Στις 3 Αυγούστου του 2018 η Γαλλία ψήφισε νόμο κατά της σεξουαλικής παρενόχλησης των γυναικών στο δρόμο (φαινόμενο γνωστό ως «catcalling») με προβλεπόμενη ποινή προστίμου από 90 μέχρι 750 ευρώ[1]. Ο νόμος αυτός έχει ήδη τύχει εφαρμογής[2] και ήδη περισσότερα από 700 τέτοια πρόστιμα έχουν επιβληθεί στη Γαλλία στον ένα χρόνο εφαρμογής του νόμου[3]. Παράλληλα, και άλλα κράτη, πέραν της Γαλλίας, έχουν προχωρήσει σταδιακά στη νομική αντιμετώπιση του συγκεκριμένου φαινομένου π.χ. το Βέλγιο[4] ήδη από το 2014, η Πορτογαλία,[5] η Αργεντινή,[6] η Νέα Ζηλανδία[7] και ορισμένες πολιτείες των ΗΠΑ έχουν θεσπίσει νόμους για το catcalling[8]. Στο πλαίσιο αυτό, λοιπόν, και ενώ οι μαρτυρίες των γυναικών στους οικείους διαδικτυακούς τόπους[9] για την επίδραση που έχει πάνω τους η εν λόγω δημόσια παρενόχληση ολοένα και πληθαίνουν, η συζήτηση στρέφεται στο Δίκαιο και στο κατά πόσο μπορεί ή πρέπει να ασχοληθεί με αυτή την πρακτική που μόλις τα τελευταία χρόνια άρχισε να συζητείται αλλά φαίνεται να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας κάθε γυναίκας. Ο στόχος της παρούσας παρουσίασης είναι τριπλός: α) Να αποσαφηνίσει τα εννοιολογικά γνωρίσματα της σεξουαλικής παρενόχλησης στο δρόμο (street sexual harassment), β) να ταξινομήσει τα ποικίλα επιχειρήματα που έχει κατά καιρούς υποστηρίξει η φεμινιστική νομική θεωρία που τάσσεται υπέρ της ποινικοποίησης του catcalling και γ) να εξετάσει το κατά πόσον το συγκεκριμένο φαινόμενο μπορεί να ενταχθεί σε υπάρχουσες νομικές έννοιες ή, αντιθέτως, αν χρειάζεται και η Ελλάδα να προχωρήσει σε μία αυτοτελή ποινική διάταξη αντίστοιχη με εκείνη της Γαλλίας.
Ι. Το φαινόμενο
Η σεξουαλική παρενόχληση στο δρόμο περιλαμβάνει ένα σύνολο συμπεριφορών λεκτικών ή μη, από σχόλια και σφυρίγματα μέχρι χειρονομίες και επίμονη παρακολούθηση των γυναικών που αγνοούν τις ως άνω συμπεριφορές. Παρόλα αυτά, όμως, υπάρχουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά που εννοιοδοτούν το φαινόμενο που εξετάζουμε[10]: 1) Αποδέκτες της συμπεριφοράς αυτής είναι συνήθως[11] γυναίκες, 2) οι δράστες είναι, στη συντριπτική πλειοψηφία, άνδρες, 3) οι άνδρες δεν γνωρίζουν εκ των προτέρων τις γυναίκες στις οποίες απευθύνονται, 4) η διάδραση μεταξύ τους γίνεται «πρόσωπο με πρόσωπο» και 5) γίνεται πάντα σε δημόσιο χώρο π.χ. σε δρόμους, πάρκα, μέσα μαζικής μεταφοράς κλπ.
Το πιο σημαντικό, ίσως, χαρακτηριστικό της παρενόχλησης στο δρόμο είναι το πόσο οικεία φαντάζει αυτή η συμπεριφορά για κάθε γυναίκα. Η μεγαλύτερη διαπολιτισμική έρευνα επί του θέματος μέχρι στιγμής έχει διεξαχθεί το 2014-2015 από το Πανεπιστήμιο Cornell στις ΗΠΑ σε συνδυασμό με τη διαδικτυακή πλατφόρμα καταγραφής περιστατικών σεξουαλικής παρενόχλησης στο δρόμο «Hollaback» σε ένα δείγμα 16.600 ατόμων από τις Η.Π.Α. και από 42 άλλες πόλεις ανά τον κόσμο[12]. Τα αποτελέσματα επιβεβαίωσαν αυτό που εν πολλοίς ήδη γνωρίζαμε από τις κοινωνικές μας παραστάσεις: κατά μέσο όρο περισσότερο από το 81,5% των γυναικών στην Ευρώπη παραδέχτηκε πως έχει υποστεί κάποιου είδους παρενόχληση στο δρόμο τουλάχιστον μια φορά στη ζωή τους και, μάλιστα, πριν την ηλικία των 17.
Πράγματι, σπάνια ένα τόσο διάχυτο κοινωνικό φαινόμενο συνοδεύεται από τόση λίγη ορατότητα και ανύπαρκτη συζήτηση γύρω από τα αίτια και τους τρόπους αντιμετώπισής του. Η φεμινιστική νομική θεωρία δεν εκπλήσσεται, όμως, από αυτή την αποσιώπηση. Είναι λογικό, αναφέρει, για ένα κοινωνικό φαινόμενο καταγραφές του οποίου συναντώνται ως παράπονα σε επιστολές σε γυναικεία περιοδικά ήδη από το 1898[13] να έχει εισέλθει στο δημόσιο διάλογο μόλις την τελευταία δεκαετία, όταν η βλάβη που προκαλεί δεν γίνεται αισθητή από όλους παρά μόνο από περιθωριοποιημένες κοινωνικές ομάδες, αποκλεισμένες από την εξουσία και τα κέντρα λήψης αποφάσεων[14]. Γι αυτό, λοιπόν, είναι κρίσιμο οι αποδέκτες της σεξουαλικής παρενόχλησης στο δρόμο να αρχίσουν να μιλάνε, να ονοματίζουν τη συμπεριφορά που τους ενοχλεί και την ακριβή επίδραση πάνω τους, ώστε να δώσουν γλωσσική και, ενδεχομένως, και νομική υπόσταση σε μια διάχυτη και ταυτόχρονα αόρατη πρακτική.
