Στις 4 Απριλίου 2018 η Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης, , το εκτελεστικό όργανο του οργανισμού αυτού, ενέκρινε μια πρωτοποριακή σύσταση για τα παιδιά φυλακισμένων γονέων (Recommendation CM/Rec (2018) 5 of the Committee of Ministers to member States concerning children with imprisoned parents, https://search.coe.int/cm/
Πρόκειται για κατευθυντήριες γραμμές πολιτικής που απευθύνονται στα 47 κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, με στόχο τη διασφάλιση των δικαιωμάτων και των συμφερόντων των παιδιών των οποίων οι γονείς είναι κρατούμενοι. Περίπου 2,1 εκατομμύρια παιδιά στην Ευρώπη έχουν έναν από τους γονείς τους στη φυλακή, σύμφωνα με εκτιμήσεις που βασίζονται στον αριθμό των κρατουμένων. Αυτά τα παιδιά μπορεί να βιώνουν τραύμα, στίγμα, άγχος και απώλεια της γονικής μέριμνας καθώς και να ζουν σε υλικές συνθήκες που μπορεί να είναι επιζήμιες για την ευημερία, την προσωπική τους ανάπτυξη και μερικές φορές, ακόμη και για τη ζωή τους.
Αναλυτικότερα, τα παιδιά πολλές φορές επηρεάζονται αρνητικά όταν ένας γονέας συλληφθεί ή οδηγηθεί στη φυλακή. Για την πλειονότητα των παιδιών αυτών ο χωρισμός τους από τον γονέα είναι ένα απροσδόκητο και ανεπιθύμητο γεγονός, με σοβαρό κοινωνικό αντίκτυπο. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μικρά παιδιά βρίσκονται τα ίδια στη φυλακή μαζί με τον γονέα ή άλλο πρόσωπο που τα φροντίζει, κάτι που ίσως δεν είναι πάντα προς το συμφέρον τους. Ο εγκλεισμός ενός γονέα στη φυλακή μπορεί να έχει επιπτώσεις στην ψυχική υγεία, την κοινωνική συμπεριφορά και τις εκπαιδευτικές προοπτικές ενός παιδιού. Το συναισθηματικό τραύμα που μπορεί να προκληθεί και οι πρακτικές δυσκολίες της διατάραξης της οικογενειακής ζωής που απορρέουν από τη φυλάκιση ενός γονέα είναι πολύ πιθανό ότι θα επιδεινωθούν από το κοινωνικό στίγμα που αντιμετωπίζουν τα παιδιά ως συνέπεια της ίδιας κατάστασης. Τα παιδιά που έχουν φυλακισμένο γονέα μπορεί επίσης να βιώσουν οικονομικές δυσκολίες που αποτελούν συνέπεια της απώλειας εισοδήματος που συνεισέφερε αυτός ο γονέας πριν από τον εγκλεισμό του στη φυλακή. Επιπλέον, ορισμένοι φυλακισμένοι γονείς παύουν να έχουν ή να ασκούν την επιμέλεια των παιδιών τους, μη πληρώντας τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από τα συστήματα κοινωνικής προστασίας και να τίθενται σοβαρά ζητήματα σχετικά με την υποστήριξη των παιδιών από τοπικά, κρατικά και ομοσπονδιακά συστήματα εξυπηρέτησης των αναγκών τους.
Τα παιδιά των φυλακισμένων γονέων ενδέχεται ακόμη να αντιμετωπίζουν και άλλες δύσκολες περιστάσεις. Μπορεί να έχουν βιώσει τραυματικές εμπειρίες από τη σύλληψη των γονέων τους ή αντίστοιχες εμπειρίες από καταστάσεις που οδηγούν στη σύλληψη των γονέων τους. Τα παιδιά αυτά είναι επίσης πιθανό να έχουν αντιμετωπίσει άλλες αρνητικές εμπειρίες, όπως να έχουν καταστεί μάρτυρες βίαιων γεγονότων στις κοινότητες στις οποίες ζουν ή στο άμεσο οικογενειακό περιβάλλον τους ή να έχουν εκτεθεί σε καταστάσεις χρήσης και κατάχρησης εξαρτησιογόνων ουσιών. Λαμβάνοντας υπόψη όλα αυτά, θεωρήθηκε ότι είναι απαραίτητο να τεθούν υπό επεξεργασία και να εγκριθούν κατευθυντήριες οδηγίες για μια αποτελεσματική προσέγγιση των παιδιών των φυλακισμένων γονέων.
