Σ
τις 2 Φεβρουαρίου 1933, το βράδυ, στην πόλη Μαν (Mans), διακόσια περίπου χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του Παρισιού, οι αδελφές Χριστίνα και Λέα Παπέν (Papin), είκοσι επτά και είκοσι ενός ετών αντιστοίχως, σκοτώνουν με ειδεχθή τρόπο την Λεονί Λανσελέν (Lancelin), πενήντα τριών ετών και την κόρη της Ζενεβιέβ, είκοσι επτά ετών. Οι δυο αδελφές δούλευαν από επταετίας, η Χριστίνα ως μαγείρισσα και η Λέα ως καμαριέρα, στο σπίτι του επιφανούς δικηγόρου Λανσελέν.
Για να δώσουμε ένα στίγμα της ιδιαιτερότητας αυτού του διπλού εγκλήματος και της βίας που ασκήθηκε στα σώματα των δυο θυμάτων, της γυναίκας και της κόρης του δικηγόρου, θα υπενθυμίσουμε ότι οι οφθαλμοί είχαν αποσπαστεί από τις κόγχες.
Ο Ζακ Λακάν στην διατριβή του με τίτλο «Περί της παρανοϊκής ψύχωσης ως προς τις σχέσεις της με την προσωπικότητα»[1] εξετάζει σε ένα μικρό άρθρο[2] αυτό το έγκλημα δίνοντάς μας κάποιες απαντήσεις ως προς τα κίνητρα της Χριστίνας και της Λέα, εικάζοντας μάλιστα ένα δυαδικό παραλήρημα αυτών των «σιαμαίων ψυχών».
Από την άλλη πλευρά, νεότερες έρευνες[3] ανέδειξαν ότι οι αδελφές δεν ήταν και τόσο «σιαμαίες» και ότι ο ρόλος τους ήταν διακριτός. Με άλλα λόγια, μπορούμε να μιλάμε για δυαδικό παραλήρημα, εφόσον διαχωρίσουμε τις ενικότητες των υποκειμένων «Χριστίνα» και «Λέα».
Οικογενειακές συντεταγμένες των αδελφών Παπέν
Οι γονείς της Χριστίνας και της Λέας ήταν ο Γουσταύος και η Κλεμένς, φτωχοί αγρότες. Παντρεμένοι από το 1901 απέκτησαν τρία κορίτσια: την Εμιλί, που έγινε μοναχή - ήταν η μεγαλύτερη και μεγάλωσε μαζί τους. Κατόπιν, γεννιέται η Χριστίνα και έπειτα η Λέα που δόθηκαν λίγους μήνες μετά την γέννησή τους σε θείες από την πλευρά του πατέρα και της μητέρας, παραμένοντας εκεί μέχρι την ηλικία των οκτώ ετών περίπου.
Παρατηρούμε ότι η επιθυμία των γονέων προς τα παιδιά τους είναι ελλιπής, στην ουσία δεν τα θέλουν, τα στέλνουν σε συγγενικά σπίτια για να μεγαλώσουν.
Μετά την γέννηση της Λέας το ζευγάρι κάνει αίτηση διαζυγίου. Στον πατέρα δίνεται το δικαίωμα να κρατήσει την Εμιλί, αλλά λίγους μήνες αργότερα τούτο το δικαίωμα ανακαλείται από το δικαστήριο και την επιμέλεια των τριών παιδιών αναλαμβάνει αποκλειστικά η μητέρα, διότι ο πατέρας κατηγορείται για βία, αλκοολισμό μοιχεία, ασέλγεια ή και βιασμό με θύμα την πρωτότοκη του κόρη.
Μετά το διαζύγιο η μητέρα αποφασίζει τα εξής: οι δυο μεγαλύτερες αδελφές (Εμιλί και Χριστίνα) μπαίνουν σε ένα καθολικό ορφανοτροφείο και η μικρότερη η Λέα σε ένα άλλο ορφανοτροφείο.
