Α. Εισαγωγικά
Οι ραγδαίες εξελίξεις που γνώρισε ο σύγχρονος κόσμος στον τομέα των επιχειρήσεων και της τεχνολογίας, είχε ως συνέπεια την δημιουργία ενός αντίστοιχου νομοθετικού πλαισίου για την ρύθμιση των σχέσεων και την προστασία των εννόμων αγαθών στον τομέα αυτό. Οι επιχειρήσεις ανέκαθεν διατηρούσαν απόρρητες πληροφορίες με στόχο να αποκτήσουν όσο το δυνατό ισχυρότερη θέση στην αγορά. Προκειμένου δε να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις της συγχρονης ελεύθερης αγοράς και του έντονου ανταγωνισμού οι πληροφορίες αυτές αποκτούν στις μέρες μας ιδιαίτερη αξία. Συχνά μάλιστα για την απόκτηση των ως άνω πληροφοριών καταβάλλονται σημαντικές δαπάνες και πνευματικοί κόποι ή επενδύονται σημαντικά ποσά. Σε χώρες με ιδιαίτερα ανεπτυγμένη οικονομία και βιομηχανία τα απόρρητα μιας επιχείρησης έχουν μεγάλη οικονομική αξία για την ίδια, καθώς προσδίδουν σ’ αυτήν αξιόλογο προβάδισμα έναντι των ανταγωνιστών της και αποτελούν σημαντική παράμετρο για την επιτυχία της. Γι’ αυτόν τον λόγο η επιχείρηση έχει συμφέρον να προστατεύσει τα απόρρητα αυτά για να μην περιέλθουν σε γνώση τρίτων.
Στις περισσότερες έννομες τάξεις ο νομοθέτης επιθυμώντας να προστατέψει τα “μυστικά” της επιχείρησης έχει θεσπίσει πέρα από αστική και ποινική προστασία. Τα τελευταία ιδίως χρόνια παρατηρείται σε πολλές έννομες τάξεις μία τάση ενίσχυσης της ποινικής προστασίας των επιχειρηματικών απορρήτων ακριβώς λόγω της μεγάλης αξίας των πληροφοριών αυτών. Στην ελληνική έννομη τάξη απεναντίας ισχύει ένας απαρχαιωμένος νόμος, ο οποίος παρέχει μεν σε αυτά ποινική και αστική προστασία, θεσπίστηκε όμως σε μία εποχή που τα επιχειρηματικά απόρρητα δεν είχαν την ίδια σημασία και αξία. Εάν μάλιστα ο νόμος αυτός αντιπαραβληθεί με την αντίστοιχη νομοθεσία άλλων εννόμων τάξεων, στις οποίες σημειώνεται έντονη επιχειρηματική δραστηριότητα, μπορεί να διαπιστωθεί όχι μόνο η αμελητέα ποινική προστασία που παρέχεται στην ελληνική έννομη τάξη όσον αφορά την προσβολή των επιχειρηματικών απορρήτων, αλλά και ότι αρκετές άξιες προστασίας περιπτώσεις μέχρι σήμερα δεν καλύπτονται καν από τον νόμο. Τίθεται επομένως το ερώτημα: πώς προστατεύονται τα επιχειρηματικά απόρρητα από αλλοδαπές έννομες τάξεις και κατά πόσο είναι αποτελεσματική η ποινική προστασία αυτών στην Ελλάδα;
Β. Επισκόπηση της προστασίας επιχειρηματικών απορρήτων σε επίπεδο Συγκριτικού Δικαίου
I. Η.Π.Α.
Σε μία χώρα όπου η επιχειρηματική δραστηριότητα αποτελεί ίσως τον σημαντικότερο παράγοντα για την ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας, οι επιχειρήσεις διαθέτουν απόρρητες πληροφορίες μεγάλης οικονομικής αξίας. Η υποκλοπή επιχειρηματικών απορρήτων υπήρξε και παραμένει συνεχής απειλή για την οικονομική ασφάλεια και την ανταγωνιστικότητα στις Η.Π.Α.[1]. Συχνά τα θύματα υποκλοπής επιχειρηματικών “μυστικών” ζητούν αποκατάσταση της ζημίας μέσω αστικών αξιώσεων[2]. Ωστόσο οι αστικές κυρώσεις δεν επαρκούν για την προστασία του ευρύτερου δημοσίου συμφέροντος και για την αποτροπή υποκλοπής των απορρήτων. Η ανησυχία για την αυξανόμενη απειλή υποκλοπής επιχειρηματικών μυστικών στις Η.Π.Α. κορυφώθηκε την δεκαετία του ‘90, ιδίως όσον αφορά την υποκλοπή απόρρητων πληροφοριών από ξένες επιχειρήσεις ή κυβερνήσεις. Ως συνέπεια αυτού, το Κογκρέσο ποινικοποίησε την υποκλοπή επιχειρηματικών μυστικών το έτος 1996[3].
Έτσι με τον νόμο “Economic Espionage Act” θεσπίστηκε ποινική ευθύνη για δυο είδη υποκλοπής επιχειρηματικών απορρήτων:
α) υποκλοπή προς όφελος ξένου φορέα (οικονομική κατασκοπεία) και
β) υποκλοπή με σκοπό το περιουσιακό όφελος (απλή υποκλοπή επιχειρηματικού απορρήτου).
Ωστόσο, μόλις πριν από μία τριετία (2016) ψηφίστηκε και νέος νόμος για την προστασία των επιχειρηματικών απορρήτων (“Defend Trade Secrets Act”)[4], στο πλαίσιο της προσπάθειας να διαμορφωθεί ένα ισχυρό προστατευτικό δίχτυ των απορρήτων των αμερικανικών επιχειρήσεων. Ο νόμος αυτός αποτελεί την πιο πρόσφατη εξέλιξη σχετικά με την προστασία των επιχειρηματικών απορρήτων στις Η.Π.Α. και επέφερε σημαντικές αλλαγές διευρύνοντας την ποινική προστασία και αυξάνοντας το ανώτατο όριο των απειλούμενων ποινών[5].
Έτσι σήμερα εξακολουθούν μεν ισχύουν τα δύο προαναφερθέντα αδικήματα σχετικά με την οικονομική κατασκοπεία και την υποκλοπή επιχειρηματικών απορρήτων υπό την εξής όμως διευρυμένη τους μορφή μορφή. Κατά το πρώτο αδίκημα[6] της οικονομικής κατασκοπείας τιμωρείται ο δράστης που υποκλέπτει επιχειρηματικά απόρρητα προς όφελος ξένης κυβέρνησης ή ξένης επιχείρησης. Κατά το δεύτερο[7] αδίκημα της υποκλοπής επιχειρηματικών απορρήτων τιμωρείται όποιος υποκλέπτει επιχειρηματικά απόρρητα με σκοπό να βλάψει εκείνον στον οποίο ανήκουν ή να ωφελήσει κάποιον άλλον. Τα φυσικά πρόσωπα αντιμετωπίζουν ποινή φυλάκισης έως 15 έτη για οικονομική κατασκοπεία και έως 10 χρόνια για υποκλοπή επιχειρηματικού απορρήτου. Τα φυσικά πρόσωπα μπορεί επίσης να τιμωρηθούν και στις δύο περιπτώσεις με χρηματική ποινή έως 5.000.000 δολάρια. Σοβαρές ποινικές κυρώσεις προβλέπονται και για τα νομικά πρόσωπα[8]. Για υποκλοπή επιχειρηματικού απορρήτου μπορεί να επιβληθεί χρηματική ποινή ύψους 5 εκατομμυρίων δολαρίων ή το τριπλάσιο της αξίας του υποκλαπέντος απορρήτου. Για την οικονομική κατασκοπεία, ανώτατο όριο χρηματικής ποινής είναι τα 10 εκατομμύρια δολάρια ή το τριπλάσιο της αξίας του επιχειρηματικού απορρήτου[9].
