Α. Εισαγωγικές επισημάνσεις
Το έτος 2009, με το Ψήφισμα του Συμβουλίου «για έναν οδικό χάρτη για την ενίσχυση των δικονομικών δικαιωμάτων των υπόπτων ή κατηγορουμένων σε ποινικές διαδικασίες»[1], αναγνωρίστηκε η ανάγκη υιοθέτησης μέτρων για την προστασία των δικονομικών δικαιωμάτων, ώστε να βελτιωθεί η ισορροπία σε σχέση με τα μέτρα κατασταλτικής φύσης που είχαν ήδη θεσπισθεί κατά τον χρόνο εκείνο[2]. Μεταξύ άλλων, προτάθηκε η θέσπιση μέτρων υπέρ των υπόπτων και των κατηγορουμένων για την ενίσχυση των δικαιωμάτων στην παροχή νομικών συμβουλών και στο ευεργέτημα πενίας[3], λόγω της θεμελιώδους αξίας τους για τη διασφάλιση του δίκαιου χαρακτήρα της διαδικασίας.
Στη συνέχεια, αξιοποιώντας ως νομική βάση τη διάταξη του άρθρου 82§2 εδ. γˊ περ. βˊ ΣΛΕΕ (για τη θέσπιση ελάχιστων κανόνων για τα δικαιώματα των προσώπων στην ποινική διαδικασία), ο ενωσιακός νομοθέτης εξέδωσε τις αντίστοιχες οδηγίες, οι οποίες, όπως παρατηρείται, «συγκροτούν ήδη ένα corpus minimum ενωσιακής ποινικής δικονομίας»[4]. Με αυτές, η ΕΕ θεσπίζει ελάχιστους κανόνες[5], που αφορούν στα δικαιώματα των υπόπτων, των κατηγορουμένων και των εκζητουμένων βάσει ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης (ΕΕΣ) και καλύπτουν –εν μέρει– ένα μέχρι πρότινος υφιστάμενο σημαντικό κενό της ενωσιακής νομοθεσίας.
Ο ρόλος του συνηγόρου υπεράσπισης, όπως έχει λεχθεί εύγλωττα από τον Μαγκάκη, γίνεται αντιληπτός «ως μοναδικός κοινωνικός θεσμός που εκφράζει με άμεσο τρόπο την ιδιοτυπία του πολιτισμού μας και την αγωνιώδη προσπάθεια του ανθρώπου να επιτελέσει κατά συνείδηση το φοβερό και για κείνον που κρίνει έργο της απονομής ποινικής δικαιοσύνης»[6]. Χωρίς τη διασφάλιση του –θεμελιώδους[7]– δικαιώματος πρόσβασης σε συνήγορο, οι ποινικές διαδικασίες δεν μπορούν επ’ ουδενί λόγω να θεωρηθούν συμβατές με τα κριτήρια δικαιότητας, που τάσσει η ενωσιακή δικαιοταξία κατ’ άρθρα 47 εδ. γˊ και 48§2 ΧΘΔΕΕ, τηρητέου του άρθρου 6§§1, 3 περ. γˊ ΕΣΔΑ (κατά την επιταγή της ομοιογένειας του άρθρου 52§3 εδ. αˊ ΧΘΔΕΕ[8]).
Σχετικώς, στο ενωσιακό επίπεδο έχουν εκδοθεί α) η Οδηγία 2013/48/ΕΕ «σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας και διαδικασίας εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, καθώς και σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης τρίτου προσώπου σε περίπτωση στέρησης της ελευθερίας του και με το δικαίωμα επικοινωνίας με τρίτα πρόσωπα και με προξενικές αρχές κατά τη διάρκεια της στέρησης της ελευθερίας»[9] και β) η Οδηγία (ΕΕ) 2016/1919 «σχετικά με τη δικαστική αρωγή για υπόπτους και κατηγορουμένους στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών και για καταζητουμένους σε διαδικασίες εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης»[10]. Σημειώνεται ότι οι Οδηγίες αυτές δεν δεσμεύουν το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ιρλανδία και τη Δανία, που δεν συμμετείχαν στην έκδοσή τους κάνοντας “opt-out” από αυτές (σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στα σχετικά πρωτόκολλα που προσαρτήθηκαν στη ΣΕΕ και τη ΣΛΕΕ).
Β. Η Οδηγία 2013/48/ΕΕ
1. Το ρυθμιστικό πλαίσιο της Οδηγίας
Η Οδηγία 2013/48/ΕΕ[11] κατοχυρώνει δύο διακριτά δικαιώματα, δηλαδή α) το δικαίωμα πρόσβασης σε συνήγορο και β) το δικαίωμα ενημέρωσης τρίτου προσώπου και επικοινωνίας με τρίτα πρόσωπα και με προξενικές αρχές κατά τη στέρηση της ελευθερίας. Αντικείμενο της παρούσας εισήγησης είναι αποκλειστικά το πρώτο από αυτά.
α. Πεδίο εφαρμογής
Η Οδηγία εφαρμόζεται επί ποινικής διαδικασίας και επί διαδικασίας εκτέλεσης ΕΕΣ. Στο προστατευτικό πεδίο της δεν εμπίπτουν ποινικές παραβάσεις ήσσονος σημασίας (λ.χ. οδικές παραβάσεις), όταν επ’ αυτών δεν έχει αρμοδιότητα ποινικό δικαστήριο και, σωρευτικά, δεν επαπειλείται ως κύρωση στερητική της ελευθερίας ποινή[12]. Θέμα πάντως μπορεί να ανακύψει όταν, παρά ταύτα, η κύρωση –έστω και μη στερουμένης της ελευθερίας– έχει ποινικά αυστηρό χαρακτήρα[13], οπότε η ρύθμιση αυτή δεν πρέπει να εφαρμόζεται ως περιστέλλουσα ανεπίτρεπτα το θεμελιώδες δικαίωμα του καθ’ ου σε συνήγορο.
Περαιτέρω, ορίζεται[14] ότι η Οδηγία εφαρμόζεται επί υπόπτων και κατηγορουμένων «από τη στιγμή που λαμβάνουν γνώση από τις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους, μέσω επίσημης ειδοποίησης ή με άλλο τρόπο, ότι θεωρούνται ύποπτοι ή κατηγορούνται για την τέλεση αξιόποινης πράξης [...]», αλλά και επί άλλων προσώπων όταν «κατά τη διάρκεια της εξέτασης από την αστυνομία ή άλλες αρχές επιβολής του νόμου, καθίστανται ύποπτοι ή κατηγορούμενοι».
β. Περιεχόμενο του δικαιώματος
i) Χρόνος ισχύος
Το δικαίωμα των υπόπτων και κατηγορουμένων να έχουν πρόσβαση σε συνήγορο εξασφαλίζεται «εντός προθεσμίας και κατά τρόπο που να επιτρέπει στους ενδιαφερομένους να ασκούν τα δικαιώματα υπεράσπισής τους πρακτικά και αποτελεσματικά»[15]. Ο ύποπτος/κατηγορούμενος έχει το εν λόγω δικαίωμα «χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση» (και όχι άνευ ετέρου αμέσως). Το δικαίωμά του ισχύει κατά τα εξής στάδια της ποινικής διαδικασίας[16]: «α) προτού εξεταστ[εί] από την αστυνομία ή άλλη αρχή επιβολής του νόμου ή δικαστική αρχή β) κατά τη διενέργεια ερευνητικής πράξης ή άλλης πράξης συλλογής αποδεικτικών στοιχείων από ερευνητική ή άλλη αρμόδια αρχή […] γ) χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά τη στέρηση της ελευθερίας δ) όταν έχ[ει] κλητευθεί ενώπιον δικαστηρίου με δικαιοδοσία σε ποινικές υποθέσεις, εγκαίρως πριν παραστ[εί] ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου»[17]. Η τήρηση των χρονικών αυτών σημείων είναι, ευνόητα, καίριας σημασίας για την αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος και για τη διασφάλιση της δικαιότητας της (σύνολης) διαδικασίας.
Το δικαίωμα του εκζητουμένου βάσει ΕΕΣ διαφοροποιείται εν μέρει, λόγω της μη πρόβλεψης των προαναφερθεισών «χρονικών στιγμών» (των σταδίων της διαδικασίας), που προβλέπονται για τον ύποπτο/κατηγορούμενο. Ο εκζητούμενος έχει το εν λόγω δικαίωμα στο κράτος εκτέλεσης του ΕΕΣ «σε κάθε περίπτωση χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά τη στέρηση της ελευθερίας»[18]
ii. Πληροφόρηση για το δικαίωμα
Χάριν της διευκόλυνσης της προσφυγής στις υπηρεσίες συνηγόρου, ο καθ’ ου πρέπει να πληροφορείται την ύπαρξη και το περιεχόμενο του δικαιώματός του[19]. Ωστόσο, κατά την Οδηγία, δεν απαιτείται από τα κράτη μέλη να «εξασφαλίζουν ενεργά» το δικαίωμα δικηγορικής συνδρομής σε όσους υπόπτους/κατηγορούμενους δεν έχουν στερηθεί την ελευθερία τους[20]. Η θέση αυτή του ενωσιακού νομοθέτη μπορεί να οδηγήσει στην απεμπόληση του δικαιώματος, ιδίως σε βάρος ευάλωτων ατόμων (π.χ. ανηλίκων, ατόμων με αναπηρία κ.λπ.), και δεν πρέπει να υιοθετείται στην πράξη. Άλλωστε, με την Οδηγία διασφαλίζεται το ελάχιστο επίπεδο προστασίας και τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να παρέχουν ευρύτερη προστασία, σύμφωνα με τη συνταγματική τους τάξη και την ΕΣΔΑ.
Περαιτέρω, ο εκζητούμενος πληροφορείται για το δικαίωμά του πρόσβασης σε συνήγορο εντός προθεσμίας, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά τη σύλληψη-κράτησή του και κατά τρόπο που του επιτρέπει να ασκήσει τα δικαιώματά του αποτελεσματικά[21]. Η κατοχυρούμενη αυτή πληροφόρησή του αφορά ρητά στο δικαίωμα πρόσβασης σε συνήγορο στο κράτος έκδοσης, αλλ’ όχι και στο κράτος εκτέλεσης –πρόνοια όμως που πρέπει να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνεται αναμφίβολα στη γενική υποχρέωση διασφάλισης του δικαιώματος υπέρ του[22].
Ειδικότερες –και πιο εξασφαλιστικές– ρυθμίσεις περιλαμβάνει η Οδηγία 2012/13/ΕΕ «σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών»[23] (και δη τα άρθρα 3§§1 περ. αˊ, 2, 4§2 αυτής). Οι διατάξεις αυτής, άλλωστε, σύμφωνα με το προοίμιο[24] της Οδηγίας 2013/48/ΕΕ «πρέπει να λαμβάνονται υπόψη» και οι ύποπτοι/κατηγορούμενοι να ενημερώνονται αμέσως για το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο. Σε όσους δε από αυτούς –συμπεριλαμβανομένων των εκζητουμένων βάσει ΕΕΣ[25]– συλλαμβάνονται ή τίθενται υπό κράτηση, πρέπει να παρέχεται αμέσως έγγραφο περιέχον πληροφορίες σχετικά (και) με το εν λόγω δικαίωμα. Λόγω του προστατευτικού αυτού περιεχομένου τους, ορθό εν προκειμένω είναι οι ρυθμίσεις αυτές να τηρούνται απαρέγκλιτα και όχι απλώς «να λαμβάνονται υπόψη».
iii) Επιμέρους δικαιώματα επικοινωνίας και παράστασης
Στο δικαίωμα πρόσβασης σε συνήγορο περιλαμβάνεται το δικαίωμα επικοινωνίας και κατ’ ιδίαν συνάντησης[26] με αυτόν σε οποιοδήποτε διαδικαστικό στάδιο[27], ενδεικτικά πριν από την εξέταση του υπόπτου/κατηγορουμένου από αρχή επιβολής του νόμου (π.χ. από την αστυνομία)[28] ή από δικαστική αρχή. Για να έχει πρακτικό αντίκρισμα η επικοινωνία αυτή, πρέπει ασφαλώς να παρέχεται επαρκής χρόνος ενόσω λαμβάνει χώρα.
