Εισαγωγικά
Η οδηγία (EU) 2016/343, που θεσπίστηκε στις 9 Μαρτίου 2016 και πρέπει να αποτελέσει εθνικό δίκαιο μέχρι και την 1 Απριλίου του 2018, αποτελεί τμήμα ενός «οδικού χάρτη» του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Ο τελευταίος διαμορφώθηκε το Νοέμβρη του 2009 και έχοντας ως στόχο την «ενίσχυση των δικονομικών δικαιωμάτων των κατηγορούμενων ή υπόπτων στις ποινικές διαδικασίες» αποτέλεσε τη βάση για την έκδοση τριών οδηγιών σε αυτή την κατεύθυνση: Της οδηγίας «σχετικά με το δικαίωμα στην ενημέρωση στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών», της οδηγίας «σχετικά με το δικαίωμα στη διερμηνεία και τη μετάφραση κατά την ποινική διαδικασία» και της οδηγίας «σχετικά με το δικαίωμα της πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας». Επίσης στη βάση αυτού του χάρτη έχουν εκδοθεί και δύο συστάσεις, μία «σχετικά με το δικαίωμα της νομικής συνδρομής σε κατηγορούμενους ή υπόπτους» και μία «σχετικά με τις δικονομικές εγγυήσεις για τα ευάλωτα πρόσωπα στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών».
Η τελευταία λοιπόν οδηγία αποτελεί κομμάτι του ίδιου «οδικού χάρτη» και φιλοδοξεί να θέσει ένα προστατευτικό minimum για συγκεκριμένες πτυχές του τεκμηρίου της αθωότητας και του δικαιώματος της δικαστικής ακρόασης στην ποινική δίκη (άρθρο 1 της οδηγίας).
Το πλαίσιο της οδηγίας
Στο άρθρο 2 της οδηγίας ορίζεται ότι το κανονιστικό πεδίο για την εφαρμογή της θα «επεκτείνεται» σε όλα τα φυσικά πρόσωπα από τη στιγμή που κατηγορούνται ή είναι ύποπτοι στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών, μέχρι και την έκδοση οριστικής δικαστικής απόφασης. Ωστόσο, στο εδάφιο 11 του αιτιολογικού μέρους της οδηγίας ορίζεται, ότι για τον ορισμό της έννοιας «ποινική διαδικασία» θα λαμβάνεται υπόψη κυρίως η νομολογία του ΔΕΕ, ενώ θα «λαμβάνεται υπόψη»[1] και η αντίστοιχη του ΕΔΔΑ. Το ζήτημα ωστόσο στο σημείο αυτό είναι ότι οι οπτικές των δύο δικαστηρίων δεν ταυτίζονται πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα. Συγκεκριμένα, το ΕΔΔΑ υιοθετεί ένα ευρύτερο ορισμό της έννοιας «ποινική κατηγορία» σε σχέση με το ΔΕΕ. Τα κριτήρια με τα οποία εξετάζει το ζήτημα καθορίστηκαν στη νομολογία του κυρίως μέσα από την υπόθεση Engels κατά Ολλανδίας, όπου το Δικαστήριο σημείωσε ότι πρέπει να εξετάζονται «α) ο χαρακτηρισμός του αδικήματος στην εσωτερική έννομη τάξη, β) η εγγενής φύση του αδικήματος και γ) η βαρύτητα της επαπειλούμενης κύρωσης» [2]. Μάλιστα συχνά υπάγονται στην έννοια της «ποινικής κατηγορίας» κατά το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ φορολογικά πρόστιμα[3], τα οποία όμως η οδηγία αποκλείει από το κανονιστικό της πεδίο στο εδάφιο 11 του αιτιολογικού της[4]. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η υπόθεση Lutz κατά Γερμανίας[5], όπου το Δικαστήριο έκρινε ότι και διοικητικές παραβάσεις μπορεί να εμπίπτουν στη συγκεκριμένη έννοια.