Γιατί έγιναν όλες αυτές οι αλλαγές; Ιδού ένα πρώτο μυστήριο, το οποίο όμως επιβεβαιώνει ότι η επιθυμία του μητρικού Άλλου προς τα παιδιά που φέρνει στον κόσμο είναι ιδιαιτέρως προβληματική.
Στην συνέχεια η Χριστίνα σε ηλικία δεκαεπτά ετών φεύγει από το ορφανοτροφείο και γίνεται υπηρέτρια. Κατά την διάρκεια ενός έτους αλλάζει πέντε φορές σπίτια. Οι εν λόγω αλλαγές γίνονται σύμφωνα με την καθοδήγηση της μητέρας της. Στην συνέχεια η Χριστίνα, προσλαμβάνεται από τους Λανσελέν και λίγο αργότερα παίρνει μαζί της και την αδελφή της Λέα. Και ιδού κάτι νέο, μια πρώτη αλλαγή: από τότε που προσεληφθήκαν και σταθεροποιήθηκαν στην υπηρεσία της οικογένειας Λανσελέν η σχέση της Χριστίνας και της Λέα με την μητέρα τους διακόπτεται, σταματούν να αλληλογραφούν.
Η «τροποποίηση» ως χαρακτηριστικό γνώρισμα των καταθέσεων της Χριστίνας και της Λέας
Κάτι που διαπιστώνεται άμεσα από τις καταθέσεις των δυο αδελφών οι οποίες ομολόγησαν άμεσα το διπλό έγκλημα είναι οι συνεχείς τροποποιήσεις των μαρτυριών τους. Αυτή η αστάθεια ως προς την λογική αλληλουχία των γεγονότων μας επιτρέπει να κάνουμε δυο υποθέσεις: α) λένε ψέματα, β) είναι ενδεικτική «της απουσίας του υποκειμένου» κατά την εγκληματική διάπραξη.
Α)Χριστίνα:
Σε έναν πρώτο χρόνο είπε ότι η κυρία τους έφυγε με την κόρη της χωρίς να τους δώσει το πρόγραμμα των εργασιών και επέστρεψαν το βραδάκι. Το σίδερο είχε χαλάσει ή υπήρχαν προβλήματα με την ηλεκτροδότηση και την στιγμή που το έλεγε στην κυρά της, όταν επέστρεψε, εκείνη έκανε μια «επιθετική κίνηση» προς το μέρος της: «Όταν είδα ότι ήθελε να ριχτεί πάνω μου, είμαστε στο μεσόσκαλο του πρώτου ορόφου με την αδελφή μου, τότε της έδωσα μια κατά πρόσωπο και με τα δάχτυλά μου της ξερίζωσα τα μάτια»[4].
Σε έναν δεύτερο χρόνο θα αλλάξει την κατάθεσή της, σε έναν τρίτο χρόνο θα πει ότι ήθελε να σώσει και να αθωώσει την αδελφή της και ότι είχε μια νευρική κρίση και, τέλος, σε έναν τέταρτο χρόνο θα πει ότι η αδελφή της ήρθε ενόσω εκείνη ήδη πάλευε με την κόρη, έχοντας ήδη σκοτώσει την κυρά της και ότι στην ουσία η Λέα το μόνο που έκανε ήταν να μαχαιρώσει τα πόδια της κόρης. Όσον αφορά την κρίση, θα αναφέρει ότι μια παρόμοια νευρική κρίση την έπιασε πριν κάποιες ημέρες στο κελί της, πράγμα που επιβεβαιώθηκε από τους γιατρούς, οι οποίοι αναγκάστηκαν να την δέσουν και να της φορέσουν τον ζουρλομανδύα, επειδή προσπάθησε να ξεριζώσει να μάτια της.
Β) Λέα:
Είναι αρκετά λιγομίλητη και θα πει τα εξής:
Σε έναν πρώτο χρόνο θα αναφέρει κάποιες γενικότητες και δεν θα δώσει καμιά εξήγηση αποδεχόμενη παντελώς αυτά που είπε η αδελφή της.
