Το όνομα του John Braithwate είναι απόλυτα συνδεδεμένο με την Αποκαταστατική Δικαιοσύνη σε διεθνές επίπεδο. Δεν υπάρχει σχεδόν καμμία δημοσίευση με αντικείμενο την αποκαταστατική δικαιοσύνη χωρίς -έστω μια- βιβλιογραφική αναφορά στο έργο του John Braithwaite.
Γεννημένος το 1951 στην Αυστραλία, με βασικές σπουδές στην Ψυχολογία, την Κοινωνική Ανθρωπολογία και την Κοινωνιολογία και με διδακτορικό δίπλωμα στην Κοινωνιολογία από το University of Queensland, ο John Braithwaite από το 2002 έως σήμερα υπηρετεί ως Διακεκριμένος Καθηγητής στο Εθνικό Πανεπιστήμιο της Αυστραλίας (Τhe Australian National University). Εχει τιμηθεί με σαράντα βραβεία και διακρίσεις για το έργο του. Μεταξύ άλλων, ενδεικτικά αναφέρω το Διεθνές Βραβείο της Law and Society Association (2017), το Βραβείο Εγκληματολογίας της Στοκχόλμης (2006), το οποίο αποτελεί το αντίστοιχο ακαδημαϊκό Nobel για την Εγκληματολογία, το Βραβείο Grawemeyer (2004) για τις ιδέες που βελτιώνουν την Παγκόσμια Τάξη (Grawemeyer Award for Ideas Improving World Order), το βραβείο Sutherland της Αμερικανικής Εταιρίας Εγκληματολογίας (2004) και το Βραβείο Emile Durkheim (2005) από την Διεθνή Εταιρία Εγκληματολογίας. Επίσης, από το 2004 έχει καθιερωθεί στο University of Queensland ετήσιο βραβείο προς τιμή του για τον καλύτερο φοιτητή Εγκληματολογίας (Annual Braithwaite Prize for the best honours student in criminology inaugurated).[1]
Ο John Braithwaite θεωρείται ένας από τους δημοφιλέστερους εγκληματολόγους διεθνώς, έχοντας τον μεγαλύτερο αριθμό βιβλιογραφικών παραπομπών ήδη από τη δεκαετία του ’90. Στο ελληνικό κοινό, ο John Braithwaite συστήθηκε μέσα από το έργο της Μάιρας Κρανιδιώτη, στο βιβλίο της “Η Ολοκλήρωση. Μέθοδος Ανάπτυξης Θεωρίας στην Εγκληματολογία” (Νομική Βιβλιοθήκη, 2007) και στη συνέχεια από την υπογράφουσα στο βιβλίο της “Επανορθωτική Δικαιοσύνη- Η πρόκληση των σύγχρονων δικαιικών συστημάτων” (Νομική Βιβλιοθήκη, 2010). Εκτοτε, σε κάθε σχετική με την αποκαταστατική δικαιοσύνη δημοσίευση στα ελληνικά, ο John Braithwaite παραμένει σταθερή βιβλιογραφική αναφορά.
Το βιβλίο που παραπέμπεται συχνότερα και σταθερά από τη δεκαετία του ’90 είναι το κλασικό ‘Crime, Shame and Reintegration’ (1989, Cambridge University Press). Η έννοια της επανενταξιακής ντροπής (reintegrative shaming) –κυρίαρχη συνισταμένη στην Αποκαταστατική Δικαιοσύνη- βρίσκεται στον πυρήνα της κοινωνικοποίησης, της κοινωνικής ένταξης και της πρόληψης του εγκλήματος. Ο Braithwaite εξηγεί επαρκώς τον ισχυρό μηχανισμό και τη διαδικασία μέσα από την οποία η επανενταξιακή ντροπή μετουσιώνεται σε μια μορφή δίκαιου, αποτελεσματικού και ισχυρού κοινωνικού ελέγχου, που επανεντάσσει το δράστη στην κοινότητα και προλαμβάνει την παραβατική συμπεριφορά και την υποτροπή. Στον αντίποδα αυτής της έννοιας είναι η μη-επανενταξιακή ντροπή (disintegrative shame) που οδηγεί στο στιγματισμό και την περιθωριοποιηση. Το βιβλίο αυτό σηματοδότησε μια στροφή στην Εγκληματολογία, γιατί το έγκλημα και τα συναφή με αυτό ζητήματα προσεγγίζονται πλέον με όρους ηθικής και αξιών. Βέβαια, όσοι έχουν ελληνική κλασική παιδεία γνωρίζουν ότι η ‘αιδώς’ αφενός εκφράζει το συναίσθημα της ντροπής, του σεβασμού και της σεμνότητας και αφετέρου ενέχει τόσο μια αποτρεπτική από την παραβίαση του κανόνα λειτουργία, όσο και μια προτρεπτική (λειτουργία) που ενισχύει τις κοινωνικά αποδεκτές συμπεριφορές. Αιδώς και νέμεσις λειτουργούν συμπληρωματικά στο πλαίσιο της κοινωνικής οργάνωσης, της κοινωνικής αντίδρασης στην παραβίαση των κανόνων και τη μεταχείριση του δράστη. Αναφορές στην έννοια και το μηχανισμό της αιδούς έχουμε στην Ιλιάδα, τον Πρωταγόρα και τους Νόμους του Πλάτωνα και φυσικά στις αρχαίες τραγωδίες. Ο Braithwaite επαναφέρει στο πλαίσιο της εγκληματολογίας βασικές ηθικές διαδικασίες –όπως είναι η επανενταξιακή ντροπή- στις δημόσιες και κοινοτικές πολιτικές πρόληψης και αντιμετώπισης του εγκλήματος.
