Ο Συνήγορος του Πολίτη (ΣτΠ), ως συνταγματικά κατοχυρωμένη Ανεξάρτητη Αρχή (άρ. 103§9 και 101Α Σ), αποτελεί τον επίσημο φορέα της πολιτείας «για την προστασία των δικαιωμάτων του πολίτη, την καταπολέμηση της κακοδιοίκησης και την τήρηση της νομιμότητας» (άρ. 1§1 ν. 3094/2003) έναντι, κυρίως, των «δημοσίων υπηρεσιών» (άρ. 3 §1 ν. 2477/1977). Η εκπλήρωση αυτού του στόχου αποκτά ιδιαίτερη σημασία προκειμένου για τους πολίτες εκείνους που βρίσκονται σε ειδική σχέση εξουσίασης ή στερούνται της δυνατότητας απρόσκοπτης άσκησης των δικαιωμάτων τους, με αποτέλεσμα να καθίστανται περισσότερο ευάλωτοι σε καταχρηστικές εκδηλώσεις εξουσίας - όπως, ιδίως, οι ποινικοί κρατούμενοι, οι διοικητικά έγκλειστοι, οι ψυχικά ασθενείς και οι αλλοδαποί. Αν, μάλιστα, αναλογισθεί κανείς ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα προστατεύουν κυρίως τα δικαιώματα της μειοψηφίας, τότε το επίπεδο προστασίας των δικαιωμάτων των μελών των παραπάνω κοινωνικών ομάδων αποτελεί αποφασιστικό κριτήριο για το δικαιοκρατικό τρόπο διακυβέρνησης μιας κοινωνίας. Καταλληλότεροι να ανταποκριθούν σ’ αυτή την απαίτηση - όπως αποδεικνύει η διεθνής εμπειρία και συστήνουν οι διεθνείς οργανισμοί προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων - είναι οι μόνιμοι και ανεξάρτητοι μηχανισμοί πρόληψης και εξωτερικού ελέγχου των προσβολών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Υπό το πρίσμα αυτό, ο ΣτΠ αποτελεί πρόσφορο μέσο για την ανάληψη της εν λόγω αποστολής στη χώρα μας, αφού από την έναρξη της λειτουργίας του, το 1998 (ν. 2477/1997), έχει ασχοληθεί συστηματικά, στο πλαίσιο της γενικής του αρμοδιότητας, με την αποτελεσματική προάσπιση των δικαιωμάτων ευάλωτων ομάδων πληθυσμού, συμβάλλοντας σημαντικά με τις παρεμβάσεις του στην κάλυψη του κενού ανάμεσα στις νομοθετικές προβλέψεις και την ουσιαστική πραγμάτωσή τους, εμπεδώνοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, τις βασικές θεμελιακές αρχές του κράτους δικαίου κατά την καθημερινή πρακτική των μηχανισμών ελέγχου και καταστολής.
Στην ίδια προοπτική εντάσσεται και η ανάθεση στο ΣτΠ των ειδικών αρμοδιοτήτων του αφενός ως Εθνικού Μηχανισμού Πρόληψης των Βασανιστηρίων (ν. 4228/2014, ΦΕΚ Α’ 7/10.1.2014) και αφετέρου ως Εθνικού Μηχανισμού Διερεύνησης Περιστατικών Αυθαιρεσίας (ν. 4443/2016, Μέρος Δ΄, ΦΕΚ Α´ 232/9-12-2016).
Ι.
Η αρμοδιότητα του Εθνικού Μηχανισμού Πρόληψης των Βασανιστηρίων ανατέθηκε στο ΣτΠ με το δεύτερο άρθρο του ν. 4228/2014, με τον οποίο κυρώθηκε το Προαιρετικό Πρωτόκολλο (2002) στη Σύμβαση του Ο. Η. Ε. (1984) «κατά των βασανιστηρίων και άλλων μορφών σκληρής, απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας», καθιστώντας το, κατ’ αυτόν τον τρόπο, εσωτερικό δίκαιο και, μάλιστα, με αυξημένη τυπική ισχύ έναντι της εθνικής νομοθεσίας (άρ. 28§1 Σ).
