Ι. Αποτελεί πάγια θέση του Ακυρωτικού μας[1] ότι για την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής απόφασης, όσον αφορά στην έκθεση των αποδεικτικών μέσων, αρκεί η γενική κατά το είδος αναφορά τους χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ωστόσο θα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο της ουσίας συνεκτίμησε για να καταλήξει στην κρίση του, όχι μόνο μερικά, αλλά όλα τα αποδεικτικά μέσα, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 178 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας[2]. Στο πλαίσιο αυτό έχει κριθεί επανειλημμένα ότι η πραγματογνωμοσύνη[3] και η αυτοψία[4] αποτελούν ιδιαίτερα και αυτοτελή είδη αποδεικτικών μέσων, διακρινόμενα των εγγράφων, πρέπει δε για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι έλαβε και αυτά υπόψη του το Δικαστήριο, να αναφέρονται ειδικά στην αιτιολογία, μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη του. Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν προκύπτει με βεβαιότητα ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και τα ιδιαίτερα αυτά αποδεικτικά μέσα (μη αρκούσης της αναφοράς στα έγγραφα) ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, κατ’ άρθρο 510 παρ. 1 Δ’ ΚΠοινΔ.
ΙΙ. Η παρακάτω λοιπόν δημοσιευόμενη απόφαση 948/2016 του Ακυρωτικού μας, η οποία έχει ως βασικό της αντικείμενο την υποχρεωτικότητα λήψης υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας του αποδεικτικού μέσου της έκθεσης που συντάσσουν οι επιμελητές ανηλίκων στην ποινική δίκη ανηλίκων δραστών παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Στο πλαίσιο αυτό ο Άρειος Πάγος για πρώτη φορά έκρινε ότι η έκθεση του επιμελητή ανηλίκων σχετικά με την κοινωνική έρευνα που διενήργησε (κατ’ άρθρο 239 ΚΠΔ) αποτελεί ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο για το Δικαστήριο Ανηλίκων και θα πρέπει να λαμβάνεται ρητά υπόψη για το σχηματισμό δικανικής κρίσης. Με τον τρόπο αυτό ο Άρειος Πάγος, προάγοντας την έκθεση των επιμελητών ανηλίκων σε ιδιαίτερο και διακριτό των εγγράφων αποδεικτικό μέσο, εξαίρει τον ιδιαίτερο και καταλυτικό ρόλο των επιμελητών ανηλίκων στο πεδίο της ποινικής διαδικασίας σε βάρος των ανηλίκων παραβατών.
ΙΙΙ. Η ιδιομορφία της ποινικής διαδικασίας κατά των ανηλίκων επιβάλλει την καθιέρωση «ενδιάμεσου πόλου» ανάμεσα στον ανήλικο και το Δικαστήριο. Τον ρόλο αυτό διαδραματίζει ο επιμελητής ανηλίκων[5], ο οποίος διεξάγει την έρευνα για την προσωπικότητα του ανηλίκου πριν την εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο. Ειδικότερα με την διάταξη του άρθρου 239 παρ. 2 εδ. β’ και γ’ του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προβλέπεται για ανηλίκους κατηγορουμένους η διενέργεια ειδικής έρευνας για την ατομική, οικογενειακή, κοινωνική ζωή του ανηλίκου και την εν γένει προσωπικότητά του: «Κατά την ανάκριση γίνεται καθετί που μπορεί να βοηθήσει την εξακρίβωση της αλήθειας, εξετάζεται και βεβαιώνεται αυτεπαγγέλτως όχι μόνον η ενοχή, αλλά και η αθωότητα του κατηγορουμένου, καθώς και κάθε στοιχείο που αφορά την προσωπικότητά του και επηρεάζει την επιμέτρηση της ποινής. Αν ο κατηγορούμενος είναι ανήλικος, γίνεται ειδική έρευνα για την υγιεινή, την ηθική και τη διανοητική του κατάσταση, για την προηγούμενη ζωή του, για τις οικογενειακές συνθήκες και γενικά για το περιβάλλον του. Για αυτό το σκοπό όποιος ενεργεί την ανάκριση, αναθέτει τη συλλογή των απαιτούμενων πληροφοριών σε έναν από τους επιμελητές που υπηρετούν στις κατά τόπους Υπηρεσίες Επιμελητών Ανηλίκων. Η σχετική έκθεση των επιμελητών τίθεται στη δικογραφία, λαμβάνει δε γνώση αυτής και ο κατηγορούμενος». Η συλλογή των παραπάνω πληροφοριών προβλέπεται επίσης ότι μπορεί να γίνει από έναν από τους επιμελητές που υπηρετούν στην εταιρεία προστασίας ανηλίκων. Οι παραπάνω ρυθμίσεις σίγουρα κινούνται σε θετική κατεύθυνση και επισημαίνουν τον ιδιαίτερο ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει ο επιμελητής ανηλίκων. Στόχο πάντως της κοινωνικής έρευνας αποτελεί η σύνταξη αναλυτικής έκθεσης προς το Δικαστήριο Ανηλίκων για την προσωπικότητα του ανηλίκου, η οποία καταλήγει σε συγκεκριμένη πρόταση για την εξατομικευμένη μεταχείριση του ανηλίκου και των κατάλληλων και ενδεδειγμένων μέτρων που θα πρέπει ενδεχομένως να ληφθούν[6]. Είναι σκόπιμο να αναφερθεί ότι οι εκθέσεις των επιμελητών ανηλίκων, μετά την τροποποίηση του άρθρου 239 παρ. 2 με το άρθρο 9 παρ. 2 Ν 4322/2015, τίθενται στη δικογραφία, λαμβάνει δε γνώση αυτών και ο κατηγορούμενος[7].