Αντίθετα το ΔΕΕ φαίνεται να δίνει περισσότερη έμφαση στο νομικό χαρακτηρισμό της πράξης από το εθνικό δίκαιο, όπως στις υποθέσεις Bonda και Fransson, και μάλλον τείνει να αποκλείει τέτοιου είδους (φορολογικές, διοικητικές) κυρώσεις από την έννοια της «ποινικής υπόθεσης». Παρατηρούμε, επομένως, ότι η οδηγία δεν έχει ένα σαφώς ορισμένο πεδίο εφαρμογής, παρά τη θέση της ότι θα λαμβάνεται υπόψη η νομολογία του ΕΔΔΑ, αφού υπάρχει απόκλιση ανάμεσα στις οπτικές του ΕΔΔΑ και του ΔΕΕ για το τι ακριβώς αποτελεί «ποινική υπόθεση»[6].
Το τεκμήριο της αθωότητας
Στο άρθρο 3 η οδηγία καλεί τα κράτη – μέλη να διασφαλίσουν ότι ο κατηγορούμενος θα υπολαμβάνεται και θα αντιμετωπίζεται ως αθώος, μέχρι την απόδειξη της ενοχής του, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο, ενώ στο άρθρο 6 ορίζεται ότι το «βάρος της απόδειξης» της ενοχής φέρει πάντα το δικαστήριο και δε μπορεί να απαιτηθεί από τον κατηγορούμενο να αποδείξει την αθωότητά του.
Σημαντικότερο όμως φαίνεται να είναι το άρθρο 4, που ορίζει ότι το τεκμήριο της αθωότητας μπορεί να προσβληθεί από δημόσιες δηλώσεις εκπροσώπων των αρχών, που προκαταλαμβάνουν την ενοχή του κατηγορουμένου. Στο σημείο αυτό η οδηγία φαίνεται να προσπαθεί να εναρμονίσει το ενωσιακό πλαίσιο με τη νομολογία του ΕΔΔΑ στο συγκεκριμένο θέμα και κυρίως με τις αποφάσεις Konstas κατά Ελλάδας και Allenet de Ribemont κατά Γαλλίας, όπου το τεκμήριο αθωότητας επεκτάθηκε με τρόπο που να προστατεύει την τιμή του κατηγορούμενου όχι μόνο στο πλαίσιο συγκεκριμένης δικαστικής διαδικασίας, αλλά και γενικότερα από δηλώσεις εκπροσώπων της αστυνομίας ή της κυβέρνησης[7]. Επιπλέον, σημαντικό είναι και το επόμενο άρθρο, που ορίζει ότι κατά κανόνα το τεκμήριο αθωότητας θα παραβιάζεται από την αναγκαστική παρουσίαση του κατηγορουμένου στο δικαστήριο με μέσα «φυσικού καταναγκασμού», όπως για παράδειγμα χειροπέδες ή γυάλινα κελιά (εδάφιο 20 του αιτιολογικού).
Το δικαίωμα σιωπής και μη αυτό ενοχοποίησης
Στο άρθρο 7 η οδηγία επιδιώκει να προστατεύσει τα δύο αυτά δικαιώματα. Από τη συστηματική οργάνωση της οδηγίας καταλαβαίνουμε, ότι τα αντιμετωπίζει ως τμήματα του τεκμηρίου της αθωότητας.
Η θεώρηση αντιμετωπίζεται ως συνεπής δογματικά από ένα κομμάτι της θεωρίας, αφού όντως η μη υποχρέωση για αυτοεπιβαρυντικές καταθέσεις πηγάζει και από το τεκμήριο της αθωότητας[8].
Αξίζει να σημειωθεί ότι το πεδίο των οποίων δεν ταυτίζεται, «γιατί αφενός μεν το δικαίωμα στη μη αυτοενοχοποίηση αναφέρεται σε επιβαρυντικά περιστατικά», το δε δικαίωμα στη σιωπή στην απλή άρνηση της κατηγορίας[9]. Ο διαχωρισμός αυτός δε γίνεται από το κείμενο της οδηγίας, ενώ επίσης δεν εξετάζεται μέχρι ποιο βαθμό μπορεί να φτάσει η άρνηση της κατηγορίας από τον κατηγορούμενο, αν δηλαδή πρέπει να είναι ένα απλό «όχι» ή αν μπορεί να είναι και ένας αναληθής, βασισμένος στο ένστικτο της «αυτοσυντήρησης» ισχυρισμός.