Υπέρ του υπόπτου/κατηγορουμένου διασφαλίζεται και το απόρρητο της επικοινωνίας του με τον συνήγορό του. Η επικοινωνία αυτή περιλαμβάνει «τις συναντήσεις, την αλληλογραφία, τις τηλεφωνικές συνομιλίες και άλλες μορφές που επιτρέπονται βάσει του εθνικού δικαίου»[29]. Στο προοίμιο[30] διακηρύσσεται μεν ότι το εν λόγω απόρρητο «είναι βασικό στοιχείο για να εξασφαλισθεί η ουσιαστική άσκηση των δικαιωμάτων υπεράσπισης και αποτελεί ουσιαστικό μέρος του δικαιώματος δίκαιης δίκης» –όπως άλλωστε νομολογείται πάγια από το ΕΔΔΑ[31]. Ωστόσο, παράλληλα έχει τεθεί στο ίδιο σημείο επιφύλαξη ως προς την εφαρμογή του δικαιώματος κατά την εσωτερική νομοθεσία, στις περιπτώσεις που φέρεται αντικειμενικά και τεκμηριωμένα ο συνήγορος να εμπλέκεται από κοινού με τον ύποπτο/κατηγορούμενο στην τέλεση ποινικού αδικήματος. Είναι, όμως, άλλο ζήτημα η άσκηση των ποινικοδιωκτικών εξουσιών των αρμόδιων αρχών και άλλο, ολότελα διαφορετικό, η άσκηση θεμελιώδους δικαιώματος του υπόπτου/κατηγορουμένου. Το δικαίωμα του τελευταίου πρέπει, ασφαλώς, να κατισχύει της άρσης του εν λόγω επικοινωνιακού απορρήτου[32].
Κατά την εξέταση του καθ’ ου, ο συνήγορος μπορεί να παρίσταται και να «συμμετέχει» ενεργητικά[33], γεγονός που καταγράφεται[34]. Κατά το προοίμιο της Οδηγίας –το οποίο πρέπει να γίνεται σεβαστό κατά την εφαρμογή της[35]–, ο ύποπτος/κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα η συμμετοχή του συνηγόρου του να είναι «αποτελεσματική»[36]. Περαιτέρω, ο ύποπτος/κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα παράστασης μετά του συνηγόρου του, όταν υποχρεούται να παραστεί κατά την εκτέλεση συγκεκριμένων ανακριτικών πράξεων και δη τουλάχιστον κατά τη διέλευση προσώπων για αναγνώριση, κατά την εξέταση κατ’ αντιπαράσταση και την αναπαράσταση του εγκλήματος[37]. Για να είναι αποτελεσματική η άσκηση του δικαιώματος υπεράσπισής του[38], πρέπει να γίνει δεκτό ότι και εν προκειμένω ο συνήγορός του δύναται να συμμετέχει ενεργά[39], υποβάλλοντας δηλώσεις κ.λπ.
Αντίστοιχα ασκεί το δικαίωμα πρόσβασης σε συνήγορο ο εκζητούμενος, δηλαδή δυνάμενος να συναντηθεί και να επικοινωνήσει με αυτόν[40] και δη τηρουμένου του απορρήτου χαρακτήρα της μεταξύ τους επικοινωνίας[41]. Ο συνήγορός του μπορεί να είναι παρών και να συμμετέχει κατά την εξέτασή του, γεγονός που καταγράφεται[42]. Η καταγραφή αυτή μπορεί να λειτουργήσει προστατευτικά για τον εκζητούμενο. Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά τις –καίριες εν προκειμένω– επισημάνσεις του προοιμίου, ο συνήγορος του εκζητουμένου δύναται, μεταξύ άλλων, να υποβάλλει ερωτήσεις, να ζητεί διευκρινίσεις και να προβαίνει σε δηλώσεις, πρέπει δε να σημειώνεται η παράστασή του[43]. Ο εκζητούμενος πρέπει να έχει το δικαίωμα επικοινωνίας και κατ’ ιδίαν συνάντησης με τον συνήγορό του στο κράτος εκτέλεσης, κατά τρόπο που να μη θίγεται η «πραγματική» άσκηση του δικαιώματός του[44].
iv) Ειδικές επισημάνσεις ως προς τον εκζητούμενο
Εύστοχα προβλέπεται[45] ότι ο εκζητούμενος έχει το δικαίωμα να διορίσει συνήγορο στο κράτος έκδοσης του ΕΕΣ, ώστε να δύναται να ασκήσει τα δικαιώματά του κατά την οικεία Απόφαση-Πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ[46], και ενημερώνεται σχετικώς[47]. Παραβλέπεται, όμως, ότι στην Απόφαση-Πλαίσιο δεν ορίζονται τα δικαιώματα που δύναται να ασκήσει ο εκζητούμενος στο κράτος έκδοσης, ενόσω εκκρεμεί η διαδικασία εκτέλεσης του ΕΕΣ, αλλά μόνο δικαιώματα που μπορεί να ασκήσει στο κράτος εκτέλεσης[48].
Περαιτέρω, στο προοίμιο ορίζεται ότι, ενώ ο εκζητούμενος πρέπει να δύναται να ασκεί πλήρως τα δικαιώματά του βάσει της Οδηγίας, παράλληλα πρέπει να τηρούνται οι προθεσμίες που τάσσονται στο άρθρο 17 της Απόφασης-Πλαίσιο[49]. Εξυπακούεται ότι η διασφάλιση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του εκζητουμένου πρέπει να υπερισχύει της τήρησης των εν λόγω προθεσμιών.
γ. Παραίτηση από το δικαίωμα
Ο ύποπτος/κατηγορούμενος/εκζητούμενος μπορεί να παραιτηθεί από το εν λόγω δικαίωμά του, εφόσον δεν είναι υποχρεωτική κατά την εσωτερική νομοθεσία η συνδρομή συνηγόρου. Η παραίτηση αυτή προϋποθέτει την ενημέρωση του καθ’ ου ως προς τις ενδεχόμενες συνέπειές της, δίδεται ελεύθερα και χωρίς περιθώρια αμφιβολίας, ενώ μπορεί να ανακληθεί[50].
Η ρύθμιση –όπως άλλωστε σχεδόν όλες οι προβλέψεις της Οδηγίας[51]– δεν έχει ακόμη ερμηνευθεί από το ΔΕΕ, το οποίο σε τελική ανάλυση είναι αρμόδιο για την ερμηνεία και τον έλεγχο της εφαρμογής του ΧΘΔΕΕ και της Οδηγίας. Κατά το ΕΔΔΑ, η παραίτηση από το δικαίωμα πρόσβασης σε συνήγορο είναι κατ’ αρχήν συμβατή προς την ΕΣΔΑ[52]. Το ΔΕΕ οφείλει, σύμφωνα με την προαναφερθείσα επιταγή της ομοιογένειας, να λαμβάνει υπόψη τη νομολογία του ΕΔΔΑ[53], χωρίς πάντως να κωλύεται να παράσχει εν προκειμένω ευρύτερη προστασία.
Στην πράξη, δεν αποκλείεται να ανακύψουν δυσχέρειες ως προς διάφορα ζητήματα, όπως για παράδειγμα ποιες ακριβώς μπορεί να είναι οι συνέπειες της παραίτησης από το δικαίωμα. Σε περίπτωση αμφιβολίας, πρέπει να ακολουθείται η πιο ευνοϊκή για τον καθ’ ου ερμηνεία –ακόμη και αν αυτή συνεπάγεται την εκ νέου ενημέρωσή του ή το απαράδεκτο των αποδεικτικών μέσων που προέκυψαν ενόσω δεν είχε διοριστεί συνήγορός του.
δ. Περιορισμοί του δικαιώματος
Περαιτέρω, προβλέπονται διάφοροι σημαντικοί περιορισμοί στην άσκηση του δικαιώματος πρόσβασης σε συνήγορο για τον ύποπτο/κατηγορούμενο και, αναλογικά[54], για τον εκζητούμενο. Σε «εξαιρετικές περιστάσεις», ενόσω ο καθ’ ου κρατείται (και δη αποκλειστικά κατά το στάδιο της προδικασίας), επιτρέπεται η προσωρινή παρέκκλιση από το δικαίωμα, όταν είναι αδύνατη η διασφάλισή του λόγω γεωγραφικής απομόνωσης[55]. Προσωρινή παρέκκλιση δικαιολογείται[56] και όταν υπάρχει επείγουσα ανάγκη να αποτραπούν σοβαρές συνέπειες για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα προσώπου, ή όποτε είναι επιτακτική η ανάληψη άμεσης δράσης από τις ερευνητικές αρχές προς αποτροπή σημαντικού κινδύνου για την ποινική διαδικασία[57]. Οι ρυθμίσεις αυτές από μόνες τους είναι όλως προβληματικές, στο μέτρο που δεν μπορεί να αποκλειστεί η καταχρηστική εφαρμογή τους.
Χωρίς πάντως να λύνεται εξ ολοκλήρου το πρόβλημα, για την εφαρμογή των εν λόγω ρυθμίσεων απαιτείται κατά την Οδηγία να συντρέχουν κάποιες περαιτέρω προϋποθέσεις. Ειδικότερα[58], η σχετική απόφαση πρέπει να είναι αιτιολογημένη, να λαμβάνεται από δικαστική ή άλλη[59] αρμόδια αρχή και να είναι δικαστικά ελέγξιμη, η δε παρέκκλιση να είναι αναλογική, αυστηρά χρονικά καθορισμένη, να μη βασίζεται αποκλειστικά στον τύπο ή τη σοβαρότητα του εγκλήματος και να μην προσβάλλει τον συνολικότερο δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας[60].
Κεφαλαιώδους σημασίας είναι, εν προκειμένω, και η τήρηση των αιτιολογικών σκέψεων του προοιμίου[61], κατά τις οποίες όταν έχει περιοριστεί προσωρινά το δικαίωμα του υπόπτου/κατηγορουμένου κατά τα ανωτέρω, ενημερώνεται για τα δικαιώματά του σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης πριν από την εξέτασή του διαφορετικά, τα δικαιώματα υπεράσπισης θίγονται «κατ’ αρχήν ανεπανόρθωτα». Κατ’ αναλογία, οι εγγυήσεις αυτές πρέπει να εφαρμόζονται και όταν περιορίζεται το δικαίωμα του εκζητουμένου.
Η παρέκκλιση από το εν θέματι δικαίωμα δικαιολογείται κατά την Οδηγία για την αποτροπή σημαντικού κινδύνου για την ποινική διαδικασία, κινδύνου για ανθρώπινες ζωές κ.λπ., χωρίς όμως να καθιστά, κατά τη γνώμη μου, άνευ ετέρου παραδεκτά τα αποδεικτικά μέσα που αποκτήθηκαν «κατά παρέκκλιση». Η αξιοποίηση των τελευταίων συγχωρείται μόνο σε περιπτώσεις που δεν θίγεται ο δίκαιος χαρακτήρας της διαδικασίας[62].
