Εις απάντηση επικρίσεων του ΟΟΣΑ και της ΕΕ και ενόψει του Foreign Corrupt Practices Act και του Bribery Act, νόμων των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ηνωμένου Βασιλείου αντίστοιχα με εξωεδαφική [extraterritorial] εφαρμογή, η Γαλλία εισήγαγε πρόσφατα νέα νομοθεσία κατά της διαφθοράς, τον λεγόμενο νόμο Sapin ΙΙ. http://www.gouvernement.fr/action/la-loi-sur-la-transparence-la-lutte-contre-la-corruption-et-la-modernisation-de-la-vie
Το σχετικό νομοσχέδιο ψηφίσθηκε μετά την εξάντληση των δυνατοτήτων προσφυγής στο Συνταγματικό Συμβούλιο (Conseil Constitutionnel), το οποίο απέσυρε ορισμένα άρθρα ως αντισυνταγματικά, δημοσιεύθηκε δε στην Επίσημη Εφημερίδα της Γαλλικής Δημοκρατίας στις 10 Δεκεμβρίου 2016 (νόμος αριθ. 2016-1691 της 09.12.2016).
Σε γενικές γραμμές, ο νόμος Sapin II εισάγει σημαντικές καινοτομίες: Δημιουργεί μια νέα εθνική υπηρεσία καταπολέμησης της διαφθοράς, εισάγει νέα αδικήματα και κυρώσεις, επιβάλλει υποχρεώσεις σε εταιρείες και ανώτερα στελέχη, εισάγει την λεγόμενη «ποινή συμμόρφωσης» και «συμφωνίες αναστολής της ποινικής δίωξης» γαλλικού τύπου, καθώς επίσης ενισχύει και την προστασία των προσώπων που προβαίνουν σε σχετικές καταγγελίες.
Η νεοσυνιστάμενη Γαλλική Υπηρεσία κατά της Διαφθοράς (ΓΥΔ) θα ειναι μια εθνική υπηρεσία υπεύθυνη για την πρόληψη και την ανίχνευση της διαφθοράς (https://www.economie.gouv.fr/vous-orienter/organigramme/lagence-francaise-anti-corruption). Θα έχει ρόλο υποστήριξης των διοικητικών υπηρεσιών για την πρόληψη της διαφθοράς, θα συντάσσει συστάσεις για φορείς του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, θα ελέγχει την εφαρμογή των προγραμμάτων εταιρικής συμμόρφωσης, θα επιβάλλει διοικητικές κυρώσεις, και θα παρακολουθεί την εφαρμογή της «ποινής συμμόρφωσης». Ο νόμος προβλέπει επίσης κυρώσεις για όποιον αποπειράται να παρεμποδίσει πράκτορες της ΓΥΔ στην εκτέλεση των καθηκόντων τους.
Το άρθρο 17 προβλέπει καθήκον πρόληψης της διαφθοράς στο πλαίσιο των επιχειρήσεων και ειδικότερα την προσωπική υποχρέωση των προέδρων, των διευθυντικών στελεχών και των μελών του διοικητικού συμβουλίου εταιρειών με περισσότερους από 500 υπαλλήλους και ετήσια έσοδα άνω των 100 εκατομμυρίων ευρώ να διαχειρίζονται ενεργά οι ίδιοι τους κινδύνους διαφθοράς. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, τόσο οι εκπρόσωποι όσο και οι εταιρείες ενδέχεται να ευθύνονται για την αποτυχία πρόληψης της διαφθοράς. Η ΓΥΔ θα εποπτεύει αυτή την υποχρέωση.
Τα δικαστήρια μπορούν πλέον να υποχρεώνουν τις εταιρείες που καταδικάζονται για αδικήματα διαφθοράς να εφαρμόσουν ένα πρόγραμμα συμμόρφωσης ως πρόσθετη κύρωση (άρθρο 18 – «ποινή συμμόρφωσης»). Σκοπός του άρθρου 18 είναι να εξασφαλισθεί ότι οι εταιρείες αναμορφώνουν τη συμπεριφορά τους και εφαρμόζουν αποτελεσματικά προγράμματα συμμόρφωσης μέσα σε εύλογη προθεσμία που ορίζεται από το δικαστήριο (μέγιστο χρονικό διάστημα πέντε ετών).
