Τα Δικαστήρια Θεραπείας Ναρκωτικών (ΔΘΝ)
Τα Δικαστήρια Θεραπείας Ναρκωτικών (εφεξής: ΔΘΝ)[1] έχουν ποινική δικαιοδοσία και η καθ’ ύλην αρμοδιότητά τους αφορά κυρίως στην δικαστική εποπτεία του κατηγορουμένου που παρακολουθεί εθελούσια πρόγραμμα θεραπείας της εξάρτησης από τα ναρκωτικά. Η ολοκλήρωση του προγράμματος οδηγεί στη μη επιβολή ποινής εγκλεισμού για το αδίκημα που έχει διαπράξει ο θεραπευόμενος. Η διάρκεια του προγράμματος δεν δύναται να ξεπερνά τους 18 μήνες.[2] Εάν ο κατηγορούμενος δεν καταφέρει να ολοκληρώσει τη θεραπεία του εντός του πλαισίου αυτού, τότε επιβάλλεται η προβλεπόμενη από το νόμο ποινή για το έγκλημα που έχει διαπράξει. Στην περίπτωση των ΔΘΝ, η ποινική δικαιοσύνη και τα θεραπευτικά συστήματα συνεργάζονται από κοινού ενώ τα δεύτερα «χρησιμοποιούν» την εξουσία του δικαστηρίου για την επιβολή μέτρων δικονομικού καταναγκασμού που αποσκοπούν μόνο στην εξασφάλιση της αποχής από τη χρήση και στην εξάλειψη της συναφούς με την εξάρτηση εγκληματικής συμπεριφοράς του κατηγορουμένου. Το μοντέλο λειτουργίας των ΔΘΝ όπως αναδεικνύουν οι έρευνες (Belenko, 1998, Rossman et al. 2011, Queensland Review 2016, Department of Justice Canada Report, 2009) περιλαμβάνει:
- έγκαιρη αναγνώριση των κατηγορουμένων που χρειάζονται θεραπεία και παραπομπή στη θεραπευτική διαδικασία όσο το δυνατόν γρηγορότερα ώστε να μειωθεί άμεσα η χρήση ναρκωτικών μέχρι αποθεραπείας,
- δικαστική εποπτεία δομημένης θεραπείας ανοικτού προγράμματος,
- υποχρεωτικές περιοδικές εξετάσεις στο θεραπευτικό κέντρο για την πιστοποίηση της μη χρήσης,
- τακτικές ακροάσεις ενώπιον του δικαστή για να παρακολουθείται η πρόοδος της θεραπείας και η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του προγράμματος και τέλος
- αύξηση της υπευθυνότητας του κατηγορουμένου/δράστη-θεραπευόμενου μέσω μιας σειράς κυρώσεων και ανταμοιβών/επαίνων.
Με την ολοκλήρωση της θεραπείας και την αποφοίτηση από το πρόγραμμα, θα πρέπει ο θεραπευόμενος να είναι ενεργό[3] και υγιές μέλος της κοινωνίας.
Tο πρώτο Δικαστήριο Θεραπείας Ναρκωτικών ιδρύθηκε το έτος 1989 στο Μαϊάμι, στη Φλόριντα των Ηνωμένων Πολιτειών. Η ίδρυσή του αποτελούσε πρόταση και απάντηση στον πόλεμο κατά των ναρκωτικών την περίοδο που ο αριθμός των δικαστικών πινακίων τα οποία σχετίζονταν με υποθέσεις ναρκωτικών αυξανόταν δραματικά και οι κατηγορούμενοι/ένοχοι οδηγούνταν στις φυλακές.[4] Ειδικά τη δεκαετία του 1980 ο υπερπληθυσμός των φυλακών λόγω του μεγάλου αριθμού εξαρτημένων καταδικασθέντων επέβαλε την εξεύρεση πολιτικής λύσης (Rossman et.al., Zimring, 1993). Εννέα χρόνια μετά την ίδρυσή τους ο Belenko (1998) στις έρευνές του διαπίστωσε την αποτελεσματική λειτουργία των ΔΘΝ και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα δικαστήρια στο μέλλον θα αυξηθούν όχι μόνο διότι αντιπροσωπεύουν την εθνική απάντηση στον πόλεμο κατά των ναρκωτικών και των εγκλημάτων που σχετίζονται με την εξάρτηση αλλά για δύο επιπλέον λόγους: πρώτον διότι η εξάρτηση από τα ναρκωτικά είναι σημαντικός παράγοντας που συμβάλλει στην εγκληματικότητα και στα κοινωνικά προβλήματα και δεύτερον διότι ο παραδοσιακός τρόπος τιμωρίας των συγκεκριμένων δραστών, δηλαδή αυτός του εγκλεισμού των στη φυλακή, έχει ελάχιστη έως μηδαμινή επίδραση στην εξάλειψη της εξάρτησης.[5] Οι έρευνες του Belenko επιβεβαιώθηκαν και από άλλες μεταγενέστερες κατά τον ίδιο τρόπο (Rossman et al., 2011, Queensland Review 2016, Department of Justice Canada Report, 2009).
Οι αρχές που διέπουν τα ΔΘΝ και έχουν αξιολογηθεί ως αποτελεσματικές για τη θεραπεία της εξάρτησης που αφορά στον εμπλεκόμενο με την ποινική δικαιοσύνη πληθυσμό, είναι οι κάτωθι: (Queensland Review, 2016):
- Ο εθισμός στα ναρκωτικά είναι μεν μια θεραπεύσιμη ασθένεια, πλην όμως επηρεάζει τη λειτουργία του εγκεφάλου και τη συμπεριφορά του ατόμου.
- Η αποκατάσταση από την τοξικομανία απαιτεί αποτελεσματική θεραπεία, ακολουθούμενη από τη διαχείριση του προβλήματος, στην πάροδο του χρόνου.
- Η θεραπεία πρέπει να διαρκεί αρκετό καιρό προκειμένου να παράγει σταθερές συμπεριφορικές αλλαγές.
- Η αξιολόγηση της κάθε περίπτωσης ατομικά είναι το πρώτο βήμα στη θεραπεία.
- Η προσαρμογή των Υπηρεσιών στις ανάγκες του ατόμου διαδραματίζει σημαντικό ρόλο για την αποτελεσματική θεραπεία της κατάχρησης ναρκωτικών, ειδικά για τους πληθυσμούς της ποινικής δικαιοσύνης.
- Η χρήση ναρκωτικών κατά τη διάρκεια της θεραπείας θα πρέπει να παρακολουθείται προσεκτικά.
- Η θεραπεία πρέπει να στοχεύει σε παράγοντες που σχετίζονται με εγκληματική συμπεριφορά.
- Προκειμένου η ποινική δικαιοσύνη να εποπτεύσει τη θεραπεία θα πρέπει στο σύστημα αυτής να υπάρχει θεραπευτικός σχεδιασμός για το δράστη, ενώ οι θεραπευτές θα πρέπει να γνωρίζουν τι απαιτείται για την δικαστική επιτήρηση.
- Η συνέχιση της φροντίδας είναι απαραίτητη για την επανένταξη των εξαρτημένων ατόμων στην κοινότητα.
- Η ισορροπία μεταξύ των ανταμοιβών – επαίνων και των κυρώσεων από το δικαστή ενθαρρύνει την προ-κοινωνική (pro-social) συμπεριφορά[6] του ατόμου και τη συμμετοχή στη θεραπεία.