ΙV. Η σπουδαιότητα του ρόλου των επιμελητών ανηλίκων αναγνωρίζεται σε όλα τα στάδια της ποινικής διαδικασίας, συνεπώς η παρουσία τους κατά την κεκλεισμένων των θυρών δίκη σε βάρος των ανηλίκων είναι επιβεβλημένη (άρθρο 1 παρ. 1 του Ν 3315/1955[8]). Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα όσα λαμβάνουν γνώση οι επιμελητές σχετικά με τον ανήλικο και το περιβάλλον του διέπονται από το απόρρητο, το οποίο περιλαμβάνει και την απαγόρευση μαρτυρίας[9] τους για τα στοιχεία που περιήλθαν σε γνώση τους στο πλαίσιο άσκησης του λειτουργήματός τους (άρθρο 5 παρ. 2 Ν 378/1976[10]).
V. Οι Υπηρεσίες Επιμελητών Ανηλίκων αποτελούν περιφερειακές υπηρεσίες του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που λειτουργούν στο πλαίσιο του Δικαστηρίου Ανηλίκων στην έδρα κάθε Πρωτοδικείου. Με το άρθρο 29 παρ. 1 του ΠΔ 96/2017 προσδιορίζεται ως αποστολή των Υπηρεσιών Επιμελητών Ανηλίκων[11] η εξωιδρυματική μεταχείριση ανηλίκων που έχουν διαπράξει αδίκημα ή διατρέχουν τον κίνδυνο να γίνουν δράστες ή θύματα αξιόποινων πράξεων και παρέχουν υποστήριξη στην ποινική δικαιοσύνη για ανηλίκους τόσο στο επίπεδο της πρόληψης παραβατικότητας και θυματοποίησης ανηλίκων όσο και της μεταχείρισης. Οι Υπηρεσίες Επιμελητών Ανηλίκων και Κοινωνικής Αρωγής[12] λειτουργούν στην έδρα κάθε Πρωτοδικείου, κατά τις σχετικές διοικητικές διακρίσεις (διευθύνσεις-τμήματα-αυτοτελή γραφεία) που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 29 παρ. 2. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 29 παρ. 3 προβλέπονται οι εξής αρμοδιότητες των Επιμελητών Ανηλίκων: «…β)…..ζζ) Η διενέργεια κοινωνικών ερευνών καθώς και κάθε ενέργεια που αποσκοπεί στην πρόληψη της παραβατικότητας των ανηλίκων, κατόπιν συστάσεως των γονέων ή των ασκούντων την επιμέλεια ανηλίκου ή άλλης αρχής, ηη) Η άσκηση των διοικητικών επιμελειών, θθ) Η εκπόνηση μελετών και στατιστικής έρευνας για την παραβατικότητα των ανηλίκων, ιι) Η διενέργεια κοινωνικών ερευνών επί περιπτώσεων ανηλίκων κατά των οποίων εκκρεμεί ποινική δίωξη, ιαια) Η προετοιμασία και παρακολούθηση των σχετικών με τις δικασίμους ζητημάτων, ιβιβ) Η παρακολούθηση της εξέλιξης των ανηλίκων στους οποίους επιβλήθηκαν κατ' άρθρο 122 ΠΚ αναμορφωτικά μέτρα, ιγιγ) Η διενέργεια κοινωνικής έρευνας μετά από ανάθεση του ανακριτή ανηλίκου σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 282 ΚΠΔ, ιδιδ) Η διενέργεια κοινωνικής έρευνας και προετοιμασία των συνθηκών χορήγησης δοκιμαστικής αδείας σε ανηλίκους τροφίμους των ιδρυμάτων αγωγής ανηλίκων καθώς και η άσκηση προστατευτικής επίβλεψής τους κατά το χρόνο της δοκιμαστικής άδειας, ιειε) Η συγκέντρωση στατιστικών στοιχείων και η συνεργασία με το Τμήμα Πρόληψης για τη σύνταξη στατιστικών μελετών σε θέματα πρόληψης και καταστολής της παραβατικότητας των Ανηλίκων».