ε. Ένδικα βοηθήματα
Σημαντική είναι η επιταγή ύπαρξης «αποτελεσματικών» ενδίκων βοηθημάτων, στα οποία ο ύποπτος/κατηγορούμενος/εκζητούμενος μπορεί να προσφύγει όταν παραβιάζεται το δικαίωμά του σε συνήγορο[63]. Εντούτοις, η πρόβλεψη της Οδηγίας για τα ένδικα βοηθήματα είναι πολύ γενική και αόριστη και, κατά συνέπεια, η κατοχύρωσή τους ανεπαρκής[64]. Έτσι, επαφίεται στους εθνικούς νομοθέτες να εξειδικεύσουν τις προϋποθέσεις και τις συνέπειες της άσκησής τους. Σημειωτέον, πάντως, ότι οι τελευταίοι δεσμεύονται από το άρθρο 47 εδ. αˊ ΧΘΔΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 13 ΕΣΔΑ, αλλά παρέχει ευρύτερη προστασία από αυτό «δεδομένου ότι εγγυάται δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστή»[65].
2. Η ενσωμάτωση της Οδηγίας στην ελληνική έννομη τάξη
Η εν λόγω Οδηγία έχει ενσωματωθεί σε είκοσι πέντε κράτη μέλη, δηλαδή σε όλα όσα συμμετείχαν στην έκδοσή της και δεσμεύονται από αυτή, και ειδικότερα στην ελληνική έννομη τάξη με τον ν. 4478/2017[66]. Το δικαίωμα πρόσβασης σε συνήγορο ισχύει για τον ύποπτο/κατηγορούμενο από τον χρόνο κατά τον οποίο ενημερώνεται από τις αρμόδιες αρχές ότι αποδίδεται σ’ αυτόν κάποια από τις ως άνω ιδιότητες «με επίσημη κοινοποίηση ή με άλλον τρόπο, και καθ’ όλη τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας», ενώ για τον εκζητούμενο από τον χρόνο σύλληψής του[67]. Οι ρυθμίσεις αυτές του ν. 4478/2017 –εσφαλμένα κατά τη γνώμη μου– δεν εντάχθηκαν στον ΚΠΔ και στον ν. 3251/2004 για το ΕΕΣ. Ως προς τον εκζητούμενο, πάντως, ορίστηκε στον ως άνω νόμο[68] ότι ο εισαγγελέας εφετών, αφού βεβαιώσει την ταυτότητά του, τον ενημερώνει για το δικαίωμά του να προσφύγει στις υπηρεσίες νομικού παραστάτη[69].
Παρατηρείται ότι έπρεπε να είχαν μεταφερθεί ρητά στην ελληνική νομοθεσία οι ρυθμίσεις περί πρόσβασης του υπόπτου/κατηγορουμένου σε συνήγορο χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση α) προτού εξεταστεί από δικαστική αρχή ή αρχή επιβολής του νόμου, β) τουλάχιστον κατά τη διέλευση προσώπων για αναγνώριση, κατά την εξέταση κατ’ αντιπαράσταση και την αναπαράσταση του εγκλήματος, γ) χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά τη στέρηση της ελευθερίας και δ) εγκαίρως προτού παραστεί ενώπιον ποινικού δικαστηρίου μετά από προηγούμενη κλήτευσή του[70]. Επίσης, άστοχα δεν συμπεριλήφθηκε ρητά στον νόμο το δικαίωμα του υπόπτου/κατηγορουμένου/εκζητουμένου να έχει πρόσβαση σε συνήγορο με «κατ’ ιδίαν συνάντησ[η] και επικοινωνί[α]»[71]. Ο σεβασμός αυτών των επιμέρους πτυχών του δικαιώματος είναι απαραίτητος για την ουσιαστική τήρησή του[72].
Ήδη επί του οικείου νομοσχεδίου είχε επισημανθεί ο προϋφιστάμενος της Οδηγίας «ιδιαίτερα προοδευτικός και φιλελεύθερος χαρακτήρας των σχετικών διατάξεων του ΚΠΔ» και είχε επικροτηθεί η επιλογή να μην υιοθετηθεί η δυνατότητα προσωρινής παρέκκλισης από το δικαίωμα πρόσβασης σε συνήγορο σε εξαιρετικές περιπτώσεις[73]. Σύμφωνα με την οικεία αιτιολογική έκθεση[74], έπρεπε «να διατηρηθεί το υψηλότερο επίπεδο προστασίας που παρέχει το ελληνικό δίκαιο». Έτσι, ορθά ο Έλληνας νομοθέτης δεν ενσωμάτωσε αυτή τη δυνατότητα κάμψης του δικαιώματος.
Εντούτοις, ενσωματώθηκε η δυνατότητα παραίτησης από το δικαίωμα πρόσβασης σε συνήγορο (άρθρ. 96§3 ΚΠΔ [σε συνδ. με άρθρ. 31§2 εδ. εˊ όσον αφορά στον ύποπτο[75]]). Η σχετική δήλωση εύλογα είναι ελεύθερα ανακλητή διαφορετικά θα απεμπολείτο θεμελιώδες υπερασπιστικό δικαίωμα του υπόπτου/κατηγορουμένου, ακόμη και όταν θα έπαυε να είναι τέτοια η βούλησή του, με προφανείς συνέπειες για τον δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας. Αντίθετα, ως προς τον εκζητούμενο δεν υφίσταται η αντίστοιχη δυνατότητα, καθώς δεν μεταφέρθηκε η σχετική πρόβλεψη της Οδηγίας[76].
Από άλλη σκοπιά, το απόρρητο της επικοινωνίας του κατηγορουμένου με τον συνήγορό του κατοχυρώθηκε ρητά με το καινούριο εδάφιο βˊ του άρθρου 100§4 ΚΠΔ. Κατά το (προϋφιστάμενο) εδάφιο αˊ προβλεπόταν –μόνον– ότι «[σ]ε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να απαγορευθεί η επικοινωνία του κατηγορουμένου με τον συνήγορό του». Περαιτέρω, ενώ το δικαίωμα πρόσβασης του υπόπτου σε συνήγορο κατοχυρωνόταν στον ΚΠΔ (και δη στα άρθρα 96 επ., 31§2 κ.λπ.) ήδη προ της θέσπισης του ν. 4478/2017, με αυτόν προστέθηκε ρητά (στο ευθύς ανωτέρω άρθρο) η επιταγή περί απορρήτου της επικοινωνίας του αυτής.
Με τις εν λόγω ρυθμίσεις κατοχυρώνεται μια δυστυχώς όχι αυτονόητη, όπως θα έπρεπε, πτυχή του δικαιώματος του καθ’ ου. Πρόσφατα, μετά από έκθεση της επιτροπής του Συμβουλίου της Ευρώπης CPT [:Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων και της Απάνθρωπης ή Ταπεινωτικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας], επιλήφθηκε η ΑΠΔΠΧ υπόθεσης σχετικής με την ύπαρξη κρυφής κάμερας στην αίθουσα επικοινωνίας των κρατουμένων στη ΓΑΔΑ με τους συνηγόρους τους[77]. Η Αρχή εξακρίβωσε ότι είχε τοποθετηθεί κάμερα στον εν λόγω χώρο, αλλά δεν μπόρεσε με βεβαιότητα να διαπιστώσει γενομένη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων. Βασιζόμενη στον ν. 2472/1997 –του οποίου αναμένεται η αντικατάσταση για την ενσωμάτωση του Γενικού Κανονισμού για την Προστασία Δεδομένων[78]–, η Αρχή απηύθυνε στην ΕΛ.ΑΣ. σύσταση, ώστε να τηρούνται εφεξής οι προϋποθέσεις νόμιμης εγκατάστασης και λειτουργίας συστημάτων βιντεοεπιτήρησης. Εξυπακούεται ότι μια πρακτική της αστυνομίας όπως η προαναφερθείσα παραβιάζει κατάφωρα την Οδηγία 2013/48/ΕΕ, τον νόμο ενσωμάτωσής της και βέβαια την ουσιαστική άσκηση των δικαιωμάτων υπεράσπισης, που αποτελεί θεμελιακή πτυχή του δικαιώματος δίκαιης δίκης κατά τον ΧΘΔΕΕ και την ΕΣΔΑ.
Πάντως, εύστοχα ο Έλληνας νομοθέτης δεν τροποποίησε την κείμενη νομοθεσία κάνοντας χρήση της προαναφερθείσας επιφύλαξης του προοιμίου και εξαιρώντας δυνητικά από την τήρηση του απορρήτου τις περιπτώσεις, στις οποίες φέρεται να εμπλέκεται ο συνήγορος στην τέλεση ποινικού αδικήματος από κοινού με τον εντολέα του.
Τέλος, ως προς τα «αποτελεσματικά» ένδικα βοηθήματα που πρέπει, κατά την Οδηγία, να υφίστανται στην εσωτερική νομοθεσία, σε αυτά συμπεριλαμβάνεται παρ’ ημίν και κάθε ένδικο μέσο. Καθώς όμως δεν θεσπίστηκε εν προκειμένω ειδική διάταξη στον ν. 4478/2017, ο καθ’ ου πρέπει ιδίως να προτείνει την πρόκληση απόλυτης ακυρότητας κατ’ άρθρα 171§1 περ. δˊ, 173§2, 176 ΚΠΔ και να προσφεύγει στις διατάξεις των άρθρων 307 περ. βˊ, γˊ, στˊ, 462 επ. ΚΠΔ.
Γ. Η Οδηγία (ΕΕ) 2016/1919
1. Το ρυθμιστικό πλαίσιο της Οδηγίας
α. Εισαγωγικές επισημάνσεις
Στενά συνδεδεμένη με την παραπάνω είναι η Οδηγία (ΕΕ) 2016/1919, η συμμόρφωση προς την οποία πρέπει να πραγματοποιηθεί από τα κράτη μέλη μέχρι την 25.5.2019[79]. Μέχρι στιγμής έχει ενσωματωθεί από έξι από αυτά, στα οποία δεν συμπεριλαμβάνεται η Ελλάδα.
Η Οδηγία αυτή έχει ως αντικείμενο τη θέσπιση κοινών ελάχιστων κανόνων σχετικά με το δικαίωμα σε «δικαστική αρωγή» (:νομική βοήθεια)[80] των υπόπτων, των κατηγορουμένων και των εκζητουμένων βάσει ΕΕΣ[81] και είναι συμπληρωματική[82] προς τις Οδηγίες του Οδικού Χάρτη 2013/48/ΕΕ και (ΕΕ) 2016/800[83].
β. Πεδίο εφαρμογής
Την παροχή της νομικής βοήθειας δικαιούται[84] ο ύποπτος/κατηγορούμενος που (διαζευκτικά) α) στερείται την ελευθερία του[85], β) απαιτείται να επικουρείται από δικηγόρο βάσει του ενωσιακού ή του εθνικού δικαίου[86], γ) υποχρεούται ή επιτρέπεται να παρίσταται σε ανακριτική πράξη ή πράξη συλλογής αποδεικτικών μέσων, η οποία περιλαμβάνει τουλάχιστον τη διέλευση προσώπων για αναγνώριση, εξετάσεις κατ’ αντιπαράσταση ή αναπαραστάσεις του εγκλήματος. Αυτονόητα, η παροχή νομικής βοήθειας πρέπει να διασφαλίζεται και όταν οι εν λόγω ανακριτικές πράξεις εκτελούνται στο κράτος μέλος βάσει ευρωπαϊκής εντολής έρευνας[87]. Η Οδηγία εφαρμόζεται ρητά[88] και επί των ατόμων που δεν ήσαν αρχικά ύποπτοι/κατηγορούμενοι, αλλά καθίστανται τέτοιοι κατά την εξέτασή τους από την αρχή επιβολής του νόμου.
