I. Εισαγωγή
Στις 28 Μαρτίου 2019 η ιταλική Γερουσία ενέκρινε οριστικά την –ήδη εγκριθείσα από την ιταλική Βουλή των Αντιπροσώπων– πρόταση νόμου περί «Τροποποιήσεων στον Ποινικό Κώδικα και άλλων διατάξεων σχετικά με τη νόμιμη άμυνα»[1]. Πρόκειται για την πρώτη νομοθετική τροποποίηση του άρθρου 52 ιταλΠΚ, που ρυθμίζει την άμυνα ως λόγο άρσης του αδίκου, μετά τη μεταρρύθμιση του ιταλικού δικαίου της άμυνας με τον νόμο 59 του 2006. Με τον νόμο 59/2006 θεσπίστηκε μία ειδική υποπερίπτωση νομίμου άμυνας, η λεγόμενη «άμυνα σε κατοικία» (difesa domiciliare), μέσω της προσθήκης στο άρθρο 52 ιταλΠΚ μιας δεύτερης και τρίτης παραγράφου. Κύρια νομοθετική στόχευση αποτέλεσε η διεύρυνση του δικαιώματος άμυνας και η αποσύνδεση της άσκησής του εντός κατοικίας[2] από τη ρήτρα αναλογικότητας, η οποία ρητώς προβλέπεται ως προϋπόθεση για την άρση του αδίκου στις περιπτώσεις της κοινής άμυνας του άρθρου 52 παρ. 1 ιταλΠΚ. Μέσο επίτευξης του εν λόγω νομοθετικού σκοπού ήταν η πρόβλεψη ενός πλάσματος δικαίου εντός της νέας παραγράφου 2. Συγκεκριμένα στο άρθρο 52 παρ. 2 ιταλΠΚ ορίστηκε ότι «στις περιπτώσεις του άρθρου 614 ιταλΠΚ (παραβίαση οικιακού ασύλου) υφίσταται η προβλεπόμενη στην παρ. 1 του παρόντος άρθρου σχέση αναλογίας (rapporto di proporzione) εάν οποιοσδήποτε νομίμως ευρισκόμενος σε έναν από τους προβλεπόμενους στο άρθρο 614 ΠΚ τόπους χρησιμοποιεί ένα νομίμως κτηθέν όπλο ή άλλο κατάλληλο μέσο για να υπερασπισθεί α) τη φυσική ακεραιότητα του ιδίου ή άλλου, β) δικά του αγαθά ή άλλου, όταν δεν συντρέχει περίπτωση υπαναχώρησης και υφίσταται κίνδυνος επίθεσης[3]. Η μεταρρύθμιση του 2006 αποτέλεσε αντικείμενο κριτικής από την ιταλική ποινική επιστήμη[4] και νομολογία. Κοινή συνισταμένη νομολογίας και επιστήμης ήταν η σχετικοποίηση των καινοτομιών της νέας ρύθμισης μέσω μίας σύμφωνης με το σύνταγμα ερμηνείας της[5]. Με το εσχάτως ψηθισθέν σχέδιο νόμου ο Ιταλός νομοθέτης προέβη σε ένα πρόσθετο βήμα, προβλέποντας πλέον ότι αφενός στις περιπτώσεις της παρ. 2 του άρθρου 52 ιταλΠΚ η σχέση αναλογίας υφίσταται πάντα, αφετέρου δημιουργώντας ένα καινοφανές και απόλυτο πλάσμα νομίμου άμυνας (και όχι απλώς αναλογίας) διά της εισαγωγής μίας νέας παραγράφου (4) στο άρθρο 52.
Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η ανάλυση και κριτική παρουσίαση του νέου ιταλικού νόμου περί άμυνας σε κατοικία. Πριν αναληφθεί το εν λόγω ερμηνευτικό εγχείρημα, θα επιχειρηθεί η ανάδειξη της προβληματικής της βασικής ρύθμισης του ν. 59/2006, επί της οποίας στηρίχθηκε ο νεοπαγής νόμος, καθώς και του τρόπου με τον οποίο η ρύθμιση αυτή παρέκκλινε από τις γενικές αρχές του δικαίου της άμυνας στο ιταλικό ποινικό δίκαιο.
II. Η κοινή άμυνα του άρθρου 52 παρ. 1 ΙΤΑΛΠΚ
Όπως προελέχθη εισαγωγικά, η νόμιμη άσκηση του δικαιώματος άμυνας στο ιταλικό Ποινικό δίκαιο εξαρτάται ρητώς, μεταξύ άλλων, από την αρχή της αναλογικότητας[6]. Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 52 παρ. 1 ιταλΠΚ το άδικο αίρεται στις περιπτώσεις αναγκαίας αμυντικής πράξης για την προστασία ενός δικαιώματος του αμυνόμενου ή τρίτου, κατά ενός παρόντος κινδύνου αδίκου επιθέσεως, υπό τον όρο ότι η άμυνα είναι ανάλογη της επίθεσης.
Η νόμιμη άμυνα περιστρέφεται γύρω από δύο πόλους: την άδικη επίθεση και τη νόμιμη αντίδραση[7]. Για την κατάφαση νόμιμης άμυνας απαιτείται έτσι: α) παρών κίνδυνος (pericolo attuale), ως τέτοιος νοείται ο αμέσως επικείμενος, ο αρξάμενος και συνεχιζόμενος (perdurante)[8], β) ο κίνδυνος να προέρχεται από άδικη (contra jure) επίθεση κατά οποιουδήποτε εννόμου αγαθού του καθ’ ού η επίθεση, γ) η αμυντική πράξη να είναι αναγκαία, υπό την έννοια ότι ο αμυνόμενος βρίσκεται ενώπιον του διλήμματος είτε να υποστεί την επίθεση είτε να αντεπιτεθεί, μη ευρισκόμενου στη διάθεσή του λιγότερο επαχθούς μέσου άμυνας από αυτό που χρησιμοποίησε[9] , δ) η stricto sensu αναλογικότητα μεταξύ άμυνας και επίθεσης, όταν δηλαδή η προκληθείσα στον επιτιθέμενο βλάβη είναι κατώτερη, ίση ή υποφερτώς (tollerabilmente) ανώτερη από εκείνη που απειλήθηκε κατά του καθ’ ού η επίθεση[10]. Η κρίση περί αναλογίας μεταξύ άμυνας και επίθεσης γίνεται ex ante και in concreto από τον δικαστή, με λήψη υπόψη όλων των αντικειμενικών δεδομένων της εκάστοτε περίστασης[11]. Ειδικότερα, σταθμίζονται τα συγκρουόμενα έννομα αγαθά, ενώ εξίσου εκτιμώνται τα χρησιμοποιηθέντα μέσα, ο βαθμός αδίκου της επίθεσης, ο τόπος και ο χρόνος της επίθεσης, ακόμα και τα φυσικά χαρακτηριστικά του επιτιθέμενου και του καθ’ ού η επίθεση[12]. Έτσι, επιτρέπεται μεν η πρόκληση σωματικής βλάβης για την προστασία της περιουσίας, όχι όμως η αφαίρεση ζωής για τον ίδιο σκοπό[13].