Κατά το άρθρο 7 του ΠΔ 49/1979[13] ως καθήκοντα των Επιμελητών Ανηλίκων ορίζονται:
α) Η διενέργεια κοινωνικής έρευνας σε υποθέσεις που πρόκειται να εισαχθούν προς εκδίκαση στο δικαστήριο ανηλίκων, όπως αναφέρθηκε παραπάνω.
β) Η άσκηση της επιμέλειας[14] των ανηλίκων, ως αναμορφωτικό ή θεραπευτικό μέτρο που έχει επιβληθεί με απόφαση του δικαστηρίου ανηλίκων. Η άσκηση της επιμέλειας εν προκειμένω πρακτικά συνίσταται αφενός στην συστηματική επικοινωνία[15] του επιμελητή με τον ανήλικο και το οικογενειακό και κοινωνικό του περιβάλλον και αφετέρου στην βοήθεια και στήριξη του ανηλίκου για την άρση των προβλημάτων[16] που οδήγησαν στην παραβατική συμπεριφορά με στόχο την ομαλή ένταξη του ανηλίκου. Στο πλαίσιο της συνεχούς αυτής επαφής του επιμελητή με τον ανήλικο προβλέπεται (άρθρο 9 παρ. 3 ΠΔ 49/1979) η από τον επιμελητή τήρηση ατομικού δελτίου του ανηλίκου που περιλαμβάνει όσα σχετίζονται με την εξέλιξή του και η σύνταξη ανά εξάμηνο έκθεση προς τον δικαστή ανηλίκων με πρόταση για παράταση, άρση ή μεταβολή του μέτρου που επιβλήθηκε στον ανήλικο[17].
γ) Η άσκηση προστατευτικής επίβλεψης των ανηλίκων που τους έχει επιβληθεί το αναμορφωτικό μέτρο της τοποθέτησής τους σε Ιδρύματα Αγωγής (άρθρο 122 περ. ιβ’ ΠΚ) και τελούν σε δοκιμαστική άδεια ή έχουν απολυθεί υπό όρο από τα σωφρονιστικά καταστήματα[18]. Η προστατευτική επίβλεψη που ανατίθεται στον επιμελητή ανηλίκων στις παραπάνω περιπτώσεις έχει διττό περιεχόμενο: αφενός να προετοιμάσει τις συνθήκες «υγιούς» επιστροφής και ένταξης του ανηλίκου στο οικογενειακό και κοινωνικό του περιβάλλον και αφετέρου να ελέγχει την συμπεριφορά και εξέλιξη του ανηλίκου κατά τον χρόνο της δοκιμασίας (είτε με την μορφή της άδειας είτε με την μορφή της υφ’ όρον απόλυσης). Στο πλαίσιο αυτό ο επιμελητής ανηλίκων οφείλει να διεξάγει την παραπάνω αναφερόμενη κοινωνική έρευνα και να συντάξει σχετική έκθεση, την οποία διαβιβάζει αναλόγως στο Ίδρυμα Αγωγής ή στο Σωφρονιστικό Κατάστημα.
δ) Η παρακολούθηση της εξέλιξης των ανηλίκων[19] στους οποίους επιβλήθηκαν τα αναμορφωτικά μέτρα της επίπληξης (άρθρο 122 περ. α’ ΠΚ) ή της θέσης τους υπό την επιμέλεια των γονέων τους (άρθρο 122 περ. β’ ΠΚ).
ε) Η συνοδεία[20] των ανηλίκων εκτός έδρας προκειμένου να εμφανισθούν είτε ως κατηγορούμενοι είτε ως μάρτυρες ενώπιον των δικαστηρίων. Επίσης συνοδεύουν τους ανήλικους που πρόκειται είτε να αποδοθούν στους γονείς τους είτε να εισαχθούν σε Ίδρυμα Αγωγής.