Μέχρι πρόσφατα, για την προστασία των επιχειρηματικών απορρήτων στην Γερμανία ίσχυαν κυρίως οι διατάξεις του γερμανικού νόμου περί αθέμιτου ανταγωνισμού[10]. Μόλις τον Απρίλιο του 2019 ψηφίστηκε ο νέος νόμος για την προστασία των επιχειρηματικών απορρήτων, ο οποίος ενσωμάτωσε την ευρωπαϊκή οδηγία 2016/943 και αποτέλεσε σημαντική καινοτομία για την προστασία των απορρήτων πληροφοριών των επιχειρήσεων τόσο σε επίπεδο αστικών αξιώσεων όσο και σε επίπεδο ποινικών κυρώσεων[11]. Όσον αφορά την ποινική προστασία, εισήχθη στην γερμανική έννομη τάξη μία νέα διάταξη σχετικά με την προσβολή των επιχειρηματικών απορρήτων[12].
ΙΙ. Γερμανία
Σύμφωνα με αυτήν, όποιος με σκοπό να αποκτήσει ο ίδιος ή τρίτος ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, από ιδιοτέλεια ή προς όφελος τρίτου ή με σκοπό να προκαλέσει ζημία στον ιδιοκτήτη μιας εταιρίας, α) αποκτά επιχειρηματικό απόρρητο έχοντας πρόσβαση χωρίς δικαίωμα σε έγγραφα, αντικείμενα, στοιχεία ή ήλεκτρονικά αρχεία του δικαιούχου του επιχειρηματικού απορρήτου, β) χρησιμοποιεί ή αποκαλύπτει το επιχειρηματικό απόρρητο που απέκτησε με τον ως άνω τρόπο, γ) εργάζεται ή παρέχει τις υπηρεσίες του σε μια εταιρεία και αποκαλύπτει επιχειρηματικό απόρρητο στο οποίο έχει πρόσβαση στο πλαίσιο της εργασιακής σχέσης, κατά τη διάρκεια της περιόδου που εργάζεται ή παρέχει τις υπηρεσίες του, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης μέχρι τρία έτη ή με χρηματική ποινή.
Με την ίδια ποινή τιμωρείται επίσης και όποιος, με σκοπό να αποκτήσει ο ίδιος ή τρίτος ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, από ιδιοτέλεια ή προς όφελος τρίτου ή με σκοπό να προκαλέσει ζημία στον ιδιοκτήτη μιας εταιρίας, χρησιμοποιεί ή αποκαλύπτει επιχειρηματικό απόρρητο το οποίο απέκτησε μέσω παράνομης πράξης τρίτου.
Επιπλέον, με ποινή μέχρι δύο ετών ή χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος από ιδιοτέλεια ή με σκοπό να αποκτήσει ο ίδιος ή τρίτος ανταγωνιστικό πλεονέκτημα χρησιμοποιεί ή αποκαλύπτει επιχειρηματικό απόρρητο που αποτελεί μυστικό έγγραφο ή κανονισμό τεχνικού χαρακτήρα που του έχει ανατεθεί κατά τις εμπορικές συναλλαγές.
Παράλληλα προβλέπεται ποινή φυλάκισης μέχρι πέντε έτη για όποιον τελεί τις παραπάνω πράξεις ενεργώντας στο πλαίσιο εμπορικής δραστηριότητας ή γνωρίζοντας ότι το επιχειρηματικό απόρρητο θα χρησιμοποιηθεί στο εξωτερικό, ή χρησιμοποιεί ο ίδιος το επιχειρηματικό απόρρητο.
Όσον αφορά τις νέες γερμανικές ποινικές διάταξεις παρατηρούνται οι εξής καινοτομίες: Πρώτον, καταργείται η διάκριση μεταξύ «επιχειρηματικών» και «βιομηχανικών» απορρήτων που γινόταν υπό το προϊσχύσαν καθεστώς και χρησιμοποιείται ενιαία ο όρος «επιχειρηματικά» απόρρητα, καθότι η ως άνω διάκριση κρίθηκε ότι δεν είχε πλέον πρακτική σημασία[13]. Δεύτερον, προβλέπεται αυθεντικός ορισμός των επιχειρηματικών απορρήτων και του δικαιούχου αυτών, κάτι που απουσιάζε στις παλαιότερες ποινικές διατάξεις με αποτέλεσμα να δημιουργείται ανασφάλεια δικαίου ως προς το τί και ποιος ακριβώς προστατεύεται[14]. Τρίτον, παύει να αποτελεί παράνομη πράξη μόνο η αποκάλυψη επιχειρηματικών απορρήτων από εργαζόμενο κατά την διάρκεια που εργάζεται ή προσφέρει τις υπηρεσίες του στην επιχείρηση. Απεναντίας, αποτελεί πλέον ποινικό αδίκημα (υπό τι προϋποθέσεις που ορίζονται στον νόμο) η υποκλοπή απορρήτων της επιχείρησης με παράνομη πρόσβαση σε έγγραφα και αρχεία αυτής καθώς και η χρήση αυτών από οποιονδήποτε και οποτεδήποτε[15].
ΙΙΙ. Προστασία σε άλλες έννομες τάξεις
Πολύ σύντομα κρίνεται σκόπιμο στο σημείο αυτό να αναφερθεί ότι τα επιχειρηματικά απόρρητα προστατεύονται με την απειλή σοβαρών ποινικών κυρώσεων και σε πολλές άλλες έννομες τάξεις.
Έτσι, στην Κίνα λ.χ., σύμφωνα με το άρθρο 219 του κινεζικού Ποινικού Κώδικα τιμωρείται η παράνομη απόκτηση, αποκάλυψη ή χρήση επιχειρηματικών απορρήτων με φυλάκιση έως πέντε έτη[16].
Στην Γαλλία, σύμφωνα με το άρθρο 152 του εργατικού κώδικα, τιμωρείται η αποκάλυψη ή η απόπειρα αποκάλυψης επιχειρηματικού απορρήτου από διευθυντή ή εργαζόμενο της επιχείρησης στην οποία αυτός απασχολείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και με χρηματική ποινή 30.000 ευρώ[17].
Στην Ισπανία προβλέπεται ποινή φυλάκισης μέχρι πέντε ετών και χρηματική ποινή για πράξεις που σχετίζονται με την παράνομη απόκτηση, χρήση και αποκάλυψη επιχειρηματικών απορρήτων[18].
Στην Ιταλία, τέλος, η παράνομη αποκάλυψη επιχειρηματικών απορρήτων τιμωρείται με ποινή φυλάκισης έως δύο έτη[19].
