Βασικές παραδοχές και αρχές
Η μελέτη της στατιστικής αποτύπωσης του εγκληματικού φαινομένου είναι ένα δύσκολο εγχείρημα. Αφορά σύνθετα επιστημολογικά και μεθοδολογικά ζητήματα τα οποία δεν είναι και δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ως αυτονόητα. Η μελέτη της στατιστικής του εγκλήματος και της τιμωρίας διέπεται από ιδιαίτερες αρχές και αξίες οι οποίες πρέπει να αναγνωρίζονται και να μην παραγνωρίζονται. Προκειμένου να οδηγηθεί ο ερευνητής του εγκλήματος σε μια σημαίνουσα ανάγνωση των σχετικών στατιστικών αθροισμάτων θα πρέπει να λάβει υπόψη του τα εξής;
Η στατιστική αποτύπωση του εγκληματικού φαινομένου, τόσο στη χώρα μας όσο και διεθνώς, συνιστά πηγή της γνώσης μας για το έγκλημα και την τιμωρία, και μάλιστα, έμμεση πηγή, δευτερογενή δηλαδή πληροφορία για το πέρασμα στην πράξη ή/και την κοινωνική αντίδραση σ΄αυτήν. Αντανακλά τόσο το ουσιαστικό ερώτημα «τι μελετάμε» όσο και το μεθοδολογικό ζήτημα του «πώς το μελετάμε». Στη διαδρομή των σχετικών διερευνήσεων εμπλέκονται και δευτερεύοντα ερωτήματα που σχετίζονται με την έκταση του εγκληματικού φαινομένου, τις διαφοροποιήσεις του με την πάροδο του χρόνου καθώς και το πώς πληροφορούμεθα γι’αυτό (Maguire M., 1994). Η στατιστική αποτύπωση του εγκληματικού φαινομένου κυρίως αφορά τη σχέση της πληροφορίας με τους τρόπους και τα μέσα με βάση τα οποία σχετικά δεδομένα συγκεντρώνονται, δημοσιεύονται και χρησιμοποιούνται.
Η ίδια η έννοια του δεδομένου χρειάζεται κάθε φορά μια σημαίνουσα εννοιολογική αποσαφήνιση: Η επίσημη στατιστική των εγκλημάτων και της αντιμετώπισής τους από τους φορείς άσκησης του επίσημου κοινωνικού ελέγχου[1] συνίσταται σε ένα πλήθος αριθμών. Ένα δάσος ποσοτικοποιήσεων ποιοτικών κατά κανόνα χαρακτηριστικών και ιδιοτήτων. Οι ποσότητες των αριθμών εμφανίζονται τακτοποιημένες ως περιγραφικές κατηγορίες αδικημάτων, δραστών και ποινών κάτω από κεφαλίδες (labels) που αλλάζουν με την πάροδο του χρόνου και συχνά διαφοροποιούνται από τη μία πηγή πληροφοριών στην άλλη. Καμία ταξινόμηση δεν έχει μείνει αλώβητη από τα κυρίαρχα κάθε φορά ιδεολογικά προτάγματα ούτε και από το πέρασμα του χρόνου. Το δε πλήθος των διαφορετικών ταξινομητικών σχημάτων, που υιοθετούνται για τη στατιστική αποτύπωση του εγκληματικού φαινομένου κατά καιρούς, εξουδετερώνει τη δυνατότητα συγκριτικών αναλύσεων παρά μόνο σε υψηλότατο επίπεδο αφαίρεσης.