στ) Η διενέργεια ελέγχων σε κινηματογράφους και κέντρα ψυχαγωγίας[21] όπου συχνάζουν ανήλικοι, ερευνώντας αφενός την παρουσία ανηλίκων στους χώρους αυτούς και αφετέρου αναφέρουν τυχόν παραβάσεις που διαπιστώνουν από τους διευθυντές και διοικητές των παραπάνω κέντρων και κινηματογράφων, υποβάλλοντας παράλληλα προτάσεις[22] για την λήψη των αναγκαίων μέτρων.
ζ) Η διενέργεια κάθε υπηρεσίας που τους αναθέτει είτε ο προϊστάμενος της Υπηρεσίας Επιμελητών είτε ο δικαστής ανηλίκων είτε το Υπουργείο Δικαιοσύνης και έχει σχέση με την πρόληψη ή καταστολή της εγκληματικότητας των ανηλίκων.
VΙ. Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι ο ρόλος που μπορεί να διαδραματίσουν οι επιμελητές ανηλίκων σε όλα τα στάδια της ποινικής διαδικασίας αρχικά για την επιλογή του καταλληλότερου μέτρου που θα επιβληθεί αλλά και στην παρακολούθηση του μέτρου που επιβλήθηκε στον ανήλικο και της μεταγενέστερης συμπεριφοράς του είναι καταλυτικός[23] και δίκαια θεωρείται ως ένας από τους σημαντικότερους φορείς αντιμετώπισης της νεανικής παραβατικής συμπεριφοράς[24]. Στο πλαίσιο αυτό η παραπάνω θέση του ακυρωτικού μας θα πρέπει να εξαρθεί, καθώς συμβάλει στην εμπέδωση του ρόλου του επιμελητή ανηλίκων ως βασικού αρωγού[25] του δικαστή ανηλίκων με στόχο την εξειδικευμένη προσέγγιση και μεταχείριση που απαιτεί ο νομοθέτης για τον ανήλικο.
Αριθμός 948/2016
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Γεωργέλλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χρυσούλα Παρασκευά - Εισηγήτρια, Μαρία Χυτήρογλου, Αρτεμισία Παναγιώτου και Χρήστο Βρυνιώτη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Δεκεμβρίου 2015, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευσταθίας Σπυροπούλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Ο. Κ. του Ι., κρατούμενης στις Γυναικείες Φυλακές ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ν. Π., για αναίρεση της υπ’ αριθ. 32/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ανηλίκων Θεσ/νίκης. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ε. Ο. του Β., κάτοικο ... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σ. Π.
Το Τριμελές Εφετείο Ανηλίκων Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Απριλίου 2015 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 529/2015.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ο Ν.2793/1954 ("Περί οργανώσεως παρά τοίς Δικαστηρίας Ανηλίκων Υπηρεσίας Επιμελητών ανηλίκων"), αρχικά προέβλεψε τη συγκρότηση της Υπηρεσίας Επιμελητών Ανηλίκων, η οποία ορίζεται με απόφαση του Υπουργείου Δικαιοσύνης μετά από σχετική πρόταση του Δικαστή Ανηλίκων. Οι Υπηρεσίες Επιμελητών Ανηλίκων έχουν την έδρα τους σε κάθε Πρωτοδικείο και εποπτεύονται από τον Δικαστή Ανηλίκων (αρ.1 παρ.1 και 2 του Π.Δ.49/1979 "Περί λειτουργίας της Υπηρεσίας Επιμελητών Ανηλίκων"). Η σπουδαιότητα του ρόλου των επιμελητών ανηλίκων αναγνωρίζεται σε όλα τα στάδια της ποινικής δίκης, συνεπώς η παρουσία τους κατά την κεκλεισμένων των θυρών δίκη σε βάρος των ανηλίκων είναι επιβεβλημένη (αρ.1 παρ.1 του Ν.3315/1955 ("Περί συμπληρώσεως των περί Δικαστηρίων ανηλίκων και μεταχειρίσεως ανηλίκων κειμένων διατάξεων"). Περαιτέρω σύμφωνα με το άρθρο 7 του Π.