- Για τους παραβατικούς με συνυπάρχοντα προβλήματα κατάχρησης ναρκωτικών και ψυχικής υγείας, απαιτείται συνήθως μια ολοκληρωμένη θεραπευτική προσέγγιση.
- Η χορήγηση φαρμάκων αποτελεί σημαντικό μέρος της θεραπείας για πολλούς παραβατικούς που κάνουν χρήση ναρκωτικών.
- Ο προγραμματισμός της θεραπείας για παραβατικούς που κάνουν χρήση ναρκωτικών και ζουν στην κοινότητα ή επανέρχονται, θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει και σχεδιασμό στρατηγικών για την πρόληψη και θεραπεία σοβαρών χρόνιων παθήσεων, όπως είναι το HIV/ AIDS, η ηπατίτιδα Β και C και η φυματίωση.
Τα ΔΘΝ αντιμετωπίζουν το πρόβλημα των εξαρτημένων κατηγορουμένων από τη θεραπευτική προσέγγιση ενώ η κατάχρηση απαγορευμένων ουσιών δεν αξιολογείται «ως ηθική κατάπτωση» αλλά ως κατάσταση που απαιτεί θεραπευτικά μέτρα (Hora et.al. 1998). Η θεραπευτική προσέγγιση των ΔΘΝ κινητοποιεί τους θεραπευόμενους να συμμετέχουν σε προγράμματα θεραπείας τόσης διάρκειας όση απαιτείται ώστε να επέλθουν ατομικές συμπεριφορικές-γνωστικές αλλαγές. Σε συνδυασμό δε με τις θεραπείες που βασίζονται σε τεκμηριωμένες και βέλτιστες πρακτικές, οι οποίες προσαρμόζονται στις ατομικές ανάγκες, τα ΔΘΝ βρίσκονται στην κατάλληλη θέση ώστε μέσω αυτών, οι παραβατικοί υψηλού κινδύνου και ανάγκης να μεταβαίνουν σε ένα τρόπο ζωής μακριά από το έγκλημα και τα ναρκωτικά. (Freiberg et.al. 2016).
Η σημαντική συμβολή των ΔΘΝ στο ποινικό σύστημα αφορά κυρίως στη μείωση της υποτροπής των δραστών. Οι έρευνες αναδεικνύουν ότι τα ΔΘΝ μειώνουν τα ποσοστά υποτροπής τόσο κατά τη διάρκεια της θεραπείας και μέχρι την ολοκλήρωσή της όσο και μετά την αποφοίτηση. (Belenko, 1998, Finigan, Carey and Cox, 2007, Department of Justice Canada report, 2009, Rossman et al., 2011, Queensland review, 2016). Έχει διαπιστωθεί ότι ο σωρευτικός συνδυασμός:
- θεραπείας,
- επαναλαμβανομένων εξετάσεων ούρων,
- τακτικής ακρόασης ενώπιον του δικαστή,
- συνεχούς κατάρτισης της ομάδος του ΔΘΝ και
- κοινωνικής υποστήριξης,
είναι αυτός που συμβάλλει στη σημαντική μείωση της υποτροπής. Χαρακτηριστική είναι η έρευνα που ανέδειξε ότι ενήλικοι αποφοιτήσαντες από ΔΘΝ, σε ποσοστό μέχρι 75% δεν «ξαναβλέπουν χειροπέδες» (MacKenzi, 2016). Στο Βέλγιο παρουσιάστηκε μείωση της υποτροπής σε ποσοστό 80% στα άτομα που παρακολούθησαν ΔΘΝ σε σχέση με αυτά που δεν επιτηρήθηκε η θεραπεία τους από Δικαστή. (Vander Laenen et al., C., 2015). Στην έρευνα (Cooper et al., 2010) διαπιστώθηκε ότι: α) μειώθηκε η υποτροπή στους αποφοιτήσαντες από τα ΔΘΝ, β) οι αποφοιτήσαντες από τα ΔΘΝ είχαν υψηλότερα ποσοστά μη υποτροπής σε σχέση με όσους ολοκλήρωσαν τη θεραπεία χωρίς δικαστική επίβλεψη. Έρευνες μετα-ανάλυσης επίσης επιβεβαιώνουν ότι τα ΔΘΝ μειώνουν την εγκληματικότητα και τη χρήση των ναρκωτικών (Marlowe, 2011).
Αντιλαμβανόμαστε ότι το κρίσιμο στοιχείο και η ιδιαιτερότητα των ΔΘΝ έγκειται όχι στην ύπαρξη δυνατότητας θεραπείας στον εξαρτημένο δράστη, ο οποίος έχει διαπράξει ποινικό αδίκημα, πράγμα που οι πλείστες σύγχρονες νομοθεσίες ούτως ή άλλως προβλέπουν, αλλά στην επίβλεψη της θεραπείας του από τον ποινικό δικαστή (σε συνεργασία με τον θεραπευτή). Ως εκ τούτου, γεννάται ζήτημα σχετικά με το εάν «αλλοιώνεται» ο ρόλος του ποινικού δικαστή. Το ερώτημα έχει απαντηθεί όχι μόνο από τους ίδιους του δικαστές που συμμετέχουν στα ΔΘΝ αλλά και από τα πορίσματα των ερευνών και των αξιολογήσεων που έχουν διεξαχθεί από 1989 μέχρι σήμερα για τη λειτουργία των ΔΘΝ (Marlowe & Meyer, 2011). Είναι ουσιώδες δε να ειπωθεί ότι ούτε οι δικαστές ούτε οι εισαγγελείς υποχρεώνονται να ασκήσουν καθήκοντα σε ΔΘΝ. Οι δικαστές και οι εισαγγελείς που συμμετέχουν στα δικαστήρια αυτά, έχει κριθεί ότι ενδείκνυται να συμμετέχουν εθελούσια και με δική τους πρωτοβουλία. Πέρα λοιπόν από την συνήθη υπηρεσία τους στην παραδοσιακή ποινική διαδικασία υπηρετούν και ως δικαστές θεραπευτικού δικαστηρίου. Η εθελούσια συμμετοχή τους, σύμφωνα με τις έρευνες, αφενός μεν τους κινητοποιεί εκπαιδευτικά, αφετέρου δε επιτυγχάνουν στην πλήρωση του στόχου που είναι η εξάλειψη της εξάρτησης μέσω της θεραπείας και η συναφής αλλαγή του εγκληματικού τρόπου δράσης και σκέψης του δράστη. (Kerr et. al., 2011). Στα ΔΘΝ ο δικαστής, ο εισαγγελέας, ο δικηγόρος υπεράσπισης και ο θεραπευτής, συνεργάζονται ως ομάδα προκειμένου να βοηθήσουν τους κατηγορούμενους - θεραπευόμενους αφενός να αντιμετωπίσουν την εξάρτηση αφετέρου να είναι σε θέση με τη πάροδο του χρόνου και ενώ βρίσκονται υπό θεραπεία, να επιλύουν ταυτόχρονα ζητήματα που σχετίζονται με την εργασία, την οικονομική κατάστασή τους και την οικογένειά τους (Belenko, 1998, Rossman et. al., 2011).