Η αποστολή του Εθνικού Μηχανισμού Πρόληψης (ΕΜΠ) περιλαμβάνει την τακτική εξέταση της μεταχείρισης των προσώπων που στερούνται της ελευθερίας τους, την κατάθεση αντίστοιχων συστάσεων βελτίωσης προς τις αρμόδιες αρχές και την παρακολούθηση της εφαρμογής τους, καθώς επίσης την υποβολή προτάσεων και παρατηρήσεων στην υφιστάμενη ή προτεινόμενη νομοθεσία. Ειδικότερα, σύμφωνα με το τέταρτο άρθρο του Ν. 4228/2014, ο ΕΜΠ διενεργεί επισκέψεις σε όλους τους δημόσιους ή ιδιωτικούς, χώρους στέρησης της ελευθερίας, με ή χωρίς προηγούμενη ενημέρωση των αρμόδιων αρχών. Ως τέτοιοι χώροι νοούνται οι φυλακές, τα αστυνομικά κρατητήρια, τα ψυχιατρικά καταστήματα, οι χώροι διοικητικής κράτησης αλλοδαπών, τα προνοιακά ιδρύματα κ.ά. Μάλιστα, κατά τη διεθνή πρακτική, οι επισκέψεις αυτές μπορούν να διενεργούνται και μη εργάσιμες ημέρες ή ακόμα και νυχτερινές ώρες, ενώ περιλαμβάνουν συλλογή στοιχείων με κάθε διαθέσιμο μέσο, όπως, ενδεικτικά, επίσκεψη σε όλους τους χώρους κράτησης, εξέταση προσώπων και λήψη φωτογραφιών κλπ. Άλλωστε, σύμφωνα με τη γενική αρμοδιότητα του ΣτΠ βάσει του άρ. 103 §9 Σ και του ν. 3094/2003, αυτός έχει πρόσβαση σε κάθε αρχείο, έγγραφο, στοιχείο ή φάκελο. Για την υλοποίηση της αποστολής του ΕΜΠ έχει συγκροτηθεί ειδική ομάδα εργασίας υπό την ευθύνη του Βοηθού Συνηγόρου αρμόδιου για θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία άρχισε να λειτουργεί τον Οκτώβριο του 2014 πάνω στους εξής βασικούς άξονες:
- Ανάλυση πεδίου και αναζήτηση συνεργασιών προς την κατεύθυνση της αποτελεσματικής άσκησης της αρμοδιότητας του ΕΜΠ.
- Καθορισμός της μεθοδολογίας διενέργειας έρευνας, συλλογής στοιχείων, επεξεργασίας και παρουσίασης διαπιστώσεων και προτάσεων, καθώς και παρακολούθησης της εφαρμογής τους.
- Διαμόρφωση κριτηρίων για την κατά προτεραιότητα διενέργεια επισκέψεων σε συγκεκριμένους χώρους κράτησης.
Η σημασία του ΕΜΠ ως φορέα εξωτερικού ελέγχου των συνθηκών κράτησης συνίσταται, κατ’ αρχήν, στην ταυτόχρονα διπλή ένταξή του:
- τόσο στο εθνικό επίπεδο, από την άποψη της συγκρότησης και της επιχειρησιακής του δραστηριότητας
- όσο και στο διεθνές επίπεδο, από την άποψη της νομοθετικής του θεμελίωσης - η οποία στηρίζεται σε ένα διεθνές συμβατικό κείμενο (OPCAT) - αλλά και λόγω των προνομιακών σχέσεων συνεργασίας και εμπιστοσύνης που διατηρεί με την Υποεπιτροπή του Ο.Η.Ε. για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων και Άλλων Μορφών Σκληρής, Απάνθρωπης ή Ταπεινωτικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας (SPT), σύμφωνα με το άρ. 11§1β του Πρωτοκόλλου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζεται η «εξωτερικότητα» των ελέγχων που ασκεί ο ΕΜΠ έναντι της εκτελεστικής εξουσίας και, ευρύτερα, ως ένα βαθμό, της ίδιας της χώρας.
