ΗValerie Jenness γεννήθηκε το 1963 και μεγάλωσε στην Πολιτεία της Ουάσινγκτων. Σπούδασε Κοινωνιολογία στο Κεντρικό Πανεπιστήμιο της Πολιτείας αυτής, από όπου αποφοίτησε το 1985, και το 1991 ανακηρύχθηκε διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Santa Barbara στην Καλιφόρνια. Σήμερα είναι Καθηγήτρια στο Τμήμα Εγκληματολογίας, Δίκαιου και Κοινωνίας και στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου του Irvine στην Καλιφόρνια και επίσης, έχει διατελέσει Κοσμήτορας της Σχολής Κοινωνικής Οικολογίας του ίδιου Πανεπιστημίου κατά τα έτη 2010-2015.
Έχει τιμηθεί για το ερευνητικό της έργο με βραβεία από την Αμερικανική Εταιρεία Εγκληματολογίας, την Εταιρεία Νόμου και Κοινωνίας, την Αμερικανική Κοινωνιολογική Εταιρεία, την Εταιρεία για τη Μελέτη Κοινωνικών Προβλημάτων, την Κοινωνιολογική Εταιρεία του Ειρηνικού, τη Δυτική Εταιρεία Εγκληματολογίας του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας και το Κέντρο Μελέτης της Μισαλλοδοξίας και των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στη Βόρειο Αμερική Gustavus Myers. Τα έργα της έχουν μεταφραστεί και αναδημοσιευτεί στα γερμανικά, στα ελληνικά, στα ιαπωνικά, στα ρωσικά και στα ισπανικά, στο πλαίσιο συνεδρίων τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και σε πολλές άλλες χώρες (Αργεντινή, Αυστραλία, Αυστρία, Καναδά, Κολομβία, Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία, Ελλάδα, Ουγγαρία, Ιρλανδία, Μεξικό και Νότιο Αφρική). Τέλος, το ερευνητικό της έργο έχει χρηματοδοτηθεί από την Εθνική Ακαδημία Επιστημών, το Εθνικό Ίδρυμα Επιστημών, το Εθνικό Ινστιτούτο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ κ.α., και έχει επίσης παρουσιαστεί στο ευρύ κοινό μέσω συζητήσεων σε ΜΜΕ, όπως στην Εθνική Δημόσια Ραδιοφωνία των ΗΠΑ και της Αυστραλίας, στους New York Times, στην Washington Post, στον Guardian (London) κ.α.
1. Προσωπικότητα, συγγραφικό και ερευνητικό έργο
Σύμφωνα με αφήγηση της ίδιας, που αναδεικνύει την προσωπικότητά της[1], όταν ήταν ακόμη παιδί, η Valerie Jenness άκουγε συχνά τη μητέρα της να λέει «ανάθεμά το, έπρεπε να υπάρχει ένας νόμος εναντίον του!». Αυτό το έλεγε όταν συνέβαινε κάτι που την εξόργιζε ή την απογοήτευε, και όταν εκστόμιζε αυτές τις λέξεις - αντιδρώντας έτσι, τόσο σε ασήμαντα όσο και σε σπουδαία γεγονότα - ήταν ξεκάθαρο στη Valerie ότι η μητέρα της αισθανόταν ενοχλημένη από την αδυναμία της να επικαλεστεί τις Αρχές εξ ονόματός της, ώστε να ανταποκριθούν σε κάποιου είδους παρανομία. Κάθε φορά συνεπώς που την άκουγε να λέει κάτι τέτοιο, η Valerie συνειδητοποιούσε ότι ο νόμος ήταν κατά κάποιο τρόπο μια πολύτιμη πηγή αναφοράς για τον ορισμό κάποιας παρανομίας (παραπτώματος) και την αποκατάσταση (αντιμετώπιση ή και επανόρθωση) παραπτωμάτων.
Επίσης, την εποχή που μεγάλωνε, η Valerie άκουγε συχνά τη μητέρα της να της απαντά λέγοντας «Ανάθεμά το, μη δημιουργείς ομοσπονδιακό ζήτημα για το παραμικρό…». Αυτό το έλεγε όταν εκείνη, η Valerie, εξέφραζε οργή ή απογοήτευση επειδή διαπίστωνε κάποια παράβαση. Όταν δε η μητέρα της εκστόμιζε αυτές τις λέξεις, ήταν ξεκάθαρο στη Valerie ότι προσδοκούσε από εκείνη να λύνει τα προβλήματά της μόνη της, χωρίς την επίκληση Αρχών, συμπεριλαμβανομένης βέβαια στις Αρχές και της ίδιας της μητέρας της. Και τότε ήξερε, κατά κάποιο τρόπο, ότι δεν προσφεύγει κανείς στο νόμο [στα δικαστήρια] για οποιοδήποτε παράπτωμα. Μολονότι αντιλαμβανόταν τους σχολιασμούς [τις ατάκες] της μητέρας της – ότι δηλαδή ο νόμος θα έπρεπε να εξυπηρετεί τα συμφέροντα της μητέρας της και όχι τα συμφέροντα της μικρής Valerie - τελικά η Valerie μεγάλωσε ευρισκόμενη σε σύγχυση αναφορικά με το ρόλο του νόμου (και όλων όσων τον περιέβαλαν) στη ζωή της.
