αποτέλεσμα, δηλαδή την κατ’ ουσία παραβίασή του, προβαίνοντας όμως σε διαφορετική συμπεριφορά από εκείνη που οριζόταν ως αξιόποινη[9]. Πολλώ δε μάλλον, κατά την άποψη αυτή, που ήταν και η κρατούσα, αυτό ίσχυε για τις συμπεριφορές που ενώ δεν συνιστούσαν τεχνικά παράβαση του Συντάγματος ή των νόμων, αναγόμενες σε κυβερνητικές επιλογές πολιτικής εν τούτοις έβλαπταν τα συμφέροντα του κράτους[10].
2. Η διαδικασία δίωξης και εκδίκασης των κατηγοριών κατά υπουργών
Στο δικονομικό πεδίο ο πυρήνας της ρύθμισης συνίστατο στην αρμοδιότητα της Βουλής να διώκει τους υπουργούς, να αποφασίζει επί της παραπομπής τους στο ειδικό δικαστήριο και να υποστηρίζει την κατηγορία ενώπιον του δικαστηρίου [11]. Το πρώτο ζήτημα που αντιμετώπισε ο συντακτικός νομοθέτης είναι ποιο όργανο θα διώκει και ποιο θα δικάζει, το οποίο επελύθη δια της ανάθεσης της εκδίκασης της υπόθεσης σε Ειδικό Δικαστήριο, διότι η Γερουσία είχε ήδη καταργηθεί ως όργανο. Αυτό το δικαστήριο συγκροτούνταν από 12 μέλη και τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου.
Κατά τα λοιπά σύμφωνα με το ν. ΦΠΣτ η διαδικασία σε αδρές γραμμές είχε ως εξής:
Είκοσι βουλευτές μπορούσαν να καταθέσουν πρόταση για δίωξη και η Βουλή αποφάσιζε με μυστική ψηφοφορία, εάν θα συζητήσει την πρόταση ή μη. Αν αποφαινόταν αρνητικά, τότε η πρόταση δεν επιτρεπόταν να επανυποβληθεί, ενώ αν αποφαινόταν θετικά, διέταζε προανάκριση. Η προανάκριση διενεργείτο από επιτροπή που αποτελούταν από βουλευτές, συνέλεγε αποδείξεις για να αποφασίσει η Βουλή αν θα κατηγορήσει ή μη και γενικώς είχε τα καθήκοντα του εισαγγελέα Πλημ/κων. Ο κατηγορούμενος υπουργός καλούταν, εφόσον το επιθυμούσε, να απαντήσει στις κατηγορίες[12].
Η επιτροπή συνέτασσε έκθεση για την παραπομπή ή μη σε δίκη των υπουργών και των συμμετόχων, όπου και καταχωριζόταν τυχόν μειοψηφούσα γνώμη.
Εν συνεχεία η Βουλή συζητούσε την έκθεση και ψήφιζε για την κατηγορία με μυστική ψηφοφορία. Αν απέρριπτε την πρόταση κατηγορίας, αυτή δεν επιτρεπόταν να επανυποβληθεί. Αν όμως έκρινε ότι ευσταθούσε, εξέλεγε τους πέντε κατήγορους βουλευτές και εν συνεχεία κληρωνόταν τα μέλη του δικαστηρίου[13].
Ένα από τα μέλη του δικαστηρίου εκτελoύσε χρέη ανακριτή, ο οποίος διενεργούσε ανάκριση και αποφάσιζε για την προσωρινή κράτηση. Κατά την διάρκεια της ανάκρισης λειτουργούσε και τριμελές δικαστικό συμβούλιο αποτελούμενο από τον ανακριτή και δυο από τα κληρωθέντα μέλη του Δικαστηρίου. Μετά την περάτωση της ανάκρισης, η υπόθεση εισαγόταν στο ακροατήριο του δικαστηρίου, όπου χρέη εισαγγελέα ασκούσαν οι ορισθέντες κατήγοροι - βουλευτές[14].