Γ. Η προστασία των επιχειρηματικών απορρήτων στην Ελλάδα - ζητήματα και αδυναμίες του Νόμου
Στην ελληνική έννομη τάξη το επιχειρηματικό απόρρητο προστατεύεται με τον ν. 146/1914 περί αθέμιτου ανταγωνισμού και συγκεκριμένα με τα άρθρα 16 - 18[20], στα οποία προβλέπονται κυρίως ποινικές κυρώσεις[21]. Στις διατάξεις αυτές τυποποιούνται τέσσερις αξιόποινές πράξεις: α) η παράνομη ανακοίνωση απορρήτου από εργαζόμενο κατά την διάρκεια της απασχόλησής του (άρθρο 16 εδ. α’), β) η παράνομη χρησιμοποίηση ή ανακοίνωση απορρήτου (άρθρο 16 εδ. β’), γ) η παράνομη ανακοίνωση εμπιστευμένων σχεδίων ή τεχνικών κανόνων (άρθρο 17) και δ) η επιχείρηση εξώθησης άλλου στην τέλεση των πράξεων που προβλέπονται στα άρθρα 16 εδ. α’ και 17 (απόπειρα ηθικής αυτουργίας, άρθρο 18)[22]. Εάν κανείς μελετήσει λίγο πιο προσεκτικά την ειδική υπόσταση των ως άνω εγκλημάτων εύλογα θα του γεννηθεί το ερώτημα κατά πόσο αντιμετωπίζονται οι σύγχρονες προσβολές των επιχειρηματικών απορρήτων με την παρεχόμενη με τον ως άνω νόμο ποινική προστασία; Πράγματι, δεν είναι λίγες οι αδυναμίες και κενά που διαπιστώνονται στις διατάξεις του νόμου αυτού. Συγκεκριμένα:
I. Ποιες περιπτώσεις υπάγονται στην έννοια του απορρήτου των άρθρων 16-18 ν.146/1914;
Κεντρικές έννοιες των εγκλημάτων των άρθρων 16-18 του ν.146/1914 αποτελούν τα εμπορικά και βιομηχανικά απόρρητα[23]. Λόγω του ότι δεν υφίσταται νομοθετικός ορισμός ως προς τις έννοιες αυτές, έχουν διατυπωθεί στην θεωρία τρεις απόψεις:
Α. Σύμφωνα με την θεωρία της βουλήσεως εμπορικό ή βιομηχανικό απόρρητο είναι κάθε γεγονός που σχετίζεται με μία επιχείρηση και που κατά τη βούληση του κυρίου της πρέπει να παραμείνει μυστικό[24].
Β. Σύμφωνα εξάλλου με την θεωρία του συμφέροντος είναι απαραίτητη η συνδρομή οικονομικού συμφέροντος για την διατήρηση της μυστικότητας[25].
Γ. Σύμφωνα τέλος με την συνδυαστική-μικτή άποψη απαιτείται τόσο το στοιχείο της βουλήσεως όσο και εκείνο του οικονομικού συμφέροντος[26].
Στην θεωρία και στην νομολογία γίνεται δεκτή ως ορθότερη η τρίτη θεωρία[27]. Έτσι ως επιχειρηματικό απόρρητο νοείται κάθε γεγονός που σχετίζεται με ορισμένη επιχείρηση, γνωστό μόνο σε στενά καθορισμένο κύκλο προσώπων υπόχρεων προς τήρηση μυστικότητας, το οποίο κατά την βούληση του κυρίου της επιχείρησης πρέπει να παραμείνει μυστικό λόγω της ύπαρξης δικαιολογημένου οικονομικού συμφέροντός του προς τήρηση της μυστικότητας[28].
Ένα ερώτημα που γεννάται είναι εάν στην ανωτέρω έννοια του επιχειρηματικού απορρήτου μπορούν να υπαχθούν εφευρέσεις και πνευματικά δημιουργήματα και άρα ααυτά να προστατευθούν με τις υπό εξέταση διατάξεις[29]. Εν προκειμένω γίνεται δεκτό ότι η έννοια του επιχειρηματικού απορρήτου είναι πολύ ευρύτερη από εκείνη της εφεύρεσης και του πνευματικού δημιουργήματος[30]. Πολλές φορές μία εφεύρεση ή ένα πνευματικό έργο δύναται να προστατευθεί ως επιχειρηματικό απόρρητο, εφόσον πληροί τις προϋποθέσεις που ο νόμος ορίζει. Έτσι στην έννοια των απορρήτων του ν. 146/1914 θα μπορούσε να υπαχθεί και να προστατευθεί κάθε μη δηλωθείσα εφεύρεση εφόσον παραμένει γνωστή σε κλειστό αριθμό προσώπων και ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης επιθυμεί και έχει οικονομικό συμφέρον να την κρατήσει μυστική[31]. Αντίστοιχα υπάρχουν πνευματικά έργα τα οποία δύνανται να προστατευθούν με τις διατάξεις του ν. 146/1914[32]. Ωστόσο λόγω ακριβώς της έλλειψης ενός νομθετικού ορισμού δεν είναι πάντα απολύτως σαφές πότε μία μυστική πληροφορία της επιχείρησης συνιστά εμπορικό ή βιομηχανικό απόρρητο.
Συγχρόνως καθίσταται δύσκολη η οριοθέτηση μεταξύ των προστατευόμενων από τον ν. 146/1914 επιχειρηματικών απορρήτων και των γνώσεων που αποκτά ένας εργαζόμενος κατά την διάρκεια της απασχόλησής του σε μία επιχείρηση και τις οποίες έχει δικαίωμα να αξιοποιήσει στην μετέπειτα επαγγελματική του πορεία[33]. Ο εργαζόμενος κατά την διάρκεια της επαγγελματικής του απασχόλησης αποκτά νέες γνώσεις τις οποίες δύναται να χρησιμοποιήσει μετά την λήξη της εργασιακής του σχέσης. Εκέινο όμως που δεν είναι απολύτως σαφές στο γράμμα του νόμου είναι πότε έχει δικαίωμα ο εργαζόμενος να εφαρμόσει τις γνώσεις που απέκτησε και πότε προβαίνει στην «χρήση» που προβλέπεται στο άρθρο 16 εδ. β΄ του ν. 146/1914 και τιμωρείται από αυτό.
Τέλος πρέπει να σημειωθεί ότι με τον νέο νόμο 4605/2019 με τον οποίο ενσωματώθηκε και στην ελληνική έννομη τάξη η ευρωπαϊκή οδηγία 2016/943, ορίστηκε η έννοια των εμπορικών (μόνο) απορρήτων ως οι πληροφορίες που δεν είναι ευρέως γνωστές, έχουν εμπορική αξία και ο κάτοχος των πληροφοριώνα αυτών έχει λάβει κατάλληλα μέτρα για την διαφύλαξη του απορρήτου χαρακτήρα τους[34]. Ο νομοθετικός αυτός ορισμός του εμπορικού απορρήτου φαίνεται να συμπίπτει σε μέγαλο βαθμό με τον ορισμό που δίνεται από την νομολογία στα επιχειρηματικά απόρρητα. Ως εκ τούτου, γεννάται εύλογα το ερώτημα εάν συμπίπτουν μεταξύ τους οι δύο έννοιες ή εάν η πρώτη είναι ευρύτερη της δεύτερης, κυρίως δε εάν έχει κάποια πρακτική σημασία η διάκριση μεταξύ επιχειρηματικών, εμπορικών και βιομηχανικών απορρήτων[35].