Ας δούμε όμως πώς λειτουργεί σε αρχικό στάδιο η υπό συζήτηση διαδικασία προκειμένου να αντιληφθούμε ποιους περιοριστικούς όρους επιβάλλει το δικαστήριο προκειμένου να ολοκληρωθεί η θεραπεία, ώστε να μην επιβληθεί ποινή εγκλεισμού στον κατηγορούμενο.
Οι περιοριστικοί όροι που αφορούν στη θεραπεία υπό δικαστική επίβλεψη.
Προκειμένου μια ποινική υπόθεση να εισαχθεί στη διαδικασία του Δικαστηρίου Θεραπείας Ναρκωτικών πρέπει πρώτα ο κατηγορούμενος να υποβάλει σχετική αίτηση. Η αίτηση κρίνεται από την Εισαγγελία προκειμένου να διαπιστωθεί καταρχήν αν το έγκλημα που έχει διαπραχθεί δεν συνιστά διακεκριμένη περίπτωση και επομένως επιτρέπει την εισαγωγή στο ΔΘΝ. Κατά δεύτερον, εξετάζεται αν η εξάρτηση του αιτούντος, όπως αυτή διαπιστώνεται από τους ειδικούς επιστήμονες στο πεδίο, συνιστά την κινητήριο δύναμη εγκληματογένεσης. Εάν πληρούνται και οι δύο προϋποθέσεις και συμφωνήσει ο Δικαστής του ΔΘΝ, η υπόθεση εισάγεται στη διαδικασία. Αφού ο αιτών γίνει δεκτός οφείλει να υπογράψει την αποκαλούμενη σύμβαση συμμετοχής στο ΔΘΝ. Σύμφωνα με αυτή τη σύμβαση του επιβάλλονται περιοριστικοί όροι τους οποίους αποδέχεται ρητά και υπογράφει σχετικό έγγραφο. Ενδεικτικά οι γραπτοί όροι έχουν ως ακολούθως:[7] Ο αιτών
- συμφωνεί να δίνει αναφορά (ο υπό θεραπεία) στη Θεραπευτική Κοινότητα σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στη διαδικασία.
- συμφωνεί να εμφανίζεται έγκαιρα και αυτοπροσώπως σε όλες τις μεταγενέστερες δικασίμους του ΔΘΝ, σύμφωνα με τις σχετικές οδηγίες.
- συμφωνεί να παρακολουθεί, να συμμετέχει και να ολοκληρώνει προς ικανοποίηση του (θεραπευτικού) συμβούλου του, όλα τα προβλεπόμενα στις θεραπευτικές του αξιολογήσεις και τη συμβουλευτική σύμφωνα με τις οδηγίες της Θεραπευτικής Κοινότητας.
- συμφωνεί ότι ο θεραπευτικός του στόχος είναι η αποχή από την κοκαΐνη, το κρακ, την ηρωίνη και τα άλλα παράνομα ναρκωτικά και αντιλαμβάνεται ότι πρέπει να κάνει αλλαγές στον τρόπο ζωής του οι οποίες θα υποστηρίξουν αυτόν τον στόχο.
- συμφωνεί ότι πρέπει να αποφύγει την κατανάλωση φαρμάκων, εκτός αν έχει την άδεια της Θεραπευτικής Κοινότητας.
- κατανοεί ότι θα συνεργαστεί με το προσωπικό θεραπείας για την ανάπτυξη ατομικών θεραπευτικών σχεδίων και ατομικών συμβάσεων θεραπείας για να διευκολυνθεί η επίτευξη των στόχων που αναφέρονται παραπάνω.
- συμφωνεί να συμμετάσχει σε όλες τις ομάδες και να αναλαμβάνει δραστηριότητες με συνέπεια ενώ οποιεσδήποτε εξαιρέσεις πρέπει να έχουν εγκριθεί από τους εμπλεκόμενους θεραπευτές.
- κατανοεί ότι υπάρχουν ορισμένες συμπεριφορές που μπορεί να οδηγήσουν σε μια σύσταση από το Δικαστήριο Θεραπείας των Ναρκωτικών σχετική με το ότι μπορεί να φύγει από το πρόγραμμα. Αυτές οι συμπεριφορές περιλαμβάνουν: επιθετικότητα, απειλές, σεξιστικά ή ρατσιστικά σχόλια, διαπληκτισμούς, κλοπή, παρεμβάσεις στο πρόγραμμα άλλων, χρήση ναρκωτικών ή αλκοόλ σε χώρους της Κοινότητας ή του Δικαστηρίου, κατοχή ναρκωτικών ή αλκοόλ ή άλλων σχετικών ουσιών σε χώρους της Κοινότητας ή του Δικαστηρίου.
- συμφωνεί να συμπεριφέρεται στους άλλους συμμετέχοντες στο πρόγραμμα και στην ομάδα με σεβασμό.
- συμφωνεί να σέβεται την ιδιωτικότητα και τα προσωπικά δεδομένα των άλλων συμμετεχόντων στο πρόγραμμα. Όλες οι συζητήσεις, είτε πριν, είτε κατά, είτε μετά από τις ομάδες, θα παραμείνουν εμπιστευτικές.
- υποχρεούται να παρέχει επιτηρούμενα και αναλλοίωτα πρόσφατα δείγματα ούρων και / ή αναπνοής όταν ζητηθεί από το προσωπικό.
- συμφωνεί να παρακολουθήσει όλες τις συνεδρίες και συνεντεύξεις χωρίς να έχει προηγουμένως κάνει χρήση ναρκωτικών και αλκοόλ.
- κατανοεί ότι δεν επιτρέπεται το κάπνισμα στο κτίριο ή στο χώρο της ΘΚ, εκτός από τις καθορισμένες περιοχές.
- αντιλαμβάνεται ότι αναμένεται από αυτόν, να μην αφήσει μια ομάδα σε εξέλιξη.
- κατανοεί ότι μπορεί να του ανατεθούν εργασίες ή άλλες υποχρεώσεις και ότι αυτές πρέπει να γίνουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
- συμφωνεί να συμμετάσχει στο τμήμα έρευνας και παρακολούθησης της υπηρεσίας και συγκατατίθεται στη σχετική παραπομπή, όπως προβλέπεται.
Mπορεί να επιβληθούν επίσης τόσο περιοριστικοί όροι που απαγορεύουν στον υπό θεραπεία να επικοινωνεί με συγκεκριμένα άτομα όπως υποδεικνύεται από την ΘΚ, όσο και άλλοι όροι που αφορούν σε περιορισμούς μετακίνησης και διαμονής (π.χ. σε περιοχές που δεν πρέπει να κατοικεί και να κινείται). Ενδέχεται δε κατά περίπτωση να επιβληθούν όροι που αφορούν στην κατ΄ οίκον παραμονή του για ορισμένες ώρες (π.χ. από τις 8.00 μμ έως 7.00 πμ.). Άλλοι όροι μπορεί να αφορούν στην επικοινωνία με τον επιμελητή του ή και ειδικότεροι όροι που κρίνονται ανά περίπτωση σημαντικοί για την οριοθέτηση του περιοριστικού πλαισίου το οποίο έχει στόχο τη θεραπεία και τη συναφή αλλαγή ζωής.