Το ΕΔΔΑ ωστόσο έχει διαχωρίσει το κανονιστικό πλαίσιο των δύο δικαιωμάτων[10]: Αφενός παραβίαση του δικαιώματος στη μη αυτοενοχοποίηση έχουμε όταν «τυποποιείται ως αξιόποινη πράξη η άρνηση του ατόμου να παράσχει εξηγήσεις» [11], ενώ παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας έχουμε στις περιπτώσεις που η ενοχή του κατηγορουμένου συνάγεται μόνο από την άρνηση του κατηγορουμένου να παράσχει εξηγήσεις.
Η οδηγία φαίνεται να μην αντιλαμβάνεται τον παραπάνω διαχωρισμό και αντιμετωπίζει και τα δύο δικαιώματα ως «προεκτάσεις» του τεκμηρίου αθωότητας. Ορθά, ωστόσο, προχωράει στην απαγόρευση της επιβαρυντικής εκτίμησης της σιωπής του κατηγορούμενου στην παράγραφο 5 του άρθρου 7, εναρμονιζόμενη έτσι με τη νομολογία του ΕΔΔΑ[12]. Δεν προχωράει, όμως, στη ρύθμιση των περιπτώσεων επιβαρυντικών γεγονότων που αποσπώνται από «οιονεί κατάθεση», ζήτημα που επίσης το ΕΔΔΑ έχει ρυθμίσει[13].
Τέλος, στην παράγραφο 3 του άρθρου 5 η οδηγία εναρμονίζει το ενωσιακό δίκαιο με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, όσον αφορά τη δυνατότητα κτήσης αποδεικτικών στοιχείων από τον ίδιο τον κατηγορούμενο (κυρίως για λήψη δείγματος αίματος, DNA). Συγκεκριμένα υιοθετείται το κριτήριο, που το ΕΔΔΑ έχει ορίσει στη Saunders κατά Ηνωμένου Βασιλείου, σύμφωνα με το οποίο αν το αποδεικτικό στοιχείο έχει ύπαρξη ανεξάρτητη της βούλησης του κατηγορουμένου μπορεί να αποκτηθεί χωρίς τη συναίνεση του κατηγορούμενου, χωρίς παραβίαση του δικαιώματος στη μη αυτοενοχοποίηση. Έτσι μπορεί να αποκτηθεί χωρίς τη συναίνεση του κατηγορούμενου δείγμα DNA, αλλά όχι δείγμα της φωνής του. Ωστόσο δεν καταπιάνεται με το ζήτημα του σε ποιον βαθμό μπορεί να εξαναγκαστεί ο κατηγορούμενος να γίνει αντικείμενο τέτοιων ερευνών, όπου και πάλι το ΕΔΔΑ έχει ορίσει κάποια κριτήρια και ειδικότερα «α) τη φύση και το βαθμό του εξαναγκασμού, β) την ύπαρξη εγγυήσεων και γ) τον τρόπο που χρησιμοποιούνται τα στοιχεία»[14].
Η παράσταση στη δίκη
Το δικαίωμα της εμφάνισης και της παρουσίας του κατηγορουμένου στη δίκη είναι το τελευταίο δικαίωμα που προστατεύεται με τη συγκεκριμένη οδηγία. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 8 ορίζεται, ότι η δίκη μπορεί να γίνει χωρίς τον κατηγορούμενο, μόνο αν απουσιάζει παρά το ότι έχει σύμφωνα με το νόμο ενημερωθεί γι’ αυτή, καθώς και αν εκπροσωπείται από δικηγόρο. Στο επόμενο άρθρο καλεί τα κράτη – μέλη να εγγυηθούν ένα ένδικο μέσο για την επανεξέταση της υπόθεσης, όταν οι παραπάνω προϋποθέσεις έχουν παραβιαστεί.