III. Η αρχική ρύθμιση του Ν. 59/2006
Α. Οι λόγοι της μεταρρύθμισης
Ο θεσμός της νόμιμης άμυνας στην Ιταλία είχε ανέκαθεν ως κεντρικό σημείο αναφοράς το κριτήριο της αναλογικότητας[14]. Το κριτήριο αυτό θεωρείται ότι παρέχει την απαραίτητη ευχέρεια στον δικαστή να εκτιμά εν συνόλω τις ιδιαίτερες περιστάσεις κάθε περίπτωσης[15]. Διαφορετικά υποστηρίζεται ότι η άμυνα θα μετατρεπόταν σε μία αδικαιολόγητη και ανήθικη επίθεση, ωμή έκφραση επιθετικότητας και ενστίκτου αυτοσυντήρησης[16]. Ωστόσο, η ποσοτική αύξηση και η ποιοτική κλιμάκωση βίαιων επιθέσεων που είδαν το φως της δημοσιότητας, λαμβάνουσες χώρα κυρίως σε κατοικίες και επαγγελματικούς χώρους, διάνοιξαν έναν κύκλο συζητήσεων και πολιτικών πρωτοβουλιών προς τον σκοπό της ενίσχυσης και επέκτασης του δικαιώματος αυτοπροστασίας του ατόμου[17]. Υπό την τάση αυτή, η δικαστική εφαρμογή του κριτηρίου της αναλογικότητας θεωρήθηκε ως ο δούρειος ίππος άδικων καταδικών των θυμάτων, προξενώντας την πεπλανημένη εντύπωση ότι η δικαστική αρχή διακατέχεται από ιδιαίτερη εύνοια προς τους δράστες επιθέσεων[18]. Ακόμη, το ενδεχόμενο χρονοβόρων ποινικών διαδικασιών και ο κίνδυνος πιθανής καταδίκης όσων άσκησαν το «νόμιμο» δικαίωμά τους να αμυνθούν, καλλιέργησαν την ανάγκη μεταβολής του συστήματος άμυνας και αποτέλεσαν το υπόβαθρο της μεταρρύθμισης του 2006.
Β. Τα χαρακτηριστικά της μεταρρύθμισης
Η βασική τομή της μεταρρύθμισης ήταν η πρόβλεψη ενός πλάσματος αναλογίας. Έτσι, στις περιπτώσεις απόκρουσης επιθέσεων, ακόμα και με χρήση πυροβόλου όπλου, εντός κατοικίας ή άλλου ιδιωτικού χώρου ή τόπου όπου ασκείται εμπορική, επαγγελματική ή επιχειρηματική δραστηριότητα και υπό την τήρηση των λοιπών κριτηρίων της παρ. 2 του άρθρου 52 ιταλΠΚ, η αμυντική πράξη θεωρείται άνευ ετέρου ανάλογη της επίθεσης.
Αρχικώς, τίθενται τρία γενικά κριτήρια για την εφαρμογή του νέου θεσμού, τα οποία αναλύονται ως εξής:
α) η συμπεριφορά του επιτιθέμενου θα πρέπει να πληροί την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της παραβίασης οικιακού ασύλου (614 ιταλΠΚ), δηλαδή ο δράστης θα πρέπει να έχει εισέλθει εντός κατοικίας ή άλλου κατοικούμενου ιδιωτικού χώρου (luogo di privata dimora)[19] ενάντια στη ρητή ή σιωπηρή βούληση του ιδιοκτήτη (ή άλλου δικαιούχου του χώρου)[20]⸱
β) αμυνόμενος επιτρέπεται να είναι μόνο πρόσωπο νομίμως ευρισκόμενο στους προαναφερθέντες χώρους. Νομίμως ευρισκόμενο θεωρείται εν γένει κάθε πρόσωπο το οποίο δεν έχει εισέλθει στον ιδιωτικό χώρο κατά παράβαση του άρθρου 614 ιταλΠΚ, δηλαδή κάθε πρόσωπο που διατηρεί δικαίωμα στην παρουσία του εντός του χώρου (π.χ. ιδιοκτήτης, μισθωτής κλπ) ή έχει τη συγκατάθεση του δικαιούχου (π.χ. επισκέπτης)[21]⸱
γ) το χρησιμοποιηθέν αμυντικό μέσο προς αποτροπή της επίθεσης θα πρέπει να είναι νομίμως κτηθέν. Το κριτήριο αυτό, μολονότι δεν ασκεί καμία επίδραση για την άρση του αδίκου στις περιπτώσεις της κοινής άμυνας της παραγράφου 1[22], ετέθη από τον νομοθέτη προκειμένου να αποτρέψει την αξιοποίηση των ευνοϊκών διατάξεων του νέου θεσμού από πρόσωπα που φέρουν παρανόμως οπλισμό[23].
Στο σημείο αυτό η ρύθμιση εισάγει περαιτέρω προϋποθέσεις με βάση το δικαίωμα που προστατεύεται διά της αμυντικής πράξης. Έτσι, α) εάν πρόκειται για τη διαφύλαξη της φυσικής ακεραιότητας (incolumità)[24], τότε αρκεί η συνδρομή των προαναφερθέντων γενικών κριτηρίων για την εφαρμογή του νέου θεσμού, β) εάν πρόκειται για την προστασία της περιουσίας[25], τότε θα πρέπει να πληρούνται δύο επιπρόσθετες προϋποθέσεις:
1. να μην συντρέχει περίπτωση υπαναχώρησης (άρθρο 56 παρ. 3 ιταλΠΚ) του δράστη της επίθεση, δηλαδή πρόκειται για την περίπτωση που αυτός που ο εισβάλει σε έναν ιδιωτικό χώρο, ακόμη κι αν ανακαλυφθεί, συνεχίζει την εγκληματική του δράση⸱
2. να υφίσταται κίνδυνος επίθεσης. Κατά την κρατούσα γνώμη, η οποία ανταποκρίνεται στη βούληση του ιστορικού νομοθέτη[26], δεν αρκεί ο κίνδυνος της επίθεσης να αφορά αποκλειστικά την περιουσία, αλλά θα πρέπει να συνοδεύεται από κίνδυνο ζωής ή υγείας κατά προσώπου. Κατά συνέπεια, δεν καλύπτονται περιπτώσεις απλής κλοπής αλλά μόνο ληστείας (628 ιταλΠΚ)[27].
Υπό την τήρηση των ανωτέρω προϋποθέσεων τεκμαίρεται η ύπαρξη αναλογίας μεταξύ άμυνας και επίθεσης. Ο νομοθέτης θέλησε έτσι τη διαμόρφωση μίας κατάστασης κατά την οποία ο δικαστής αποστερείται της ευχέρειας να σταθμίζει τα εκατέρωθεν έννομα αγαθά, να εξετάζει το αναγκαίο της χρήσης όπλου καθώς και να αξιολογεί εν γένει τα αντικειμενικά δεδομένα που χαρακτηρίζουν την επιθετική και την αμυντική ενέργεια[28].
Γ. Οι θέσεις της θεωρίας και η νομολογιακή «ακύρωση» της ρύθμισης
Πάρα την πρόθεση του νομοθέτη να δημιουργήσει έναν θεσμό άμυνας, απαλλαγμένο από τα «αυστηρά» κριτήρια της παρ. 1 του άρθρου 52, η εφαρμογή της νέας ρύθμισης στην πράξη διέψευσε τη νομοθετική στόχευση. Ήδη κατά την κρατούσα άποψη στη θεωρία, η νέα περίπτωση άμυνας σε κατοικία δεν αντικατέστησε την κοινή άμυνα της παρ. 1 αλλά συνιστά μία ειδική περίπτωση, για την εφαρμογή της οποίας απαιτείται η συνδρομή όλων των γενικών προϋποθέσεων (άδικη επίθεση, παρών κίνδυνος, αναγκαιότητα της αμυντικής πράξης)[29]. Απόκειται δηλαδή και πάλι στον δικαστή να εξακριβώσει εάν ο συγκεκριμένος τρόπος αντίδρασης του αμυνόμενου ήταν ο λιγότερο επαχθής και το επιλεγέν μέσο το ηπιότερο δυνατό μεταξύ εξίσου πρόσφορων μέσων. Ακόμη όμως και εάν πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις, το πλάσμα αναλογίας θεωρείται σχετικό και όχι απόλυτο. Σε περιπτώσεις δηλαδή καταφανούς δυσαναλογίας μεταξύ απειληθέντος και τρωθέντος εννόμου αγαθού, ο δικαστής δεν δεσμεύεται από το πλάσμα της παρ. 2 και δύναται να αχθεί σε διαφορετική κρίση. Κατά συνέπεια, είναι νοητή η εκ μέρους της εισαγγελική αρχής ανταπόδειξη της δυσαναλογίας μεταξύ άμυνας και επίθεσης[30].