Πολλά χρόνια αργότερα, και συγκεκριμένα, τον Μάιο 2011, η Καθηγήτρια κ. Valerie Jenness επισκέφθηκε την Αθήνα και συμμετείχε σε εκδήλωση που διοργανώθηκε προς τιμήν της, όπως και προς τιμήν του Καθηγητή του Τμήματος Κοινωνιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου της Βόρειας Καρολίνας κ. Charles Tittle, στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων του Εργαστηρίου Ποινικών και Εγκληματολογικών Ερευνών της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ, που τελούσε υπό τη διεύθυνση του τότε Καθηγητή της Εγκληματολογίας κ. Νέστορα Κουράκη. Στην εκδήλωση αυτή, που συνδιοργανώθηκε από την Ελληνική Εταιρεία Εγκληματολογίας και συντονίστηκε από την τότε Πρόεδρο της Εταιρείας, Ομότιμη Καθηγήτρια κ. Κ. Δ. Σπινέλλη και την Επίκουρη Καθηγήτρια κ. Μ. Π. Κρανιδιώτη, η κ. Jenness παρουσίασε συνοπτικά το ερευνητικό της έργο για τα εγκλήματα μίσους, βασιζόμενη σε εκτενή μελέτη της που συνέγραψε με τον Ryken Grattet για τα εγκλήματα αυτά, η οποία φέρει τον τίτλο «Making Hate a Crime: From Social Movement to Law Enforcement»[2].
Στο έργο αυτό, η Valerie Jenness και ο Ryken Grattet αναπτύσσουν το πώς αναδύθηκε και εξελίχθηκε, με την πάροδο του χρόνου, η έννοια των εγκλημάτων μίσους, μέσα από την αμερικανική πολιτική σκηνή, τις αίθουσες των δικαστηρίων και το πεδίο δράσης των σωμάτων ποινικού καταναγκασμού και επιβολής του νόμου. Οι συγγραφείς επικεντρώνονται κατά κύριο λόγο στις κοινωνικές διαδικασίες μέσα από τις οποίες η φυλετική βία, η βία κατά των μεταναστών, των Εβραίων, των ομοφυλοφίλων, των γυναικών και των ατόμων με αναπηρίες προσδιορίζεται ως έγκλημα μίσους, ενώ αντίθετα, η βία κατά άλλων ευάλωτων θυμάτων, όπως μελών συνδικάτων, ηλικιωμένων και αστυνομικών εκφεύγει από το εννοιολογικό και πρακτικό πεδίο του όρου[3]. Οι συγγραφείς, στην έρευνα τους, καταδεικνύουν τον κρίσιμο ρόλο που διαδραμάτισαν τα κοινωνικά κινήματα στην πρώιμη διαμόρφωση της πολιτικής για την εγκληματικότητα από μίσος, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο οι πολιτειακοί και ομοσπονδιακοί πολιτικοί καθόρισαν το περιεχόμενο των καταστατικών (αρχικών) νόμων περί μίσους, όπως και το σκεπτικό με το οποίο αυτοί οι νόμοι θεωρήθηκαν συνταγματικοί από τη δικαστική εξουσία.
Όπως αναλύουν οι συγγραφείς, η έννοια των εγκλημάτων μίσους διαφοροποιήθηκε με τη μετατόπισή τους από το πεδίο του κοινωνικού κινήματος στο πεδίο της πρακτικής επιβολής του νόμου. Η έννοια φαίνεται ότι απέκτησε μεν βαθύτερη δικαιοδοτική βάση, αλλά το πεδίο εφαρμογής της κατέστη από ορισμένη έποψη στενότερο, ενώ από άλλη ευρύτερο. Μέσα από μία διεισδυτική ανάλυση, το έργο τους αποκαλύπτει το πώς η τρέχουσα κατανόηση του εγκλήματος μίσους αντανακλά ένα μείγμα πολιτικών και νομικών ερμηνειών στο πλαίσιο της αμερικανικής διαδικασίας χάραξης πολιτικής. Έτσι, η Jenness και ο Grattet εξετάζουν διορατικά τη νέα αυτή κατηγορία των εγκλημάτων μίσους και τα ερευνητικά τους ευρήματα επιδρούν καίρια σε αναδυόμενα κοινωνικά προβλήματα, όπως η σχολική βία, η βία που προκαλείται από την τηλεόραση, η κακομεταχείριση των ηλικιωμένων, καθώς και σε παλαιότερα, όπως η οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ, η καταδίωξη και η σεξουαλική παρενόχληση. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί πως η βία που προκαλείται από το ρατσισμό, τον αντισημιτισμό, τον μισογυνισμό και την ομοφοβία εξυφαίνει ένα τραγικό μοτίβο που διατρέχει όλη την αμερικανική ιστορία[4]. Μόνο όμως τα τελευταία είκοσι χρόνια, αυτό το είδος βίας, που είναι και το παλαιότερο της ανθρωπότητας, κατηγοριοποιήθηκε ειδικά και χαρακτηρίστηκε ως έγκλημα μίσους. Στο έργο «Making Hate a Crime» ιχνηλατείται ακριβώς αυτή η διαδικασία και αποκαλύπτεται ο τρόπος με τον οποίο αυτό το είδος βίας, των εγκλημάτων μίσους, σταδιακά μετατράπηκε σε κοινωνικό γεγονός και θεσμοποιήθηκε ως εννοιολογική κατηγορία του ποινικού νόμου μέσα από τις πολιτικές αντιμετώπισής του.
