ΗΑ., πρώην κρατούμενη των γυναικείων φυλακών, μιλά στο «Art of Crime» για την «επανένταξη». Περιγράφει μια μακροχρόνια διαδικασία που πρέπει να ξεκινά πολύ πριν την αποφυλάκιση του κρατουμένου και να καθορίζει την ίδια την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης και τη λειτουργία του σωφρονιστικού συστήματος.
Πέντε χρόνια μετά την αποφυλάκισή της, διηγείται πως τα πρώτα προσκόμματα για την επανένταξη τίθενται με την ίδια την καταδικαστική απόφαση, που επιβάλλει στον κρατούμενο -πέραν της στέρησης της ελευθερίας του- την καταβολή υπέρογκων χρηματικών ποσών. «Όταν ακούς την ποινή ακούς μόνο τα χρόνια, για τα χρήματα λες “θα δούμε”. Βγαίνεις και δεν μπορείς να δημιουργήσεις τίποτα, είναι τουλάχιστον αποκαρδιωτικό. Τα ποσά είναι εξοντωτικά, ιδίως στις υποθέσεις ναρκωτικών. Πώς πιστεύουν ότι μπορείς να βρεις αυτά τα χρήματα; Στην πραγματικότητα επιβάλλονται δύο ποινές, η μία εκτίεται όταν μπαίνεις στη φυλακή και η άλλη όταν βγαίνεις», λέει. Η ίδια είδε την οφειλή της να υπερδιπλασιάζεται μετά την αποφυλάκισή της, όπως εξηγεί, και να αγγίζει τα 70.000 ευρώ. Το χρέος της, εν τέλει, διαγράφτηκε με την επιτυχή ολοκλήρωση του προγράμματος απεξάρτησης της κοινότητας.
Επιπλέον, κατά τη διάρκεια της κράτησης, ο τρόπος λειτουργίας των καταστημάτων κράτησης κάθε άλλο παρά ευνοεί τη μελλοντική επανένταξη των κρατουμένων. Όπως περιγράφει: «όλα ξεκινούν από μέσα. Μπαίνεις στη φυλακή υποτίθεται για να σωφρονιστείς και βγαίνεις χωρίς οικογένεια, χωρίς δουλειά, χωρίς ενδιαφέροντα και με ποινικό μητρώο. Το “μπαίνεις κακός βγαίνεις χειρότερος” στο καλλιεργεί η ίδια η φυλακή». Προσθέτει, δε, ότι υπάρχει ανάγκη για ανάπτυξη περισσότερων δραστηριοτήτων εντός της φυλακής «δεν θα ενδιαφερθούν όλοι, αλλά πρέπει να υπάρχουν δραστηριότητες. Θα έπρεπε για ανθρώπους που θέλουν και προσπαθούν, να υπάρχει κίνητρο και βοήθεια».
Η ίδια περιγράφει ότι –προερχόμενη από μία μέση οικογένεια και με θεμέλια ως προς τη μόρφωσή της πριν να μπει στη φυλακή- είχε «τον χώρο και τον χρόνο να ξυπνήσουν οι δεξιότητές» της. Σε αυτό συνέβαλε καθοριστικά η ένταξή της στο πρόγραμμα του «ΚΕΘΕΑ ΕΝ ΔΡΑΣΕΙ» που λειτουργεί μέσα στις φυλακές, στο οποίο συμμετείχε καθημερινά πλην σαββατοκύριακου από το πρωί έως το απόγευμα. «Προσπαθούσα στο 90% της μέρας να σκέφτομαι ότι είμαι θεραπευόμενη, όχι κρατούμενη», λέει. Οι συνθήκες, όπως τις περιγράφει, ήταν σαφώς καλύτερες και υπήρχε πλήθος προσφερόμενων προγραμμάτων, μεταξύ των οποίων και επαγγελματικός προσανατολισμός. Παράλληλα, ήταν σημαντική η έμπρακτη υποστήριξη και μετά την αποφυλάκιση, ως προς καίρια ζητήματα εργασίας, υγείας και στέγης. «Θα μπορούσε το κράτος να κάνει αυτή τη δουλειά και με άλλες κατηγορίες κρατουμένων. Θα μπορούσαν να βοηθηθούν πολλοί περισσότεροι», προσθέτει.
Μετά την αποφυλάκιση, ως καθοριστικό για την επιτυχή επανένταξη του κρατουμένου ορίζει τον ρόλο ενός υποστηρικτικού δικτύου. «Οι κρατούμενοι χωρίζονται σε αυτούς που έχουν υποστηρικτικό δίκτυο και σε αυτούς που δεν έχουν. Βέβαια, το τι είναι υποστηρικτικό δίκτυο και τι όχι “παίζει”, για παράδειγμα μπορεί κάποιος να έχει οικογένεια και αυτή να είναι παραβατική. Αλλά μεταξύ των τυφλών βασιλεύει ο μονόφθαλμος», όπως αναφέρει. Σημαντική θα ήταν για τον λόγο αυτόν η ουσιαστική επιτήρηση από την Πολιτεία, «το “παρών”, για παράδειγμα, θα μπορούσε να είναι πιο εποικοδομητικό, να υπάρχει κάποιος ξενώνας για όσους αποφυλακίζονται». Στο πλαίσιο αυτό αποφασιστικά θα μπορούσε να συμβάλλει η ανάπτυξη ενός εθελοντικού δικτύου υποστήριξης των κρατουμένων, με την ενθάρρυνση της κοινωνικής υπηρεσίας, ανέξοδα.