Η γλώσσα των αριθμών είναι απαραίτητη και ισχυρή στην τεκμηρίωσή της. Μπορεί όμως να αποβεί αποπροσανατολιστική αν αξιοποιηθεί χωρίς επίγνωση των περιοριστικών της όρων: H ανά έτος ποσοτική αποτύπωση των αδικημάτων και των ποινών, των φερόμενων ως δραστών και των καταδικασθέντων, των χαρακτηριστικών της εγκληματικής δραστηριότητας αλλά και του ποινικού πληθυσμού των φυλακών, αντανακλά τμήμα μόνο της κοινωνικής πραγματικότητας του εγκλήματος, την κορυφή του παγόβουνου, λόγω της αδιευκρίνιστης οντότητας του «σκοτεινού αριθμού» (Coleman C., Moynihan J., 2004:1-22). Οι δε τάσεις της εγκληματικότητας αντανακλούν τις διαδικασίες και την αποτελεσματικότητα της αποκάλυψης (ποιά και πόσα εγκλήματα εξιχνιάζονται κατά περίοδο), τους κανόνες μέτρησης, τους ποινικούς ορισμούς των αδικημάτων, τις ποινικοποιήσεις και αποποινικοποιήσεις συμπεριφορών, και όλα αυτά για κάθε εποχή.
Η στατιστική μορφολογία του εγκλήματος δεν αφορά μόνο αληθινά γεγονότα αλλά και τις αναπαραστάσεις της κοινής γνώμης για το έγκλημα και τον εγκληματία. Από αυτήν την άποψη, οι αριθμοί για το έγκλημα συνιστούν ηθικού - αξιακού τύπου οντότητες και όχι φυσικές στατιστικές ποσοτικοποιήσεις. Με αυτήν την έννοια, το έργο του ερευνητή του εγκλήματος διαφοροποιείται από το έργο κοινωνικών επιστημόνων άλλων κλάδων, ως προς το ότι φέρει μεγαλύτερο το βάρος της απόδειξης των δευτερογενών αναλύσεών του, δηλαδή, αναλύσεων κοινωνικών δεδομένων τα οποία συγκεντρώθηκαν για κάποιον άλλο σκοπό και από κάποιον άλλο οργανισμό, όπως είναι η περίπτωση των επίσημων στατιστικών δεδομένων για το έγκλημα. Καμία πληροφορία η οποία παρέχεται από το πλήθος των ομαδοποιημένων ποσοτικών αθροισμάτων δεν μπορεί να είναι δόκιμα χρηστική αν ο ενδιαφερόμενος χρήστης δεν μπορέσει να κατανοήσει τη γλώσσα των αριθμών.
Τέλος, η προσέγγιση των στατιστικών δεδομένων για το έγκλημα πρέπει να διαποτίζεται από τη σκέψη ότι τα δεδομένα αυτά δε βρίθουν από αριθμούς αλλά κυρίως από προσωπικότητες. Γι’ αυτό και απαιτείται μια υπέρβαση της στατικής στατιστικής αναπαραγωγής των προσώπων μέσα από τους αριθμούς. Απαιτείται μια προσέγγιση που δεν απολιθώνει τις διαδρομές των ποινικών υποκειμένων στη βάση της αντιμετώπισής τους από το επίσημο σύστημα άσκησης κοινωνικού ελέγχου. Μια αναζήτηση ενός ζωντανού σχεδιάσματος κάτω από τη γραφή των αριθμών που να εμφανίζει το ποινικό υποκείμενο, όπως είναι, ενταγμένο στο δίχτυ της συγκυρίας που υπαγορεύεται από την οικονομική, κοινωνική και πολιτική ζωή ενός κόσμου ο οποίος διακατέχεται από πάθη και αταξίες.
Η ελληνική εμπειρία
Στη βάση των παραπάνω προπαραδοχών θα μπορούσε κάποιος να επιχειρήσει μια συνεκτική αποτίμηση της πορείας του εγκληματικού φαινομένου στη χώρα, στη βάση των επίσημων στατιστικών δεδομένων, τουλάχιστον κατά την τελευταία 25ετία και ιδιαίτερα κατά τα χρόνια της κρίσης. Η προσπάθεια αυτή εμφανίζει ιδιαίτερη σημασία λόγω της έντασης της προσοχής των εγκληματολόγων στις τάσεις της εγκληματικότητας κατά τη διάρκεια οικονομικών κρίσεων, σε διεθνές επίπεδο (ενδεικτικά, UNODC, 2011). Κατά τη γνώμη μας, η προσοχή αυτή περιορίζεται στη συζήτηση για τη διαπίστωση ή μη μιας «πτωτικής τάσης» (crime drop) στο διαπιστωμένο έγκλημα διεθνώς (Van Dijk, Tseloni A., Farrell G., eds, 2012, Aebi M., Linde A., 2015), καθώς δεν έχει προλάβει ακόμη να αποκωδικοποιήσει με καταλυτικό τρόπο τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην τάση αυτή, ούτε ως προς τη συνολική εικόνα της εγκληματικότητας, ούτε και ως προς επιμέρους κατηγορίες αδικημάτων. Η συζήτηση κατά την άποψή μας προς το παρόν μαίνεται και ως εκ τούτου αναμένεται ότι σύντομα θα αποδώσει καρπούς.