Στην προκειμένη περίπτωση, οι γυναίκες-αποδέκτες του catcalling ξεκίνησαν να μοιράζονται τις εμπειρίες τους στο διαδίκτυο. Την τελευταία δεκαετία, διάφορες ακτιβιστικές οργανώσεις δημιούργησαν διαδικτυακά forum καταγραφής περιστατικών σεξουαλικής παρενόχλησης στο δρόμο, τα οποία επέτρεψαν σε εκατοντάδες χιλιάδες γυναίκες ανά τον κόσμο να δώσουν τη δική τους αφήγηση για το πόσο σημαντικό ή ασήμαντο είναι τελικά για τις ίδιες το catcalling ενάντια στην κυρίαρχη αφήγηση της αποσιώπησης, χλευασμού και υποτίμησης του.[15] Ακόμη και το τελικό έναυσμα για την ποινικοποίηση του catcalling στη Γαλλία δόθηκε από τη μαρτυρία μιας γυναίκας στο Facebook και την ακόλουθη δημοσιοποίηση ενός βίντεο που είχε καταγράψει κάμερα κλειστού κυκλώματος στις 24.07.2018 σε υπαίθριο χώρο. Στο βίντεο αυτό φαίνεται πως ένας άντρας πλησίασε την 22χρονη κοπέλα «κάνοντας ήχους, διατυπώνοντας προσβλητικά σχόλια, σφυρίζοντας ή μιλώντας άσεμνα, με ταπεινωτικό και προσβλητικό τρόπο», η κοπέλα αντί να τον αγνοήσει του είπε να σταματήσει και εκείνος την ακολούθησε και, εν τέλει, την χτύπησε στο πρόσωπο στη μέση του δρόμου παρουσία δεκάδων αυτόπτων μαρτύρων.[16]
Πρέπει, τέλος, να σημειωθεί πως τα δύο βασικά εννοιολογικά χαρακτηριστικά της σεξουαλικής παρενόχλησης στο δρόμο, δηλαδή, ο έμφυλος χαρακτήρας της (στρέφεται στη συντριπτική πλειονότητα κατά των γυναικών) και ο δημόσιος χώρος στον οποίο τελείται («στο δρόμο») βρίσκονται μεταξύ τους σε σχέση αλληλεξάρτησης. Οι γυναίκες αποτελούν τα κατεξοχήν θύματα του catcalling επειδή το catcalling συμβαίνει δημόσια. Ειδικότερα, το catcalling αποτελεί ένα πρωτοφανές «σπάσιμο» της συνθήκης της «δημόσιας αδιαφορίας» («civil inattendance») που επικρατεί στους δημόσιους χώρους, όπως αυτή έχει αναλυθεί στην κοινωνιολογία ήδη από τη δεκαετία του 1960.[17]
Δημόσια αδιαφορία είναι, πολύ απλά, η άρρητη συμφωνία των μελών μιας κοινωνίας να αφήνουν ο ένας τον άλλον ήσυχο στο δημόσιο χώρο –να μην κοιτάζουν επίμονα, να μη χαιρετάνε (αν δεν βλέπουν κάποιο γνωστό), να μη σχολιάζουν. Εξαίρεση αποτελούν μόνο οι λεγόμενες «ανοιχτές κατηγορίες»[18] (open persons), κατηγορίες, δηλαδή, για τις οποίες θεωρείται φυσικό να τις σχολιάσει κάποιος άγνωστος στο δρόμο, όπως όταν ένας περαστικός συνοδεύει ένα παιδί, ένα ζώο συντροφιάς, είναι ντυμένος με αποκριάτικο κοστούμι κλπ. Για τους άνδρες-δράστες της παρενόχλησης στο δρόμο, λοιπόν, οι γυναίκες φαίνεται πως ανήκουν ακριβώς σε αυτή την «ανοικτή κατηγορία» και, επομένως, δικαιούνται να σχολιάσουν το σώμα τους ή το τι φοράνε και να θεωρήσουν, μάλιστα, φυσικό ότι δεν θα τους ανταπαντήσουν, όπως, άλλωστε, και ένα παιδί ή ένα κατοικίδιο δεν θα ανταπαντήσει στα σχόλια των περαστικών[19]. H συζήτηση για το πώς και το γιατί οι γυναίκες κατέληξαν να θεωρούνται «ανοιχτές κατηγορίες» όσον αφορά στην παρουσία τους στο δημόσιο χώρο είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα αλλά εκφεύγει του σκοπού της συγκεκριμένης ανάπτυξης, στο πλαίσιο της οποίας η εμπειρική παρατήρηση ότι το φύλο έχει σχέση με τη δημόσια παρενόχληση για την οποία μιλάμε αρκεί προκειμένου να συλλάβουμε πληρέστερα το εννοιολογικό βάθος του catcalling.
ΙΙ. Νομικά σημαντικές βλάβες που προκαλεί
Ένα επαναλαμβανόμενο θέμα στη φεμινιστική νομική θεωρία είναι ότι ο νόμος διαχρονικά αποτυγχάνει να λάβει υπόψη του τη γυναικεία βλάβη. Από την πορνογραφία και την πορνεία[20] μέχρι το βιασμό εντός γάμου και την ανακατασκευή της έννοιας της συγκατάθεσης[21], πολλές παραδοσιακά κοινωνικά αποδεκτές συμπεριφορές έχουν διεκδικήσει την προσοχή του νομοθέτη χάρη στη φεμινιστική νομική θεωρία (feminist jurisprudence), η οποία δεν παύει να επισημαίνει την ανάγκη να δοθεί σχήμα και ορατότητα μέσω του Δικαίου στην εν πολλοίς αθέατη βλάβη της «γυναικείας εμπειρίας». Εν συνεχεία, θα προσπαθήσουμε να διαπιστώσουμε αν το catcalling αποτελεί άλλη μία περίπτωση αθέατης βλάβης στα μάτια του νόμου ή αν, αντιθέτως, οι επιπτώσεις του δεν ξεπερνούν το όριο μιας κοινωνικά ανεκτής συμπεριφοράς. Για το σκοπό αυτό, θα ομαδοποιήσουμε τα ποικίλα επιχειρήματα που βρίσκονται διάσπαρτα στη φεμινιστική νομική θεωρία επί του θέματος σε τρεις βασικές κατηγορίες: α) Επιχειρήματα που στηρίζονται στο φόβο κλιμάκωσης της ανδρικής σεξουαλικής βίας που γεννά η σεξουαλική παρενόχληση στο δρόμο, β) Επιχειρήματα που εστιάζουν στην παραβίαση της ιδιωτικής σφαίρας των γυναικών στο δημόσιο χώρο και στον περιορισμό της ελευθερίας κινήσεων τους και γ) Επιχειρήματα που θέτουν ως κέντρο βάρους την αντικειμενοποίηση των γυναικών μέσω του catcalling και τη συνακόλουθη υποτίμησή τους.
(α) Ο φόβος κλιμάκωσης της σεξουαλικής βίας
Η παρενόχληση στο δρόμο, όπως την περιγράψαμε, φαίνεται εκ πρώτης όψεως πως δεν συνιστά αφ’ εαυτής μια νομικά σημαντική συμπεριφορά, μια συμπεριφορά, δηλαδή, που μπορεί να εναρμονιστεί με τις κλασικές αρχές οριοθέτησης του φιλελεύθερου ποινικού δικαίου, ήτοι την αρχή της βλάβης (harm principle) και την αρχή της προσβλητικής ενόχλησης (offence principle).[22] Η αρχική αυτή εντύπωση, όμως, αποδυναμώνεται, κατά τη φεμινιστική νομική θεωρία, για όποιον επιχειρήσει να εξετάσει το φαινόμενο που περιγράφουμε όχι σε ένα ιδεολογικό κενό (π.χ. ο Α κάνει κάποια σχόλια για την περαστική Β, τα οποία ενδέχεται να είναι απλώς κολακευτικά, σε δημόσιο, μάλιστα, χώρο στον οποίο η Β κανέναν κίνδυνο δεν διατρέχει και, σε τελική ανάλυση, κανείς δεν την εμποδίζει να προσπεράσει και να φύγει) αλλά σε ένα ευρύτερο πλαίσιο που λαμβάνει υπόψη τις υπάρχουσες σχέσεις εξουσίας μεταξύ των δύο φύλων. Τότε, μόνο, γίνεται εμφανές ότι η γυναίκα δεν προσπερνάει τα σχόλια και τις χειρονομίες που ακούει στο δρόμο επειδή αδιαφορεί, αλλά, στην πραγματικότητα, «μαζεύεται» και απομακρύνεται επειδή φοβάται.