ΙΙ. Υποκειμενικός περιορισμός της προστασίας
Σύμφωνα με το άρθρο 16 εδ. α’ του ν. 146/1914 τιμωρείται όποιος ως υπάλληλος, εργάτης ή μαθητευόμενος σε εμπορικό ή βιομηχανικό κατάστημα ή επιχείρηση ανακοινώνει χωρίς δικαίωμα σε τρίτους απόρρητα. Αν και κατά την εφαρμογή της εν λόγω διάταξης η έννοια του υπαλλήλου εμηνεύεται με ευρύτητα[36], ένας μεγάλος κύκλος προσώπων παραμένει εν τούτοις ατιμώρητος, καθότι αναγκαία προϋπόθεση για την διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος είναι να τελείται αυτό από πρόσωπο που τελεί σε εξαρτημένη εργασιακή σχέση με την επιχείρηση. Για παράδειγμα αποκλείεται να τιμωρηθούν σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη υπάλληλοι άλλων επιχειρήσεων που προσωρινά εργάζονται στην επιχείρηση και προβαίνουν σε αποκάλυψη απορρήτων πληροφοριών. Το ίδιο ισχύει και για οποιονδήποτε τρίτο μη εργαζόμενο στην επιχείρηση, που χρησιμοποιεί ή αποκαλύτπει επιχειρηματικά απόρρητα. Ακόμη και η διάταξη του άρθρου 16 εδ. β’ του ίδιου νόμου, η οποία δεν θέτει ως προϋπόθεση να τελεί αυτός που χρησιμοποιεί ή ανακοινώνει το απόρρητο σε εργασιακή σχέση με την επιχείρηση, προϋποθέτει ότι έχει προηγηθεί παράνομη αποκάλυψη του άρθρου 16 εδ. α’ ή ότι το απόρρητο έχει αποκτηθεί με πράξη παράνομη ή αντίθετη στα χρηστά ήθη[37]. Ως εκ τούτου παραμένει ατιμώρητος ο τρίτος, μη εργαζόμενος, ο οποίος απέκτησε νόμιμα γνώση του απορρήτου και κάνει χρήση αυτού ή το αποκαλύπτει σε άλλους.
Αξιοσημείωτο είναι ότι ο νέος ν. 4605/2019 παρέχει αστική προστασία έναντι της παράνομης χρήσης ή αποκάλυψης του εμπορικού απορρήτου από οποιοδήποτε πρόσωπο, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στον νόμο[38]. Το γεγονός ότι η ποινική προστασία εξακολουθεί να παρέχεται μόνο έναντι της χρήσης ή αποκάλυψης από εργαζόμενο της επιχείρησης είναι ίσως προβληματικό.
ΙΙΙ. Χρονικός περιορισμός της προστασίας
Σύμφωνα με το άρθρο 16 εδ. α’ του ν. 146/1914 τιμωρείται όποιος ως υπάλληλος, εργάτης ή μαθητευόμενος σε εμπορικό ή βιομηχανικό κατάστημα ή επιχείρηση ανακοινώνει χωρίς δικαίωμα σε τρίτους απόρρητα του καταστήματος ή της επιχείρησης κατά το χρονικό διάστημα της υπηρεσίας του. Η εφαρμογή επομένως της συγκεκριμένης διάταξης προϋποθέτει ενεργή εργασιακή σχέση[39]. Συνεπώς τίθεται το ζήτημα της προστασίας των απορρήτων της επιχείρησης μετά την λήξη της εργασιακής σχέσης. Ποινική προστασία θα μπορούσε ενδεχομένως να επιτευχθεί μόνο με νομική βάση το άρθρο 16 εδ. β' του ν. 146/1914. Σύμφωνα όμως με αυτό θα πρέπει ο δράστης να εκμεταλλεύεται ή ανακοινώνει σε τρίτο απόρρητα της επιχείρησης η πρόσβαση στα οποία επιτεύχθηκε με πράξη αντιβαίνουσα στον νόμο ή στα χρηστά ήθη. Κατ’ αυτόν τον τρόπο μένει ατιμώρητος όποιος χρησιμοποιεί ή ανακοινώνει μετά την λήξη της εργασιακής σχέσης απόρρητα τις επιχείρησης των οποίων την γνώση απέκτησε νόμιμα και όχι ανήθικα, ακόμη κι εάν ενεργεί με σκοπό ανταγωνισμού ή βλάβης του κυρίου της επιχείρησης.
IV. Ο σκοπός ανταγωνισμού ως υποκειμενικό στοιχείο του αδίκου
Τόσο για την τέλεση των εγκλημάτων που περιγράφονται στο άρθρο 16 του ν. 146/1914 όσο και για την απόπειρα ηθικής αυτουργίας κατά το άρθρο 18 του ιδίου νόμου απαιτείται σκοπός ανταγωνισμού. Αποτέλεσμα αυτού είναι να μένει ατιμώρητος ο εργαζόμενος που χρησιμοποιεί ή ανακοινώνει σε τρίτο απόρρητα επιχειρήσεων χωρίς σκοπό ανταγωνισμού αλλά από ιδιοτέλεια ή με σκοπό να αποκομίσει αυτός ή τρίτος περιουσιακό όφελος. Το απόρρητο της επιχείρησης χρήζει όμως προστασίας από τον νόμο ακόμη και όταν δεν γίνεται αποκάλυψη ή χρήση αυτού με σκοπό ανταγωνισμού καθότι σε κάθε περίπτωση επέρχεται ζημία στον δικαιούχο[40]. Αξίζει να σημειωθεί ότι η ιδιομορφία αυτή παρατηρείται μόνο στην εν λόγω ελληνική διάταξη, με αποτέλεσμα να μην τιμωρείται εκείνος που αν και δεν έχει σκοπό ανταγωνισμού ή σκοπό βλάβης δρα προκειμένου να αποκομίσει ο ίδιος ή τρίτος όφελος[41].
V. Ποινή με ελάχιστη αποτρεπτική δύναμη
Αξιοσημείωτο είναι, τέλος, το γεγονός ότι η επαπειλούμενη ποινή για τα εγκλήματα των άρθρων 16-18 του ν. 146/1914 δεν υπερβαίνει την φυλάκιση έξι μηνών και την χρηματική ποινή των 8,80 ευρώ. Πρόκειται δηλαδή για μία μικρή τιμωρία σε σχέση με την αξία που ενδέχεται να έχουν τα απόρρητα της επιχείρησης. Επίσης είναι αμφισβητούμενο κατά πόσο δρα πράγματι αποτρεπτικά η απειλή μιας τόσο μικρής ποινής. Αν γίνει δε σύγκριση με την αντίστοιχη ποινή που απειλείται στο πλαίσιο άλλων εννόμων τάξεων, είναι αντιληπτό ότι η επαπειλούμενη ποινή στην ελληνική έννομη τάξη είναι πράγματι “ασθενική”[42].