Τις θέσεις της θεωρίας υιοθέτησε πλήρως το Ιταλικό Ακυρωτικό Δικαστήριο (Suprema Corte di Cassazione). Στην πρώτη απόφαση του επί του θέματος, το ανώτατο δικαστήριο αρνήθηκε μία άκριτη αποδοχή του πλάσματος αναλογίας, αξιώνοντας την εκτίμηση όλων των περιστάσεων της εκάστοτε περίπτωσης και πάντοτε υπό το πρίσμα της αναγκαιότητας[31]. Έτσι, ο πυροβολισμός του κλέπτη που αποχωρούσε με τα κλοπιμαία δεν θεωρήθηκε αναγκαίος, καθώς δεν υφίστατο πλέον κίνδυνος ζωής ή σωματικής ακεραιότητας. Με τη δεύτερη απόφασή του, το Ιταλικό Ακυρωτικό με εμφατική διατύπωση κατέστησε σαφές ότι «η απλή παραβίαση του οικιακού ασύλου δεν καθιστά επιτρεπτή οποιουδήποτε είδους αντίδραση κατά του δράστη της επίθεσης, ενώ σε κάθε περίπτωση απαιτείται κίνδυνος επίθεσης κατά της φυσικής ακεραιότητας για την εφαρμογή της παρ. 2 άρθρου 52»[32].
Την ίδια στάση τήρησε το Ακυρωτικό και στη συνέχεια με σειρά αποφάσεων του κρίνοντας ότι το πλάσμα δικαίου της παρ. 2 του άρθρου 52 δεν απαλλάσσει τον δικαστή από την υποχρέωση να εξακριβώσει την ύπαρξη όλων των υπόλοιπων κριτηρίων της νόμιμης άμυνας και κυρίως το αναγκαίο της χρήσης πυροβόλου όπλου καθώς και τον παρόντα κίνδυνο κατά της φυσικής ακεραιότητας[33]. Με την εμβληματική του απόφαση 28802/2014 το ανώτατο δικαστήριο εν τέλει «ακύρωσε» κατ’ ουσίαν τη νέα ρύθμιση, αποφαινόμενο ότι ακόμα και το τεκμήριο αναλογίας δεν δύναται να δικαιολογήσει την αφαίρεση (με χρήση νομίμως κτηθέντος όπλου) της ζωής του κλέπτη που προέβη σε διάρρηξη, εφόσον αντικείμενο της επίθεσης ήταν μόνο η περιουσία του αμυνόμενου[34].
Κατά τον τρόπο αυτό το ανώτατο δικαστήριο άφησε να εννοηθεί ότι είναι αδύνατη οποιαδήποτε απόκλιση από την αρχή της αναλογικότητας μεταξύ άμυνας και επίθεσης. Παρά την τεκμαιρόμενη σχέση αναλογίας, η αναγκαιότητα (έκφανση της αρχής της αναλογικότητας lato sensu) της αμυντικής πράξης, λειτούργησε για τη νομολογία ως προϋπόθεση in re ipsa της νόμιμης άμυνας και ως το ασφαλές κριτήριο αποτροπής δικαιολόγησης καταφανώς δυσανάλογων αμυντικών πράξεων. Συγχρόνως όμως, θεωρία και νομολογία κατέδειξαν τον περιττό χαρακτήρα του νεοπαγούς θεσμού[35]: η νέα ρύθμιση ήρθε να καλύψει περιπτώσεις που θα κρίνονταν δικαιολογημένες από το ήδη υπάρχον άρθρο 52 παρ. 1 ιταλΠΚ χωρίς να υφίσταται ανάγκη ουδενός πλάσματος αναλογίας. Για παράδειγμα η θανάτωση ήταν ήδη επιτρεπτή προς απόκρουση επίθεσης κατά της ζωής ή βαριάς προσβολής της υγείας, ενώ ήταν και παραμένει αδικαιολόγητη για την προστασία αμιγώς περιουσιακών αγαθών.
IV. Η μεταρρύθμιση του 2019
Όσα δεν κατάφερε να επιτύχει ο νομοθέτης το 2006 επιχείρησε να επαναφέρει το 2019, αυτή τη φορά με πιο απόλυτο τρόπο. Επιθυμώντας να παρακάμψει τις επισημάνσεις της επιστήμης και της νομολογίας, ο νομοθέτης επενέβη στην καρδιά του προβλήματος της ρύθμισης του 2006, δηλαδή στο πλάσμα αναλογίας, θεσπίζοντας συγχρόνως μια νέα περίπτωση πλασματικής νόμιμης άμυνας. Τις ρυθμίσεις αυτές συνόδεψε με την τροποποίηση του άρθρου 55 ιταλΠΚ περί αμελούς υπέρβασης των ορίων της άμυνας (eccesso colposo) καθώς και με επίταση των ποινών των εγκλημάτων που τελούνται εντός ιδιωτικού χώρου. Πιο συγκεκριμένα, οι κυριότερες προβλέψεις ποινικού χαρακτήρα του νέου νόμου είναι οι εξής:
α) Στην παρ. 2 του άρθρου 52 ιταλΠΚ εντάχθηκε το επίρρημα «πάντα» εντός της φράσης «υφίσταται η σχέση αναλογίας», ούτως ώστε το σχετικό, κατά θεωρία και νομολογία, πλάσμα αναλογίας της ρύθμισης του 2006 να καταστεί απόλυτο.
β) Δημιουργήθηκε εντός του άρθρου 52 η νέα παράγραφος 4 κατά την οποία «στις περιπτώσεις της δεύτερης (νόμιμη άμυνα σε κατοικία) και τρίτης (νόμιμη άμυνα σε χώρους όπου ασκείται εμπορική δραστηριότητα κλπ) παραγράφου, δρα πάντα σε καθεστώς νόμιμης άμυνας όποιος τελεί μία πράξη για να αποκρούσει εισβολή που έλαβε χώρα από ένα ή περισσότερα πρόσωπα με βία ή απειλή χρήσης όπλου ή άλλου μέσου φυσικού καταναγκασμού».
γ) Στο άρθρο 55 ιταλΠΚ προστέθηκε δεύτερη παράγραφος σύμφωνα με την οποία στις περιπτώσεις των παραγράφων 2, 3 και 4 του άρθρου 52 δεν καταλογίζεται η πράξη εάν αυτός που τέλεσε το έγκλημα για την προστασία της δικής του φυσικής ακεραιότητας ή άλλου ενήργησε, μεταξύ άλλων, σε καθεστώς σοβαρής ταραχής (grave turbamento), εκπηγάζουσας από την κατάσταση του παρόντος κινδύνου.