Ως προς τον εκζητούμενο, η Οδηγία εφαρμόζεται από τη στιγμή της σύλληψής του βάσει ΕΕΣ στο κράτος εκτέλεσης και έως ότου αυτός παραδοθεί ή η απόφαση περί μη παράδοσής του καταστεί τελεσίδικη[89].
γ. Περιεχόμενο του δικαιώματος
Στο πλαίσιο της Οδηγίας, ως δικαστική αρωγή νοείται «η οικονομική βοήθεια που παρέχει κράτος μέλος για τη συνδρομή δικηγόρου, προκειμένου να καταστεί δυνατή η άσκηση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο»[90]. Αξίζει να επισημανθεί ότι ως προς τον εκζητούμενο, πέραν του διορισμού συνηγόρου στο κράτος εκτέλεσης του ΕΕΣ, προβλέπεται δυνητικά ο διορισμός συνηγόρου μέσω του θεσμού της νομικής βοήθειας και στο κράτος έκδοσης του ΕΕΣ[91].
Η νομική βοήθεια παρέχεται στον ύποπτο/κατηγορούμενο/εκζητούμενο που δεν διαθέτει επαρκείς πόρους για τη συνδρομή συνηγόρου[92], όταν αυτό επιβάλλεται από το «συμφέρον της απονομής δικαιοσύνης»[93]. Κατά την Οδηγία, τα κράτη μέλη επιλέγουν αν για την παροχή της νομικής βοήθειας προβαίνουν σε έλεγχο επάρκειας των πόρων του ενδιαφερομένου (λαμβανομένης υπόψη της περιουσίας, της οικογενειακής κατάστασής του κ.λπ.) ή σε έλεγχο της βασιμότητας της αίτησής του (ανάλογα με τη σοβαρότητα του εγκλήματος, την περιπλοκότητα της υπόθεσης κ.λπ. χάριν του συμφέροντος της απονομής της δικαιοσύνης) ή σε έλεγχο για αμφότερα[94]. Κατά τούτο, η Οδηγία είναι πιο εξασφαλιστική από το πλαίσιο της ΕΣΔΑ, κατά το οποίο –όπως ερμηνεύεται από το ΕΔΔΑ– απαιτείται η συνδρομή και των δύο παραπάνω όρων για τη χορήγηση της νομικής βοήθειας[95]. Στα κράτη μέλη εναπόκειται, αν θα παρέχουν εν προκειμένω υψηλότερο βαθμό προστασίας. Πάντως, οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση της νομικής βοήθειας θεωρείται ότι πληρούνται κατά τη διάρκεια της κράτησης του υπόπτου/κατηγορουμένου, όπως και όταν τούτος προσάγεται ενώπιον δικαστικής αρχής προκειμένου να ληφθεί απόφαση σχετική με την κράτησή του[96].
Σημαντική είναι η πρόβλεψη[97] ότι η νομική βοήθεια παρέχεται αμελλητί και, το αργότερο, πριν από την εξέταση του υπόπτου/κατηγορουμένου από αρχή επιβολής του νόμου ή από δικαστική αρχή ή πριν από τη διεξαγωγή των ανακριτικών πράξεων ή των πράξεων συλλογής αποδεικτικών μέσων που προαναφέρθηκαν[98]. Σχετικώς παρατηρούμε ότι απαιτείται, ασφαλώς, να τηρούνται οι –προαναφερθέντες– όροι της Οδηγίας 2013/48/ΕΕ για την επικοινωνία του διορισθέντος συνηγόρου με τον ύποπτο/κατηγορούμενο πριν από την εξέτασή του.
Η απόφαση επί της αίτησης χορήγησης νομικής βοήθειας λαμβάνεται αμελλητί και, όταν είναι αρνητική, πρέπει να αιτιολογείται γραπτά[99]. Το σύστημα παροχής της νομικής βοήθειας πρέπει να είναι αποτελεσματικό και να διαθέτει επαρκή ποιότητα, ώστε να διασφαλίζεται ο δίκαιος χαρακτήρας της διαδικασίας[100]. Διαφορετικά, για κάθε περίπτωση παραβίασης των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στην Οδηγία, ο ύποπτος/κατηγορούμενος/εκζητούμενος μπορεί να ασκήσει τα προβλεπόμενα –υποχρεωτικώς– στην εσωτερική δικαιοταξία ένδικα μέσα – τα οποία πρέπει να είναι (όπως ορίζεται γενικά και αόριστα) αποτελεσματικά[101]. Εν προκειμένω, όπως παρατηρήθηκε και αναφορικά με την Οδηγία 2013/48/ΕΕ, ισχύει ότι η κατ’ αυτό τον τρόπο κατοχύρωση των ενδίκων μέσων στην Οδηγία είναι ανεπαρκής. Αξίζει να σημειωθεί ότι, κατά τις αρχές που έχει θέσει ο ΟΗΕ[102], αποτελεσματικά είναι τα ένδικα μέσα που είναι διαθέσιμα στα πρόσωπα, τα οποία δεν πληροφορήθηκαν επαρκώς ως προς το δικαίωμά τους σε νομική βοήθεια, και μπορεί να οδηγούν ενδεικτικά στην απαγόρευση διενέργειας ανακριτικών πράξεων, στην παύση της κράτησης, στο απαράδεκτο των αποδεικτικών μέσων, στη δικαστική επανάκριση της υπόθεσης και στο δικαίωμα του καθ’ ου σε αποζημίωση.
2. Παρατηρήσεις υπό το πρίσμα της ελληνικής έννομης τάξης
Η προστιθέμενη αξία της Οδηγίας έγκειται, ιδίως, στην παροχή νομικής βοήθειας ήδη από τα αρχικά στάδια της ποινικής διαδικασίας, σε κάθε περίπτωση που επαπειλείται η κράτηση του υπόπτου/κατηγορουμένου και κατά τη διάρκεια αυτής. Στο προστατευτικό πεδίο εφαρμογής της περιλαμβάνει και τον διωκόμενο για την τέλεση πλημμελήματος.
Όπως μέχρι στιγμής ισχύει παρ’ ημίν, η σύμπραξη συνηγόρου υπεράσπισης επί διωκομένου κακουργηματικά είναι δυνητική βάσει των άρθρων 100§3, 423§1 εδ. αˊ, 448§1 ΚΠΔ και υποχρεωτική βάσει των άρθρων 200§1 εδ. βˊ, 340§1, 344§1 εδ. γˊ, 348 in fine, 376, 402 ΚΠΔ, ενώ για τον διωκόμενο πλημμεληματικά είναι κατ’ άρθρο 423§1 εδ. αˊ ΚΠΔ υποχρεωτική μόνον εφόσον έχει συλληφθεί επ’ αυτοφώρω και ζητεί τον διορισμό συνηγόρου. Κατ’ αποτέλεσμα, με την Οδηγία διευρύνονται οι δικαιούχοι νομικής βοήθειας. Εν προκειμένω, η Οδηγία είναι συμβατή με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, το οποίο μάλιστα έχει –προ πολλού– κρίνει ότι η παροχή νομικής βοήθειας επιβάλλεται ακόμη και για επαπειλούμενη μέγιστη ποινή φυλάκισης τριών ετών[103].
Περαιτέρω, δικαιούχοι νομικής βοήθειας υπό την έννοια του λεγόμενου «ευεργετήματος πενίας»[104] είναι οι πολίτες χαμηλού εισοδήματος, δηλαδή κατά τον ν. 3226/2004 όσοι Έλληνες πολίτες ή ενωσιακοί ημεδαποί ή πολίτες τρίτου κράτους και ανιθαγενείς –εφόσον έχουν νόμιμα κατοικία ή συνήθη διαμονή εντός της ΕΕ– έχουν ετήσιο οικογενειακό εισόδημα χαμηλότερο από το ποσό των €5.200[105]. Η εν λόγω νομική βοήθεια συνίσταται στον διορισμό συνηγόρου κυρίως υπέρ κατηγορουμένου, που εμπίπτει στα προαναφερθέντα κριτήρια εισοδήματος και ιθαγένειας, για κακούργημα ή για πλημμέλημα αρμοδιότητας τριμελούς πλημμελειοδικείου για το οποίο επαπειλείται ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι μηνών[106]. Η περίπτωση αυτή δεν ταυτίζεται με την υποχρέωση του δικαστηρίου της ουσίας[107] να διορίσει αυτεπαγγέλτως συνήγορο υπεράσπισης στον κατηγορούμενο για πλημμέλημα ή κακούργημα κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις του ΚΠΔ, ανεξαρτήτως εισοδηματικού status.
Από την άλλη μεριά, η Οδηγία τάσσει δυνητικά την ύπαρξη εισοδηματικού κριτηρίου (το οποίο επιλέγει και εξειδικεύει ο εθνικός νομοθέτης) παράλληλα όμως εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση κατά τη διάρκεια της κράτησης τού –ανεξαρτήτως ιθαγένειας– υπόπτου/κατηγορουμένου και όταν αυτός προσάγεται ενώπιον δικαστικής αρχής, προκειμένου να ληφθεί απόφαση σχετική με την κράτησή του.
Σε σύγκριση με τα προβλεπόμενα στην ελληνική έννομη τάξη, αν τηρηθεί το γράμμα και το πνεύμα της Οδηγίας θα εξασφαλίζεται ευρύτερο πεδίο προστασίας του καθ’ ου απ’ ό,τι ισχύει τώρα, με σημαντικά πρακτικά αποτελέσματα. Με την ενσωμάτωσή της θα ενοποιηθεί στον ποινικό τομέα το νομικό πλαίσιο και θα αντιμετωπιστεί η σύγχυση, που –τουλάχιστον φαινομενικά– υπάρχει τώρα μεταξύ νομικής βοήθειας «αυτεπάγγελτης» ή νοούμενης ως ευεργέτημα πενίας[108]. Επιπλέον, θα καταργηθεί ο πρόδηλα προβληματικός, υπό την έποψη της δικαιότητας της ποινικής διαδικασίας, αποκλεισμός των κατηγορουμένων - πολιτών τρίτων κρατών, που δεν υπάγονται στις ρυθμίσεις περί νομικής βοήθειας λόγω της μη νόμιμης κατοικίας/διαμονής τους στον ενωσιακό χώρο.
Σημειωτέον, δε, ότι στο ρυθμιστικό πεδίο της Οδηγίας περιλαμβάνεται ρητά και ο εκζητούμενος βάσει ΕΕΣ, ανεξαρτήτως της βαρύτητας του διωκόμενου εγκλήματος ή της ήδη επιβληθείσας σε βάρος του ποινής. Αντίστοιχα εφαρμόζεται, μέχρι τώρα, η διάταξη του άρθρου 448§1 ΚΠΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 436§2 ΚΠΔ.
