A. Εισαγωγικά
1. Οι μηχανισμοί και οι διαδικασίες υποβολής καταγγελιών στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα με σκοπό την πρόληψη αλλά και την εξιχνίαση εγκληματικών πράξεων, κυρίως σε υποθέσεις με σοβαρές συνέπειες για το κοινωνικό σύνολο (π.χ. διαφθορά, περιβάλλον, δημόσια υγεία, φορολογία, αθέμιτος ανταγωνισμός), έχουν ένα ιστορικά μακρύ αλλά όχι πάντα ένδοξο παρελθόν· διάφορες αλλά και διαφορετικές μεταξύ τους έννομες τάξεις επιλέγουν βέβαια συγκεκριμένες μεθόδους συστηματικής συλλογής καταγγελιών για να ανταποκριθούν αποτελεσματικότερα και πιο αξιόπιστα στις ολοένα αυξανόμενες απαιτήσεις της πρόληψης και καταστολής του εγκλήματος. Η πρακτική της υποβολής τέτοιων καταγγελιών υπέρ του δημοσίου συμφέροντος, που στη διεθνή βιβλιογραφία έχει επικρατήσει να καταγράφεται με τον όρο “whistleblowing”, αν και αποτελεί εργαλείο άσκησης αντεγκληματικής πολιτικής, δηλωτικό μάλιστα της σύγχρονης αυξανόμενης τάσης συνεργασίας των κρατικών αρχών με ιδιώτες για τη συλλογή κρίσιμου αποδεικτικού υλικού με σκοπό την πρόληψη και καταπολέμηση της εγκληματικότητας[1], περιλαμβάνει μια σειρά από μέτρα και επιμέρους νομοθετικές ρυθμίσεις σε περισσότερους γενικούς ή ειδικούς κλάδους του δικαίου (εργατικό, δημοσιοϋπαλληλικό, ποινικό, εταιρικό και τραπεζικό δίκαιο, δίκαιο κεφαλαιαγοράς, δίκαιο ανταγωνισμού, δίκαιο προστασίας προσωπικών δεδομένων, κλπ.)· το γεγονός αυτό, ήδη από μόνο του, καταδεικνύει τον σύνθετο και πολύπλοκο χαρακτήρα των σχετικών αναφυόμενων νομικών ζητημάτων. Σκοπός του παρόντος κειμένου είναι να προσεγγίσουμε συνοπτικά το εν λόγω φαινόμενο, παρουσιάζοντας ορισμένα μόνο από τα προβλήματα και τις λύσεις που σχετίζονται με το whistleblowing και βρίσκονται στο επίκεντρο της διεθνούς συζήτησης και νομοθετικής παραγωγής, ιδίως σε σχέση με το ποινικό ουσιαστικό και δικονομικό δίκαιο.
B. Ιστορική εξέλιξη των καταγγελιών υπέρ του δημοσίου συμφέροντος (whistleblowing)
2. Η υποβολή καταγγελιών ως τρόπος ελέγχου της τήρησης της νομιμότητας εντοπίζεται ήδη στην αρχαία Αθήνα του 5ου και 4ου αι. π.Χ., τόσο με τη λεγόμενη άσκηση της γραφής παρανόμων, μια λαϊκής αγωγής (Popularklage), με την οποία πολίτες, ζημιωθέντες ή μη, έφεραν ενώπιον της δικαιοσύνης υποθέσεις δημοσίου συμφέροντος, καταγγέλλοντας προτεινόμενα ή ψηφισμένα μέτρα που παραβίαζαν τους νόμους των Αθηνών και ζητώντας την ποινική δίωξη των υπευθύνων[2], όσο και με την εμφάνιση των συκοφαντών που κατηγορούσαν άλλους πολίτες για παραβιάσεις νόμων προκειμένου να λάβουν οι ίδιοι κάποια αμοιβή[3]. Στο ρωμαϊκό ποινικό δίκαιο υπήρχε βέβαια πρόβλεψη για ένα σύστημα δίωξης πολιτών από ιδιώτες, οι οποίοι ονομάζονταν delatores. O delator απαντά στη ρωμαϊκή εποχή τόσο ως κατήγορος (accusator), όσο και ως μάρτυρας (testis) ή απλός πληροφοριοδότης (index)[4]. Υπήρχαν άλλωστε προβλέψεις παροχής οικονομικών κινήτρων για την αποκάλυψη των υποθέσεων, ακόμα και φορολογικής φύσεως (π.χ. φοροδιαφυγής)[5], κάτι που οδήγησε συχνά σε υπερβολικό πλουτισμό των delatores[6]. Απουσία δημόσιων διωκτικών αρχών και αστυνομικών οργάνων, η καταστολή του εγκλήματος στηρίχθηκε στα πρόσωπα αυτά[7], τα οποία εν πολλοίς δεν ήσαν αποδεκτά στην κοινωνία· βασικός λόγος ήταν ο επαγγελματικός χαρακτήρας που είχε αποκτήσει η δραστηριότητά τους, διότι πολύ συχνά αυτή η πρακτική δεν είχε κάποιο ηθικό ή συνειδησιακό κίνητρο υπεράσπισης της νομιμότητας[8].
3. Η σύγχρονη μορφή των καταγγελιών υπέρ του δημοσίου συμφέροντος έχει βέβαια τις ρίζες της στις χώρες του κοινοδικαίου (common law) και συγκεκριμένα στη διαδικασία qui tam pro domino rege quam pro se ipso in hac parte sequitur (εν συντομία: qui tam)[9]. Σύμφωνα με την διαδικασία αυτή, εκείνος που υπέβαλε αγωγή, ζημιωθείς ή μη, στο όνομά του και εκ μέρους του βασιλιά, παρέχοντας όλες τις απαραίτητες πληροφορίες στις αρχές για τους παραβάτες συγκεκριμένων προβλέψεων, λάμβανε ποσοστό από τις χρηματικές ποινές που ο καταγγελλόμενος καταδικαζόταν να καταβάλει, είτε ο τελευταίος ήταν κάτοχος αξιώματος είτε όχι· η εν λόγω πρακτική εντοπίζεται ήδη στα χρόνια της αγγλοσαξονικής κυριαρχίας στη Βρετανία, με χαρακτηριστικό το παράδειγμα του Wihtred, βασιλιά του Κεντ, ο οποίος το 695 μ.Χ. είχε θεσπίσει νόμο για την απαγόρευση της εργασίας του Σαββάτου, προσφέροντας το ήμισυ της επιβληθείσας χρηματικής ποινής ως αμοιβή στους πληροφοριοδότες που εντόπιζαν κάποιον παραβάτη[10].
4. Αντίστοιχες διαδικασίες άρχισαν να εδραιώνονται στη Βρετανία περίπου από τα τέλη του 13ου-αρχές 14ου αιώνα[11], πολύ αργότερα από την Νορμανδική Κατάκτηση (1066 μ.Χ.), λόγω των περιορισμένων πόρων και δυνατοτήτων ελέγχου της τήρησης του νόμου και του εν γένει ισχύοντος εκάστοτε κανονιστικού πλαισίου, παράλληλα με τη δυσκολία να εφαρμοστούν νομοθετικές πολιτικές σε τεράστιες γεωγραφικά αποστάσεις, πολύ συχνά δε και σε διαφορετικές δικαιοδοσίες· ως αποτέλεσμα, ιδιώτες που είχαν υποστεί ζημίες έφεραν τις υποθέσεις τους ενώπιον των βασιλικών δικαστηρίων, τόσο στο όνομά τους όσο και εκ μέρους του βασιλιά[12]. Με αυτόν τον τρόπο έφθαναν οι υποθέσεις ενώπιον των βασιλικών δικαστηρίων, τα οποία ασκούσαν δικαιοδοσία μόνο σε υποθέσεις όπου θίγονταν τα συμφέροντα του βασιλιά[13]. Βασικός σκοπός τέτοιων προβλέψεων ήταν ένας πιο αποτελεσματικός έλεγχος της νομιμότητας κατ’ αρχάς της δράσης των αξιωματούχων σε αποκεντρωμένο επίπεδο όπως επίσης η υπερνίκηση τυχών εμποδίων που ανέκυπταν από κάθε είδους συμφέροντα που είχαν οι τοπικοί αξιωματούχοι κατά την άσκηση εξουσίας σε τοπικό επίπεδο, και τελικά η ενδυνάμωση της εμπιστοσύνης των πολιτών στην ισχύ και εφαρμογή του νόμου, ιδίως σε μια σειρά από κρίσιμους τομείς άσκησης δημόσιας πολικής, όπως λ.χ. στη συλλογή των φόρων[14]. Παράλληλα, το Κοινοβούλιο άρχισε σταδιακά να θεσπίζει ολοένα και περισσότερες δυνατότητες εφαρμογής της διαδικασίας qui tam και σε ποινικές διατάξεις, με έμφαση πάντως στις σχετικές με το βρετανικό εμπόριο δραστηριότητες, αλλά και στον έλεγχο ατόμων ή επιχειρήσεων που ασκούσαν δημόσιες εξουσίες (π.χ. δωροληψίες ενόρκων), όχι μόνο αποζημιώνοντας τα θιγόμενα μέρη, αλλά και αποδίδοντας στους –μη ζημιωθέντες- πληροφοριοδότες ως αμοιβή μέρος της χρηματικής ποινής που επιβαλλόταν στους παραβάτες[15]. Η τελευταία δυνατότητα οδήγησε πολλές φορές σε καταχρήσεις από τους πληροφοριοδότες (π.χ. κατ’ επάγγελμα υποβολή καταγγελιών, ψευδείς καταγγελίες), εκτεταμένες διώξεις πολιτών πολύ συχνά για μικρής σημασίας υποθέσεις, καθώς και σε κοινωνική αναστάτωση από τις διενέξεις των εμπλεκόμενων μερών[16], με αποτέλεσμα τη δίωξη των πληροφοριοδοτών αλλά και τον περιορισμό των υποθέσεων που μπορούσαν να φέρουν εκείνοι ενώπιον της δικαιοσύνης, μέχρι την κατάργηση το έτος 1951 στην Αγγλία όσων αντίστοιχων προβλέψεων είχαν απομείνει ώς τότε[17].
5. Στις Η.Π.Α., η αντίστοιχη ανάγκη που προκαλούσε η δυσκολία κεντρικού ελέγχου της εφαρμογής των νόμων σε αποκεντρωμένο επίπεδο οδήγησε τις βρετανικές αποικίες και μετέπειτα πολιτείες τουλάχιστον από τον 18ο αιώνα στη θέσπιση παρόμοιων διαδικασιών παροχής σε ιδιώτες πληροφοριοδότες μέρους των χρηματικών ποινών, για παραβάσεις σε μια σειρά από τομείς άσκησης δημόσιας εξουσίας[18]. Σημαντικό σταθμό στη σύγχρονη αμερικανική ιστορία αποτέλεσε πάντως η θέσπιση το 1863 του νόμου False Claims Act (FCA), γνωστού και ως «νόμου του Lincoln» (Lincoln’s Law)[19], ως απάντηση στους καταχραστές και τους προμηθευτές της αμυντικής υποδομής των Η.Π.Α. κατά τη διάρκεια του Αμερικανικού Εμφυλίου. Ο εν λόγω νόμος έδινε τη δυνατότητα σε ιδιώτες να φέρουν τους δράστες ενώπιον της δικαιοσύνης εκ μέρους της κυβέρνησης μέσω της διαδικασίας qui tam· παράλληλα, με βάση τις σχετικές ρυθμίσεις επιβάλλονταν αστικές και ποινικές χρηματικές κυρώσεις σε όσους προμηθευτές δήλωναν αναληθή ποσά προς πληρωμή. Η ιδέα πίσω από την εν λόγω νομοθεσία ήταν ότι οι ιδιώτες, ειδικά οι προερχόμενοι από την αμυντική βιομηχανία, γνώριζαν εκ των έσω πώς διαπράττονταν οι απατηλές ενέργειες, και με εξασφαλισμένο οικονομικό κίνητρο (εν προκειμένω το ήμισυ του συνολικά εισπραχθέντος από το κράτος ποσού) θα αποτελούσαν ένα αποτελεσματικό μέσο στη δίωξη των σχετικών πράξεων[20], είτε έχοντας προηγουμένως παραβιάσει και εκείνοι τον νόμο, είτε ως απλοί πληροφοριοδότες[21].
6. Οι καταχρηστικές συμπεριφορές εκ μέρους των πληροφοριοδοτών οδήγησαν στον περιορισμό των σχετικών νομοθετικών διατάξεων, που παρέμειναν πάντως γενικώς σε ισχύ μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο[22]. Έπειτα από σχετικές διαμάχες όχι απλώς σε πολιτικό, αλλά σε νομοθετικό και δικαστηριακό επίπεδο, το έτος 1943 σχετική μεταρρύθμιση περιόρισε τις δυνατότητες των πληροφοριοδοτών, αφενός μεν απαιτώντας από αυτούς να παράσχουν εντός συγκεκριμένης χρονικής προθεσμίας επαρκή αποδεικτικά στοιχεία προκειμένου το Υπουργείο Δικαιοσύνης να αναλάβει εξ ολοκλήρου τον έλεγχο της υπόθεσης, αφετέρου δε περιορίζοντας σε σημαντικό βαθμό τις οικονομικές απολαβές του πληροφοριοδότη· επρόκειτο για μια λύση συμβιβασμού ανάμεσα στους υπέρμαχους της πλήρους εφαρμογής των σχετικών διατάξεων και στους πολέμιους που ζητούσαν την πλήρη κατάργηση των ρυθμίσεων για τους πληροφοριοδότες[23]. Εκτεταμένη πάντως εφαρμογή των αντίστοιχων διαδικασιών qui tam στις Η.Π.Α. υπό το καθεστώς της FCA εντοπίζεται αργότερα, και συγκεκριμένα μετά από σχετική νομοθετική μεταρρύθμιση του έτους 1986[24]. Από τότε μέχρι σήμερα, αντίστοιχες διαδικασίες με βάση την FCA έχουν επεκταθεί μεταξύ άλλων στους τομείς της υγείας, της άμυνας και των τραπεζών[25]. Σύμφωνα με στοιχεία του αμερικανικού Υπουργείου Δικαιοσύνης, το αμερικανικό δημόσιο ανέκτησε κατά το οικονομικό έτος 2016, 4,7 δισεκατομμύρια δολάρια μέσω διαδικασιών που κινήθηκαν κατά την FCA· τα 2,5 από αυτά προήλθαν μόνο από τον κλάδο της ιατροφαρμακευτικής βιομηχανίας, ενώ παράλληλα καταβλήθηκαν ως αμοιβές στους καταγγέλλοντες (whistleblower) ποσά συνολικού ύψους 519 εκατομμυρίων δολαρίων για τις 700 περίπου υποθέσεις που κινήθηκαν με βάση τις διατυπώσεις του νόμου[26].