Δ. Συμπέρασμα
Η ποινική προστασία των επιχειρηματικών απορρήτων είναι απαραίτητη όχι μόνο για την διαφύλαξη των εννόμων αγαθών του επιχειρηματία αλλά και για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Πρέπει να τονιστεί ότι η προστασία αυτή δεν μπορεί να στηριχθεί στα άρθρα 370 επ. του Ποινικού Κώδικα (ιδίως στις διατάξεις 370Β και 370Γ ΠΚ), καθότι στα άρθρα αυτά, αφενός μεν προστατεύονται κυρίως απόρρητα επικοινωνιών ή σχετικά με συστήματα ηλεκτρονικών υπολογιστών, αφετέρου δε τιμωρούνται μόνο πράξεις αθέμιτης και χωρίς δικαίωμα πρόσβασης στα συστήματα πληροφοριών. Απεναντίας, η χρήση ή αποκάλυψη απορρήτων από εργαζόμενους ή τρίτους που έχουν δικαίωμα να αποκτήσουν πρόσβαση στα απόρρητα με σκοπό να ανταγωνιστούν την επιχείρηση ή να αποκομίσουν περιουσιακό όφελος από την κοινοποίησή τους δεν μπορεί να υπαχθεί στις εν λόγω διατάξεις του ποινικού κώδικα. Έτσι, απομένει η προστασία με βάση τον ν. 146/1914, ο οποίος όμως αφήνει ατιμώρητη μία μεγάλη ομάδα πράξεων που δύνανται να πλήξουν τα επιχειρηματικά απόρρητα και να προκαλέσουν σοβαρή ζημία στην επιχείρηση. Τα άρθρα 16-18 του ως άνω νόμου είναι διατάξεις οι οποίες de lege ferenda χρήζουν αναθεώρησης λόγω της τεράστιας οικονομικής αξίας που ενσωματώνουν τα απόρρητα στις μέρες μας αλλά και προκειμένου να επιτευχθεί η ανάλογη ασφάλεια στην ελεύθερη αγοράς.
Μία πιθανή νομοθετική μεταρρύθμιση θα μπορούσε να περιλαμβάνει τις εξής αλλαγές:
α) Σαφής οριοθέτηση μεταξύ των γνώσεων και των εμπειριών που απέκτησε ο εργαζόμενος κατά την διάρκεια της απασχόλησής του στην επιχείρηση και τις οποίες μπορεί νομίμως να χρησιμοποιεί ακόμη και με σκοπό ανταγωνισμού από την μία πλευρά και των γνώσεων που «ανήκουν» στην επιχείρηση και άρα υπάγονται στην έννοια του επιχειρηματικού απορρήτου από την άλλη πλευρά[43].
β) Άρση του υποκειμενικού και του χρονικού περιορισμού που τίθεται σχετικά με την προστασία των απορρήτων. Αντίστοιχες διατάξεις άλλων εννόμων τάξεων (όπως των Η.Π.Α. ή η νέα διάταξη στην Γερμανία) προστατεύει τα εμπορικά απόρρητα επιχειρήσεων ανεξαρτήτως από ποιον προέρχεται η προσβολή ή πότε τελείται αυτή. Τα επιχειρηματικά απόρρητα χρήζουν πάντοτε προστασίας, εφόσον προκαλείται ζημία στον δικαιούχο[44].
γ) Κάλυψη της περίπτωσης που ο δράστης δρα από ιδιοτέλεια ή επιδιώκοντας κέρδος. Το επιχειρηματικό απόρρητο χρήζει προστασίας όχι μόνο όταν ο δράστης δρα με σκοπό ανταγωνισμού αλλά και όταν αποσκοπεί σε περιουσιακό όφελος του ιδίου ή τρίτου[45].
δ) Ποινή ανάλογη της προσβολής. Η προβλεπόμενη ποινή αντιστοιχεί σε μία χρονική περίοδο που τα επιχειρηματικά απόρρητα δεν είχαν την ίδια αξία που έχουν σήμερα[46]. Όπως και σε άλλες έννομες τάξεις, θα μπορούσε να προβλέπεται διακεκριμένη μορφή του εγκλήματος για την περίπτωση που προκαλείται μεγάλη ζημία στην επιχείρηση.
Η ποινική προστασία των επιχειρηματικών απορρήτων κρίνεται απαραίτητη ως δραστικότερη και αποτελεσματικότερη[47]. Το κρίσιμο οικονομικό αντίκρισμα των επιχειρηματικών απορρήτων και η κάλυψη των κενών του απαρχαιωμένου νόμου, δημιουργούν την ανάγκη νομοθετική μεταρρύθμιση της ποινικής προστασίας των υπό συζήτηση απορρήτων. Σε κάθε περίπτωση πάντως πρέπει να τονιστεί ότι οποιαδήποτε νομοθετική επέμβαση πρέπει να είναι σύμφωνη με τις αρχές που διέπουν το ποινικό δίκαιο[48]. Μία νομοθετική μεταρρύθμιση δεν θα πρέπει να οδηγήσει σε υπερβολική διεύρυνση των ορίων του αξιοποίνου ή σε απειλή ποινών που υπερβαίνουν το μέτρο της βαρύτητας του εγκλήματος ή που δεν είναι αναγκαίες.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Βλ. Kurt M. Saunders, Michelle Evans, A Reviw of State Criminal Trade Secret Theft Statutes, UCLA Journal of Law & Technology, 2017, Vol. 21, Issue 2, 1, διαθέσιμο σε: https://papers.ssrn.com/sol3/papers.cfm?abstract_id=3088294, και τον ίδιο, The Law and Ethics of Trade Secrets: A Case Study, California Western Law Review, 2006, Vol. 42, No. 2, Article 3, 216, διαθέσιμο σε: http://scholarlycommons.law.cwsl.edu/cwlr/vol42/iss2/3.
[2] Ενιαία βάση για τις αστικές αξιώσεις αποτελεί σήμερα για 40 πολιτείες των Η.Π.Α ο νόμος UTSA (Uniform Trade Secrets Act), διαθέσιμος σε: https://www.wipo.int/edocs/lexdocs/laws/en/us/us034en.pdf.
[3] Πρόκειται για τον νόμο περί οικονομικής κατασκοπείας (Economic Espionage Act), διαθέσιμο σε: https://wipolex.wipo.int/en/text/500490. Για επισκόπηση, βλ. Mark D. Seltzer, Angela A. Burns, Criminal Consequences of Trade Secret Misappropriation: Does The Economic Espionage Act Insulate Trade Secrets From Theft and Render Civil Remedies Obsolete?, Boston College Intellectual Property & Technology Forum, 1999. Βλ. επίσης Pamela B. Stuart, The Criminalization of Trade Secret Theft: The Economic Espionage Act of 1996, ILSA Journal of Int'l & Comparative Law, Vol. 4, 373, διαθέσιμο σε: https://core.ac.uk/download/pdf/51089415.pdf και Brian T. Yeh, Protection of Trade Secrets: Overview of Current Law and Legislation, Congressional Research Service, April 22, 2016, διαθέσιμο σε: https://fas.org/sgp/crs/secrecy/R43714.pdf.
[4] Το κείμενο διαθέσιμο σε: https://www.congress.gov/bill/114th-congress/senate-bill/1890/text.