Δ. Αντί επιλόγου
Πρόσφατα, το ΔΕΕ εξέδωσε την πρώτη –και μόνη μέχρι στιγμής– απόφασή του, με την οποία αποφάνθηκε επί προδικαστικών ερωτημάτων για την ερμηνεία της Οδηγίας 2013/48/ΕΕ[109]. Πρόκειται για την απόφαση επί της υπόθεσης Nikolay Kolev and Others (5.6.2018), που αφορούσε στο κατά πόσο μπορεί το εθνικό δικαστήριο να αποκλείσει τον συνήγορο, που έχει διοριστεί από δύο συγκατηγορούμενους, με την αιτιολογία ότι οι τελευταίοι έχουν μεταξύ τους αντικρουόμενα συμφέροντα και, στη συνέχεια, να τους παράσχει τη δυνατότητα να διορίσουν άλλο συνήγορο ή, εφόσον χρειαστεί, να διορίσει το ίδιο αυτεπαγγέλτως δύο συνηγόρους προς αντικατάσταση του πρώτου συνηγόρου. Το Δικαστήριο έκρινε ότι «η απουσία σύγκρουσης συμφερόντων του δικηγόρου είναι αναγκαία προς διασφάλιση της αποτελεσματικής άσκησης των δικαιωμάτων υπεράσπισης». Παραπέμποντας στη νομολογία του ΕΔΔΑ, το ΔΕΕ τόνισε ότι το δικαίωμα πρόσβασης σε συνήγορο κατοχυρώνει μεν τη δυνατότητα επιλογής τούτου, όχι όμως κατά τρόπο απόλυτο, καθώς είναι δυνατόν η ευχέρεια αυτή να υπόκειται σε ορισμένους περιορισμούς, «υπό την επιφύλαξη ότι οι περιορισμοί αυτοί προβλέπονται από τον νόμο, ανταποκρίνονται σε σκοπό γενικού συμφέροντος και είναι ανάλογοι προς τον σκοπό αυτό». Το ΔΕΕ δέχθηκε, λοιπόν, ότι ο εθνικός δικαστής έχει εν προκειμένω τη δυνατότητα να αποκλείσει διορισθέντα συνήγορο, αφού σκοπός της επίμαχης εθνικής ρύθμισης είναι η διασφάλιση του δικαιώματος του κατηγορουμένου σε αποτελεσματική υπεράσπιση[110].
Στον αντίποδα, το ΕΔΔΑ έχει τελευταίως υποβαθμίσει τα standards που το ίδιο είχε θέσει προ δεκαετίας. Συγκεκριμένα, στην πρόσφατη απόφαση Beuze κατά Βελγίου (9.11.2018) το Δικαστήριο αξιοποίησε ως κατευθυντήρια τη –γνωστή– απόφασή του Ibrahim and Others κατά Ηνωμένου Βασιλείου (13.9.2016)[111], με την οποία είχε δεχθεί την εγκυρότητα της καταδίκης προσφεύγοντος που εξετάστηκε ως ύποπτος χωρίς τη συνδρομή συνηγόρου, κρινόμενης της διαδικασίας δίκαιης υπό συνολική έποψη (“as a whole”). Έτσι, το ΕΔΔΑ παρέκαμψε την παραδοχή του στη –σημαντική– απόφαση Salduz κατά Τουρκίας (27.11.2008), περί –τρόπον τινά– «αυτόματης» διαπίστωσης του αδίκου χαρακτήρα μιας διαδικασίας υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις και δη, όταν η πρόσβαση σε συνήγορο δεν παρέχεται από την πρώτη εξέταση του υπόπτου από την αστυνομία, εφόσον δεν αποδεικνύεται η συνδρομή επιτακτικών λόγων για τον περιορισμό αυτού του δικαιώματος, λαμβανομένων υπόψη των εκάστοτε ιδιαίτερων περιστάσεων[112]. Κατά τους τέσσερεις δικαστές του ΕΔΔΑ, που διαφοροποιήθηκαν ως προς τη θεμελίωση της απόφασής του Beuze[113], σκοπός της θέσπισης της Οδηγίας 2013/48/ΕΕ ήταν να ενισχυθούν –ερμηνευόμενες διασταλτικά– οι αρχές που εισήγαγε η απόφαση Salduz[114], ώστε να εξασφαλιστεί η πρακτική αποτελεσματικότητά τους. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η Οδηγία επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής του δικαιώματος πρόσβασης σε συνήγορο, παρατηρούμε ότι παρέχει υπό τα τρέχοντα δεδομένα πληρέστερη προστασία από την ΕΣΔΑ[115] –όπως ερμηνεύεται από το ΕΔΔΑ– και έχει σημαντική προστιθέμενη αξία για τη διασφάλιση του εν θέματι δικαιώματος.
Από άλλη σκοπιά, αξίζει να επισημανθεί ότι με την προαναφερθείσα Οδηγία (ΕΕ) 2016/800 για τις δικονομικές εγγυήσεις ανηλίκων υπόπτων/κατηγορουμένων τίθενται σχετικές διασφαλίσεις για τα ανήλικα άτομα («παιδιά» κατά την ορολογία της Οδηγίας, ήτοι άτομα κάτω των 18 ετών), τα οποία συνιστούν ειδική κατηγορία ευάλωτων υπόπτων/κατηγορουμένων. Μεταξύ άλλων, προβλέπονται τα δικαιώματα συνδρομής των ανηλίκων από δικηγόρο (υποχρεωτικά μάλιστα σε συγκεκριμένες διαδικασίες, όπως είναι οι κατ’ αντιπαράσταση εξετάσεις), χορήγησης σε αυτούς νομικής βοήθειας και άσκησης αποτελεσματικού μέσου ένδικης προστασίας σε περίπτωση παραβίασης των δικαιωμάτων τους βάσει της εν λόγω Οδηγίας. Ο ενωσιακός νομοθέτης θα μπορούσε να είναι πιο προστατευτικός σε κάποιες περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα με την πρόβλεψη υποχρεωτικής συνδρομής συνηγόρου υπεράσπισης σε κάθε περίπτωση, ανεξαρτήτως δηλαδή της τυχόν υπαγωγής του ανηλίκου στις ρυθμίσεις περί ευεργετήματος πενίας κατ’ άρθρο 18 της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/800. Πάντως, οι ρυθμίσεις της δεν μπορούν παρά να επικροτηθούν. Καθώς, όμως, η Οδηγία αφορά σε μία μόνο κατηγορία ευάλωτων ατόμων, πρέπει μελλοντικά στο πλαίσιο της Ένωσης να θεσπιστούν αντίστοιχα μέτρα και για τις λοιπές αντίστοιχες κατηγορίες (όπως οι υπερήλικες, τα άτομα με ειδικές ικανότητες και ανάγκες κ.λπ.)[116].
Καταληκτικά, η επιτυχία ή όχι του όλου ενωσιακού εγχειρήματος προϋποθέτει ότι οποιοδήποτε νομοθετούμενο από την ΕΕ μέτρο είναι ποιοτικό, εφαρμόσιμο[117] και σέβεται ουσιαστικά τα θεμελιώδη δικαιώματα. Η αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των δικαστικών αρχών των κρατών μελών δεν μπορεί να βασίζεται σε «τεκμήρια» –λ.χ. στο πλαίσιο μιας αυτόματης εφαρμογής της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης–, παρά στον αποδεικνυόμενο in praxi σεβασμό των δικαιωμάτων αυτών, λογιζόμενων ως του πραγματικού ακρογωνιαίου λίθου του ενωσιακού «χώρου» δικαιοσύνης[118]. Οι Οδηγίες για τα δικαιώματα πρόσβασης σε συνήγορο και νομικής βοήθειας σκοπούν εξ αντικειμένου στη διασφάλιση του δικαιώματος του υπόπτου/κατηγορουμένου/εκζητουμένου σε αποτελεσματική υπεράσπιση και, λαμβανομένων υπόψη όσων προαναφέρθηκαν, έχουν κατά τη γνώμη μου θετικό πρόσημο για τα πρόσωπα αυτά. Oι προστατευτικές ρυθμίσεις τους –δηλαδή και όσες παραλείφθηκαν κατά την ενσωμάτωση της Οδηγίας 2013/48/ΕΕ με τον ν. 4478/2017– πρέπει, προφανώς, να συμπεριληφθούν στον ΚΠΔ. Αναμφίβολα, πάντως, για την ορθή εφαρμογή των Οδηγιών αυτών πρέπει να προβλέπονται αποτελεσματικά[119] ένδικα μέσα προστασίας του καθ’ ου. Μέσω αυτών, για παράδειγμα, πρέπει να αποκλείεται η αξιοποίηση αποδεικτικών μέσων που αποκτήθηκαν κατά παραβίαση του δικαιώματος πρόσβασης σε συνήγορο[120] – παραπέρα από την «ολιστική» θεώρηση του ΕΔΔΑ περί της δικαιότητας (“overall fairness approach”) της ποινικής διαδικασίας. Η ενωσιακή νομοθεσία δεν εμποδίζει, άλλωστε, τα κράτη μέλη να παρέχουν υψηλότερο βαθμό προστασίας[121].
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
* Εισήγηση στο 8ο Συνέδριο της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων με θέμα «Η ποινική δικονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης – τάσεις και προκλήσεις» (Αθήνα, 15-16 Μαρτίου 2019).
[1] EE C 295/4.12.2009, σελ. 1 επ.
[2] Αιτ. σκ. 10 προοιμίου Ψηφίσματος. Πρβλ. ήδη Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, Κοινές δικονομικές αρχές ως βάση μιας διακρατικής ποινικής καταστολής, ΠοινΧρ 2007, 687, κατά την οποία «[α]ν εννοεί […] κανείς ουσιαστικά ότι η Ενωμένη Ευρώπη πρέπει να θέτει στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός της τον πολίτη, τότε πρέπει να δώσει άμεση προτεραιότητα σε παρεμβάσεις που θα στηρίζουν τα δικαιώματα των κατηγορουμένων».
[3] Σημειωτέον ότι μια πρώτη απόπειρα κατοχύρωσης ορισμένων δικονομικών δικαιωμάτων στις ποινικές διαδικασίες ενώπιον των δικαστικών αρχών των κρατών μελών της ΕΕ είχε λάβει χώρα με την από 28.4.2004 με αριθ. COM(2004)328 τελικό [2004/0113(CNS)] σχετική πρόταση απόφασης-πλαίσιο «σχετικά με ορισμένα δικονομικά δικαιώματα στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση», η οποία εν τέλει δεν ευοδώθηκε ελλείψει ομοφωνίας των κρατών μελών. Στα άρθρα 2-5 της εν λόγω πρότασης καθορίζονταν κανόνες για το δικαίωμα του υπόπτου στη συνδρομή συνηγόρου, για την υποχρέωση παροχής σε αυτόν συνηγόρου σε ορισμένες περιπτώσεις, για το δικαίωμα δωρεάν συνδρομής συνηγόρου στις ορισμένες αυτές περιπτώσεις και για την υποχρέωση διασφάλισης της αποτελεσματικής συνδρομής του συνηγόρου.
[4] Η. Αναγνωστόπουλος, Δικαιώματα των κατηγορουμένων στην Ευρωπαϊκή Ένωση: οι οδηγίες 2010/64/ΕΕ και 2012/13/ΕΕ, Αθήνα 2017, σελ. V.
[5] Κατά τον V. Mitsilegas, EU criminal law after Lisbon: rights, trust and the transformation of justice in Europe, Oxford-Portland/Oregon 2016, σελ. 171, παρά τον μετριόφρονα σκοπό θέσπισης απλώς «ελάχιστων προτύπων», στην πράξη είναι σημαντικό το τιθέμενο με τις Οδηγίες αυτές επίπεδο προστασίας και το πεδίο εφαρμογής τους, το οποίο καλύπτει και αμιγώς εσωτερικές (κι όχι μόνο διασυνοριακές) υποθέσεις.
[6] Γ.-Α. Μαγκάκης, Ο συνήγορος: μια παράδοξη κατάκτηση του πολιτισμού, Αθήνα-Κομοτηνή 20043, σελ. 76.
[7] Σύμφωνα με τον Β. Τζέμο, Γενική θεωρία θεμελιωδών δικαιωμάτων και πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο, Δημόσιο Δίκαιο 2018, 212 (προσβάσιμο σε http://www.publiclawjournal.com/docs/2018/2_3/2018_3_2_3_tzemos.pdf [τελευταία προσπέλαση του παραπάνω διαδικτυακού τόπου, καθώς και όλων όσοι αναφέρονται παρακάτω: 14.3.2019]), θεωρείται «θεμελιώδες» κάθε (βασικό) δικαίωμα που κατοχυρώνεται στην ΕΣΔΑ και στον ΧΘΔΕΕ –ήτοι σε συμβατικά κείμενα υπερνομοθετικής ισχύος–, ενώ οι (δευτερογενείς) εξειδικεύσεις των εν λόγω δικαιωμάτων –όπως και η θέσπιση νέων δικαιωμάτων– με το παράγωγο ενωσιακό δίκαιο συνιστούν μεν δικαιώματα, αλλά όχι θεμελιώδη δικαιώματα.