Γ. Oι καταγγέλλοντες υπέρ του δημοσίου συμφέροντος (whistleblower) στην σύγχρονη εποχή
7. Για την προέλευση του κοινόχρηστου αγγλικού όρου «whistleblower», που αποδίδεται στα Ελληνικά ως «εκείνος που φυσάει τη σφυρίχτρα» (“to blow the whistle”), δεν υπάρχει ομοφωνία, καθώς έχει υποστηριχθεί, όλως ενδεικτικώς, ότι αναφέρεται στο σφύριγμα του αστυνομικού για συναγερμό, στο σφύριγμα του διαιτητή στο ποδόσφαιρο ή ακόμη και στο σφύριγμα του ελεγκτή αμαξοστοιχίας στους σιδηροδρομικούς σταθμούς[27]. Yποστηρίζεται επίσης ότι στον 20ό αιώνα η χρήση του όρου whistleblower άρχισε να κάνει την εμφάνισή της κατά τις δεκαετίες 1960 και 1970 στις Η.Π.Α.[28].
8. Οποιοσδήποτε βέβαια ερευνητής της πρακτικής που έχει καταγραφεί ως «whistleblowing», αλλά και των προσώπων που προβαίνουν σ’ αυτήν, δηλαδή των «whistleblower», θα βρεθεί αμέσως αντιμέτωπος με πληθώρα διαφορετικών, άλλοτε στενότερων και άλλοτε πιο διευρυμένων, ορισμών που κατά καιρούς έχουν διατυπωθεί[29]. Σύμφωνα πάντως με έναν από τους πιο διαδεδομένους στη βιβλιογραφία ορισμούς, το «whistleblowing» συνίσταται στην αποκάλυψη εκ μέρους ορισμένων (πρώην ή νυν) μελών μιας οργανωμένης δομής[30], παράνομων, ανήθικων ή παράτυπων (illegitimate) πρακτικών οι οποίες βρίσκονται υπό τον έλεγχο των εργοδοτών τους, προς πρόσωπα ή οργανώσεις που δύνανται να κινήσουν σε βάρος των εργοδοτών κάποια νομική διαδικασία[31].
9. Οι εκάστοτε νομοθετικές επιλογές έχουν βέβαια κατά καιρούς οδηγήσει σε διαφορετικούς ορισμούς των «whistleblower». Άλλωστε κάθε ορισμός συνδέεται με τις αντιλήψεις και την εθνική κουλτούρα γύρω από την αντιμετώπιση των προσώπων που προβαίνουν υπέρ του δημοσίου συμφέροντος σε καταγγελίες σχετιζόμενες με την τέλεση αξιόποινων πράξεων[32]. Στον ευρωπαϊκό χώρο, ο όρος «whistleblower» είναι συνδεδεμένος με πρόσωπα που συνδέονται απευθείας με μία οργανωμένη δομή, ως νυν ή πρώην εργαζόμενα, αν και δεν αποκλείεται να συγκαταλέγονται σε αυτά και εκείνα τα πρόσωπα τα οποία έχουν διαπιστώσει την τέλεση ή την πρόθεση τέλεσης κάποια αξιόποινης πράξης και είναι συνδεδεμένα με την υπηρεσία, επιχείρηση ή εκμετάλλευση με κάποια άλλη ιδιότητα (π.χ. του πελάτη, καταναλωτή, συνεργάτη, προμηθευτή, διοικουμένου κ.λπ.)[33].
10. Περαιτέρω, επισημαίνεται σχετικώς ότι ο ορισμός του «whistleblower» περιορίζεται σε μεγάλο βαθμό αν λάβει κάνεις υπόψη τα κίνητρα που οδηγούν το πρόσωπο αυτό στην υποβολή της καταγγελίας[34], και ειδικότερα το ζήτημα αν απαιτείται ο καταγγέλλων να ενεργεί καθαρά για λόγους ηθικούς, συνειδησιακούς (π.χ. υπέρ της καθαρότητας και της ακεραιότητας της λειτουργίας των δημόσιων υπηρεσιών, της προστασίας της δημόσιας υγείας, του περιβάλλοντος, της διαφανούς διαχείρισης και επένδυσης των δημόσιων πόρων, της ανόθευτης λειτουργίας του ελευθέρου ανταγωνισμού κ.ά.) και όχι π.χ. εμφορούμενος από ίδιον όφελος (π.χ. χάριν οικονομικών ή οποιωνδήποτε άλλων απολαβών) ή αν προβαίνει στην καταγγελία γενικώς για αμφισβητούμενους σκοπούς (π.χ. για λόγους εκδίκησης κατά του καταγγελλομένου). Χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα, αποτελεί ο ορισμός του «whistleblower» στην Γαλλία, όπως ισχύει με βάση τον πρόσφατο νόμο για την καταπολέμηση της διαφθοράς (γνωστού ως “Sapin II”)[35]: Έτσι, ως “lanceur d’alerte”[36] ορίζεται το πρόσωπο που προβαίνει στην αποκάλυψη ανιδιοτελώς και με καλή πίστη[37]. Στην ίδια άλλωστε συνάφεια πρέπει να υπογραμμιστεί ότι ο «whistleblower» διακρίνεται από τα εν γένει συνεργαζόμενα με τις αρχές πρόσωπα που συμβάλλουν στην πρόληψη ή καταστολή του εγκλήματος με σκοπό την απαλλαγή ή τουλάχιστον ελάφρυνσή τους από μία επιβαλλόμενη ποινή, όπως είναι επί παραδείγματι οι αποκαλούμενοι «μάρτυρες του στέμματος» (“King’s evidence”, “Kronzeuge”)[38]. Στην τελευταία μάλιστα περίπτωση, η οποία παρ’ημίν έχει ήδη αξιολογηθεί και από τη νομολογία[39], πρόκειται για πρόσωπα που εμπλέκονται με κάποιο τρόπο και τα ίδια στην αποκαλυπτόμενη πράξη· αντιθέτως οι υπό συζήτηση προστατευόμενοι καταγγέλλοντες, οι «whistleblower», δεν είναι ποινικά ελεγχόμενοι για την πράξη που καταγγέλλουν, με την έννοια ότι δεν διώκονται ως αυτουργοί ή συμμέτοχοι σε αυτήν. Με βάση λοιπόν την τελευταία διάκριση επί τη βάσει των κινήτρων του καταγγέλλοντος, δράστες που συμβάλλουν στην εξιχνίαση εγκληματικών πράξεων (π.χ. κατά τα άρθρα 187Β ή 263Β ΠΚ) και επιζητούν επιεική μεταχείριση με βάση τις διατάξεις αυτές, δεν αποτελούν «whistleblower»[40].
11. Η πρακτική πάντως του «whistleblowing» διαφοροποιείται από την παραδοσιακή υποβολή καταγγελιών για παράνομες πράξεις, δηλαδή την υποβολή έγκλησης/μήνυσης/αίτησης ή ακόμα και την γνωστοποίηση της τέλεσης αξιόποινων πράξεων από ιδιώτες ή αξιωματούχους[41]: Αποτελεί ιδιαίτερη περίπτωση, διότι δεν εμφανίζεται περιστασιακά ή μεμονωμένα· αντιθέτως αποτελεί συνήθως αντικείμενο και συνέπεια συγκεκριμένης διαδικασίας εσωτερικού ελέγχου. Πρόκειται για μηχανισμό ο οποίος χαρακτηρίζεται από δυο τάσεις: τη βελτίωση της λειτουργίας των κρατικών μηχανισμών επιβολής του δικαίου από τη μία πλευρά και την ενίσχυση των δυνατοτήτων αυτοελέγχου μιας οργανωμένης δομής από την άλλη[42].
12. Στις επί μέρους διακρίσεις που έχουν υποστηριχθεί πάντως γύρω από το φαινόμενο αυτό, κρίσιμη είναι κατ’ αρχάς η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό (internal) και εξωτερικό (external) «whistleblowing». Στην πρώτη περίπτωση πρόκειται για μηχανισμό ελέγχου εντός της οργανωμένης δομής που λαμβάνει χώρα η παράνομη ενέργεια, αφού ο καταγγέλλων αναφέρεται στις παράνομες ή παράτυπες πράξεις που έχουν υποπέσει στην αντίληψή του εντός της επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή υπηρεσίας στην οποία εργάζεται. Στις περιπτώσεις αυτές η εν λόγω πρακτική αποτελεί μέσο αυτοελέγχου της οργανωμένης δομής, γεγονός που αποδεικνύεται και από τη σύνδεσή της με τα συστήματα εσωτερικού ελέγχου και κανονιστικής συμμόρφωσής της (compliance): Η επίμαχη πληροφορία εισφέρεται στο εσωτερικό σύστημα ελέγχου μέσω τηλεφώνου, Η/Υ ή με άλλον τρόπο προς συγκεκριμένα πρόσωπα/μονάδες επιφορτισμένες με τον έλεγχο[43].
13. Στην δεύτερη εξάλλου περίπτωση, δηλαδή στο «εξωτερικό whistleblowing», οι καταγγελίες εισφέρονται εκτός της οργανωμένης δομής, δηλαδή στις δημόσιες αρχές (αστυνομία, δικαστικές αρχές) ή κοινοποιούνται στη δημόσια σφαίρα, μέσω των σύγχρονων δυνατοτήτων που παρέχει το διαδίκτυο[44] (π.χ. μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ιστολόγια, WikiLeaks κ.ά.). Εξίσου χρήσιμη είναι και η διάκριση σε επώνυμο και ανώνυμο «whistleblowing», διαχωρισμός που συνδέεται με την δήλωση της ταυτότητας ή μη του καταγγέλλοντος[45]. Ειδική περίπτωση συνιστά η επώνυμη μεν πλην όμως υπό συνθήκες εμπιστευτικότητας εισφερόμενη καταγγελία, κατά την οποία ο καταγγελλόμενος και η κοινή γνώμη δεν έχουν πρόσβαση στην ταυτότητα του καταγγέλλοντος[46].
14. Εκτός από τα εγκλήματα διαφθοράς, σημαντικό ρόλο στις σύγχρονες εκδοχές των υπό συζήτηση καταγγελιών παίζουν και εγκλήματα κατά του περιβάλλοντος, κατά της δημόσιας υγείας ή ασφάλειας, οι φορολογικές παραβάσεις, οι παραβιάσεις των προσωπικών δεδομένων, η κατάχρηση της κεφαλαιαγοράς, η νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες κ.ά. Χαρακτηριστικό είναι επίσης το παράδειγμα των Η.Π.Α., όπου εκτός των γνωστών καταγγελιών γύρω από ζητήματα αμυντικής ασφάλειας της χώρας και των σχετικών παρακολουθήσεων από τις μυστικές υπηρεσίες, σημαντικό μέρος της σχετικής συζήτησης κερδίζει η αξιοποίηση των μηχανισμών υποβολής καταγγελιών και σε άλλα ζητήματα, όπως είναι λ.χ. η προστασία της γενετήσιας ελευθερίας, ιδίως σε περιπτώσεις σεξουαλικής παρενόχλησης στον εργασιακό χώρο[47].
Δ. Κίνδυνοι αντιποίνων εναντίον των καταγγελλόντων
15. Η υποβολή καταγγελίας από αυτόν που δεν συμμετέχει κατά κάποιο αξιόποινο τρόπο στην καταγγελλόμενη πράξη, συνδέεται με κινδύνους για τον εαυτό του αλλά και το περιβάλλον του[48]. Ο εργαζόμενος ή ο δημόσιος υπάλληλος ο οποίος με την καταγγελία του θέλει να προλάβει ή να καταγγείλει την τέλεση μιας αξιόποινης πράξης, ιδίως σε υποθέσεις που το κοινωνικό σύνολο υφίσταται μεγάλη ζημιά από την πράξη ή οι δράστες αποκομίζουν μεγάλο όφελος από αυτήν, έρχεται αντιμέτωπος πρώτα απ’ όλα με τις αντιδράσεις των εργοδοτών/προϊσταμένων του, ιδίως όταν τα πρόσωπα αυτά έχουν ανάμειξη στις καταγγελλόμενες πράξεις. Έτσι, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας και η επακολουθούσα απώλεια της θέσης εργασίας, ή άλλες μονομερείς και βλαπτικές για τον εργαζόμενο μεταβολές των όρων της σύμβασης εργασίας (π.χ. δυσμενείς μεταθέσεις), οι ψυχολογικές πιέσεις αλλά και οι ενδεχόμενες πειθαρχικές διώξεις εναντίον του καταγγέλλοντος είναι πολλές φορές οι πρώτοι κίνδυνοι-αντίποινα που μπορεί να αντιμετωπίσει ο καταγγέλλων στο εργασιακό περιβάλλον του. Αλλά και οι καταγγέλλοντες εκτός της επιχείρησης ή της δημόσιας υπηρεσίας εξαιτίας της καταγγελίας μπορούν να τεθούν «εκτός παιχνιδιού»· λ.χ. ένας προμηθευτής που καταγγέλλει με συγκεκριμένα στοιχεία αδιαφανείς διαδικασίες ανάθεσης δημόσιων υπηρεσιών, προμηθειών ή έργων μάλλον δύσκολα θα μπορέσει να εκπληρώσει τη συναλλαγή του με το δημόσιο. Στις ομολογουμένως ακραίες περιπτώσεις, ο καταγγέλλων μπορεί να υποστεί ο ίδιος ή οικείοι του επιθέσεις κατά της ζωής και της σωματικής/ή και ψυχικής υγείας τους.
16. Πέρα όμως από τα αντίποινα στο εργασιακό περιβάλλον ο καλόπιστος καταγγέλλων είναι πολύ πιθανόν να έρθει αντιμέτωπος και με την δικαιοσύνη· όχι βέβαια ως συμμέτοχος στην καταγγελλόμενη πράξη, αλλά κατ’ αρχάς ως δράστης αδικήματος κατά της τιμής ή άλλου εννόμου αγαθού του καταγγελλομένου ή του κοινωνικού συνόλου[49]. Πέρα από τυχόν αστικές αξιώσεις προς αποζημίωση ο καταγγέλλων έχει επομένως να αντιμετωπίσει και τον κίνδυνο άσκησης ποινικής δίωξης εναντίον του. Εκτός αυτών, εφόσον ο καταγγέλλων αποκαλύπτει στοιχεία που έχουν να κάνουν με τη λειτουργία επιχείρησης ή υπηρεσίας μπορεί να ασκηθεί εναντίον του και δίωξη για παραβίαση επαγγελματικού ή υπηρεσιακού απορρήτου ή για παραβίαση της επαγγελματικής εχεμύθειας[50]. Η ευκαιρία επομένως να αχθούν με πρωτοβουλία του καταγγέλλοντος προς κρίση στην δικαιοσύνη αξιόποινες πράξεις που τελούνται στο περιβάλλον της επιχείρησης ή της δημόσιας υπηρεσίας αποδυναμώνεται από τον κίνδυνο που αντιμετωπίζει ο ίδιος να βρεθεί αστικά, ποινικά ή/και πειθαρχικά υπόλογος για την καταγγελία του. Καθίσταται λοιπόν εύκολα αντιληπτό ότι ο κίνδυνος αυτός αποτελεί και τον μεγαλύτερο αποτρεπτικό παράγοντα μη υποβολής σχετικών καταγγελιών.
