Ο νόμος 4557/2018 (ΦΕΚ Α΄ 139/30.07.2018) ενσωμάτωσε στην ελληνική έννομη τάξη την Οδηγία 2015/849/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ης Μαΐου 2015 σχετικά με την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (4η Οδηγία)[1]. Η πρώτη Οδηγία για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων υιοθετήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση το 1991. Έκτοτε το κανονιστικό πλαίσιο αναθεωρείται διαρκώς, προκειμένου να ανταποκρίνεται στους σύγχρονους κινδύνους, και προοδευτικά ενισχύεται.
Στόχος του Ευρωπαίου νομοθέτη είναι η προστασία του χρηματοπιστωτικού τομέα και της εσωτερικής αγοράς της Ένωσης από τη ροή παρανόμου χρήματος αλλά και της κοινωνίας από το έγκλημα. Βέβαια, οι στόχοι αυτοί θα πρέπει να σταθμίζονται έναντι της ανάγκης για δημιουργία ενός ρυθμιστικού περιβάλλοντος που θα επιτρέπει στις επιχειρήσεις να αναπτύσσονται χωρίς να υφίστανται δυσανάλογο κόστος συμμόρφωσης, το οποίο θα έπληττε την οικονομική τους ελευθερία[2].
Εξάλλου, με δεδομένο ότι οι πράξεις νομιμοποίησης εσόδων έχουν συχνά διασυνοριακό χαρακτήρα, ο Ευρωπαίος νομοθέτης αποσκοπεί και στην ενίσχυση της διεθνούς συνεργασίας, υιοθετώντας τις διεθνείς συστάσεις που αφορούν στην ανάληψη αποτελεσματικότερων και πιο συντονισμένων δράσεων στον τομέα της καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας[3].
Ο ν. 4557/2018 αντικαθιστά τις αντίστοιχες διατάξεις του προγενέστερου ν. 3691/2008. Ειδικότερα επισημαίνονται τα εξής:
Α. Το αδίκημα της νομιμοποίησης
1. Στο άρθρο 2 του ν. 4557/2018 ενσωματώνεται το άρθρο 1 της Οδηγίας 849/2015, στο οποίο ορίζεται το πεδίο εφαρμογής του αδικήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Συγκεκριμένα, τυποποιούνται ως έγκλημα οι ακόλουθες πράξεις:
«α) η μετατροπή ή μεταβίβαση περιουσίας εν γνώσει του γεγονότος ότι προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοια δραστηριότητα με σκοπό την απόκρυψη ή συγκάλυψη της παράνομης προέλευσής της ή την παροχή συνδρομής σε οποιονδήποτε ενέχεται στη δραστηριότητα αυτή για να αποφύγει τις έννομες συνέπειες των πράξεων του,
β) η απόκρυψη ή η συγκάλυψη της αλήθειας, όσον αφορά τη φύση, την προέλευση, τη διάθεση, τη διακίνηση ή τη χρήση περιουσίας ή τον τόπο όπου αυτή αποκτήθηκε ή βρίσκεται ή την κυριότητα επί περιουσίας ή σχετικών με αυτή δικαιωμάτων, εν γνώσει του γεγονότος ότι η περιουσία αυτή προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοια δραστηριότητα,
γ) η απόκτηση, κατοχή ή χρήση περιουσίας, εν γνώσει κατά το χρόνο της κτήσης ή της διαχείρισής της, του γεγονότος ότι η περιουσία προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοια δραστηριότητα,
δ) η χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα με την τοποθέτηση σε αυτόν ή τη διακίνηση μέσω αυτού εσόδων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες, με σκοπό να προσδοθεί νομιμοφάνεια στα εν λόγω έσοδα,
ε) η σύσταση οργάνωσης ή ομάδας δυο τουλάχιστον ατόμων για τη διάπραξη μιας ή περισσοτέρων από τις πράξεις που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄- δ΄ και η συμμετοχή σε τέτοια οργάνωση ή ομάδα,
στ) η απόπειρα διάπραξης, η υποβοήθηση, η υποκίνηση, η διευκόλυνση ή η παροχή συμβουλών σε τρίτο για τη διάπραξη μιας ή περισσοτέρων από τις πράξεις που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄- δ΄.»