[5] Οι αλλαγές που επέφερε ο νέος νόμος μπορούν να συνοψισθούν στα εξής σημεία: α) η έννοια του επιχειρηματικού απορρήτου ορίστηκε σαφώς στον νόμο, βλ. 18 U.S. Code § 1839 (3), β) το ανώτατο όριο χρηματικής ποινής που επιβάλλεται σε φυσικό πρόσωπο για οικονομική κατασκοπεία αυξήθηκε από 500.000 σε 5.000.000 $, ενώ το ανώτατο όριο χρηματική ποινής σε νομικό πρόσωπο για το ίδιο αδίκημα ανήλθε σε 10.000.000 $ ή στο τριπλάσιο της αξίας του επιχειρηματικού απορρήτου, βλ. 18 U.S. Code § 1831: Economic espionage, γ) το ανώτατο όριο χρηματικής ποινής για υποκλοπή απόρρητων πληροφοριών επιχείρησης ανέρχεται σε 5.000.000 $ ή στο τριπλάσιο της αξίας του απορρήτου, βλ. 18 U.S. Code § 1832: Theft of trade secrets, δ) το αδικήματα της οικονομικής κατασκοπείας και της υποκλοπής επιχειρηματικών απορρήτων κατατάσσονται πλέον στην κατηγορία του οργανωμένου εγκλήματος, βλ. 18 U.S. Code § 1961: Definitions: (1) “racketeering activity” means (B) any act which is indictable under any of the following provisions of title 18, United States Code: sections 1831 and 1832 (relating to economic espionage and theft of trade secrets). Τα συγκεκριμένα εγκλήματα ανήκουν στην κατηγορία του οργανωμένου εγκλήματος και επομένως υπάγονται στις διατάξεις του αμερικανικού ομοσπονδιακού νόμου RICO (Racketeer Influenced and Corrupt Organizations Act), κατά τον οποίο προβλέπονται εκτεταμένες ποινικές κυρώσεις.
[6] 18 U.S. Code § 1831: Economic espionage
[7] 18 U.S. Code § 1832: Theft of trade secrets
[8] Σημειώνεται απλώς ότι στο αμερικανικό ποινικό δίκαιο, ποινική ευθύνη μπορούν να φέρουν και τα νομικά πρόσωπα.
[9] Για περαιτέρω ανάλυση της ειδικής υπόστασης των εγκλημάτων, βλ. Charles Doyle, Stealing Trade Secrets and Economic Espionage: An Overview of the Economic Espionage Act, Congressional Research Service, August, 2016, διαθέσιμο σε: https://www.everycrsreport.com/files/20160819_R42681_65ee4b7ec9839135e376061797a92d147b567b60.pdf.
[10] Unlauterer Wettbewerb Gesetz (UWG) §§ 17, 18, 19
[11] Για μια ενδιαφέρουσα επισκόπηση των αλλαγών που επέφερε ο νέος νόμος βλ. Alev Gündoğdu και Sascha Hurst, Änderungen für den Schutz von Geschäftsgeheimnissen durch das GeschGehG – Eine Synopse, Kommunikation und Recht, Juli/August 2019, 451, διαθέσιμο σε: https://www.kallan-legal.de/media/pdf/KUR_07_08_19_Beitrag_Guendogdu_Hurst.pdf?m=1564583823&fbclid=IwAR1UUbaCiD6bcZ_-p4jsOiOkBZ132Oyh6qj4zGTlG_V3OCJxGylu0d3vlmk.
[12] Βλ. Gesetz zum Schutz von Geschäftsgeheimnissen (GeschGehG) § 23 Verletzung von Geschäftsgeheimnissen, διαθέσιμο σε: http://www.gesetze-im-internet.de/geschgehg/BJNR046610019.html
[13] Βλ. Αιτιολογική Έκθεση του νομοσεδίου, σελ. 41, διαθέσιμη σε: https://www.bmjv.de/SharedDocs/Gesetzgebungsverfahren/Dokumente/RegE_GeschGehG.pdf?__blob=publicationFile&v=1&fbclid=IwAR0pbkP5xPvicV_OPCy4X8b8pqOhAal7Zsrs10QhGuY8weDxwqNI50xoS-Q
[14] Σύμφωνα με το άρθρο 2 του νέου νόμου (GeschGehG § 2) επιχειρηματικό απόρρητο είναι η πληροφορία η οποία δεν είναι γενικά γνωστή ή άμεσα διαθέσιμη στους κύκλους που χειρίζονται γενικά τέτοιου είδους πληροφορίες και, ως εκ τούτου, έχει οικονομική αξία ενώ ο δικαιούχος της πληροφορίας αυτής έχει συμφέρον και έχει λάβει τα κατάλληλα μέσα για να διατηρηθεί απόρρητη. Επίσης δικαιούχος του επιχειρηματικού απορρήτου είναι το φυσικό ή το νομικό πρόσωπο που έχει τον νόμιμο έλεγχο επί του απορρήτου αυτού.
[15] Σύμφωνα με το παλαιό άρθρο 17 του γερμανικού νόμου περί αθέμιτου ανταγωισμού τιμωρείτο μόνο όποιος εργάζεται ή προσφέρει τις υπηρεσίες του σε επιχείρηση και αποκαλύπτει σε τρίτο εμπορικό ή βιομηχανικό απόρρητο της επιχείρησης, του οποίου έλαβε γνώση κατά την διάρκεια της απασχόλησής του.
[16] Για την προστασία των επιχειρηματικών απορρήτων στην έννομη τάξη της Κίνας βλ. Katie Feng, Trade Secrets Global Guide, 2018, 5 επ. διαθέσιμο σε: https://www.limegreenipnews.com/files/2018/06/Global-Trade-Secrets-Guide.pdf καθώς και το αρ. 219 του κινεζικού ποινικού νόμου στα Αγγλικά διαθέσιμο σε: https://www.ilo.org/dyn/natlex/docs/ELECTRONIC/5375/108071/F-78796243/CHN5375%20Eng3.pdf.
[17] Βλ. Code du travail, L 152 - 7, διαθέσιμο σε: https://www.legifrance.gouv.fr/affichCodeArticle.do?idArticle=LEGIARTI000006646587&cidTexte=LEGITEXT000006072050&dateTexte=20020101.
[18] Βλ. άρθρα 278-280 Ισπανικού ΠΚ, διαθέσιμο σε: https://www.boe.es/buscar/act.php?id=BOE-A-1995-25444
[19] Βλ. άρθρο 623 του Ιταλικού ΠΚ, διαθέσιμο σε: https://www.altalex.com/documents/codici-altalex/2014/10/30/codice-penale
[20] Εκτός από τις ως άνω διατάξεις που παρέχουν γενική ποινική προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου υπάρχουν και οι ειδικότερες διατάξεις των άρθρων 370Β και 370Γ ΠΚ οι οποίες αφορούν την προστασία συστημάτων πληροφοριών και απορρήτων που τηρούνται σε ψηφιακή μορφή ή προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών. Όμως η προστασία των εν λόγω άρθρων είναι πολύ πιο περιορισμένη σε σχέση με αυτην που παρέχεται από τον ν. 146/1914, βλ. και παρακάτω στο συμπέρασμα.
[21] Στα άρθρα 16-18 του ν.146/1914 παρέχεται πρωτίστως ποινική προστασία, αλλά προβλέπονται και αστικές κυρώσεις. Κατά τον Μυλωνόπουλο η ποινική προστασία είναι δραστικότερη και ταχύτερη, έχει μεγαλύτερη αποτρεπτική επίδραση απ’ ό,τι οι αστικές κυρώσεις και περιστέλλει την έκταση των αποδεικτικών δυσχερειών, βλ. Η ποινική προστασία του λογισμικού κατά το Ελληνικό Δίκαιο, ΠοινΧρ 1988, 4.