Ε. Μέτρα προστασίας των καταγγελλόντων
17. Στο πεδίο της προστασίας των καταγγελλόντων με σκοπό την ενθάρρυνσή τους στην υποβολή αναφορών, η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας ήδη από το 1982 προέβλεψε στη Διεθνή Σύμβαση Εργασίας για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας με πρωτοβουλία του εργοδότη (Δ.Σ.Ε. υπ’ αριθμ. 158) ως μη βάσιμο λόγο απόλυσης, την τυχόν συμμετοχή του εργαζομένου σε διαδικασίες που κινούνται εναντίον του εργοδότη για παραβάσεις της νομοθεσίας[51]. Η εν λόγω Σύμβαση μέχρι σήμερα δεν έχει κυρωθεί από την Ελληνική Δημοκρατία[52]· παρόμοια ωστόσο ρύθμιση προβλέπεται και σε επίπεδο Συμβουλίου της Ευρώπης, ειδικότερα δε στο άρθρο 24 περ. α’ του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Χάρτη Κοινωνικών Δικαιωμάτων, κυρωθέντος αυτή τη φορά με τον Ν. 4359/2016[53].
18. Πέραν όμως της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας[54], σημαντικός σταθμός στη θέσπιση προστατευτικών μέτρων των «whistleblower» αποτέλεσε η θέσπιση το 1989 για τους ομοσπονδιακούς υπαλλήλους των ΗΠΑ του νόμου περί προστασίας των καταγγελλόντων «Whistleblower Protection Act» (WPA), δηλαδή ενός διευρυμένου πλέγματος διατάξεων, κατά βάση διοικητικού δικαίου, με την οποία ελήφθη πρόνοια για την απαγόρευση της επιβολής αντιποίνων στους υπαλλήλους που προβαίνουν σε σχετικές αποκαλύψεις περί παράνομων πράξεων, κατάχρησης εξουσίας, κατασπατάλησης δημόσιων πόρων, κινδύνων για τη δημόσια υγεία, ασφάλεια κ.ά.· παράλληλα θεσπίστηκε και η κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας σε βάρος οποιουδήποτε ομοσπονδιακού υπαλλήλου στραφεί κατά του προστατευόμενου καταγγέλλοντος[55]. Οι σχετικές διατάξεις συμπληρώθηκαν το έτος 2012 με τον νόμο περί ενισχύσεως της προστασίας των καταγγελλόντων «Whistleblower Protection Enhancement Act» (WPEA), με τον οποίο διευρύνθηκε το προστατευτικό πλαίσιο σε περισσότερες κατηγορίες υπαλλήλων[56]. Οικονομικά σκάνδαλα απάτης και διαφθοράς σχετικά με αμερικανικές εταιρίες που συναλλάσσονταν με το δημόσιο οδήγησαν επίσης στη θέσπιση του νόμου Sarbanes-Oxley Act (SOΧ)[57] το 2002. Εξάλλου, λίγο μετά την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και τις αντίστοιχες καταχρήσεις στο πεδίο του αμερικανικού χρηματοπιστωτικού συστήματος, τέθηκε σε ισχύ το 2010 ο νόμος Dodd-Frank Act, με τον οποίο παρασχέθηκαν ισχυρά οικονομικά κίνητρα στους καταγγέλλοντες[58]. Αξίζει πάντως να αναφερθεί, ότι με βάση τον SOX, με τον οποίο τα μέτρα προστασίας κατά των αντιποίνων επεκτάθηκαν ακόμα και στους εργαζομένους στον ιδιωτικό τομέα, θεσπίστηκε ειδική διάταξη που τιμωρεί με φυλάκιση μέχρι 10 ετών ή/και χρηματική ποινή όσους προβαίνουν σε αντίποινα σε βάρος των καταγγελλόντων[59].
19. Στον ευρωπαϊκό χώρο σε επίπεδο εθνικών νομοθεσιών, σημαντικό βήμα στην προστασία των καταγγελλόντων αποτέλεσε η θέσπιση στο Ηνωμένο Βασίλειο ήδη από το έτος 1998 του νόμου για την αποκάλυψη πράξεων δημοσίου συμφέροντος «Public Interest Disclosure Act» (PIDA)[60] για την προστασία των εργαζομένων που προβαίνουν σε σχετικές καταγγελίες. Από το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο, που μεταρρυθμίστηκε το 2013, άξια αναφοράς είναι η απάλειψη της καλής πίστης, ως αναγκαίου στοιχείου για την ύπαρξη προστασίας του καταγγέλλοντος και την εν συνεχεία καταβολή αποζημίωσης για τυχόν αντίποινα εις βάρος του εργαζομένου στον δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα. Την θέση της καλής πίστης έλαβε πλέον η εύλογη πεποίθηση (reasonable belief), με την οποία πρέπει να εμφορείται ο καταγγέλλων, ότι η αποκάλυψή του γίνεται υπέρ του δημοσίου συμφέροντος[61]. Πέραν ωστόσο των χρηματικών αποζημιώσεων για την άσκηση αντιποίνων, δεν προβλέπονται ειδικές ποινικές κυρώσεις για όσους ασκούν αντίποινα σε βάρος των εργαζομένων-καταγγελλόντων.
20. Για την υιοθέτηση μέτρων προστασίας των καταγγελλόντων και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, καίριο ρόλο διαδραμάτισαν οι εξελίξεις σε υπερεθνικό επίπεδο. Μια σειρά από προβλέψεις διεθνών συμβατικών κειμένων στον τομέα της καταπολέμησης της διαφθοράς οδήγησαν πολλές ευρωπαϊκές έννομες τάξεις να θεσπίσουν, έστω και αποσπασματικά, κάποιου είδους προστατευτικά μέτρα[62]. Ανάμεσα στα κείμενα αυτά, ξεχωρίζουν ενδεικτικά και κατά χρονολογική σειρά:
α) το άρθρο 22 της Σύμβασης ποινικού δικαίου για τη διαφθορά του Συμβουλίου της Ευρώπης[63],
β) το άρθρο 9 της Σύμβασης αστικού δικαίου για τη διαφθορά του Συμβουλίου της Ευρώπης[64],
γ) το άρθρο 33 της Σύμβασης του Ο.Η.Ε. κατά της διαφθοράς[65] και
δ) η σύσταση CM/Rec(2014)7[66] που υιοθέτησε η Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των «whistleblower».
Για τις χώρες-μέλη του Ο.Ο.Σ.Α. σημαντικές είναι εξάλλου οι σχετικές συστάσεις που έχει απευθύνει ο Οργανισμός ιδίως σε υποθέσεις διαφθοράς[67].
21. Σε ό,τι αφορά πάντως το υπερεθνικό επίπεδο, η προστασία καταγγελλόντων έχει ήδη απασχολήσει και το Ε.Δ.Δ.Α., κατά το οποίο η υποβολή των υπό συζήτηση καταγγελιών αποτελεί εκδήλωση του δικαιώματος ελεύθερης έκφρασης κατά το άρθρ. 10 της Ε.Σ.Δ.Α. Πράγματι, σε περισσότερες αποφάσεις του, το δικαστήριο του Στρασβούργου έχει καταδικάσει κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης για παραβίαση της Ε.Σ.Δ.Α., σε περιπτώσεις ιδίως επιβολής κυρώσεων εις βάρος προσώπων ή ειδικότερα εργαζομένων που τις υπέστησαν, μολονότι η καταγγελία στην οποία είχαν προβεί ήταν κατά την ΕΣΔΑ άξια προστασίας. Oι προϋποθέσεις παροχής της εν λόγω προστασίας, όπως τέθηκαν στην υπόθεση Guja κατά Μολδαβίας[68], είναι οι εξής:
α) ο καταγγέλλων οφείλει να έχει εξαντλήσει άλλα ηπιότερα μέσα πριν προβεί σε δημόσια καταγγελία (αρχή της επικουρικότητας), λόγω της υποχρέωσης εχεμύθειας (duty to discretion) του εργαζομένου έναντι του εργοδότη του[69]·
β) οι καταγγελλόμενες πράξεις πρέπει να αφορούν το δημόσιο συμφέρον[70]·
γ) η πληροφορία που αποκαλύπτεται να είναι αξιόπιστη[71]·
δ) το δημόσιο συμφέρον για την αποκάλυψη της πληροφορίας να είναι σημαντικότερο από την προκαλούμενη με την αποκάλυψη βλάβη στον καταγγελλόμενο εργοδότη ή εν προκειμένω στη δημόσια υπηρεσία[72]·
ε) ο καταγγέλλων πρέπει να ωθείται στην ενέργειά του από καλή πίστη ή άλλα αγαθά κίνητρα[73]· και
στ) οι επιβληθείσες κυρώσεις και οι συνέπειες τους ως προς τον καταγγέλλοντα να είναι σοβαρές[74].
22. Δικαιοσυγκριτικά, αξίζει επίσης να σημειωθεί το παράδειγμα της Γαλλίας, όπου με την ψήφιση του πρόσφατου νόμου κατά της διαφθοράς («Sapin II»), ενισχύθηκε η προστασία των καταγγελλόντων (lanceurs d’ alerte). Με το εν λόγω νομοθέτημα, μεταξύ άλλων, προστέθηκε στον γαλλικό ποινικό κώδικα (code pénal) νέα διάταξη (άρθρο 122-9 γαλλ.ΠΚ) με βάση την οποία, όσοι καταγγέλλοντες προβαίνουν σε αποκαλύψεις τηρώντας τις αρχές της αναγκαιότητας και τις αναλογικότητας δεν ευθύνονται ποινικά για παραβίαση του σχετικού απορρήτου[75]· υπάρχει βέβαια ρητή εξαίρεση από τον κανόνα της προστασίας του καταγγέλλοντος ειδικώς για την προστασία των απορρήτων σχετικών με την εθνική ασφάλεια, το ιατρικό αλλά και το δικηγορικό απόρρητο[76].
23. Στη Γερμανία δεν υπάρχει ενιαίο θεσμικό πλαίσιο για την προστασία των καταγγελλόντων, ήτοι των «Hinweisgeber», κατά την απόδοση του όρου «whistleblower» στα Γερμανικά από ορισμένους συγγραφείς[77], αλλά μόνο επί μέρους ρυθμίσεις που επιτρέπουν την υποβολή καταγγελιών. Από πλευράς ποινικού δικαίου η σχετική συζήτηση περιστρέφεται γύρω από το ζήτημα αν υποβολή των καταγγελιών εκτός της οργανωμένης δομής είναι ή όχι κατ’ αρχήν/τελειωτικά άδικη[78]· συγκεκριμένα ερωτάται αν η υποβολή καταγγελιών στις αρχές ή οποιονδήποτε τρίτο εκτός της επιχείρησης ή υπηρεσίας προσβάλει διατάξεις προστασίας απορρήτων (κρατικό, επαγγελματικό, υπηρεσιακό, φορολογικό) καθώς και αν παραβιάζει τις διατάξεις προστασίας της τιμής ή της απονομής της δικαιοσύνης, όπως αυτές προβλέπονται στο Ειδικό Μέρος του γερμανικού Π.Κ. ή σε ειδικούς ποινικούς νόμους (π.χ. στον νόμο κατά του αθέμιτου ανταγωνισμού[79]). Εντούτοις, παρά το γεγονός ότι κατά καιρούς έχουν κατατεθεί διάφορες προτάσεις νόμων προς ψήφιση[80], δεν υπάρχει μέχρι σήμερα ολοκληρωμένο νομοθετικό πλαίσιο που να προστατεύει τους καταγγέλλοντες από τους κινδύνους αντιποίνων που προκαλούνται από τις καταγγελίες.
24. Ολοκληρωμένο νομοθετικό πλαίσιο προστασίας των καταγγελλόντων δεν υφίσταται ούτε στην Ελβετία[81]. Εν προκειμένω βέβαια και ως προς το ποινικό σκέλος της υπό συζήτηση πρακτικής της υποβολής καταγγελιών, η προσβολή από τον καταγγέλλοντα των σχετικών περί προστασίας απορρήτων διατάξεων (π.χ. υπηρεσιακού, επαγγελματικού, τραπεζικού απορρήτου) έχει γίνει αντικείμενο νομολογιακής επεξεργασίας. Συγκεκριμένα, την ελβετική έννομη τάξη έχει απασχολήσει το ερώτημα κατά πόσο η συμπεριφορά του καταγγέλλοντος, η οποία κατ’ αρχήν πληροί την αντικειμενική υπόσταση κάποιου αδικήματος παραβίασης απορρήτου, μπορεί να υπαχθεί στο πραγματικό ενός άγραφου, εθιμικού κανόνα άρσης του αδίκου και δη της δικαιολόγησης της συμπεριφοράς του δράστη ενόψει της διαφύλαξης δικαιολογημένων συμφερόντων (“Wahrnehmung berechtigter Interessen”)[82]. Σε σχετική απόφασή του ειδικώς ως προς την πρακτική της υποβολής καταγγελιών εκτός της οργανωμένης δομής (εξωτερικό «whistleblowing»), το ελβετικό Ομοσπονδιακό Δικαστήριο (Bundesgericht) έκρινε ότι ο συγκεκριμένος άγραφος λόγος άρσης του αδίκου δεν μπορούσε να τύχει εφαρμογής, διότι η υπό κρίση κατ’ αρχήν άδικη πράξη (εν προκειμένω παραβίαση υπηρεσιακού απορρήτου) δεν συνιστούσε ούτε αναγκαίο αλλά ούτε και το μοναδικό μέσο για την προστασία των δικαιολογημένων συμφερόντων όπως π.χ. της προστασίας του κοινωνικού συνόλου από καταχρήσεις στον τομέα της κοινωνικής πρόνοιας και της βελτίωσης των σχετικών ελέγχων[83].
ΣΤ. Το ζήτημα της υποβολής καταγγελιών υπέρ του δημοσίου συμφέροντος στην Ε.Ε.
25. Στην παρούσα φάση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, έχουν θεσπιστεί διατάξεις περί προστασίας των καταγγελλόντων από αντίποινα σε διάφορα επιμέρους ενωσιακά νομοθετήματα[84]. Μεταξύ αυτών[85] το πιο ολοκληρωμένο προστατευτικό πλαίσιο για τους καταγγέλλοντες είναι, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή[86], οι προβλέψεις για την προστασία του προσωπικού της Ένωσης[87] και οι ρυθμίσεις για την προστασία από την κατάχρηση της κεφαλαιαγοράς.