Σε έναν δεύτερο χρόνο, όταν ο αστυνομικός της διαβάζει την δεύτερη κατάθεση της αδελφής της, όπου την ενέπλεκε στο διπλό έγκλημα, θα την επιβεβαιώσει με τις ίδιες ακριβώς λέξεις. Σε έναν τρίτο χρόνο θα ισχυριστεί ότι δεν είπε όλη την αλήθεια και ότι η Χριστίνα είχε κατέβει για να προϋπαντήσει την κυρά της και ξαφνικά άκουσε φωνές. Όταν εκείνη κατέβηκε η κυρά της ήταν στο πάτωμα και η Χριστίνα πάλευε με την κόρη. Θα συμπληρώσει πως ενώ η κυρά της προσπαθούσε να σηκωθεί εκείνη της στρίμωξε το κεφάλι στο πάτωμα, ενώ η Χριστίνα της φώναζε να της ξεριζώσει τα μάτια, πράγμα που το έκανε, διότι η αδελφή της έκανε το ίδιο στην κόρη. Πιο ειδικά θα καταθέσει: «Ακολούθησα το παράδειγμα της αδελφής μου, που φαινόταν πολύ ταραγμένη και ούρλιαζε χτυπώντας την κόρη με την καράφα· την πήρα στην συνέχεια και χτύπησα την κυρά μου μέχρι που αυτή σταμάτησε να κουνιέται». Συμπληρώνει δε ότι πρώτη φορά έβλεπε την αδελφή της σε τέτοια ταραχή και θυμάται ότι η Χριστίνα τής είπε «Θα τις κατακρεουργήσω, πάω να φέρω ένα μαχαίρι και έναν μπαλντά». Τέλος, θα πει ότι η αδελφή της κατέβασε τις κιλότες της κυρίας και έτσι έκανε και εκείνη το ίδιο με την κόρη και άρχισε να την μαχαιρώνει, έτσι όπως έκανε η αδελφή της.
Οι ψυχιατρικές γνωματεύσεις και η κατάθεση δυο ανδρών
Τρεις ψυχίατροι εξέτασαν τις αδελφές και συνοπτικά αναφέρουν τα εξής: οι δυο αδελφές είπαν ότι δέχτηκαν μια επίθεση. Η λογική τους επεξεργασία ήταν καλή ενώ δεν παρουσίαζαν παραληρηματικές ιδέες. Δεν ένιωθαν ενοχές ενοχών, ενώ λυπούνταν ιδιαίτερα γιατί βρίσκονταν σε χωριστά κελιά. Δεν έτρωγαν και η Χριστίνα έλεγε πως θέλει να πεθάνει. Μετά πάροδο κάποιων μηνών η ίδια είχε ψευδαισθήσεις και στη συνέχεια ζήτησε το παιδί της και τον άνδρα της. Δεν διαπιστώθηκε κανένα κίνητρο. Όλα φαίνονταν φυσιολογικά, ως προς το «πριν» των προσωπικοτήτων των δυο αδελφών: καλές, εργατικές, σεμνές, δεν αντιμιλούσαν, δεν έβγαιναν έξω με άνδρες, κλεινόντουσαν πολύ συχνά οι δυο τους στο δωμάτιό τους. Δεν είχαν φίλους κλπ. Η Λέα, η μικρότερη, θεωρήθηκε ότι επηρεαζόταν πολύ από την αδελφή της. Συμπερασματικά είπαν ότι εξέτασαν την διανοητική τους κρίση και έκριναν ότι αυτές έχουν μια σαφή έννοια του καλού και του κακού και ότι δεν πρόκειται για ένα έγκλημα τρέλας.
Από την άλλη πλευρά δύο καταθέσεις πολιτών, ενός αστυνόμου και ενός υπαλλήλου του δημαρχείου, έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τις ψυχιατρικές γνωματεύσεις. Οι πολίτες αυτοί ανέφεραν ότι οι δυο αδελφές ήταν ιδιαίτερα ταραγμένες. Η Χριστίνα μάλιστα παραληρούσε και ενέπλεκε στο παραλήρημά της τον δικηγόρο Λανσελέν, σε τέτοιο μάλιστα σημείο που ο αστυνόμος συνέστησε σε αυτόν να τις απολύσει διότι κινδύνευε η ζωή του, πράγμα που δεν εισακούστηκε.
