“Proportionate sentencing is
designed to avoid unjust results”[1]
Εισαγωγή στον Νομικό Προβληματισμό
Με αφορμή μία πρόσφατη δικανική κρίση, η οποία απασχόλησε την επικαιρότητα, ήλθε εκ νέου στο νομικό προσκήνιο το ζήτημα της αρχής της αναλογικότητας στο πλαίσιο του ποινικού δικαίου και του τρόπου επιβολής ποινών εκ μέρους των δικαστηρίων της χώρας. Η υπό κρίση υπόθεση αφορούσε σε ένα εν πολλοίς ακανθώδες θέμα, για το οποίο η θετικιστική νομική σκέψη δύναται να τεθεί υπό αμφισβήτηση ή ακόμα και να έρθει σε ρήξη με το κοινό περί δικαίου αίσθημα. Επρόκειτο για το ζήτημα της πρόσληψης στον δημόσιο τομέα στη βάση της χρήσης πλαστών πιστοποιητικών.
Στο πλαίσιο του εν λόγω άρθρου δεν θα γίνει προσπάθεια διατύπωσης μίας κρίσης περί ορθότητας ή μη της συγκεκριμένης δικαστικής απόφασης, αλλά θα αναδειχθούν ζητήματα αναλογικότητας και επιβολής των προβλεπόμενων από το νόμο ποινικών κυρώσεων. Αναλυτικότερα, θα προσεγγιστεί η έννοια και η σημασία της αρχής της αναλογικότητας στο ποινικό δίκαιο υπό το πρίσμα της επιβολής ποινών, προκειμένου να αναζητηθούν τυχόν αστοχίες ή παραβλέψεις του Έλληνα νομοθέτη και να προταθούν λύσεις στο πλαίσιο της ελληνικής έννομης τάξης.
Αναλογικότητα και επιβολή ποινικών κυρώσεων
Μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος του 2001, η άλλοτε ερειδόμενη στην προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας αρχή της αναλογικότητας πλέον ρητώς προβλέπεται στο άρθρο 25 παρ.1 εδ.δ του Συντάγματος, αποκτώντας έτσι υπερνομοθετική ισχύ. Εντούτοις, συχνά παρατηρείται στη δικαστηριακή πρακτική το φαινόμενο «όμοιες κατά τα ουσιώδη πράξεις να τιμωρούνται ενίοτε με τελείως διαφοροϋψείς ή διαφοροειδείς ποινές»[2]. Η διαπίστωση αυτή από μόνη της χρήζει μίας περαιτέρω διερεύνησης, με στόχο τον εντοπισμό των κριτηρίων εκείνων που τελικώς συνδιαμορφώνουν την έννοια της αναλογικότητας.
Σύμφωνα με την κλασική αντίληψη περί αναλογικότητας, όχι μόνον στον κλάδο του ποινικού δικαίου αλλά σε κάθε νομικό τομέα, τρία είναι κατά βάση τα στοιχεία που συναποτελούν την υπό κρίση έννοια. Καταρχάς, το χρησιμοποιούμενο μέσο θα πρέπει να είναι κατάλληλο/πρόσφορο προς επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού (προσφορότητα). Ταυτόχρονα, ο συγκεκριμένος στόχος προϋποτίθεται ότι επιτυγχάνεται όχι μόνο με ένα κατάλληλο αλλά και συνάμα και με το αναγκαίο μέσο, δηλ. το λιγότερο επαχθές για την ικανοποίηση του σκοπού (αναγκαιότητα) [3].Το υπό εξέταση μέτρο, περαιτέρω, απαιτείται να είναι και εν στενή εννοία ανάλογο, ήτοι οι δυσμενείς συνέπειες από τη λήψη του να μην είναι δυσανάλογες εν συγκρίσει με τα επιδιωκόμενα οφέλη (stricto sensu αναλογικότητα)[4].