Στο πλαίσιο αυτό η ελληνική εμπειρία μπορεί να φωτίσει τη σχετική επιστημονική συζήτηση με υποδειγματικό τρόπο, καθώς η πρόσφατη οικονομική κρίση έχει αναδείξει σημαντικές παραμέτρους στατιστικής αποτύπωσης και αποτίμησης της πορείας του εγκληματικού φαινομένου τόσο σε περιόδους κοινωνικής ευημερίας όσο και σε περιόδους ανέχειας. Με αυτόν τον τρόπο το ελληνικό εγκληματικό στατιστικό αποτύπωμα αφενός επιβεβαιώνει παραδοσιακές αλλά και σύγχρονες εγκληματολογικές θεωρίες ενώ αφετέρου τις προκαλεί, υποδεικνύοντας έτσι την ανάγκη μεγαλύτερης ερευνητικής επένδυσης στην «αιτιότητα» (Young J., 1986).
Σύμφωνα λοιπόν με την επίσημη αριθμητική για την εγκληματικότητα στη χώρα μας - τόσο στη βάση των στατιστικών αρχείων της Αστυνομίας όσο και στη βάση των αρχείων της Δικαιοσύνης - το σύνολο των διαπραχθέντων αδικημάτων στη χώρα, δηλαδή τα αδικήματα που εξιχνιάστηκαν και μη (σύμφωνα με τον γλωσσικό και εννοιολογικό κώδικα των διωκτικών αρχών ‘βεβαιωθέντα’ αδικήματα και μη), ακολουθούν μια ανοδική πορεία από το 1987 (303.182 αδικήματα) μέχρι και το 2006, όπου και αγγίζουν την υψηλότερη τιμή τους, (463.750 αδικήματα) για την περίοδο της τελευταίας εικοσιπενταετίας, ενώ, έκτοτε, η συνολική τάση είναι εμφανώς καθοδική. Το 2015 η στατιστική της Αστυνομίας αναφέρει ότι τα διαπραχθέντα αδικήματα δεν ξεπέρασαν τον αριθμό των 222.245 καταγραφών σε επίπεδο επικράτειας. Ο ταχύτερος ρυθμός πτώσης ανιχνεύεται ανάμεσα στα έτη 2006 και 2012, ενώ στη συνέχεια εντοπίζεται σε σταθεροποιημένες χαμηλές τιμές με σημάδια όμως ανάκαμψης και επανόδου στην ανιούσα κατά την τελευταία διετία (2014-2015).
Η τάση είναι απόλυτα διαυγής ώστε να επιδέχεται παρερμηνείες. Η διόγκωση του εγκληματικού φαινομένου εντοπίζεται στους καιρούς της ευφορίας, άλλως, στην εποχή μιας οικονομικά εύρωστης, επιφανειακά τουλάχιστον, κοινωνικής πραγματικότητας που συνοδευόταν από μια ηθικού τύπου αξιακή αμεριμνησία. Αντίθετα, την εποχή των δεινών που επέφερε η κρίση, οι πολιτικές λιτότητας και τα μνημόνια της δυσφορίας, το εγκληματικό φαινόμενο φαίνεται να συρρικνώνεται από την κρατούσα οικονομική κυρίως απραξία. Το έγκλημα όμως, χαρακτηρίζεται από αταξία. Μοιάζει σαν το αρχικό του ξάφνιασμα να οδήγησε σε μια στιγμιαία ανάπαυλα μπροστά στην κινητήρια δύναμη της ιστορίας. Η κατάσταση της προσωρινής καθήλωσης της πορείας του εγκλήματος σε ιστορικά χαμηλές τιμές κατά τα έτη 2011 και 2012, (194.031 και 194.144 αδικήματα αντιστοίχως) φαίνεται πως δεν διαθέτει σταθερά χαρακτηριστικά καθώς διαφαίνεται να τραβά ξανά στην ανηφόρα, έστω και διστακτικά και με πιο ήπιους ρυθμούς. Οι τάσεις αυτές εμφανίζονται διαυγείς στο γράφημα που ακολουθεί.