Η Jenness και ο Grattet αντλούν από την προσέγγιση της συμβολικής αλληλενέργειας και την Κριτική Εγκληματολογία, εξετάζοντας κατά κύριο λόγο τις κοινωνικές διεργασίες κατασκευής και εφαρμογής του νόμου. Άλλωστε, όπως η ίδια η Jenness παραδέχεται, από την παιδική της ηλικία, της είχε κινήσει την περιέργεια και την καχυποψία η πολύπλοκη φύση των κανόνων, και ιδιαίτερα, η επιτομή των κανόνων δικαίου, δηλαδή το ίδιο το δίκαιο[5]. Συγκεκριμένα, αναρωτιόταν «πότε και πως το δίκαιο παρέχει τη δυνατότητα σε κάποιον να το επικαλείται εξ ονόματός του», «ποιος δημιουργεί τους κανόνες» («ποιος [τους] υπαγορεύει», δηλαδή «ποιο είναι το υποκείμενο»), «πότε γίνεται επίκληση των κανόνων ώστε να ληφθούν αποφάσεις για παρανομίες» (δηλαδή «γιατί υπάρχει νόμος κατά ορισμένων ζητημάτων ενώ δεν έχει προκύψει [δημιουργηθεί] καμία ομοσπονδιακή υπόθεση κατά άλλων ζητημάτων»), «πως αυτή η επίκληση [των κανόνων δικαίου] και οι συνέπειές της εξαρτώνται από το ποιος είναι αυτός που τους επικαλείται και ποια είναι η θέση του στην κοινωνία»[6] και κυρίως το ερώτημα «γιατί οι κανόνες χρησιμοποιούνται έτσι ώστε να εξυπηρετούν κάποιους και όχι κάποιους άλλους»[7].
Το ζήτημα της επιλεκτικής διαδικασίας τόσο κατά την εφαρμογή, όσο όμως και κατά τη θεσμοθέτηση των ποινικών νόμων, όπως και εκείνο της εγκληματοποίησης μιας συμπεριφοράς, είχαν απασχολήσει συγγραφικά τη Jenness ήδη από τη δεκαετία του 1990[8]. Σε παλαιότερο έργο της, όπως υποδηλώνει και ο τίτλος του, "Making It Work: The Prostitutes’ Rights Movement in Perspective"[9], η συγγραφέας εξετάζει το "αρχαιότερο επάγγελμα"[10] από μία τελείως διαφορετική, για εκείνη την εποχή, οπτική: Μέσα από την καταγραφή της εξέλιξης της «COYOTE» (Call Off Your Old Tired Hired Ethics), της οργάνωσης δηλαδή που ηγήθηκε του κινήματος για την διεκδίκηση των δικαιωμάτων των σύγχρονων πορνείων, η Jenness προσεγγίζει την πορνεία ως μία βιομηχανία παροχής υπηρεσιών, στην οποία απασχολούνται εργαζόμενοι. Ειδικότερα, η «COYOTE» ιδρύθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1970, σε μια περίοδο έντονης και ευρείας αλλαγής των αμερικανικών γενετήσιων ηθών, διεκδικώντας δυναμικά την «κυριότητα του προβλήματος» της πορνείας, από τους παραδοσιακούς εμπειρογνώμονες που την προσέγγιζαν με όρους ηθικούς, ηθικολογικούς, ιατρικούς ή νομικούς. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά τη διάρκεια της πρώτης εκστρατείας της, η «COYOTE» επιστράτευσε αξιωματούχους των σωμάτων ποινικού καταναγκασμού και δημοτικούς υπαλλήλους, προκειμένου να λάβουν μέρος σε συζητήσεις σχετικά με την επιλεκτική και διακριτική εφαρμογή του ποινικού νόμου. Λίγο αργότερα, η δράση της «COYOTE» εντάχθηκε στις φεμινιστικές συζητήσεις για τη βία κατά των γυναικών και για το δικαίωμα των γυναικών να έχουν τον έλεγχο του σώματος τους, συνδέοντας την πορνεία με τα ευρύτερα ζητήματα για τα δικαιώματα της γυναίκας.
