Το F.B.I εξέπληξε τις προάλλες τη νομική κοινότητα, αναγνωρίζοντας ότι οι καταθέσεις επιστημόνων, εξειδικευμένων σε εγκληματολογικές μεθόδους διαλεύκανσης εγκλημάτων, και δη στην ταυτοποίηση τριχών, ήταν επιστημονικά έωλες σε όλες σχεδόν τις 250 – ίσως και περισσότερες – υποθέσεις που επανεξετάστηκαν. Αλλά το συμπέρασμα αυτό δεν θα έπρεπε να αιφνιδιάζει κανέναν – πολλώ δε μάλλον τους ίδιους τους επιστήμονες. Πρόκειται για την κορύφωση της αντιπαράθεσης μεταξύ «νόμου και επιστήμης» που ξεκίνησε το 1989 σε μια αίθουσα ενός δικαστηρίου στο Μπρονξ κατά τη δίκη ενός επιστάτη για δολοφονία.
Η υπόθεση ήταν η πρώτη στην οποία αξιολογήθηκε με ιδιαίτερη σπουδή ένα δείγμα DNA (γενετικό αποτύπωμα). Σε μια μάλλον ασυνήθιστη κίνηση, οι εμπειρογνώμονες τόσο της κατηγορούσας αρχής όσο και της υπεράσπισης συνέκλιναν και κήρυξαν ομόφωνα τα αποδεικτικά στοιχεία που προέκυψαν από το DNA ως απαράδεκτα.
Θορυβημένοι από την απόφαση, η Εθνική Ακαδημία Επιστημών και το F.B.I. προχώρησαν, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, στην πρόβλεψη σχολαστικών μεθόδων για τη λήψη DNA . Οι δικηγόροι στην υπόθεση του Μπρονξ, απ’ την πλευρά τους, ξεκίνησαν το «Σχέδιο-Αθωότητα», όπου χρησιμοποιούσαν το DNA ως έναν αντικειμενικό φακό εξονυχιστικού ελέγχου των προηγούμενων καταδικών. Τέτοιες προσπάθειες οδήγησαν στην απαλλαγή και την απελευθέρωση περισσoτέρων από 300 ανθρώπων, συμπεριλαμβανομένων 20 που ήταν μελλοθάνατοι!
Οι εγκληματολογικές μέθοδοι διαλεύκανσης εγκλημάτων αντιμετωπίζουν ξεκάθαρα ορισμένα θεμελιώδη προβλήματα. Το Εθνικό Συμβούλιο Ερευνών, παράρτημα της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών, κατέληξε στο σχετικό πόρισμα – που συνέταξε το 2009 – ότι εκτός από τον έλεγχο του DNA καμία άλλη εγκληματολογική μέθοδος διαλεύκανσης εγκλημάτων δεν είχε αποδειχθεί σχολαστικά ότι μπορεί να εγκαθιδρύσει με συνέπεια και αξιοπιστία τη σύνδεση μεταξύ ενός συγκεκριμένου ανθρώπου και των στοιχείων που ελέγχονταν ως ενδεχόμενες αποδείξεις.
Αρκετά χρόνια αργότερα, τρεις άνδρες από την Ουάσινγκτον – οι Kirk Odom, Santae Tribble και Donald Gates – απηλλάγησαν σε τρεις διαφορετικές υποθέσεις. Συνολικά είχαν εκτίσει περισσότερα από 70 έτη στη φυλακή. Σε καθεμία εκ των υποθέσεων, οι ερευνητές του F.B.I. είχαν καταθέσει ότι τρίχες των κατηγορουμένων ταυτοποιήθηκαν με τρίχες που βρέθηκαν στη σκηνή του εγκλήματος, βασιζόμενοι στη μικροσκοπική ανάλυση των τριχών. Μάλιστα ένας δημόσιος κατήγορος προσδιόρισε περίπου και τις πιθανότητες, ισχυριζόμενος ότι η πιθανότητα να προέρχονταν οι τρίχες από κάποιο άλλο άτομο κι όχι από τον κατηγορούμενο είναι μία στα δέκα εκατομμύρια. (Στην πραγματικότητα, το τεστ DNA που ακολούθησε έδειξε ότι κανένα δείγμα τρίχας δεν ταίριαζε με αυτά των κατηγορουμένων, μία τρίχα δε προερχόταν από σκύλο!)