26. Στην περίπτωση της προστασίας της κεφαλαιαγοράς από την κατάχρηση/παράνομη ανακοίνωση προνομιακών πληροφοριών και τη χειραγώγησή της, ο ισχύων Κανονισμός 596/2014 υποχρεώνει τα κράτη μέλη της Ε.Ε.[88]:
i. να θεσπίσουν ειδικές εσωτερικές διαδικασίες υποβολής καταγγελιών στον δημόσιο αλλά και στον ιδιωτικό τομέα,
ii. να θεσπίσουν όλα τα απαραίτητα μέτρα αποτελεσματικής προστασίας των εργαζομένων-καταγγελλόντων από πράξεις αντιποίνων ή/και γενικότερα οποιασδήποτε άδικης μεταχείρισης και
iii. να λάβουν όλα τα μέτρα προστασίας των προσωπικών δεδομένων όχι μόνο των καταγγελλόντων αλλά και των καταγγελλομένων[89].
27. Αξιοσημείωτο είναι ωστόσο ότι ο συγκεκριμένος Κανονισμός δίνει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα παροχής οικονομικών κινήτρων στους πληροφοριοδότες για υποβολή καταγγελιών αναφορικά με πιθανές παραβάσεις του πεδίου εφαρμογής του[90]· το γεγονός αυτό προσδίδει νέα διάσταση στη σχετική συζήτηση για τα κίνητρα των καταγγελλόντων σε ενωσιακό επίπεδο. Πρόκειται πάντως για μοντέλο που είναι προφανώς επηρεασμένο από τη σχετική νομοθεσία των Η.Π.Α.[91].
28. Η πλέον σημαντική εξέλιξη όμως στην ενωσιακή έννομη τάξη σημειώθηκε με την πρόσφατη πρόταση οδηγίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τον περασμένο Απρίλιο (2018) προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για την προστασία των προσώπων που αναφέρουν παραβιάσεις του ενωσιακού δικαίου[92]. Πρόκειται για την πρώτη προσπάθεια υιοθέτησης ενός ενιαίου θεσμικού πλαισίου πέραν των ήδη επιμέρους προβλεπόμενων ενωσιακών ρυθμίσεων, η οποία θα παρέχει προστασία σε όσους προβαίνουν σε καταγγελίες και απασχολούνται στον δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα με οποιοδήποτε τρόπο (π.χ. σύμβαση εργασίας, αυτοαπασχολούμενοι, εθελοντές, άμισθοι ασκούμενοι) ή συνεργάζονται (π.χ. ως συμβαλλόμενοι, προμηθευτές) με επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στους εξής τομείς εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου: δημόσιες προμήθειες, χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων/χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, ασφάλεια προϊόντων/μεταφορών, πυρηνική ασφάλεια, προστασία του περιβάλλοντος, ασφάλεια τροφίμων, υγεία των ζώων, δημόσια υγεία, προστασία του καταναλωτή, προστασία της ιδιωτικότητας και των προσωπικών δεδομένων, προστασία δικτύων και πληροφοριακών συστημάτων, προστασία του ανταγωνισμού, κρατικές ενισχύσεις, ενωσιακή απάτη, προστασία της εσωτερικής αγοράς κ.ά. Στις σχετικές προτάσεις της Επιτροπής, τις οποίες τα κράτη μέλη θα πρέπει να ενσωματώσουν στο εθνικό δίκαιό τους με την προτεινόμενη οδηγία, ξεχωρίζει, μεταξύ άλλων, η ειδική μνεία για την απόλαυση των κατοχυρωμένων από των Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. (ΧΘΔΕΕ) δικαιωμάτων των καταγγελλόντων[93].
29. Εν περιλήψει, η πρόταση για τη θέσπιση νέας οδηγίας έχει ως άξονα την παροχή προστασίας σε έναν μεγάλο κατάλογο καταγγελλόντων (“reporting persons”) αλλά και την υποχρέωση των κρατών μελών να θεσπίσουν εσωτερικά συστήματα και διαύλους αναφορών στον δημόσιο τομέα όπως και σε νομικά πρόσωπα του ιδιωτικού τομέα[94]. Ο προταθείς μηχανισμός υποβολής και συλλογής καταγγελιών αναδεικνύει την επιλογή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να προκρίνει σε πρώτο επίπεδο την αξιοποίηση των σχετικών μεθόδων σε εσωτερικό επίπεδο (εσωτερικό «whistleblowing») έναντι της υποβολής καταγγελιών στις αστυνομικές ή δικαστικές αρχές αλλά και στη δημοσιότητα (εξωτερικό «whistleblowing»). Άλλωστε, μόνο κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η δημοσιοποίηση των καταγγελλόμενων περιστατικών[95].
30. Επίσης , σημαντική ρύθμιση αποτελεί η υποχρέωση των αρμόδιων κατά τη συλλογή και επεξεργασία των καταγγελιών δομών/αρχών να σέβονται την εμπιστευτικότητα της ταυτότητας του καταγγέλλοντος προσώπου, σε εσωτερικό και εξωτερικό επίπεδο[96]· παρόμοια υποχρέωση προστασίας βαρύνει τα κράτη μέλη βέβαια και ως προς την ταυτότητα των καταγγελλόμενων προσώπων για όσο χρόνο διαρκεί η έρευνα [97]. Εξάλλου, τα κράτη μέλη θα υποχρεωθούν κατά την προτεινόμενη οδηγία να επιβάλλουν αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές ποινές σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα που εμποδίζουν ή επιχειρούν να εμποδίσουν την υποβολή αναφοράς, ασκούν αντίποινα στους καταγγέλλοντες ή παραβιάζουν την εμπιστευτικότητα της ταυτότητας του προσώπου που υποβάλλει την αναφορά[98].
31. Τέλος, σε σχέση με την προστασία του καταγγελλόμενου προσώπου η οδηγία αναφέρεται στην υποχρέωση των κρατών μελών να επιβάλλουν, ομοίως, αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές ποινές και για όσους προβαίνουν σε κακόβουλες ή καταχρηστικές καταγγελίες[99]· στην αιτιολογική έκθεση αλλά και στο άρθρο 16 της προτεινόμενης οδηγίας υπάρχει μάλιστα, αλλά με καθόλου σαφείς και συγκεκριμένες κατευθύνσεις, αναφορά για σεβασμό της δίκαιης δίκης των καταγγελλόμενων προσώπων καθώς και για πλήρη διασφάλιση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, του τεκμηρίου αθωότητας, των υπερασπιστικών δικαιωμάτων και του δικαιώματος ακρόασης και πρόσβασης σε έγγραφα, όπως αυτά κατοχυρώνονται στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης[100].
Ζ. Συμπέρασμα
32. Η πρόταση οδηγίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο επικαλείται τον αποτελεσματικό εντοπισμό, τη διερεύνηση και δίωξη των παραβιάσεων του ενωσιακού δικαίου με τη χρήση των μηχανισμών και διαδικασιών υποβολής καταγγελιών (whistleblowing)[101]. Είχε άλλωστε προηγηθεί και σχετική έρευνα που διεξήχθη για λογαριασμό της Επιτροπής, η οποία συμπεριλαμβάνεται στην πρόταση οδηγίας, με βάση την οποία η προστασία που παρέχουν συνολικά τα 28 κράτη μέλη της Ε.Ε. στα καταγγέλλοντα πρόσωπα είναι συνολικά περιορισμένη[102].
33. Εντούτοις, η αποτελεσματικότητα ως διακηρυκτικός σκοπός των προταθέντων μέτρων κάθε άλλο παρά δεδομένη είναι. Ένας από τους βασικότερους λόγους που οδηγεί σε αυτήν την διαπίστωση είναι το γεγονός ότι στον ευρωπαϊκό χώρο δεν υπάρχουν αξιόπιστα εμπειρικά δεδομένα σχετικά με τους παράγοντες που οδηγούν ή αποτρέπουν τον καταγγέλλοντα σε ορισμένη εσωτερική ή εξωτερική υποβολή καταγγελίας· μια άκριτη μεταφορά πορισμάτων αντίστοιχων ερευνών από τις Η.Π.Α. θα ήταν μάλλον επισφαλής[103]. Κατόπιν αυτού, η αμφισβητούμενη αποτελεσματικότητα των προτεινόμενων ρυθμίσεων σε συνδυασμό με την έλλειψη ενός σαφούς πλαισίου, εγγυητικού των δικαιωμάτων των θιγόμενων προσώπων, καθιστά το όλο εγχείρημα κατ’ αρχάς συζητήσιμο. Επιλογές πάντως, όπως η διασφάλιση της ανωνυμίας του καταγγέλλοντος προσώπου από το πρώτο, εσωτερικό στάδιο υποβολής καταγγελιών, αντί μιας ολοκληρωμένης προστασίας σε επίπεδο εργατικού και πειθαρχικού δικαίου, έχουν ήδη επικριθεί έντονα στη θεωρία, λόγω επίσης της αμφισβητούμενης - δοθέντων των πορισμάτων ορισμένων σχετικών εμπειρικών ερευνών[104] - αποτελεσματικότητας της ανωνυμίας είτε στην κατεύθυνση της ενθάρρυνσης στην υποβολή καταγγελίας είτε στην κατεύθυνση της αποκάλυψης υπαρκτών εγκληματικών πράξεων[105]· πολλώ μάλλον έχει επικριθεί η δυνατότητα ανώνυμης ή εν πάση περιπτώσει εμπιστευτικής υποβολής καταγγελιών, εξαιτίας των κινδύνων καταχρήσεων που τις συνοδεύουν[106]: Ψευδείς καταγγελίες με εκδικητικούς σκοπούς ή γενικότερα για προσωπικά υλικά ή ηθικά οφέλη του καταγγέλλοντος είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα καταχρήσεων.
34. Τις παραπάνω εξελίξεις σε υπερεθνικό επίπεδο οφείλει να παρακολουθήσει και η ελληνική έννομη τάξη. Το περιοριζόμενο στις αναφερόμενες στο άρθρο 45Β ΚΠΔ εγκληματικές πράξεις[107] προστατευτικό πλαίσιο περί (υπό όρους) οριστικής αποχής από την ποινική δίωξη για τους “μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος”, όπως αποδόθηκαν στα Ελληνικά οι «whistleblower» με τον Ν. 4254/2014, πρέπει να τεθεί ξανά υπό συζήτηση· σε περίπτωση που η προτεινόμενη οδηγία αποτελέσει τελικά θετικό δίκαιο, οι εξελίξεις στον ενωσιακό χώρο θα υποχρεώσουν τον Έλληνα νομοθέτη να επεκτείνει ή τουλάχιστον να θεσπίσει ορισμένα άλλα ή/και παρόμοια προστατευτικά μέτρα σε μεγαλύτερο πεδίο δραστηριοτήτων σχετικών με την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου[108]. Ενόψει αυτής της υπέρμετρης διεύρυνσης του πεδίου εφαρμογής των προστατευτικών μέτρων, ορισμένες ιδιαίτερα περιοριστικές για τα δικαιώματα των κατηγορουμένων προβλέψεις στο ελληνικό δίκαιο όπως είναι (κατ’ αναλογία με τα ισχύοντα για το οργανωμένο έγκλημα[109]) η δυνατότητα κτήσης και αξιοποίησης της ανώνυμης μαρτυρικής κατάθεσης θα πρέπει να επανεξεταστούν[110].
35. Άλλωστε, η εφαρμογή του προστατευτικού πλαισίου για τους καταγγέλλοντες-μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος, δεν περιορίζεται μόνο στους υπαλλήλους, κατά την έννοια του Π.Κ., αλλά επεκτείνεται σε οποιονδήποτε μπορεί να συμβάλλει ουσιωδώς στην εξιχνίαση και δίωξη των σχετικών αξιόποινων πράξεων. Πράγματι, ο «whistleblower» κατά το ελληνικό δίκαιο δεν χρειάζεται να είναι συνδεδεμένος με την δομή στην οποία λαμβάνει χώρα η αξιόποινη πράξη (εν προκειμένω ως επί το πλείστον η δημόσια υπηρεσία)[111]. Πρέπει επίσης να αποδειχθεί στην πράξη η χρησιμότητα της δυνατότητας που παρέχεται κατά το ελληνικό δίκαιο στην εισαγγελική αρχή να διατάσσει την αποχή από την ποινική δίωξη σε βάρος του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος. Μια ανεπιφύλακτη αποχή από την ποινική δίωξη θα εκτρέψει τον θεσμό στην πράξη σε μια κεκαλυμμένη ποινική ασυλία που θα παραβιάζει τα κατοχυρωμένα σε υπερεθνικό επίπεδο δικαιώματα του καταγγελλομένου-κατηγορουμένου για παροχή δικαστικής προστασίας και ως εκ τούτου για δίκαιη δίκη[112]. H oυσιώδης και ανιδιοτελής συμβολή του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος στην αποκάλυψη των αξιόποινων πράξεων δεν πρέπει επομένως να συνιστούν τα μοναδικά κριτήρια για την αποχή από την ποινική δίωξη, αλλά πρέπει αυτά να εμπλουτιστούν στο άρθρο 45Β ΚΠΔ και από τις προϋποθέσεις που τέθηκαν από το Ε.Δ.Δ.Α. στην υπόθεση Guja κατά Μολδαβίας.