Πώς εξηγείται αυτός ο φόβος κατά τη φεμινιστική νομική θεωρία; Καταρχάς, το catcalling λειτουργεί ως «πρόδρομος» για διάφορες νομικά σημαντικές βλάβες, όπως είναι κατεξοχήν το έγκλημα του βιασμού (ΠΚ 336). Πράγματι, λαμβάνοντας υπόψη τη συχνότητα καταγραφής του εγκλήματος του βιασμού και, γενικά, των σεξουαλικών επιθέσεων[23] με δυσκολία θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως ο φόβος των γυναικών για ότι ο περαστικός που τις προσεγγίζει μπορεί να είναι εν δυνάμει βιαστής, είναι μη ρεαλιστικός.[24] Πρόκειται για έναν φόβο διαρκώς παρόντα στη γυναικεία συνείδηση, ο οποίος, μάλιστα, εντείνεται στα μεγάλα, πολυπολιτισμικά αστικά κέντρα όπου τα περιστατικά του catcalling είναι πολύ πιο συχνά και προέρχονται, κυρίως, από άνδρες κοινωνικά περιθωριοποιημένους, ανήκοντες σε οικονομικά ασθενέστερες κοινωνικές τάξεις ή μετανάστες[25]. Το catcalling, επομένως, ίσως δεν είναι πράγματι ικανό να προκαλέσει φόβο σε όποιον δεν θεωρεί πως με βάση τα στατιστικά δεδομένα, τις μαρτυρίες και τις προσωπικές του εμπειρίες μπορεί να αποτελέσει θύμα σεξουαλικής επίθεσης αλλά, για τις περισσότερες γυναίκες, αποτελεί το πρώτο στάδιο ενός «συνεχούς σεξουαλικής βίας» (continuum of sexual violence[26]) το τελευταίο στάδιο του οποίου δεν είναι καθόλου απίθανο να αποτελεί ο βιασμός.
Υποστηρίζεται, μάλιστα, πως το catcalling αποτελεί όχι μόνο ένα πρώτο στάδιο κλιμάκωσης της σεξουαλικής βίας, αλλά λειτουργεί και ως ένα «τεστ βιασμού» (rape - testing), καθώς τα σεξουαλικά, χυδαία και ωμά σχόλια στο δρόμο είναι μία συνήθης τακτική για να διαπιστώσει ο μελλοντικός βιαστής ποιο είναι το πιο «εύκολο» θύμα, ποια γυναίκα, δηλαδή, θα αντιδράσει παθητικά ή θα κάνει τα περισσότερα για να προστατέψει τον ιδιωτικό της χώρο.[27]
Ο φόβος αυτός, φυσικά, είναι ακόμη πιο έντονος για όσες γυναίκες έχουν πέσει στο παρελθόν θύματα σεξουαλικής βίας. Στην περίπτωση αυτή δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πως το catcalling και ιδίως τα σχόλια που δηλώνουν ρητώς τις σεξουαλικές προθέσεις ενός άνδρα απέναντι στη γυναίκα υπενθυμίζουν στις γυναίκες-θύματα σεξουαλικών επιθέσεων το πόσο ευάλωτες είναι ανά πάσα στιγμή απέναντι στην ανδρική βία και ανασύρουν απωθημένα ψυχικά τραύματα.[28]
Μια πολύ σημαντική διευκρίνηση είναι αναγκαία στο σημείο αυτό: ο «φόβος» που ισχυριζόμαστε πως μπορεί να προκληθεί στις γυναίκες από το catcalling με βάση τις εμπειρίες τους αποτελεί μεν μία βλάβη εμπειρικά έμφυλη λόγω των συντριπτικών στατιστικών δεδομένων που αποδεικνύουν ότι δέκτες του catcalling είναι σχεδόν αποκλειστικά γυναίκες, αλλά το κριτήριο που χρησιμοποιούμε για να την εντοπίσουμε είναι αντικειμενικό. Λέγοντας, δηλαδή, πως οι γυναίκες είναι πιθανό να φοβηθούν από ένα απλό σχόλιο στο δρόμο κατά τρόπο που ο (αρσενικός) νομοθέτης δεν μπορεί καν να αντιληφθεί διότι έχει τελείως διαφορετικές παραστάσεις, στόχος μας δεν είναι να «παθολογικοποιήσουμε» τη γυναικεία αντίδραση του φόβου σαν, δηλαδή, οι γυναίκες να πάσχουν από κάποιου είδους «σύνδρομο» που τις κάνει να βλέπουν κίνδυνο εκεί που κίνδυνος δεν υπάρχει και ο νόμος, δήθεν, πρέπει να το σεβαστεί αυτό. Αντιθέτως, στόχος μας είναι να δείξουμε πως ο φόβος αυτός είναι λογικός και αντικειμενικός, πως και ένας άντρας με τα ίδια βιώματα, αντιμετωπίζοντας τα ίδια στατιστικά δεδομένα για τις σεξουαλικές επιθέσεις σε βάρος του φύλου του, έχοντας ακούσει τις ίδιες ιστορίες σεξουαλικής βίας από τον κοινωνικό του περίγυρο, δεν θα ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει ένα αυτόκλητο σεξουαλικό σχόλιο στο δρόμο ως ένα αθώο κομπλιμέντο.