Μολαταύτα, ειδικώς στον κλάδο του ποινικού δικαίου εξέχουσα σημασία έχει μια άλλη προσέγγιση της αρχής αναλογικότητας, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί εναργώς από το πρότυπο της δίκαιης ανταπόδοσης και τον βασικό εκπρόσωπό του, Andrew von Hirsch. Αυτή έχει δύο εκφάνσεις: Ο τρόπος επιβολής μίας ποινής επί μίας εγκληματικής πράξης σε σχέση με την επιβαλλόμενη επί άλλου εγκλήματος ποινικής κύρωσης αποτελεί τη μία μορφή της αναλογικότητας, αυτή που έχει χαρακτηρισθεί ως σχετική (ordinal) αναλογικότητα. Από την άλλη πλευρά, συναντάται και η λεγόμενη βασική (cardinal) αναλογικότητα, η οποία σχετίζεται με τα συνολικά επίπεδα τιμωρητικότητας που κάθε έννομη τάξη επιλέγει για τη διαμόρφωση του ποινικού της συστήματος[5]. Πιο συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της σχετικής αναλογικότητας, ενδιαφέρει αποκλειστικά πώς η προβλεπόμενη ποινή για ένα έγκλημα Χ καθίσταται ανάλογη, συγκρινόμενη (συσχετιζόμενη) με την επιβαλλόμενη ποινική κύρωση ως προς το έγκλημα Ψ, βάσει της βλάβης (harm) που προκαλεί η εγκληματική πράξη και της ενοχής (culpability) του δράστη. Αντιθέτως, η βασική αναλογικότητα αφορά στην επιλογή του κάθε εθνικού νομοθέτη ως προς το ύψος εν συνόλω των προβλεπόμενων ποινών, δηλαδή σχετίζεται με την γενική έποψη του υιοθετημένου συστήματος ποινών[6].
Κατόπιν όλων των ανωτέρω εννοιολογικών επισημάνσεων, επιτακτικά προβάλλει η ανάγκη για διερεύνηση των δυνατοτήτων εξεύρεσης της ανάλογης ποινής στη βάση του αδίκου -που στις ηπειρωτικές έννομες τάξεις αντιστοιχεί grosso modo στην βλάβη (harm) καθώς και της ενοχής. Σχετικώς έχουν υποστηριχθεί τρεις θεωρίες, όπως καθίσταται προφανές, παρουσιάζουν μεγάλη πρακτική σημασία, ιδίως στον τομέα της επιμέτρησης της ποινής. Σύμφωνα με μία πρώτη άποψη, η οποία πλέον τυγχάνει ισχνής υποστήριξης, ορθή και ανάλογη είναι κάθε ποινή, αρκεί αυτή να εντοπίζεται εντός του πλαισίου του νόμου. Ως εκ τούτου, ο δικαστής έχει μία ευρεία ευχέρεια να επιβάλει οποιαδήποτε ποινή εντός των νομίμων ορίων, χωρίς καμία κρίση του να μπορεί να θεωρηθεί λανθασμένη ή δυσανάλογη. Από την άλλη πλευρά, βάσει μίας δεύτερης εντελώς αντίθετης θεωρίας, αν και ο νόμος θέτει πλαίσια ποινών, ανάλογη είναι μία και μόνη ποινική κύρωση, με αποτέλεσμα να μην καθίσταται δυνατή καμία απόκλιση ή προσέγγιση. Σε μία προσπάθεια εναρμόνισης των δύο αυτών απόψεων, έχει αναπτυχθεί μία τρίτη μέση θεωρία, η «θεωρία πλαίσιο» (Spielraumtheorie), οι υποστηρικτές της οποίας προτείνουν ως ανάλογη ποινή εκείνη που προκύπτει από ένα ειδικότερο πλαίσιο ποινών, στενότερο από αυτό του νομοθετικού πλαισίου[7].
Εντοπιζόμενα προβλήματα και μια πρόταση
Είναι, βέβαια, σαφές ότι υπάρχουν περιπτώσεις που τα ελληνικά δικαστήρια εφαρμόζουν λανθασμένα την αρχή της αναλογικότητας, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ενίοτε η εντύπωση στους κοινωνούς του δικαίου -νομικούς και μη- μίας επιλεκτικής επιβολής των ποινών. Ωστόσο, κατά τη γνώμη του γράφοντος, το πρόβλημα δεν εντοπίζεται μόνο σε επίπεδο εφαρμογής του δικαίου αλλά και σε επίπεδο νομοθέτησης.