Τον Ιούνιο του 2016, στο 21ο Ετήσιο Συνέδριο Διευθυντών Υπηρεσιών Φυλακών και Επιμελητών του Συμβουλίου της Ευρώπης που έγινε στο Zaandam της Ολλανδίας, ο Πρόεδρος του Συμβουλίου Ποινολογικής Συνεργασίας (Council for Penological Cooperation - PC-CP), συνοψίζοντας τις συζητήσεις που έγιναν κατά τη διάρκεια των εργασιών, επισήμανε ότι οι φορείς και οι υπηρεσίες εκτέλεσης ποινών και δικονομικών μέτρων είτε σε καθεστώς ελευθερίας είτε σε καθεστώς στέρησής της, έχουν πλέον διαμορφώσει μια πιο σφαιρική προσέγγιση για το έργο τους, αναπτύσσοντάς το σε τρία τουλάχιστον σημαντικά πεδία. Το πρώτο είναι αυτό της δουλειάς που απευθύνεται στους δράστες αξιόποινων πράξεων. Το δεύτερο είναι η ενασχόληση με τα θύματα των πράξεων αυτών, η οποία είναι εξίσου σημαντική. Το πιο πρόσφατο, τρίτο πεδίο ενδιαφέροντος είναι αυτό που αφορά τους συγγενείς των δραστών και άλλα πρόσωπα που ζουν στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο δραστηριοποιούνται οι ανωτέρω φορείς και οι υπηρεσίες. Στο πλαίσιο αυτό, και λαμβανομένης υπόψη της ιδιαίτερης ευαισθησίας που υπάρχει για τα παιδιά και την προστασία τους, εύλογα στρεφόμαστε προς αυτά, συμπεριλαμβανομένων των παιδιών των οποίων ένας τουλάχιστον γονέας ή άλλο πρόσωπο που φροντίζει γι’ αυτά υποβάλλεται σε κάποια ποινική κύρωση ή δικονομικό μέτρο που προσβάλλει την προσωπική ελευθερία.
Η στροφή του ενδιαφέροντος σε αυτό το πεδίο και ιδίως η απόφαση για την επεξεργασία και έγκριση της Σύστασης είναι αποτέλεσμα της εντατικής δικτύωσης σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο από ανθρώπους που ασχολούνται με τις οικογένειες των κρατουμένων. Μια ομάδα επαγγελματιών και ακαδημαϊκών από όλη την Ευρώπη συνδέονται στο δίκτυο «Παιδιά Κρατουμένων στην Ευρώπη» (Children of Prisoners Europe - COPE, πρώην EUROCHIPS) που εδρεύει στο Παρίσι. Είναι μια μεγάλη μη κυβερνητική οργάνωση που επεξεργάζεται και προωθεί «καλές πρακτικές» και ιδέες. Ένα από τα μέλη της οργάνωσης, διευθυντής φυλακών από την Ουγγαρία, κατέθεσε πρόσφατα την ανησυχία του για τα παιδιά φυλακισμένων γονέων και προκάλεσε την ένταξή της στην ημερήσια διάταξη της Ομάδας Εργασίας του Συμβουλίου Ποινολογικής Συνεργασίας του Συμβουλίου της Ευρώπης, στο Στρασβούργο. Αυτό επιτεύχθηκε με τη συμβολή της Διεύθυνσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και το Κράτος Δικαίου. Δύο πρώην πρόεδροι της οργάνωσης «Παιδιά Κρατουμένων στην Ευρώπη» προσκλήθηκαν ως εμπειρογνώμονες για την εκπόνηση ενός κειμένου που τέθηκε σε επεξεργασία προκειμένου να καταλήξει στην έγκριση μιας Σύστασης (Recommendation) της Επιτροπής Υπουργών. Ανέλαβαν επίσης να εισηγηθούν ένα συνοδευτικό κείμενο – ερμηνευτικό σχόλιο (Commentary). Οι εμπειρογνώμονες εργάστηκαν με αυτήν την αποστολή από τον Φεβρουάριο του 2017 έως τον Νοέμβριο