36. Τα προστατευτικά μέτρα για τον μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος κατά το άρθρο 45Β ΚΠΔ αφορούν πάντως καταγγελίες προς τις αστυνομικές και δικαστικές αρχές, ήτοι σε εξωτερικό επίπεδο (εξωτερικό «whistleblowing»). Προς την αντίθετη κατεύθυνση κινείται το άρθρο 39 Ν. 4443/2016[113]· ο νομοθέτης, στην προσπάθεια εναρμόνισης με τις επιταγές του ενωσιακού δικαίου ειδικώς στον τομέα της προστασίας της κεφαλαιαγοράς από την κατάχρηση/παράνομη ανακοίνωση προνομιακών πληροφοριών και τη χειραγώγησή της[114], εξουσιοδότησε το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς να θεσπίσει κατάλληλες διαδικασίες και μηχανισμούς διαύλων επικοινωνίας που επιτρέπουν την υποβολή ενώπιόν της αναφορών, παραβάσεων ή ενδεχόμενων παραβάσεων τού Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014 για την κατάχρηση της κεφαλαιαγοράς. Σύμφωνα επίσης με την παρ. 2 του ως άνω άρθρου, η θέσπιση εσωτερικών διαδικασιών για την αναφορά παραβάσεων του Κανονισμού επεκτείνεται και στους εργοδότες -ήτοι εσωτερικό «whistleblowing»- που δραστηριοποιούνται στο πεδίο της παροχής χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, με σκοπό, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου, να μπορούν οι εργαζόμενοι στις αντίστοιχες επιχειρήσεις να αναφέρουν παραβάσεις του Κανονισμού μέσω «ειδικού, ανεξάρτητου, αυτόνομου και ασφαλούς διαύλου»[115]. Η συγκεκριμένη νομοθετική ρύθμιση, που οδήγησε ήδη τον περασμένο Νοέμβριο (2017) στην έκδοση σχετικής απόφασης από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς[116], αποτελεί μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για τη θεωρητική αλλά κυρίως πρακτική επεξεργασία των σχετικών ερωτημάτων γύρω και από τον μηχανισμό εσωτερικής υποβολής καταγγελιών (εσωτερικό «whistleblowing»), ενόψει των εξελίξεων σε υπερεθνικό, και δη ενωσιακό, επίπεδο.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Βλ. τις αναπτύξεις των R. Kölbel/N. Herold, Whistleblowing, ΜschrKrim 2010, σελ. 429 επ.· Η. Stoffer, Wie viel Privatisierung „verträgt“ das strafprozessuale Ermittlungsverfahren?, 2016, σελ. 62 επ. Παρ’ ημίν, γενικώς για το ζήτημα στην ελληνική ποινική δίκη, βλ. Θ. Παπακυριάκου, Η ανάθεση αστυνομικών καθηκόντων σε ιδιώτες, ως εργαλείο της σύγχρονης αντεγκληματικής πολιτικής και τα όρια ποινικής ευθύνης για την παράβασή τους, σε: Μ. Kαϊάφα-Γκμπάντι/ C. Prittwitz, Eπιτήρηση και ποινική καταστολή στη σύγχρονη αντεγκληματική πολιτική. Πρακτικά 9ου Ελληνογερμανικού Συμποσίου (15-16 Οκτωβρίου 2010, Θεσσαλονίκη), 2011, σελ. 169 επ.
[2] Βλ. σχετικώς H.J. Wollf, ‚‚Normenkontrolle’’ und Gesetzesbegriff in der attischen Demokratie. Untersuchungen zur γραφή παρανόμων, 1970, σελ. 8 επ., 18 επ.· Φ. Παναγοπούλου-Κουτνατζή, Ο θεσμός του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος (whistleblowing). Μια ηθικο-συνταγματική θεώρηση, 2016, σελ. 15 επ.
[3] Για τους συκοφάντες και τον ρόλο τους στην αρχαία Αθήνα, βλ. στην ιστορική αναδρομή της Φ. Παναγοπούλου-Κουτνατζή, όπ. π., σελ. 18 επ. με περαιτέρω παραπομπές.
[4] Βλ. Α. Lintott, Delator and Index. Informers and accusers at Rome from the Republic to the early Principate, σελ. 114 επ., σε: Accordia research papers, Band 9 (2001-2003)· διεξοδικά για το θέμα βλ. S. Rutledge, Imperial Inquisitions. Prosecutors and informants from Tiberius to Domitian, 2001, σελ. 9 επ.
[5] S. Rutledge, όπ. π., σελ. 78 επ., 82 επ.· N. Herold, Whistleblower. Entscheidungsfindung, Meldeverhalten und kriminologische Bewertung, 2016, σελ. 32.
[6] Βλ. S. Rutledge, όπ. π., σελ. 35 επ.· Lintott, όπ. π., σελ. 111 επ.
[7] O.F. Robinson, The Criminal Law of Ancient Rome, 1995, σελ. 100.
[8] S. Rutledge, όπ. π., σελ. 15-16.
[9] Σύμφωνα με την αγγλική απόδοση του όρου, «who pursues this action on our Lord the King’s behalf as well his own», με βάση την απόφαση Vermont Agency of Natural Resources v. United States ex. rel. Stevens, 529 U.S. 765 (2000), σελ. 768, υποσημ. 1, δηλαδή εκείνος που προβαίνει σε αυτήν την ενέργεια για τον εαυτό του όπως επίσης και εκ μέρους του βασιλιά. Bλ. σχετικώς, Black’s Law Dictionary, 10th Edition, 2009, σελ. 1444 και ιδίως στη μελέτη του R. Beck,, Τhe False Claim Act and the English Eradication of Qui Tam Legislation, 78 N.C.L. REV. 539 (2000), σελ. 551 επ. με περαιτέρω παραπομπές στον Blackstone.
[10] Όπως επίσης και το κέρδος του παραβάτη από την εργασία. Το αναφέρει ο R. Beck, 78 N.C.L. REV. 539 (2000), σελ. 567.
[11] Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί από τα χρόνια του Βασιλιά Εδουάρδου Β’ (1318), νομοθετική πράξη της Υόρκης, που απαγόρευε στους τοπικούς αξιωματούχους να εμπλέκονται στην αγοραπωλησία σχετικών προϊόντων (κρασί και άλλες προμήθειες), με σκοπό όχι μόνο να υπάρχει σχετικός έλεγχος των τιμών αλλά και να μην αποκτήσει κανένας έμπορος πιο ανταγωνιστική θέση από τους άλλους. Σε περιπτώσεις παραβάσεων, οι ιδιώτες-ενάγοντες αμείβονταν με το ένα τρίτο του κατασχεμένου εμπορεύματος, το οποίο λάμβαναν ως δώρο του βασιλιά (“as the King’s gift”). Βλ. R. Beck, 78 N.C.L. REV 539 (2000), σελ. 567-568.
[12] R. Beck, 78 N.C.L. REV 539 (2000), σελ. 567.
[13] Βλ. συνοπτικά την απόφαση Vermont Agency of Natural Resources v. United States ex. rel. Stevens, 529 U.S. 765 (2000), σελ. 774, με περαιτέρω παραπομπές.
[14] Βλ. τις αναπτύξεις του R. Beck, Qui Tam Litigation Against Government Officials: Constitutional Implications of a Neglected History, 93 Notre Dame L. Rev. 1235 (2018), σελ. 1260 επ. και ιδίως 1266 επ.
[15] Βλ. την απόφαση Vermont Agency of Natural Resources v. United States ex. rel. Stevens, 529 U.S. 765 (2000), σελ. 775, με περαιτέρω παραπομπές· R. Beck, 78 N.C.L. REV 539 (2000), σελ. 572 επ.· του ιδίου, 93 Notre Dame L. Rev. 1235 (2018), σελ. 1268.
[16] Ο R. Beck, 78 N.C.L. REV 539 (2000), σελ. 578-579, αναφέρει ότι το 1566 εξαιτίας των επεισοδίων και των επιθέσεων εξαγριωμένων πολιτών σε βάρος των πληροφοριοδοτών, η Βασίλισσα Ελισάβετ με ειδική σχετική πράξη της απαγόρευσε επί ποινή φυλακίσεως οποιαδήποτε συμμετοχή στις σχετικές βίαιες εκδηλώσεις.
[17] Για την ιστορική επισκόπηση της εξέλιξης των διαδικασιών qui tam στην Αγγλία, βλ. R. Beck, 78 N.C.L. REV 539 (2000), σελ. 567 επ., 581 επ., 601 επ. και 605 επ.
[18] Π.χ. εκπαίδευση, οδοποιία, ρυθμιστικό πλαίσιο για την άσκηση του εμπορίου, έλεγχος της λειτουργίας της δικαιοσύνης, φορολογία κ.ά. Για την εξέλιξη των διαδικασιών qui tam στις Η.Π.Α., βλ. R. Beck, 93 Notre Dame L. Rev. 1235 (2018), σελ. 1269 επ.· του ιδίου, 78 N.C.L. REV 539 (2000), σελ. 553 επ. Ενδιαφέρον, βλ. ομοίως, 93 Notre Dame L. Rev. 1235 (2018), σελ. 1279, είναι το αγγλικό παράδειγμα διαδικασίας qui-tam που ακολούθησε η Bιρτζίνια σχετικά με υποθέσεις δωροληψίας ενόρκων.
[19] Βλ. επί παραδείγματι S. Hamer, Lincoln’s Law: Constitutional and Policy Issues Posed by the Qui Tam Provisions of the False Claims Act, 6 Kan. J.L. & Pub. Pol’y 89 (1996-1997), σελ. 90.
[20] S. Hamer, όπ. π., σελ. 90.
[21] R. Beck, 78 N.C.L. REV 539 (2000), σελ. 555-556. Bλ. επίσης, E.J. Ballan, Protecting Whistleblowing (And Not Just Whistleblowers), 116 MICH. L. REV. 476 (2017), σελ. 478 επ.
[22] Βλ. τις αναπτύξεις του R. Beck, 78 N.C.L. REV 539 (2000), σελ. 556 επ., με περαιτέρω παραπομπές.
[23] Ομοίως, R. Beck, σελ. 560-561.
[24] Ομοίως, 541 επ.· R. Kölbel, Zur wirtschaftsstrafrechtlichen Institutionalisierung des Whistleblowing, JZ 2008, σελ. 1136 επ.
[25] Ε.J. Ballan, 116 MICH. L. REV. 475 (2017), σελ. 482 επ.
[26] Bλ. την από 14.12.2016 ανακοίνωση του Υπουργείου Δικαιοσύνης των Η.Π.Α., υπό τον τίτλο: “Justice Department Recovers Over $4.7 Billion From False Claims Act Cases in Fiscal Year 2016“, διαδικτυακά προσπελάσιμη σε: https://www.justice.gov/opa/pr/justice-department-recovers-over-47-billion-false-claims-act-cases-fiscal-year-2016 (τελευταία επίσκεψη: 01.05.2018).
[27] Ν. Ηerold, Whistleblower, 2016, σελ. 29, υποσημ. 36, με περαιτέρω παραπομπές.
[28] Bλ. π.χ. την αναφορά των C. Peters/T. Branch, Blowing the Whistle: Dissent in the Public Interest, 1972, σελ. 16, στον Otto F. Otepka, ως -ίσως- τον πρώτο σύγχρονο whistleblower, ο οποίος ως υπάλληλος του Υπουργείου Εξωτερικών των Η.Π.Α., επί προεδρίας του J. F. Kennedy και υπερασπιζόμενος την αφοσίωσή του στο αμερικανικό έθνος, παρέδωσε απόρρητα έγγραφα σχετιζόμενα με την ασφάλεια των Η.Π.Α. σε αρμόδια υποεπιτροπή της Γερουσίας για την εθνική ασφάλεια. Εν προκειμένω, αναφέρεται επίσης ότι το έτος 1971 διοργανώθηκε συνέδριο με θέμα το whistleblowing με πρωτοβουλία του ακτιβιστή R. Nader. Για το τελευταίο συνέδριο, βλ. R. Nader/P. Petkas/K. Blackwell, Whistle Blowing: The Report of the Conference on Professional Responsibility, 1972, κατά παραπομπή των A. Schemmel/F. Ruhmannseder/T. Witzigmann, Hinweisgebersysteme, 2012, πλαγιαρ. 8, σελ. 3.
[29] Για το ζήτημα του ορισμού του whistleblowing και των whistleblowers, βλ. επί παραδείγματι Ν. Ηerold, Whistleblower, 2016, σελ. 34 επ.· W. Vandekerckhove, Whistleblowing and Organizational Social Responsibility. A Global Assessment, 2006, σελ. 21 επ.
[30] Kατά βάση δηλαδή υπηρεσίας, επιχείρησης ή εκμετάλλευσης.
[31] Από τις J.P. Near και Μ.P. Μiceli στη μελέτη τους, Organizational Dissidence: The Case of Whistle-Blowing, Journal of Business Ethics 4 (1985), σελ. 4. Σύμφωνα με τον ορισμό στα αγγλικά το whistleblowing είναι: «the disclosure by organization members (former or current) of illegal, immoral or illegitimate practices under the control of their employers, to persons or organizations that may be able to effect action».
[32] Για την έλλειψη πάντως συστηματικής έρευνας της ενδεχόμενης επιρροής της εθνικής κουλτούρας στη (δυσμενή) μεταχείριση των whistleblower, βλ. R. Smith, Whistleblowers and suffering, σε: A. J. Brown/D. Lewis/R. Moberly/W. Vandekerckhove (Ed.), International Handbook on Whistleblowing Research, 2014, σελ. 243-244.
[33] R. Kölbel, Whistleblowing in Europe. Regulatory frameworks and empirical research, σε: J. van Erp/ W. Huisman/ G. Walle (Ed.), The Routledge Handbook of White-Collar and Corporate Crime in Europe, 2015, σελ. 418. Βλ. πάντως και την άποψη των M. P. Miceli/ S. Dreyfus/J.P. Near, Outsider ‘whistleblowers’: Conceptualizing and distinguishing ‘bell-ringing’ behavior, σε: A. J. Brown/D. Lewis/R. Moberly/W. Vandekerckhove (Ed.), International Handbook on Whistleblowing Research, 2014, σελ. 71 επ., σύμφωνα με την οποία τα μη μέλη της οργανωμένης δομής δεν χαρακτηρίζονται ως whistleblower αλλά ως bell-ringer, μια διάκριση που έχει επιπτώσεις στον τρόπο αντιμετώπισης λ.χ. σε σχέση με τα κίνητρα, την ανωνυμία, τις διόδους υποβολής των πληροφοριών κ.ά.
[34] Για τη σχετική συζήτηση περί κινήτρων, βλ. τις αναπτύξεις του P. Roberts, Motivations for whistleblowing: Personal, private and public interests, σε: A. J. Brown/D. Lewis/R. Moberly/W. Vandekerckhove (Ed.), όπ. π., σελ. 207 επ.
[35] LOI n° 2016-1691 du 9 décembre 2016 relative à la transparence, à la lutte contre la corruption et à la modernisation de la vie économique, διαδικτυακά προσπελάσιμος σε: https://www.legifrance.gouv.fr/eli/loi/2016/12/9/ECFM1605542L/jo/texte (τελευταία επίσκεψη: 01.05.2018). Βλ. επίσης για μια συνοπτική παρουσίαση του νόμου, N. Πασσά, Ο Νομός Sapin ΙΙ – Νέα Γαλλική Νομοθεσία κατά της Διαφθοράς, σε: https://theartofcrime.gr/%CE%BF-%CE%BD%CE%BF%CE%BC%CE%BF%CF%82%CF%83%CE%B1%CF%80%CE%B9%CE%BD-%CE%B9%CE%B9%CE%BD%CE%B5%CE%B1%CE%B3%CE%B1%CE%BB%CE%BB%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%BD%CE%BF%CE%BC%CE%BF%CE%B8%CE%B5%CF%83/ (τεύχος 2o, Μάιος 2017).
[36] Με τον όρο “lanceur d’ alerte” (ενν. ο σημαίνων τον συναγερμό) αποδίδεται στα γαλλικά ο όρος whistleblower.
[37] Κατά το κείμενο του νόμου: «de manière désintéressée et de bonne foi». Βλ. άρθρ. 6 του LOI n° 2016-1691, όπ. π.