(β) Η παραβίαση της ιδιωτικής σφαίρας των γυναικών και ο περιορισμός της ελευθερίας τους
Πέρα από τον άμεσο φόβο που προαναφέραμε, ακόμη μια συνέπεια της παρενόχλησης στο δρόμο στην οποία δίνουν έμφαση οι υποστηρικτές της ποινικοποίησης της, είναι ότι αυτή εισβάλλει στην ιδιωτική σφαίρα[29] των γυναικών στο δημόσιο χώρο χωρίς τη συναίνεσή τους (αντιμετωπίζονται ως «ανοικτές κατηγορίες» όπως είδαμε παραπάνω), περιορίζοντας έτσι σημαντικά την ελευθερία κινήσεων τους σε αυτόν. Για παράδειγμα, γυναίκες αναφέρουν[30] πως προκειμένου να αποφύγουν ή να μη δώσουν συνέχεια σε ένα σεξουαλικό σχόλιο στο δρόμο θα ακολουθήσουν διαφορετική διαδρομή για το σπίτι ή τη δουλειά τους, θα επιλέξουν να γυμναστούν στο σπίτι ή σε ιδιωτικό γυμναστήριο αντί να κάνουν jogging στο δρόμο, θα επιλέξουν να πάρουν ταξί αντί να επιβιβαστούν σε μέσα μαζικής μεταφοράς ή να περπατήσουν και, γενικώς, θα κάνουν επιλογές χαρακτηριστικές μόνο ατόμων που δεν έχουν ισότιμη πρόσβαση στο δημόσιο χώρο. Αποτέλεσμα αυτού του φαινομένου, λοιπόν, είναι η δημιουργία ενός εχθρικού-απειλητικού κλίματος για τις γυναίκες στη δημόσια σφαίρα, κλίμα το οποίο άρρητα αποκλείει τις γυναίκες από το δημόσιο χώρο, συνδυάζοντας την παρουσία τους σε αυτόν με αισθήματα «τρωτότητας» (vulnerability) και περιορισμού της αυτονομίας τους.[31]
(γ) Η σεξουαλική αντικειμενοποίηση των γυναικών
Τέλος, άμεσο αποτέλεσμα του catcalling αποτελεί και η σεξουαλική αντικειμενοποίηση των γυναικών που υφίστανται αυτήν τη συμπεριφορά. Ο πιο περιεκτικός, ίσως, ορισμός για τη σεξουαλική αντικειμενοποίηση είναι ότι αυτή συμβαίνει όταν μέρη του σώματος ενός ατόμου αποσπώνται από το σύνολο της προσωπικότητάς του και υποβιβάζονται σε απλά αντικείμενα προς τέρψη του «σχολιαστή» τους ενώ, παράλληλα, δίνεται η εντύπωση ότι τα μέρη αυτά αντιπροσωπεύουν πλήρως το εν λόγω άτομο[32]. Πιο απλά, τα σχόλια του catcalling, ακόμη και αυτά που είναι πιο πιθανόν να εκληφθούν ως κολακευτικά, εφόσον σχολιάζουν αυτόκλητα μέρη του σώματος μιας γυναίκας που γενικώς δεν προσφέρονται για δημόσιο σχολιασμό, μειώνουν τη γυναίκα-αποδέκτη τους και την εξαναγκάζουν να αντιληφθεί τον εαυτό της στο δημόσιο χώρο όπως την αντιλαμβάνεται και ο εκφραστής των σχολίων - όχι ως ένα ολοκληρωμένο άτομο αλλά ως μια ύπαρξη ταυτόσημη με ένα μέρος του σώματός της, ως ένα αντικείμενο και μόνο.[33]
ΙΙΙ. Ακόμη και αν υπάρχει θέληση, υπάρχει τρόπος; Η νομική αντιμετώπιση του catcalling
Το ερώτημα που προκύπτει, επομένως, είναι το εξής: με ποιον τρόπο μπορεί το Δίκαιο, και δη το Ποινικό Δίκαιο, να ενσωματώσει τη γυναικεία εμπειρία του catcalling, όπως την αναπτύξαμε; Ο δρόμος που φαίνεται να ανοίγεται είναι διττός. Πιο συγκεκριμένα, η σεξουαλική παρενόχληση στο δρόμο θα μπορούσε είτε να ενταχθεί σε υπάρχουσες νομικές έννοιες, ώστε να αποφευχθεί και η εργαλειοποίηση του Ποινικού Δικαίου για τη δημιουργία συμβολικών μηνυμάτων ή θα μπορούσε και η Ελλάδα να ακολουθήσει το παράδειγμα της Γαλλίας και των λοιπών χωρών που έχουν προχωρήσει στη θέσπιση μιας αυτοτελούς ποινικής διάταξης για το catcalling.
(α) Ένταξη του catcalling στις υπάρχουσες νομικές έννοιες της απειλής (ΠΚ 333), της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας (ΠΚ 337) και της εξύβρισης (ΠΚ 361)
Οι αντικειμενικές υποστάσεις των ως άνω εγκλημάτων φαίνονται, καταρχήν, ως οι καταλληλότερες υποψήφιες για να εντάξουν τη σεξουαλική παρενόχληση στο δρόμο στον εννοιολογικό τους πυρήνα. Όπως θα διαπιστώσουμε, όμως, καθεμιά από τις αντικειμενικές αυτές υποστάσεις μπορεί να τυποποιήσει μόνο ένα μέρος των πολύπλευρων συνεπειών του catcalling.
Αναλυτικότερα, όσον αφορά στην απειλή του άρ. ΠΚ 333 («Όποιος προκαλεί σε άλλον τρόμο ή ανησυχία απειλώντας αυτόν με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη τιμωρείται…») φαίνεται πως στην αντικειμενική υπόσταση της διάταξης μπορούν να ενταχθούν μόνο εκείνα τα περιστατικά της σεξουαλικής παρενόχλησης στο δρόμο που πράγματι η συμπεριφορά του παρενοχλούντος μπορεί να θεωρηθεί «απειλή», όταν τα σχόλια του, δηλαδή, εκφράζουν τη ρητή πρόθεση του δράστη να συνευρεθεί ερωτικά με τη γυναίκα στην οποία απευθύνεται, οπότε και θα υπάρχει πρόκληση τρόμου ή ανησυχίας με την απειλή της παράνομης πράξης του βιασμού. Όπως έχει αναπτυχθεί ήδη, όμως, το catcalling προκαλεί τρόμο και ανησυχία στις γυναίκες με συμπεριφορές που δεν μπορούν να ενταχθούν στην έννοια της απειλής, όπως αυτή περιγράφεται στο ΠΚ 333, με ένα σχόλιο π.χ. για ένα επίμαχο μέρος του σώματος της γυναίκας ή με ένα σφύριγμα. Εδώ ο τρόμος ή η ανησυχία δεν είναι απόρροια της εν στενή εννοία απειλής βίας ή άλλης παράνομης πράξης ή παράλειψης, αλλά πηγάζει από το βάσιμο φόβο της γυναίκας ότι συχνά τέτοιες συμπεριφορές μπορούν να κλιμακωθούν σε βία εις βάρος τους, ειδικά αν δεν αντιδράσουν με τον τρόπο που θα επιθυμούσε ο παρενοχλών (ας θυμηθούμε, για παράδειγμα, το βίντεο που έδωσε το έναυσμα στη Γαλλία για την ποινικοποίηση του catcalling). H διάταξη της απειλής, επομένως, μπορεί να αντιμετωπίσει μόνο ελάχιστες από τις παρενοχλητικές συμπεριφορές που συμβαίνουν δημόσια και προκαλούν τρόμο στη γυναίκα-αποδέκτη τους.