δ) Για το αδίκημα της παραβίασης οικιακού ασύλου (violazione di domicilio – 614 ιταλΠΚ) προβλέφθηκε νέο πλαίσιο ποινής φυλάκισης από 1 έτος έως 4 έτη (προηγουμένως: 6 μήνες έως 3 έτη), ενώ για τη διακεκριμένη περίπτωση της βίαιης παραβίασης οικιακού ασύλου (614 παρ. 4 ιταλΠΚ) το πλαίσιο ποινής διαμορφώθηκε σε φυλάκιση από 2 έως 7 έτη (προηγουμένως: από 1 έτος έως 5 έτη)[36]. Για το αδίκημα της κλοπής σε κατοικία (furto in abitazione) το νέο πλαίσιο ποινής διαμορφώθηκε σε φυλάκιση από 4 έως 7 έτη (προηγουμένως: από 3 έως 6 έτη), ενώ για τις διακεκριμένες περιπτώσεις το πλαίσιο ποινής ανήλθε σε φυλάκιση από 5 έως 10 έτη και χρηματική ποινή από 1000 έως 2000 ευρώ (προηγουμένως: από 4 έως 10 έτη και χρηματική ποινή από 927 έως 2000 ευρώ). Τέλος, το πλαίσιο ποινής αυξήθηκε και για την περίπτωση της ληστείας σε κατοικία (rapina nel domicilio – άρθρο 628 παρ. 3 περ. 3 bis) σε φυλάκιση από 7 έως 20 έτη και χρηματική ποινή από 2.000 έως 4.000 ευρώ (προηγουμένως: από 5 έως 20 έτη φυλάκισης και χρηματική ποινή από 1290 έως 3.000 ευρώ)
Ο νομοθέτης κινήθηκε έτσι προς διπλή κατεύθυνση: α) εξασφάλιση του ποινικώς ατιμώρητου για όποιον αμύνεται εντός ιδιωτικού χώρου, τόσο διά της ποιοτικής χαλάρωσης των κριτηρίων για την άρση του αδίκου όσο και διά της πρόβλεψης ενός υποκειμενικού λόγου συγγνώμης όπου η άρση του αδίκου δεν είναι εφικτή, β) πρόσδοση αυξημένης απαξίας σε εγκλήματα τελούμενα εντός ιδιωτικού χώρου.
Α. Κριτική αποτίμηση των νέων ρυθμίσεων
Αρχικά, μολονότι η πρόταξη του επιρρήματος «πάντα» (sempre) εντός της παραγράφου 2 υποδηλώνει την πρόθεση του νομοθέτη να εμποδίσει προκαταβολικά οποιαδήποτε αποκλίνουσα (στα πρότυπα της ρύθμισης του 2006) από τις νομοθετικές στοχεύσεις νομολογιακή ερμηνεία[37], εν τούτοις η συγκεκριμένη ρύθμιση ουδόλως επέδρασε επί των ισχύοντων κριτηρίων για την άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξης λόγω άμυνας. Η ύπαρξη παρόντος κινδύνου άδικης επίθεσης καθώς και το αναγκαίο της αμυντικής πράξης εξακολουθούν να αποτελούν απαραίτητες προϋποθέσεις, η κατάφαση των οποίων απόκειται στον δικαστή. Ειδικά μάλιστα για την υποπερίπτωση της άμυνας σε κατοικία, θα πρέπει να τίθενται σε κίνδυνο αποκλειστικά η ζωή ή η σωματική ακεραιότητα, όπως κατέστη σαφές και μετά τη ρύθμιση του 2006 από τη θεωρία και την επιστήμη, προκειμένου να λειτουργήσει η κατά πλάσμα αναλογία. Επ’ αυτού ο νομοθέτης δεν επενέβη. Κατ’ αποτέλεσμα, περιπτώσεις προσβολής αμιγώς περιουσιακών αγαθών εξακολουθούν να μην καλύπτονται. Ομοίως, η χρήση πυροβόλου όπλου (ακόμα και για την αποτροπή κινδύνου ζωής ή υγείας) δεν παύει να τελεί υπό δικαστικό έλεγχο εν σχέσει με τον αναγκαίο ή μη χαρακτήρα αυτής. Πέρα λοιπόν από μία σαφή δήλωση δυσπιστίας απέναντι στη δικαστική κρίση, η ρητή αναφορά ότι η σχέση αναλογίας τεκμαίρεται «πάντα», χωρίς ταυτόχρονη μεταβολή των περιπτώσεων στις οποίες το τεκμήριο λειτουργεί, αποστερεί από τη ρύθμιση οποιαδήποτε ουσιαστική αξία, διατηρώντας απλώς συμβολικό χαρακτήρα[38]. Η χρήση του επιρρήματος «πάντα» δεν ήταν παρά μία αχρείαστη νομοθετική τυποποίηση ενός πολιτικού σλόγκαν («la difesa è sempre legittima»)[39].
Πιο προβληματική εμφανίζεται η δεύτερη νομοθετική τροποποίηση με την οποία προβλέφθηκε μία πλασματική περίπτωση νόμιμης άμυνας. Η καινοτομία της ρύθμισης εντοπίζεται στο ότι από το πλάσμα δικαίου φαίνεται να καλύπτονται όλα τα γενικά κριτήρια για την κατάφαση νόμιμης άμυνας, μεταξύ των οποίων και η αρχή της αναγκαιότητας. Έτσι, φαινομενικά αρκεί οποιαδήποτε βίαιη εισβολή εντός ιδιωτικού χώρου προκειμένου να δικαιολογήσει κάθε είδους «αμυντική» αντίδραση. Μολονότι η εισβολή συνιστά επίθεση, για την απόκρουση της οποίας χωρεί προφανώς άμυνα, εν τούτοις το δικαιολογημένο αυτής θα κρίνονταν, εν απουσία της νέας παρ. 4, κατά τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 52 και συνεπώς θα ήταν απαραίτητη η τήρηση του αναγκαίου μέτρου. Μάλιστα, του νόμου μη διακρίνοντος, αρκεί η εισβολή να τελείται με βία κατά πραγμάτων για να τεθεί σε εφαρμογή η νέα παράγραφος 4[40]. Για παράδειγμα, ο Α προκειμένου να αφαιρέσει και να ιδιοποιηθεί παράνομα φρούτα από την αγροτική κατοικία του Β καταστρέφει τη μεταλλική πόρτα του αγροκτήματος. Ο Β που τον αντιλαμβάνεται από μακριά δύναται να τον πυροβολήσει, ακόμη και να τον θανατώσει, θεωρούμενη η πράξη του κατά πλάσμα δικαίου αναγκαία και ανάλογη της επίθεσης. Ο κρίνων δικαστής θα πρέπει να περιοριστεί στην αντικειμενική διαπίστωση του βίαιου χαρακτήρα της εισβολής και της επακολουθήσασας απόκρουσής της, χωρίς να ελέγξει εάν υπήρχαν λιγότερο επαχθείς τρόποι αντίδρασης. Tertium non datur.
Η αλλαγή παραδείγματος καθίσταται προφανής: η άμυνα εντός κατοικούμενου ιδιωτικού χώρου μετατρέπεται πλέον σε υπεράσπιση αυτού και μόνο του χώρου. Το δικαιολογημένο της αμυντικής αντίδρασης εξαρτάται αποκλειστικά από τον τόπο που αυτή ασκείται. Υιοθετώντας ο Ιταλός νομοθέτης το πρόταγμα της αναπτυχθείσας στις ΗΠΑ θεωρίας του κάστρου (castle doctrine) εκλαμβάνει την παραβίαση του οικιακού ασύλου ως δικαιολογούσα per se οποιαδήποτε αντίδραση κατά του εισβολέα[41].
Αμφίβολη αναδεικνύεται ωστόσο η συνταγματικότητα των απόλυτων πλασμάτων δικαίου που θέσπισε ο νομοθέτης. Αρχικά διότι με τον τρόπο αυτό ρυθμίζει με όμοιο τρόπο παντελώς ανόμοιες περιπτώσεις, δηλαδή αναγκαίες και in concreto ανάλογες αμυντικές πράξεις με εντελώς δυσανάλογες, παραβιάζοντας την αρχή της ισότητας (principio di uguaglianza, άρθρο 3 ιταλΣ)[42]. Κατά κύριο όμως λόγο η κατά πλάσμα δικαίου αδιακρίτως δικαιολογημένη «αμυντική» αντίδραση (ακόμη και η θανάσιμη βία) δύναται να ανατρέψει την ιεραρχία των συνταγματικώς προστατευόμενων εννόμων αγαθών[43]. Το δικαίωμα της ζωής υφίσταται και για τον παράνομο εισβολέα σε κατοικία, η προσβολή του οποίου είναι δικαιολογημένη μόνο εφόσον κρίνεται αναγκαία. Η οξύτατη απόκρουση ήσσονος σημασίας προσβολών, με θυσία ακόμη και της ζωής, διαταράσσει εν τέλει την έννομη τάξη βαθύτερα από την ίδια την επίθεση και νοθεύει την άμυνα ως θεσμό του ποινικού δικαίου, καθώς παύει πια να εξυπηρετείται η αρχή του υπέρτερου συμφέροντος[44]. Το κράτος που παρωθεί τους πολίτες του σε κατάχρηση δικαιώματος δεν είναι κράτος δικαίου όπως ακριβώς δεν είναι το κράτος «που δεν παρέχει στους πολίτες του δικαίωμα να υπερασπίζονται τον εαυτό τους από άδικες επιθέσεις»[45].
