Ενόψει των σημαντικών και ιδιαίτερα εκτεταμένων αλλαγών που επέφερε στην ελληνική ποινική νομοθεσία η εισαγωγή του νέου ποινικού κώδικα δυνάμει του Ν.4619/2019, το α. 84 ΠΚ, έχον υψηλή σημασία για τον κατηγορούμενο, δεν έμεινε ανεπηρέαστο. Στο α. 84 ΠΚ σημειώνονται κατά κύριο λόγο δύο αλλαγές σε σχέση με την προϊσχύσασα διάταξη, τις οποίες θα αποπειραθώ να αξιολογήσω με το παρόν. Συγκεκριμένα: α) η αντικατάσταση στην πρώτη πλέον παράγραφο, περίπτωση α΄, της έννοιας του «πρότερου έντιμου βίου» με εκείνη του «σύννομου», β) και η προσθήκη δεύτερης παραγράφου στο αυτό άρθρο, με την εισαγωγή πλέον ως ελαφρυντικής περιστάσεως της μη ευλόγου διάρκειας της δίκης. Ο Έλληνας νομοθέτης έκρινε απαραίτητη την υλοποίησή τους, ενδέχεται όμως να επιφέρουν στρεβλώσεις στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης.
1. Ως προς την πρώτη σημειούμενη αλλαγή, προτού την εξετάσουμε, ας γίνει μια σύντομη αναφορά στο προηγούμενο καθεστώς: Η έννοια του «πρότερου έντιμου βίου», ίσως η πιο συχνά προβαλλόμενη ελαφρυντική περίσταση από τους συνηγόρους υπεράσπισης, κατά την κρατούσα άποψη όπως την διαμόρφωσε η νομολογία μας, ενέχει στον πυρήνα της την έννοια της έντιμης ατομικής, οικογενειακής, γενικά κοινωνικής ζωής. Η νομολογία μας, σε πρώιμες αποφάσεις της τουλάχιστον, καλούμενη να αποφανθεί για την χορήγηση του ελαφρυντικού, θεώρησε πως το τελευταίο στοιχειοθετείται ήδη απλώς με την ύπαρξη λευκού ποινικού μητρώου. Δηλαδή το δικαστήριο αναγνώριζε το ελαφρυντικό, αρκεί η διάπραξη της εγκληματικής πράξης να εμφανιζόταν ως μοναδική παραφωνία σε μια κατά τα άλλα «σύννομη», αρμονική ζωή.
Ωστόσο στην πορεία των χρόνων, παρατηρήθηκε μια στροφή στην νομολογία μας, με την σημαντική αύξηση των απαιτήσεων για την χορήγηση του ελαφρυντικού. Σε πολλές περιπτώσεις κρίθηκε ανεπαρκές το λευκό ποινικό μητρώο, με το δικαστήριο να απαιτεί από το δράστη όχι απλώς να έχει ζήσει βίον έντιμο, αλλά και να έχει εκδηλώσει δράση κοινωφελή, ή να μπορεί να επιδείξει άλλα γεγονότα ξεχωριστά που να τον διακρίνουν ως άτομο. Με την υιοθέτηση αυτής της άποψης το ακυρωτικό μας υπερέβαινε με τις αξιώσεις που έθετε το γράμμα της διάταξης, επιφυλάσσοντας στον κατηγορούμενο δυσμενέστερη μοίρα από τα λοιπά μέλη της κοινωνίας[1], και άρα πρόσβαλλε βασικά δικαιώματα του πρώτου.
Σε κάποιες περιπτώσεις αυτό το plus αξιώσεων δεν ήταν παρά η προσπάθεια του δικαστηρίου να μην χορηγήσει το ελαφρυντικό σε κατηγορούμενους που ενώ είχαν ζήσει μια ζωή αντιβαίνουσα στις κρατούσες κοινωνικές επιταγές και στα χρηστά ήθη, δεν είχαν πάντως φτάσει μέχρι το σημείο να διαπράξουν κάποια κολάσιμη πράξη (ή δεν είχαν συλληφθεί να διαπράττουν). Δεν ήταν λίγες οι φορές που το δικαστήριο αρνήθηκε την αναγνώριση της εξεταζόμενης ελαφρυντικής περίστασης[2] επειδή από την αποδεικτική διαδικασία προέκυψαν περιστατικά του παρελθόντος τα οποία αμαύρωναν την «έντιμη» ζωή των κατηγορουμένων.