Η διάταξη του ΠΚ 337, από την άλλη, για την προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας («Όποιος με χειρονομίες γενετήσιου χαρακτήρα, με προτάσεις που αφορούν γενετήσιες πράξεις, [...] προσβάλλει βάναυσα την τιμή άλλου, τιμωρείται…»), εφόσον θέτει ως μέσα τέλεσης της συγκεκριμένης προσβολής μόνο χειρονομίες γενετήσιου χαρακτήρα ή προτάσεις που αφορούν γενετήσιες πράξεις, θέτει εκτός εφαρμογής της τη πλειονότητα των συμπεριφορών που συνιστούν το catcalling. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη θεωρία[34] ως «ασελγείς χειρονομίες» (κατά τη διατύπωση του προϊσχύσαντος ΠΚ) ορίζονται οι πράξεις που περιέχουν σωματική επαφή δράστη και θύματος και ανάγονται στη σφαίρα της γενετήσιας ζωής (π.χ. ένα άγγιγμα στο στήθος) και ως «ασελγείς προτάσεις» εκείνες που αναφέρονται στην τέλεση πράξεων αυξημένης βαρύτητας στο χώρο της γενετήσιας ζωής, όπως η συνουσία και τα υποκατάστατά της. Επομένως, ένα εγκωμιαστικό σχόλιο (ή μια χειρονομία ή ένα σφύριγμα) σε δημόσιο χώρο από άγνωστο άνδρα για το στήθος μιας περαστικής γυναίκας, η συνήθης, δηλαδή, συμπεριφορά που τυποποιεί το catcalling, δεν ανήκει ούτε στην έννοια της «ασελγούς χειρονομίας», καθώς δεν περιέχει σωματική επαφή, αλλά ούτε σε αυτήν της «ασελγούς πρότασης», καθώς δεν περιέχει την απαιτούμενη βαρύτητα.[35]
Μπορεί το catcalling να αντιμετωπιστεί με τη διάταξη περί εξύβρισης του άρ. 361 ΠΚ («Όποιος [...] προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή με έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο τιμωρείται....»); Ιδιαίτερα χρήσιμη καθίσταται στο σημείο αυτό η προσέγγιση της τιμής ως μίας διάστασης της αξίας του ανθρώπου, όπως αυτή προστατεύεται στο άρθρο 5 παρ. 2 του Συντάγματος.[36] Η σύνδεση της τιμής ως διάστασης της αξίας του ανθρώπου, με την προσβολή της «γυναικείας» τιμής μέσω του catcalling, βασίζεται, ισχυριζόμαστε, στη σεξουαλική αντικειμενοποίηση των γυναικών στο δημόσιο χώρο και στην κατ’ αυτόν τον τρόπο αμφισβήτηση της αξίας τους ως ανθρώπων και μείωση της κοινωνικής τους παράστασης κατά τρόπο αντικειμενικό. Το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος για την προστασία της «αξίας του ανθρώπου» εκπορεύεται από την περίφημη καντιανή προσταγή που απαγορεύει τη χρήση οποιουδήποτε ανθρώπου ως μέσου[37]. Βασική συνέπεια του catcalling, που ήδη εξετάσαμε, είναι η επιβεβαίωση του ρόλου της γυναίκας στο δημόσιο χώρο ως αντικειμένου προς τέρψιν του ανδρικού βλέμματος, πάνω στο οποίο ο άνδρας μπορεί να ασκήσει εξουσία με το λόγο του και να το μετατρέψει από πρόσωπο με απαραβίαστη αξία σε μέσο για τη σεξουαλική του εκτόνωση και την επιβεβαίωση της ισχύος του επ’ αυτού.
Παρόλα αυτά, όμως, η ένταξη του catcalling στο έγκλημα της εξύβρισης καλύπτει εννοιολογικά μόνο τον αντίκτυπο που έχει η συμπεριφορά αυτή στην τιμή της γυναίκας λόγω της σεξουαλικής αντικειμενοποίησής της, υποτιμώντας το αίσθημα φόβου και τον περιορισμό της αυτονομίας που βιώνει από τέτοιου είδους παρενοχλητικές συμπεριφορές. Συμπερασματικά, λοιπόν, μόνο αποσπασματικά μπορεί να αντιμετωπιστεί η σεξουαλική παρενόχληση στο δρόμο από τις υπάρχουσες διατάξεις του ελληνικού Ποινικού Κώδικα.
(β) Αντί συμπεράσματος: η νομική αντιμετώπιση του catcalling με αυτοτελή ποινική διάταξη
Το γεγονός πως η σεξουαλική παρενόχληση στο δρόμο δεν μπορεί να ενταχθεί ως τέτοια στις υπάρχουσες διατάξεις του ελληνικού Ποινικού Κώδικα δεν σημαίνει άνευ ετέρου πως πρέπει να δημιουργηθεί μία καινούργια διάταξη για να καλύψει αυτό το κενό. Το ζήτημα είναι πολύ πιο περίπλοκο, γεγονός που αποδεικνύεται και από τη διάσταση που έχει δημιουργηθεί στη Γαλλία στον έναν χρόνο εφαρμογής του νόμου μεταξύ εκείνων που πανηγυρίζουν για τα πρώτα αποτελέσματά του[38] και εκείνων που τονίζουν ότι πρόκειται για ένα νόμο περισσότερο «συμβολικό» παρά αποτελεσματικό, καθώς τα περιστατικά του catcalling έχουν στην πραγματικότητα μειωθεί μόνο παρουσία της γαλλικής αστυνομίας[39], η οποία μπορεί να επιβάλει επί τόπου πρόστιμα, καθώς και ότι ο νόμος αυτός ενδέχεται να πλήξει δυσανάλογα τις ήδη περιθωριοποιημένες κοινωνικές ομάδες μεταναστών[40] (ιδίως από τη Βόρεια Αφρική και από τις χώρες της Μέσης Ανατολής), τα ανδρικά μέλη των οποίων είναι οι πλέον κατάλληλοι υποψήφιοι για την επιβολή προστίμων σεξουαλικής παρενόχλησης από την αστυνομία λαμβάνοντας, κυρίως, υπόψη ότι τα γεωγραφικά διαμερίσματα στα οποία κατοικούν παρατηρούνται τα υψηλότερα ποσοστά δημόσιας σεξουαλικής παρενόχλησης του Παρισιού.[41]
Εν τέλει, το ζήτημα για το αν πρέπει και ο Έλληνας νομοθέτης να ακολουθήσει το παράδειγμα της Γαλλίας και να θεσπίσει μια αυτοτελή ποινική διάταξη για το catcalling, δεν μπορεί να ιδωθεί αποκομμένο από ζητήματα ιδεολογίας και από το κέντρο βάρους που θέτει κανείς στη δογματική καθαρότητα του Ποινικού Δικαίου ή στην κοινωνική ευελιξία του. Στο στάδιο ανάπτυξης που βρίσκεται η Ελλάδα, όμως, όσον αφορά στην αντίσταση και το χλευασμό που αντιμετωπίζουν οι φεμινιστικές διεκδικήσεις, το γεγονός και μόνο πως το catcalling ίσως αρχίσει σταδιακά, με βάση τα νομοθετικά παραδείγματα άλλων χωρών, να διαμορφώνεται στις συνειδήσεις μας ως πρόβλημα και όχι ως «φλερτ» ή ως «μέρος της κουλτούρας μας» αποτελεί ένα πρώτο μεν αλλά σίγουρα όχι αμελητέο βήμα.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Πρόκειται για το νόμο υπ’ αρ. 2018-703 για την ενίσχυση της μάχης κατά της σεξουαλικής και σεξιστικής βίας (LOI n° 2018-703 du 3 août 2018 renforçant la lutte contre les violences sexuelles et sexistes), ο οποίος στο άρθρο 15 αυτού τροποποιεί το γαλλικό Ποινικό Κώδικα κατά το ότι σεξιστική επίθεση συνιστά και η επιβολή σε κάποιον σεξουαλικών ή σεξιστικών λέξεων και συμπεριφορών, οι οποίες βλάπτουν την αξιοπρέπεια του λόγω του υποτιμητικού ή εξευτελιστικού χαρακτήρα τους, δημιουργούν μία κατάσταση εκφοβιστική, εχθρική ή προσβλητική και συμβαίνουν δημόσια και σε μέσα μαζικής μεταφοράς (“Constitue un outrage sexiste [...] d'imposer à une personne tout propos ou comportement à connotation sexuelle ou sexiste qui soit porte atteinte à sa dignité en raison de son caractère dégradant ou humiliant, soit crée à son encontre une situation intimidante, hostile ou offensante [....] Dans un véhicule affecté au transport collectif de voyageurs ou dans un lieu destiné à l'accès à un moyen de transport collectif de voyageurs” βλ.