Η Jenness, με το βιβλίο αυτό, αναδείχθηκε σε μία αξιόλογη θεωρητικό γύρω από τα ζητήματα της πορνείας, της πορνογραφίας και της σεξουαλικότητας, στο πλαίσιο της σύγχρονης φεμινιστικής θεώρησης. Υπό την επίδραση δε της προσέγγισης της συμβολικής αλληλενέργειας και της θεωρίας της ετικέτας, επιχειρεί μια ανασυγκρότηση της έννοιας της πορνείας ως κοινωνικού προβλήματος, εξετάζοντας το πώς οι ίδιοι οι χαρακτηριζόμενοι από τον κοινωνικό τους περίγυρο ως «αποκλίνοντες», μπορούν να αναλάβουν δράση, προκειμένου να πλαισιώσουν τον δημόσιο διάλογο λαμβάνοντας πρωτοβουλίες και αποφάσεις που θα επηρεάσουν (εποικοδομητικά) τη ζωή τους. Τα τελευταία χρόνια, κατά τα οποία οι οργανώσεις δικαιωμάτων των εκδιδόμενων γυναικών έρχονται αντιμέτωπες με ισχυρισμούς ότι οι εκδιδόμενες γυναίκες εξαπλώνουν το AIDS και άλλες ασθένειες, ισχυρισμούς δηλαδή που ενδέχεται να έχουν ως συνέπειες τον στιγματισμό και τη γκετοποίηση αυτών των γυναικών, η προβληματική αυτού του βιβλίου που γράφτηκε το 1993 φαντάζει επίκαιρη όσο ποτέ[11].
Η Jenness επικεντρώθηκε επί δύο δεκαετίες, στη διπλή διαδικασία της θέσπισης των νόμων (εγκληματοποίηση) και της κατάργησής τους (απεγκληματοποίηση) και εστίασε το ενδιαφέρον της στους τρόπους με τους οποίους τα οργανωμένα κοινωνικά κινήματα διαδραματίζουν ένα ρόλο-κλειδί στον καθορισμό της δημόσιας πολιτικής, συμπεριλαμβανομένων και των επάλξεων του ποινικού δικαίου. Όταν επιτυγχάνουν, μετασχηματίζουν τους σκοπούς τους σε δίκαιο και έτσι διασφαλίζουν ότι το δίκαιο «είναι με την πλευρά κάποιων ανθρώπων και όχι άλλων»[12]. Τον ένα δε πόλο αποτελούν οι υπεύθυνοι χάραξης (αντεγκληματικής) πολιτικής και τον άλλο οι οργανώσεις που αμφισβητούν την καθεστικυία τάξη. Το πού και το πώς συναντώνται αυτοί οι δύο πόλοι, αποτελεί μια κρίσιμη συγκυρία στη δημοκρατική διαδικασία. Συνδυάζοντας μια διακεκριμένη ομάδα μελετητών από διαφορετικούς κλάδους στις κοινωνικές επιστήμες, στο βιβλίο «Routing The Opposition: Social Movements, Public Policy, And Democracy»[13] εξετάζονται οι κοινωνικές διεργασίες και πρακτικές, όπως και οι αρμοί που συνδέουν τις δημόσιες πολιτικές με τα κοινωνικά κινήματα.
Οι τοπικοί αντιμονοπωλιακοί συνασπισμοί, το βιολογικό γεωργικό κίνημα, οι μεταρρυθμίσεις των αποζημιώσεων των εργαζομένων, τα προγράμματα των βετεράνων, η μεταρρύθμιση των φυλακών και οι εκστρατείες για τα δικαιώματα των μεταναστών, είναι μερικοί από τους διάφορους τομείς, στους οποίους εστιάζουν οι συγγραφείς αυτού του τόμου. Η προβληματική του τόμου επικεντρώνεται στις διαδικασίες συμμετοχής πολλών ενδιαφερομένων στη χάραξη πολιτικής, στην επίδραση του σχεδιασμού πολιτικής στην αύξηση ή στη μείωση της συμμετοχής των πολιτών, όπως και στον αντίκτυπο των κοινωνικών δικτύων στην ανάπτυξη πολιτικής και κοινωνικών κινημάτων. Καταγράφοντας, τόσο τις επιτυχίες όσο και τις αποτυχίες αυτής της σύνθετης αλληλενέργειας, οι συγγραφείς επικεντρώνονται σε στρατηγικές και αποτελέσματα που μετασχηματίζουν τα κοινωνικά κινήματα και καθοδηγούν την ανάπτυξη της δημόσιας πολιτικής, αποκαλύπτοντας επίσης τί συμβαίνει όταν αλληλεπιδρούν πολύ διαφορετικές οργανωτικές κουλτούρες, όπως αυτή των ακτιβιστών με αυτή των υπευθύνων χάραξης πολιτικής.