[8] Σύμφωνα με την επιταγή της ομοιογένειας, η έννοια και η έκταση των δικαιωμάτων που περιλαμβάνει ο Χάρτης, στο μέτρο που δεν παρέχουν ευρύτερη προστασία, συμπίπτουν με την έννοια και την έκταση που τους αποδίδουν οι αντίστοιχες διατάξεις της ΕΣΔΑ, όπως αυτές ερμηνεύονται με βάση τη νομολογία του ΕΔΔΑ.
[9] ΕΕ L 294/6.11.2013, σελ. 1 επ.
[10] ΕΕ L 297/4.11.2016, σελ. 1 επ.
[11] Για την πορεία προς τη θέσπιση της Οδηγίας από τη σχετική πρόταση της Επιτροπής (2011) και μετά, βλ. I. Anagnostopoulos, The right of access to a lawyer in Europe: a long road ahead?, EuCLR 2014, 6 επ.
[12] Άρθρ. 2§4, αιτ. σκ. 17 προοιμίου.
[13] Στο ρυθμιστικό πεδίο της Οδηγίας πρέπει να θεωρηθεί ότι εμπίπτουν και οι καθ’ ων, για τους οποίους επαπειλούνται διοικητικές κυρώσεις ποινικής φύσης σύμφωνα με τα «κριτήρια Engel». Έτσι αντίστοιχα για την εφαρμογή της Οδηγίας του Οδικού Χάρτη (ΕΕ) 2016/343 επί των ιδίων καθ’ ων, Π. Τσιρίδης, Τεκμήριο αθωότητας και η νέα οδηγία της ΕΕ, ΠοινΔικ 2017, 11. Κατά τα «κριτήρια Engel», για να θεωρηθεί μια «κατηγορία ποινικής φύσεως» είναι αναγκαίο να ληφθούν υπόψη (διαζευκτικά) α) ο χαρακτηρισμός του επίδικου μέτρου στο εθνικό δίκαιο, β) η φύση του αυτή καθεαυτή και γ) η φύση και ο βαθμός της αυστηρότητας της προβλεπόμενης κύρωσης βλ. από 8.6.1976 απόφαση του ΕΔΔΑ επί της υπόθεσης Engel και λοιποί κατά Ολλανδίας, §82. Στην αυτή κατεύθυνση κινείται και το ΔΕΕ βλ. ενδεικτ. από 26.2.2013 απόφαση επί της υπόθεσης Åklagaren κατά Hans Åkerberg Fransson, C-617/10, §35 (:ΠοινΧρ 2015, 618, με επιμέλεια του γράφοντος) από 20.3.2018 αποφάσεις επί των υποθέσεων Luca Menci, C-524/15, σκ. 26 επ., Garlsson Real Estate SA, C-537/16, σκ. 28 επ., Enzo Di Puma, C-596/16 και C-597/16, σκ. 38.
[14] Άρθρ. 2§§1, 3.
[15] Άρθρ. 3§1.
[16] Άρθρ. 3§2.
[17] Αναφορικά με την ανωτέρω περ. γˊ, όπως παρατηρεί η E. Symeonidou-Kastanidou, The right of access to a lawyer in criminal proceedings: the transposition of Directive 2013/48/EU of 22 October 2013 on national legislation, EuCLR 2015, 74, στις περιπτώσεις που η πρόσβαση σε συνήγορο δεν εξασφαλίζεται από την πρώτη στιγμή στέρησης της ελευθερίας, η καθυστέρηση αυτή είναι κατά κανόνα αδικαιολόγητη, εκτός και αν συντρέχουν ειδικοί λόγοι που καθιστούν την πρόσβαση αδύνατη για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.
[18] Άρθρ. 10§2 περ. αˊ.
[19] Στο άρθρο 3§4 εδ. αˊ γίνεται λόγος για «γενική ενημέρωση» του υπόπτου/κατηγορουμένου.
[20] Βλ. αιτ. σκ. 27 εδ. βˊ προοιμίου. Σημειωτέον ότι η θέση αυτή δεν ισχύει όσον αφορά στο δικαίωμα σε νομική βοήθεια –στο οποίο θα αναφερθούμε πιο κάτω–, για το οποίο απαιτείται η συνδρομή διαφορετικών προϋποθέσεων.
[21] Άρθρ. 10§2 περ. αˊ.
[22] Βλ. άρθρ. 10§1.
[23] ΕΕ L 142/1.6.2012, σελ. 1 επ. Η ως άνω Οδηγία έχει ενσωματωθεί στην εσωτερική έννομη τάξη με τον ν. 4236/2014. Επ’ αυτής βλ. αναλυτικά Η. Αναγνωστόπουλο, ό.π., σελ. 87 επ.
[24] Αιτ. σκ. 14.
[25] Άρθρ. 5, αιτ. σκ. 39 προοιμίου, παράρτημα ΙΙ, Β. Οδηγίας 2013/48/ΕΕ.
[26] Άρθρ. 3§3 περ. αˊ. Από τη νομολογία του ΕΔΔΑ, βλ. ενδεικτ. από 9.10.2008 απόφαση επί της υπόθεσης Moiseyev κατά Ρωσίας, §209.
[27] Αιτ. σκ. 23 εδ. βˊ προοιμίου. Από τη νομολογία του ΕΔΔΑ, βλ. ενδεικτ. από 18.11.2014 απόφαση επί της υπόθεσης Aras κατά Τουρκίας (No 2), §40.
[28] Βλ. ενδεικτ. τις σχετικές αρχές που αναφέρονται στο άρθρ. 2 περ. αˊ π.δ. 135/2013 (ενσωμάτωση Απόφασης-Πλαίσιο 2006/960/ΔΕΥ «για την απλούστευση της ανταλλαγής πληροφοριών και στοιχείων μεταξύ των αρχών επιβολής του νόμου των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης», ΕΕ L 386/29.12.2006, σελ. 89 επ.): αστυνομία, λιμενικό σώμα, πυροσβεστικό σώμα, ΣΔΟΕ, τελωνειακές αρχές κ.λπ.
[29] Άρθρ. 4.
[30] Αιτ. σκ. 33.
[31] Βλ. όλως ενδεικτ. από 28.11.1991 απόφαση επί της υπόθεσης S. κατά Ελβετίας, §48 από 25.7.2017 απόφαση επί της υπόθεσης Μ. κατά Ολλανδίας, §85 επ.
[32] Βλ. σχετ. E. Symeonidou-Kastanidou, ό.π., 82.
[33] I. Anagnostopoulos, ό.π., 10-11. Από την πρόσφατη νομολογία του ΕΔΔΑ, βλ. από 27.11.2018 απόφαση επί της υπόθεσης Soymetiz κατά Τουρκίας, §§42 επ., σχετικά με την αντικατάσταση του επίσημα διορισθέντα συνηγόρου του υπόπτου, επειδή κατά την εξέταση του τελευταίου από την αστυνομία επενέβη ενεργητικά συμβουλεύοντάς τον να ασκήσει το δικαίωμα σιωπής.
[34] Άρθρ. 3§3 περ. βˊ.
[35] Τα προοίμια των ενωσιακών νομικών πράξεων τρόπον τινά συνιστούν τις αιτιολογικές εκθέσεις τους και απηχούν την ιστορική βούληση του ενωσιακού νομοθέτη. Οι αναφορές τους πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την ενσωμάτωση των ενωσιακών πράξεων στις εσωτερικές έννομες τάξεις των κρατών μελών και κατά την εφαρμογή τους σε αυτά βλ. R. Baratta, Complexity of EU law in the domestic implementing process, 19th Quality of Legislation Seminar “EU legislative drafting: views from those applying EU law in the Member States”, European Commission (Legal Service, Quality of Legislation Team), Βρυξέλλες 2014, σελ. 5 (προσβάσιμο σε http://ec.europa.eu/dgs/legal_service/seminars/20140703_baratta_speech.pdf).
[36] Αιτ. σκ. 25 προοιμίου.
[37] Άρθρ. 3§3 περ. γˊ.
[38] Άρθρ. 3§1.
[39] Βλ. E. Symeonidou-Kastanidou, ό.π., 78-79.
[40] Άρθρ. 10§2 περ. βˊ.
[41] Άρθρ. 10§3 σε συνδ. με άρθρ. 4.
[42] Άρθρ. 10§2 περ. γˊ.
[43] Αιτ. σκ. 42.
[44] Αιτ. σκ. 43, 44 προοιμίου. Στο αγγλικό και το γαλλικό κείμενο της Οδηγίας γίνεται λόγος για «αποτελεσματική» (:“effective”, «effectif») άσκηση του δικαιώματός του.
[45] Άρθρ. 10§4.
[46] ΕΕ L 190/18.7.2002, σελ. 1 επ. Η ως άνω Απόφαση-Πλαίσιο έχει ενσωματωθεί στην εσωτερική έννομη τάξη με τον ν. 3251/2004. Επ’ αυτής βλ. αναλυτικά Δ. Μουζάκη, Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, Αθήνα 2009, σελ. 80 επ.
[47] Κατά την αιτ. σκ. 46 του προοιμίου της Οδηγίας, όταν η αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης πληροφορείται ότι ο εκζητούμενος επιθυμεί να διορίσει δικηγόρο στο κράτος έκδοσης, πρέπει να τον διευκολύνει σχετικά (π.χ. παρέχοντάς του σχετικό κατάλογο δικηγόρων).
[48] Και δη κατ’ άρθρα 11, 13§§1, 2, 14, 18§1 περ. αˊ, 19, 23§5 της Απόφασης-Πλαίσιο.
[49] Αιτ. σκ. 47.
[50] Άρθρ. 9.
[51] Το ΔΕΕ μέχρι στιγμής έχει ερμηνεύσει μόνο τη διάταξη του άρθρου 3§1. Βλ. κατωτέρω υπό Δ.
[52] Βλ. ενδεικτ. από 12.5.2017 απόφαση επί της υπόθεσης Simeonovi κατά Βουλγαρίας, §115.
[53] Βλ. αιτ. σκ. 53, 54 προοιμίου και άρθρ. 14 Οδηγίας 2013/48/ΕΕ.
[54] Άρθρ. 10§3.
[55] Άρθρ. 3§5.
[56] Άρθρ. 3§6.
[57] Έτσι, υπολαμβάνεται τελείως προβληματικά από τον ενωσιακό νομοθέτη ότι η πρόσβαση σε συνήγορο μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την ποινική διαδικασία βλ. I. Anagnostopoulos, ό.π., 12.
[58] Άρθρ. 8.
[59] Προφανώς η λήψη τέτοιου είδους απόφασης, με την οποία περιορίζεται το δικαίωμα του καθ’ ου, πρέπει να λαμβάνεται μόνον από δικαστική αρχή, ώστε να πληρούνται τα απαιτούμενα εχέγγυα (ουσιαστικής) νομιμότητας και δικαιότητας της διαδικασίας βλ. I. Anagnostopoulos, ό.π., 13.
[60] Βλ. σχετ. και αιτ. σκ. 50 προοιμίου. Το ΔΕΕ δεν έχει ακόμη νομολογήσει για το εν λόγω θέμα. Κατά το ΕΔΔΑ –η νομολογία του οποίου λαμβάνεται υπόψη κατά τα προαναφερθέντα–, «οι περιορισμοί στην πρόσβαση σε δικηγόρο επιτρέπονται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, πρέπει να έχουν προσωρινό χαρακτήρα και πρέπει να βασίζονται σε ειδική εκτίμηση των ιδιαίτερων περιστάσεων της υπόθεσης […]» (από 9.11.2018 απόφαση επί της υπόθεσης Beuze κατά Βελγίου, §142).