Εν προκειμένω, η αλλαγή της νομολογιακής γραμμής αποτέλεσε μια προσπάθεια ισορρόπησης της δικαστικής ζυγαριάς και της λελογισμένης αναγνώρισης ενός ελαφρυντικού εξαιρετικού χαρακτήρα, αντ’ αυτού όμως η ζυγαριά έτεινε να γέρνει προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση, με το ελαφρυντικό να μην χορηγείται παρά σπανιότατα. Αρκεί να αναφέρουμε χαρακτηριστικά την ΑΠ 377/2015[3], στην οποία αρνήθηκε το ανώτατο δικαστήριο την χορήγηση του ελαφρυντικού στον κατηγορούμενο – ο οποίος ήταν οικογενειάρχης, εργαζόμενος της ΔΕΗ, συνέδραμε πτωχά παιδιά κ.α.- γιατί κατά την κρίση των δικαστών επρόκειτο για μια συνήθη ζωή(!). Πρόκειται για μια απόφαση πρόδηλα εσφαλμένη, η οποία συνδέει την αναγνώριση του ελαφρυντικού με μια ζωή ενάρετη, την οποία ούτε ο μέσος κοινωνός δεν την διάγει, πόσο μάλλον ο κατηγορούμενος, εκφεύγει δε από το ανθρωπίνως δυνατόν.
Συνεπώς, εύλογα συμπεραίνουμε ότι η υπό κρίση νομοθετική αλλαγή δεν είναι παρά η προσπάθεια επαναπροσδιορισμού των νομολογιακών προϋποθέσεων υπό το ορθό πλαίσιο, ούτως ώστε να αρκεί για την χορήγηση του ελαφρυντικού το λευκό ποινικό μητρώο, το οποίο λειτουργεί βέβαια ως μαχητό τεκμήριο, δυνάμενο να ανατραπεί. Το ζήτημα είναι όμως, ότι αν διερευνήσουμε την έννοια του «σύννομου», αποκλείεται a priori οποιαδήποτε επίδραση ηθικώς μεμπτών προγενέστερων πράξεων του δράστη και το μόνο περιθώριο που καταλείπεται στην άρνηση χορήγησης του ελαφρυντικού είναι το μη σύννομο. Ως δε «μη σύννομο» δεν εννοούμε άλλο παρά την παραβίαση των νόμων. Πρέπει επιπλέον να σημειωθεί ότι η ως άνω ελαφρυντική περίσταση συμπληρώνεται στο άρθρο με την επεξήγηση ότι «η προηγούμενη καταδίκη για πλημμέλημα δεν αποκλείει το σύννομο του πρότερου έντιμου βίου».
Ωστόσο με την τωρινή αλλαγή το περιθώριο χορήγησης του ελαφρυντικού διευρύνεται, αφού φαίνεται να οδηγεί σε τιμώρηση του δράστη με πολύ επιεικέστερο πλαίσιο ποινής, απλώς και μόνο γιατί έτυχε η ανέντιμη ζωή του να μην τον έχει οδηγήσει σε παραβίαση ποινικών διατάξεων. Είναι δυσχερές για παράδειγμα να φανταστούμε να τιμωρείται κάποιος υποχρεωτικώς ευμενέστερα λόγω προτέρου συννόμου βίου που καταδικάζεται λ.χ. για διαπραχθείσα ληστεία, όταν στο παρελθόν έχει πολλάκις αρνηθεί να στηρίξει οικονομικά κοντινά του πρόσωπα, σπαταλά την περιουσία του στον τζόγο, και με κάθε τρόπο και μέσο εκδηλώνει την εχθρότητά του στις παραδεδεγμένες αξίες της κοινωνίας της οποίας είναι μέλος . Ωστόσο, με την νέα διάταξη το πεδίο είναι ευρύ, και θα οδηγήσει συχνά τους δικαστές σε ερμηνευτικές ακροβασίες του «συννόμου» προκειμένου να αποφύγουν φαινόμενα όπως το ανωτέρω.