Απ’ την άλλη - σε αντίθεση με τους στοχευμένους και περιστασιακούς ελέγχους που διενεργεί η Επιτροπή για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων του Συμβουλίου της Ευρώπης (CPT) - ο ΕΜΠ συνιστά ένα μόνιμο και διαρκή φορέα ελέγχου, που συγκροτείται μεν σε εθνικό επίπεδο αλλά υποστηρίζεται σταθερά από το διεθνές - βλ. χαρακτηριστικά τη διάταξη του άρ. 11§1,β του Πρωτοκόλλου, που προβλέπει ότι, όσον αφορά τους ΕΜΠ, η Υποεπιτροπή του Ο.Η.Ε. για την Πρόληψη «(¡) Συμβουλεύει και βοηθά τα Κράτη - Συμβαλλόμενα Μέρη, όταν αυτό απαιτείται, για τη δημιουργία τους, … (¡ν) Προβαίνει σε συστάσεις και παρατηρήσεις προς τα Κράτη-Μέρη, με σκοπό την ενίσχυση της ικανότητας και των όρων εντολής των εθνικών μηχανισμών πρόληψης, για την πρόληψη των βασανιστηρίων και άλλων μορφών σκληρής, απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας»).
Η μέχρι τώρα τριετής εμπειρία του ΣτΠ από την άσκηση της αρμοδιότητάς του ως ΕΜΠ έχει αποτυπωθεί αναλυτικά τόσο στις σχετικές ετήσιες ειδικές εκθέσεις του (που συντάσσει υποχρεωτικά σύμφωνα με το άρ. πέμπτο του ν. 4228/2014) όσο και στις επιμέρους, μετά από αυτοψίες που διεξάγει σε συγκεκριμένους χώρους κράτησης, τις οποίες και αναρτά στην ιστοσελίδα του (www.synigoros.gr).
Ακολουθώντας ο ΣτΠ ως βασική κατεύθυνση για την άσκηση της εν λόγω αρμοδιότητάς του την πεποίθηση ότι «η νομιμότητα της ποινικής καταστολής πρέπει να κατανοείται υπό δικαιοκρατικό, φιλελεύθερο και ανθρωπιστικό πρίσμα» (Ετήσια Έκθεση 2015, σ. 137), έχει προβεί, συνοπτικά, στις ακόλουθες γενικές παρατηρήσεις από τις αυτοψίες του σε χώρους ποινικού εγκλεισμού κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα:
- Αποτελεί επείγουσα προτεραιότητα η εκτίμηση του σωφρονιστικού ζητήματος στη χώρα υπό το πρίσμα μίας «ολιστικής» επανεξέτασης της λειτουργίας του ποινικού συστήματος τόσο στις επιμέρους όψεις του - δηλ. τη νομοθετική (σύστημα ποινών), τη δικαστική (επιμέτρηση ποινών) και τη σωφρονιστική (συνθήκες κράτησης) - όσο και, συνολικά, στις μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις, στο πλαίσιο μιας μεσοπρόθεσμης, συγκροτημένης, ποινικής και σωφρονιστικής πολιτικής.
- Παρά τις ιδιαιτερότητες που παρουσιάζει το κάθε κατάστημα κράτησης, κοινές είναι οι διαπιστώσεις ότι αντιμετωπίζουν προβλήματα στον τρόπο λειτουργίας, στη στελέχωση και στις υλικοτεχνικές υποδομές. Γενικεύοντας, τα προβλήματα εντοπίζονται, μεταξύ άλλων, στον υπερπληθυσμό των κρατουμένων, στις ελλείψεις σε υποδομές και την παλαιότητα των εγκαταστάσεων, στα προβλήματα θέρμανσης των χώρων και παροχής ζεστού νερού, την ανυπαρξία - σε αρκετά καταστήματα κράτησης - οποιουδήποτε επιμορφωτικού προγράμματος ή προγράμματος δημιουργικής δραστηριότητας, καθώς και προγράμματος απεξάρτησης, τις ελλείψεις σε εξειδικευμένο προσωπικό, όπως ιατρικό / νοσηλευτικό και η ελλιπέστατη έως και ανύπαρκτη, σε κάποιες περιπτώσεις, στελέχωση των κοινωνικών υπηρεσιών τους. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ο ΕΜΠ επισημαίνει ότι η όποια στενότητα πόρων δεν επιτρέπεται να αναχθεί σε βαθμό παραβίασης του σκληρού πυρήνα των δικαιωμάτων των εγκλείστων, ιδίως στη δομικού χαρακτήρα προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
- Ο ΕΜΠ έχει εμφατικά τονίσει την ανάγκη της, κατά προτεραιότητα, θωράκισης της κοινωνικής υπηρεσίας των φυλακών, όσον αφορά στην επάρκεια του προσωπικού αλλά και στην οργάνωσή της, την τεχνική και υλική υποστήριξή της προς την κατεύθυνση της παροχής ουσιαστικής συνδρομής κατά το στάδιο πριν από τη χορήγηση υφ’ όρον απόλυσης αλλά και μετά, σε συνεργασία με συγκεκριμένους φορείς επιφορτισμένους με το έργο της κοινωνικής επανένταξης των αποφυλακισμένων.