Παρατηρούμε ότι σε αυτές τις περιπτώσεις πέραν των τυπικών περιοριστικών όρων που επιβάλλονται από τις δικαστικές αρχές, οι οποίοι σχετίζονται με ζητήματα εμφάνισης στις αστυνομικές αρχές, εγγυοδοσία, περιορισμούς στη διαμονή και στην έξοδο από τη χώρα, συμπεριλαμβάνονται περιοριστικοί όροι που αφορούν στο θεραπευτικό πρόγραμμα. Έτσι ο σκοπός των περιοριστικών όρων ο οποίος αποβλέπει στο να εξασφαλιστεί ότι εκείνος στον οποίο επιβλήθηκαν θα παραστεί οποτεδήποτε στην ανάκριση ή στο δικαστήριο και θα υποβληθεί στην εκτέλεση της απόφασης (βλ. αρθ. 286 Ελλ. ΚΠΔ) εμπλουτίζεται σε αυτή τη διαδικασία με το σκοπό της επίβλεψης της ολοκλήρωσης της θεραπείας σύμφωνα με το ατομικό θεραπευτικό σχεδιασμό του εξαρτημένου.
Με αυτό τον τρόπο παρέχεται η εξουσία στο δικαστή του ΔΘΝ να επιβλέπει τη θεραπεία. Ειδικότερα εποπτεύει το πώς ανταποκρίνεται ο υπό θεραπεία στο πλαίσιο που έχει οριστεί. Έτσι αν δεν τηρηθεί κάποιος ή κάποιοι όροι από αυτούς που έχουν επιβληθεί, ο δικαστής επεμβαίνει με τις αποκαλούμενες «έξυπνες τιμωρίες» με απώτερο στόχο να ενθαρρύνει την συνέχιση και ολοκλήρωση της θεραπείας. Η επέμβαση αυτή προβλέπεται από τη λειτουργία του ΔΘΝ, είναι θεμιτή και ο υπό θεραπεία έχει δώσει τη συγκατάθεσή του στη σύμβαση συμμετοχής ενώ μπορεί να φτάσει, με τη σύμφωνη γνώμη της ομάδας, μέχρι τη διακοπή του προγράμματος (βλ. αριθ. 8 των προαναφερόμενων όρων). Αντίστοιχα εφόσον τηρηθούν οι όροι, ειδικά σε «κρίσιμες καταστάσεις» (π.χ. όταν έχει οριστεί ότι δεν πρέπει να επικοινωνήσει ο θεραπευόμενος με συγκεκριμένο άτομο και το δεύτερο επιδιώκει αυτή την επικοινωνία ενώ ο θεραπευμένος καταφέρει να τον αποφύγει), ο δικαστής στη δημόσια συνεδρίαση του δικαστηρίου επιδοκιμάζει την συμπεριφορά του και τον ενθαρρύνει (Marlowe, 2012, Marlowe et al. 2009, Hora & Stalcup, 2007). Κύριο μέλημα στη διαδικασία είναι η ολοκλήρωση της θεραπείας και η μη χειραγώγηση του συστήματος από τον θεραπευόμενο. Σημαντικό όμως είναι να αντιληφθεί κανείς ότι όλη η διαδικασία διαπνέεται από πνεύμα υποστηρικτικό προς τον θεραπευόμενο και ότι ο δικαστής δεν «καιροφυλακτεί» για να διακόψει τη διαδικασία και να τον παραπέμψει στην κλασσική ποινική διαδικασία για επιβολή ποινής.[8]
Η συμμετοχική παρατήρηση στην παρούσα έρευνα επιβεβαίωσε ότι η θεραπευτική διαδικασία ενσωματώνεται αρμονικά στην ποινική. Έτσι ενώ οι θεραπευτές δεν μπορούν να επιβάλλουν περιοριστική της ελευθερίας ποινή για παραβίαση όρου, ο δικαστής δύναται εάν κριθεί απαραίτητο να διατάξει ακόμη και την κράτηση κατ’ οίκον ή την κράτηση εντός φυλακών για μια ημέρα (συνήθως) ή και περισσότερο (Marlowe, 2012, Marlowe et al. 2009, Hora & Stalcup, 2007). Εάν δεν ολοκληρωθεί η θεραπεία παραπέμπεται η υπόθεση στην ποινική διαδικασία για τον καθορισμό της ποινής, όπως προβλέπεται από την οικεία ποινική νομοθεσία. Αναπόφευκτη συνέπεια αυτής της λειτουργίας του ΔΘΝ είναι η σαφής αντίληψη από τον υπό θεραπεία περί του ότι το ποινικό σύστημα είναι παρόν και δεν μπορεί να διαφύγει ενώ εάν διακόψει θα οδηγηθεί τη φυλακή.
Λόγος – Αντίλογος
Ας δούμε σε αυτό το σημείο κάποια ζητήματα στα οποία απαντούν οι έρευνες σχετικά με τα ΔΘΝ:
Αν και το μοντέλο των ΔΘΝ απευθύνεται σε νέους δράστες, παραμένει ωστόσο προβληματική η περίπτωση των επί έτη τοξικομανών που «εμπλέκονται» συνεχώς στο ποινικό σύστημα:
Η σχέση εγκλήματος και ναρκωτικών είναι περίπλοκη (Clayton & Tuchfeld, 1982). Έχει επίσης αποδειχθεί ότι η καταστολή της εγκληματικής δράσης του εξαρτημένου δεν καταπολεμά την παράλληλη εξάρτησή του από τα ναρκωτικά. Συνεπώς πρέπει να αντιμετωπίσουμε από κοινού το έγκλημα και την εξάρτηση προκειμένου το ποινικό σύστημα να είναι αποτελεσματικό (Hammersley et al., 1989). Η ποινική δικαιοσύνη ασχολείται με ένα πληθυσμό παραβατών οι οποίοι σε σημαντικό αριθμό τους είναι εξαρτημένοι από ναρκωτικές ουσίες (Marlowe, 2003). Είναι δε αποδεδειγμένο ότι οι εξαρτημένοι επιστρέφουν στη φυλακή με νέα εγκλήματα (Deitch et al., 2000). Τα ΔΘΝ προσπαθούν να σταματήσουν το φαινόμενο της κυλιόμενης πόρτας (revolving door phenomenon) (Padfield & Maruna, 2006, Harrison, 2001) δηλαδή την επαναλαμβανόμενη «εμπλοκή» των εξαρτημένων ατόμων στο ποινικό σύστημα. Για το λόγο αυτό στοχεύουν στον συγκεκριμένο πληθυσμό και προσπαθούν να τον απομακρύνουν από την ποινική δικαιοσύνη, θεραπεύοντας την εξάρτηση (Warner & Kramer, 2009). Οι κατηγορούμενοι συνεπώς είναι «βαριές περιπτώσεις» εξαρτημένων ατόμων που πάσχουν και από άλλες ασθένειες (συννοσηρότητα) (π.χ. HIV, ηπατίτιδα, ψυχικές νόσους).[9]
Γιατί πρέπει να επιβλέπει τη θεραπεία ποινικός δικαστής και όχι κοινωνικός λειτουργός ο οποίος να ενημερώνει τον δικαστή, όταν απαιτείται να παρέμβει;
Ο ρόλος του δικαστή όπως έχει αποδειχτεί από τις έρευνες είναι ο σημαντικότερος στο ΔΘΝ, καθώς ενθαρρύνει τη θεραπεία, αποδέχεται τους θεραπευόμενους, ακούει τις θέσεις τους και τους δίνει τη δυνατότητα να βελτιώσουν τη ζωή τους ενώ βρίσκονται σε μια εν εξελίξει δικαστική διαδικασία ακροάσεων και όχι μετά, ή «έξω» από αυτή (Festinger & Lee, 2004). Κρίνεται ουσιώδες να διευκρινιστεί εν προκειμένω ότι η προσέγγιση της θεραπευτικής δικαιοσύνης περιλαμβάνει (Queensland Review, 2016):
- την προώθηση της αλλαγής συμπεριφοράς του ατόμου με απώτερο σκοπό τη συμμόρφωσή του με το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης,
- την υιοθέτηση από το άτομο μιας προσέγγισης που θα προσανατολίζεται στο μέλλον και δεν θα επικεντρώνεται μόνο στην απόδοση ευθύνης και την ενοχή του,
- την υιοθέτηση και αναγνώριση ότι η κοινότητα μπορεί να προστατευθεί όταν θεραπευτούν και είναι υπό παρακολούθηση οι δράστες εγκλημάτων,
- την υιοθέτηση επιστημονικά τεκμηριωμένων προσεγγίσεων και μέτρων που είναι αποτελεσματικά και συμβατά με τις αρχές της ποινικής δικαιοσύνης,
- την αναγνώριση της σημασίας της τήρησης του δίκαιου χαρακτήρα της διαδικασίας.