Ένα χρόνο αργότερα (1990), ο John Braithwaite από κοινού με τον Philip Pettit εκδίδουν το βιβλίο με τίτλο: Not Just Deserts. A Republican Theory of Criminal Justice (Clarendon Press), στο οποίο αμφισβητούν την κλασική θεωρία της ποινής ως ανταπόδοσης, ισχυρίζονται ότι το ποινικό σύστημα αποσκοπεί στη διατήρηση και αναπαραγωγή της ισχύος και των εξουσιών που διαθέτει, και προτείνουν την αποκέντρωση των εξουσιών από το κεντρικό στο περιφερειακό επίπεδο. Στο ίδιο έργο, οι συγγραφείς αναπτύσσουν μια ολοκληρωμένη πολιτική θεωρία για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις ελευθερίες και προτείνουν ένα δημοκρατικό μοντέλο ‘συμμετοχικής και αποκεντρωμένης δικαιοσύνης’, διαφοροποιημένο από τις κλασικές φιλελεύθερες προσεγγίσεις. Σε αυτό ακριβώς το θεωρητικό πλαίσιο, ο John Braithwaite ανακατασκευάζει τη θεωρία του E. Sutherland για τα ‘εγκλήματα του λευκού κολλάρου’ και ασχολείται συστηματικά με τις κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες, τις οποίες αντιμετωπίζει ως δομικά στοιχεία στην γένεση και την αιτιολογία του εγκλήματος[2].
Η μακρόχρονη και συστηματική θεωρητική και ερευνητική επεξεργασία αυτών των προσεγγίσεων για το έγκλημα και την αντιμετώπισή του από το ποινικό σύστημα συνέβαλε στη διατύπωση μιας ολοκληρωμένης θεωρίας για την Αποκαταστατική Δικαιοσύνη από τον J. Braithwaite. Οι δύο κεντρικές έννοιες στις οποίες στηρίζεται η θεωρία του για την Αποκαταστατική Δικαιοσύνη είναι η επανενταξιακή ντροπή και η δημοκρατική θεωρία (republican theory) για το σύστημα απονομής δικαιοσύνης. Η Αποκαταστατική Δικαιοσύνη αποκαθιστά τα θύματα, τους δράστες και τις κοινωνίες. Επικεντρώνεται στην ιδέα, ότι ακριβώς επειδή το έγκλημα προκαλεί βλάβη και ζημία, η δικαιοσύνη οφείλει και πρέπει να επανορθώσει και να θεραπεύσει. Η αποκαταστατική δικαιοσύνη είναι μια διαδικασία, όπου οι αξίες γίνονται καθημερινή πράξη-δράση, αποφεύγοντας την ταπείνωση και εμμένοντας στην εξασφάλιση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας σε ατομικό και θεσμικό επίπεδο.