Οι εταιρικοί διευθυντές οι οποίοι θα εμποδίζουν την εφαρμογή προγραμμάτων συμμόρφωσης απειλούνται με ποινή φυλάκισης δύο ετών και πρόστιμο 50.000 ευρώ. Οι σχετικές παραβάσεις μπορούν να οδηγήσουν στην τιμώρηση τόσο της εταιρείας όσο και των νομίμων εκπροσώπων της.
Το άρθρο 18 εισάγει επίσης στον γαλλικό ποινικό κώδικα την επέκταση της υποχρέωσης δημοσίευσης της ποινής και της καταδικαστικής απόφασης για όλα τα αδικήματα σχετικά με την «παραβίαση της ακεραιότητας», που σημαίνει όχι μόνο για τα ποινικά αδικήματα της δωροδοκίας και της εμπορίας επιρροής, αλλά και για εκείνα της ευνοϊκής μεταχείρισης (favoritisme), της υπεξαίρεσης δημόσιων πόρων κ.λπ.
Το άρθρο 20 αναμορφώνει το ποινικό αδίκημα της διαφθοράς αλλοδαπών δημοσίων υπαλλήλων. Στο παρελθόν, το αδίκημα της εμπορίας επιρροής αφορούσε μόνο σε υπαλλήλους διεθνών δημόσιων οργανισμών.
Το καινοτόμο άρθρο 22 αποσκοπεί στην εισαγωγή συμφωνιών (transactions judiciaires) προς αναστολή της ποινικής δίωξης με βάση τα πρότυπα των deferred prosecution agreements (DPAs) του αμερικανικού και βρετανικού δικαίου, τα οποία δεν απαιτούν την απόδειξη/παραδοχή ενοχής. Μια τέτοια συμφωνία μπορεί να συνεπάγεται την καταβολή προστίμου, την καταβολή αποζημίωσης σε αναγνωρισμένα θύματα, την εφαρμογή προγράμματος εταιρικής συμμόρφωσης και την παρακολούθηση της εφαρμογής του. Τα DPAs δεν είναι διαθέσιμα για φυσικά πρόσωπα – ακόμα και αν μια εταιρεία υπαχθεί σε DPA, μπορούν να επιβληθούν ποινικές κυρώσεις σε βάρος φυσικών προσώπων (π.χ. ανώτερων στελεχών της επιχείρησης).
Ο νόμος Sapin ενδυναμώνει, επίσης, την προστασία των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος (whistleblowers): Δίνει έναν εκτεταμένο ορισμό των καταγγελιών που υπάγονται σε τέτοια προστασία, εισάγει μια κλιμακωτή διαδικασία αναφοράς, και καθορίζει τα μέτρα προστασίας που παρέχονται στους καταγγέλλοντες.
Το άρθρο 21 επεκτείνει την εφαρμογή του γαλλικού νόμου κατά της διαφθοράς σε όλα τα αδικήματα που διαπράττονται από γαλλικές εταιρείες, κατοίκους της Γαλλίας, Γάλλους πολίτες του εξωτερικού, καθώς επίσης απο άτομα ή εταιρείες που ασκούν το σύνολο ή μέρος της οικονομικής τους δραστηριότητας στη Γαλλία. Αυτή η διεύρυνση της δικαιοδοσίας των γαλλικών αρχών επί αδικημάτων που διαπράττονται στο εξωτερικό σημαίνει ότι καταργούνται προηγούμενες προϋποθέσεις για την θεμελίωση της εθνικής δικαιοδοσίας, μεταξύ των οποίων η απαίτηση:
- να αποτελεί το αδίκημα επίσης έγκλημα στη δικαιοδοσία όπου συνέβησαν οι πράξεις,
- να υπάρχει έγκληση του θύματος ή επίσημη καταγγελία από τις αρχές του τόπου τέλεσης,
- να αποτελεί το αδίκημα αντικείμενο απόφασης αλλοδαπού δικαστηρίου.
Τέλος, η νέα νομοθεσία προβλέπει την εισαγωγή της ποινής του αποκλεισμού από την ανάληψη θέσεων σε δημόσιες υπηρεσίες, τη δημιουργία δημόσιου μητρώου για δραστηριοποιούμενους στο τομέα του «lobbying» και μέτρα για τη διαφάνεια της δράσης των δημοσίων υπαλλήλων.