Συχνά φαίνεται ότι ως άτομα, αλλ’ ενίοτε και συλλογικά ως κοινωνίες, υποφέρουμε από το φαινόμενο της γνωστικής ασυμφωνίας (cognitive dissonance), το οποίο και εκδηλώνεται όταν νεοπροσλαμβανόμενες πληροφορίες θέτουν σε αμφισβήτηση τις μέχρι πρότινος απόψεις, ιδέες, πεποιθήσεις, αξίες ή τα συναισθήματά μας, το οικοδόμημα που στηρίζει την στάση μας απέναντι στον υπόλοιπο κόσμο και τα πράγματα, ή περαιτέρω μας εξέλκουν βυθού τινός αγνοίας. Η δημιουργούμενη αυτή ασυμφωνία μεταξύ των μέχρι πρότινος εσωτερικών μας πεποιθήσεων και των αποκλινόντων πλέον εξωτερικών ερεθισμάτων μάς προκαλεί ένα αίσθημα έντονης δυσαρέσκειας, με αποτέλεσμα να αναπτύσσουμε την τάση να προσλαμβάνουμε νέες πληροφορίες μόνον επιλεκτικά, ήτοι να αποδίδουμε σημασία μόνον σ’ εκείνες τις πληροφορίες που μας είναι αρεστές και συνειδητά να παραβλέπουμε ή να υποβαθμίζουμε την σημασία άλλων που διαψεύδουν ή έρχονται σε αντίθεση με τις μέχρι πρότινος πεποιθήσεις ή εκτιμήσεις μας· και όλα αυτά, την στιγμή που αντιθέτως το ορθολογικό θα ήταν, ενόψει των νέων ευρημάτων μας, να αναθεωρήσουμε ή να αναπροσαρμόσουμε τις αρχικές μας εκτιμήσεις. Με άλλες λέξεις, αντί να προσπαθήσουμε να προσαρμοσθούμε στην νέα πληροφοριακή πραγματικότητα και ενδεχομένως να διορθώσουμε προηγούμενες εσφαλμένες κρίσεις ή επιλογές μας, προτιμούμε συχνά, για λόγους –πρόσκαιρης– ψυχικής ικανοποίησης, να προσαρμόσουμε την πραγματικότητα στα μέτρα μας, με επιζημίες ωστόσο μεσομακροπρόθεσμα συνέπειες για την ευτυχία και την ευημερία μας, αφού η πραγματικότητα κάποια στιγμή «θα εκδικηθεί», θα καταδείξει δηλαδή το σφάλμα μας[2]. Πέραν όμως της προσαρμογής της πραγματικότητας στα μέτρα μας ως μηχανισμού αντιμετώπισης του δυσάρεστου αυτού φαινομένου, είναι εξίσου πιθανόν να επιλέξουμε την οδό της απόρριψης των παλαιών επιθυμιών μας, με το σκεπτικό είτε ότι αυτές δεν υπήρξαν ποτέ, είτε ότι αυτό που επιθυμούσαμε δεν έπρεπε τελικά ευθύς εξ αρχής να το επιθυμούμε[3].
Η ισχυρή επίδραση που ασκεί στους ανθρώπους η γνωστική ασυμφωνία προοικονομείται όμως ήδη στην Πλάτωνος Πολιτεία, και ειδικότερα στην Αλληγορία του Σπηλαίου («ἰδὲ γὰρ ἀνθρώπους οἷον ἐν καταγείῳ οἰκήσει σπηλαιώδει...»)[4], όπου, ως γνωστόν, η ανάβαση του απελευθερωθέντος δεσμώτη στον επίγειο κόσμο δίνει σ’ εκείνον πλέον την δυνατότητα να βλέπει τα πάντα στις πραγματικές τους διαστάσεις, να έχει δηλαδή μία ακριβή αντίληψη της πραγματικότητας· το κρίσιμο όμως εδώ σημείο έγκειται στην καταληκτική διαπίστωση του Πλάτωνα ότι, εάν ο απελευθερωθείς δεσμώτης επέστρεφε στο σπήλαιο και προσπαθούσε να εξηγήσει στους παλαιούς συνδεσμώτες του την εμπειρία από την επαφή του με τον επίγειο κόσμο, θα δυσκολευόταν πολύ να τους πείσει ότι η πραγματικότητα που αντίκρισε ήταν τελείως διαφορετική απ’ ό,τι εκείνοι νόμιζαν: διότι εκείνοι, υποφέροντας από μία έντονη μορφή γνωστικής ασυμφωνίας, θα ήταν τόσο βαθιά πεπεισμένοι για την ακρίβεια της δικής του αντίληψης –εκλαμβάνοντας τις σκιές ως την μοναδική υπάρχουσα πραγματικότητα, αισθητή τε και νοητή εν ταυτώ–, ώστε θα μπορούσαν ακόμη και να σκοτώσουν εκείνον που θα προσπαθούσε να τους απελευθερώσει από τα δεσμά της άγνοιάς τους: «καί τόν ἐπιχειροῦντα λύειν τε καί ἀνάγειν, εἴ πως ἐν ταῖς χερσί δύναιτο λαβεῖν καί ἀποκτείνειν, ἀποκτεινύναι ἂν»[5]. Το «έγκλημα» (crime), συνεπώς, θα ήταν εδώ η πρόκληση αυτής της αφόρητης (για τους δεσμώτες) γνωστικής ασυμφωνίας, ενώ η ποινή (punishment) θα συνίστατο στην εξάλειψη των αιτίων εμφάνισής της, ήτοι στην θανάτωση του φορέως της νέας γνώσης...