[38] Bλ. παρ’ ημίν H. Αναγνωστόπουλου, Εξάρθρωση συμμορίας και αναστολή εκτελέσεως της ποινής (Παρατηρήσεις στο άρθρο 8 του ΝΔ 743/70 περί ναρκωτικών), σε: MNHMH N. Xωραφά, Η. Γάφου, Κ. Γαρδίκα, τόμος πρώτος, 1986, σελ. 251 επ.· Κ. Χατζηκώστα, Η καταπολέμηση της διαφθοράς στο δημόσιο τομέα με τα μέσα του ποινικού δικαίου, με έμφαση στη δωροδοκία ως κύρια μορφή διαφθοράς στην Ελλάδα. Οι σημαντικότερες αλλαγές που έφερε ο νόμος 4254/2014, σε: Δ. Ζιούβα (επιμ.), Δίκαιο & Πολιτική Κατά της Διαφθοράς, 2016, σελ. 81 επ.
[39] Βλ. π.χ. ΤριμΕφΚακΑθ 2378/2015, ΠοινΧρ ΞΣΤ’ (2016), σελ. 451 = Ποιν Δικ 2016, σελ. 887-888 = Αρμ 2016, σελ. 859-860· επίσης, ΑΠ 1413/2010, ΠοινΧρ Ξ’ (2010), σελ. 643 επ. και ιδίως 651 επ.
[40] Ι. Ανδρουλάκης, Μέτρα επιείκειας για τους υπαίτιους πράξεων διαφθοράς που συνεργάζονται με τις αρχές, σε: Δ. Ζιούβα (επιμ.), Δίκαιο & Πολιτική Κατά της Διαφθοράς, 2016, σελ. 179-180· Ν. Λίβος, Η συμβολή των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος (whistleblowers) στην καταπολέμηση του φαινομένου της διαφθοράς, στον τόμο: Η ποινική διαχείριση της δωροδοκίας - Δυνατότητες και όρια, Πρακτικά από το ομότιτλο 6ο Συνέδριο της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων, 2013, σελ. 471 επ.
[41] Βλ. παρ’ ημίν λ.χ. άρθρα 37 παρ. 2, 40-41 ΚΠΔ.
[42] R. Kölbel, Whistleblowing in Europe, όπ. π., σελ. 420-421.
[43] R. Kölbel, Whistleblowing in Europe, όπ. π., σελ. 422-423. Γι’ αυτό άλλωστε το «whistleblowing» είναι στενά συνδεδεμένο με έννοιες όπως η εταιρική διακυβέρνηση (corporate governance), η κανονιστική συμμόρφωση (compliance) και η επαγγελματική δεοντολογία (business ethics), σύμφωνα με τον R. Hefendehl, Alle lieben Whistleblowing, FS-Amelung, 2009, σελ. 617-618 με περαιτέρω παραπομπές.
[44] Βλ. σχετικώς R. Bosua/S. Milton/S. Dreyfus/R. Lederman, Going public: Researching external whistleblowing in a new media age, σε: A. J. Brown/D. Lewis/R. Moberly/W. Vandekerckhove (Ed.), International Handbook on Whistleblowing Research, 2014, σελ. 250 επ. και ιδίως 269-270 για τη σημασία της ανωνυμίας.
[45] Για τη σχέση του whistleblowing και της ανωνυμίας, βλ. F.Α. Elliston, Anonymity and Whistleblowing, Journal of Business Ethics 1 (1982), σελ. 170 επ.· την έκθεση του O.Ο.Σ.Α., ΟECD (2016), Committing to effective whistleblowing, σελ. 63 επ., προσπελάσιμη διαδικτυακά σε: https://read.oecd-ilibrary.org/governance/committing-to-effective-whistleblower-protection_9789264252639-en#page65 (τελευταία επίσκεψη: 01.05.2018).
[46] Για αυτές και άλλες διακρίσεις βλ. N. Herold, Whistleblower, 2016, σελ. 47 επ.· Φ. Παναγοπούλου-Κουτνατζή, Ο θεσμός του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος (whistleblowing), 2016, σελ. 4-5.
[47] Bλ. ήδη π.χ. σχετική μελέτη των J.-Y. Lee/S.G. Heilmann/J.P. Near, Blowing the whistle on sexual harassment: Test of a model of predictors and outcomes, Human Relations 57.3 (2004), σελ. 297 επ.
[48] Βλ. R. Smith, Whistleblowers and suffering, σε: A.J. Brown/D. Lewis/R. Moberly/W. Vandekerckhove (Ed.), International Handbook on Whistleblowing Research 2014, σελ. 230 επ., ο οποίος πάντως καταλήγει στο συμπέρασμα πως, σε αντίθεση με μια ευρέως διαδεδομένη αντίληψη, δεν υφίστανται όλοι οι whistleblower αντίποινα.
[49] Eισαγωγικά για το ζήτημα, βλ. π.χ. Μ. Spencer/J. Spencer, When it All Goes Bad: Criminal Remedies, σε: A.J. Brown/D. Lewis/R. Moberly/W. Vandekerckhove (Ed.), όπ. π., σελ. 423-424.
[50] Bλ. π.χ. από την ελβετική έννομη τάξη και την προβληματική για την παραβίαση του τραπεζικού απορρήτου την μελέτη των D. Jositsch/M. Conte, Bankgeheimnisverletzung durch Whistleblowing, SJZ 113/2017, σελ. 357 επ.· από την πρόσφατη νομολογία του ακυρωτικού δικαστηρίου του Λουξεμβούργου, βλ. Arrêt de la Cour de cassation 3912/2018, προσπελάσιμη διαδικτυακά σε: http://www.justice.public.lu/fr/actualites/2018/01/arret-3912-cassation--deltour/index.html (τελευταία επίσκεψη: 16.05.2018) αλλά και προσφάτως την εφετειακή Arrêt de la Cour d'appel της 15.05.2018, σε http://www.justice.public.lu/fr/actualites/2018/05/arret-luxleaks-deltour/index.html (τελευταία επίσκεψη: 16.05.2018).
[51] Βλ. σχετικώς άρ. 5 περ. γ’ της Δ.Σ.Ε. 158 της 22.06.1982, ηλεκτρονικά προσπελάσιμη σε: http://www.ilo.org/dyn/normlex/en/f?p=NORMLEXPUB:12100:0::NO::P12100_ILO_CODE:C158 (τελευταία επίσκεψη: 01.05.2018), και σε ελληνική απόδοση σε: http://www.ypakp.gr/uploads/files/2323.pdf (τελευταία επίσκεψη: 01.05.2018).
[52] Βλ. την ενημέρωση από τον ιστότοπο της Δ.Ο.Ε για τις χώρες που δεν έχουν κυρώσει την Σύμβαση., σε:
http://www.ilo.org/dyn/normlex/en/f?p=NORMLEXPUB:11310:0::NO:11310:P11310_INSTRUMENT_ID:312303:NO (τελευταία επίσκεψη: 01.05.2018)
[53] N. 4359/2016 «Κύρωση Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη» (Φ.Ε.Κ. Α’ 5/20.01.2016). Στο Μέρος ΙΙ, άρθρ. 24 περ. α’ του Χάρτη προβλέπεται ότι: «Με σκοπό τη διασφάλιση της αποτελεσματικής άσκησης του δικαιώματος προστασίας των εργαζομένων σε περιπτώσεις λύσης της σχέσης εργασίας, τα Μέρη αναλαμβάνουν να αναγνωρίζουν: α. το δικαίωμα όλων των εργαζομένων να μη λύεται η εργασιακή τους σχέση χωρίς βάσιμο λόγο που να συνδέεται με την ικανότητα ή τη συμπεριφορά τους ή να βασίζεται στις λειτουργικές απαιτήσεις της επιχείρησης, της εγκατάστασης ή της υπηρεσίας», ενώ στο Παράρτημα του Χάρτη, Μέρος ΙΙ άρθρ. 24 παρ. 3γ διευκρινίζεται ότι: «Για τους σκοπούς αυτού του άρθρου οι ακόλουθοι λόγοι, ειδικότερα, δεν αποτελούν βάσιμους λόγους για τη λύση της σχέσης εργασίας: (…) γ. η υποβολή καταγγελίας ή η συμμετοχή σε νομικές διαδικασίες κατά ενός εργοδότη που αφορούν σε ενδεχόμενη παράβαση νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων ή προσφυγή στις αρμόδιες διοικητικές αρχές». Επ’ αυτών, βλ. το άρθρο πρώτο του ως άνω κυρωτικού νόμου.
[54] Για την προβληματική της απόλυσης του whistleblower από πλευράς εργατικού δικαίου ωστόσο, βλ. τη μελέτη του Δ. Γούλα, Η απόλυση εργαζομένου λόγω δημοσιοποίησης παρατυπιών της επιχείρησης (whistleblowing), EEργΔ 2017, σελ. 555 επ. με περαιτέρω παραπομπές.
[55] R.G. Vaughn/T. Devine/K. Henderson, The Whistleblower Statute Prepared for the Organization of American States and the Global Legal Revolution Protecting Whistleblowers, 35 The Geo. Wash. Int’l. L. Rev. 857 (2003), σελ. 874-875.
[56] Η αποτελεσματικότητα της νέας αυτής μεταρρύθμισης ήδη αμφισβητείται. Βλ. σχετικώς S.L. Peffer/A. Bocheko/R.E. Del Valle/A. Osmani/S. Peyton/E. Roman, Whistle Where You Work? The Ineffectiveness of the Federal Whistleblower Protection Act of 1989 and the Promise of the Whistleblower Protection Enhancement Act of 2012, Review of Public Personnel Administration 2015 Vol. 35(1), σελ. 70 επ.· ειδικά πάντως, για τους υπαλλήλους των μυστικών υπηρεσιών στις Η.Π.Α. και για την θεσπισθείσα το 1998 Intelligence Community Whistleblower Protection Act (1998) βλ. συνοπτικά αλλά με περαιτέρω παραπομπές D. D’ Isidoro, Protecting Whistleblowers and Secrets in the Intelligence Community, διαδικτυακά προσπελάσιμο σε: http://harvardnsj.org/2014/09/protecting-whistleblowers-and-secrets-in-the-intelligence-community/ (τελευταία επίσκεψη: 01.05.2018).
[57] Eπρόκειται μεταξύ άλλων για τα σκάνδαλα που αφορούσαν στις εταιρίες Εnron και WorldCom. Για την SOX, βλ. R. Moberly, Sarbanes-Oxley’s Whistleblowers Provisions: Ten Years Later, 64 S. C. L. REV 1 (2012), σελ. 1 επ.
[58] Με σημαντικά ωστόσο οικονομικά κίνητρα για τους whistleblower. Bλ. R. Moberly, ομοίως, σελ. 39, 45 επ.
[59]18 U.S.C. § 1513 (e). Δικαιοσυγκριτικά για σχετικές ποινικές κυρώσεις σε περιπτώσεις αντιποίνων κατά των καταγγελλόντων, βλ. Μ. Spencer/J. Spencer, When it All Goes Bad: Criminal Remedies, σε: A.J. Brown/D. Lewis/R. Moberly/W. Vandekerckhove (Ed.), International Handbook on Whistleblowing Research, 2014, σελ. 407 επ.
[60] Ο oποίος τροποποίησε σχετικώς τον νόμο για τα δικαιώματα των εργαζομένων «Employment Rights Act» του έτους 1996.
[61] Βλ. άρ. 17-18 του σχετικού τροποποιητικού νόμου (Enterprise and Regulatory Reform Act) σε συνδυασμό με τον νόμο για την αποκάλυψη πράξεων δημοσίου συμφέροντος (Public Interest Disclosure Act). Το κείμενο του πρώτου νόμου είναι προσπελάσιμο διαδικτυακά σε: http://www.legislation.gov.uk/ukpga/2013/24/pdfs/ukpga_20130024_en.pdf (τελευταία επίσκεψη: 01.05.2018).
[62] Βλ. συνοπτικά R. Grοneberg, Whistleblowing. Eine rechtsvergleichende Untersuchung des US-amerikanischen, englischen und deutschen Rechts unter besonderer Berücksichtigung des Entwurfs eines neuen § 612a BGB, 2011, σελ. 46 επ. Αυτό άλλωστε ισχύει και για την περίπτωση της Ελλάδας, με σημαντικότερη, για τους σκοπούς της ποινικής δίκης, την υποπαράγραφο ΙΕ. 15 του άρθρου πρώτου του Ν. 4254/2014 (Φ.Ε.Κ. Α’ 85/07.04.2014) που προσέθεσε το άρθρο 45Β στον ΚΠΔ σχετικά με την πρόβλεψη χαρακτηρισμού ως μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος όποιου συμβάλλει στην αποκάλυψη συγκεκριμένων εγκληματικών πράξεων διαφθοράς. Βλ. σχετικώς στην εισηγητική έκθεση του Ν. 4254/2014, σελ. 60-62, διαδικτυακά προσπελάσιμη σε: https://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/2f026f42-950c-4efc-b950-340c4fb76a24/m-oikplai-eis.pdf (τελευταία επίσκεψη: 01.05.2018).
[63] Κυρωθείσα με τον N. 3560/2007 (Φ.Ε.Κ. Α’ 103/14.05.2007). Σύμφωνα με τον νόμο: «Άρθρο 22. Προστασία συνεργατών δικαιοσύνης και μαρτύρων. Κάθε Μέρος πρέπει να υιοθετήσει τα μέτρα που είναι απαραίτητα για να παράσχει αποτελεσματική και κατάλληλη προστασία για: α. αυτούς που καταγγέλλουν τα ποινικά αδικήματα που θεσπίζονται σύμφωνα με τα Άρθρα 2 έως 14 ή που συνεργάζονται άλλως με τις ανακριτικές ή διωκτικές αρχές β. μάρτυρες που καταθέτουν σχετικά με τα αδικήματα αυτά.».
[64] Κυρωθείσα στην Ελλάδα με τον N. 2957/2001 (Φ.Ε.Κ. Α’ 260/12.11.2001). Σύμφωνα με τον νόμο: «Άρθρο 9. Προστασία εργαζομένων. Κάθε Μέρος προβλέπει στο εσωτερικό του δίκαιο κατάλληλη προστασία έναντι οποιασδήποτε αδικαιολόγητης κύρωσης κατά εργαζομένων, οι οποίοι καλόπιστα και βάσει εύλογων υποψιών καταγγέλλουν πράξεις διαφθοράς σε αρμόδια πρόσωπα ή αρχές.».
[65] Κυρωθείσα ήδη με τον Ν. 3666/2008 (Φ.Ε.Κ. Α’ 105/10.06.2008). Σύμφωνα με τον νόμο: «Άρθρο 33. Προστασία προσώπων που κάνουν καταγγελίες. Κάθε Κράτος Μέρος εξετάζει τη δυνατότητα ενσωμάτωσης στο εσωτερικό νομικό του σύστημα κατάλληλων μέτρων για την παροχή προστασίας έναντι αδικαιολόγητης μεταχείρισης σε οποιοδήποτε πρόσωπο καταγγέλλει καλόπιστα και με βάσιμους λόγους στις αρμόδιες αρχές, γεγονότα που αφορούν αδικήματα που ορίζονται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση.».