Κατ’ ουσίαν στο νέο νόμο διατηρούνται οι πράξεις που αποτελούσαν μορφές τέλεσης του αδικήματος της νομιμοποίησης σύμφωνα με τον προϊσχύσαντα ν. 3691/2008, ενώ προστίθεται το στοιχείο στ΄ ως «νέα μορφή» διάπραξης του αδικήματος. Η προσθήκη αυτή, η οποία φαίνεται ότι αποτελεί απλή αναπαραγωγή του κειμένου της Οδηγίας 2015/849/ΕΕ (άρθρο 1 παρ. 3 περ. δ΄), δεν ήταν απαραίτητη, διότι τα σχετικά ζητήματα εδύναντο να επιλυθούν σύμφωνα με τις διατάξεις του γενικού ποινικού δικαίου περί απόπειρας και συμμετοχής.
Ειδικά σε σχέση με την «παροχή συμβουλών σε τρίτο» (άρθρο 2 παρ. 2 στ΄ ν. 4557/2018), ως μορφή νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, επισημαίνεται ότι η Οδηγία αναφέρει ότι «η παροχή νομικών συμβουλών εξακολουθεί να υπόκειται στην υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου, εκτός αν ο ίδιος ο επαγγελματίας νομικός συμμετέχει σε νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή σε χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, εάν οι νομικές συμβουλές παρέχονται με σκοπό τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας ή εάν ο επαγγελματίας νομικός γνωρίζει ότι ο πελάτης ζητά νομικές συμβουλές με σκοπό τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας». Το ίδιο ισχύει και για υπηρεσίες άμεσα συγκρίσιμες[4].
Σύμφωνα με την κρατούσα άποψη, η παροχή συμβουλών στον αυτουργό μπορεί να αποτελεί είτε ψυχική είτε υλική συνέργεια, ανάλογα με τη φύση του εμποδίου που υπερνικάται, αν πρόκειται δηλαδή για ψυχικό ή υλικό εμπόδιο. Υποστηρίζεται, ωστόσο, και ότι η παροχή συμβουλών συνιστά αποκλειστικά μορφή ψυχικής συνέργειας[5]. Η διάκριση είναι σημαντική για το ύψος της ποινής, καθώς η υλική συνέργεια μπορεί να είναι άμεση συνέργεια τιμωρούμενη με την ποινή του αυτουργού, ενώ η ψυχική συνέργεια είναι απλή συνέργεια που τιμωρείται με ποινή ελαττωμένη[6]. Όπως προαναφέρθηκε, η ανωτέρω αξιόποινη συμπεριφορά θα μπορούσε να αντιμετωπισθεί με τις υπάρχουσες διατάξεις του γενικού μέρους του Ποινικού Κώδικα. Εντούτοις, ο Έλληνας νομοθέτης, ενδεχομένως χάριν σαφήνειας, ενέταξε ρητώς την περιγραφόμενη συμπεριφορά στις πράξεις νομιμοποίησης.
2. Για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης του αδικήματος απαιτείται γνώση της προέλευσης της περιουσίας (dolus directus). Ωστόσο, ειδικώς στην περίπτωση της τοποθέτησης ή διακίνησης εγκληματικών εσόδων στον χρηματοπιστωτικό τομέα (υπό δ΄) η γνώση της προέλευσης της περιουσίας δεν προϋποτίθεται, με αποτέλεσμα να αρκεί ο ενδεχόμενος δόλος (άρ. 27 παρ.1 ΠΚ). Επιπλέον, στις υποστάσεις της τοποθέτησης ή διακίνησης εγκληματικών εσόδων στον χρηματοπιστωτικό τομέα και της επιδίωξης (υπό α΄) προβλέπεται η συνδρομή σκοπού απόκρυψης ή συγκάλυψης της παράνομης προέλευσής της περιουσίας, διαμορφώνοντας τις περιπτώσεις αυτές ως εγκλήματα υπερχειλούς υποκειμενικής υποστάσεως[7].