Από συμπεριφορική σκοπιά, το φαινόμενο της γνωστικής ασυμφωνίας –που με τόση ενάργεια είχε ήδη συλλάβει ο Πλάτωνας– είναι μάλλον συγγενές με την ανάγκη μας για αυτεπιβεβαίωση (confirmation bias), με την τάση μας δηλαδή να αναζητούμε και να επιλέγουμε εκείνα τα στοιχεία ή τις πληροφορίες που –θεωρούμε ότι– επιβεβαιώνουν τις αρχικές μας υποθέσεις-προσδοκίες, αντιλήψεις ή πιστεύω[6], συναφώς δε και με το φαινόμενο της προσκόλλησής-αγκίστρωσής μας (anchoring effect) σε αρχικά σημεία αναφοράς (reference points ή anchors, δηλαδή άγκυρες ή και άγκιστρα, που μας κρατούν προσδεδεμένους σ’ ένα ορισμένο σημείο και δεν μας αφήνουν εύκολα να απομακρυνθούμε, έλκοντάς μας συνεχώς προς το αγκυροβόλιο – anchoring effect), το οποίο αναπτύσσουμε ιδίως σε σχέση με μία αρχικώς κτηθείσα πληροφορία: ιδίως σε καταστάσεις λήψης αποφάσεως όπου οι αμφιβολίες μας είναι έντονες, τείνουμε συχνά να εμμένουμε στην αξία των αρχικών πληροφοριών (ή γνώσεων) που διαθέτουμε, είτε αδιαφορώντας για άλλες τυχόν νεοεμφανιζόμενες πληροφορίες που ανατρέπουν την αρχική μας πληροφόρηση και, άρα, την γνώμη που έχουμε ήδη διαμορφώσει, είτε ερμηνεύοντας τις νέες πληροφορίες κατά τέτοιον (εσφαλμένο) τρόπο ώστε να θεωρούμε ότι επιβεβαιώνουν την αρχική μας γνώμη, σε αμφότερες δε τις περιπτώσεις εμφανίζουμε μία ανεπαρκή ή και μηδενική προσαρμογή στα νέα δεδομένα[7].
Με άλλες λέξεις, συχνά αξιολογούμε ως σημαντικότερες τις πληροφορίες που ήδη ή παραδοσιακά διαθέτουμε σε σχέση μ’ εκείνες που θα πρέπει το πρώτον τώρα να αποκτήσουμε, προκειμένου να έχουμε μία πληρέστερη ή ακριβέστερη εικόνα για την κρινόμενη κατάσταση· ενδεχομένως δε η στάση μας αυτή να ανάγεται όχι μόνον σε φυγοπονία, αλλά και σε μία εγγενή συντηρητική προδιάθεση απέναντι στην πρόσληψη της πραγματικότητας και ιδίως απέναντι στο άγνωστο, το πρωτόγνωρο ή το αβέβαιο. Γενικότερα, άλλωστε, είναι εξαιρετικά ισχυρή η τάση μας να καταφεύγουμε σε ήδη διαθέσιμα εμπειρικά εργαλεία-κανόνες λήψης αποφάσεων (heuristics, rules of thumb), προτιμώντας να ακολουθούμε μία βολική πεπατημένη, ήτοι τον συνήθη τρόπο σκέψης μας (habit-driven decision-making), επαφιέμενοι δε στην λιγώτερη δυνατή νεώτερη πληροφόρηση, αντί να προβαίνουμε σε μία ad hoc προσεκτική στάθμιση όλων των συνδεόμενων με μία επιλογή πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων, καθώς επίσης και πληροφοριών[8].