[66] Προσπελάσιμη διαδικτυακά σε: https://rm.coe.int/16807096c7 (τελευταία επίσκεψη:01.05.2018).
[67] Bλ. OECD (2016), Committing to effective whistleblowing, σελ. 20-21.
[68] Βλ. τη σχετική απόφαση (της ευρείας συνθέσεως) του ΕΔΔΑ στην Guja κατά Μολδαβίας (αρ. προσφ. 14277/04) της 12.02.2008, διαδικτυακά προσπελάσιμη σε: http://hudoc.echr.coe.int/eng?i=001-85016 (τελευταία επίσκεψη: 01.05.2018). Παρά τη σχετική καταδίκη της Μολδαβίας για παραβίαση του άρθρου 10 Ε.Σ.Δ.Α., λόγω της μη αποκατάστασης της θέσης του προσφεύγοντος και την απόλυσή του για δεύτερη φορά –μετά όμως την καταδίκη από το Ε.Δ.Δ.Α.-, η Μολδαβία καταδικάστηκε αντιστοίχως για δεύτερη φορά για παραβίαση του άρθρου 10 Ε.Σ.Δ.Α.. Βλ. υπόθ. Guja κατά Μολδαβίας (Νο 2) [αρ. προσφ. 1085/10] της 27.02.2018, σε: http://hudoc.echr.coe.int/eng?i=001-181203 (τελευταία επίσκεψη: 01.05.2018)· για τους εργαζομένους στον ιδιωτικό τομέα βλ. την Heinisch κατά Γερμανίας (αρ. προσφ. 28274/08) της 21.07.2011, διαδικτυακά προσπελάσιμη σε: http://hudoc.echr.coe.int/eng?i=001-105777 (τελευταία επίσκεψη: 01.05.2018).· από τη θεωρία, με έμφαση όμως στο ζήτημα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας βλ. τη μελέτη του Γούλα, ΕΕργΔ 2017, σελ. 574 επ.
[69] Ευρεία σύνθεση του ΕΔΔΑ, Guja κατά Μολδαβίας, όπ. π., παρ. 73. Πρβλ. επίσης την απόφαση της ευρείας συνθέσεως στην Medžlis Islamske Zajednice Brčko κ.ά. κατά Βοσνίας και Ερζεγοβίνης (αρ. προσφ. 17224/11) της 27.06.2017, παρ. 80, διαδικτυακά προσπελάσιμη σε: http://hudoc.echr.coe.int/eng?i=001-175180 (τελευταία επίσκεψη: 01.05.2018).
[70] Oμοίως, παρ. 74.
[71] Ομοίως, παρ. 75.
[72] Ομοίως, παρ. 76.
[73] Ομοίως, παρ. 77. Bλ. επίσης, Soares κατά Πορτογαλίας (αρ. προσφ. 79972/12) της 21.06.2016, παρ. 46, διαδικτυακά προπελάσιμη σε http://hudoc.echr.coe.int/eng?i=001-163822 (τελευταία επίσκεψη: 01.05.2018)· Αurelian Oprea κατά Ρουμανίας (αρ. προσφ. 12138/08 ) της 19.01.2016 , παρ. 61, 71, διαδικτυακά προσπελάσιμη σε: http://hudoc.echr.coe.int/eng?i=001-160087 (τελευταία επίσκεψη: 01.05.2018) Βλ. εξ αντιδιαστολής και Langner κατά Γερμανίας (αρ. προσφ. 14464/11), της 17.09.2015, παρ. 47, διαδικτυακά προσπελάσιμη σε: http://hudoc.echr.coe.int/eng?i=001-157282, (τελευταία επίσκεψη: 01.05.2018).
[74] Ομοίως, Guja κατά Μολδαβίας, όπ. π., παρ. 78. Bλ. επίσης από τη νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α., ιδίως σε σχέση με την κρίση του δικαστηρίου πως τυχόν σοβαρός περιορισμός στην ελευθερία έκφρασης του καταγγέλλοντος μπορεί να παίξει αποτρεπτικό ρόλο για άλλους καταγγέλλοντες, σε Görmüş κ.ά. κατά Τουρκίας (αρ. προσφ. 49085/07) της 19.01.2016, παρ. 74, διαδικτυακά προσπελάσιμη σε: http://hudoc.echr.coe.int/eng?i=001-160244 (τελευταία επίσκεψη: 01.05.2018)· Heinisch κατά Γερμανίας (αρ. 28274/08), παρ. 91, όπ. π.
[75] Σύμφωνα με το άρ. 7 του νόμου «Sapin ΙΙ», LOI n° 2016-1691, το περιεχόμενο του οποίου είναι διαδικτυακά προσπελάσιμο σε: https://www.legifrance.gouv.fr/eli/loi/2016/12/9/ECFM1605542L/jo/texte (τελευταία επίσκεψη: 01.05.2018).
[76] Βλ. συνδυαστικά άρ. 6 και 7 του LOI n° 2016-1691, όπ. π.
[77] Στην κυριολεξία δηλαδή “εκείνος που υποδεικνύει” (ενν. προφανώς την παράνομη πράξη). Για τη χρήση του όρου βλ. π.χ. Α. Schemmel/F. Ruhmannseder/T. Witzigmann, Hinweisgebersysteme, πλαγιάρ. 26 επ., σελ. 8 επ.
[78] Για το ζήτημα των διαδικασιών υποβολής καταγγελιών στη γερμανική έννομη τάξη βλ. N. Herold, Whistleblower, 2016, σελ. 73 επ.· S. Kreis, Whistleblowing als Beitrag zur Rechtsdurchsetzung, 2017, σελ. 32 επ.· A. Schiemann, Braucht Deutschland ein Whistleblower-Schutzgesetz?, FS-Wessing, 2015, σελ. 569 επ.· F.J. Späth, Rechtfertigungsgründe im Wirtschaftsstrafrecht, 2016, σελ. 381 επ.
[79] Πρόκειται κατά βάση για το άρ. 17 περί παραβίασης του επαγγελματικού απορρήτου του νόμου κατά του αθέμιτου ανταγωνισμού [„Gesetz gegen den unlauteren Wettbewerb“ (UWG)]. Βλ. την μελέτη των A. Engländer/ T. Zimmermann, Whistleblowing als strafbarer Verrat von Geschäfts- und Betriebsgeheimnissen? Zur Bedeutung des juristisch-ökonomischen Vermögensbegriffs für den Schutz illegaler Geheimnisse bei § 17 UWG, NZWiSt 2012, σελ. 328 επ.
[80] Βλ. N. Herold, Whistleblower, 2016, σελ. 74 επ.· A. Schiemann, FS-Wessing, 2015, σελ. 580 επ.
[81] Βλ. πάντως ειδικώς για την καταγγελία αξιόποινων πράξεων στον δημόσιο τομέα, D.I. Haumüller, Whistleblowing in der Schweiz und im internationalen Vergleich – ein Bestandteil einer effektiven internen Kontrolle?, 2011, σελ. 75 επ.· Μ. Ηilti, Schutz von Whistle-blowing in Europa?, digma 2016, σελ. 9· Υ. Hangartner, Whistleblowing in der öffentlichen Verwaltung, σε: A. von Kaenel (Hrsg.), Whistleblowing – Multidisziplinäre Aspekte, 2012, σελ. 119 επ.
[82] Bλ. το βασικό στη βιβλιογραφία έργο του Α. Εser, Wahrnehmung berechtigter Interessen als allgemeiner Rechtfertigungsgrund, 1969. Για το περιεχόμενο του συγκεκριμένου λόγου άρσης του αδίκου ειδικώς στην ελβετική έννομη τάξη, βλ. G. Stratenwerth, Schweizerisches Strafrecht, AT I, 4η έκδ., 2011, σελ. 250 επ.· BSK StGB-K. Seelmann, 3η έκδ., 2013, Άρθρ. 14 πλαγιάρ. 25 επ. με περαιτέρω παραπομπές.
[83] BGer, 6B_305/2011 (12.12.2011), σκέψη 4. Το κείμενο της απόφασης είναι διαδικτυακά προσπελάσιμο σε: https://www.bger.ch/ext/eurospider/live/de/php/aza/http/index.php?lang=de&type=highlight_simple_query&page=1&from_date=&to_date=&sort=relevance&insertion_date=&top_subcollection_aza=all&query_words=6B_305&rank=7&azaclir=aza&highlight_docid=aza%3A%2F%2F12-12-2011-6B_305-2011&number_of_ranks=1063 (τελευταία επίσκεψη: 01.05.2018). Aπό τη θεωρία, βλ. Α. Donatsch/M. Thommen/W. Wohlers, Strafrecht IV, Delikte gegen die Allgemeinheit, 5η έκδ., 2017, σελ. 585.· D. Jositsch/ C.V. Brunner, Whistleblowing als Rechtfertigungsgrund, AJP 2012, σελ. 482 επ. με κριτικές παρατηρήσεις επί της προαναφερόμενης αποφάσεως του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου. Ειδικά για το ζήτημα των λόγων άρσης του αδίκου της παραβίασης του τραπεζικού απορρήτου στην Ελβετία, βλ. BSK BankG-G. Stratenwerth, 2η έκδ, 2013, Άρθρ. 47, πλαγιαρ. 25 επ. και ιδίως 28 επ.· για την περίπτωση της υποβολής καταγγελιών (whistleblowing) και την παραβίαση του τραπεζικού απορρήτου, βλ. D. Jositsch/M. Conte, Bankgeheimnisverletzung durch Whistleblowing, SJZ 113/2017, σελ. 357 επ.
[84] Βλ. π.χ. οδηγία (EE) 2016/943 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 8ης Ιουνίου 2016 περί προστασίας της τεχνογνωσίας και των επιχειρηματικών πληροφοριών που δεν έχουν αποκαλυφθεί (εμπορικό απόρρητο) από την παράνομη απόκτηση, χρήση και αποκάλυψή τους, EE L 157/1 της 15.06.2016, όπου στην παρ. 20 του προοιμίου αναφέρεται: «Τα μέτρα, οι διαδικασίες και τα μέσα ένδικης προστασίας που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να περιορίζουν τις ενέργειες καταγγελίας δυσλειτουργιών. Επομένως, η προστασία των εμπορικών απορρήτων δεν θα πρέπει να εκτείνεται στις περιπτώσεις στις οποίες η αποκάλυψη του εμπορικού απορρήτου εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, εφόσον αποκαλύπτεται αμέσως ένα πταίσμα, αδικοπρακτική συμπεριφορά ή παράνομη δραστηριότητα. Αυτό δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ότι παρεμποδίζει τις αρμόδιες δικαστικές αρχές να επιτρέψουν μια εξαίρεση όσον αφορά την εφαρμογή μέτρων, διαδικασιών και μέσων ένδικης προστασίας αν ο εναγόμενος είχε κάθε λόγο να πιστεύει καλή τη πίστει ότι η συμπεριφορά του πληρούσε τα κατάλληλα κριτήρια της παρούσας οδηγίας.». Το περιεχόμενο της οδηγίας, με προθεσμία ενσωμάτωσής της στο εθνικό δίκαιο τις 09.06.2018, είναι προσπελάσιμο διαδικτυακά σε: https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/HTML/?uri=CELEX:32016L0943&from=EN (τελευταία επίσκεψη: 01.05.2018)
[85] Συνολικά για τα ενωσιακά νομοθετήματα βλ. πάντως στο παράρτημα υπ’ αριθμ. 5 της από 23.04.2018 πρότασης οδηγίας της Επιτροπής για την προστασία των whistleblower σε περιπτώσεις καταγγελιών παραβιάσεων του ενωσιακού δικαίου, σελ. 87 επ., το κείμενο του οποίου είναι διαδικτυακά προσπελάσιμο σε: https://ec.europa.eu/info/sites/info/files/1-11_annexes.pdf (τελευταία επίσκεψη: 01.05.2018).
[86] Ομοίως, σελ. 90.
[87] Κυρίως με βάση τα άρ. 22α και 22β του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης των Υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως ισχύουν. Βλ. σχετικώς Μ. Στυλιανίδου, Προστασία των εργαζόμενων μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος στο δημόσιο τομέα. Οι whistleblowers σε Διεθνείς Οργανισμούς και σε κράτη της Ευρώπης, 2017, σελ. 69 επ. και ιδίως σελ.73 επ.
[88] Συγκεκριμένα πρόκειται για το άρθρο 32 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου για την κατάχρηση της αγοράς (κανονισμός για την κατάχρηση της αγοράς) και την κατάργηση της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 2003/124/ΕΚ, 2003/125/ΕΚ και 2004/72/ΕΚ, EΕ L 173 της 12.6.2014. Το κείμενο του Κανονισμού είναι διαδικτυακά προσπελάσιμο σε:
https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/HTML/?uri=CELEX:32014R0596&from=EL (τελευταία επίσκεψη: 01.05.2018).
[89] Πρβλ. παρ’ ημίν και την απόφαση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα 14/2008, το κείμενο της οποία είναι διαδικτυακά προσπελάσιμο σε: http://www.dpa.gr/portal/page?_pageid=33%2C15453&_dad=portal&_schema=PORTAL&_piref33_15473_33_15453_15453.etos=2008&_piref33_15473_33_15453_15453.arithmosApofasis=14&_piref33_15473_33_15453_15453.thematikiEnotita=-1&_piref33_15473_33_15453_15453.ananeosi=%CE%91%CE%BD%CE%B1%CE%BD%CE%AD%CF%89%CF%83%CE%B7 (τελευταία επίσκεψη: 01.05.2018).
[90] Σύμφωνα με το άρθρο 32 παρ. 4 του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014, όπ. π.: «Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν την παροχή οικονομικών κινήτρων, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, στα πρόσωπα που προσφέρουν ακριβείς πληροφορίες για πιθανές παραβάσεις του παρόντος κανονισμού εφόσον τα εν λόγω πρόσωπα δεν έχουν άλλη προϋφιστάμενη νομική ή συμβατική υποχρέωση να αναφέρουν τις εν λόγω πληροφορίες, και εφόσον οι πληροφορίες είναι νέες και έχουν ως αποτέλεσμα την επιβολή διοικητικής ή ποινικής κύρωσης ή τη λήψη άλλου διοικητικού μέτρου για την παράβαση του παρόντος κανονισμού.». Βλ. όμως, όπ. π., και την παρ. 74 του προοιμίου του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014, κατά την οποία: «(…) Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να διασφαλίσουν ότι τα συστήματα πληροφοριοδότησης που εφαρμόζουν περιλαμβάνουν μηχανισμούς που παρέχουν ικανοποιητική προστασία σε έναν κατηγορούμενο, ιδιαίτερα όσον αφορά το δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του και διαδικασίες που διασφαλίζουν το δικαίωμα υπεράσπισης και ακρόασης του κατηγορουμένου πριν τη λήψη μιας απόφασης που τον αφορά, καθώς και το δικαίωμα να προσφύγει ενώπιον δικαστηρίου κατά αποφάσεως που τον αφορά.».