Περαιτέρω, αξιοσημείωτο είναι ότι ο νέος νόμος ορθώς παρέλειψε την παράγραφο 5 του άρθρου 2 του ν. 3691/2008, σύμφωνα με την οποία «η γνώση, η πρόθεση ή ο σκοπός που απαιτούνται ως στοιχεία του πραγματικού των αδικημάτων των παραγράφων 2 και 3 μπορούν να συνάγονται και από τις συντρέχουσες πραγματικές περιστάσεις». Όπως παρατηρείται στην αιτιολογική έκθεση, τα ως άνω στοιχεία καλύπτονται ήδη πλήρως στο παρ’ ημίν δίκαιο ενόψει της αρχής της ηθικής αποδείξεως που κατοχυρώνεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 177 του ΚΠΔ. Η εν λόγω αρχή αναλύεται επιμέρους στη δυνατότητα του δικαστή να αξιοποιήσει οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο για το σχηματισμό δικανικής πεποιθήσεως και στην ελεύθερη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων με γνώμονα τη συνείδηση του δικαστή, χωρίς αναφορά σε ειδικούς κανόνες (ηθική απόδειξη stricto sensu)[8]. Η υπό κρίση διάταξη δεν θα μπορούσε να μεταβάλει το ισχύον δίκαιο της αποδείξεως. Είχε εισαχθεί έτσι μάλλον ως αποτυχημένη προσπάθεια συμμόρφωσης με την ευρωπαϊκή νομοθεσία και με τις συστάσεις της Ομάδας Χρηματοοικονομικής Δράσης (FATF)[9].
3. Για τις περιπτώσεις που η προς νομιμοποίηση περιουσία έχει προέλθει από βασικό αδίκημα τελεσθέν στην αλλοδαπή, ο ν. 4557/2018 προβλέπει (άρθρο 2 παρ. 3) ότι το αδίκημα της νομιμοποίησης στοιχειοθετείται, εφόσον το εν λόγω βασικό αδίκημα είναι αξιόποινο και στην ημεδαπή (αρχή του διττού αξιοποίνου).
4. Το άρθρο 4 του ενσωματούντος την Οδηγία νόμου περιλαμβάνει τα βασικά αδικήματα της νομιμοποίησης εσόδων συνδυάζοντας τον κατάλογο των βασικών αδικημάτων με τη γενική ρήτρα (στοιχείο ιη΄), όπως και ο προγενέστερος αυτού νόμος. Ο ορισμός των υπό στοιχεία θ΄, ιγ΄ και ιε΄ βασικών αδικημάτων διαφοροποιείται προκειμένου να παραπέμπει στις σήμερα ισχύουσες διατάξεις και, επιπλέον, δίνεται ο νέος ορισμός του αδικήματος της φοροδιαφυγής και της μη καταβολής χρεών προς το δημόσιο. Σημειώνεται ότι με την Οδηγία 2015/849/ΕΕ τα φορολογικά αδικήματα εντάσσονται για πρώτη φορά ρητώς στον ορισμό της εγκληματικής δραστηριότητας (άρθρο 3 σημ. 4 στοιχ. στ΄ της Οδηγίας) σε συμμόρφωση προς τις συστάσεις της FATF. Τομή του νέου νόμου είναι ο εμπλουτισμός του βασικού καταλόγου με τα αδικήματα της «εμπορίας επιρροής-μεσάζοντες» και της «δωροδοκίας και δωροληψίας στον ιδιωτικό τομέα» (άρθρα 237Α και 237Β ΠΚ). Με την αλλαγή αυτή επιδιώχθηκε η κάλυψη της μη ποινικά τυποποιημένης έννοιας της διαφθοράς (corruption) και η συμμόρφωση της χώρας σε διεθνείς προτροπές για ένταξη στην έννομη τάξη της όλων των αδικημάτων της Σύμβασης του ΟΗΕ κατά της διαφθοράς (UNCAC).
Β. Οι διατάξεις περί κατάσχεσης, δήμευσης και απαγόρευσης εκποίησης
Με τα άρθρα 40-42 και 48 του ν. 4557/2018 ρυθμίζονται τα θέματα που αφορούν την κατάσχεση, δήμευση και δέσμευση/απαγόρευση εκποίησης περιουσιακών στοιχείων, τα οποία αποτελούν προϊόντα βασικού αδικήματος ή πράξης νομιμοποίησης εσόδων ή που έχουν αποκτηθεί αμέσως ή εμμέσως από προϊόν τέτοιων αδικημάτων, καθώς και των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν ή προορίζονται προς χρήση για την τέλεση των ως άνω αδικημάτων.