Οι υπερβολικά υψηλές ποινές που προέβλεπε ο μέχρι πρότινος ισχύσας Ποινικός Κώδικας και οι οποίες μόνο ονομαστικά προβλέπονταν δημιούργησαν προβλήματα άμεσα σχετιζόμενα με την αρχή της αναλογικότητας. Παρατηρείται, δηλαδή, μία αντιφατικότητα του προϊσχύσαντος συστήματος ποινών, δεδομένου ότι, μολονότι από τη μία ορίζονται αρκετά υψηλές ποινές, αυτές στην πράξη ελαττώνονται σημαντικά ή δεν εκτελούνται καν λόγω των επιμέρους ρυθμίσεων έμμεσης μείωσής τους (βλ. μετατροπή, αναστολή, ευεργετικός υπολογισμός, υφ’ όρον απόλυση κλπ)[8]. Περαιτέρω, η ευρεία εφαρμογή του νόμου 1608/1950 περί καταχραστών του δημοσίου, ο οποίος αποτελεί μία από τις κεντρικές νομικές βάσεις σε υποθέσεις πρόσληψης στο Δημόσιο με πλαστά πιστοποιητικά κι ο οποίος αποτιμάται ως ένας ιδιαίτερα ανελαστικός και παρωχημένος νόμος, πολλές φορές οδηγεί σε δυσανάλογα αποτελέσματα. Όλα τα παραπάνω θέτουν ζητήματα αναλογικότητας των ποινών, τα οποία αφορούν γενικώς σε όλο το σύστημα επιβολής ποινών.
Προς αντιμετώπιση του ζητήματος αυτού, το οποίο στην πραγματικότητα αποτελεί πρόβλημα κατά πρώτον ορθής κατοχύρωσης και εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητας, προτείνεται η ευθεία παρέμβαση του νομοθέτη στη μείωση των προβλεπόμενων ποινών. Παίρνοντας, μάλιστα, ως βάση το προσφάτως διαμορφωθέν σχέδιο του νέου Ποινικού Κώδικα που πλέον αποτελεί ισχύον δίκαιο, κάθε προσπάθεια μείωσης των ποινών και αντιμετώπισης της προαναφερθείσας αντιφατικότητας του νομοθέτη πρέπει να γίνει ευρέως αποδεκτή. Μολαταύτα, στο σημείο αυτό χρήζει επισήμανσης ότι μόνη η μείωση ως προς τα maxima των ποινών δεν θα καταστήσει εφικτή την επίλυση του προβλήματος αυτού. Ως λύση, επομένως, προτείνεται η άμεση μείωση των ποινικών κυρώσεων ως προς το maximum όσο και ως προς το minimum των ποινών, ώστε η αρχή της αναλογικότητας μεταξύ πράξης και ποινής να καταστεί ουσιαστικά εφαρμόσιμη.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Andrew von Hirsch, Andrew Asworth, Proportionate Sentencing: Exploring the Principles, Oxford Monographs on Criminal Law and Justice, First Edition.
[2].Νικόλαος Ανδρουλάκης, Το δίκαιο της επιμέτρησης της ποινής, σε: Πρακτικά του Α΄ Πανελλήνιου Συνεδρίου της Ελληνικής Εταιρίας Ποινικού Δικαίου, εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα 1987.
[3]. Νικόλαος Γ. Δημητράτος, Αρχή της αναλογικότητας και επιβολή ποινικών κυρώσεων στην ελληνική έννομη τάξη, Νομικό Βήμα 1/2007, σ. 45.
[4]. Βλ. αντί πολλών, Ν. Ανδρουλάκη, Ποινικό Δίκαιο- Γενικό Μέρος, 2000, σ. 51 επ., Χρίστος Χ. Μυλωνόπουλο, Ποινικό Δίκαιο-Γενικό Μέρος 1, Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 2007, σ. 13-15, Σπύρο Βλαχόπουλο, Θεμελιώδη Δικαιώματα, Νομική Βιβλιοθήκη, 2017, σ. 25-26.
[5]. Andrew von Hirsch, Andrew Asworth, Proportionate Sentencing: Exploring the Principles, Oxford Monographs on Criminal Law and Justice, First Edition.
[6]. Βλ. για μεγαλύτερη εμβάθυνση Andrew Asworth, Sentencing and Criminal Justice, Fourth Edition, Cambridge, σ. 102-150, Jesper Ryberg, The ethics of proportionate punishment- A critical investigation, Kluwer Academic Publishers, 2004, κεφάλαια 2 και 3.
[7]. Ι. Μανωλεδάκης, Ποινολογία (άρθρα 50-133 ΠΚ), Εκδόσεις Σάκκουλα, ζ΄ έκδοση.
[8]. Τόνια Τζαννετάκη, Η στρατηγική έμμεσης μείωσης των ποινών: η εξάντληση των ορίων της και η ανάγκη αλλαγής παραδείγματος, περιοδικό The art of crime, Νοέμβριος 2016.