Ο κατηγορούμενος είχε δικαίωμα, αν καταδικαζόταν ερήμην, να ασκήσει ανακοπή κατά της απόφασης. Το μόνο ένδικο μέσο ήταν η επανάληψη της ανακρίσεως, το οποίο, αν γινόταν δεκτό από τον Άρειο Πάγο, η δικογραφία διαβιβαζόταν στον Πρόεδρο του Ειδικού Δικαστηρίου και η ανάκριση και η εκδίκαση της υπόθεσης επαναλαμβανόταν[15].
Η δικαιοπολιτική επιλογή της ανάθεσης της δίωξης και της υποστήριξης της κατηγορίας κατά των υπουργών στην Βουλή και εν συνεχεία της εκδίκασης της υπόθεσης από Ειδικό Δικαστήριο, είχε ως δικαιολογητική βάση την άποψη ότι στα καθήκοντα του υπουργού, όπως και κάθε άλλου οργάνου της διοίκησης είναι η τήρηση των νόμων και η προστασία των συμφερόντων του κράτους. Ο έλεγχος της τήρησης αυτών των καθηκόντων των λοιπών οργάνων της διοίκησης γίνεται από την προισταμένη τους αρχή. Σε αντιδιαστολή προς τα λοιπά όργανα της διοίκησης, των οποίων τα καθήκοντα είναι σαφώς καθορισμένα από τις οικείες διατάξεις, οι υπουργοί έχουν μεγάλη διακριτική ευχέρεια κατά την λήψη αποφάσεων ακριβώς για να προάγουν τα συμφέροντα του κράτους. Κατά την κρατούσα άποψη μόνο ο ηγεμόνας μπορεί να ελέγξει αποτελεσματικά τους υπουργούς όταν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, προκαλούν ζημία στο κράτος, ο οποίος όμως είναι ανεύθυνος. Ελλείψει νομικού μέσου εξαναγκασμού του ηγεμόνα να ελέγξει τον υπουργό θεωρήθηκε ως κατάλληλο όργανο ελέγχου η Βουλή για το στάδιο της δίωξης του υπουργού και εν συνεχεία η δικαιοσύνη για την εκδίκαση της υποθεσης[16] .
Από την προηγηθείσα παρουσίαση των ρυθμίσεων σε ουσιαστικό και δικονομικό επίπεδο προκύπτει ότι, στη σκέψη των θεωρητικών της εποχής, η σύλληψη της ευθύνης υπουργών στο ουσιαστικό της μέρος νοείτο ως πολιτική ευθύνη δια του ελέγχου πολιτικών επιλογών, και κατά συνέπεια, η απόφαση για την άσκηση ή μη του ελέγχου αυτού δηλαδή για την έναρξη της ποινικής διαδικασίας δεν μπορούσε παρά να ανατεθεί στη Βουλή, η οποία ήταν η αρμόδια να κρίνει καταρχήν την ύπαρξη της πολιτικής ευθύνης. Η εφαρμογή των σχετικών διατάξεων παρουσιάζει ενδιαφέρον στο μέτρο που αναδεικνύει τις αδυναμίες του περιγραφέντος νομοθετικού πλαισίου. Οι σχετικές αναπτύξεις διαρθρώνονται σε δυο μέρη. Στο πρώτο χρονολογικά μέρος παρουσιάζονται οι περιπτώσεις εφαρμογής πριν από την ψήφιση του ν. ΦΠΣτ και στο δεύτερο μετά την ψήφισή του.
3. Παραπομπές υπουργών υπό το άρθρο 80 του Συντάγματος
Υπό την ισχύ του Συντάγματος του 1864 και πριν ακόμα την ψήφιση του ν. ΦΠΣτ οι διατάξεις των άρθρων 80-82 του Συντάγματος εφαρμόστηκαν για την εκδίκαση των υποθέσεων που έμειναν γνωστές ως τα «Στηλιτικά» και τα «Σιμωνιακά».