Ούτως η άλλως, η Jenness παραδέχεται ότι το ερώτημα «Με ποιανού το μέρος είναι το δίκαιο» απαντάται δυσχερώς. Για εκείνη, που είναι μέλος του επιστημονικού προσωπικού πανεπιστημίου, το ερώτημα αυτό αποτελεί την ευχάριστη πρόκληση της κοινωνικής έρευνας. Προαπαιτεί δε την απόρριψη των ανυπόκριτων διακηρύξεων της μητέρας της και αντί αυτών των διακηρύξεων, την αφοσίωσή της σε συστηματική διερεύνηση του ρόλου που διαδραματίζει μια πληθώρα παραγόντων στη θέσπιση των κανόνων και εν γένει, στη θεσμοποίηση του δικαίου. Στους παράγοντες αυτούς περιλαμβάνονται η παρουσία και η κοινωνική θέση εμπειρογνωμόνων και ατόμων με ηθικοποιητική αποστολή (moral entrepreneurs), ομάδες συγκεκριμένων συμφερόντων, οργανωμένα κοινωνικά κινήματα, σχηματισμοί πολιτικών ευκαιριών, ποικιλία διαρθρωτικών συνθηκών, και, εν κατακλείδι, οι ίδιες οι παράμετροι της παγκοσμιοποίησης. Άλλωστε, αυτό που διακρίνει τον κοινωνικό επιστήμονα από τους άλλους που ενδιαφέρονται να απαντήσουν στο εν λόγω ερώτημα, είναι η αφοσίωσή του στη συλλογή ερευνητικών δεδομένων και στη συστηματική διάπλαση και ανάπτυξη θεωρίας. Ο επιστήμονας μας δίνει τη δυνατότητα να κατανοήσουμε ποια «είναι» η περίπτωση, ενώ οι άλλοι να κατανοήσουμε γιατί «αυτό το οποίο είναι», είναι η περίπτωση[14].
Το έργο ωστόσο της Καθηγήτριας κ. Jenness που είναι τεράστιο και πολυσχιδές, δεν εξαντλείται στη μελέτη και στην έρευνα κοινωνικών φαινομένων και προβλημάτων. Η κ. Jenness, ως εκλεγμένο μέλος επιτροπών και συμβουλίων, έχει παράσχει τις υπηρεσίες της ως εμπειρογνώμονας σε αστικές διαμεσολαβήσεις για τις συνθήκες εγκλεισμού σε κυβερνητικά καταστήματα κράτησης και υπήρξε επίσης συνεκδότρια του επιστημονικού περιοδικού Contemporary Sociology, αναπληρώτρια εκδότρια του περιοδικού Social Problems, όπως και σύμβουλος εκδότη των περιοδικών Criminology, Gender & Society, Research in Political Sociology, Sexuality & Culture κ. α. Τέλος, διετέλεσε Αντιπρόεδρος της Εταιρείας για τη Μελέτη Κοινωνικών Προβλημάτων, και προεδρεύουσα του τομέα Crime, Law, and Deviance και του τομέα Collective Behavior/Social Movements της Αμερικανικής Εταιρείας Εγκληματολογίας.
2. Καταληκτικές σκέψεις
Κινούμενη σε διαφορετική κατεύθυνση από πολλούς εγκληματολόγους που διερευνούν το «ποιος καταστρατηγεί τους νόμους και γιατί» και άλλους εγκληματολόγους που διερευνούν το πώς το σύστημα της ποινικής δικαιοσύνης διαχειρίζεται και αντιμετωπίζει τους παραβάτες των ποινικών νόμων (όπως και εκείνους για τους οποίους αποδεικνύεται στη συνέχεια ότι δεν τους είχαν καταστρατηγήσει), η Jenness αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος της επαγγελματικής της ζωής στην έρευνα και στη διδασκαλία της διαμόρφωσης του ποινικού δικαίου και του ποινικού συστήματος[15]. Είναι δε, όπως παραδέχεται, μόνο μέσα από τη διαμόρφωση [θέσπιση και θεσμοθέτηση των νόμων] – δηλαδή μέσα από μια διαδικασία που ονομάζεται «εγκληματοποίηση» - που μια συμπεριφορά καθίσταται εγκληματική (εν αντιθέσει προς τον χαρακτηρισμό της ως ανήθικης, κακής η αμαρτωλής). Αντίθετα, μόνο μέσω της απεγκληματοποίησης, επιλεγμένα χαρακτηριστικά της κοινωνικής ζωής διαφεύγουν του πλαισίου των αρμοδιοτήτων του ελέγχου του εγκλήματος. Έτσι, η Jenness, μαζί με τα ζητήματα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που ανακύπτουν για τους εμπλεκόμενους στην ποινική διαδικασία και στους κατασταλτικούς μηχανισμούς, μας υπενθυμίζει παράλληλα και τον αποσπασματικό χαρακτήρα της έννοιας του εγκλήματος και των ποινικών νόμων, όπως και το γεγονός ότι η ποινή αποτελεί το ultimum refugium του νομοθέτη[16].
ΚΥΡΙΟΤΕΡΗ ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
- Calavita, Kitty and Jenness, Valerie. 2015. Appealing to Justice: Prisoner Grievances, Rights, and Carceral Logic. University of California Press, Berkeley, California.