Ο δίκαιος χαρακτήρας της διαδικασίας συμπεριλαμβάνει:
- την επιβεβαίωση της ιδιότητας του ατόμου ως αυτεξούσιου προσώπου και ισότιμου πολίτη,
- το δικαίωμα του ατόμου στη «φωνή» (voice)[10] στην αξία και τον σεβασμό,
- την αντιμετώπιση του ατόμου με αξιοπρέπεια,
- τον σεβασμό της αξιοπρέπειας των ανθρώπων
- την εφαρμογή ηθικής στη φροντίδα,
- την ενεργητική δικαστική παρέμβαση,
- την ενεργητική συμμετοχή όλων των συμμετεχόντων και
- την ενθάρρυνση της αυτοδιάθεσης και της ατομικής επιλογής.
Όταν το ποινικό σύστημα στοχεύει στη θεραπεία, (μήπως) χάνει τον προσανατολισμό του;
Τα ΔΘΝ αποτελούν έκφραση της θεραπευτικής δικαιοσύνης. O πρώτος που χρησιμοποίησε τον όρο «θεραπευτική δικαιοσύνη» (therapeutic jurisprudence) ήταν ο David Wexler το έτος 1987 (Wexler, 1992). Η έννοια αρχικά συνδέθηκε με την ψυχική υγεία και το δίκαιο (mental health law), (Wexler & Winick, 1990) και αργότερα με τα ποινικά δικαστήρια (Wexler, 1993). Ο Slobogin επαναπροσδιόρισε την έννοια, την οποία αποδέχτηκε ο Wexler, και υποστήριξε ότι η θεραπευτική δικαιοσύνη «χρησιμοποιεί την κοινωνική επιστήμη προκειμένου να μελετήσει σε ποιο βαθμό ένας νομικός κανόνας ή μια πρακτική προάγει την ψυχολογική και σωματική ευεξία των ανθρώπων που επηρεάζει» (Hora et al., 1998). Έκτοτε, η θεραπευτική δικαιοσύνη εξελίχθηκε σε διεπιστημονική προσέγγιση ευρέος φάσματος νομικών θεμάτων (Winick,1997). Σήμερα αποτελεί διεπιστημονική προσέγγιση του δικαίου (King et al., 2014), η οποία έχει στόχο τη μείωση των αρνητικών/αντικοινωνικών τάσεων του ατόμου που έχει παραπεμφθεί ενώπιόν της και την παράλληλη αύξηση των θετικών (Blagg 2007). Τα δικαστήρια για την θεραπεία της εξάρτησης από τις ναρκωτικές ουσίες αποτελούν εφαρμογή της θεραπευτικής δικαιοσύνης, και οι αρχές της εφαρμόζονται για εξαρτημένους κατηγορούμενους (Ηora et al., 1998).
Εάν η πάταξη του εγκλήματος και εν προκειμένω ο πόλεμος κατά των ναρκωτικών είναι το ευρύ πεδίο που «δρα» σε τακτική βάση η ποινική δικαιοσύνη, η μείωση της υποτροπής του εξαρτημένου δράστη μέσω της θεραπευτικής διαδικασίας των ΔΘΝ είναι κομβικό σημείο. Είναι ίσως πολύ σημαντικό να αναφερθεί ότι η επιτηρούμενη θεραπεία από δικαστή, όπως έχει προαναφερθεί στις έρευνες, είχε αυξημένη μείωση της υποτροπής σε σχέση με τη μη επιτηρούμενη, ενώ ο δικαστής είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της επιτυχίας ενός ΔΘΝ. Οι έρευνες (MacKenzie, 2016, Rossman et al., 2011) αναδεικνύουν ως τους πιο αποτελεσματικούς δικαστές των ΔΘΝ αυτούς που δείχνουν σεβασμό στο θεραπευόμενο, είναι ενθουσιώδεις, ακούνε προσεκτικά, ενδιαφέρονται για την πορεία του, γνωρίζουν γι’ αυτόν και την προσωπική του ιστορία, δείχνουν κατανόηση, είναι προβλέψιμοι και δίκαιοι. Η αποτελεσματικότητα επιβεβαιώνεται από το ποσοστό τήρησης της αποχής από την χρήση κατά τη διάρκεια της θεραπείας, της αποφοίτησης από το πρόγραμμα και της μείωσης/εξάλειψης της υποτροπής. Παράλληλα, συνεντεύξεις με τους θεραπευόμενους επιβεβαίωσαν ότι τα υψηλά ποσοστά επιτυχίας συνδυάζονται με το πρόσωπο του δικαστή (Department of Justice Canada report, 2009).
Μήπως μόνο νέοι δικαστές μπορούν να είναι δικαστές ΔΘΝ;
Οι δικαστές Hora και Schma (Ηora et al., 1998), επεσήμαναν ότι ο παραδοσιακός τρόπος απονομής της δικαιοσύνης ο οποίος έχει περιγραφεί ως «φορμαλιστικός», «λογικός» και «μηχανικός» έχει δώσει ιδιαίτερο βάρος στην διαδικασία εντοπισμού του κατάλληλου νόμου και της κατάλληλης νομικής Αρχής για κάθε περίπτωση. Επακόλουθο αυτού είναι οι συνέπειες της δικαστικής απόφασης να μην ενδιαφέρουν τον εφαρμοστή του νόμου. Το σημαντικό για τον δικαστή είναι να εφαρμόζεται ο νόμος όπως προβλέπεται και σύμφωνα με την Αρχή της Νομιμότητας. Ωστόσο, τα ΔΘΝ άλλαξαν το μονοδιάστατο παραδοσιακό μοντέλο της δικαιοσύνης και είχαν επιτυχή αποτελέσματα. Κάποιοι μάλιστα ίσως θεωρήσουν ότι οι αρχαιότεροι δικαστές θα είχαν δυσκολία με αυτή την νέα μορφή δικαστηρίων, αλλά τελικά όσοι είχαν πολυετή πείρα από την ανακύκλωση των εγκληματιών του ποινικού δικαστηρίου στις υποθέσεις των ναρκωτικών έκαναν ένα βήμα προς την κατεύθυνση: “Just do it”. Συγκεκριμένα ο Ανώτερος Αμερικανός Επαρχιακός Δικαστής Jack Weinstein δήλωσε το έτος 1993 σε μια διάλεξη, ότι αποσύρει το όνομά του από την εκδίκαση υποθέσεων ναρκωτικών, διότι όπως είπε: «Απλά δεν μπορώ να επιβάλλω πια άλλη καταδίκη σε ακόμα άλλον ένα φτωχό άνθρωπο του οποίου η παραβατικότητα δεν έχει καμία σοβαρή επιρροή στον κύκλο του εμπορίου των ναρκωτικών». Την ίδια εποχή ο ομοσπονδιακός δικαστής Stanley Marshall επεσήμαινε: «Στο ζήτημα της επιμέτρησης ποινών έχω θεωρηθεί δίκαιος αλλά σκληρός δικαστής. Αυτό όμως που με σκοτώνει είναι να στέλνω τόσους ανθρώπους με χαμηλής ουσιαστικά βαρύτητας εγκληματικότητα στη φυλακή.» Έτσι δικαστές που υπέφεραν από την άσκοπη συνεχή ανακύκλωση των ίδιων κατηγορουμένων (χρηστών και εξαρτημένων) μέσω των παραδοσιακών ποινικών μηχανισμών, βρήκαν διέξοδο και μια νέα προοπτική στα ΔΘΝ.