Γράφημα 1
Πηγή: Στατιστική Επετηρίδα της ΕΛΑΣ.
Αναφορικά με την κατανομή των αδικημάτων ανάλογα με την αξιολογικού χαρακτήρα βαρύτητα της πράξης, παρατηρούμε ότι τα εξιχνιασθέντα και μη αδικήματα συνολικά θεωρούμενα, σε βαθμό κακουργήματος και κατ’ έτος, ακολουθούν μια αύξουσα πορεία, αρχικά με διακυμάνσεις, αλλά με ισχυρή και οξεία κορύφωση κατά τα χρόνια της ‘κρίσης’ (από το 2010, έτος υπογραφής του πρώτου μνημονίου και έναρξης των προγραμμάτων λιτότητας, κι εντεύθεν). Η κορυφαία στιγμή των κακουργημάτων σημειώνεται με την κορύφωση και της κρίσης κατά τα έτη 2012-2013. Το ιστόγραμμα είναι εξαιρετικά διαφωτιστικό ως προς τη ‘ροπή’, την πορεία του αριθμού των κακουργημάτων μέσα στη σύγχρονη κοινωνική συγκυρία.
Γράφημα 2
Πηγή: Στατιστική Επετηρίδα της ΕΛΑΣ.
Αντιθέτως η καμπύλη των αδικημάτων που επισύρουν τον χαρακτηρισμό του πλημμελήματος ακολουθεί τη γενική πτωτική πορεία της διαπιστωμένης εγκληματικότητας στη χώρα, με ευθέως ανάλογες διακυμάνσεις. Στην περίπτωση των πλημμελημάτων παρατηρείται μια πτωτική τάση των εγκληματικών πρακτικών λίγο πριν, και κατά τη διάρκεια της κρίσης, με σημάδια ανάκαμψης εσχάτως. Ερωτήματα γεννά το γεγονός ότι ενώ η κρίση συνεχίζει να ταλαιπωρεί τη χώρα, το έγκλημα και η παραβατικότητα φαίνεται να σημειώνουν, έστω και δειλά, σημάδια ανάκαμψης.
Γράφημα 3
Πηγή: Στατιστική Επετηρίδα της ΕΛΑΣ.
Στο σημείο αυτό, για την αποφυγή βιαστικών πορισμάτων και ερμηνειών, οφείλουμε να σημειώσουμε τα εξής: 1) Τα δεδομένα που υποστηρίζουν την παραπάνω συνολική εικόνα της εγκληματικότητας στη χώρα υπόκεινται σε τρία είδη προκατάληψης: επιστημονικής προκατάληψης η οποία αφορά το επιστημολογικό υπόδειγμα που ακολουθείται κατά τη στατιστική ταξινόμηση και κατηγοριοποίηση των αδικημάτων, ‘συστημικής προκατάληψης’ η οποία αφορά τα λάθη που παρεμβάλλονται ανάμεσα στο πραγματικό γεγονός και το καταγραφέν γεγονός και η ‘απάτη του υπολογιστή’ όταν δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί αν τα λάθη στις αποφάσεις κατηγοριοποίησης των αδικημάτων, των δραστών και των ποινών, οφείλονται σε διαχειριστικές αδυναμίες ή αφορούν τη διαδικασία ποινικής δίωξης λόγω της χρήσης των υπολογιστών (Farnstrom A., 2015). 