Στην υπόθεση που έμεινε γνωστή με το όνομα «Στηλιτικά» η Βουλή στις 26 Δεκεμβρίου 1875 παρέπεμψε στο Ειδικό Δικαστήριο, αφού η ανακριτική επιτροπή είχε γνωμοδοτήσει υπέρ της παραπομπής τους, τον πρώην πρωθυπουργό Δ. Βούλγαρη και τους πρώην υπουργούς, Νικολόπουλο, Βαλασσόπουλο, Γρίβα, Τριγγέτα, Δηλιγιάννη με τις κατηγορίες της αντιποίησης αρχής, της πλαστογραφίας και της επέμβασης στις εκλογές που αφορούσαν παρεμβάσεις στην εκλογική διαδικασία κατά την διενέργεια όλων των εκλογών που διενεργήθηκαν από τον Ιούνιο 1874 έως τον Μάρτιο 1875. Εν τέλει στις 21 Νοεμβρίου 1876 οι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν από τις κατηγορίες της πλαστογραφίας και της αντιποίησης αρχής, ενώ σχετικά με την κατηγορία περί εκλογικών παραβάσεων, κρίθηκε ότι, αφού δεν υπήρχε ο αντίστοιχος νόμος που να τιμωρεί τις εκλογικές παραβάσεις, δεν μπορούσαν να καταδικασθούν για παράβαση του Συντάγματος [17].
Η δεύτερη περίπτωση εφαρμογής των άρθρων 80-82 ήταν τα λεγόμενα «Σιμωνιακά». Η υπόθεση αφορούσε κατηγορίες κατά των πρώην υπουργών Δικαιοσύνης Νικολόπουλου και Εκκλησιαστικών Βαλασσόπουλου για παθητική δωροδοκία από τους μητροπολίτες Αργολίδος, Πατρών, Κεφαλληνίας και Μεσσηνίας, ώστε να επηρεάσουν την Ιερά Σύνοδο κατά την εκλογή των τελευταίων ως μητροπολιτών και για εκβίαση. Τελικώς οι Νικολόπουλος και Βαλασσόπουλος απηλλάγησαν από την κατηγορία της εκβίασης και καταδικάσθηκαν μόνο για παθητική δωροδοκία σε φυλάκιση 10 και 12 μηνών αντίστοιχα σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του τότε ισχύοντος Ποινικού Νόμου (άρθρο 456). Αντίστοιχα καταδικάστηκαν για ενεργητική δωροδοκία και οι κατηγορούμενοι μητροπολίτες, πλην του μητροπολίτη Αργολίδος που είχε εν τω μεταξύ αποβιώσει, καθώς και οι ιδιώτες - συνεργοί.
4. Παραπομπές υπουργών υπό την ισχύ του ν. ΦΠΣτ
Το έτος 1882 κινήθηκε η διαδικασία του ν. ΦΠΣτ με την σύσταση ειδικής επιτροπής της Βουλής για να διερευνήσει κατηγορίες κατά του υπουργού Οικονομικών Σωτήριου Σωτηρόπουλου για παθητική δωροδοκία από τον ταμία των Θηβών Θ. Βελέντζα, ώστε ο υπουργός να αποσιωπήσει το έλλειμα που δημιουργήθηκε από την υπεξαίρεση που είχε διαπράξει ο Βελέντζας. Ενώ η έκθεση της επιτροπής κατά πλειοψηφία κατηγορούσε τους Κουμουνδούρο (πρωθυπουργό), Παπαμιχαλόπουλο (υπουργό εσωτερικών) και Σωτηρόπουλο (υπουργό οικονομικών), η Βουλή τελικώς δεν προχώρησε σε δίωξη [18].