Αντιθέτως, προς την ορθή κατεύθυνση βαίνει η τροποποίηση του άρθρου 55 ιταλΠΚ που ρυθμίζει τις περιπτώσεις υπέρβασης των ορίων της άμυνας. Καταρχάς πρέπει να λεχθεί ότι στο ιταλικό ποινικό δίκαιο δεν προβλέπεται περίπτωση δόλιας υπέρβασης των ορίων της άμυνας που να άγει σε ελαττωμένη ποινή του δράστη. Η εκ δόλου υπέρβαση καθιστά τον αμυνόμενο ποινικώς υπεύθυνο για το –πλήρες– οικείο εκ δόλου αδίκημα[46]. Η μοναδική ρυθμιζόμενη περίπτωση εντός του άρθρου 55 είναι η εξ αμελείας (colposamente) υπέρβαση. Βασική προϋπόθεση για την εφαρμογή του άρθρου 55 είναι η ύπαρξη κατάστασης άμυνας, διαφορετικά πρόκειται για νομιζόμενη άμυνα (difesa putativa), για την οποία εφαρμόζεται το άρθρο 59 παρ. 4 ιταλΠΚ[47]. Η υπέρβαση των ορίων της άμυνας δύναται να προκύψει είτε λόγω εσφαλμένης εκτίμησης (errore di valutazione) της κατάστασης από τον αμυνόμενο (π.χ. κίνδυνος κατά της περιουσίας εκλαμβάνεται ως κίνδυνος κατά της ζωής) είτε κατόπιν ορθής μεν αξιολόγησης αλλά λόγω ενός σφάλματος κατά την εκτέλεση (errore nell’ esecuzione) της αμυντικής πράξης (π.χ. ο δράστης θέλει να πυροβολήσει στον αέρα προς εκφοβισμό αλλά το όπλο εκπυρσοκροτεί και ο επιτιθέμενος σκοτώνεται)[48].
Ειδική πρόβλεψη αποκλεισμού του καταλογισμού του υπερβαίνοντος τα όρια δεν προβλεπόταν μέχρι πρότινος. Με τη νέα παράγραφο 2 στο άρθρο 55 θεσπίζεται μία περίπτωση αποκλεισμού του άλλως δύνασθαι πράττειν του αμυνόμενου (αποκλειστικά για τις περιπτώσεις επιθέσεων εντός κατοικούμενου χώρου) λόγω έντονης ψυχικής πίεσης, ομοιάζουσα με την παρ. 33 του γερμΠΚ (Überschreitung der Notwehr) και το άρθρο 23 εδ. β' (Υπέρβαση της άμυνας) του ημεδαπού ΠΚ. Εκ της αναφοράς του νομοθέτη σε ταραχή (turbamento), θεωρείται ότι εδώ εντάσσονται μόνο οι ασθενικές αψιθυμίες (φόβος, πανικός, ντροπή κλπ)[49]. Η ταραχή του αμυνόμενου θα πρέπει να είναι σοβαρή (grave), δηλαδή η ικανότητά του να αντιληφθεί και να επεξεργαστεί ορθά την κατάσταση θα πρέπει να έχει μειωθεί σημαντικά, καθιστώντας μία ηπιότερη αντίδραση αδύνατη[50]. Η ταραχή πρέπει να προκύπτει από την κατάσταση του παρόντος κινδύνου και να αποτελεί την κύρια αιτία για την υπέρβαση των ορίων της άμυνας.
Η ρύθμιση κρίνεται καταρχήν ορθή, καθώς είναι πράγματι πιθανό στο θύμα άδικης επίθεσης να προκληθεί ψυχική αναταραχή τέτοιου βαθμού που να μην καθιστά εφικτή την εκ μέρους του ακριβή αξιολόγηση του κινδύνου και την τήρηση του αναγκαίου μέτρου (Adgreditus non habet staderam in manu). Άλλωστε, πολλές φορές η αποτελεσματικότητα της αμυντικής αντίδρασης εξαρτάται από την ταχύτητα με την οποία πραγματοποιείται (speed is everything)[51]. Ωστόσο, ο περιορισμός της νέας πρόβλεψης αποκλειστικά στις περιπτώσεις επιθέσεων εντός κατοικίας δύναται να προξενήσει αξιολογικές αντινομίες. Έντονη ψυχική πίεση μπορεί να προκληθεί σε όλες τις περιπτώσεις επιθέσεων. Κατ’ αποτέλεσμα, ο αμυνόμενος π.χ. κατά βαρείας επίθεσης εκτός κατοικίας (λ.χ. σε ένα σκοτεινό δρόμο ή σε μέσο μεταφοράς κ.α.), από την οποία του προξενήθηκε έντονος φόβος, κρίνεται δυσμενέστερα από τον αποκρούοντα επίθεση (ακόμη και ήσσονος σημασίας) εντός κατοικίας, παρά το γεγονός ότι η ψυχική επιβάρυνση του δρώντος καταφάσκεται και στις δύο περιπτώσεις. Σκόπιμη κρίνεται ακόμη η επέκταση του άρθρου 55 και στις περιπτώσεις εκ δόλου υπερβάσεων των ορίων της άμυνας, λόγω του προφανώς μειωμένου αδίκου που συνεπάγεται η αμυντική κατάσταση. Δέον όπως τονισθεί τέλος η παραδοξότητα της πρόβλεψης ενός λόγου αποκλεισμού του καταλογισμού μαζί με τα απόλυτα τεκμήρια των παραγράφων 2 και 4 άρθρου 52 ιταλΠΚ. Ειδικότερα, εφόσον ο νομοθέτης θέλησε την εισαγωγή «απόλυτων» τεκμηρίων αναλογίας και νομίμου άμυνας προς απόκρουση επιθέσεων εντός κατοικίας, υπέρβαση των ορίων στις αντίστοιχες περιπτώσεις δεν θα μπορούσε να νοηθεί, αφού κατά πλάσμα δικαίου ο αμυνόμενος θα θεωρείται πάντα κείμενος εντός των ορίων[52]!
V. Ορισμένες επιλογικές παρατηρήσεις
Ως θεσμός του ποινικού δικαίου η άμυνα έχει υποστεί και παρ’ ημίν επαρκή θεωρητική και νομολογιακή επεξεργασία. Κατά την κρατούσα γνώμη, σαφώς επηρεασμένη από την εξίσου κρατούσα στη Γερμανία άποψη, δεν απαιτείται καταρχήν αναλογία μεταξύ προσβαλλόμενου και σωζόμενου εννόμου αγαθού[53]. Πλην των ακραίων περιπτώσεων αφόρητης δυσαναλογίας μεταξύ απειλούμενης και προκληθείσας βλάβης, η αμυντική πράξη αρκεί να είναι αναγκαία, δηλαδή πρόσφορη προς απόκρουση της επίθεσης και η λιγότερο επαχθής μεταξύ πλειόνων εξίσου αποτελεσματικών αμυντικών πράξεων[54]. Το αναγκαίο μέτρο της άμυνας προσδιορίζει ο νομοθέτης στην παρ. 3 του άρθρου 22 ΠΚ, σύμφωνα με την οποία «το αναγκαίο μέτρο κρίνεται από το βαθμό επικινδυνότητας της επίθεσης, από το είδος της βλάβης που απειλούσε, από τον τρόπο και ένταση της επίθεσης και τις λοιπές περιστάσεις». Η αξιολόγηση του αναγκαίου μέτρου γίνεται αντικειμενικά από τον δικαστή με βάσει τα δεδομένα που ήταν γνωστά στον αμυνόμενο (ή όφειλαν και μπορούσαν να είναι γνωστά), στο πλαίσιο μίας αντικειμενικής εκ των υστέρων πρόγνωσης[55].