Δ.49/1979 ως καθήκοντα των Επιμελητών Ανηλίκων ορίζονται: μεταξύ άλλων, η διενέργεια κοινωνικής έρευνας σε υποθέσεις που πρέπει να εισαχθούν προς εκδίκαση στο δικαστήριο ανηλίκων. Βασικό αντικείμενο της κοινωνικής έρευνας (αρ.239 ΚΠΔ και 8 του Π.Δ.49/1979) αποτελεί η συλλογή στοιχείων προκειμένου να διαφωτίσουν το Δικαστήριο για την εν γένει κατάσταση (ατομική, οικογενειακή, κοινωνική, εκπαιδευτική, επαγγελματική κ.λπ) και την προσωπικότητα του ανηλίκου. Για το λόγο αυτό οι επιμελητές ανηλίκων έρχονται σε επαφή με κάθε πρόσωπο που μπορεί να συμβάλλει λόγω της ιδιότητας και της ειδικής σχέσης που έχει με τον ανήλικο (γονείς, οικείοι, κοινωνικό περιβάλλον, εργοδότες) και είναι δυνατόν να συνεισφέρει κάθε πληροφορία σχετικά με την διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανηλίκου. Επίσης οι επιμελητές ανηλίκων, οι οποίοι έρχονται σε άμεση επαφή με τον ανήλικο, ελέγχουν παράλληλα και την ανάγκη εξειδικευμένης προσέγγισης του ανηλίκου από ψυχολόγο ή ψυχίατρο και μεριμνούν για τις σχετικές ιατρικές εξετάσεις. Στόχος της κοινωνικής έρευνας είναι η σύνταξη αναλυτικής έκθεσης προς το δικαστήριο ανηλίκων για την προσωπικότητα του ανηλίκου, η οποία καταλήγει σε συγκεκριμένη πρόταση για την εξειδικευμένη μεταχείριση του ανηλίκου και των κατάλληλων και ενδεδειγμένων μέτρων που θα πρέπει ενδεχομένων να ληφθούν. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι εκθέσεις αυτές των επιμελητών είναι απόρρητες (αρ.5 παρ.1 Ν.378/1976) και δεν επισυνάπτονται στη σχετική δικογραφία. Τέλος ορθά υποστηρίζεται ότι παρά τον απόρρητο χαρακτήρα τους (εκτός φυσικά του Δικαστή Ανηλίκων) οι εκθέσεις των επιμελητών ανηλίκων, είναι από τα πλέον χρήσιμα αποδεικτικά στοιχεία για τη δικαστική κρίση και λαμβάνονται υπόψη, συνεπώς η έλλειψη τους αποτελεί σημαντικό αίτιο αναβολής της εκδίκασης της υπόθεσης κατά του ανηλίκου. Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Δ ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, όταν αναφέρονται σ’ αυτή με πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα προκύψαντα από την ακροαματική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που το θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την πληρότητα της ως άνω ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, απαιτείται, όσον αφορά την έκθεση των αποδείξεων η γενική κατ’ είδος αναφορά τους, χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς του και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά. Πρέπει όμως να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως τα αποδεικτικά μέσα και όχι, μερικά από αυτά προκειμένου να καταλήξει στην κρίση του.
Στη προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Ανηλίκων Θεσσαλονίκης που δίκασε σε δεύτερο βαθμό με την προσβαλλόμενη με αριθμό 32/2014 απόφασή του δέχτηκε ότι η ανήλικη παραβάτης Ο. Κ., αναιρεσείουσα, τέλεσε τις αξιόποινες πράξεις της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, οπλοφορίας και οπλοχρησίας και της επέβαλε ποινή κάθειρξης δέκα ετών για την ανθρωποκτονία από πρόθεση, δεδομένου ότι κατά το χρόνο της εκδικάσεως της υποθέσεως αυτής είχε συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας της και ποινή τριών μηνών για εκάστη των λοιπών πράξεων.