- Ως θετική παράμετρος αξιολογείται η ύπαρξη και λειτουργία στις φυλακές σχολείων δεύτερης ευκαιρίας, αφού, κατά γενική παραδοχή, τα σχολεία αποτελούν εστίες ιδιαίτερης ψυχικής ανάτασης για τους κρατούμενους και συμβάλλουν στην ομαλή επανένταξή τους στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. Ο ΕΜΠ, κατά τις επισκέψεις του, συνάντησε ιδιαίτερα δραστήριους και ευαισθητοποιημένους διευθυντές και δασκάλους. Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι, μαζί με τα σχολεία, η οργάνωση επαγγελματικών εργαστηρίων με στόχο την απόκτηση αντίστοιχου πιστοποιητικού (πτυχίου / διπλώματος) θα βοηθούσε ακόμη περισσότερο στην επαγγελματική αποκατάσταση των κρατουμένων. Επίσης, ο ΕΜΠ πρότεινε την παράλληλη λειτουργία και λυκείου εντός της ήδη υπάρχουσας δομής του σχολείου δεύτερης ευκαιρίας, σε όσα καταστήματα κράτησης υπάρχει σημαντικός αριθμός ενδιαφερόμενων κρατουμένων, δεδομένου ότι η λειτουργία λυκείου θα προσέφερε νέες δυνατότητες και προοπτικές στους κρατούμενους, ιδιαίτερα σε όσους θα επιθυμούσαν να φοιτήσουν μετέπειτα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
- Σε ότι αφορά ειδικότερα στις Αγροτικές Φυλακές, ο ΕΜΠ είχε επισημάνει ότι πρέπει να ανασχεθεί η αποδυνάμωσή τους με την παραχώρηση μέρους των εκτάσεών τους για άλλους σκοπούς, καθώς επίσης ότι πρέπει να υπάρξει στρατηγικός σχεδιασμός, εκσυγχρονισμός της υλικοτεχνικής υποδομής τους και άμεση σύνταξη κανονισμού λειτουργίας τους (με αποσαφήνιση, μεταξύ άλλων, των κριτηρίων μετάβασης από το καθεστώς του «κλειστού τμήματος» στο καθεστώς της «ημιελεύθερης» διαβίωσης αλλά και των διαδικασιών ανάθεσης εργασίας).
- Σχετικά με τους ακαταλόγιστους κρατούμενους, επισημαίνεται η αντίφαση ανάμεσα στη φυλακτική και τη θεραπευτική αντιμετώπισή τους, κατά τρόπο ώστε αποτελεί νομικό παράδοξο η ανάθεση της φύλαξής τους σε ψυχιατρικές μονάδες, στις περιπτώσεις, ιδίως, εφαρμογής του μέτρου ασφαλείας των άρ. 69 και 70 ΠΚ.
- Σε σχετική παρέμβασή του, ο ΕΜΠ επισήμανε ότι η κράτηση, ως επαχθέστερος περιορισμός της ελευθερίας, πρέπει να αποτελεί την εξαίρεση όταν δεν μπορούν να επιβληθούν εναλλακτικά μέτρα. Τόνισε επίσης ότι η διοικητική κράτηση ανθρώπων, με σοβαρά προβλήματα υγείας, σε συνθήκες ουσιαστικής απουσίας οποιασδήποτε υγειονομικής περίθαλψης και θεραπευτικής αγωγής, όχι μόνο παρίσταται ασύμβατη με τις διατάξεις του διεθνούς και εθνικού δικαίου αλλά, επιπλέον, αντιτίθεται στην αρχή της αναλογικότητας των στερητικών της ελευθερίας μέτρων (άρ. 5§3 Σ, άρ. 5 ΕΣΔΑ). Σε ότι αφορά, μάλιστα, ειδικότερα, τους αλλοδαπούς, η παύση της κράτησής τους πρέπει να συνοδεύεται από την παραπομπή τους σε κατάλληλη θεραπευτική δομή, για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση του αντίστοιχου προβλήματος υγείας τους.