2) Οι παραπάνω εικόνες δεν απεικονίζουν το συνολικό όγκο του εγκλήματος που διαπράττεται. Ο «σκοτεινός αριθμός» των αδικημάτων ιδιαίτερα εκείνων που σχετίζονται με το οικονομικό έγκλημα, το οργανωμένο έγκλημα, τη διαφθορά, το ηλεκτρονικό έγκλημα, την εμπορία προσώπων, τα εγκλήματα μίσους, - για να αναφέρουμε κάποιες μόνο από τις σύγχρονες μορφές εγκληματικότητας και παραβατικότητας οι οποίες μάλιστα μόνο εν μέρει αποτυπώνονται στα επίσημα στοιχεία - δυσκολεύει την ανάλυση. Πρόκειται δηλαδή για την αποτύπωση των ‘ορατών’ παραδοσιακών μορφών εκδήλωσης του εγκληματικού φαινομένου οι οποίες διαφοροποιούνται από την εκδήλωση των σύγχρονων μορφών του εγκλήματος τόσο ως προς τον τόπο όσο και ως προς τα χαρακτηριστικά. Επιπλέον, αν από τη μεγάλη εικόνα του εγκλήματος αφαιρεθούν οι παραβάσεις της νομοθεσίας περί αυτοκινήτων, η στατιστική αναπαράσταση του εγκληματικού φαινομένου εμφανίζεται διαφοροποιημένη ως προς την έκταση και τον όγκο της. Τα μεγέθη δηλαδή κατ’ έτος εμφανίζουν σημαντική μείωση καθώς τα αδικήματα που έχουν οριστεί και χαρακτηριστεί ως τέτοια στην σχετική στατιστική των αρχών αθροίζουν στο ½ περίπου της διαπιστωμένης εγκληματικότητας. Καθώς στη συντριπτική τους πλειοψηφία πρόκειται για παραβάσεις πλημμεληματικού χαρακτήρα ο μη συνυπολογισμός τους επηρεάζει κυρίως την αποτύπωση των πλημμελημάτων. Και ενώ η φορά των συναφών τάσεων δεν επηρεάζεται, η σύγκριση των ιστογραμμάτων της πορείας του ορατού εγκλήματος μέσα στο χρόνο, μετά ή άνευ συνυπολογισμού των παραβάσεων της νομοθεσίας για τα αυτοκίνητα, υποδεικνύει ότι ο μη συνυπολογισμός των τελευταίων ‘κανονικοποιεί’ κατά κάποιο τρόπο τη ‘ροπή’, και αναδεικνύει μια πιο ρεαλιστική εικόνα της εγκληματικότητας ως προς την ένταση και την έκτασή της. 3)Η πτωτική πορεία της συνολικής ‘δήλης’ εγκληματικότητας έχει καταφανώς επηρεαστεί από μια σειρά παραμέτρων: Γραφειοκρατικού τύπου αναδιαρθρώσεις προς υλοποίηση των επιταγών των μνημονίων που επέφεραν μια - προσωρινή έστω - αναστάτωση στη διοίκηση και λειτουργία των διωκτικών αρχών (συγχωνεύσεις υπηρεσιών και τμημάτων, περιορισμός υλικών και ανθρώπινων πόρων, αλλαγή προτεραιοτήτων κλπ.). Εκσυγχρονιστικού τύπου αναδιατυπώσεις της καταγραφής και ηλεκτρονικής καταχώρησης των ‘συμβάντων’ από τις κατά τόπους διωκτικές αρχές. Αλλαγές στην ταξινόμηση των αδικημάτων και των ποινών. Έμφαση στην ‘εγκληματικότητα των δρόμων’. Διεύρυνση του σκοτεινού αριθμού της μη ορατής εγκληματικότητας, όχι μόνο λόγω της ασύλληπτης φύσης του αλλά και εξαιτίας πολιτισμικού τύπου ιστορικά κατασκευασμένων προϊδεάσεων και συμπεριφορών εναντίον κάθε μορφής καταγγελίας και αναφορών στις Αστυνομικές Αρχές.