Οι εν λόγω υποθέσεις αποδείχθηκαν κρίσιμες για την τροπή που έλαβαν τα πράγματα αργότερα. Προς τιμήν του, το Υπουργείο Δικαιοσύνης κατέληξε σε συμφωνία με το «Σχέδιο-Αθωότητα» και αποφάσισαν να επανεξεταστούν οι καταθέσεις εμπειρογνωμόνων του F.B.I., οι οποίες αφορούσαν την ανάλυση τριχών σε περισσότερες από 2.500 υποθέσεις μεταξύ των ετών 1985 και 1999, σε πάνω από 40 πολιτείες.
Από την επανεξέταση προέκυψε ότι οι καταθέσεις του F.B.I. ήταν θεμελιωδώς εσφαλμένες σε 257 από εκείνες τις υποθέσεις – ένα εντυπωσιακό ποσοστό 96 % επί του συνόλου. Από τους κατηγορούμενους στις συγκεκριμένες υποθέσεις, 33 είχαν καταδικαστεί σε θανατική ποινή και από αυτούς οι 9 είχαν ήδη εκτελεστεί. Αν και τα σφάλματα που διαπράχθηκαν, δεν σημαίνουν απαραίτητα ότι οι κατηγορούμενοι ήταν αθώοι – άλλου είδους αποδεικτικά στοιχεία ενδέχεται να είχαν υποστηρίξει την καταδίκη – , το F.B.I. σκοπεύει να ενημερώσει τους δημοσίους κατηγόρους και τους εγκάθειρκτους για τα ευρήματα.
Ωστόσο το πρόβλημα δεν περιορίζεται στην ανάλυση τριχών. Τον προηγούμενο μήνα, στην Αλαμπάμα απηλλάγη ένας μελλοθάνατος που είχε καταδικαστεί πριν από τριάντα χρόνια στη βάση βαλλιστικών στοιχείων και μόνο˙ η πολιτεία τώρα παραδέχεται ότι δεν υφίσταται ταυτοποίηση μεταξύ των σφαιρών και του όπλου που χρησιμοποιήθηκε. Λίγα χρόνια νωρίτερα, στον Μισσισσιπή απηλλάγησαν δύο άνδρες που είχαν καταδικαστεί – ο καθένας ξεχωριστά – για δολοφονία, στη βάση καταθέσεων που βεβαίωναν ότι τα δόντια τους ταίριαζαν τέλεια με τα σημάδια από τις δαγκωματιές που βρέθηκαν στα θύματα. Όταν αναγνωρίστηκε αργότερα ο πραγματικός δολοφόνος και ταυτοποιήθηκε μέσω DNA, οι ειδικοί κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα τραύματα τελικά δεν προέρχονταν από ανθρώπινες δαγκωματιές, αλλά το πιθανότερο ήταν να είχαν προκληθεί από έντομα που παρεπιδημούν στα πτώματα κατά την αποσύνθεση.
Κρίνεται επομένως απαραίτητο οι καταθέσεις των εμπειρογνωμόνων να στηρίζονται σε αξιόπιστες αρχές και μεθόδους. Έχει καταστεί πλέον ξεκάθαρο ότι η εκτίμηση ενός ειδικού δεν αποτελεί αξιόπιστη βάση για την εγκαθίδρυση σύνδεσης μεταξύ ερευνώμενων αποδεικτικών στοιχείων κι ενός συγκεκριμένου ανθρώπου. Σε κανέναν εμπειρογνώμονα δεν θα έπρεπε να επιτρέπεται να καταθέτει, αν δεν έχει να επιδείξει τουλάχιστον τρία πράγματα: δημόσια βάση δεδομένων με τύπους [patterns] από πολλά αντιπροσωπευτικά δείγματα˙ ακριβή και αντικειμενικά κριτήρια για την παραδοχή ταυτοποιήσεων˙ και μελέτες δημοσιευμένες κατόπιν αξιολόγησής τους από ομότιμους κριτές [peer-reviewed], οι οποίες να επικυρώνουν τις μεθόδους.
Η επιμονή στην υψηλή ποιότητα των εφαρμοζόμενων εγκληματολογικών μεθόδων διαλεύκανσης εγκλημάτων θα έπρεπε να αποτελεί ενωτικό στοιχείο για τα όργανα επιβολής του νόμου, για τους δημοσίους κατηγόρους και τους δικηγόρους της υπεράσπισης. Πρόκειται για ένα ζήτημα τόσο δικαιοσύνης όσο και ασφάλειας: Κανείς δεν επιθυμεί να βρίσκονται στη φυλακή αθώοι ή να εκτελούνται, την στιγμή που οι πραγματικοί δράστες κυκλοφορούν ελεύθεροι.
Γ. Γιαννούλης
Πηγή: The New York Times, ERIC S. LANDER, APRIL 21, 2015,