Ειδικότερα, από τα ανωτέρω άρθρα χρήζουν επισήμανσης τα εξής:
1. Με το άρθρο 40 παρ. 2 εδ. γ-δ του ν. 4557/2018 ορίζεται πλέον ότι η δήμευση δεν θίγει τα προϋφιστάμενα περιουσιακά δικαιώματα των καλόπιστων τρίτων επί των υπό δήμευση περιουσιακών στοιχείων. Η νέα αυτή διάταξη προστέθηκε σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 2014/42/ΕΕ σχετικά με τη δέσμευση και τη δήμευση οργάνων και προϊόντων εγκλήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση[10]. Σκοπός της νέας διάταξης είναι να επιτευχθεί ισορροπία μεταξύ της προστασίας των εμπραγμάτων και περιουσιακών δικαιωμάτων των καλόπιστων τρίτων και του σκοπού δημοσίου συμφέροντος της πρόληψης και καταπολέμησης του οργανωμένου εγκλήματος διά της αποστέρησης των προϊόντων του[11].
2. Με το άρθρο 42 ενσωματώνονται τα άρθρα 58 και 59 της Οδηγίας 2015/849/ΕΕ που αφορούν στη δέσμευση και την απαγόρευση εκποίησης περιουσιακών στοιχείων. Δέσμευση είναι η απαγόρευση κίνησης κάθε είδους λογαριασμών, τίτλων ή χρηματοπιστωτικών προϊόντων τηρουμένων σε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα ή οργανισμό αλλά και ανοίγματος θυρίδων θησαυροφυλακίου του κατηγορουμένου, η οποία διατάσσεται στα πλαίσια είτε κύριας ανάκρισης, είτε προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης με διάταξη ανακριτή ή βούλευμα δικαστικού συμβουλίου αντίστοιχα. Με τις νέες διατάξεις αντικαθίσταται η υποχρέωση «επίδοσης» από την «με κάθε μέσο γνωστοποίηση» της διάταξης του ανακριτή ή του βουλεύματος που διατάσσει τη δέσμευση προς τα πιστωτικά ιδρύματα ή τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς. Ως όριο τίθεται η δυνατότητα έγγραφης απόδειξης και διαπίστωσης της γνησιότητας αυτών. Ακολούθως, η απαγόρευση κίνησης εκκινεί από την αποδεδειγμένη γνωστοποίηση της διάταξης ή του βουλεύματος (παρ. 2). Η ρύθμιση αποβλέπει στην ταχύτερη και πιο έγκαιρη επιβολή των μέτρων, ενισχύοντας την ευελιξία και αποτελεσματικότητά τους, χωρίς όμως να θίγονται τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, καθώς διατηρείται η υποχρέωση επίδοσης της διάταξης σε αυτόν. Στη λογική της προστασίας του κατηγορουμένου κινείται και η πρόβλεψη της υποχρεωτικής επίδοσης, στην περίπτωση ύπαρξης θυρίδας, και στον πληρεξούσιο του μισθωτή.
3. Καινοτομία του ν. 4557/2018 αποτελεί η απαγόρευση εκποίησης όχι μόνον ακινήτων, αλλά και άλλων ειδικών περιουσιακών στοιχείων του κατηγορουμένου (άρθρο 42 παρ. 3). Πρόκειται για ειδικά περιουσιακά στοιχεία, όπως τα πλοία, για τα οποία υφίστανται αρμόδιες αρχές καταχώρησης μεταβολών κυριότητας και βαρών, όπως φαίνεται με την θέσπιση υποχρέωσης γνωστοποίησης της διάταξης ή του βουλεύματος (αντιστοίχως με την περίπτωση δέσμευσης) στον προϊστάμενο του νηολογίου ή άλλης αρμόδιας υπηρεσίας προς καταχώρηση της σχετικής εγγραφής. Η εν λόγω διάταξη κρίνεται επιτυχής, καθώς διευρύνει τη δυνατότητα των αρχών να δεσμεύουν ευρύτερο κύκλο πραγμάτων με παράνομη προέλευση, και τελικώς να εμποδίζουν τη διακίνησή τους.