https://www.legifrance.gouv.fr/affichTexte.do;jsessionid=4477FE20A655037ED31E9C2CC6A0826C.tplgfr25s_3?cidTexte=JORFTEXT000037284450&categorieLien=id, ανακτήθηκε 9/11/2019). Το πρόστιμο μπορεί να φτάσει και τα 1500 ευρώ αν η παρενοχλητική συμπεριφορά στρέφεται κατά ατόμου κάτω των 15 ετών.
[2] Η πρώτη καταδίκη βάσει του νέου νόμου ήρθε στις 25/09/2018 σε άνδρα που έκανε σχόλια σεξουαλικής φύσης για επίμαχα σημεία του σώματος μιας γυναίκας σε λεωφορείο. Ο άνδρας άγγιξε, επίσης, τη γυναίκα και στα σημεία αυτά, πράξη για την οποία καταδικάστηκε σε 3 μήνες φυλάκιση, καθότι θεωρήθηκε σεξουαλική επίθεση. Το πρόστιμο, ωστόσο, επεβλήθη αποκλειστικά και μόνο για τα προσβλητικά σχόλια. Η είδηση σε: URL = https://www.theguardian.com/world/2018/sep/25/paris-man-jailed-for-slapping-womans-bottom, δημοσίευμα 25/9/2018.
[3] Σύμφωνα με τη γαλλική ειδησεογραφία (βλ. ενδεικτικά https://www.francetvinfo.fr/societe/harcelement-sexuel/loi-contre-le-harcelement-de-rue-plus-de-700-contraventions-ont-ete-dressees-en-un-an_3566311.html, δημοσίευμα 6/8/2019 και http://madame.lefigaro.fr/societe/loi-contre-le-harcelement-de-rue-avec-731-contraventions-distribuees-050819-166370, δημοσίευμα 5/8/2019).
[4] Το έναυσμα ήταν και εδώ το ντοκιμαντέρ μιας φοιτήτριας με τίτλο «Η γυναίκα στο δρόμο» («Femme de la rue»), η οποία είχε τοποθετήσει κρυφές κάμερες που έδειχναν όλα τα περιστατικά παρενόχλησης που έπρεπε να αντιμετωπίσει περπατώντας στους δρόμους του Βελγίου, βλ. https://www.ibtimes.co.uk/belgium-sexual-harassment-punished-imprisonment-under-new-law-1440582, δημοσίευμα 17/3/2014.
[5] https://www.equaltimes.org/portugal-bans-the-verbal?lang=en#.XbWaUZMza9Y, δημοσίευμα 19/2/2016.
[6]https://www.upworthy.com/why-buenos-aires-new-catcalling-law-is-a-victory-for-women-everywhere, δημοσίευμα 14/12/2016.
[7] http://www.legislation.govt.nz/act/public/1981/0113/latest/whole.html, ανακτήθηκε 9/11/2019.
[8] Αναλυτική λίστα σε http://www.stopstreetharassment.org/wp-content/uploads/2013/12/SSH-KnowYourRights-StreetHarassmentandtheLaw-20131.pdf, τελευταία ενημέρωση Δεκέμβριος 2013.
[9] Η καταγραφή των περιστατικών σεξουαλικής παρενόχλησης στο δρόμο υπήρξε ανέκαθεν από ελάχιστη ως μηδαμινή. Μόλις τα τελευταία χρόνια εμφανίστηκαν φεμινιστικές ακτιβιστικές ιστοσελίδες που έδωσαν βήμα στις γυναίκες να εκφράσουν την εμπειρία τους. Σημαντικότερη διαδικτυακή πλατφόρμα υπήρξε το site Hollaback το οποίο δημοσίευσε και το επιδραστικό video «10 hours of walking in NYC as a woman» που δείχνει μια γυναίκα να κυκλοφορεί επί 10 ώρες στους δρόμους της Νέας Υόρκης έχοντας πάνω της κρυφές κάμερες οι οποίες κατέγραψαν 108 περιστατικά στη διάρκεια αυτών των ωρών που θα μπορούσαν να ενταχθούν στην έννοια του catcalling, από απλά σφυρίγματα και επιφωνήματα μέχρι χυδαία σεξουαλικά σχόλια και παρακολούθηση της συγκεκριμένης γυναίκας στο δρόμο. Βλ. https://www.youtube.com/watch?v=b1XGPvbWn0A, βίντεο δημοσιευμένο στις 28/10/2014.
[10] Τα χαρακτηριστικά αυτά συγκέντρωσε πρώτη η C. G. Bowman στο επιδραστικό για την εποχή του άρθρο "Street Harassment and the Informal Ghettoization of Women", βλ. C. G. Bowman, "Street Harassment and the Informal Ghettoization of Women", Harvard Law Review, τόμ. 106, νο. 3, 1993, σσ. 517–580, ιδίως σσ. 523-525.
[11] Φυσικά παρενόχληση στο δρόμο υφίστανται και μέλη της LGBTIQ κοινότητας, για τους σκοπούς της παρούσας μελέτης, όμως, θα επικεντρωθούμε στην παρενόχληση κατά των γυναικών.
[12] Βλ. https://www.ihollaback.org/cornell-international-survey-on-street-harassment/.
[13] Στο άρθρο της η Bowman (όπ. π., υποσ. υπ’ αρ. 4, σελ. 527) παραθέτει ένα γράμμα αναγνώστη που είχε δημοσιευτεί το 1898 στο βρετανικό γυναικείο περιοδικό «Womanhood» (1898-1907) με το εξής περιεχόμενο: «A matter of great importance to all women and one which I have never known to be publicly discussed is the great annoyance to which women – and particularly young girls – are subjected, by being followed and spoken to by men walking through the streets alone. […] But since the innate chivalry which one pre-supposes in every man has not hitherto sufficed to secure unprotected women from impertinent vexation of the kind described, it seems to me highly necessary to discuss the subject from all sides, and to find, if possible, both a preventative and a remedy for the evil».