Στο άρθρο 372 του νέου ΠΚ προβλέπεται ότι εάν η πράξη κλοπής τελέστηκε με διάρρηξη, τότε τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή[56]. Η κλοπή με διάρρηξη (σε κατοικία ή μη) ανάγεται έτσι σε διακεκριμένη παραλλαγή του βασικού εγκλήματος της κλοπής. Επίταση της ποινής του εγκλήματος της κλοπής λόγω διαρρήξεως προβλέπεται σε πολλές αλλοδαπές νομοθεσίες, όπως π.χ. στο άρθρο 243 γερμΠΚ (Besonders schwerer Fall des Diebstahls), στο άρθρο 129 αυστρΠΚ (Diebstahl durch Einbruch oder mit Waffen), στο άρθρο 624 ιταλΠΚ.
Με την πρόβλεψη αυτή ο νομοθέτης προσδίδει στην κλοπή, όταν τελείται με διάρρηξη, βαρύτερη απαξία, επιβαρύνοντας συγχρόνως και το ουσιαστικό άδικο που εμπεριέχεται σε αυτή. Η επίταση αυτή της ποινής θα επιδράσει και στο πεδίο της άμυνας καθώς αποτελεί δείκτη του αυξημένου αδίκου της επίθεσης που έχει να αντιμετωπίσει ο αμυνόμενος. Το βεβαρημένο άδικο θα ληφθεί υπόψη κατά την εκτίμηση του αναγκαίου μέτρου της άμυνας, διότι η κλοπή διά διαρρήξεως εκφράζει, κατά τις αξιολογήσεις πλέον του νομοθέτη, βαρύτερη κοινωνική βλαπτικότητα συγκριτικά με τη βασική ή μία προνομιούχο κλοπή. Ο λόγος είναι ότι εκτός από το έννομο αγαθό της περιουσίας με την επίθεση συμπροσβάλλεται και το άσυλο της κατοικίας. Συνεπώς η αναγκαία απόκρουση τοιαύτης επίθεσης (και πάντοτε υπό τις περιστάσεις της εκάστοτε περίπτωσης) δύναται να αποβεί επαχθέστερη για τα έννομα αγαθά του επιτιθέμενου.
Καταλήγοντας, η αλλαγή παραδείγματος που θέλησε να εισαγάγει ο ιταλός νομοθέτης πρέπει να απορριφθεί και να χρησιμεύσει μόνο προς την αντίθετη κατεύθυνση. Και αυτό διότι η άμυνα δεν ανήκει σε χώρο ελεύθερο του δικαίου (Rechtsfreier Raum - Spazio libero dal diritto). Ούτε συνιστά αυτοσκοπό η διά της αμύνης αυτοπραγμάτωση[57]. Η άμυνα αποτελεί δικαίωμα, συγκαταλεγόμενο ίσως μεταξύ των ιεροτέρων. Ωστόσο, δεν ασκείται απεριόριστα, αλλά εντός των κανόνων που το δίκαιο θέτει και με σεβασμό των αξιών που η συνταγματική τάξη προστατεύει. Το παράδειγμα του ιταλού νομοθέτη ήταν ένα διαυγές δείγμα λαϊκίστικης ποινικής νομοθέτησης προς τον σκοπό δημαγωγικής αξιοποίησης μίας ευρέως εκφραζόμενης στην κοινή γνώμη ανάγκης για περισσότερη ασφάλεια. Η χρησιμοποίηση όμως του ποινικού δικαίου κατά τον τρόπο αυτό διαταράσσει μακροπρόθεσμα το αίσθημα δικαίου περισσότερο απ’ ότι το ωφελεί[58]. Το μόνο βέβαιο αποτέλεσμα είναι η τρώση του κράτους δικαίου[59]
* Est modus in rebus: sunt certi denique fines, quos ultra citraque.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Στις 26.04.2019 ο Ιταλός Πρόεδρος της Δημοκρατίας υπέγραψε τον νόμο, ενώ τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές αναμένεται η τυπική δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
[2] Καθώς και στους εξομοιούμενους με αυτήν κλειστούς χώρους όπου ασκείται εμπορική, επαγγελματική ή επιχειρηματική δραστηριότητα (άρθρο 52 παρ. 3 ιταλΠΚ).
[3] Ρύθμιση προβλέπουσα πλάσμα αναλογίας σε παρεμφερείς περιπτώσεις απαντά και στο άρθρο 122-6 του γαλλΠΚ.
[4] Mantovani, Legittima difesa comune e legittima difesa speciale, σε: Riv. It. Dir. Proc. Pen, 2006, σ. 432 επ.⸱ Semeraro, Riflessioni sulla riforma della legittima difesa, σε: Cass. Pen., 2006, σ. 843 επ.⸱ Flora, Brevi riflessioni sulla recente modifica dell’ art. 52 c. P.: il messaggio mass mediatico e il ‘’vero’’ significato della norma, σε Riv. It. Dir. Pro. Pen., 2006, σ. 460 επ.
[5] Diamanti, Il diritto incerto. Legittima difesa e conflitto di beni giuridici, σε Riv. It. Dir. Pr. Pen. 2016, σ. 1386.
[6] Η αρχή της αναλογικότητας εντός της νομίμου άμυνας κατοχυρώνεται και σε άλλες έννομες τάξεις, π.χ. στο άρθρο 112-5 γαλλΠΚ, στο άρθρο 15 ελβΠΚ, στο άρθρο 3 παρ. 1 αυστρΠΚ. Αντιθέτως, ελλείπει από το άρθρο 32 γερμΠΚ και ως γνωστόν από το άρθρο 22 του ημεδαπού ΠΚ.
[7] Mantovani, Diritto Penale, Parte Generale, 2011, σ. 256⸱ Antolisei, Manuale di Diritto Penale, 2003, σ. 300⸱ Leone, Elementi di Diritto e Procedura Penale, 1966, σ. 92.
[8] Ο κίνδυνος θεωρείται παρών και μετά την τέλεση του εγκλήματος μέχρι την ουσιαστική αποπεράτωση αυτού, εφόσον οι βλαπτικές για το θύμα συνέπειες δύνανται να ανατραπούν άμεσα μέσω της αμυντικής πράξης, βλ. Musco/Fiandaca, Diritto Penale, Parte Generale, 1995, σ. 246.
[9] Garofoli, Manuale di Diritto Penale, Parte Generale, 2012, σ. 716.
[10] Mantovani, Diritto Penale, ό.π. σ. 262.
[11] Cass. Pen., 12.10.2016, n. 49615, Cass. Pen., 21.03.2013, n. 13370, Cass. Pen. 23.11.2004, n. 45407 http://www.italgiure.giustizia.it⸱ Cascini, Legittima difesa tra limiti e consensi, σε: Arch. Pen. 2014, τεύχ. 2, σ. 5.
[12] Mignosi, Sulla proporzione tra offesa e reazione nell’ ambito della scriminante per legittima difesa, σε: Riv. Pen., 2004, σ. 10.
[13] Lattanzi, Codice Penale, 2011, σ. 302⸱ Mantovani, Diritto Penale, ό.π. σ. 263.