4. Μια ακόμα σημαντική προσθήκη εντοπίζεται στο άρθρο 48 παρ. 2 εδ. δ΄, με το οποίο εισάγεται για πρώτη φορά η δυνατότητα προσωρινής δέσμευσης περιουσίας ή αναστολής εκτέλεσης συναλλαγής από τον Πρόεδρο της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες σε επείγουσες περιπτώσεις, όταν συντρέχει υπόνοια ότι η περιουσία ή η συναλλαγή σχετίζεται με νομιμοποίηση εσόδων ή με χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Η προσωρινή δέσμευση ή αναστολή διατάσσεται και όταν ζητείται από αντίστοιχη αρχή άλλου κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η βασιμότητα της υπόνοιας διερευνάται το συντομότερο και πάντως μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) εργάσιμων ημερών. Αν δεν επιβεβαιωθεί, η προσωρινή δέσμευση ή αναστολή αίρεται από τον Πρόεδρο και πάντως αίρεται αυτοδικαίως μετά την παρέλευση της προθεσμίας. Αν, ωστόσο, από την έρευνα προκύπτουν βάσιμες υπόνοιες για τέλεση των αδικημάτων, ο Πρόεδρος διατάσσει τη δέσμευση κατά τους ορισμούς του άρθρου 42 παρ. 5.
Παρατηρείται και εν προκειμένω η ανάγκη για ταχύτατη αντίδραση των αρμοδίων αρχών, αλλά και για ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών στην καταπολέμηση του ξεπλύματος, ενόψει του αυστηρού χρονικού πλαισίου που τίθεται για την εφαρμογή της ως άνω δυνατότητας. Σε κάθε περίπτωση, είναι σαφές ότι η προσωρινή δέσμευση ή αναστολή από τον Πρόεδρο της Αρχής θα πρέπει να τηρεί τις επιταγές της αναλογικότητας και της επαρκούς αιτιολογίας.
Είναι εμφανές ότι οι νέες διατάξεις για τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες θέτουν αυστηρότερο πλαίσιο προστασίας από τη ροή παράνομου χρήματος. Προς την κατεύθυνση αυτή σημαντική είναι η συμπερίληψη των αδικημάτων των άρθρων 237A και 237Β ΠΚ στα βασικά αδικήματα. Ομοίως, οι διατάξεις για τη δέσμευση και απαγόρευση εκποίησης διευρύνουν ιδιαίτερα τις δυνατότητες των διωκτικών αρχών και προσδίδουν μεγαλύτερη ταχύτητα στο έργο τους. Τέλος, ο νέος νόμος προσπάθησε να εξασφαλίσει την προστασία των καλόπιστων τρίτων σε περιπτώσεις δήμευσης, ωστόσο δεν έδωσε λύσεις στα προβληματικά ζητήματα της δήμευσης χωρίς καταδικαστική απόφαση και της δήμευσης σε βάρος μη καταδικασθέντων τρίτων.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Ήδη η Ελλάδα παραπέμφθηκε στο ΔΕΕ λόγω καθυστέρησης ενσωμάτωσης βλ. http://europa.eu/rapid/press-release_IP-18-4491_en.htm.
[2] Παρ. 2 του Προοιμίου της Οδηγίας.
[3] Παρ. 4 του Προοιμίου της Οδηγίας.
[4] Παρ. 9-10 του Προοιμίου της Οδηγίας.
[5] Μυλωνόπουλος Χ., Ποινικό Δίκαιο Γενικό Μέρος ΙΙ, 2008, σελ. 253-254.
[6] Μυλωνόπουλος Χ., ό.π., σελ. 252-253.
[7] Καμπέρου-Ντάλτα, Ο νόμος 3691/2008 για το ξέπλυμα βρόμικου χρήματος, 2009, σελ. 11 επ.
[8] Ανδρουλάκης Ν., Θεμελιώδεις Έννοιες της Ποινικής Δίκης, 2012, σελ. 295-296
[9] Τσιρίδης, Ο νέος νόμος για το ξέπλυμα χρήματος, 2009, σελ. 101-103. Η Ομάδα Χρηματοοικονομικής Δράσης (Financial Action Task Force-FATF) είναι διακυβερνητική ομάδα δράσης που συγκροτήθηκε το 1989, η οποία καταρτίζει πολιτικές για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και εκδίδει συστάσεις, δηλαδή διαμορφώνει ένα πλαίσιο μέτρων που τα κράτη πρέπει να εφαρμόζουν.
[10] Άρθρο 6 παρ. 2 και άρθρο 8 παρ. 9 της Οδηγίας 2014/42/ΕΕ.
[11] Παρ. 1 του Προοιμίου της Οδηγίας 2014/42/ΕΕ.