Το έτος 1891 υπεβλήθη πρόταση δίωξης από είκοσι βουλευτές κατά του πρώην πρωθυπουργού και υπουργού Στρατιωτικών και Οικονομικών Τρικούπη και κατά των Θεοτόκη (υπουργού Ναυτικών), Δραγούμη, Βουλπιώτη και Τσαμαδού με κατηγορίες που αφορούσαν παραβάσεις νόμων σχετικά με προαγωγές στρατιωτικών και για ζημιογόνο οικονομική διαχείριση [19]. Η ανακριτική επιτροπή εξελέγη την 5 Νοεμβρίου 1891 και συνέταξε έκθεση προτείνοντας την παραπομπή του Τρικούπη και του Πετιμεζά για μέρος μόνο των κατηγοριών [20]. Τελικώς η Βουλή τον Φεβρουάριο του 1892 αποφάσισε να μην απαγγελθεί κατηγορία κατά του Τρικούπη και των λοιπών.
Η διαδικασία του ν. ΦΠΣτ κινήθηκε για τα μέλη των κυβερνήσεων Σκουλούδη και Λάμπρου. Τον Αύγουστο του 1917 έγινε δεκτή η πρόταση παραπομπής και συγκροτήθηκε η προανακριτική επιτροπή. Τον Οκτώβρη του 1917 αποφασίστηκε η παραπομπή στο Ειδικό Δικαστήριο των Σκουλούδη (πρώην πρωθυπουργού) Δραγούμη (υπουργού Οικονομικών), Ράλλη (υπουργού Συγκοινωνίας), Γούναρη (υπουργού εσωτερικών), Γιαννακίτσα (υπουργού Στρατιωτικών) και Χατζάκου (υπουργού Δικαιοσύνης) για παράνομη διάλυση της Βουλής, σύναψη μυστικών δανείων και για εσχάτη προδοσία. Επίσης παραπέμφθηκαν ο Λάμπρου (πρωθυπουργός) και οι Τσέλος (υπουργός εσωτερικών), Ζαλοκώστας (υπουργός Εξωτερικών), Δαμιανός (υπουργός Ναυτικών), Χατζόπουλος (υπουργός Στρατιωτικών), Τζαναντουλέας (υπουργός Οικονομικών), Σουλτάνης (υπουργός Δικαιοσύνης) και Χαρίλαος (υπουργός Επισιτισμού και Αυταρκείας) για εσχάτη προδοσία και για παραβάσεις του Συντάγματος [21]. Τελικώς η δίκη κατά των μελών της κυβέρνησης Σκουλούδη άρχισε την 8 Μαίου 1919, αλλά καταργήθηκε λόγω της αμνηστίας που δόθηκε με το βασιλικό διάταγμα της 8 Νοεμβρίου 1920, ενώ η δίκη των υπουργών της κυβέρνησης Λάμπρου μετά τον θάνατο του Λάμπρου δεν άρχισε και η δίωξη τους έπαυσε λόγω αμνηστίας με το ίδιο διάταγμα[22].
Τον Αύγουστο του 1917 έγινε δεκτή η πρόταση δίωξης κατά του πρωθυπουργού Γούναρη και των υπουργών του, Τσαλδάρη (υπουργού Δικαιοσύνης), Τριανταφυλλάκου (υπουργού Εσωτερικών), Στράτου (υπουργού Ναυτικών), Πρωτοπαπαδάκη (υπουργού Οικονομικών), Μπαλτατζή (υπουργού Συγκοινωνίας), Ευταξία (υπουργού Εθνικής Οικονομίας) και Βοζίκη (υπουργού Εκκλησιαστικών και Δημόσιας Εκπαίδευσης) για παραβάσεις νόμων και του Συντάγματος που είχαν ως αποτέλεσμα την παράνομη και αντισυνταγματική παράταση του βίου της κυβέρνησής τους, για χειρισμό θεμάτων εξωτερικής πολιτικής που είχαν ως συνέπεια την βλάβη των συμφερόντων του κράτους, για εσχάτη προδοσία καθώς και για εκ προθέσεως υποστήριξη των πράξεων για τις οποίες κατηγορούνταν οι κυβερνήσεις Σκουλούδη και Λάμπρου[23]. Η εκλεγείσα επιτροπή της Βουλής δεν κατέθεσε έκθεση περί παραπομπής ή μη και η διαδικασία δεν συνεχίστηκε.