Οι υποστηρικτές της διάταξης επισημαίνουν[4], εν μέρει ορθώς, ότι πρώτον ο «σύννομος βίος» δεν εξισούται με το λευκό ποινικό μητρώο, αλλά τον πραγματικό σεβασμό των εννόμων αγαθών στην καθημερινή ζωή και δεύτερον ότι η παραβίαση νόμων δεν εκφράζεται μόνο με την τέλεση εγκληματικών πράξεων. Παραβλέπεται όμως ότι ο σεβασμός στα αγαθά των άλλων εμπνέεται και από τις προσταγές των ηθικών κανόνων, πέραν των νόμων – κανένας νόμος π.χ. δεν μπορεί να υποχρεώσει τον πολίτη να προσφέρει την βοήθειά του στον αναξιοπαθούντα συνάνθρωπό του. Σε αυτές τις περιπτώσεις μόνο ένας «άγραφος» κανόνας αλληλεγγύης μπορεί να συμβάλλει στην προστασία των αδυνάτων.
Όσον αφορά δε το δεύτερο επιχείρημα, πρέπει να επισημανθεί ότι συχνά συμπεριφορές των κοινωνών είναι σύννομες, σκιαγραφούν όμως την εικόνα ενός ατόμου ανέντιμου, εχθρικού απέναντι στα ηθικά προστάγματα της κοινωνίας – ο τζόγος ή η φιλαργυρία δεν απαγορεύονται από τον νόμο, αλλά μπορούν να αξιοποιηθούν ως ενδείκτες ότι στον συγκεκριμένο δράστη δεν πρέπει να χορηγηθεί το ελαφρυντικό ακριβώς λόγω του εξαιρετικού χαρακτήρα που έχει το τελευταίο. Σε τέτοιες οριακές περιπτώσεις η τωρινή έννοια της «σύννομης ζωής» είναι ανεπαρκής, και θα «δέσει» συχνά τα χέρια των δικαστών, που θα επιβάλλουν ποινή σημαντικά κατώτερη από εκείνη που θεωρούν ότι αρμόζει στην βαρύτητα της πράξης και στην προσωπικότητα του δράστη. Ίσως ορθότερη αντιμετώπιση θα ήταν η λειτουργία του λευκού μητρώου ως μαχητού τεκμηρίου, ανατρεπόμενου όταν θα προκύπτουν έτερα επίμεμπτα για τον δράστη γεγονότα, στο πλαίσιο όμως της ex lege απαίτησης μιας «έντιμης» και όχι απλώς «σύννομης» ζωής.
2. Ως προς την προσθήκη της δεύτερης παραγράφου λεκτέα τα εξής: πρόκειται για την πρώτη ελαφρυντική περίσταση που αναγνωρίζεται υπέρ του δράστη αλλά δεν αφορά στοιχείο της ενοχής του ή της δικαζόμενης πράξης του. Πράγματι, η πολυετής διάρκεια της ποινικής δίκης, σύνηθες και λυπηρό φαινόμενο στην ελληνική πραγματικότητα (για το οποίο έχουμε δεχτεί και πολλές καταδίκες) υποβάλλει σε έντονη και μακρόχρονη δοκιμασία τον κατηγορούμενο, μολονότι συχνά εν τέλει αθωώνεται. Η νέα ρύθμιση, λοιπόν, είναι ένα αντίβαρο στην βραδύτητα απονομής δικαιοσύνης. Υπάρχει όμως και αντίλογος. Με το να συναρτάται η συνδρομή της από εξωτερικά γεγονότα, απόρροια των παθογενειών του ελληνικού συστήματος απονομής δικαιοσύνης, αυτό το νέο ελαφρυντικό εμφανίζεται ως ξένο σώμα[5] σε ένα σύνολο ελαφρυντικών περιστάσεων οι οποίες αφορούν αποκλειστικά τον δράστη ή την πράξη του. Λαμβάνοντας κανείς ως δεδομένο ότι συνήθως οι βαρύτατες κακουργηματικές πράξεις είναι εκείνες που ξεπερνούν πολλές φορές «την εύλογη διάρκεια», μήπως αυτό σημαίνει ότι αυτόματα όλοι οι δράστες εξοπλίζονται με ένα εξαιρετικού χαρακτήρα και υψηλής σημασίας ελαφρυντικό;