[14] Ιστορικά η αναλογία μεταξύ άμυνας και επίθεσης ως προϋπόθεση για την άρση του αδίκου λόγω άμυνας τέθηκε το πρώτον το 1930 στον ιταλικό Ποινικό Κώδικα. Ο λόγος ήταν ότι ο αρχικός ιταλικός Ποινικός κώδικας (codice Zanardelli) προέβλεπε τη νόμιμη άμυνα μόνο προς απόκρουση βίας κατά προσώπου (violenza attuale e ingiusta). Το 1930 με το σχέδιο νέου ιταλικού ποινικού κώδικα (codice Rocco), το δικαίωμα νόμιμης άμυνας διευρύνθηκε, καλύπτοντας πλέον και περιπτώσεις άμυνας προς απόκρουση επιθέσεων κατά της περιουσίας. Για τον λόγο αυτό κρίθηκε απαραίτητη η πρόταξη του κριτηρίου της αναλογικότητας, προκειμένου να αποτραπεί η προσβολή θεμελιωδών αγαθών του επιτιθέμενου για ασήμαντες προσβολές⸱ βλ. Siciliano, Al privato onesto un arma legittima. Una genealogia della legittima difesa a tutela del patrimonio nel sistema giuridico italiano, σε: Πρακτικά Συνεδρίου ‘’Dalla legittima difesa all’ offesa legittima? Ragioni a confronto sulle proposte di modifica all’ art. 52 c. p.’’, Βενετία, 2018, σ. 3 επ., ελεύθερα προσπελάσιμο σε: www.giuristidemocratici.it/Iniziative/post/20190114165259/?page=5.
[15] Gargani, Il diritto di Autotutela in un privato domicilio, σε: St. Iuris, 2006, σ. 961⸱ Padovani, Un modello di equilibrio normativo minato da ambiguita e incertezze, σε: Guida al Diritto, 2006, σ. 52.
[16] Mantovani, Legittima difesa comune, ό.π. σ. 441.
[17] Zanuccoli, L’ evoluzione normativa e giurisprudenziale della legittima difesa: La legge 13 Febbraio 2006, n. 59 e prospettive di riforma, 2006, ελεύθερα προσπελάσιμο σε: http://www.diritto2000.it/dottrina/Zanuccolilegittimadifesa.html.
[18] Pezzella, Autotutela (armata) del cittadino, la cronaca fa oscillare il confine, σε: Dir. & Giust., 2014, τεύχ. 32, σ. 52.
[19] Ο χώρος του αυτοκινήτου δεν εμπίπτει εδώ⸱ βλ. Cass. Pen, 06.05.2013, n. 19375, http://www.italgiure.giustizia.it/.
[20] Cass. Pen. 16.01.2018, n. 10498, Cass. Pen. 11.10.2017, n. 52749, Cass. Pen. 26.03.2007, n. 12489 http://www.italgiure.giustizia.it.
[21] Gargani, il diritto di Autotutela, ο.π. σ. 969⸱ Cass. Pen, 30.03.2017, n. 44011, http://www.italgiure.giustizia.it/.
[22] Cass. Pen. 23.11.2016, n. 49615, Cass. Pen. 15.02.2011, n. 5761, http://www.italgiure.giustizia.it.
[23] Mantovani, Legittima difesa comune, ό.π., σ. 436.
[24] Ο όρος «incolumità» καλύπτει τις περιπτώσεις προσβολής της υγείας (delitti contro l’ incolumità individuale, άρθρα 575 επ. ιταλΠΚ) και a fortiori της ζωής.
[25] Ο νομοθέτης χρησιμοποιεί τον γενικό όρο «beni», δηλαδή αγαθά. Κατά την κρατούσα γνώμη εδώ πρόκειται αποκλειστικά για περιουσιακά αγαθά, καθώς ο όρος bene (εν αντιθέσει με τον όρο diritto) υποδηλώνει «πράγματα που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο δικαιώματος» (άρθρο 810 ιταλΑΚ)⸱ βλ. Intini, Legittima difesa, rischi di sproporzione. Quel generico pericolo di aggressione, σε: Dir. & Giust., 2005, τευχ. 35, σ. 112⸱ Padovani, Un modello, ό.π., σ. 54
[26] Στις συνεδρίες 6.10.2004 και 19.10.2004 οι γερουσιαστές της πλειοψηφίας Gubetti και Ziccone είχαν καταστήσει σαφές ότι «ο κίνδυνος επίθεσης (pericolo d’ aggressione) αφορά πρόσωπα και όχι πράγματα», καθώς και ότι «θα παραμένει αξιόποινος όποιος πυροβολεί τον κλέπτη που αποχωρεί τρέχοντας, διότι ο κίνδυνος επίθεσης αφορά προφανώς πρόσωπα»⸱ βλ. τις εισηγήσεις των γερουσιαστών ελεύθερα προσπελάσιμες σε: http://www.senato.it/japp/bgt/showdoc/frame.jsp?tipodoc=Resaula&leg=14&id=118068 και http://www.senato.it/japp/bgt/showdoc/frame.jsp?tipodoc=Resaula&leg=14&id=119913 αντίστοιχα.
[27] Amato, Uso legittimo delle armi: la posizione dell’ operatore dei servizi di sicurezza, tra la disciplina comume e quella speciale, σε: Arch. Pen. 2014, σ. 6⸱ Mantovani, Diritto Penale, ό.π., σ. 26.
[28] Marra, Legittima difesa: troppa discrezionalita. Non chiamiamola licenza di uccidere, σε: Diritto e Giustizia, 2006, σ. 96
[29] Palazzo, Corso di diritto Penale, 2018, σ. 399⸱ Militello, La proporzione nella nuova legittima difesa: morte o trasfigurazione?, σε: Riv. It. Dir. Proc. Pen., 2006, σ. 858⸱ Mantovani, Legittima difesa comune, ό.π., σ. 439⸱ Cadoppi, La legittima difesa domiciliare (c. d. ‘’sproporzionata’’ o ‘’allargata’’): molto fumo e poco arrosto, σε: Dir. Pen. Proc, 2006, σ. 434.
[30] Mantovani, Legittima difesa comune, ό.π., σ. 444.
[31] Cass. Pen., 29.09.2006, n. 32282, http://www.italgiure.giustizia.it/.
[32] Cass. Pen., 23.03.2007, n. 12466, http://www.italgiure.giustizia.it/.
[33] Cass. Pen., 02.05.2007, n. 16677, Cass. Pen., 24.06.2008, n. 25653, Cass. Pen., 16.06.2010, n. 23221, Cass. Pen., 14.11.2013, n. 691, http://www.italgiure.giustizia.it/.
[34] Cassazione Penale, 03.06.2014, n. 28802, http://www.italgiure.giustizia.it/.
[35] Franceschetti, Legittima difesa, ελεύθερα προσπελάσιμο σε: https://www.altalex.com/documents/altalexpedia/2016/01/28/Legittima-difesa
[36] Η επαύξηση της ποινής για τη διακεκριμένη περίπτωση της βίαιης παραβίασης οικιακού ασύλου θα καθιστά επιτρεπτή ακόμα και την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου κατ’ άρθρο 266 ιταλΚΠΔ!.
[37] Bartoli, Verso la «Legittima offesa», brevi considerazioni sulla riforma in itinere della legittima difesa, σε: Dir. Pen. Cont. 2019, τεύχ. 1, σ. 18.
[38] Gatta, Sulla legittima difesa «domiciliare»: una sentenza emblematica della Cassazione (caso Birolo) e una riforma affrettata all’ esame del Parlamento, σε Dir. Pen. Cont. Ελεύθερα προσπελάσιμο σε: https://www.penalecontemporaneo.it/d/6596-la-nuova-legittima-difesa-nel-domicilio-un-primo-commento-
[39] Pulitano, Legittima difesa: fra retorica e problemi reali, σε: Dir. Pen. Cont., 2017, τευχ. 4, σ. 263.