- Jenness, Valerie. 2005. “Personality Highlight.” In Research Methods for Criminal Justice and Criminology, edited by Dean J. Champion. Prentice Hall, Upper Saddle River, New Jersey, σελ. 84-86.
- Jenness, Valerie. 2005. “Social Movement-State Nexus: The Structure and Process of the Social Movement-Public Policy Nexus.” In Routing the Opposition: Social Movements, Public Policy, and Democracy, edited by Meyer, David, Valerie Jenness and Helen Ingram. University of Minnesota Press, Minneapolis.
- Jenness, Valerie. 2004. “Explaining Criminalization: From Demography and Status Politics to Globalization and Modernization.” Annual Review of Sociology 30: 147-171.
- Jenness, Valerie. 2001. “The Hate Crime Cannon and Beyond: A Critical Assessment.” Law and Critique 12: 279-308.
- Jenness, Valerie. 1993. Making It Work: The Prostitutes’ Rights Movement in Perspective. Aldine de Gruyter, New York.
- Jenness, Valerie. 1991. “AIDS and the Contemporary Prostitutes’ Rights Movement: The Emergence of a Dual-Edged Sword in the Construction and Dismantling of Deviance.” Presented at the annual meeting of the American Sociological Association in Cincinnati, Ohio.
- Jenness, Valerie. 1990. “From Sex as Sin to Sex as Work: COYOTE and the Reorganization of Prostitution as a Social Problem.” Social Problems 37: 403-420.
- Jenness, Valerie, Ryken Grattet. 2012. «Το δίκαιο για τα εγκλήματα μίσους, η αντεγκληματική πολιτική και η επιβολή του νόμου στην Καλιφόρνια: Η παρουσία, το περιεχόμενο και οι συνέπειες του Νόμου στο Μεταίχμιο» (μτφρ. Μ. Π. Κρανιδιώτη), ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ, Τεύχος 1, σελ. 68-79.
- Jenness, Valerie and Ryken Grattet. 2005. “The Law-in-Between: The Effects of Organizational Perviousness on the Policing of Hate Crime.” Social Problems, 52: 337-359.
- Jenness, Valerie and Ryken Grattet. 2004. Making Hate a Crime: From Social Movement to Law Enforcement. Russell Sage Foundation, New York.
- Meyer, David, Jenness Valerie and Ingram Helen (eds.). 2005. Routing the Opposition: Social Movements, Public Policy, and Democracy. University of Minnesota Press, Minneapolis.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Ἀνδρουλάκη, Ν. Κ.. Ποινικόν Δίκαιον, Γενικόν Μέρος, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Ἀθῆναι-Κομοτηνή.
- Jenness, Valerie. 2005. “Personality Highlight.” In Research Methods for Criminal Justice and Criminology, edited by Dean J. Champion. Prentice Hall, Upper Saddle River, New Jersey, σελ.. 84-86.
- Jenness, Valerie. 2005. “Social Movement-State Nexus: The Structure and Process of the Social Movement-Public Policy Nexus.” In Routing the Opposition: Social Movements, Public Policy, and Democracy, edited by Meyer, David, Valerie Jenness and Helen Ingram, University of Minnesota Press, Minneapolis.
- Jenness, Valerie. 1993. Making It Work: The Prostitutes’ Rights Movement in Perspective. New York: Aldine de Gruyter.
- Jenness, Valerie, Ryken Grattet. 2012. «Το δίκαιο για τα εγκλήματα μίσους, η αντεγκληματική πολιτική και η επιβολή του νόμου στην Καλιφόρνια: Η παρουσία, το περιεχόμενο και οι συνέπειες του Νόμου στο Μεταίχμιο» (μτφρ. Μ. Π. Κρανιδιώτη), ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ, Τεύχος 1, σελ. 68-79.
- Jenness, Valerie and Ryken Grattet. 2004. Making Hate a Crime: From Social Movement to Law Enforcement. Russell Sage Foundation, New York.
- Meyer, David, Jenness Valerie and Ingram Helen (eds.). 2005. Routing the Opposition: Social Movements, Public Policy, and Democracy. University of Minnesota Press, Minneapolis.
- Σπινέλλη, Κ. Δ. 2014. Εγκληματολογία. Σύγχρονες και παλαιότερες κατευθύνσεις, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα.