[22]Για μία ανάλυση των εγκλημάτων βλ. Δανιήλ σε Παύλου και Σάμιο, Ειδικοί Ποινικοί Νόμοι, Αθέμιτος Ανταγωνισμός, Αθήνα, 2012, σελ. 48 επ. καθώς και Μιχαλόπουλο σε Ρόκα, Αθέμιτος Ανταγωνισμός, Αθήνα, 1996, σελ. 403 επ. Προστατευόμενο έννομο αγαθό των εγκλημάτων αυτών είναι τα στενά οικονομικά συμφέροντα των ανταγωνιστών, ήτοι η περιουσία των ανταγωνιζόμενων εμπόρων. Η θεωρία κατατάσσει τα παραπάνω εγκλήματα κατά των εμπορικών και βιομηχανικών απορρήτων στα οικονομικά εγκλήματα και στα εγκλήματα κατά των προσωπικών εννόμων αγαθών.
[23] Εμπορικά απόρρητα αποτελούν τα απόρρητα εμπορικής φύσεως και οργάνωσης της επιχείρησης ενώ από την άλλη τα βιομηχανικά απόρρητα έχουν τεχνικό χαρακτήρα, αφορούν δηλαδή τεχνικές γνώσεις (βλ. και αρ. 21 § 1 περ. ε’ ν. 1733/87). Παραδείγματα εμπορικών απορρήτων είναι οι κατάλογοι πελατών, οι κατάλογοι πηγών προμήθειας, οι μέθοδοι κοστολόγησης και υπολογισμού ή διαμόρφωσης τιμών, σχέδια συγχώνευσης κ.α. Παραδείγματα βιομηχανικών απορρήτων είναι οι τεχνολογικές μέθοδοι, το «know how» (βλ. Κοτσίρη, οπ.π. σελ. 312, ιδίως την υπ. 380 καθώς και ΕφΑθ 6015/2000, ΕλλΔνη 2002, 1453, ΕφΑθ 7362/2003, ΕλλΔνη 2005, 1552), τεχνικοί τύποι, πρότυπα, σχέδια και υποδείγματα. Βλ. περαιτέρω Δανιήλ, οπ.π., σελ. 55 και Köhler, Bornkamm, οπ.π., σελ. 1543.
[24] Για την θεωρία της βουλήσεως βλ. Κωνσταντινίδη, Παρατηρήσεις στην ΠλημΧαλκιδ 5401/1989, ΠοινΧρ 1991, 929
[25] Για την θεωρία του συμφέροντος βλ. Κοτσίρη, Δίκαιο Ανταγωνισμού, Αθήνα, 2015, σελ. 312 και τις εκεί παραπομπές.
[26] Βλ. Μυλωνόπουλο, οπ.π., 23, και Δανιήλ, οπ.π., σελ. 53.
[27] Βλ. ΠΠρΘεσσαλ 1210/2016, ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΑθ 7440/1999, ΕΕμπΔ 2000, 573. Βλ. επίσης, Jänich, Lauterkeitsrecht, Jena, 2019, σελ. 286, Hellmann, Wirtschaftsstrafrecht, Stuttgart, 2018, σελ. 171, Wittig, Wirtschaftsstrafrecht, München, 2017, σελ. 611, Lettl, Wettbewerbsrecht, München, 2016, σελ. 387, Köhler, Bornkamm, οπ.π., σελ. 1542 επ., BGH NJW 1995, 2301, BGH GRUR 2003, 356, OLG Karlsruhe, NStZ-RR 2016, 258.
[28] Σκόπιμη κρίνεται στο σημείο αυτό η αναφορά σε δύο διεθνή κείμενα τα οποία συνέβαλαν καθοριστικά στον προσδιορισμό της έννοιας του επιχειρηματικού απορρήτου. Πρόκειται για την Διεθνή Σύμβαση TRIPS (διαθέσιμη σε: https://www.wto.org/english/docs_e/legal_e/27-trips.pdf), η οποία κυρώθηκε και ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τον ν. 2290/1995, και για την πρόσφατη Ευρωπαϊκή Οδηγία 2016/914 (διαθέσιμο σε: https://eur-lex.europa.eu/eli/reg_impl/2016/914/oj?locale=hu). Με την σύμβαση TRIPS γίνεται ειδική αναφορά (άρθρο 39) στην προστασία των επιχειρηματικών απορρήτων και θεσπίζεται η υποχρέωση των κρατών να διασφαλίσουν την αποτελεσματική προστασία αυτών. Παρά την σπουδαιότητα της συγκεκριμένης σύμβασης, αυτή δεν εφαρμόστηκε εντελώς από τα μέλη της καθώς ορισμένα δεν την αποδέχτηκαν καθόλου ενώ άλλα την αποδέχτηκαν υπό όρους. Για τον λόγο αυτό κρίθηκε αναγκαία η θέσπιση μίας ευρωπαϊκής οδηγίας που να αφορά την προστασία του εμπορικού απορρήτου σε κοινοτικό επίπεδο. Σύμφωνα δε με έρευνα που διενεργήθηκε το 2013 διαπιστώθηκε αύξηση των κρουσμάτων αθέμιτης χρήσης, οικειοποίησης ή αποκάλυψης των εμπορικών απορρήτων, Βλ. Study on Trade Secrets and Confidential Business Information in the Internal Market, Final Study, April 2013, σελ. 12 - 13, (διαθέσιμο σε: http://ec.europa.eu/DocsRoom/documents/14900). Αν και η οδηγία 2016/914 επιβάλει στα κράτη μέλη μόνο την πρόβλεψη αστικών κυρώσεων, η σημασία της ως άνω οδηγίας έγκειται στο ότι για πρώτη φορά υιοθετείται για όλα τα κράτη-μέλη ένας ενιαίος ορισμός της έννοιας του εμπορικού απορρήτου το οποίο χρήζει προστασίας. Έτσι μία πληροφορία νοείται ως εμπορικό απόρρητο εφόσον συγκεντρώνει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: α) είναι μυστική υπό την έννοια ότι είναι άγνωστη ή δύσκολα προσπελάσιμη, β) έχει ιδιαίτερη αξία και γ) ο κάτοχος της πληροφορίας αυτής λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα προστασίας της.
[29] Κατά τον Μυλωνόπουλο, οπ.π., οι ποινικές διατάξεις του ν. 146/1914 παρέχουν ευρύτερη προστασία από το δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας αφού δεν χρειάζεται να ερευνηθεί αν το απόρρητο αποτελεί προσωπική πνευματική δημιουργία και δεν απαιτείται ταυτότητα του χρησιμοποιούμενου έργου με αυτό που προσβάλλεται.
[30] Ωστόσο η έννοιες διακρίνονται σαφώς μεταξύ τους: για την διάκριση μεταξύ επιχειρηματικού απορρήτου και ευρεσιτεχνίας βλ. Ρόκα, Βιομηχανική Ιδιοκτησία, Αθήνα, 2016, σελ. 25, 35 και Ταλιαδούρο, Παραχώρηση τεχνογνωσίας στην κοινοτική έννομη τάξη του ανταγωνισμού, Αθήνα, 1987, σελ. 34. Για την διάκριση μεταξύ επιχειρηματικού απορρήτου και πνευματικού δημιουργήματος βλ. Παπαδοπούλου, Το επιχειρηματικό απόρρητο, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2007, σελ. 89 και τις εκεί παραπομπές.
[31] Βλ. Μιχαλόπουλο, οπ.π., σελ. 404 και Αργυριάδη, παρατηρήσεις σε ΜΠρΑθ 5921/74, ΝοΒ 22 (1974), 836 και 1017.