[91] Και ιδίως από τον πρόσφατο νόμο Dodd Frank Act του έτους 2010. Βλ. σχετικώς και με επιμέρους αναφορές στο δίκαιο των Η.Π.Α., Η. Fleischer/ K.U. Schmolke, Financial Incentives for Whistleblowers in European Capital Markets Law, European Company Law 9 (2012), σελ. 250 επ.
[92] COM(2018) 218 final, Proposal for a DIRECTIVE OF THE EUROPEAN PARLIAMENT AND OF THE COUNCIL on the protection of persons reporting on breaches of Union law (23.04.2018), διαδικτυακά προσπελάσιμη σε: https://ec.europa.eu/info/sites/info/files/placeholder_8.pdf (τελευταία επίσκεψη: 01.05.2018).
[93] Πρόκειται ιδίως για: το δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης και πληροφόρησης (άρ. 11 ΧΘΔΕΕ), το δικαίωμα για δίκαιες και πρόσφορες συνθήκες απασχόλησης (άρ. 30-31 ΧΘΔΕΕ), τα δικαιώματα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής (άρ. 7 ΧΘΔΕΕ), η προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (άρ. 8 ΧΘΔΕΕ), η προστασία της υγείας (άρ. 35 ΧΘΔΕΕ), η προστασία του περιβάλλοντος (άρ. 37 ΧΘΔΕΕ) και η προστασία του καταναλωτή (άρ. 38 ΧΘΔΕΕ). Βλ. στην αιτιολογική έκθεση της πρότασης οδηγίας της Επιτροπής, σελ. 1-2, 9, διαδικτυακά προσπελάσιμη σε: https://ec.europa.eu/info/sites/info/files/placeholder_8.pdf (τελευταία επίσκεψη: 01.05.2018).
[94] Βλ. στην πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής COM(2018) 218 final, όπ. π., άρθρα 1-2, 4.
[95] Ομοίως, άρθρο 13 παρ. 2-4.
[96] Ομοίως, άρθρα 5-6.
[97] Ομοίως, άρθρο 16 παρ. 2.
[98] Ομοίως άρθρ. 17 παρ. 1.
[99] Ομοίως, άρθρο 17 παρ. 2.
[100] Βλ. στην αιτιολογική έκθεση της πρότασης οδηγίας της Επιτροπής, σελ. 9, καθώς και στο προτεινόμενο άρθρο 16, σελ. 28, σε:
https://ec.europa.eu/info/sites/info/files/placeholder_8.pdf (τελευταία επίσκεψη: 01.05.2018).
[101] Βλ. στην αιτιολογική έκθεση, όπ. π., σελ. 1-2.
[102] Bλ. στο παράρτημα υπ’ αριθμ. 6 της από 23.04.2018 πρότασης οδηγίας της Επιτροπής για την προστασία των καταγγελλόντων σε περιπτώσεις παραβιάσεων του ενωσιακού δικαίου, σελ. 125 επ., διαδικτυακά προσπελάσιμο σε: https://ec.europa.eu/info/sites/info/files/1-11_annexes.pdf (τελευταία επίσκεψη: 01.05.2018).
[103] R. Kölbel, Whistleblowing in Europe, σε: J. van Erp/ W. Huisman/ G. Walle (Ed.), The Routledge Handbook of White-Collar and Corporate Crime in Europe, 2015, σελ. 425 επ.
[104] Βλ. π.χ. R. Hefendehl, FS-Amelung, 2009, σελ. 625 επ.
[105] R. Hefendehl, FS-Amelung, 2009, σελ. 626· R. Kölbel, Whistleblowing in Europe, όπ. π., σελ. 426.
[106] Ομοίως, R. Hefendehl, σελ. 633 επ., 643.
[107] Ήτοι: δωροληψία πολιτικών αξιωματούχων (άρ. 159 ΠΚ), δωροδοκία πολιτικών αξιωματούχων (άρ. 159Α ΠΚ), δωροληψία υπαλλήλου (άρ. 235 ΠΚ), δωροδοκία υπαλλήλου (άρ. 236 ΠΚ), δωροληψία και δωροδοκία δικαστικών λειτουργών (άρ. 237 ΠΚ) και εμπορία επιρροής (άρ. 237 Α ΠΚ).
[108] Στο σκέλος πάντως του διοικητικού δικαίου, προβλέπονται, μετά τις μεταρρυθμίσεις του Ν. 4254/2014, ήδη συγκεκριμένες απαγορεύσεις αντιποίνων εις βάρος των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος, διοικητικών υπαλλήλων: i. με βάση το άρ. 26 παρ. 4 του ν. 3528/2007, όπως ισχύει, δεν επιτρέπεται καμία δυσμενής διακριτική μεταχείριση εις βάρους τους, καθώς: «Ο υπάλληλος που έχει χαρακτηρισθεί ως μάρτυς δημοσίου συμφέροντος κατά το άρθρο 45Β του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, δεν παραλείπεται σε διαδικασία προαγωγής ούτε υπόκειται σε οποιαδήποτε πειθαρχική διαδικασία ή τιμωρείται, απολύεται ή καθ’ οιονδήποτε τρόπο υφίσταται άλλη δυσμενή διακριτική μεταχείριση αμέσως ή εμμέσως και ιδίως σε θέματα υπηρεσιακής εξέλιξης, μετακίνησης ή τοποθέτησης, κατά τη διάρκεια του αναγκαίου για τη δικαστική διερεύνηση της υπόθεσης χρόνου.»· ii. με βάση το άρ. 110 παρ. 6 του ν. 3528/2007, όπως ισχύει, προβλέπεται ότι το σχετικό βάρος απόδειξης σε πειθαρχικές διαδικασίες συντρέχει υπέρ των καταγγελλόντων, καθώς: «Αν σε υποθέσεις σχετικές με τις αξιόποινες πράξεις των άρθρων 159, 159Α, 235, 236, 237 και 237Α του Ποινικού Κώδικα ασκείται πειθαρχική δίωξη εναντίον υπαλλήλου ο οποίος, με τις πληροφορίες που παρέσχε στις διωκτικές αρχές, συνέβαλε ουσιωδώς στην αποκάλυψη και δίωξη τους, για τη συνέχιση της διαδικασίας το πειθαρχικό όργανο οφείλει να αποδείξει ότι η δίωξη που άσκησε δεν οφείλεται στην προαναφερθείσα ουσιώδη συμβολή του υπαλλήλου.»· iii. με βάση το άρ. 125 παρ. 4 του ν. 3528/2007, όπως ισχύει, προστατεύεται η ανωνυμία του καταγγέλλοντος υπαλλήλου, ως εξής: «Κατά την προκαταρκτική εξέταση που ενεργείται για υποθέσεις σχετικές με τις αξιόποινες πράξεις των άρθρων 159, 159Α, 235, 236, 237 και 237Α του Ποινικού Κώδικα, προστατεύεται πλήρως η ανωνυμία των υπαλλήλων, οι οποίοι, χωρίς να εμπλέκονται καθ’ οιονδήποτε τρόπο στην τέλεση των ως άνω πράξεων ή να αποβλέπουν σε ίδιον όφελος, συμβάλλουν ουσιωδώς, με τις πληροφορίες που παρέχουν, στην αποκάλυψη και δίωξη τους, ακόμα και αν αυτοί δεν έχουν χαρακτηρισθεί ως μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος κατά το άρθρο 45Β του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Μετά το πέρας της προκαταρκτικής εξετάσεως η ανωνυμία του υπαλλήλου προστατεύεται εφόσον αυτός υπάγεται στο καθεστώς της παραγράφου 7 του άρθρου 9 του ν. 2928/2001.».
[109] Πρόκειται συγκεκριμένα για μέτρα προστασίας από πράξεις εκφοβισμού ή αντεκδίκησης σε βάρος των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος όσο και γενικότερα οποιοδήποτε άλλου πρόσωπου συμβάλλει ουσιωδώς στην αποκάλυψη των αξιόποινων πράξεων του άρ. 45Β ΚΠΔ, όπως επίσης και των οικείων των εν λόγω προσώπων, με βάση την παρ. 7 του άρ. 9 του ν. 2928/2001, όπως προστέθηκε με την παρ. 2 της υποπαραγράφου ΙΕ.17. άρθρου πρώτου του Ν. 4254/2014.· τα μέτρα αυτά, σύμφωνα με το άρ. 9 παρ. 2 του ν. 2928/2001, όπως ισχύει, είναι: η φύλαξη με κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό της αστυνομίας, η κατάθεση με χρήση ηλεκτρονικών μέσων ηχητικής και οπτικής ή μόνο ηχητικής μετάδοσής της, η μη αναγραφή στην έκθεση εξέτασης του ονόματος, του τόπου γέννησης, κατοικίας και εργασίας, του επαγγέλματος και της ηλικίας, η μεταβολή των στοιχείων ταυτότητας, η μετεγκατάσταση σε άλλες χώρες, καθώς και η μετάθεση ή μετάταξη ή απόσπαση για αόριστο χρονικό διάστημα. Από τη θεωρία, βλ. Κ. Βαθιώτη, Η προστασία μαρτύρων κατά το άρθρο 9 του Νόμου 2928/2001, ΠοινΧρ ΝΑ΄ (2001), σελ. 1045 επ· Θ. Δαλακούρα, Προστασία μαρτύρων: Ένα δικαιοκρατικό στοίχημα, ΠοινΔικ 2004, σελ. 1166 επ.
[110] Πρβλ. Ν. Λίβο, Η συμβολή των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος (whistleblowers) στην καταπολέμηση του φαινομένου της διαφθοράς, στον τόμο: Η ποινική διαχείριση της δωροδοκίας - Δυνατότητες και όρια, Πρακτικά από το ομότιτλο 6ο Συνέδριο της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων, 2013, σελ. 472, 476.
[111] Για την μέχρι τώρα εφαρμογή του άρθρ. 45Β ΚΠΔ, βλ. τη δημοσιευμένη στον νομικό τύπο ΠραξΕισΕφΑθ 7/2015, ΠοινΔικ 2015, σελ. 417 επ., με παρατηρήσεις Ι. Κουσουλού. Επρόκειτο για πράξη με τον οποία χαρακτηρίστηκε ως μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος υπάλληλος για υπόθεση καταγγελίας πράξεων κακοδιαχείρισης και κατάχρησης εξουσίας στη Δ.Ε.Η. Α.Ε. Σύμφωνα με την Φ. Παναγοπούλου-Κουτνατζή, όπ. π., σελ. 66 με περαιτέρω παραπομπές, η εν λόγω εισαγγελική πράξη στη συνέχεια ανακλήθηκε και ο καταγγέλλων απολύθηκε.
[112] Πρβλ. W.A. Schabas, The European Convention on Human Rights. A Commentary, 2015, 286 επ.· Θ. Δαλακούρα, Η αποχή από την ποινική δίωξη ως εναλλακτική μορφή περάτωσης της ποινικής διαδικασίας, ΠοινΧρ ΞΔ΄ (2014), υποσημ. 11, σελ. 322.
[113] Ν. 4443/2016 (Φ.Ε.Κ. Α’ 232/09.12.2016). Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη: «Άρθρο 39 Αναφορά παραβάσεων [άρθρο 32 του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014].
1. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς καθορίζονται, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην εκτελεστική Οδηγία (ΕΕ) 2015/2392 της Επιτροπής, κατάλληλες διαδικασίες και μηχανισμοί που επιτρέπουν την υποβολή σε αυτήν αναφορών παραβάσεων ή ενδεχόμενων παραβάσεων του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014 και περιλαμβάνουν τουλάχιστον:
α) ειδικές διαδικασίες για τη λήψη αναφορών παραβάσεων και την παρακολούθησή τους, συμπεριλαμβανομένης της καθιέρωσης ασφαλών διαύλων επικοινωνίας για τις εν λόγω αναφορές,
β) κατάλληλη προστασία προσώπων που εργάζονται δυνάμει σύμβασης εργασίας ή παροχής υπηρεσιών και τα οποία αναφέρουν παραβάσεις ή κατηγορούνται για παραβάσεις, τουλάχιστον έναντι αντιποίνων, διακρίσεων ή άλλων μορφών άδικης μεταχείρισης, στο πλαίσιο της εργασίας τους και
γ) προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τόσο του προσώπου που αναφέρει την παράβαση όσο και του φυσικού προσώπου το οποίο φέρεται ότι διέπραξε αυτήν, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας σε σχέση με τη διατήρηση του εμπιστευτικού χαρακτήρα της ταυτότητας των εν λόγω προσώπων, σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων δημοσιοποίησης των πληροφοριών δυνάμει της κείμενης νομοθεσίας στο πλαίσιο ερευνών ή μετέπειτα δικαστικών διαδικασιών.
2.Οι εργοδότες που συμμετέχουν σε δραστηριότητες οι οποίες υπάγονται στο ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει την παροχή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, θεσπίζουν κατάλληλες εσωτερικές διαδικασίες, ώστε να μπορούν οι εργαζόμενοί τους να αναφέρουν παραβάσεις του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014.».
[114] Συγκεκριμένα πρόκειται για: τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου για την κατάχρηση της αγοράς, όπ. π., και την εκτελεστική οδηγία (EE) 2015/2392 της Επιτροπής, της 17ης Δεκεμβρίου 2015, για τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά την υποβολή αναφορών στις αρμόδιες αρχές σχετικά με πραγματικές ή πιθανές παραβάσεις του εν λόγω κανονισμού, ΕΕ L 332 16 της 18.12.2015, διαδικτυακά προσπελάσιμη σε: https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/HTML/?uri=CELEX:32015L2392&from=EL (τελευταία επίσκεψη: 01.05.2018).
[115] Βλ. σχετικώς στην αιτιολογική έκθεση το άρθρο 39 του Ν. 4443/2016, σελ. 16, διαδικτυακά προσπελάσιμη σε: https://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/2f026f42-950c-4efc-b950-340c4fb76a24/e-odew-eis.pdf (τελευταία επίσκεψη:01.05.2018).
[116] Bλ. την Απόφαση 1/798/12.10.2017 (Φ.Ε.Κ. Β’ 3866/03.11.2017, σελ. 46827 επ.) του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, υπό τον τίτλο: “Προσαρμογή στην Εκτελεστική Οδηγία (ΕΕ) 2015/2392 της Επιτροπής της 17ης Δεκεμβρίου 2015 για τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά την υποβολή αναφορών στις αρμόδιες αρχές σχετικά με πραγματικές ή πιθανές παραβάσεις του εν λόγω κανονισμού.”.