Από την παραδεκτή όμως επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου προκύπτει ότι, μετά τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως και την ανάγνωση των εγγράφων, η κοινωνική λειτουργός η οποία κατά νόμο παρίσταται μαζί με την ανήλικη, - αναιρεσείουσα στη δίκη προσκόμισε στο δικαστήριο τις εκθέσεις τις οποίες είχε συντάξει τόσο για την αναιρεσείουσα, όσο και για την συγκατηγορούμενη της, πλήν όμως η Πρόεδρος "ανέφερε ότι έχει τελειώσει την ανάγνωση των εγγράφων" και προχώρησε στις απολογίες, χωρίς να παραλάβει τις εκθέσεις της κοινωνικής λειτουργού οι οποίες όπως αναφέρθηκε παραπάνω είναι απόρρητες και το περιεχόμενό τους δεν αναγιγνώσκεται στο ακροατήριο, πλήν όμως λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο ως αποδεικτικό μέσο για τον σχηματισμό της δικαιοδοτικής του κρίσης. Το γεγονός ότι η Πρόεδρος του Δικαστηρίου δεν παρέλαβε από την κοινωνική λειτουργό τις εκθέσεις που είχε συντάξει για την προσωπικότητα των ανηλίκων παραβατών, αποδεικτικό μέσο απαραίτητο για την κρίση του Δικαστηρίου περί της εκτελέσεως υπ’ αυτών των αξιοποίνων πράξεων που τους αποδίδονται ή της αθωότητας αυτών, ενισχύεται και από το ότι στο προοίμιο του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν γίνεται μνεία του ως άνω αποδεικτικού μέσου. Κατά συνέπεια των ανωτέρω εφόσον δεν λήφθηκε υπόψη από το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση η έκθεση της κοινωνικής λειτουργού που είχε συντάξει για την ανήλικη - παραβάτη για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, και λαμβανομένου υπόψη ότι αυτή (έκθεση), αποτελεί ίδιον αποδεικτικό μέσο, υπάρχει έλλειψη πλήρους και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Και τούτο διότι το Δικαστήριο για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως πρέπει να λαμβάνει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνον μερικά από αυτά.
Επομένως το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Δ ΚΠΔ, δεκτού καθισταμένου ως βασίμου του σχετικού λόγου της κρινόμενης αναιρέσεως και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Ανηλίκων Θεσσαλονίκης και να παραπεμφθεί για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, εφόσον είναι εφικτή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την με αριθμό 32/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Ανηλίκων Θεσσαλονίκης. Και
Παραπέμπει αυτή για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Φεβρουαρίου 2016.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 25 Απριλίου 2016.
[1] Ήδη με την ΟλΑΠ 1/2005, ΠοινΔικ 2005, σελ. 394=ΠΧρον 2005, σελ. 781=ΠΛογ 2005, σελ. 49=ΝοΒ 2005, σελ. 1319.
[2] Άρθρο 178 ΚΠοινΔ: «Κυριότερα αποδεικτικά μέσα στην ποινική διαδικασία είναι: α) οι ενδείξεις, β) η αυτοψία, γ) η πραγματογνωμοσύνη, δ) η ομολογία του κατηγορουμένου, ε) οι μάρτυρες και στ) τα έγγραφα».
[3] Βλ. σχετικά, ad hoc ΑΠ 1207/2016, ΑΠ 136/2016, ΑΠ 547/2015, ΑΠ 570/2015, ΑΠ 230/2015, ΑΠ 478/2014, ΑΠ 317/2011, ΑΠ 2028/2010, ΑΠ 1454/2010, ΑΠ 164/2009, ΑΠ 2438/2008, ΑΠ 1399/2008, ΑΠ 1377/2007, ΑΠ 1316/2007, ΑΠ 425/2007, ΑΠ 148/2007, ΑΠ 1602/2006, ΑΠ 394/2006, ΑΠ 320/2006, ΣυμβΑΠ 2168/2005.
[4] Βλ. σχετικά, ad hoc ΑΠ 1723/2007.
[5] Για το θέμα βλ. αναλυτικά Κ. Κοσμάτου, σε Χ. Δημόπουλου/ Κ. Κοσμάτου, Δίκαιο Ανηλίκων, γ’ έκδοση, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη 2017, σελ. 321 επ..
[6] Πρβλ. και το άρθρο 7 («Δικαίωμα σε ατομική αξιολόγηση») της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/800 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Μαΐου 2016 σχετικά με τις δικονομικές εγγυήσεις για τα παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών, Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης 21.5.2016 L 132.
[7] Σημειώνεται ότι κατά το προηγούμενο καθεστώς (υπό το οποίο εκδόθηκε και η προσβαλλόμενη απόφαση του Δικαστηρίου Ανηλίκων κατά της οποίας ασκήθηκε η αναίρεση που κρίθηκε με την παραπάνω δημοσιευόμενη απόφαση του Αρείου Πάγου) οι εκθέσεις των επιμελητών ανηλίκων ήταν απόρρητες (εκτός φυσικά του δικαστή ανηλίκων) και δεν επισυνάπτονταν στην σχετική δικογραφία, βλ. σχετικά ΓνωμΕισΕφΘεσ 1/1981, ΠοινΧρ 1981, σελ. 389. Η θέση αυτή ήταν αμφίβολης ορθότητας, καθώς με τον τρόπο αυτό στερείται ο κατηγορούμενος (κρίσιμων) εγγράφων της δικογραφίας. Βλ. κριτική και από Σ. Ευστρατιάδη, Η υπηρεσία των Επιμελητών Ανηλίκων σε μετεξέλιξη και αναπροσαρμογή αρμοδιοτήτων, ΠοινΔικ 2005,903. Ορθά υποστηρίζεται ότι η έλλειψη της «κοινωνικής έρευνας» αποτελεί σημαντικό αίτιο αναβολής της δίκης, Α. Τρωϊάνου-Λουλά, Η ποινική νομοθεσία των ανηλίκων, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα 1987, σελ. 109.