ΑΛΛΕΣ ΠΗΓΕΣ
Jenness, Valerie_ Curriculum Vitae_ April 2017.
http://www.avgi.gr/article/10813/7951350/to-prophil-tou-maniakou-pou-epitithetai-se-odegous-taxi
http://www.cnn.gr/news/ellada/story/69786/dolofonia-odigoy-taxi-sto-mikroskopio-paromoia-ypothesi-pyrovolismoy
http://www.cnn.gr/news/ellada/story/69811/h-proti-perigrafi-gia-ton-maniako-dolofono-ton-odigon-tax
http://www.hivaids.gr/i/koinonia/nomika
http://www.kathimerini.gr/907/article/epikairothta/ellada/lles-dyo-ekdidomenes-gynaikes-foreis-toy-aids-entopisthkan-sthn-a8hna
[1] Η αφήγηση είναι σε πρώτο πρόσωπο και περιλαμβάνεται σε Valerie Jenness, 2005 “Personality Highlight.”, Research Methods for Criminal Justice and Criminology, edited by Dean J. Champion. Upper Saddle River, Prentice Hall, New Jersey, σελ. 84-86. Η αφήγηση στο παρόν κείμενο, αποδίδεται σχετικά ελεύθερα και προσαρμόζεται στις προδιαγραφές της εδώ παρουσίασης.
[2] Βλ και σχετική δημοσίευση στα ελληνικά των Valerie Jenness και Ryken Grattet «Το Δίκαιο για τα Εγκλήματα Μίσους, η Αντεγκληματική Πολιτική και η Επιβολή του Νόμου στην Καλιφόρνια: Η Παρουσία, το Περιεχόμενο και οι Συνέπειες του Νόμου στο Μεταίχμιο», Εγκληματολογία, τεύχος 1, έτος 2012, σελ. 68-79.
[3] Οι μορφές που μπορούν να πάρουν τα εγκλήματα μίσους είναι πολλές (γενικά για τον όρο «εγκλήματα μίσους» και τις προσπάθειες ορισμού των εγκλημάτων αυτών βλ. Κ. Δ. Σπινέλλη, Εγκληματολογία. Σύγχρονες και παλαιότερες κατευθύνσεις, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2014, σελ. 86-89). Από την έρευνα των Jenness και Grattet που διεξήχθη στην Πολιτεία της Καλιφόρνιας, μια πολιτεία της οποίας το νομοθετικό σώμα υπήρξε πρωτοποριακό για τα εγκλήματα μίσους, προκύπτει μία ποικιλία ορισμών των εγκλημάτων αυτών (όπως οι ορισμοί απεικονίζονται στις γενικές εντολές/παραγγελίες των φορέων επιβολής του Νόμου της Πολιτείας αυτής – βλ. πίνακα 2 στις σελ. 74-75 ). Ο πολύ γενικός ορισμός του Ομοσπονδιακού Γραφείου Ερευνών (FBI) ότι έγκλημα μίσους είναι «… Οποιαδήποτε εγκληματική πράξη με κίνητρο, εν όλω ή εν μέρει, την προκατάληψη», και με στόχο «κάποιο πρόσωπο ή ιδιοκτησία», όπως και ο ορισμός στον Νόμο για την Εκπαίδευση, όπου τα εγκλήματα αυτά μπορεί να έχουν ως απώτερο σκοπό να αποτρέψουν «… την ελεύθερη άσκηση ή απόλαυση οποιουδήποτε δικαιώματος ή προνομίου κατοχυρώνεται από τα συντάγματα ή τους νόμους των Ηνωμένων Πολιτειών ή της Πολιτείας της Καλιφόρνιας …» και στόχος τους μπορεί να είναι «πρόσωπο, οικογένεια ή ομάδα, ή η ιδιοκτησία τους» (σελ. 75), διευρύνουν ιδιαίτερα τόσο τον κύκλο των θυμάτων όσο και των ειδών των πράξεων και των κινήτρων των δραστών. Έτσι θα μπορούσε να αποτελέσει στόχο εγκλήματος μίσους ακόμη και μια επαγγελματική κατηγορία (ομάδα), όπως οι οδηγοί ταξί (βλ. για πρόσφατη περίπτωση ανθρωποκτόνου οδηγού ταξί σε http://www.cnn.gr/news/ellada/story/69811/h-proti-perigrafi-gia-ton-maniako-dolofono-ton-odigon-tax, http://www.cnn.gr/news/ellada/story/69786/dolofonia-odigoy-taxi-sto-mikroskopio-paromoia-ypothesi-pyrovolismoy και, επίσης σε http://www.avgi.gr/article/10813/7951350/to-prophil-tou-maniakou-pou-epitithetai-se-odegous-taxi, όπου, κατά την άποψη ανώτατου αξιωματικού της ΕΛ.ΑΣ., πρόκειται για «εμμονικό άτομο», οι επιθέσεις του οποίου προς οδηγούς ταξί σχετίζονται με κάποια εμπλοκή του στο παρελθόν με τον συγκεκριμένο επαγγελματικό χώρο. Πάντως δεν φαίνεται να έχει εξιχνιαστεί μέχρι στιγμής η υπόθεση αυτή.