[32] Τα προγράμματα η/υ και οι βάσεις δεδομένων αποτελούν τα συνηθέστερα παραδείγματα επιχειρηματικών απορρήτων που απολαμβάνουν και της προστασίας του δικαίου πνευματικής ιδιοκτησίας, βλ. Μυλωνόπουλο, οπ.π., 22.
[33] Βλ. Μαρίνο, Αθέμιτος Ανταγωνισμός (ν. 146/1914), Αθήνα, 2015, σελ. 250 και Βασιλάκη, Πειρατεία προγραμμάτων και άρθρα 16-17 ν 146/1914, ΝοΒ 36 (1988), 1338.
[34] Βλ. Άρθρο 1 του ως άνω νόμου με το οποίο προστίθενται μετά το άρθρο 22 του ν. 1733/1987 τα άρθρα 22Α έως 22Κ.
[35] Σημειώνεται απλώς ότι στην Γερμανία, όπως τονίστηκε παραπάνω, με τον νέο νόμο για τα επιχειρηματικά απόρρητα έπαψε πλέον να υφίσταται η διάκριση μεταξύ επιχειρηματικών και βιομηχανικών απορρήτων ακριβώς διότι αυτή δεν υπηρετούσε κάποιο σκοπό.
[36] Στην υπό εξέταση διάταξη υπάγεται οποιοδήποτε πρόσωπο συνδέεται με την επιχείρηση και παρέχει τις υπηρεσίες του σε αυτή, βλ. Κοτσίρη, οπ.π., σελ. 113 Έτσι μπορεί να τιμωρηθεί τόσο η καθαρίστρια όσο και ο γενικός διευθυντής ή το μέλος του διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρείας, βλ. Μιχαλόπουλο, οπ.π., σελ. 407.
[37] Εκτός πεδίου εφαρμόγής των εν λόγω διατάξεων παραμένου οι κάτοχοι εταιρικών μεριδίων αλλά και όργανα ενός νομικού προσώπου που δεν υπόκεινται στο διευθυντικό δικαίωμα. Οποιαδήποτε τιμώρηση των προσώπων αυτών με βάση τις διατάξεις 16-18 του ν. 146/1914 θα συνιστούσε απαγορευμένη αναλογία, βλ. Μυλωνόπουλο, οπ.π., 24 αλλά και Κιάντο, Ορισμένες σκέψεις για την ανακοίνωση απορρήτου εκ μέρους του εργαζομένου, ΕπισκΕΔ 3-4/2016, σελ. 317επ.
[38] Βλ. άρθρο 22 Β του ν. 1733/1987 όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 του ν. 4605/2019.
[39] Βλ. Μιχαλόπουλο, οπ.π., σελ. 408. Βλ. Ακόμη Μυλωνόπουλο, οπ.π., 24 κατά τον οποίο η σχέση εργασίας κρίνεται νομικά και όχι de facto, ενώ μετά το πέρας αυτής παύει να πλέον να ισχύει το καθήκον σιωπής.
[40] Κατά τον Μυλωνόπουλο, οπ.π., 27, η υπερφόρτωση της ειδικής υπόστασης του εγκλήματος με υποκειμενικά στοιχεία του αδίκου δεν συμβάλλει στην λυσιτελή προστασία του απορρήτου και είναι περιττή.
[41] Κατά την αντίστοιχη γερμανική διάταξη η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος πληρούται πάντοτε αν ο δράστης ενεργεί με ιδιοτέλεια (”aus Eigennutz” κατά το άρθρο 17 του γερμανικού νόμου περί αθέμιτου ανταγωνισμού, § 17 UWG), δηλαδή με σκοπό το άμεσο ή έμμεσο υλικό ή μη όφελός του.
[42] Αυτόν ακριβώς τον χαρακτηρισμό χρησιμοποιεί και ο Μυλωνόπουλος, οπ.π., 22. Πρέπει από την άλλη να ληφθεί υπόψη ότι στην Ελλάδα δεν δραστηριοποιούνται επιχειρήσεις του ιδίου μεγέθους με επιχειρήσεις σε χώρες όπως οι Η.Π.Α. ή η Γερμανία. Θα μπορούσε επομένως να ισχυριστεί κανείς ότι τα απόρρητα των ελληνικών επιχειρήσεων δεν αποκτούν την ίδια αξία με εκείνα των επιχειρήσεων των ως άνω χωρών και πάντως ότι η απειλούμενη ποινή πρέπει να είναι μικρότερη. Κατά πόσο όμως ένας τέτοιος ισχυρισμός είναι πειστικός όταν οι πληροφορίες ανήκουν σε πολυεθνικές επιχειρήσεις με έδρα χώρες όπως οι Η.Π.Α. και η Γερμανία, οι οποίες δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα;
[43] Βλ. Βασιλάκη, οπ.π., η οποία προτείνει καθορισμό των δικαιωμάτων του εργαζομένου είτε άμεσα με την εισαγωγή στην διάταξη σχετικών ορίων είτε έμμεσα με σχετιχή αναφορά ότι π.χ. προστατεύονται τα απόρρητα που «καταχράται» ο εργαζόμενος κατά παράβαση συμβατικής υποχρέωσης. Βλ. επίσης Μιχαλόπουλο, οπ.π., σελ. 408, για τα όρια προστασίας του φορέα των απορρήτων.
[44]Βλ. Μαρίνο, οπ.π., σελ. 247, κατά τον οποίο οι διατάξεις των άρθρων 16-18 του ν. 146/1914 πρέπει οπωσδήποτε να αναθεωρηθούν και να προβλέψουν αυστηρότερη ρύθμιση η οποία θα ισχύει ενιαία όχι μόνο για τους εργαζομένους στην επιχείρηση αλλά και για κάθε μέλος εταιρίας ή διοικητή της ανεξάρτητα εταιρικής μορφής.
[45]Βλ. Μυλωνόπουλο, οπ.π., κατά τον οποίο η υπερφόρτωση της ειδικής υπόστασης με υποκειμενικά στοιχεία του αδίκου είναι περιττή διότι το απόρρητο χρήζει προστασίας πάντοτε. Βλ. επίσης την αντίστοιχη γερμανική διάταξη η οποία καλύπτει αυτήν την περίπτωση.
[46]Οι περισσότεροι συγγραφείς συμφωνούν με μία αυστηρότερη ρύθμιση σχετικά με την προστασία των επιχειρηματικών απορρήτων, βλ. αντί πολλών Μαρίνο, οπ.π., σελ. 247. Ο Μυλωνόπουλος όμως, οπ.π., 27, αν και χαρακτηρίζει την προβλεπόμενη ποινή ως «ασθενική», επισημαίνει ότι η διεθνώς παρατηρούμενη τάση ενίσχυσης της ποινικής προστασίας των απορρήτων δεν πρέπει να οδηγήσει τον νομοθέτη σε ποινικοποίηση μορφών προσβολής που δεν είναι κοινωνικά ανυπόφορες, συμβάλλοντας έτσι στην πρόκληση κινδύνου μονοπώλησης όχι του απορρήτου αλλά της ίδιας της πληροφορίας.
[47] Βλ. Μαρίνο, οπ.π., σελ. 244, κατά τον οποίο η αποτελεσματική προστασία των απορρήτων ενισχύει την ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα στην αγορά.
[48] Ιδίως σύμφωνη με τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, βλ. Μυλωνόπουλο, οπ.π., 27, αλλά και του ίδιου Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, Αθήνα, 2007, τ.1, σελ. 15, 13.