Το σύνολο των ανωτέρω ζητημάτων εξακολουθούν να παραμένουν για τον ΕΜΠ επιτακτική και αδιαμφισβήτητη προτεραιότητα, που διατρέχει τον τρέχοντα και μελλοντικό επιχειρησιακό προγραμματισμό του. Αξίζει, ωστόσο, να αναφερθεί ότι, σε σχέση με τις προηγούμενες επισημάνσεις του ΕΜΠ, το Υπουργείο Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει προχωρήσει ήδη σε σημαντικές πρωτοβουλίες τόσο σε νομοθετικό επίπεδο (όπως, ενδεικτικά, με το σχέδιο Π.Δ. για την ένταξη του Ψυχιατρείου Κρατουμένων Κορυδαλλού στο Εθνικό Σύστημα Υγείας σε συνεργασία με το Υπουργείο Υγείας, το σ/ν για τα μέτρα θεραπείας ατόμων που απαλλάσσονται από την ποινή λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής κ.ά.) όσο και σε επίπεδο υποδομών (όπως π.χ. με τη μετατροπή μέρους της γυναικείας φυλακής Ελεώνα Θηβών σε αγροτική).
Γενικότερα, η πρόσφατη δημοσιοποίηση από τη Γενική Γραμματεία Αντεγκληματικής Πολιτικής του ίδιου Υπουργείου του διετούς στρατηγικού σχεδιασμού για το σωφρονιστικό σύστημα (2018-2020) εκτιμάται ότι μπορεί να συμβάλει στην ορθολογική χάραξη της σωφρονιστικής πολιτικής της χώρας μας, στη συντεταγμένη εφαρμογή της και την τεκμηριωμένη αποτίμηση των αποτελεσμάτων της.
ΙΙ.
Η αρμοδιότητα του ΣτΠ ως Εθνικού Μηχανισμού Διερεύνησης Περιστατικών Αυθαιρεσίας (ν. 4443/2016, Μέρος Δ΄) προήλθε - όπως αναφέρεται στη σχετική Αιτιολογική Έκθεση - ως αποτέλεσμα της διαπίστωσης των ελλειμμάτων ανεξαρτησίας και αποτελεσματικότητας του προϋπάρχοντος Γραφείου Αντιμετώπισης Περιστατικών Αυθαιρεσίας, που είχε συσταθεί με το άρ. 1 του ν. 3938/2011, αλλά και, γενικότερα, υπό το βάρος τόσο της εκδήλωσης περιστατικών κατάχρησης εξουσίας και αυθαίρετης συμπεριφοράς φορέων της κρατικής εξουσίας, που υπερβαίνουν το νόμιμο μέτρο καταναγκασμού, όσο και των καταδικών της χώρας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για παραβιάσεις των άρθρων 2 (δικαίωμα στη ζωή) και 3 (απαγόρευση βασανιστηρίων και άλλης απάνθρωπης και ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας) της ΕΣΔΑ (αποφάσεις Μακαρατζής κατά Ελλάδας, 20.12.2004, Καραγιαννόπουλος κατά Ελλάδας, 21.6.2007, Celiknku κατά Ελλάδας, 5.7.2007, Λεωνίδης κατά Ελλάδας, 8.1.2009, Μπέκος και Κουτρόπουλος κατά Ελλάδας, 13.12.2005, Zelilof κατά Ελλάδας, 24.5.2007, Zontul κατά Ελλάδας, 17.1.2012 κ.α.). Επιπλέον, είχε επανειλημμένα επισημανθεί από σημαντικό αριθμό εθνικών και διεθνών φορέων προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (όπως η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, ο Συνήγορος του Πολίτη, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά των Βασανιστηρίων, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας, ο Επίτροπος του Συμβουλίου της Ευρώπης και τα Δικαιώματα του Ανθρώπου), καθώς και από όργανα παρακολούθησης της εφαρμογής διεθνών συμβάσεων δικαιωμάτων του ανθρώπου (όπως η Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα) η ανάγκη λειτουργίας ενός ανεξάρτητου και αποτελεσματικού μηχανισμού διερεύνησης της εκδήλωσης συμπεριφορών αυθαιρεσίας από την πλευρά φορέων της κρατικής εξουσίας.