Μπροστά στην άρνηση νέας πραγματογνωμοσύνης ο καθηγητής ψυχιατρικής Λορζ (Lorge), σημειώνει ο Λακάν, προσέρχεται ως μάρτυρας υπερασπίσεως. Αντέτεινε όχι μία, αλλά πολλές υποθέσεις αναφορικά με την εικαζόμενη τρέλα των αδελφών Παπέν. Δημοσίευσε άρθρα στις εφημερίδες για να συγκινήσει το κοινό και τους ενόρκους. Τίποτα δεν συνέβη. Η απόφαση του δικαστηρίου ήταν η εξής: η Χριστίνα καταδικάστηκε σε θάνατο και η Λέα σε δέκα χρόνια καταναγκαστικά έργα και είκοσι χρόνια φυλάκιση.
Την επόμενη της δίκης η υπεράσπιση έκανα μια έφεση στον Άρειο Πάγο δίχως επιτυχία.
Ψυχαναλυτική ανάγνωση του διπλού εγκλήματος
Α) Χριστίνα
Κάνουμε την υπόθεση ότι η περίπτωση της Χριστίνας εγγράφεται υπό το καθεστώς μιας παρανοϊκής ψύχωσης με την οποία άλλωστε συνάδει τόσο η διάπραξη του εγκλήματος όσο και η προσπάθεια αυτό-ακρωτηριασμού της. Η προβληματική του βλέμματος είναι παρούσα και κατά την τέλεση των δύο πράξεων: από την μια υπήρξε η απόσπαση των οφθαλμών από τα δυο θύματα, από την άλλη στην φυλακή η Χριστίνα προσπαθεί να κάνει το ίδιο στον εαυτό της.
Επιπλέον, ας θυμηθούμε τι λέει και επαναλαμβάνει η ίδια στην κατάθεσή της: «Όταν είδα ότι ήθελα να ριχτεί πάνω μου … της όρμισα και της ξερίζωσα τα μάτια».
Τι ήταν όμως εκείνο που μέχρι πρότινος δεν επέτρεψε την ψυχωτική αποδιοργάνωση;
Μέχρι πρότινος η σταθεροποίηση της ψύχωσής της γινόταν χάρη στο ιδανικό «καλός και ηθικός» που εκπροσωπούσε ο δικηγόρος Λανσελέν[5]. Τούτο το ιδανικό είχε καταστεί το alter ego της. Μόλις ο Λανσελέν άρχισε να έχει προβλήματα με τον νόμο και οι μηνύσεις αμαύρωσαν το καλό του όνομα η Χριστίνα αποσταθεροποιήθηκε. Τα «βλέμματα» των γειτόνων έπεσαν πλέον υποτιμητικά πάνω του και πάνω της. Μπορούμε να σκεφτούμε ότι στο παραλήρημά της σημαντικό ρόλο έπαιξε επίσης και η μητέρα της η οποία την παρακάλεσε να αφήσει την υπηρεσία των Λανσελέν. Ένα επιπλέον στοιχείο είναι οι καταθέσεις των δυο πολιτών που επιβεβαίωσαν ότι ήταν ταραγμένη και καταδιωκόμενη από τον Λανσελέν.
Η Χριστίνα λοιπόν υπό το κράτος ενός παραληρήματος, όπου το βλέμμα και η φωνή παίζουν σημαντικό ρόλο, προέβη στην εγκληματική διάπραξη με την βοήθεια της αδελφής της.
Τι λέει ο Λακάν για το αντικείμενο «βλέμμα» στο Σεμινάριο «Το άγχος»[6];
Για να συγκροτηθεί ένα υποκείμενο είναι αναγκαία μια σειρά ευνουχισμών. Ένας από αυτούς αφορά την βλεμματική ενόρμηση. Η όραση και το βλέμμα εφεξής διαφοροποιούνται. Υπάρχει δηλαδή μια σχάση μεταξύ του ματιού ως οργάνου όρασης και του βλέμματος. Η λειτουργία του ματιού χαρακτηρίζεται από την έκθλιψη και το βλέμμα είναι αυτό που εκθλίβεται διαφορετικά θα είμαστε όντα που θα «κοιταζόμαστε συνεχώς από παντού».