[4] Άξιο διερεύνησης θέμα είναι η διαχρονική παρακολούθηση και σύγκριση του φαινομένου στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, από την εμφάνισή του έως τις μέρες μας, συμπεριλαμβανομένης και της διερεύνησης της (διαφορετικής στις δύο ηπείρους) ιστορικής του αφετηρίας. Το φαινόμενο, ιδίως του ρατσιστικού μίσους, έχει παραδοσιακά μεγάλες διαστάσεις στις νότιες πολιτείες των ΗΠΑ, όπου δραστηριοποιήθηκε και η οργάνωση της Κου-Κλουξ Κλαν και επίσης, επικράτησε σε μεγάλα στρώματα του πληθυσμού η αντίληψη/ νοοτροπία του «να παίρνει κανείς το νόμο στα χέρια του». Από την άλλη πλευρά, όμως, φαίνεται να υπάρχουν και ισχυρές τάσεις αντίθεσης προς αυτή τη νοοτροπία σε ορισμένες τουλάχιστον πολιτείες. Μέσα από την έρευνά τους στην Καλιφόρνια, οι Jenness και Grattet διαπιστώνουν ότι «… οι περιοχές των φορέων με τα υψηλότερα επίπεδα εθνοτικής ετερογένειας, και εκείνες όπου υπάρχει επιτροπή ανθρώπινων σχέσεων, εμφανίζουν τάσεις μεγαλύτερης επίδρασης στην πρακτική των καταγγελιών, αφής στιγμής υιοθετήσουν μια πολιτική για τα εγκλήματα μίσους…» (ό.π. σελ. 78).
[5] Valerie Jenness, 2005 “Personality Highlight” ό.π. σελ. 84.
[6] Δηλαδή «γιατί οι έγνοιες της μαμάς μου έχουν σημασία και δικές μου δεν έχουν» ό.π.
[7] Δηλαδή «γιατί η μαμά μου και όχι εγώ» ό.π.
[8] Ενδεικτικά βλ. Jenness, 1990 και 1991.
[9] Jenness, 1993.
[10] Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η έκδοση επί χρήμασι (πορνεία) αποτελεί και ένα από τα κλασικά παραδείγματα εγκλημάτων «χωρίς θύματα» (ο όρος αποδίδεται στον Ε. Η.Schur, Crimes without Victims, Englewood Cliffs, N.J. 1965). Γενικά για τα εγκλήματα «χωρίς θύματα» βλ. Σπινέλλη, ό.π. σελ. 92-93.
[11] Ενδεικτικά βλ. δημοσίευμα της 12.5.2012 στην ιστοσελίδα http://www.kathimerini.gr/907/article/epikairothta/ellada/lles-dyo-ekdidomenes-gynaikes-foreis-toy-aids-entopisthkan-sthn-a8hna, και στην ιστοσελίδα http://www.hivaids.gr/i/koinonia/nomika, σχετικά με την η Υγειονομική Διάταξη 39Α, σύμφωνα με την οποία επιβάλλονταν μεταξύ άλλων υποχρεωτική εξέταση για HIV στα άτομα που κάνουν χρήση ενδοφλέβιων ναρκωτικών ουσιών, στα εκδιδόμενα άτομα που στερούνται του προβλεπόμενου βιβλιαρίου υγείας και στους μετανάστες χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα που προέρχονται από χώρες όπου ενδημεί η νόσος. Επίσης βλ. ΥΑ της 1.4.2012, με την οποία εκδόθηκε η εν λόγω Διάταξη, ΥΑ της 30. 4.2013 με την οποία καταργήθηκε, ΥΑ της 3.7.2013, με την οποία επανήλθε σε ισχύ και ΥΑ της 2.4.2015, με την οποία καταργήθηκε εκ νέου.
[12] Jenness, 2005 “Personality Highlight” ό.π. σελ. 85.
[13] David Meyer, Valerie Jenness and Helen Ingram (eds.). 2005. Routing the Opposition: Social Movements, Public Policy, and Democracy. Minneapolis: University of Minnesota Press.
[14] Jenness, 2005 “Personality Highlight” ό.π. σελ. 86.
[15] Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα διατρέχουν όλο το φάσμα αυτής της διαμόρφωσης (βλ. και τη σχετικά πρόσφατη μελέτη των Kitty Calavita και Valerie Jenness, 2015, Appealing to Justice: Prisoner Grievances, Rights, and Carceral Logic, University of California Press, Berkeley, California, που επικεντρώνεται στο σωφρονιστικό σύστημα και στηρίζεται σε συνεντεύξεις με κρατούμενους και μέλη του σωφρονιστικού προσωπικού, όπως και σε αρχειακό υλικό).
[16] Βλ. Ν. Κ. Ἀνδρουλάκη, ο οποίος χαρακτηριστικά επισημαίνει ότι «… Ἡ ἔννοια τοῦ ἐγκλήματος περιέχει …ἕν “στοιχεῖον ἀποφάσεως” (ὑπό τῶν ἐκπροσώπων τῆς λαϊκῆς κυριαρχίας), δι’ αυτόν δέ τόν λόγον εἶναι (ὁμοῦ μετά τῶν ποινικῶν νόμων) …” ἀποσπασματική”…» (Ποινικόν Δίκαιον, Γενικόν Μέρος, ἐκδ. Ἀντ. Ν. Σάκκουλα, Ἀθῆναι-Κομοτηνή, σελ. 54).