Σ’ αυτή την προοπτική, η σχετική αρμοδιότητα ανατέθηκε στον ΣτΠ, ο οποίος, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ανάγεται σε οιονεί πειθαρχικό όργανο, αφού - λόγω της ίδιας της φύσης του θεσμού - δεν μπορεί να διαθέτει εξουσία επιβολής κυρώσεων, με την τελευταία να παραμένει στα πειθαρχικά όργανα της υπηρεσίας, που υπάγεται ο ελεγχόμενος. Ουσιαστικά, δηλαδή, ο ΣτΠ αναλαμβάνει τη διεξαγωγή μιας παράλληλης ελεγκτικής διαδικασίας, η οποία, όμως, «δεν υποκαθιστά τις υφιστάμενες δομές υποβολής και εξέτασης καταγγελιών αυθαιρεσίας σε άλλα όργανα ή αρχές» (άρ. 1§9 ν. 3938/2011, όπως αντικαταστάθηκε από το άρ. 56 του ν. 4443/2016) αλλά μπορεί να εξελίσσεται ταυτόχρονα με την αντίστοιχη πειθαρχική και δικαστική διαδικασία, αποτελώντας απλώς - σύμφωνα με τη ratio του νόμου - «ένα πρόσθετο μέσο, ώστε να διασφαλίζεται ακόμη περισσότερο η πλήρης και αποτελεσματική διερεύνηση των περιστατικών αυτών». Προβλέπονται, ωστόσο, οι ακόλουθες περιπτώσεις περιορισμού της πειθαρχικής αρμοδιότητας των αντίστοιχων υπηρεσιών (άρ. 1§4 ν. 3938/2011, όπως αντικαταστάθηκε από το άρ.56 του ν. 4443/2016):
- αφενός μεν η υποχρεωτική αναστολή της έκδοσης απόφασης από τα αντίστοιχα υπηρεσιακά πειθαρχικά όργανα μέχρι την έκδοση του πορίσματος της έρευνας του ΣτΠ (εδ. α΄)
και
- αφετέρου - σε περίπτωση απόκλισης ανάμεσα στα διατακτικά των δύο πορισμάτων (δηλ. του ΣτΠ και των υπηρεσιακών πειθαρχικών οργάνων) - η υποχρέωση «ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας» του πορίσματος του υπηρεσιακού πειθαρχικού οργάνου (εδ. δ’).
Από πλευράς περιεχομένου των υποθέσεων που επιλαμβάνεται ο συνιστώμενος μηχανισμός διερεύνησης, παρατηρείται ότι δεν πρόκειται για την ανάθεση μιας γενικής αρμοδιότητας ελέγχου αλλά μόνο ειδικής, που αφορά, περιοριστικά, στις εξής συγκεκριμένες υποθέσεις (άρ. 1§1 ν. 3938/2011, όπως αντικαταστάθηκε από το άρ. 56 του ν. 4443/2016):
«α. βασανιστήρια και άλλες προσβολές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας κατά την έννοια του άρθρου 137Α του Ποινικού Κώδικα,
β. παράνομες εκ προθέσεως προσβολές κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας ή υγείας ή της προσωπικής ή γενετήσιας ελευθερίας,
γ. παράνομη χρήση πυροβόλου όπλου και
δ. παράνομη συμπεριφορά για την οποία υπάρχουν ενδείξεις ότι διενεργήθηκε με ρατσιστικό κίνητρο ή η οποία ενέχει άλλου είδους διακριτική μεταχείριση λόγω χαρακτηριστικών φυλής, χρώματος εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών, θρησκείας, αναπηρίας, σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου».
Επιπλέον, στην αρμοδιότητα πειθαρχικού ελέγχου του ΣτΠ υπάγονται και υποθέσεις, για τις οποίες έχουν εκδοθεί καταδικαστικές αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, με τις οποίες «διαπιστώνονται ελλείψεις της πειθαρχικής διαδικασίας ή νέα στοιχεία, που δεν αξιολογήθηκαν στην πειθαρχική έρευνα ή την εκδίκαση της υπόθεσης», οπότε ο ΣτΠ «επανεξετάζει την υπόθεση λαμβάνοντας υπόψη του ιδίως όσα έκανε δεκτά το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και αποφασίζει για την εκ νέου διερεύνηση της υπόθεσης» (άρ. 1§§5-6 ν. 3938/2011, όπως αντικαταστάθηκαν από το άρ. 56 του ν. 4443/2016).