Τα ΔΘΝ ως εναλλακτική του εγκλεισμού ποινή στην Ελλάδα
Δεν είναι σαφές γιατί η Ευρώπη του ηπειρωτικού δικαίου δεν έχει επιλέξει το μοντέλο αυτού του δικαστηρίου για την αντιμετώπιση της υποτροπής των δραστών που είναι εξαρτημένοι από τα ναρκωτικά. Στην έρευνα των ευρωπαϊκών κρατών που αφορούσε στις εναλλακτικές του εγκλεισμού ποινές αναφέρθηκε διεξοδικά η περίπτωση των ΔΘΝ και προτάθηκε να το «δούμε» ως εναλλακτική λύση του εγκλεισμού (Kruithof et al., 2016). Το Βέλγιο δε, το εφαρμόζει πιλοτικά με επιτυχία (Vander Laenen et al., C., 2015).
Η Ελλάδα έχει φτάσει σε ένα σημείο που η νομοθεσία περί ναρκωτικών έχει πλέον σαφή θεραπευτικοκεντρική προσέγγιση και η θεραπεία συνιστά κυρίαρχο στοιχείο όχι μόνο για τη μη επιβολή ποινής εγκλεισμού, αλλά ακόμη και για την παύση της ποινικής δίωξης (Συμεωνίδου-Καστανίδου, 2017). Συγκριτικές δικονομικές προσεγγίσεις μάς επιτρέπουν να διατυπώσουμε συγκεκριμένες προτάσεις για τη δυνατότητα πιλοτικής εφαρμογής ενός δικαστηρίου στη χώρα μας με συγκεκριμένες προϋποθέσεις λειτουργίας (Σορβατζιώτη, 2018). Η προηγηθείσα δε ανάλυση, μας επέτρεψε να αντιληφθούμε τον τρόπο με τον οποίο οι θεραπευτικοί όροι ενσωματώνονται στην ποινική διαδικασία και ως τέτοιοι ελέγχονται από το δικαστήριο. Η σαφέστατη καθοδήγηση που μπορούμε να έχουμε από την εφαρμοσμένη λειτουργία των ΔΘΝ από το 1989 μέχρι σήμερα στις χώρες που έχει εφαρμοστεί μας επιτρέπει την επιλογή των αποδεδειγμένα βέλτιστων πρακτικών (Marlowe & Meyer, 2011). Οι τυχόν δυσκολίες για την εφαρμογή ίσως να μην βρίσκουν την αιτία τους τόσο στο ποινικοδικονομικό πλαίσιο, όσο στις αντιλήψεις που επικρατούν για την ποινή και τους σκοπούς της, για τη θεραπεία στο ποινικό σύστημα και για το ρόλο των δικαστών και εισαγγελέων στο δικαιικό μας σύστημα.[11] Ενδεχομένως η εμπεριστατωμένη και σε βάθος πληροφόρηση για τη λειτουργία των Δικαστηρίων Θεραπείας της εξάρτησης από τα Ναρκωτικά να επιτρέψει την ευδοκίμηση της εφαρμογής αυτού του μοντέλου δικαστηρίων και στη χώρα μας. Εξάλλου οι έρευνες και οι επί έτη αξιολογήσεις στην Αμερική, τον Καναδά και την Αυστραλία αποδεικνύουν την αποτελεσματικότητα αυτών των δικαστηρίων σε σχέση με τη θεραπεία και την υποτροπή. Είναι μάλλον δύσκολο στη σημερινή Ελλάδα να αποδείξουμε το ανέφικτο της εφαρμογής τους, ειδικά εάν λάβουμε υπ’ όψιν μας την συνεχή ενημέρωση των λειτουργών της ποινικής δικαιοσύνης για ζητήματα που αφορούν την ποινική μεταχείριση του εξαρτημένου δράστη και τη θεραπεία από τις εξαρτήσεις που ήδη έχει ξεκινήσει στη χώρα μας.[12]
Βιβλιογραφία - Αρθρογραφία
- Clayton, R. R., & Tuchfeld, B. S. (1982). The drug-crime debate: Obstacles to understanding the relationship. Journal of Drug Issues, 12(2), 153-166.
- Deitch, D., Koutsenok, I., & Ruiz, A. (2000). The relationship between crime and drugs: what we have learned in recent decades. Journal of Psychoactive Drugs, 32(4), 391-397.
- Festinger, D. S., & Lee, P. A. (2004). Judge is a key component of drug court. Drug Court Review, 4(2), 1-34.
- Hammersley, R., Forsyth, A., Morrison, V., & Davies, J. B. (1989). The relationship between crime and opioid use. British Journal of Addiction, 84(9), 1029-1043.
- Harrison, L. D. (2001). The revolving prison door for drug-involved offenders: Challenges and opportunities. Crime & delinquency, 47(3), 462-485.
- Hora, P. F., & Stalcup, T. (2007). Drug treatment courts in the twenty-first century: The evolution of the revolution in problem-solving courts. Ga. L. Rev., 42, 717.
- Hora, P.F., Schma, W.G. and Rosenthal, J.T., 1998. Therapeutic jurisprudence and the drug treatment court movement: Revolutionizing the criminal justice system's response to drug abuse and crime in America. Notre Dame L. Rev.,74, p.439.
- Kerr, J., Tompkins, C., Tomaszewski, W., Dickens, S., Grimshaw, R., Wright, N., & Barnard, M. (2011). The dedicated drug courts pilot evaluation process study. Ministry of Justice Research Series 1, 11.
- Kruithof, K., Davies, M., Disley, E., Strang, L., & Ito, K. (2016). Study on alternatives to coercive sanctions as response to drug law offences and drug-related crimes. Brussels: European Commission.
- Larsen, J. L., Nylund-Gibson, K., & Cosden, M. (2014). Using latent class analysis to identify participant typologies in a drug treatment court. Drug and alcohol dependence, 138, 75-82.
- MacKenzie, B. (2016). The judge is the key component: The importance of procedural fairness in drug-treatment courts. Ct. Rev., 52, 8.