[8] . «Περί συμπληρώσεως των περί δικαστηρίων ανηλίκων και μεταχειρίσεως ανηλίκων κειμένων διατάξεων» (ΦΕΚ Α’ 203).
[9] . Πρβλ. και το άρθρο 15 του ΠΔ 49/1979: «Οι Επιμεληταί υποχρεούνται όπως δεικνύουν τον απαιτούμενον σεβασμόν προς τον ανήλικον και την οικογένειαν αυτού. Οφείλουν να τηρούν απόλυτον εχεμύθειαν, να φροντίζουν διά την διατήρησιν κλίματος εμπιστοσύνης μεταξύ αυτών και των ανηλίκων, ως και των οικογενειών των, η δε συμπεριφορά των να είναι πάντοτε σύμφωνος προς την σπουδαιότητα του έργου το οποίον επιτελούν». Βλ. επίσης το άρθρο 16 του ίδιου νομοθετήματος όπου: «Πλην της κατά τας κειμένας διατάξεις πειθαρχικής ευθύνης των Επιμελητών Ανηλίκων ως δημοσίων υπαλλήλων, η υπό του Επιμελητού μη τήρησις του απορρήτου των εκθέσεων και η έλλειψις της κατά το άρθρον 15 του παρόντος προσηκούσης συμπεριφοράς κατά την διεξαγωγήν της υπηρεσίας των, συνιστούν πειθαρχικά αδικήματα. Το άρθρον 371 ΠΚ περί παραβιάσεως της επαγγελματικής εχεμυθείας έχει και εν προκειμένω εφαρμογήν, ανεξαρτήτως της πειθαρχικής ως άνω ευθύνης του Επιμελητού Ανηλίκων».
[10] . Άρθρον 5 παρ. 2 Ν 378/1976: «Οι Επιμεληταί Ανηλίκων δεν δύνανται να καταθέτουν ενώπιον δικαστικής αρχής περί των εις γνώσιν αυτών ως εκ της ιδιότητος των, περιελθόντων αυτοίς στοιχείων περί ανηλίκου τινός ή της οικογενείας του».
[11] . Για το θέμα βλ. Μ. Αναγνωστάκη, Η λειτουργία και το έργο των Υπηρεσιών Επιμελητών Κοινωνικής Αρωγής. Πορίσματα έρευνας, σε «Έγκλημα και ποινική καταστολή σε περίοδο κρίσης», Τιμητικός Τόμος για τον Καθηγητή Νέστορα Κουράκη, http://crime-in-crisis.com/%CE%B7-%CE%BB%CE%B5%CE%B9%CF%84%CE%BF%CF%85%CF%81%CE%B3%CE%AF%CE%B1-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%84%CE%BF-%CE%AD%CF%81%CE%B3%CE%BF-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CF%85%CF%80%CE%B7%CF%81%CE%B5%CF%83%CE%B9%CF%8E%CE%BD/
[12] Βλ. την έκδοση «Πρακτικός Οδηγός για το έργο των Επιμελητών Ανηλίκων και Επιμελητών Κοινωνικής Αρωγής», Αθήνα 2017, με επιμέλεια της Γενικής Γραμματείας Αντεγκληματικής Πολιτικής του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, όπου περιλαμβάνονται μελέτες των Ν. Κουλούρη, Υπηρεσίες Επιμελητών Ανηλίκων και Κοινωνικής Αρωγής: Το κοινωνικό πρόσωπο της ποινικής δικαιοσύνης και της δικαιοσύνης ανηλίκων, σελ. 13 επ., Ο. Θέμελη, Συμβουλευτικές δεξιότητες: Το μυστικό για μοα επιτυχημένη επικοινωνία, σελ. 53 επ.. Βλ. παρουσίασή του σε Μ. Αναγνωστάκη, Εγχειρίδιο για τους επιμελητές ανηλίκων και τους επιμελητές κοινωνικής αρωγής, The Art of Crime, Μάιος 2017, σε https://theartofcrime.gr/%CE%B5%CE%B3%CF%87%CE%B5%CE%B9%CF%81%CE%AF%CE%B4%CE%B9%CE%BF-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85%CF%82-%CE%B5%CF%80%CE%B9%CE%BC%CE%B5%CE%BB%CE%B7%CF%84%CE%AD%CF%82-%CE%B1%CE%BD%CE%B7%CE%BB%CE%AF/
[13] . «Περί λειτουργίας της Υπηρεσίας Επιμελητών Ανηλίκων» (ΦΕΚ Α’ 11).