[14] Σύμφωνα με τη ριζοσπαστική φεμινιστική θεωρία που στηρίζει την ποινικοποίηση του catcalling, δεδομένου ότι μία βλάβη που βιώνεται μόνο από μία συγκεκριμένη, περιθωριοποιημένη κοινωνική ομάδα θα στερείται ονόματος, ιστορικής καταγραφής και γλωσσικής υπόστασης, ο ορισμός ενός φαινομένου που πλήττει αποκλειστικά τη συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα καθίσταται πολύ πιο δύσκολος αλλά και πολύ πιο σημαντικός. Έτσι σε R. L. West, The Difference in Women’s Hedonic Lives: A Phenomenological Critique of Feminist Legal Theory, Wis. Women’s Law Journal, τόμ. 15, 2000, σσ. 149-215, (https://scholarship.law.georgetown.edu/cgi/viewcontent.cgi?article=1572&context=facpub), σελ. 153.
[15] B. Fileborn, Online activism and street harassment: digital justice or shouting into the ether?, Griffith Journal of Law and Human Dignity, τόμ. 2, 2014, σσ. 32-52, όπου αναπτύσσεται και το επιχείρημα πως βλέπουμε, πλέον, να αναφύεται ένας νέος, άτυπος μηχανισμός δικαιοσύνης, η λεγόμενη «διαδικτυακή δικαιοσύνη», η οποία φαίνεται καταρχήν να έχει ανταποκριθεί καλύτερα στις ανάγκες των θυμάτων της σεξουαλικής παρενόχλησης στο δρόμο.
[16] Βλ. ενδεικτικά το δημοσίευμα στον ελληνικό τύπο (30/07/2018) https://www.kathimerini.gr/977542/gallery/epikairothta/kosmos/sok-apo-vinteo-opoy-andras-parenoxlei-kai-xastoykizei-22xronh-sto-parisi.
[17] E. Goffman, Behavior in public places: Notes on the social organization of gatherings, New York, NY: Free Press of Glencoe, 1963, σελ. 86 // C. B. Gardner, Passing by: Gender and public harassment, Berkeley, CA: University of California Press, 1995, σσ. 330-331.
[18] Μετάφραση της γράφουσας, ελλείψει επεξεργασίας (εξ όσων γνωρίζω) του αντίστοιχου αγγλικού όρου «open persons» στην ελληνική βιβλιογραφία. Για την επεξεργασία του αγγλικού όρου βλ. C. B. Gardner, όπ.π., σελ. 331 // Bowman, όπ.π., σσ. 526-527.
[19] D. M. Thompson, The Woman in the Street: Reclaiming the Public Space from Sexual Harassment, Yale Journal of Law and Feminism, τόμ. 6, 1993, σσ. 313-348, σελ. 315.
[20] Από τα πλέον επιδραστικά επιχειρήματα του φεμινιστικού κινήματος για την ποινικοποίηση της πορνείας και της πορνογραφίας –με έμφαση στην εισαγωγή του γυναικείου βιώματος στο Δίκαιο προς μια «άλλη» εννοιοδότηση της κλασικής φιλελεύθερης «αρχής της βλάβης» – εισέφερε τη δεκαετία του 1990 η Αμερικανίδα Catherine Mackinnon. Βλ. ενδεικτικά: C. MacKinnon., “Prostitution and Civil Rights”, Michigan Journal of Gender and Law, 1993, τεύχ. 1, σσ. 3- 31.
[21] Η Σουηδία και η Ισπανία ψήφισαν, για παράδειγμα, το 2018 νόμους που ποινικοποιούν ως βιασμό το σεξ χωρίς ρητή συγκατάθεση, είτε υπάρχει βία είτε όχι, στο πλαίσιο της φεμινιστικής εκστρατείας «Ναι σημαίνει Ναι». Βλ. τα σχετικά ρεπορτάζ σε: https://www.theguardian.com/world/2018/jul/18/spain-to-introduce-yes-means-yes-sexual-consent-law, δημοσίευμα 18/7/2018. Αλλά και στη χώρα μας η συζήτηση για το αν ο νομικός ορισμός του βιασμού κατά το ΠΚ 336 πρέπει να αρκείται στην έλλειψη συγκατάθεσης ως αναγκαία και ικανή προϋπόθεση για την πλήρωση της αντικειμενικής του υπόστασης ή αν, σε κάθε περίπτωση, πρέπει να συντρέχει και η χρήση βίας έχει προκαλέσει έντονη αντιπαράθεση και οδήγησε, τελικά, στην τροποποίηση του άρθρου 336 με την ψήφιση του νέου Ποινικού Κώδικα.
[22] Οι αρχές αυτές σημαίνουν πως μοναδικός σκοπός χάριν του οποίου νομιμοποιείται το Ποινικό Δίκαιο να περιορίσει την ελευθερία του ατόμου, παρά τη θέληση του τελευταίου, είναι για να αποτρέψει βλάβη ή, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, προσβολή άλλων ατόμων. Βλ. το τετράτομο έργο του J. Feinberg, The Moral Limits of the Criminal Law, New York: Oxford Univ. Press, 1987-1990.
[23] Πάνω από 4.500 βιασμοί καταγράφονται στην Ελλάδα ετησίως σύμφωνα με στοιχεία της Εurostat βλ. https://ec.europa.eu/eurostat/web/products-eurostat-news/-/EDN-20171123-1?inheritRedirect=true (τελευταία ενημέρωση 23/11/2017) αλλά και τα σχετικά δημοσίευμα, π.χ. https://www.cnn.gr/news/ellada/story/107203/xepernoyn-toys-4-500-to-xrono-oi-viasmoi-stin-ellada-mikro-to-pososto-kataggelion, δημοσίευμα 26/11/2017.
[24] Έτσι σε Bowman, όπ.π., σσ. 535-536 // Thompson, όπ.π., σσ. 321-324 // S. B. Shah, Open Season: Street Harassment as True Threats, University of Pennsylvania Journal of Law and Social Change, τόμ. 18, 2016, σσ. 377-401, σελ. 381.
[25] Στο βίντεο “10 hours of walking in NYC as a woman” (βλ. υποσ. υπ’ αρ. 9) η συντριπτική πλειοψηφία των περιστατικών του catcalling που καταγράφηκαν προέρχονται από μετανάστες και λευκούς άνδρες της εργατικής τάξης, γεγονός που πυροδότησε την αντίστοιχη κριτική για το ότι ένας νόμος κατά του catcalling θα δώσει ακόμη ένα «όπλο» στην αστυνομία εναντίον ήδη περιθωριοποιημένων και στοχοποιημένων κοινωνικών ομάδων. Βλ. https://time.com/3556523/street-harassment-isnt-about-sexism-its-about-privilege/, δημοσίευμα 4/11/2014.