Όταν όμως, όπως στην περίπτωση της Χριστίνας, δεν έχει συντελεστεί αυτή η έκθλιψη του βλέμματος, αυτός ο βλεμματικός ευνουχισμός, τότε το βλέμμα του Άλλου αποκτά απειλητικές διαστάσεις, είναι κάτι της τάξεως του ανοίκειου και του αφόρητου, και το υποκείμενο μπορεί να προβεί σε έναν πραγματικό ευνουχισμό στο πλαίσιο μιας εγκληματικής διάπραξης ώστε να απαλλαχτεί από τούτο το αφόρητο βλέμμα.
Γιατί η Χριστίνα διάλεξε την κυρά και την κόρη της και όχι τον ίδιο τον Λανσελέν;
Διότι, μπορούμε να υποθέσουμε, ότι αυτές εκπροσωπούσαν το Αφεντικό, αυτές την κοιτούσαν υποτιμητικά επειδή δεν είχε τρόπους, αυτές της έλεγαν τι να κάνει και της φώναζαν αν δεν τα έκανε σωστά... Σκοτώνοντάς τες στην ουσία σκότωνε το βλέμμα και την φωνή. Μην ξεχνάμε ότι το βλέμμα και η φωνή στην ψύχωση είναι συνυφασμένες με την προβληματική σχέση με τον Άλλο.
Συγχρόνως ενώ αυτός ο Άλλος μέχρι πρότινος ήταν ένα ιδανικό τώρα πέφτοντας γίνεται ένας Άλλος απόλαυσης, επικίνδυνος, ο οποίος εισβάλλει και γίνεται καταδιωκτικός. Έτσι, μόλις η αφεντικίνα σηκώνει το χέρι της σαν μια ένδειξη τύπου «φύγε, αμάν πια», αυτή η ένδειξη εκλαμβάνεται ως η ενσάρκωση της απειλής, είναι το σημάδι ενός κινδύνου που έρχεται αμείλικτος πάνω της.
Με άλλα λόγια η κίνηση του χεριού που σηκώνεται εκλαμβάνεται ως ισοδύναμη μιας εκφερόμενης απειλής. Εφεξής χρειάζεται να τις κάνει να σιωπήσουν διά παντός.
Τέλος, χρειάζεται να προσθέσουμε ότι στον βαθμό που κάνουμε την υπόθεση μιας παρανοϊκής ψύχωσης τούτο σημαίνει ότι ο Νόμος και το όριο δεν λειτουργούν επαρκώς. Υπάρχει διάκλειση του Ονόματος του Πατέρα ως βαθμίδα ορίου και γαλήνευσης της απόλαυσης. Σε γλωσσολογικό επίπεδο τούτο σημαίνει ότι η μεταφορά «θα τους βγάλω τα μάτια» δεν λειτουργεί και ότι το υποκείμενο κυριολεκτικά μέσω της της διάπραξης του εγκλήματος ξεριζώνει τα μάτια των θυμάτων και επιχειρεί να κάνει το ίδιο και στον εαυτό της για να απαλλαχτεί από το αμείλικτο βλέμμα του Άλλου.
Η συνέχεια είναι γνωστή: σταδιακά η Χριστίνα πέφτει σε ένα μελαγχολικά παραλήρημα, δεν τρώει, έχει ψευδαισθήσεις, θεωρεί ότι είναι ο άντρας της αδελφής της και ότι τα δυο θύματα δεν είναι νεκρά αλλά έχουν μετενσαρκωθεί και τέλος, λίγα χρόνια αργότερα, πεθαίνει στην φυλακή σε ηλικία τριάντα τριών ετών.