Σχετικά με την άσκηση από το ΣτΠ της αρμοδιότητάς του ως Εθνικού Μηχανισμού Διερεύνησης Περιστατικών Αυθαιρεσίας, προβλέπεται η διακριτική ευχέρεια να αποφασίσει - μέσα σε προθεσμία 10 ημερών (άρ. 1§3 και §8 ν. 3938/2011, όπως αντικαταστάθηκε από το άρ. 56 του ν. 4443/2016):
- είτε αν θα αναλάβει ο ίδιος τη διερεύνηση σχετικών καταγγελιών ή περιστατικών (ακόμα και αυτεπάγγελτα μετά από πληροφορίες)
- είτε αν θα τις προωθήσει στις αρμόδιες υπηρεσίες για κατά προτεραιότητα έλεγχο
- είτε αν θα αρχειοθετήσει τις σχετικές καταγγελίες ως αβάσιμες και ανεπίδεκτες εκτίμησης.
Επισημαίνεται, πάντως, ότι στην περίπτωση που αναλάβει ο ίδιος ο ΣτΠ τη διερεύνηση μια καταγγελίας ή περιστατικού, αφενός μεν «ο ελεγχόμενος έχει δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης και ενώπιον του Συνηγόρου του Πολίτη» και αφετέρου ότι ο ΣτΠ «υποχρεούται εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών να έχει συντάξει σχετικό πόρισμα», ενώ προβλέπεται η κατά παρέκκλιση αιτιολογημένη παράταση των παραπάνω προθεσμιών με υποχρέωση ενημέρωσης των αρμόδιων υπηρεσιών. Η έναρξη εφαρμογής της εν λόγω αρμοδιότητας του ΣτΠ ορίστηκε 6 μήνες μετά τη δημοσίευση του σχετικού νόμου, δηλ. στις 10-6-2017 (άρ. 77, ν. 4443/2016), ώστε να υπάρξει η απαραίτητη προετοιμασία της Αρχής για την άσκησή της.
ΙΙΙ.
Με τις δύο παραπάνω ειδικές αρμοδιότητές του ο ΣτΠ διευρύνει ακόμα περισσότερο τον ελεγκτικό του ρόλο προς όφελος των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών των πολιτών από εκδηλώσεις σε βάρος τους αυθαιρεσιών και υπερβάσεων των φορέων της κρατικής εξουσίας. Πέρα από την παραδοσιακή γενική αποστολή του της διερεύνησης καταγγελιών των πολιτών και της διαμεσολάβησής του προς τη διοίκηση για την επίλυσή τους, ο ΣτΠ μπορεί πλέον να αναλαμβάνει και ο ίδιος πρωτοβουλίες πρόληψης και διερεύνησης περιστατικών βασανισμού και κακομεταχείρισης πολιτών, καθιστώντας τη διοίκηση υπόλογη στα πορίσματα των ερευνών του και υπόχρεη συμμόρφωσης στις συστάσεις του.
Σ’ αυτή την κατεύθυνση, οι ειδικές αρμοδιότητες του ΣτΠ ως Εθνικού Μηχανισμού Πρόληψης των Βασανιστηρίων και ως Εθνικού Μηχανισμού Διερεύνησης Περιστατικών Αυθαιρεσίας λειτουργούν συμπληρωματικά μεταξύ τους, αφού κατά τη διάρκεια ελεγκτικών επισκέψεων σε χώρους κράτησης μπορεί να αποκαλυφθούν μεμονωμένα περιστατικά υπέρβασης των νομίμων ορίων καταναγκασμού από φορείς εξουσίας, ενώ, από την άλλη, η διερεύνηση μεμονωμένων καταγγελιών αυθαίρετης συμπεριφοράς κατά συγκεκριμένων φορέων δημόσιας εξουσίας μπορεί να οδηγήσει στην αποκάλυψη περισσότερο δομικών προβλημάτων στις συνθήκες κράτησης.
Συμπερασματικά, με την άσκηση των παραπάνω αρμοδιοτήτων του ο ΣτΠ επιβεβαιώνει τη δικαιοπολιτική αποστολή του μέσα σ’ αυτό καθαυτό το πεδίο της λειτουργίας των θεσμών καταστολής, αναλαμβάνοντας να καταδείξει με συγκεκριμένους τρόπους τα όρια της νομιμότητάς τους, ώστε να καθίσταται περισσότερο διαφανής η λειτουργία τους.