Ένα δεύτερο ζήτημα έγκειται στο ότι για την αναγνώριση του ελαφρυντικού δεν πρέπει να ευθύνεται ο κατηγορούμενος για την μακρά διάρκεια της δίκης. Εντούτοις, μια τέτοια ρύθμιση πιθανότατα θα αποτρέπει τους δράστες από το να ζητούν αναβολή ακόμη και σε περιπτώσεις που αυτή κρίνεται αναγκαία για την κατάλληλη προετοιμασία τους, ώστε να μην κινδυνέψουν να στερηθούν την προνομιακή μεταχείριση του α. 84. Εξάλλου, ήδη η έννοια της «εύλογης διάρκειας» είναι αόριστη, στην δε εννοιολογική της εξειδίκευση ενδέχεται να διατυπωθούν αποκλίνουσες γνώμες ως προς το πότε η διάρκεια της ποινικής δίκης θα υπερβαίνει το εύλογο, και βέβαια έχοντας ως αποτέλεσμα την άνιση μεταχείριση κατηγορουμένων μέχρι τη διατύπωση σταθερής νομολογιακής γραμμής.
Καταλήγοντας, λοιπόν, νομίζω ορθότερο θα ήταν, εφόσον κρίνεται αναγκαία η προστασία του του κατηγορουμένου από την βαναυσότητα των μακρόχρονων δικών, η εισαγωγή του ανωτέρου ελαφρυντικού στο α. 79 ως επιμετρητικού κανόνα, και όχι όπως τώρα, σε ένα εν πολλοίς καθιερωμένο και νομολογιακά εμπεδωμένο σύνολο ελαφρυντικών περιστάσεων[6].
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Ενδεικτικά ΑΠ 1549/2000 ΠοινΔικ 2001, σελ. 86, ΑΠ 245/2005 ΠοινΛογ 2005,σελ. 290 , ΑΠ 900/2000, 1358/2008 ΠοινΧρ ΝΔ΄,σελ. 890 με παρατηρ. Κ.Βαθιώτη
[2] Συχνά μάλιστα η νομολογία συχνά στάθμιζε για την χορήγηση του ελαφρυντικού και την βαρύτητα της πράξης, εντούτοις όχι ορθά βλ. ΑΠ 66/2010, 673/2010 ΠοινΧρ ΞΒ΄, βλ και κριτική Δημητράτου Ν., Οι εξελίξεις στην νομολογία περί του θεσμού των ελαφρυντικών περιστάσεων κατά το άρθρο 84 του ελληνικού ΠΚ, ΠοινΧρ,,2017, σελ.478
[3] Βλ.Χαραλαμπάκη, ΠοινΧρ 2017, σελ.81
[4] Συμεωνίδου- Καστανίδου Τεύχος 8-9/2019, Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2019, σελ.889 επ.
[5] Πληθαίνουν πάντως οι φωνές στην θεωρία που επικρίνουν τον υποχρεωτικό χαρακτήρα μείωσης των ποινών στο α.84 ΠΚ, Πρβλ και Ανδρουλάκη Ν.Κ.,ΠοινΧρ 2015, σελ.404 όπου επισημαίνει πως η υποχρεωτική μείωση έρχεται σε αντίθεση με την ενδεικτική απαρίθμηση των ελαφρυντικών στο α.84, αλλά και Συμεωνίδου-Καστανίδου, ΠοινΔικ Τεύχος 8-9/2019, Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2019, σελ. 889 επ
[6] Αυτήν την άποψη υποστηρίζει και ο Χαραλαμπάκης, Ο Νέος Ποινικός Κώδικας Μια πρώτη ερμηνευτική προσέγγιση του Ν 4619/2019, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 32-33, υποσημείωση αριθμ. 59.