Β) Λέα
Η περίπτωση της Λέας είναι διαφορετική. Πρόκειται πάλι για μια ψύχωση, αλλά θα μπορούσαμε να κάνουμε την υπόθεση της κανονικόμορφης ψύχωσης, όπως σωστά υποθέτει η Bedouet[7], ή και της άτυπης σχιζοφρένειας. Ας εξετάσουμε λίγο την πορεία της και την συγκρότηση τής υποκειμενικότητάς της.
Η Λέα δεν παραληρούσε, όπως η αδελφή της, αλλά συνδεόταν με αυτήν ως εξής: η Χριστίνα ήταν σε θέση ιδανικού για την Λέα, ιδού το alter ego της. Με άλλα λόγια αυτή δεν μπορεί να υπάρξει έξω από την Χριστίνα, ιδού η παθολογία της. Και τούτο συνέβαινε διότι είχε μια τυφλή εμπιστοσύνη στη αδελφή της, μια σχέση «υπνωτιστική», μια σχέση όπου η Λέα ήταν απλά «ακόλουθος». Ας θυμηθούμε τι είπε στην κατάθεσή της: «Το βράδυ του εγκλήματος όταν είδα την Κυρία Λανσελέν να σηκώνει το χέρι της... η αδελφή μου πίστεψε ότι θα ασκούσε την ίδια βία που είχε ασκήσει πάνω μου... είχα την ίδια εντύπωση και γι’ αυτό τους ορμήξαμε...».
Αυτό που λέει είναι ότι «είδε» γιατί δεν ήταν εκείνη που πίστεψε ότι θα τους επιτεθεί, η αδελφή της όμως είχε μια ψυχωτική και αδιάλεκτη βεβαιότητα ως προς αυτό. Η Λέα απλά μιμήθηκε την αδελφή της, την ακολούθησε. Το σημαίνον «ακολουθώ», όπως υπενθυμίζει η Bedouet, είναι σημαντικό γι’ αυτήν. Η ζωή της συγκροτήθηκε σε μια ισοδυναμία του ρήματος «είμαι» και του ρήματος «ακολουθώ». Με άλλα λόγια, «είμαι, υπάρχω» σημαίνει «ακολουθώ τον άλλο».
Ένα άλλο ερώτημα που ανακύπτει είναι το ακόλουθο: Τι το περίεργο υπήρχε στην σκηνή του εγκλήματος; Εκτός από τα δυο πτώματα υπήρχε η εξής διευθέτηση του χώρου, ένα τραπεζάκι στο μεσόσκαλο και μια ματωμένη καράφα πάνω σε ένα πετσετάκι δίπλα από το τραπέζι, κάτω στο πάτωμα.
Μπορούμε να υποθέσουμε τα ακόλουθα, σύμφωνα με τον Λακάν και τον ορισμό της εγκληματικής διάπραξης στο προαναφερθέν σεμινάριο[8]:
Στην διάπραξη, εγκληματική ή αυτοκτονική, το υποκείμενο εκβάλλεται εκτός σκηνής, είναι εκτός συμβολικών συντεταγμένων. Σε τέτοιες περιπτώσεις το υποκείμενο εκπροσωπείται από την ακέφαλη ενόρμηση. Όπως η ματωμένη καράφα βρίσκεται κάτω, ενώ η θέση της είναι πάνω στο τραπεζάκι, έτσι και το υποκείμενο διαπράττοντας χάνει τη συμβολική του θέση.
Η Λέα έμενε πάντα στην σκιά της αδελφής της. Όλοι την είδαν σαν ένα αντίγραφο της Χριστίνας. Δεν είχε προσωπικό λόγο, κρυβόταν πίσω από τα λόγια της αδελφής της. Όλοι, οι ψυχίατροι, οι ένορκοι, μίλησαν γι’ αυτήν σαν να ήταν διπλότυπο της Χριστίνας. Όταν διαπράττει στην ουσία ακολουθεί την αδελφή της, την μιμείται γιατί είναι το alter ego της.