ΙΙΙ. Συμπερασματικές σκέψεις
Οι διατάξεις του Συντάγματος του 1864 περί ευθύνης υπουργών και ο σχετικός εκτελεστικός νόμος, όπως αναλύθηκαν ανωτέρω, συνθέτουν μια ενιαία σύλληψη της ποινικής ευθύνης υπουργών που απαρτίζεται από διατάξεις ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου. Η σχέση μεταξύ αυτών των διαφορετικής φύσης διατάξεων αναδεικνύεται μέσω της κοινής δικαιολογητικής τους βάσης που αποτελεί ταυτόχρονα την δικαιολογητική βάση συνολικά του θεσμού και είναι η, σύμφωνη με την κρατούσα άποψη στην επιστήμη των αρχών του 19ου αιώνα, ανάγκη ελέγχου της διακριτικής ευχέρειας των υπουργών για τις πολιτικές τους αποφάσεις, η οποία ανάγεται στο ανεύθυνο του μονάρχη και την στενή σχέση μεταξύ υπουργών και μονάρχη. Αυτός ο έλεγχος ασκούνταν με την δυνατότητα δίωξης και καταδίκης και για συμπεριφορές που δεν συνιστούσαν μεν τεχνικά παραβάσεις ποινικών διατάξεων, αλλά συνιστούσαν κατ’ αποτέλεσμα επιβλαβή για το κράτος άσκηση κυβερνητικής πολιτικής. Αυτές οι συμπεριφορές από πλευράς ουσιαστικού ποινικού δικαίου υπάγονταν στις γενικές κατηγορίες υπουργικών αδικημάτων. Το όργανο που θα ασκούσε καταρχήν τον έλεγχο για αυτού του είδους τις συμπεριφορές θα έπρεπε να είναι και ουσιαστικά αρμόδιο να τις κρίνει. Μια που ο μονάρχης ήταν ανεύθυνος η επί της ουσίας κρίση για το εάν η κυβερνητική πολιτική προκάλεσε ζημία στο κράτος μπορούσε να ανατεθεί σε ένα μόνο όργανο και αυτό ήταν η Βουλή.
Ωστόσο η εφαρμογή των σχετικών διατάξεων του Συντάγματος του 1864 καταδεικνύει τις δυσκολίες που υπήρχαν για διαπιστωθούν οι παραβάσεις νόμων πολλώ δε μάλλον του Συντάγματος. Οι περισσότερες διαδικασίες που κινήθηκαν αφορούσαν κυρίως παραβάσεις νόμων και του Συντάγματος και δευτερευόντως ποινικών διατάξεων, οι οποίες όμως τελικώς για διάφορους λόγους είτε κατέληξαν σε απαλλαγές είτε δεν προχώρησαν. Αντίθετα σε μια περίπτωση παράβασης αποκλειστικά ποινικής διάταξης η διαδικασία είχε ως αποτέλεσμα καταδίκη υπουργών για την πράξη της παθητικής δωροδοκίας. Αυτή η εξέλιξη είναι ίσως ενδεικτική του αδιεξόδου στο οποίο περιερχόταν τελικά η διαδικασία διαπίστωσης ενοχής και επιβολής ποινής, όταν έπρεπε να κριθούν συμπεριφορές που δεν τιμωρούνταν από ποινικές διατάξεις και άρα δεν ήταν και σαφώς καθορισμένες. Ταυτόχρονα όμως αναδεικνύεται και η χρήση της διαδικασίας ως μέσου άσκησης πολιτικής από την εκάστοτε κοινοβουλευτική πλειοψηφία που είχε βεβαίως ως συνέπεια την κατ’ αποτέλεσμα αμνήστευση και τυχόν αμιγώς ποινικών ευθυνών στο μέτρο που συμπλέκονταν με πολιτικές ευθύνες.