[14] . Βλ. το άρθρο 9 του ΠΔ 49/1979.
[15] . Βλ. και Δ. Δημηνά, Η ανάγκη εκσυγχρονισμού της νομοθεσίας ανηλίκων, Αρμ 1984,341.
[16] Πρβλ. και Κ. Σαμουρίδου, Ο ρόλος του Επιμελητή ανηλίκων στην ποινική μεταχείριση των ανηλίκων-Παρατηρήσεις πάνω στη δουλειά του Επιμελητή ανηλίκων σήμερα-Προτάσεις για μια ομαλή ένταξη των ανηλίκων παραβατών στην κοινωνία, δημοσιευμένο σε Ν. Γαβαλά (επιμέλεια), Οι νεαροί παραβάτες απέναντι στην κοινωνία, τους θεσμούς, τους νόμους. Κοινωνική ένταξη ή αντιπαλότητα;, Πρακτικά Σεμιναρίου 12-14/12/1986, εκδ. Δήμου Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1987, σελ. 147 επ.
[17] . Βλ. και Ρ. Σκαρλάτου, Η ποινική μεταχείρησις των ανηλίκων και η Υπηρεσία Επιμελητών, δημοσιευμένο σε Άρσις-NACRO, νεανική παραβατικότητα και επαγγελματική ένταξη, Αθήνα 1995, σελ. 63.
[18] Βλ. το άρθρο 10 παρ. 1 και 2 του ΠΔ 49/1979.
[19] Βλ. το άρθρο 10 παρ. 3 του ΠΔ 49/1979.
[20] Βλ. το άρθρο 11 παρ. 1 του ΠΔ 49/1979.
[21] Βλ. το άρθρο 11 παρ. 2 του ΠΔ 49/1979.
[22] Βλ. τα δυσλειτουργικά προβλήματα που αναφέρονται σε Σ. Ευστρατιάδη, Μια εγκληματολογική θεώρηση της απονομής της δικαιοσύνης στην σύγχρονη ανήλικη παραβατικότητα, δημοσιευμένο σε Σ. Γεωργούλα (επιμ.), Η Εγκληματολογία στην Ελλάδα σήμερα, Τιμητικός Τόμος για τον Σ. Αλεξιάδη, εκδ. ΚΨΜ, Αθήνα 2007, σελ. 401 επ., Δ. Δημηνά, Η ανάγκη εκσυγχρονισμού της νομοθεσίας ανηλίκων, Αρμ 1984, σελ. 341.
[23] Πρβλ. «ο ρόλος μας είναι υποστηρικτικός προς τους ανηλίκους και τις οικογένειές τους, μέσω της συμβουλευτικής που παρέχουμε και των παραπομπών προς φορείς εξειδικευμένων υπηρεσιών, όποτε αυτό κρίνεται αναγκαίο. Στόχος μας είναι η εκτίμηση αναγκών και ο κατά περίπτωση στρατηγικός σχεδιασμός εξατομικευμένης παρέμβασης, ώστε μέσα σ΄ ένα κλίμα συνεργασίας και επικοινωνίας, ο ανήλικος να ενδυναμωθεί, να κινητοποιηθεί και να επαναπροσδιορίσει τους στόχους του», όπως αναφέρεται στην ιστοσελίδα του Συνδέσμου Επιμελητών Δικαστηρίων, σε http://www.epimelitesanilikon.gr/index.html.
[24] Βλ. Ν. Κουράκη, Δίκαιο παραβατικών ανηλίκων, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα 2004, 283, όπου ορθά θεωρεί ότι ο επιμελητής ανηλίκων, ως «ενδιάμεσος πόλος» ανάμεσα στον ανήλικο και το δικαστήριο, αποτελεί το πιο σημαντικό, πρόσφορο και κατάλληλο πρόσωπο για την αποτελεσματική εξωιδρυματική μεταχείριση του ανηλίκου.
[25] Πρβλ. και Σ. Ευστρατιάδη, Η υπηρεσία των Επιμελητών Ανηλίκων σε μετεξέλιξη και αναπροσαρμογή αρμοδιοτήτων, ΠοινΔικ 2005, σελ. 903.