Εν τούτοις, υπάρχουν διαφορές. Μόλις φυλακίστηκε σε έναν πρώτο χρόνο αρνείται και αυτή να φάει. Η Λέα έχει τον ίδιο δικηγόρο με την αδελφή της, αλλά τρεις μήνες αργότερα αλλάζει δικηγόρο. Μόλις βγαίνει η απόφαση του δικαστηρίου, την επόμενη ημέρα ασκεί έφεση στον Άρειο Πάγο. Η έφεση απορρίπτεται όπως και όλες οι επόμενες που θα κάνει. Επιπλέον αρχίζει να έχει προσωπική σχέση με την μητέρα της. Αργότερα, όταν βρίσκονται μαζί η Λέα δεν μιλάει στην αδελφή της.
Το 1943 αποφυλακίζεται και πάει να ζήσει με την μητέρα της ως μοδίστρα. Κατόπιν η μητέρα της την εισάγει σε μια ομάδα με όνομα «Πνευματικές φιλίες». Για πολλά χρόνια η Λέα συνδέεται με τον υπεύθυνο αυτής της ομάδας. Με τον θάνατο της μητέρα της αυτή αγοράζει ένα διαμέρισμα και μπαίνει στην υπηρεσία του διευθυντή της ομάδας ως απασχολούμενη με την φύλαξη του εγγονού του μέχρι το τέλος της ζωής της. Μάλιστα στο γάμο αυτού του παιδιού, το 1988, είναι προσκεκλημένη. Κοινωνικοποιείται λοιπόν αρκετά. Πεθαίνει το 2001, ενενήντα ετών. Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι ο υπεύθυνος που είναι λοιπόν και προστάτης της έρχεται στη θέση alter ego που παλαιότερα κατείχε η Χριστίνα.
Στην περίπτωσή της πρόκειται για μια ψύχωση δίχως παραλήρημα, δίχως στοιχειώδη φαινόμενα, όπου υπερτερούν οι φαντασιακές κονφορμιστικές ταυτίσεις. Η μοναδικότητα της Λέας ως υποκείμενο είναι αυτή η απουσία προσωπικότητας. Δανείζεται ό,τι «είναι» από τον Άλλο.
Σε ένα πρώτο χρόνο το σημαίνον «υπηρέτρια», ακόλουθος λοιπόν, την συνδέει με τον Άλλο. Η γιαγιά της ήταν υπηρέτρια, η μητέρα της το ίδιο, η αδελφή της επίσης.
Στην συνέχεια αυτό το ιδανικό συνεχίζεται υπό άλλη μορφή. Χτίζει λοιπόν μια ταυτότητα «ως εάν». Εξού και πιάνεται από την Χριστίνα θεωρώντας την δυνατή, άξια. Μιλάει πάντοτε εξ ονόματός της. Την ακολουθεί πιστά.
Μετά το έγκλημα, σταδιακά διαφοροποιείται από την Χριστίνα. Δεν επικυρώνει την άποψη της Χριστίνας ως προς το πως έγινε το έγκλημα.
Ξεκόβει από την αδελφή της. Το διπλότυπο Χριστίνα πέφτει. Ξαναφτιάχνει τη ζωή της. Συνεχίζει την πορεία της.
[1] Lacan Jacques, « De la psychose paranoïaque dans ses rapports avec la personnalité », Paris, Seuil, 1975.
[2] «Κίνητρα του παρανοϊκού εγκλήματος: Το έγκλημα των αδελφών Παπέν», Τετράδια Ψυχιατρικής, Αθήνα, Ιούλιος, Αύγουστος, Σεπτέμβριος, 1988, μεταφ. Σκολίδης Βλάσης,
[3] Bedouet Isabelle, Le crime des sœurs Papin, Paris, Imago, 2016.
[4] Όλες οι αναφορές σε εισαγωγικά από τις καταθέσεις έχουν παρθεί από το βιβλίο της Isabelle Bedouet.
[5] Δες Le crime des sœurs Papin, σελ. 76.
[6] Lacan Jacques, Séminaire X, L’angoisse, Paris, Seuil, 2004, σελ. 259-295.
[7] Δες Le crime des sœurs Papin, σελ. 102-118.
[8] Δες Séminaire X, L’angoisse, σελ. 135-155.