[26] Όπως η έννοια αυτή είχε πρώτα αναπτυχθεί σε L. Kelly, Surviving Sexual Violence, Cambridge: Polity Press, 1998.
[27] Bowman όπ.π., σελ. 536 // O.O. Laniya, “Street Smut: Gender, Media, and the Legal Power Dynamics of Street Harassment or “Hey Sexy” and Other Verbal Ejaculations”, σε Columbia Journal of Gender & Law, 2005, τεύχ. 14, σσ. 91 επ, ιδίως υποσ. υπ’αρ. 64, σελ. 104, όπου αναφέρει: “A rapist typically will target a victim who is expected to show the least amount of resistance. A potential rapist may use tactics such as abusive language, vulgar gestures, and invasion of the woman’s personal space to determine whether or not a woman will fight her attacker.”
[28] Laniya, όπ.π., σελ. 92 // Bowman, όπ.π., σσ. 536-537 // D. Davis, The Harm that Has No Name: Street Harassment, Embodiment, and African American Women, σε Gender Struggles: Practical Approaches to Contemporary Feminism, Constance L. Mui & Julien S. Murphy (εκδ.), Oxford: Rowman & Littlefield Publishers, Inc., 2002, σσ. 214-225, ιδίως σσ. 140-141.
[29] Thompson, όπ.π., σσ. 318-319 // T. Heben, «A Radical Reshaping of the Law: Interpreting and Remedying Street Harassment», σε California Law Review and Women’s Studies, τεύχος 4, 1994, σελ. 183 επ.
[30] Και πάλι οι μαρτυρίες έρχονται από το Διαδίκτυο, βλ. π.χ. S. Chemaly, “Do You Exercise Inside Because You Don’t Want to Be Harassed?”, (THE HUFFINGTON POST BLOG, 9/11/2012, http://www.huffingtonpost.com/soraya-chemaly/streetharassment_b_2094307.html) // Thompson, όπ.π., σελ. 322.
[31] Στο επιδραστικό της άρθρο η Bowman (όπ.π.) έκανε λόγο για την ανεπίσημη «γκετοποίηση» (informal ghettoization) των γυναικών λόγω του περιορισμού της ελευθερίας κινήσεων τους (mobility) στο δημόσιο χώρο (σελ. 520, «street harassment accomplishes an informal ghettoization of women-a ghettoization to the private sphere of hearth and home»).
[32] Η σεξουαλική αντικειμενοποίηση, υπό ευρεία έννοια, περιλαμβάνει (τουλάχιστον) τη μεταχείριση ενός ανθρώπου ως αντικειμένου. Για μια αναλυτικότερη προσέγγιση της σεξουαλικής αντικειμενοποίησης και τη διάκριση μεταξύ των φεμινιστικών προσεγγίσεων που τη θεωρούν σε κάθε περίπτωση ηθικά επίμεμπτη (Catherine Mackinnon) ή αναγνωρίζουν και περιπτώσεις όπου μπορεί να μη φέρει ηθική απαξία, όπως π.χ. στο πλαίσιο μιας υγιούς σεξουαλικής σχέσης (Martha Nussbaum), βλ. Papadaki, Evangelia (Lina), «Feminist Perspectives on Objectification», The Stanford Encyclopedia of Philosophy (Summer 2018 Edition), Edward N. Zalta (ed.), URL = <https://plato.stanford.edu/archives/sum2018/entries/feminism-objectification/>.
[33] West, όπ. π. σελ. 106.
[34] Για την έννοια των ασελγών χειρονομιών και των ασελγών προτάσεων βλ. ενδεικτικά: Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Εγκλήματα κατά προσωπικών αγαθών, Νομική Βιβλιοθήκη, 2016 (3η έκδοση) σελ. 221 // Παρασκευόπουλος, σε Παρασκευόπουλος Ν. / Φυτράκης Ε., Αξιόποινες σεξουαλικές πράξεις, Σάκκουλας Α.Ε., 2011, σσ. 39-54.
[35] Παρασκευόπουλος, σε Παρασκευόπουλος/Φυτράκης, όπ.π., σελ. 168: «Πρόταση κατά την έννοια του ΠΚ 337 θα πρέπει να θεωρείται η ξεκάθαρη και άμεση πρόκληση για σεξουαλική πράξη που υποβιβάζει την επικοινωνία σε πρόταση παροχής υπηρεσίας». Κατ’ αυτόν τον τρόπο διακρίνει τις ασελγείς προτάσεις από τις «απλές», όπως ισχυρίζεται, «προσπάθειες ερωτικής προσέγγισης».
[36] Δ. Κιούπης, Προσβολές της τιμής: Η εξύβριση, Α.Ν. Σάκκουλας, 2009, σελ. 69 επ.
[37] Η σύνδεση αυτή γίνεται και στην εξαιρετική εισήγηση του Ν. Ανδρουλάκη με τίτλο: «Το νέο Σύνταγμα και η Ποινική Δικαιοσύνη», στη σειρά «Δημοσιεύματα του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου», τευχ. 9, 1976, «Η επίδρασις του Συντάγματος του 1975 επί του ιδιωτικού και επί του Δημοσίου Δικαίου», όπου αναφέρει χαρακτηριστικά (σελ. 64) ότι: «προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (ενν. κατ΄ άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος) υπάρχει κάθε φορά που άνθρωπος χρησιμοποιείται ως απλό μέσο για την επίτευξη οποιουδήποτε σκοπού υποβιβαζόμενος έτσι σε επίπεδο αντικειμένου του εμπραγμάτου δικαίου, για να θυμηθούμε τη γνωστή καντιανή φράση».
[38] Η Γαλλίδα υφυπουργός ισότητας Marlene Schiappa δήλωσε περήφανη για τον αριθμό των 700 και πάνω προστίμων που έχουν μέχρι στιγμής επιβληθεί, απόδειξη πως ο νόμος «δουλεύει» (βλ. https://www.reuters.com/article/us-france-law-harassment/france-fines-more-than-700-in-first-year-of-cat-call-law-idUSKCN1UW1NY, δημοσίευμα 6/8/2019).
[39] Βλ. την ανάλυση της Γαλλίδας φεμινίστριας Anais Bourdet σε https://www.reuters.com/article/us-france-law-harassment/france-fines-more-than-700-in-first-year-of-cat-call-law-idUSKCN1UW1NY, δημοσίευμα 6/8/2019.
[40] Ενδεικτικά για τον προβληματισμό αυτό όσον αφορά στη γαλλική κοινωνία ήδη πριν τη θέσπιση του νέου νόμου , βλ. https://www.washingtonexaminer.com/weekly-standard/criminalizing-catcalls-its-complicated, δημοσίευμα 4/12/2017.
[41] Βλ. http://www.leparisien.fr/paris-75/paris-75018/harcelement-les-femmes-chassees-des-rues-dans-le-quartier-chapelle-pajol-18-05-2017-6961779.php, δημοσίευμα 18/5/2017.