Ενόψει ακριβώς των ανωτέρω φαινομένων, διαπιστώνεται σήμερα στον δικαϊκό χώρο ότι εξίσου έντονη και συχνή είναι κι η προσκόλλησή μας (stickiness) σε ρυθμίσεις ενδοτικού δικαίου, η οποία συγχρόνως συσχετίζεται και με ένα ακόμη, εξαιρετικά βαρύνον συμπεριφορικό φαινόμενο, ήτοι με την γενικότερη έμφυτη απαρέσκειά μας προς τις απώλειες ή τους αποχωρισμούς (loss aversion, Verlustaversion), με την έντονη τάση μας δηλαδή να προτιμάμε την αποφυγή απωλειών έναντι του προσπορισμού κερδών, ακόμη και εάν οι πρώτες είναι ισάξιες των τελευταίων, αισθανόμενοι ότι αντλούμε μικρότερο όφελος (ή ικανοποίηση) από τα αποκτώμενα κέρδη σε σχέση με την αποφυγή αντιστοίχων απωλειών – σε προφανή δε αντίθεση με την ορθόδοξη οικονομική παραδοχή ότι οι αξιολογήσεις ίσων κερδών και απωλειών πρέπει να συμπίπτουν.
Συναφώς, η ως άνω προσκόλληση συνέχεται και με την τάση μας να επιθυμούμε την διατήρηση της υφιστάμενης κατάστασης πραγμάτων και να αποφεύγουμε τις μεταβολές αυτής (status quo preservation/bias), στο πλαίσιο της οποίας, ειδικότερα, οι ενδοτικού δικαίου ρυθμίσεις γίνονται αντιληπτές από εμάς, τρόπον τινά, ως δοκιμασμένες, παραδοσιακές λύσεις, ως ένα «δίκαιο» status quo –που μάλιστα αφορά σε όλους τους κοινωνούς–, και έτσι καθίστανται ελκυστικά σημεία αναφοράς (reference points, Referenzpunkte), από τα οποία και αισθανόμαστε σοβαρή δυσκολία να αποστούμε[9]. Και δεν θα ήταν ίσως υπερβολικό, εν τέλει, να ισχυρισθεί κανείς ότι, ιδίως στο πεδίο των συμβάσεων, η επιθυμία μας αυτή υπέρ της διατηρήσεως του status quo μπορεί να προσδίδει, ενίοτε, στους κανόνες ενδοτικού δικαίου οιονεί ή de facto αναγκαστική ισχύ[10].
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Για όσα ακολουθούν βλ. κυρίως Καραμπατζό, Ιδιωτική αυτονομία και προστασία του καταναλωτή – Μία συμβολή στην συμπεριφορική οικονομική ανάλυση του δικαίου (2016), passim, ιδίως αρ. 44 επ.
[2] Στο πλαίσιο αυτό λ.χ. εξετάσθηκε κατά το παρελθόν η συμπεριφορά μιας θρησκευτικής αίρεσης που κήρυττε ότι το τέλος του κόσμου θα ερχόταν σε μία συγκεκριμένη ημερομηνία· όταν αυτή παρήλθε «άπρακτη» με τον κόσμο σώο και αβλαβή, τα μέλη της αίρεσης, αντί να παραδεχθούν το εσφαλμένο της εσχατολογικής τους προβλέψεως, υποστήριξαν ότι ο κόσμος σώθηκε τελικά χάρη στις προσευχές τους. Εγγύτερα για το εν λόγω φαινόμενο Festinger, A Theory of Cognitive Dissonance (1957)· Akerlof, Am.Econ.Rev. 1982/72, 307 επ.· Elster, Ulysses and the Sirens – Studies in Rationality and Irrationality (1988), σ. 178-179· σε εμάς Χατζής, εν: Τιμ.Τόμ. Π.Αγαλλοπούλου (2011), σ. 1529.
[3] Έτσι Χατζής, εν: Τιμ.Τόμ. Π.Αγαλλοπούλου (2011), σ. 1529. Υπ’ αυτό το πρίσμα, κλασσικό παράδειγμα που αναφέρεται στην βιβλιογραφία σε σχέση με το φαινόμενο της γνωστικής ασυμφωνίας είναι ο γνωστός μύθος του Αισώπου «Η αλεπού και τα σταφύλια», όπου η αλεπού, αδυνατώντας να φθάσει τα σταφύλια που τόσο πολύ επιθυμούσε για να κορέσει την πείνα της, επιλέγει εν συνεχεία να τα απαξιώσει, θεωρώντας κατ’ ουσίαν ότι δεν έπρεπε εξ αρχής να τα είχε επιθυμήσει.
[4] Βιβλίο VII, 514a επ.
[5] Σχετ. Κουτρούμπας, Δοκίμιο: Η αλληγορία του σπηλαίου – ερμηνευτική προσέγγιση, http://www.scribd.com/doc/147962170/%CE%95%CE%A1%CE%9C%CE%97%CE%9D%CE%95%CE%99%CE%91-%CE%A3%CE%A0%CE%97%CE%9B%CE%91%CE%99%CE%9F%CE%A5#scribd, ιδίως σ. 23-24 και Vlastos, Πλατωνικές Μελέτες (2η έκδ. 2000, μτφ. Ιορδάνη Αρζόγλου), σ. 89, 101, 103 επ.