[40] Gatta, La nuova legittima difesa nel domicilio: un primo commento, σε: Dir. Pen Cont. Ελεύθερα προσπελάσιμο σε: https://www.penalecontemporaneo.it/d/6596-la-nuova-legittima-difesa-nel-domicilio-un-primo-commento-
[41] Κατά τη θεωρία του Κάστρου (Castle doctrine) η κατοικία αποτελεί ένα απαραβίαστο κάστρο και ο ιδιοκτήτης του θεωρείται ο βασιλέας (re) αυτού που δικαιούται να αμυνθεί κατά της εισβολής με οποιοδήποτε τρόπο⸱ για την καθιέρωση και εξέλιξη της «castle doctrine» βλ. αντί πολλών Barros, Home as legal concept, σε: Santa Clara L. Rev., τ. 46, σ. 259 επ. Πρακτική εφαρμογή της «castle doctrine» αποτελούν οι διαδεδομένοι σε όλες πλέον τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής «Stand your Ground Laws», που επιτρέπουν στον αμυνόμενο εντός κατοικίας να μην αποχωρήσει και να αμυνθεί με κάθε μέσο, ακόμα και δυσανάλογο ως προς την επίθεση⸱ βλ. την απόφαση του Εφετείου της Οκλαχόμα Dawkins v. State, 2011, ελεύθερα προσπελάσιμη σε: https://www.courtlistener.com/opinion/2463738/dawkins-v-state/ Για μία αποτίμηση της ένοπλης άμυνας στις ΗΠΑ από ιταλικής σκοπιάς βλ. Grande, La legittima difesa armata negli USA: un buon modello per l’ Italia?, ελεύθερα προσπελάσιμο σε: http://temi.repubblica.it/micromega-online/la-paura-fa-90-la-legittima-difesa-armata-negli-usa-un-buon-modello-per-l-italia/?refresh_ce. Για τα όριά της άμυνας στο αγγλοσαξωνικό δίκαιο βλ. και Τσιλιμπάρη, Τα όρια της άμυνας επί παρανόμου εισβολής σε κατοικία, The Art of Crime Mag, τευχ. Νοεμβρίου/2018, ελεύθερα προσπελάσιμο σε: https://theartofcrime.gr/τα-όρια-της-άμυνας-επί-παρανόμου-εισβο/.
[42] Κατά ενός απόλυτου πλάσματος αναλογίας λόγω προσβολής της αρχής της ισότητας ήδη αναφορικά με τη ρύθμιση του 2006 βλ. Mantovani, Diritto Penale, ό.π. σ. 265.
[43] Gatta, La nuova legittima difesa, ό.π. https://www.penalecontemporaneo.it/d/6596-la-nuova-legittima-difesa-nel-domicilio-un-primo-commento-
[44] Bartoli, Verso la “legittima offesa”?, ό.π. σ. 22.
[45] Μυλωνόπουλος, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος Ι, 2007, σ. 427.
[46] Cass. Pen. 25.10.2005, n. 45425, Cass. Pen. 23.11.2004, n. 45407, http://www.italgiure.giustizia.it/⸱ Leone, Elementi, ό.π. σ. 98⸱ Mantovani, Diritto Penale, ό. π. σ. 282.
[47] Cass. Pen. 08.06.2010, n. 26172, Cass. Pen. 15.12.2005, n. 45425. Η πλάνη περί τις πραγματικές προϋποθέσεις λόγου άρσης του αδίκου λειτουργεί υπέρ του πλανώμενου και αποκλείει, κατά το άρθρο 59 παρ. 4 ιταλΠΚ τον καταλογισμό της πράξης στον δράστη, εκτός εάν οφείλεται σε αμέλειά του, οπότε τιμωρείται για το οικείο εξ αμελείας αδίκημα, εφόσον αυτό τυποποιείται στον νόμο ως τέτοιο.
[48] Nuvolone, Le due forme dell’ eccesso colposo, σε: Giust. Pen. 1949, σ. 308.
[49] Mantovani, Diritto Penale, ο.π. σ. 282. Ομοίως κατά την κρατούσα άποψη σε γερμανική θεωρία και νομολογία⸱ βλ. επ’ αυτού Perron/Eisele, σε: Schönke/Schröder, 30. έκδ. 2019, StGB § 33, Rn. 4⸱ βλ. ομοίως και παρ’ ημίν Μυλωνόπουλο, Ποινικό Δίκαιο, ο.π. σ. 470⸱ Κοτσαλή, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 2005, σ. 323.
[50] Gatta, La nuova legittima difesa, ό.π. https://www.penalecontemporaneo.it/d/6596-la-nuova-legittima-difesa-nel-domicilio-un-primo-commento-
[51] Cingari, Per una riforma della disciplina dell’ eccesso di legittima difesa, σε: Arch. Pen. 2018, σ. 11.
[52] Bartoli, Verso la ‘’Legittima Offesa’’?, ό.π., σ. 23
[53] Μπουρόπουλος, ΕρμΠΚ, 1959, σ. 69⸱ Α. Αναγνωστόπουλος, Η Άμυνα, 2009, σ. 47⸱ Μυλωνόπουλος, ό. π., σ. 452⸱ Μαγκάκης, Ποινικό Δίκαιο, Διάγραμμα Γενικού Μέρους, 1984, σ. 197⸱ Χριστόπουλος, Η επίδραση του άρθρου 2 της ΕΣΔΑ στο δικαίωμα της άμυνας, ΠοινΧρ 2014, σ. 85. Η εφαρμογή της αρχής της αναλογίας στην άμυνα θα συνιστούσε κατά τον Ανδρουλάκη «παραγνώριση της φύσης της»⸱ βλ. επ΄ αυτού Ανδρουλάκη Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 2006, σ. 406. «Eine Abwägung der betroffenen Rechtsgüter findet bei der Notwehr grundsätzlich nicht statt», BGH Urteil vom 12. 2. 2003 - 1 StR 403/02, NJW 2003, σ. 1955 επ. Contra Κατσαντώνης, Ποινικόν Δίκαιον, Γενικό Μέρος, 1972, σ. 173⸱ Γάφος, Ποινικόν Δίκαιον, Γενικόν Μέρος, 1973, σ. 203⸱ Βαλληνδράς, Τα κριτήρια του αναγκαίου μέτρου της άμυνας, ΠοινΧρ 1961, σ. 66.
[54] Χωραφάς, Ποινικόν Δίκαιον, 1978, σ. 202⸱ Μυλωνόπουλος, ο.π. σ. 451⸱ Κωστάρας, Ποινικό Δίκαιο, Έννοιες & Θεσμοί του Γενικού Μέρους, 2016, σ. 385 επ.⸱ Κιούπης, Προϋποθέσεις και όρια του δικαιώματος άμυνας, ΠοινΧρ 1996, σ. 1356⸱ ενδ. ΑΠ 373/2003, ΠοινΧρ 2004, σ. 25 επ., ΑΠ 1057/2004, ΠοινΧρ 2005, σ. 509 επ.
[55] Χωραφάς, ό.π., σ. 204⸱ Γάφος, ό.π., σ. 201⸱ Α. Αναγνωστόπουλος, ό.π. σ. 36.
[56] Για μία συνοπτική παρουσίαση των μεταρρυθμίσεων του Σχεδίου νέου ΠΚ βλ. Χαραλαμπάκη, Οι σημαντικότερες μεταρρυθμίσεις στο Σχέδιο του νέου Ποινικού Κώδικα, ΠοινΔικ 2019, σ. 168 επ.
[57] Α. Αναγνωστόπουλος, ό.π. σ. 113
[58] Nobis, Strafrecht in Zeiten des Populismus, StV 2018, σ. 453 επ., ελεύθερα προσπελάσιμο σε: https://www.strafverteidigervereinigungen.org/Strafverteidigertage/Material%20Strafverteidigertage/42_nobis_eroeffvortrag%20Kopie.pdf
[59] Ibid.