Στην παράγραφο 4 του άρθρου 8, η οδηγία επιδιώκει να διασφαλίσει την ύπαρξη ενός ένδικου μέσου για την εξαφάνιση της απόφασης που έχει εκδοθεί σε βάρος του κατηγορούμενου, που είτε ήταν αγνώστου διαμονής, είτε φυγόδικος, μόλις αυτός συλληφθεί.
Στο σημείο αυτό εντοπίζουμε την εναρμόνιση της οδηγίας με τη νομολογία του ΕΔΔΑ και κυρίως με την Krombach κατά Γαλλίας, όπου κρίθηκε αντίθετη με το άρθρο 6 παρ. 3 εδάφιο γ της ΕΣΔΑ η απαγόρευση εκπροσώπησης από δικηγόρο του ερημοδικούντος κατηγορουμένου, καθώς και αντίθετη με το άρθρο 2 του 7ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ η εξάρτηση του παραδεκτού των ένδικων μέσων από την προηγούμενη υποβολή σε εκτέλεση της απόφασης[15].
[1] Without prejudice
[2] Σισιλιάνου Αλέξανδρου, Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Κατ΄άρθρο ερμηνεία, 2013, σ. 204
[3] Σισιλιάνου Αλέξανδρου, όπ.παρ., σ. 206
[4] «This Directive should not apply to civil proceedings or to administrative proceedings, including where the latter can lead to sanctions, such as proceedings relating to competition, trade, financial services, road traffic, tax or tax surcharges, and investigations by administrative authorities in relation to such proceedings».
[5] Βλέπε και την αντίστοιχη ανάλυση της οδηγίας στο http://eulawanalysis.blogspot.gr/2015/11/the-new-directive-on-presumption-of.html
[6] Μυλωνόπουλου Χρίστου, Το Ευρωπαϊκό Ποινικό Δίκαιο μετά τη Συνθήκη της Λισαβόνας, Ποινικά Χρονικά ΞΑ, σ. 86.
[7] Σισιλιάνου Αλέξανδρου, όπ.παρ., σ. 262-263
[8] Τσόλκα Όλγας, Το δικαίωμα στη μη αυτοενοχοποίηση και το τεκμήριο της αθωότητας, Ποινικά Χρονικά ΝΔ, σ. 99
[9] Τζαννετή Αριστομένη, Αναληθής άρνηση της κατηγορίας και απαγόρευση αυτοενοχοποίησης, Ποινικά Χρονικά ΝΔ, σ. 764.
[10] Κυρίως μέσα από τις Funke κατά Γαλλίας, Heaney and McGuines κατά Ιρλανδίας.
[11] Τσόλκα Όλγας, όπ.παρ., σ. 101
[12] Κυρίως με την Telfner κατά Αυστρίας, όπου κρίθηκε ότι παραβιάζεται το τεκμήριο της αθωότητας (και όχι το δικαίωμα στη δίκαιη δίκη), όταν συνάγεται η ενοχή του κατηγορούμενου από το γεγονός ότι δεν απάντησε.
[13] Τσόλκα Όλγας, όπ.παρ., σ. 103 με αναφορά στην Allan κατά Ηνωμένου Βασιλείου, όπου συγκρατούμενος - πληροφοριοδότης της αστυνομίας, κατέθεσε τις συνομιλίες του με τον κατηγορούμενου στο πλαίσιο της προδικασίας. Η συγκεκριμένη κατάθεση «εξισώθηκε λειτουργικά» με κανονικά ανάκριση και θεωρήθηκε ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα του κατηγορουμένου στη δίκαιη δίκη.
[14] Σισιλιάνου Αλέξανδρου, όπ.παρ., σ. 236 και Jalloh κατά Γερμανίας, όπου το Δικαστήριο δέχτηκε παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, καθώς χρησιμοποιήθηκαν εμετικά φάρμακα για να αποκτηθεί το αποδεικτικό υλικό.
[15] Αναγνωστόπουλου Ηλία, Αυτοπρόσωπη εμφάνιση και δικαστική ακρόαση του κατηγορουμένου, Νομικό Βήμα 2002, σ. 496