[6] Σχετ. ενδεικτ. Kahneman, Thinking, Fast and Slow (2013), σ. 81.
[7] Ακριβώς εξαιτίας της ανερπαρκούς αυτής προσαρμογής, λ.χ. όταν εισερχόμαστε από μία εθνική οδό σ’ έναν επαρχιακό δρόμο εξακολουθούμε συχνά να οδηγούμε αρκετά γρήγορα σε σχέση με τα νέα οδικά δεδομένα. Σχετ. αντί πολλών Tversky/Kahnenman, Science 1974/185, 1128 επ.· Korobkin/Ulen, Cal.L.R. 2000/88, 1100 επ.· Sunstein, Am.L.&Econ.Rev. 1999/1, 118-119, 123, 141· Sunstein/Thaler, U.Chi.L.Rev. 2003/70, 1177-1178· Schäfer/Ott, Lehrbuch der ökonomischen Analyse des Zivilrechts4, σ. 68. Το ως άνω φαινόμενο της προσκόλλησης σε σημεία αναφοράς έχει εντοπισθεί και στους φοιτητές: λ.χ. ο Καθηγητής Thaler διεξήγαγε μία πρόοδο, στην οποία με άριστα το 100 ο μέσος όρος επίδοσης των φοιτητών κινήθηκε στο 72, γεγονός που προκάλεσε την έντονη δυσαρέσκεια των φοιτητών έναντι του Καθηγητή τους για τον υψηλό βαθμό δυσκολίας των θεμάτων· στην συνέχεια, ο Thaler σκέφθηκε να επαναλάβει την πρόοδο με δυσκολότερα θέματα, αλλάζοντας όμως την κλίμακα της βαθμολογίας και τοποθετώντας πλέον το άριστα στο 137: την φορά αυτήν, ο μέσος όρος επίδοσης των φοιτητών κινήθηκε στο 96, το οποίο στην κλίμακα του 100 ισοδυναμεί με 70, είναι δηλαδή ουσιαστικά ο ίδιος βαθμός με το 72/100 της προηγούμενης προόδου, ωστόσο οι φοιτητές, συνηθισμένοι στην κλίμακα του 100 και αντιδρώντας εν προκειμένω προφανώς ανορθολογικά, ένιωσαν την φορά αυτήν πολύ περισσότερο ευχαριστημένοι με τις επιδόσεις τους, ιδίως δε εκείνοι που ξεπέρασαν το «ψυχολογικό όριο» του 100 εμφανίσθηκαν κατενθουσιασμένοι(!)· σχετ. Thaler, Unless You Are Spock: Irrelevant Things Matter in Economic Behavior, εν: The New York Times της 08.05.2015, http://www.nytimes.com/2015/05/10/upshot/unless-you-are-spock-irrelevant-things-matter-in-economic-behavior.html?abt=0002&abg=1, και Misbehaving – The Making of Behavioral Economics (2015), σ. 3-4.
[8] Αντί πολλών εδώ βλ. Engel, Comment, εν: Diamond/Vartiainen (επιμ.), Behavioral Economics and Its Applications, 2007, σ. 148, 151 επ.
[9] Για όλα τα ανωτέρω βλ. Korobkin/Ulen, Cal.L.R. 2000/88, 1104 επ., ιδίως 1112: «…default rules are more difficult to contract around than rational choice theory explanations suggest. This is because contracting parties are likely to see default terms as part of the status quo and, consequently, prefer them to alternative terms» (η πλαγιογραφή δική μου)· Korobkin, Cornell L.Rev. 1998/83, 608 επ., ιδίως 637 επ.· Sunstein/Thaler, U.Chi.L.Rev. 2003/70, 1171 επ.· Kahneman, Am.Econ.Rev. 2003/93, 1454 επ.· τον ίδιο, Am.Psychol. 2003/58, 697 επ.· Camerer/Issacharoff/Loewenstein/O’Donoghue/Rabin, U.Penn.L.R. 2003/151, 1224 επ.· Schäfer/Ott, Lehrbuch der ökonomischen Analyse des Zivilrechts4, σ. 68-69.
[10] Έτσι Korobkin, Behavioral Economics, Contract Formation, and Contract Law, εν: Sunstein (εκδ.), Behavioral Law & Economics (2007), σ. 116, 137· πρβλ. επίσης Bar-Gill, Consumer Transactions, εν: Zamir/Teichman (εκδ.), The Oxford Handbook of Behavioral Economics and the Law, 2014, σ. 465, 483.