- Marlowe, D. B. (2003). Integrating substance abuse treatment and criminal justice supervision. Science & practice perspectives, 2(1), 4.
- Marlowe, D. B., & Meyer, J. W. G. (2011). The Drug Court Judicial Benchbook. Updated 2017.
- Marlowe, D. B., (2012). Behavior modification 101 for drug courts: Making the most of incentives and sanctions.
- Marlowe, D. B., Festinger, D. S., Arabia, P. L., Dugosh, K. L., Benasutti, K. M., & Croft, J. R. (2009). Adaptive interventions may optimize outcomes in drug courts: A pilot study. Current psychiatry reports, 11(5), 370-376.
- NADCP & NDCI (2015). List of Incentives and Sanctions
- Padfield, N., & Maruna, S. (2006). The revolving door at the prison gate: Exploring the dramatic increase in recalls to prison. Criminology & Criminal Justice, 6(3), 329-352.
- Rossman, S. B., Roman, J. K., Zweig, J. M., Rempel, M., Lindquist, C. H., Willison, J. B., & Fahrney, K. (2011). The multi-site adult drug court evaluation: Study overview and design. Washington, DC: Urban Institute.
- Sorvatzioti D. (2018). Sentencing drug addiction. A comparative approach in Common and Continental legal systems. https://www.youtube.com/watch?v=RGkRI62l-8g
- Vander Laenen, F., Vanderplasschen, W., & Wittouck, C. (2015). Outcome and recidivism study of the Ghent drug treatment court. Conclusions and recommendations. Summary.
- Warner, T. D., & Kramer, J. H. (2009). Closing the revolving door? substance abuse treatment as an alternative to traditional sentencing for drug-dependent offenders. Criminal Justice and Behavior, 36(1), 89-109
- Σορβατζιώτη Δ. (2017).Το εφαρμοσμενο μοντελο του ειδικου δικαστηριου για την θεραπεια απο την εξαρτηση ναρκωτικων ουσιων. Εξαρτήσεις τ. 2
- Σορβατζιώτη Δ. (2018). Τα Ποινικά Δικαστήρια Θεραπείας από τα Ναρκωτικά. Δικαιοσυγκριτική προσέγγιση και προτάσεις για εφαρμογή τους στο Ελληνικό σύστημα δικαίου. ΠοινΔικ τ. 11
- Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε. (2017). Μεταξύ θεραπείας και καταστολής: Η ποινική μεταχείριση των εξαρτημένων δραστών αξιόποινων πράξεων. ΠοινΔικ τ.11
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Τα Δικαστήρια Θεραπείας της Εξάρτησης από τα Ναρκωτικά (ΔΘΝ) (Drug Treatment Courts, DTC) αποτελούν τμήμα της έρευνας: “Sentencing in Criminal Justice System. Towards a common European perspective. A comparative approach in common and continental law systems” (Η επιβολή ποινής στο Σύστημα Ποινικής Δικαιοσύνης. Προς μια κοινή Ευρωπαϊκή προοπτική. Μια συγκριτική προσέγγιση του ηπειρωτικού και του κοινοδικαιικού συστήματος δικαίου). Οι χώρες των οποίων τα συστήματα ερευνώνται είναι η Ελλάδα, η Κύπρος και ο Καναδάς. Η έρευνα έχει χρηματοδοτηθεί από το Ίδρυμα “Universitas” μέσω του Ιδρύματος Ερευνών του Πανεπιστημίου Λευκωσίας (University of Nicosia Research Foundation, UNRF). H πρόταση που προέκυψε από την έρευνα αυτή σχετικά με την υιοθέτηση του μοντέλου των ΔΘΝ στην ελληνική έννομη τάξη στηρίζεται στα πορίσματα από διεθνείς ποσοτικές και ποιοτικές έρευνες, στη βιβλιογραφία και στην ερευνητική δραστηριότητα της γράφουσας που βασίστηκε στη μέθοδο της συμμετοχικής παρατήρησης. Η συμμετοχική παρατήρηση, όπως διεξήχθη, είχε δύο παραλλαγές: εντατική παρακολούθηση υποθέσεων στο ακροατήριο χωρίς δυνατότητα παρέμβασης και εντατική παρακολούθηση μη δημοσίων συνεδριάσεων πριν τη διαδικασία στο ακροατήριο, με δυνατότητα παρέμβασης. Η παρέμβαση κρίθηκε ιδιαίτερα σημαντική καθώς μέσω αυτής μπορούσαν να διευκρινιστούν θέματα που αφορούσαν όχι μόνο την ποινική διαδικασία αλλά και την αξιολόγηση για την παραπομπή, το θεραπευτικό πλάνο, την αξιολόγηση της πορείας από την ομάδα, την παρέμβαση του δικαστή στις θεραπευτικές θέσεις, ιδίως ως προς την αποπομπή κάποιου από το πρόγραμμα λόγω παραβίασης όρου, την ευελιξία στη λήψη αποφάσεων και τέλος το ρόλο της ομάδος σε συνδυασμό με τον ηγετικό ρόλο του δικαστή. Η ποιοτική έρευνα διεξήχθη στα δικαστήρια της Ottawa στον Καναδά, τα έτη 2016-2018. Παρακολουθήθηκαν συνολικά 67 υποθέσεις τόσο στο στάδιο των μη δημοσίων συναντήσεων της ομάδας του ΔΘΝ, που λαμβάνει χώρα πριν την επ’ ακροατηρίω διαδικασία, όσο και στο στάδιο της διαδικασίας στο ακροατήριο. Για την παρακολούθηση των κλειστών διασκέψεων σε συμβούλιο πριν την επ’ ακροατηρίω διαδικασία είχε ληφθεί ειδική άδεια από τους Προέδρους των Δικαστηρίων και τον Ομοσπονδιακό Εισαγγελέα του Καναδά, ο οποίος συμμετείχε στη διαδικασία. Από το σύνολο των υποθέσεων, οι 37 αφορούσαν εξαρτημένους ενήλικους άνδρες και γυναίκες, οι οποίοι είχαν διαπράξει αδικήματα είτε σχετικά με ναρκωτικά είτε άλλα που συνδέονταν αιτιωδώς με την εξάρτηση και είχαν γίνει δεκτοί μετά από αίτησή τους στο ΔΘΝ και 30 υποθέσεις αφορούσαν νέες αιτήσεις. Ο χρόνος που οι 37 θεραπευόμενοι είχαν παραμείνει στο πρόγραμμα διέφερε μεταξύ των. Δύο από τις υποθέσεις αφορούσαν αποφοιτήσεις. Στις 30 υποθέσεις των νέων αιτήσεων, παρακολουθήθηκε η διαδικασία ελέγχου των κριτηρίων παραπομπής στο ΔΘΝ και τα προπαρασκευαστικά στάδια, συμπεριλαμβανομένης σε έξι περιπτώσεις της πρώτης δικαστικής ακρόασης. Οι παρατηρήσεις και τα πορίσματα αυτής της ποιοτικής έρευνας ταυτίστηκαν με τις δημοσιευμένες έρευνες ιδίως ως προς τα κριτήρια παραπομπής, τη διαδικασία, τη σημασία της λειτουργίας της δικαστικής ομάδος του ΔΘΝ και του σημαντικού ρόλου του δικαστή στην επιτυχή ολοκλήρωση του θεραπευτικού προγράμματος. (βλ και Σορβατζιώτη Δ. Τα Ποινικά Δικαστήρια Θεραπείας από τα Ναρκωτικά. Δικαιοσυγκριτική προσέγγιση και προτάσεις για εφαρμογή τους στο Ελληνικό σύστημα δικαίου. Ποιν. Δικ/νη 11/2018, Σορβατζιώτη Δ. Το εφαρμοσμένο μοντέλο του ειδικού δικαστηρίου για τη θεραπεία από την εξάρτηση ναρκωτικών ουσιών, Εξαρτήσεις τ. 28, 2017).