του 2017, σε στενή συνεργασία με τη Σύμβουλο για τα Δικαιώματα των Παιδιών του Συμβουλίου της Ευρώπης), τη Διευθύντρια της οργάνωσης «Παιδιά Κρατουμένων στην Ευρώπη» και την ομάδα εργασίας του Συμβουλίου Ποινολογικής Συνεργασίας του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Σκοπός της σύστασης είναι να επιστήσει την προσοχή, να αναδείξει το ενδιαφέρον και να προωθήσει την κατάλληλη δράση από το κράτος και άλλα σώματα και θεσμούς, όπως σχολεία και (κοινωνικά) μέσα ενημέρωσης. Ο αντίκτυπος της φυλάκισης των γονέων είναι εμφανής κάθε φορά που ένα παιδί έρχεται σε επαφή με εκπροσώπους του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης, από το πρώτο μέχρι το τελευταίο στάδιο της διαδικασίας. Για τον λόγο αυτόν, η Σύσταση εξετάζει τα δικαιώματα και τις ανάγκες των παιδιών από τη σύλληψη των γονέων, την παραπομπή τους στην ποινική δίκη, του εγκλεισμού τους σε φυλακή και μετά την απόλυση των φυλακισμένων γονέων τους. Τα δικαιώματα και οι ανάγκες των παιδιών που απορρέουν από τη Σύμβαση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού πρέπει να εξετάζονται και να προστατεύονται σε όλα τα στάδια της ποινικής διαδικασίας. Αυτό αποτελεί ένα ισχυρό πολιτικό μήνυμα προς τις εθνικές αρχές των 47 κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης όσον αφορά τις πολιτικές που χαράσσουν και τις πρακτικές που εφαρμόζουν στον αντίστοιχο τομέα. Στο πλαίσιο αυτό, η σύσταση που εγκρίθηκε από την Επιτροπή Υπουργών αναδεικνύει ότι τα παιδιά των οποίων οι γονείς είναι κρατούμενοι έχουν τα ίδια δικαιώματα με όλα τα άλλα παιδιά, συμπεριλαμβανομένης της τακτικής επαφής με τους γονείς τους, εκτός αν κάτι τέτοιο θεωρείται αντίθετο με το βέλτιστο συμφέρον των ίδιων των παιδιών. Η διατήρηση των σχέσεων μεταξύ παιδιών και γονέων μπορεί να επηρεάζει θετικά όχι μόνο το παιδί, αλλά και τον κρατούμενο γονέα, το προσωπικό των φυλακών και το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον, καθώς και να συμβάλει στην προστασία της κοινωνίας εν γένει από το έγκλημα, με την καλύτερη προετοιμασία των κρατουμένων για την αποφυλάκιση και την κοινωνική επανένταξή τους, όπως τονίζει η Επιτροπή Υπουργών.
Με τη σύσταση παρέχονται ειδικές κατευθυντήριες γραμμές για την αποφυγή της σύλληψης γονέων όταν είναι παρόντα τα παιδιά τους ή, αν αυτή είναι αναπόφευκτη, πρέπει να γίνεται με τρόπο που δείχνει ευαισθησία για τα παιδιά. Προκειμένου να ελαχιστοποιηθούν οι επιπτώσεις της φυλάκισης των γονέων στα παιδιά, η διοίκηση των φυλακών θα πρέπει να εφαρμόζει όσο το δυνατόν περισσότερο θεσμικά μέτρα όπως οι άδειες των κρατουμένων, οι ανοικτές φυλακές, η ηλεκτρονική επιτήρηση, που διευκολύνουν την επικοινωνία των κρατουμένων με το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον και τη μετάβαση από τη φυλακή στην ελευθερία.