Παρόλες όμως τις δυσχέρειες κατά την εφαρμογή των σχετικών διατάξεων, η ποινική ευθύνη υπουργών υπό το Σύνταγμα του 1864 αποτελεί την αφετηρία της ολοκληρωμένης ρύθμισης της σχετικής ύλης και κατά τον χρόνο διαμόρφωσής της απηχούσε τις κρατούσες απόψεις στην θεωρία για την ευθύνη υπουργών. Σημειωτέον δε ότι και ο σχετικός νόμος ήταν πρωτοποριακός στο μέτρο που άλλα κράτη δεν είχαν ακόμα ειδική νομοθεσία.
Η συνοχή της ρύθμισης συνέβαλε στο ότι το περιγραφέν ανωτέρω ενιαίο στην σύλληψη του σχήμα ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου για την ευθύνη υπουργών επεβίωσε έως το έτος 1997. Με το ν. 2509/1997 καταργήθηκαν τα υπουργικά αδικήματα, συνέχισε (με ορισμένες τροποποιήσεις) όμως να υφίσταται το βασικό δικονομικό σχήμα, όπου η Βουλή διώκει και το Ειδικό Δικαστήριο δικάζει.
Η σύντομη ανάλυση της ποινικής ευθύνης υπουργών υπό το Σύνταγμα του 1864 κατέδειξε την ιστορική και νομική βάση των σχετικών διατάξεων και ίσως προσφέρει έναυσμα για προβληματισμό για την πορεία του θεσμού και την προσαρμογή του στο σύγχρονο κράτος δικαίου.
[1] Βλ. σχετικές συζητήσεις στη Bουλή σε Επίσημος Εφημερις της Συνελεύσεως αρ. 87 σελ. 690-693 και αρ. 88 σελ. 699-704.
[2] Κριτική στην διατύπωση του άρθρου 81 διοτι ενώ αναφέρει ρητά την εσχάτη προδοσία, την κατάχρηση δημόσιας περιουσίας και την παράνομη είσπραξη εν συνεχεία κάνει λόγο για παραβάσεις του νόμου, στις οποίες εμπίπτουν και τα προανφερθέντα εγκλήματα βλ. Αραβαντινός Ι., Πραγματεία περί της ευθύνης των ηγεμόνων και των υπουργών, 1880, σελ. 193-195.
[3] Αρθρο 1 ν. ΦΠΣτ/1876.
[4] Αρθρο 1 ν. ΧΕ/1877.
[5] Αρθρο 5 παρ.. 1 ν. ΦΠΣτ.
[6] Αρθρο 5 παρ. 2 ν. ΦΠΣτ.
[7] Αρθρο 7 ν. ΦΠΣτ.
[8] Αρθρο 8 ν. ΦΠΣτ.
[9] Σαρίπολος Ν.Ν., Ελληνικόν Συνταγματικόν Δίκαιον, τ. Α΄, 1915, σελ. 220, Αραβαντινός, ό.π. σελ 200 επ., 204.
[10] Αραβαντινός, ο.π., σελ. 204.
[11] Αρθρο 80 Συντάγματος 1864.
[12] Αρθρα 11-16 ν. ΦΠΣτ.
[13] Αρθρα 17-21, 23 ν. ΦΠΣτ.
[14] Αρθρα 26 επ. ν. ΦΠΣτ.
[15] Άρθρα 47, 49-52 ν. ΦΠΣτ.
[16] Αραβαντινός, ο.π., σελ. 200 επ.
[17] Βλ. αναλυτικά για την υπόθεση αυτή Σοϊλεντάκης Ν., Υπουργοί στο Ειδικό Δικαστήριο, Αθήνα, 2005, σελ. 75-83 και 89-97.
[18] Αναλυτικά Σοϊλεντάκης, ο.π., σελ. 100-104.
[19] Ολο το κατηγορητήριο σε Σοϊλεντάκη, ο.π., σελ. 106.
[20] Σοϊλεντάκης, ,ο.π. σελ. 110.
[21] Σοϊλεντάκης, ο.π., σελ. 130
[22] Σοϊλεντάκης, ο.π., σελ. 134.
[23] Αναλυτικά το περιεχόμενο της πρότασης δίωξης σε Σοϊλεντάκη, ο.π., σελ. 134-139.