Ο Braithwaite εξελίσσει διαρκώς τη θεωρία του για την Αποκαστατική Δικαιοσύνη όλα αυτά τα χρόνια έως σήμερα. Σταδιακά και μέσα από τα πορίσματα των ερευνών του απομακρύνεται από το μικρο- και μεσο- επίπεδο της διαπροσωπικής και κοινοτικής παρέμβασης για την επίλυση της σύγκρουσης και την αντιμετώπιση του εγκλήματος και κατευθύνεται στο μακρο- επίπεδο, όπου οι έννοιες της κοινωνικής δικαιοσύνης, της βιώσιμης ανάπτυξης, και της αποτελεσματικής ρύθμισης (responsive regulation), της οικοδόμησης και διατήρησης της ειρήνης, της θεσμικής κοινωνικής δικτύωσης και των κοινωνικών κινημάτων, καθώς και της καλής διακυβέρνησης συγκροτούν το ευρύτερο θεωρητικό και ιδεολογικό υπόβαθρο της Αποκαταστατικής Δικαιοσύνης. Για το λόγο αυτό και προσπαθώντας να γεφυρώσει το χάσμα που υπάρχει μεταξύ ακαδημίας, έρευνας και δημόσιων πολιτικών ίδρυσε τη ‘Σχολή Ρύθμισης και Παγκόσμιας Διακυβέρνησης’ (School of Regulation and Global Governance-RegNet) στο Εθνικό Πανεπιστήμιο της Αυστραλίας. Η Σχολή αυτή περιλαμβάνει ένα παγκόσμιο δίκτυο φορέων, πανεπιστημίων, ερευνητικών κέντρων και ακαδημαΪκών, προωθεί τη διεπιστημονική έρευνα και προτείνει θεσμικές παρεμβάσεις για την άμβλυνση των ανισοτήτων και τη κοινωνική δικαιοσύνη, τη βιώσιμη ανάπτυξη, τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ευημερία.
Ενα επίσης μακρόπνοο και εμπνευσμένο πρόγραμμα που ίδρυσε και διευθύνει ο John Braithwaite είναι το ‘Peacebuilding Compared’. Το πρόγραμμα αυτό ξεκίνησε από το 2004 και πρόκειται να ολοκληρωθεί το 2030. Χρηματοδοτείται από το Australian Research Council, με αντικείμενο τη μελέτη 60 περίπου ενόπλων συρράξεων ανά την υφήλιο, μέσα από μια μοναδική μεθοδολογία εθνογραφικής και ποσοτικής έρευνας για τους παράγοντες που συμβάλλουν στη διατήρηση της ειρήνης. Πάνω από 700 μεταβλητές έχουν κωδικοποιηθεί για κάθε πολεμική σύρραξη και η διατήρηση ή όχι της ειρήνης μελετάται για διάστημα είκοσι ετών μετά το τέλος της σύρραξης. Προς το παρόν, υπάρχουν τέσσερα βιβλία του John Braithwaite για το Peacebuilding Compared Project και αναμένονται κι άλλες δημοσιεύσεις.
Είναι προφανές ότι το σημαντικό έργο και η συμβολή του J. Braithwaite στην επιστήμη και την κοινωνία δεν είναι δυνατό να συνοψισθούν σε αυτό το περιορισμένης έκτασης κείμενο. Πρόκειται μάλλον για μια εισαγωγική γνωριμία του John Braithwaite στο ελληνικό επιστημονικό κοινό, παρά μια επισκόπηση του έργου του. Η συμβολή του στην εγκληματολογία είναι εξαιρετικά σημαντική, ενώ το όραμά του για την κοινωνική δικαιοσύνη ελέγχεται μέσα από την ενδελεχή, μακρόχρονη και συστηματική έρευνά του. Ισως γι αυτό τον αποκάλεσαν ήδη από το 1990 ως το «νέο Durkheim”[3].
Κλείνοντας και με την ευκαιρία της παρουσίασης του John Braithwaite στο φιλόξενο και έγκυρο Art of Crime, θα ήθελα να εκφράσω τις θερμότατες ευχαριστίες μου στον John Braithwaite δημοσίως για την συγγραφή του προλόγου στο απο κοινού με τον Dr. Theo Gavrielides βιβλίο μας (Gavrielides & Artinopoulou, Reconstructing Restorative Justice Philosophy, Routledge 2013). Αποτέλεσε ιδιαίτερη χαρά και τιμή για μένα η γνωριμία μαζί του και τα θετικά σχόλιά του για το βιβλίο αυτό. Το ελάχιστο που μπορώ να κάνω για να γνωρίσει το ελληνικό επιστημονικό δυναμικό της χώρας μας τον John Braithwaite είναι να προτείνω αρμοδίως την απονομή του τίτλου του Επίτιμου Διδάκτορα του Τμήματος Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου σε αυτόν. Υπόσχομαι ότι θα το πράξω σύντομα.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Για λεπτομερή βιογραφία και εργογραφία του J. Braithwaite, βλ. http://johnbraithwaite.com/wp-content/uploads/2017/10/John-CV-Oct-2017.pdf
[2] J. Braithwaite, “Poverty, Power, White-Collar Crime and the Paradoxes of Criminological Theory”, Australian and New Zealand Journal of Criminology, 24, 1991, 40-50)
[3] Thomas J. Scheff (1990) Microsiology, Discourse, Emotion and Social Structure, The University of ChicagoPress.