Μία άλλη σημαντική παράμετρος η οποία ‘κανονικοποιεί’ την συνολική εικόνα της εγκληματικότητας στη χώρα είναι το ‘φίλτρο’ της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης. Για ολόκληρη την υπό εξέταση περίοδο των τελευταίων 25 ετών το υποσύνολο των καταδικασθέντων αθροίζει κατ’ έτος από το 1/4 μέχρι και το 1/6 του συνόλου των ‘φερομένων ως δραστών’. Επιπρόσθετα όμως η στατιστική της δικαιοσύνης καταδεικνύει ότι η πορεία του δράστη από τη διάπραξη του αδικήματος μέχρι της ποινική του καταδίκη παραμένει μη ταυτοποιήσιμη, καθώς με βάση τα επίσημα στοιχεία είναι αδύνατη η ταυτοποίηση φερόμενων ως δραστών και καταδικασθέντων. Αυτό ισχύει τόσο στη συγχρονία όσο και στη διαχρονία. Και στη βάση της στατιστικής της δικαιοσύνης διαπιστώνεται ότι ενώ η συνολική πορεία της εγκληματικότητας εμφανίζει αρνητικό πρόσιμο η ‘βαρειά’ εγκληματικότητα, φαίνεται να ανθεί.
Συμπέρασμα
Εν κατακλείδι θα λέγαμε ότι το εγκληματικό φαινόμενο στη χώρα φαίνεται να αλλάζει μέτωπο και να αποκτά χαρακτηριστικά ‘ξένα’ προς την ιστορικά διαπιστωμένη ‘φύση’ του. Με αυτόν τον ισχυρισμό δεν υπαινισσόμαστε την συνεχώς διογκούμενη συμμετοχή των μεταναστών στην εγκληματική δραστηριότητα, η οποία βεβαίως και αποτυπώνεται αλλά ως αποτέλεσμα του όγκου των ροών, των διαδικασιών υποδοχής και νομιμοποίησης αλλά και εισδοχής και στρατολόγησης στην υπηρεσία του ντόπιου εγκληματικού και παραβατικού κατεστημένου (Τσίγκανου Ι., κ. ά., 2010). Η δε αμφισβήτηση του ανδροκρατούμενου προφίλ της εγκληματικότητας από την ηχηρή παρέμβαση της γυναικείας εγκληματικής και παραβατικής φιγούρας είναι απόλυτα κατανοήσιμη στο πλαίσιο των κοινωνικοπολιτισμικών και οκονομικών μεταβολών που συντελούνται και αναδιάταξαν το ρόλο και την παραδοσιακή λειτουργία των φύλων στον ‘οίκο’, την αγορά εργασίας και την κοινωνία. Οι αλλαγές στο δίκαιο επηρεάζουν την εξ αντανακλάσεως αυτών των αλλαγών διαπιστωμένη εγκληματικότητα / παραβατικότητα η οποία είναι ιδιαίτερα εμφανής στην μεταχείριση των ανήλικων παραβατών του νόμου. Μεταβολές στην εικόνα μας για το έγκλημα μπορούν να προκύψουν και από τις αλλαγές στην στατιστική αποτύπωση των δεδομένων στη βάση νέων ταξινομητικών κατηγοριοποιήσεων.
Η κρίση έχει επιφέρει αλλαγές και στο τοπίο του εγκλήματος ενώ διαπιστώνεται μια μείωση των ‘αντοχών’ της πτωτικής πορείας της εγκληματικότητας στη χώρα κατά τη διάρκειά της. Στην πρώτη ιδιαίτερα ‘μεταβατική’ περίοδο από την εποχή της αφθονίας στην εποχή των δεινών ή/και της περισυλλογής το έγκλημα φαίνεται πως λειτούργησε ως ένα ιδιότυπο κοινωνικό βαρόμετρο των αντιδράσεων και των αντιστάσεων καθώς αντέδρασε άμεσα εκμεταλλευόμενο τις ‘ρωγμές’ του συστήματος προστασίας θεσμών και δομών τις οποίες ένοιωθε να ταρακουνιούνται και να παραπαίουν.