[61] Αιτ. σκ. 31 και 32.
[62] Κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ, ο σχετικός έλεγχος πραγματοποιείται εξεταζόμενης συνολικά (“as a whole”) της δικαιότητας της ποινικής διαδικασίας βλ. όλως ενδεικτ. από 29.11.2016 απόφαση επί της υπόθεσης Lhermitte κατά Βελγίου, §83.
[63] Άρθρ. 12§1. Βλ. και αιτ. σκ. 49 προοιμίου.
[64] Πρβλ. αντίστοιχα άρθρα Οδηγιών του Οδικού Χάρτη: άρθρ. 10 Οδηγίας (ΕΕ) 2016/343 «για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας» [ΕΕ L 65/11.3.2016, σελ. 1 επ.], άρθρ. 19 Οδηγίας (ΕΕ) 2016/800 «σχετικά με τις δικονομικές εγγυήσεις για τα παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών» [ΕΕ L 132/21.5.2016, σελ. 1 επ.]. Για την Οδηγία (ΕΕ) 2016/1919 βλ. κατωτέρω υπό Γ.1.γ. Στις λοιπές Οδηγίες του Οδικού Χάρτη 2010/64/ΕΕ «σχετικά με το δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση κατά την ποινική διαδικασία» [ΕΕ L 280/26.10.2010, σελ. 1 επ.] και 2012/13/ΕΕ (ό.π.) δεν απαντούν διατάξεις με τις οποίες να κατοχυρώνονται ρητώς αποτελεσματικά ένδικα μέσα.
[65] Βλ. Επεξηγήσεις σχετικά με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, ΕΕ C 303/02/14.12.2007, σελ. 29.
[66] Σημειωτέον ότι ο ν. 4478/2017 συνιστά πολυνομοθέτημα, το οποίο δεν διαθέτει την απαιτούμενη συνοχή. Εύλογα μπορεί να διερωτηθεί κάποιος ποια είναι η σχέση των ρυθμίσεων για την κατάσχεση και τη δήμευση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (Μέρος Πρώτο), με αυτές για την τοποθέτηση ανηλίκων σε ίδρυμα ή ανάδοχη οικογένεια (Μέρος Δεύτερο), με αυτές της Οδηγίας 2013/48/ΕΕ (Μέρος Τρίτο), καθώς και με αυτές για την προστασία των θυμάτων της εγκληματικότητας (Μέρος Τέταρτο). Επιπλέον, ο όγκος του νομοθετήματος αντιστοιχεί σε κώδικα νόμων, μόνο δε ο τίτλος του αποτελείται από 215 λέξεις. Έτσι, όμως, δεν επιτυγχάνεται η απλότητα και η σαφήνεια του περιεχομένου των ρυθμίσεων, όπως επιτάσσεται κατ’ άρθρα 2§1 περ. γˊ και 4 περ. εˊ ν. 4048/2012 για τις αρχές, τις διαδικασίες και τα μέσα της καλής νομοθέτησης.
[67] Άρθρ. 47§2 ν. 4478/2017.
[68] Και δη στο άρθρο 15§1 ν. 3251/2004, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 53§1 ν. 4478/2017.
[69] Σημειώνεται ότι στις διατάξεις της Οδηγίας απαντά αποκλειστικά ο όρος «δικηγόρος». Στο Μέρος Τρίτο του ν. 4478/2017, με το οποίο ενσωματώθηκε η Οδηγία, πέρα από την ως άνω μοναδική αναφορά σε «νομικό παραστάτη» απαντούν δυο αναφορές σε «δικηγόρο» και τρεις σε «συνήγορο». Καίτοι αναμφίβολα και οι τρεις όροι αντιστοιχούν στον ίδιο παράγοντα της δίκης, προς αποφυγή παρερμηνειών θα ήταν σκόπιμο να απαντούσε στον νόμο αποκλειστικά ο όρος «συνήγορος» ή «δικηγόρος» – οι οποίοι άλλωστε απαντούν στον ΚΠΔ (σε αντίθεση με τον άγνωστο για την ποινική δικονομία μας «νομικό παραστάτη»).
[70] Άρθρ. 3§2 Οδηγίας. Σημειώνεται ότι ο –στερούμενος την ελευθερία κινήσεώς του– προληπτικά προσαγόμενος σε αστυνομικό τμήμα δεν συνιστά εν προκειμένω «ύποπτο», στο μέτρο που η κράτησή του δεν σχετίζεται κατ’ άρθρο 2§1 της Οδηγίας με την τέλεση αξιόποινης πράξης. Σε τέτοια περίπτωση, ο προσωρινός περιορισμός της ελευθερίας του μπορεί να αντιβαίνει στο άρθρο 6 ΧΘΔΕΕ, υπό το πρίσμα του άρθρου 5 ΕΣΔΑ (δηλαδή εφόσον ο περιορισμός αυτός δεν βασίζεται σε «λογικά δεδομένα προς παραδοχήν της ανάγκης όπως ούτος εμποδισθή από του να διαπράξη αδίκημα ή δραπετεύση μετά την διάπραξιν τούτου», κατά την §1 περ. γˊ του ως άνω άρθρου). Πάντως, και για το πρόσωπο αυτό, που δεν συνιστά ύποπτο και υπόκειται σε μια διοικητική –αλλά αναμφισβήτητα κατασταλτική– διαδικασία, για την απόλαυση του θεμελιώδους δικαιώματός του στην ελευθερία και ασφάλεια επιβάλλεται να υφίσταται σαφές νομικό πλαίσιο προς αποφυγή καταχρήσεων εκ μέρους των αστυνομικών αρχών. Όταν, αντίθετα, η προσαγωγή δεν είναι προληπτική και πραγματοποιείται λόγω «ευλόγου υπονοίας ότι διέπραξεν αδίκημα» (πάλι κατά το γράμμα του άρθρου 5§1 περ. γˊ ΕΣΔΑ παρ’ ημίν βλ. σχετ. άρθρ. 74§15 περ. θˊ, 95§1 εδ. βˊ π.δ. 141/1991), ο καθ’ ου συνιστά αναμφίβολα ύποπτο, πρέπει να ενημερωθεί σχετικώς (επίσημα ή και ανεπίσημα) και να έχει το δικαίωμα πρόσβασης σε συνήγορο δυνάμει των ως άνω περ. αˊ και γˊ του άρθρου 3§2 της Οδηγίας και δη χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Αναλυτικά για την έννοια των «υπονοιών» –ως συστατικού στοιχείου της έννοιας του υπόπτου– κατά το ελληνικό νομικό πλαίσιο, βλ. Ν. Λίβο, Η δικονομική θέση των καθ’ ων υφίστανται υπόνοιες περί τελέσεως εγκλήματος, ΠοινΧρ 1995, 1109 επ.
[71] Άρθρ. 3§3 περ. αˊ, 10§2 περ. βˊ Οδηγίας. Σύμφωνα με τις από 16.2.2017 παρατηρήσεις Δ. Γιαννουλόπουλου στη σχετική διαβούλευση του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων υπό http://www.opengov.gr/ministryofjustice/?c=10969, «[π]αρότι το δικαίωμα επικοινωνίας με το συνήγορο προφανώς προκύπτει από το άρθρο 100 παρ. 4 ΚΠΔ, η ενσωμάτωση των ανωτέρω διατάξεων θα μπορούσε να αποβεί αποφασιστικής σημασίας για το ελληνικό δίκαιο, από την άποψη μίας αποτελεσματικότερης εφαρμογής στην πράξη του δικαιώματος υπεράσπισης κατά την αστυνομική προανάκριση».
[72] Πάντως, το ΕΔΔΑ φαίνεται εν προκειμένω να αμφιταλαντεύεται ως προς κάποιες από αυτές τις επιμέρους πτυχές [βλ. κατωτέρω υπό Δ.], ενώ το ΔΕΕ δεν έχει ακόμη ερμηνεύσει (και) τις εν λόγω ρυθμίσεις.
[73] Βλ. Δ. Γιαννουλόπουλο, ό.π.
[74] ΚΝοΒ 2017, 949.
[75] Βλ. Β. Αλεξανδρή, Ζητήματα σχετικά με το ακώλυτο δικαίωμα πρόσβασης σε συνήγορο υπεράσπισης ως έκφανση του δικαιώματος πρόσβασης στη Δικαιοσύνη, ΝοΒ 2017, 1268 (εκεί υποσημ. 2), όπου παρατηρείται εύστοχα ότι δεν είναι νομοτεχνικά ορθή η επιλογή της παραπομπής των ρυθμίσεων για τον ύποπτο σε διατάξεις που αφορούν στο αντίστοιχο δικαίωμα του κατηγορουμένου.
[76] Δηλαδή το άρθρο 9 αυτής.
[77] ΑΠΔΠΧ 64/2018, ΝοΒ 3/2019 [υπό δημ.], με σημείωση του γράφοντος.
[78] Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679, ΕΕ L 119/4.5.2016, σελ. 1 επ.
[79] Άρθρ. 12§1.
[80] Ο όρος «δικαστική αρωγή» αντιστοιχεί καλύτερα στον όρο «aide juridictionnelle» του γαλλικού κειμένου της Οδηγίας, ενώ στον όρο “legal aid” του αγγλικού κειμένου της αντιστοιχούν καλύτερα οι όροι «νομική αρωγή» και «νομική βοήθεια». Σε κάθε περίπτωση, όλοι αυτοί οι όροι έχουν εννοιολογικά το ίδιο περιεχόμενο.
[81] Σημειώνεται ότι το δικαίωμα των παραπάνω ατόμων σε νομική βοήθεια ήδη είχε αναφερθεί –γενικά– στην Οδηγία 2013/48/ΕΕ και δη στο άρθρο 11 και στις αιτ. σκ. 28, 45 και 48 του προοιμίου της. Κατ’ αυτά, τα κράτη μέλη έπρεπε να εφαρμόζουν τις σχετικές ρυθμίσεις των εσωτερικών νομοθεσιών τους τηρώντας τον ΧΘΔΕΕ, την ΕΣΔΑ και τη νομολογία του ΕΔΔΑ.
[82] Άρθρ. 1§2 εδ. αˊ.
[83] Ό.π. Η εν λόγω Οδηγία –την οποία τα κράτη μέλη οφείλουν να μεταφέρουν στις νομοθεσίες τους μέχρι την 11.6.2019– δεν έχει ενσωματωθεί ακόμη στην ελληνική έννομη τάξη.
[84] Άρθρ. 2§1.
[85] Το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας θα έπρεπε να περιλαμβάνει κάθε ύποπτο/κατηγορούμενο/εκζητούμενο, ανεξάρτητα από το αν στερείται την ελευθερία του βλ. Legal Experts Advisory Panel [Fair Trials Europe], Defence Rights in Europe: a long road ahead, Λονδίνο-Βρυξέλλες 2016, σελ. 18-19 (προσβάσιμο σε https://www.fairtrials.org/wp-content/uploads/Defence-Rights-in-the-EU-full-report.pdf?platform=hootsuite).
[86] Πρβλ. παρ’ ημίν άρθρ. 340§1 εδ. βˊ, γˊ ΚΠΔ.
[87] Βλ. Οδηγία 2014/41/ΕΕ, EE L 130/1.5.2014, σελ. 1 επ., η οποία ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τον ν. 4489/2017, και επ’ αυτής Α. Τζαννετή, Η Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2014/41/ΕΕ με το Ν. 4489/2017), ΠοινΧρ 2018, 81 επ.