Τα παιδιά πρέπει συνήθως να επιτρέπεται να επισκέπτονται τον φυλακισμένο γονέα τους το πολύ εντός μιας εβδομάδας μετά τη σύλληψη και στη συνέχεια σε τακτική βάση, με προγραμματισμό ώστε να μην επηρεάζονται οι καθημερινές δραστηριότητες του παιδιού, όπως η σχολική φοίτηση.
Οι έρευνες στα παιδιά που επισκέπτονται τους φυλακισμένους γονείς τους για λόγους ασφάλειας θα πρέπει να γίνονται επίσης με ευαισθησία για τα παιδιά. Το προσωπικό που έρχεται σε επαφή με αυτά θα πρέπει να έχει ειδική εκπαίδευση. Οι έλεγχοι που γίνονται με την επίκληση λόγων ασφάλειας μπορεί να θεωρούνται εκ προοιμίου αντίθετοι προς το συμφέρον του παιδιού που επισκέπτεται το φυλακισμένο γονέα του. Ωστόσο, η εστίαση του ενδιαφέροντος και εν προκειμένω στο συμφέρον του παιδιού αφήνει περιθώριο για να υποστηριχθεί ότι η προτεραιοποίηση αυτού του συμφέροντος μπορεί να συμβάλει στη δημιουργία ενός ασφαλέστερου περιβάλλοντος και να έχει θετικές επιπτώσεις όχι μόνο για τα παιδιά, αλλά και για τις φυλακές, τους κρατουμένους και, ευρύτερα, την κοινωνία.
Στο πλαίσιο της διευκόλυνσης της επικοινωνίας των παιδιών με τους κρατούμενους γονείς τους, η Σύσταση προβλέπει ότι οι εγκαταστάσεις των φυλακών στις οποίες κρατείται ο γονέας πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο κοντά στον τόπο διαμονής των παιδιών και οι επισκέψεις θα πρέπει να πραγματοποιούνται σε ένα φιλικό για τα παιδιά περιβάλλον, μέσα στις φυλακές ή και σε ξεχωριστές εγκαταστάσεις, κατασκευασμένες στον περιβάλλοντα χώρο. Τα παιδιά θα πρέπει επίσης να είναι σε θέση να επικοινωνούν με τους κρατούμενους γονείς τους τηλεφωνικά, διαδικτυακά ή με την αξιοποίηση άλλων τεχνολογιών.
Η σύσταση ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να υποστηρίζουν τους φυλακισμένους γονείς που επιθυμούν να συμμετέχουν ουσιαστικά στην ανατροφή των παιδιών τους, μεταξύ άλλων μέσω της επικοινωνίας με τα σχολεία, τις υπηρεσίες υγείας και πρόνοιας.
Όσον αφορά το προσωπικό, ορίζεται ότι οι φυλακές πρέπει να επιλέγουν και να προσλαμβάνουν υπαλλήλους ειδικευμένους στην επικοινωνία με τα παιδιά και τους φυλακισμένους γονείς τους, προκειμένου να παρέχουν καθοδήγηση και πληροφορίες, ιδίως σε παιδιά που έρχονται για πρώτη φορά σε επαφή με το περιβάλλον των φυλακών.
Τέλος, η σύσταση συμβουλεύει τα κράτη να διασφαλίσουν ότι τα αρμόδια υπουργεία, οι ανεξάρτητες αρχές προστασίας των παιδιών ή άλλοι φορείς θα παρακολουθούν κατά πόσο γίνονται σεβαστά τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των παιδιών με φυλακισμένους γονείς.
Πηγές (ενδεικτικά):
https://search.coe.int/
https://www.
https://www.eiuc.org/news-
https://youth.gov/youth-