Θα λέγαμε ότι το έγκλημα ως κατ’ εξοχήν αξιακό - ηθικό φαινόμενο διαθέτει μεγάλη ευαισθησία σε κάθε διατάραξη του θεμελιώδους ηθικού κοινωνικού διακανονισμού και εμφανίζει διακυμάνσεις με ευθύ τρόπο συναρτημένες πρωτίστως με τις αξιακού – ηθικού τύπου κρίσεις και δευτερευόντως με τις οικονομικές κρίσεις. Το ελληνικό στατιστικό αφήγημα ταυτόχρονα υποδεικνύει και την ‘ένταση ή μη της προσοχής’ των διωκτικών αρχών στην καταπολέμηση του εγκληματικού φαινομένου εν μέσω κρίσης. Σημειώνουμε στο σημείο αυτό ότι αξιοποιούμε τα παραπάνω δεδομένα ως μια ένδειξη και όχι καταλυτική απόδειξη της κοινωνικής πραγματικότητας του εγκλήματος στη χώρα εξαιτίας των γνωστών ενστάσεων και επιφυλάξεων τόσο ως προς το τί πραγματικά απεικονίζουν (το έγκλημα ή την κατασκευή του) όσο και ως προς την πληρότητα και την αξιοπιστία τους. Τέλος, η γενική πτωτική τάση της πορείας του ορατού και διαπιστωμένου εγκληματικού φαινομένου στη χώρα αλλά και η ανοδική τάση των κακουργημάτων δεν μπορούν να ερμηνευτούν μονοσήμαντα και γραμμικά, καθώς οι πορείες αυτές ούτε αυτόματες ως προς την αιτιότητά τους είναι, ούτε ενιαίες ως προς την σύνθεση και την εννοιακή τους συγκρότηση. Κυρίαρχες ερμηνευτικές παράμετροι δύσκολα μπορούν να υιοθετηθούν ως παν-γενικεύουσες κατευθυντήριες ερμηνευτικές ορίζουσες των τεκταινομένων στον κόσμο του εγκλήματος. Η δε ερμηνεία της πορείας των ειδικότερων κατηγοριών αδικημάτων μας ωθεί στην επιστράτευση ενός μείγματος θεωρήσεων τόσο παραδοσιακών όσο και συγχρόνων.[2]
Βιβλιογραφικές αναφορές:
Aebi M., Linde A., (2015), (eds), European Journal of Criminology, Special Issue on Comparative Criminology, 12 (5).
Coleman C. Moynihan J., (2004), Understanding Crime Data. Haunted by the dark figure, U.K., Open University Press.
Farnstrom A. (2015), “The policeman and the statistician. On the quality of the raw data in official statistics”, Statistical Journal of the IAOS, 31 (1), 29-38.
Matthews R. & J. Young (eds), (1986), Confronting Crime, London, Sage.
UNODC, (2011), Monitoring the Impact of Economic Crisis on Crime, UN.
Van Dijk, Tseloni A. Farrell G. (eds), ( 2012), The International Crime Drop: New Directions in Research, New York, Palgrave, Macmillan.
Τσίγκανου Ι., κ. ά. (2010), Μετανάστευση και εγκληματικότητα: Μύθοι και πραγματικότητα, Αθήνα, ΕΚΚΕ.
Τσίγκανου Ι., Κουτσούκου Η., Λαμπράκη Ι., Λεμπέση Μ., (2016), Το Εγκληματικό Φαινόμενο στη Σύγχρονη Ελλάδα: Δεδομένα και Αναγνώσεις, Αθήνα, ΕΚΚΕ – ΠΑΠΑΖΗΣΗΣ.
[1] Για τη χώρα μας είναι η περίπτωση της Στατιστικής της Δικαιοσύνης της ΕΛ.ΣΤΑΤ. και η περίπτωση της Στατιστικής των Αστυνομικών Αρχών.
[2] Για εκτενείς αναλύσεις βλ. Τσίγκανου Ι., Κουτσούκου Η., Λαμπράκη Ι., Λεμπέση Μ., (2016), Το Εγκληματικό Φαινόμενο στη Σύγχρονη Ελλάδα: Δεδομένα και Αναγνώσεις, Αθήνα, ΕΚΚΕ – ΠΑΠΑΖΗΣΗΣ.