[88] Άρθρ. 2§3.
[89] Άρθρ. 2§2, 5§1.
[90] Άρθρ. 3.
[91] Άρθρ. 2§2.
[92] Άρθρ. 4§1, 5§1.
[93] Ο όρος «συμφέρον της απονομής της δικαιοσύνης» απαντά στο άρθρο 4§§1, 4 και στην αιτ. σκ. 17 του προοιμίου της Οδηγίας και φαίνεται να ανάγεται σε σκοπό της. Η αόριστη αυτή νομική έννοια δεν απαντά στον ΧΘΔΕΕ, αλλά στο άρθρο 6§3 περ. γˊ ΕΣΔΑ. Γι’ αυτή, στο πλαίσιο της ΕΣΔΑ, βλ. Μ.-Α. Κωστοπούλου, Τα δικαιώματα του κατηγορουμένου (άρθρο 6 παρ. 3 ΕΣΔΑ), σε: Λ.-Α. Σισιλιάνος (διεύθ. έκδ.), Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου: ερμηνεία κατ’ άρθρο, Αθήνα 20172, σελ. 335-336.
[94] Άρθρ. 4§§2, 3, 4 εδ. αˊ.
[95] Βλ. ενδεικτ. από 6.11.2012 απόφαση επί της υπόθεσης Zdravko Stanev κατά Βουλγαρίας, §36.
[96] Άρθρ. 4§4 εδ. βˊ.
[97] Άρθρ. 4§5. Το άρθρο 5, που αφορά στον εκζητούμενο, δεν περιλαμβάνει αντίστοιχη ρύθμιση. Πράγματι, ο εκζητούμενος δεν εξετάζεται ούτε διεξάγονται αφορώσες σε αυτόν ανακριτικές πράξεις ή πράξεις συλλογής αποδεικτικών μέσων.
[98] Δηλαδή αυτών του άρθρου 2§1 περ. γˊ.
[99] Άρθρ. 6.
[100] Άρθρ. 7§1.
[101] Άρθρ. 8.
[102] UN General Assembly, United Nations principles and guidelines on access to legal aid in criminal justice systems, A/RES/67/187, 28.3.2013, σελ. 9 (προσβάσιμο σε https://www.refworld.org/docid/51e6526b4.html).
[103] Βλ. από 24.5.1991 απόφαση επί της υπόθεσης Quaranta κατά Ελβετίας, §33. Πρβλ. άρθρ. 1§3 Α. περ. βˊ του από 2016 νομοσχεδίου «παροχή νομικής βοήθειας σε φυσικά πρόσωπα» (προσβάσιμο σε http://www.opengov.gr/ministryofjustice/wp-content/uploads/downloads/2016/06/2016_Sxedio_Nomou_Nomiki_Voitheia.pdf), με το οποίο προτάθηκε η παροχή νομικής βοήθειας στον κατηγορούμενο για πλημμέλημα για το οποίο «προβλέπεται ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο». Βλ. τις ορθές παρατηρήσεις της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων (προσβάσιμες σε www.dsa.gr/νέα/ανακοινώσεις/οι-παρατηρήσεις-της-ολομέλειας-των-δικηγορικων-συλλόγων-επί-του-προσχεδίου-για-τον), για το στενό –και μη συμβατό προς την ΕΣΔΑ– πεδίο εφαρμογής του εν λόγω νομοσχεδίου (το οποίο ουδέποτε κατατέθηκε στη Βουλή), καθώς και για λοιπά προβληματικά σημεία του.
[104] Πρβλ. άρθρ. 11 και αιτ. σκ. 28, 45 και 48 προοιμίου της Οδηγίας 2013/48/ΕΕ, όπου ο όρος “legal aid” αποδόθηκε στο ελληνικό κείμενό της ως «ευεργέτημα πενίας».
[105] Άρθρ. 1§§1, 2 ν. 3226/2004. Κατά την ως άνω §2, το μέγιστο όριο για την παροχή νομικής βοήθειας ανέρχεται στα δύο τρίτα των κατώτατων ετήσιων ατομικών αποδοχών που προβλέπει η εθνική γενική συλλογική σύμβαση εργασίας. Επί του παρόντος, το εν λόγω ποσό καθορίζεται με βάση τον κατώτατο νόμιμο μισθό των €650 [βάσει της υπουργικής απόφασης με αριθ. οικ. 4241/127/30.1.2019 (ΦΕΚ Βˊ 173/30.1.2019)]. Συγκριτικά, μεταξύ των κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης, το μέγιστο χαμηλότερο όριο εισοδήματος για την παροχή νομικής βοήθειας προβλέπεται στη Δανία (:€41.386) και το χαμηλότερο στη Μολδαβία (:€984) βλ. Conseil de l’Europe / Commission européenne pour l'efficacité de la justice, Systèmes judiciaires européens: efficacité et qualité de la justice, Στρασβούργο 2018, σελ. 76 (προσβάσιμο σε https://rm.coe.int/rapport-avec-couv-18-09-2018-fr/16808def9d).
[106] Κατ’ άρθρο 7§1 ν. 3226/2004, συνήγορος διορίζεται υπέρ του κατηγορουμένου και: για παράσταση κατά την εκδίκαση έφεσης κατά πρωτόδικης απόφασης στις προαναφερθείσες περιπτώσεις, εφόσον έχει επιβληθεί στερητική της ελευθερίας ποινή τουλάχιστον έξι μηνών για τη σύνταξη αναίρεσης και την παράσταση κατά την εκδίκασή της κατ’ απόφασης των παραπάνω δικαστηρίων, καθώς και του ΜΟΕ, ΠεντΕφΚακ και ΤριμΕφΠλημ, εφόσον έχει επιβληθεί στερητική της ελευθερίας ποινή τουλάχιστον ενός έτους για τη σύνταξη αίτησης επανάληψης της διαδικασίας και παράστασης κατά την εκδίκασή της, εφόσον έχει επιβληθεί στερητική της ελευθερίας ποινή τουλάχιστον έξι μηνών.
[107] Η υποχρέωση αυτή δεν αφορά στην ακυρωτική διαδικασία. Από την πρόσφατη αρεοπαγιτική νομολογία βλ. ΑΠ 567/2018 (ΝοΒ 2019, 107 επ.), κατά την οποία «ούτε παραβιάζεται το άρθρο 6§3 της ΕΣΔΑ ή το άρθρο 20 Συντάγματος εκ του μη αυτεπάγγελτου διορισμού συνηγόρου και εκ του ότι δεν επιτρέπεται αυτοπρόσωπη εμφάνιση και παράσταση από αναιρεσείοντα κατηγορούμενο μη δικηγόρο, διότι στον Άρειο Πάγο εξετάζονται μόνο νομικά ζητήματα και όχι η ουσία των υποθέσεων».
[108] Στην παρούσα εισήγηση, διακρίνουμε τη νομική βοήθεια ως «αυτεπάγγελτη» και ως «ευεργέτημα πενίας». Πρβλ. τη διάκριση μεταξύ αναγκαίας υπεράσπισης, νομικής βοήθειας και αυτεπάγγελτου διορισμού συνηγόρου σε Δ. Βούλγαρη, Ο θεσμός της «νομικής βοήθειας» (legal aid) κατά την ελληνική και ευρωενωσιακή δικαιοταξία, ΠοινΧρ 2016, 568 επ. Για μια λίαν εύστοχη και αναλυτική κριτική αξιολόγηση του ν. 3226/2004 βλ. αυτόθι, 572 επ.
[109] Σημειώνεται ότι, μέχρι στιγμής, δεν έχει εκδοθεί απόφαση του ΔΕΕ αναφορικά με την Οδηγία (ΕΕ) 2016/1919.
[110] Βλ. §§101 επ., ιδίως §§106, 109, 111.
[111] ΠοινΧρ 2018, 243 επ., με επιμέλεια-παρατηρήσεις Ι. Μπρούπη.
[112] Salduz, §55.
[113] G. Yudkivska / N. Vučinić / K. Turković / L. Hüseynov, Joint concurring opinion, §26.
[114] Άλλωστε κατά την Επιτροπή, Έκθεση του έτους 2014 για την εφαρμογή του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, COM(2015) 191 final, σελ. 13, προσβάσιμη σε http://ec.europa.eu/transparency/regdoc/rep/1/2015/EL/1-2015-191-EL-F1-1.PDF, «όλα τα θεσμικά όργανα της ΕΕ και τα κράτη μέλη υποχρεούνται να ερμηνεύουν τον Χάρτη με γνώμονα την υφιστάμενη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου». Σε δικαστικό επίπεδο, μεταξύ του ΕΔΔΑ, του ΔΕΕ και των εθνικών δικαστηρίων αναπτύσσεται στην πράξη ένας «δια-δικαιοδοτικός διάλογος», για τον οποίο βλ. Ό. Τσόλκα, Αμοιβαία αναγνώριση ποινικών αποφάσεων και προστασία θεμελιωδών δικαιωμάτων εντός του «χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης» της Ευρωπαϊκής Ένωσης: ο «διάλογος» μεταξύ του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ΠοινΧρ 2018, 426 επ.
[115] Σημειωτέον ότι η ΕΣΔΑ πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο τέτοιο που να εγγυάται την αποτελεσματικότητα των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην πράξη, χωρίς αυτά να καθίστανται «θεωρητικά» βλ. ενδεικτ. από 24.5.2011 απόφαση ΕΔΔΑ επί της υπόθεσης Konstas κατά Ελλάδας, §36, και επ’ αυτής παρατηρήσεις Ό. Τσόλκα, ΤοΣ 2011, 441 επ.
[116] Κάποιες γενικές αναφορές στα ευάλωτα άτομα και τις «ιδιαίτερες ανάγκες» τους απαντούν στο άρθρο 13 και στην αιτ. σκ. 51 προοιμίου της Οδηγίας 2013/48/ΕΕ, καθώς και στο άρθρο 9 και στην αιτ. σκ. 18 προοιμίου της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/1919, ωστόσο κατά τη γνώμη μου δεν επαρκούν.
[117] Όπως ορθά παρατηρεί η D. Sayers, Protecting fair trial rights in criminal cases in the European Union: where does the Roadmap take us?, Human Rights Law Review 2014, 759, «όταν η ΕΕ θέτει πρότυπα, οφείλει παράλληλα να εξασφαλίζει και ότι ο νόμος που θεσπίζει μπορεί να εφαρμοστεί και να επιβληθεί στην πράξη και στην κουλτούρα των εσωτερικών δικαστικών συστημάτων».
[118] Βλ. E. Xanthopoulou, Mutual trust and rights in EU criminal and asylum law: three phases of evolution and the unchartered territory beyond blind trust, Common Market Law Review 2018, 504.
[119] Δεν είναι τυχαίο ότι σε σειρά διατάξεων των δύο Οδηγιών γίνεται λόγος για «αποτελεσματική» άσκηση των εν λόγω δικαιωμάτων. Γενικότερα για την πρόσβαση σε αποτελεσματική δικαστική προστασία στο ενωσιακό πλαίσιο βλ. Μ. Περάκη, Η δικαστική προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, Αθήνα 2015, 259 επ.
[120] V. Costa Ramos, The rights of the defence according to the ECtHR: an Illustration in the light of A.T. v. Luxembourg and the right to legal assistance, NJECL 2016, 416.
[121] Βλ. άρθρ. 52§3 εδ. βˊ ΧΘΔΕΕ άρθρ. 14, αιτ. σκ. 54 προοιμίου Οδηγίας 2013/48/ΕΕ άρθρ. 11, αιτ. σκ. 30 προοιμίου Οδηγίας (ΕΕ) 2016/1919.