[2] Η ορισμένη διάρκεια του προγράμματος καθιστά τη διαδικασία αφενός ελεγχόμενη χρονικά και αφετέρου διαχειρίσιμη ως προς το αποτέλεσμα ή μη της θεραπευτικής διαδικασίας. Αυτά τα δύο στοιχεία δεν συναντώνται όταν ο υπό θεραπεία αναβάλλει συνεχώς την ποινική διαδικασία εν όψει θεραπευτικού προγράμματος που παρακολουθεί χωρίς δικαστική επιτήρηση. Η ενημέρωση δε του εισαγγελέα για την τυχόν διακοπή του δεν καθιστά τη διαδικασία επιτηρούμενη αλλά μόνο την διακοπή αυτής.
[3] Με τον όρο «ενεργό μέλος στη κοινωνία» εννοείται ότι εργάζεται ή σπουδάζει και γενικά είναι λειτουργικός στις προσωπικές, οικογενειακές και κοινωνικές του σχέσεις. Ο στόχος είναι να «αποδοθεί» από το ποινικό σύστημα ως υγιής και φορολογούμενος λειτουργικός πολίτης.
[4] Ας μην ξεχνάμε ότι στο κοινοδίκαιο δεν προβλέπεται μετατροπή της ποινής σε χρηματική ενώ η αναστολή της ποινής δεν ήταν και δεν είναι υποχρεωτική εκτός και εάν προβλέπεται πλέον νομολογικά ή με ρητή διάταξη στα σύγχρονα συστήματα.
[5] Πράγματι τα ΔΘΝ αυξήθηκαν εν τω μεταξύ σε μεγάλο αριθμό. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέχονται στη Διεθνή Ένωση Δικαστηρίων για την θεραπεία από τα ναρκωτικά (IADTC) τέτοια δικαστήρια εκτός από τις ΗΠΑ και τον Καναδά λειτουργούν επίσης στην Αυστραλία, στη Νέα Ζηλανδία, στη Τζαμάικα, στο Μεξικό, στη Χιλή, στη Βραζιλία, στις Βερμούδες, στα νησιά Κέυμαν, στη Μεγάλη Βρετανία και Ουαλία, στη Σκωτία, στη Νορβηγία, στο Βέλγιο και στην Ιρλανδία.
[6] Ως προκοινωνική συμπεριφορά ορίζεται αυτή που συνδέεται με την αίσθηση ευθύνης μέσα σε μια κοινότητα, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε εθελούσια παροχή βοήθειας και είναι συνέπεια κυρίως της ανάπτυξης της ενσυναίσθησης. Ειδικά για τις περιπτώσεις των τοξικοεξαρτημένων στα ΔΘΝ, βλ. Burdon, W. M., Roll, J. M., Prendergast, M. L., & Rawson, R. A. (2001). Drug courts and contingency management. Journal of Drug Issues, 31(1), 73-90; Litt, M. D., & Mallon, S. D. (2003). The design of social support networks for offenders in outpatient drug treatment. Fed. Probation, 67, 15.
[7] Παρουσιάζονται ορισμένοι όροι που διαπιστώθηκαν στις υπό παρακολούθηση υποθέσεις της παρούσας έρευνας και είναι συνηθισμένοι στη διαδικασία των ΔΘΝ, όπως προέκυψε και από τις συνεντεύξεις. Η βιβλιογραφία – αρθρογραφία δεν παρουσιάζει λεπτομέρειες για τους περιοριστικούς όρους των ΔΘΝ. Κρίθηκε κατά την έρευνα αυτή, ότι είναι σημαντικό να εξακριβωθεί το περιεχόμενο των όρων προκειμένου να γίνει αντιληπτό ποιους όρους επιβλέπει ο ποινικός δικαστής και πώς ή εάν παρεμβαίνει στη θεραπευτική διαδικασία. Οι όροι παρουσιάζονται για πρώτη φορά στην παρούσα δημοσίευση η οποία συνδέεται με την έρευνα. Βλ. επίσης Marlowe, D. B., & Meyer, J. W. G. (2011). The Drug Court Judicial Benchbook. (Updated 2017). Είναι σημαντικό να ειπωθεί ότι η ρηματική διατύπωση έχει συναινετικό χαρακτήρα και όχι απαγορευτικό-κατασταλτικό (εκτός από τον όρο 11 που αφορά στον έλεγχο της χρήσης ουσιών ) κυρίως επειδή οι όροι επιβάλλονται με τη συναίνεση του κατηγορουμένου – θεραπευμένου και όχι ως «δικαστική επιλογή» για την αντικατάσταση του εγκλεισμού.
[8] H παρατήρηση των συνεδριάσεων πριν τη διαδικασία στο ακροατήριο επέτρεψε να διευκρινιστεί το ζήτημα αυτό και να ελεγχθεί το θέμα της χειραγώγησης από τον θεραπευόμενο. Ειδικά για το ζήτημα του ρόλου του δικαστή σε αυτή τη διαδικασία βλ. Σορβατζιώτη Δ. (2017) Το εφαρμοσμενο μοντελο του ειδικου δικαστηριου για την θεραπεια απο την εξαρτηση ναρκωτικων ουσιων. Εξαρτήσεις τ. 28, όπου παρουσιάζεται αναλυτικά μία περίπτωση θεραπευόμενου, το πώς συζητήθηκε το θέμα της χειραγώγησης και ποιά «έξυπνη» ποινή επιβλήθηκε.
[9] Βλ. ενδεικτικά την έρευνα: Outcome Evaluation of the Ottawa Drug Treatment Court Pilot Project. [https://cadtc.org/wp-content/uploads/2015/02/2008-DTCO-Evaluation-Final.pdf, ανάκτηση 07.04.2019]
[10] Με τον όρο «φωνή» εννοείται η δυνατότητα που παρέχεται στον θεραπευόμενο να απευθύνεται προφορικά στο δικαστήριο.
[11] Βλ. σχετική ανάλυση των δύο συστημάτων και των ρόλων δικαστών και εισαγγελέων στη διάλεξη στο Διεθνές Κέντρο Συγκριτικής Εγκληματολογίας, ( CiCC), Πανεπιστήμιο Μόντρεαλ, Καναδάς, Σορβατζιώτη (2018) Sentencing drug addiction. A comparative approach in Common and Continental legal systems https://www.youtube.com/watch?v=RGkRI62l-8g
[12] Τόσο μέσω των εκπαιδεύσεων από το ΚΕΘΕΑ το 2019, όσο και από το μεταπτυχιακό πρόγραμμα Ποινικό Δίκαιο και Εξαρτήσεις που προσφέρεται από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και το Πανεπιστήμιο Λευκωσίας σε συνεργασία με το ΚΕΘΕΑ η χώρα μας προετοιμάζει συνεχώς επιστήμονες και λειτουργούς με εξειδικευμένες γνώσεις επί του πεδίου.