Τα τέρατα, γνωστά από την μυθολογία, όπως ο Μινώταυρος, η Σφίγγα, η Χίμαιρα, ο Κένταυρος, οι Σειρήνες και τόσα άλλα, συνιστούν μια μίξη της ζωικής και της ανθρώπινης διάστασης. Συγχρόνως, καταμαρτυρούν το αδάμαστο ένστικτο που δεν αναγνωρίζει όριο και νόμο.
Παλαιότερα, όταν ένα υποκείμενο προέβαινε σε κατά συρροή εγκληματικές διαπράξεις έχανε την ανθρώπινή του διάσταση. Ονομαζόταν «Τζακ ο αντεροβγάλτης», «Ο στραγγαλιστής της Βοστώνης» κλπ. Στις ημέρες μας αυτή η τερατοποίηση συνεχίζει την παράδοσή της: μιλάμε, παραδείγματος χάρη, για τον «μακελάρη του Ορλάντο». Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι ο κόσμος με τη βοήθεια των μέσων μαζικής ενημέρωσης δεν αναφέρεται τόσο στο όνομα του υποκειμένου, αλλά κατασκευάζει ένα άλλο το οποίο κολλιέται ως μια νέα ταυτότητα πάνω του.
Σε δυο άρθρα, γραμμένα το 1950, με τίτλο «Λειτουργίες της ψυχανάλυσης στην εγκληματολογία»[1] και «Προτάσεις για κάθε δυνατή ανάπτυξη της εγκληματολογίας»[2] ο Λακάν προσεγγίζει το έγκλημα έχοντας ως άξονες αναφοράς το υποκείμενο και την υπευθυνότητα ως προς τις πράξεις του, όπως επίσης και την κοινωνιολογική πραγματικότητα του νόμου και την υπέρβασή του. Ο Λακάν θα υπενθυμίσει ότι «αν η εγκληματολογία έχει ως στόχο να εξανθρωπίσει (humaniser) τη θεραπεία του εγκληματία αυτό δεν συμβαίνει παρά με το αντίτιμο μιας έκπτωσης της ανθρώπινης διάστασής του, εφόσον ο άνθρωπος αναγνωρίζεται από τους ομοίους του μέσω των πράξεων των οποίων αναλαμβάνει την ευθύνη»[3]. Κατά συνέπεια, η φυλακή και η απομόνωση που επιβάλλεται στον εγκληματία είναι συνακόλουθη με την έκπτωση αυτής της διάστασης. Και αυτό συμβαίνει στο μέτρο που, αντί να εξεταστεί η αλήθεια του υποκειμένου ως προς τις εγκληματικές διαπράξεις, -πόσο μάλλον που έχει αποδειχτεί ότι υπάρχουν τέτοιου είδους διαπράξεις που είναι δίχως κίνητρο και εκτός νοήματος, καθότι τελούνται υπό το κράτος ενός παραληρήματος ή ψευδαισθήσεων- η φυλακή συντελεί στον εξοβελισμό του ανθρώπινου στοιχείου του εγκληματία, στην περιθωριοποίηση του και στην εκ νέου αναβάπτισή του ως «δράκος», «τέρας», «κτήνος» κλπ.
Θα μπορούμε λοιπόν να υποθέσουμε ότι τούτος ο απόλυτος απανθρωπισμός, αυτή η αδιάλλακτη τερατοποίηση έχει σαν στόχο τον εξοβελισμό του «κακού» που ενυπάρχει αν και με διαφορετικό τρόπο στον καθένα μας και τον εκ νέου εντοπισμό του στα υποκείμενα που προβαίνουν σε ειδεχθείς εγκληματικές διαπράξεις.
Η περίπτωση του Ted Bundy (1946-1989) που διέπραξε πάνω από τριάντα εγκλήματα και εκτελέστηκε ξεχωρίζει ως προς την επιλογή των θυμάτων του: ήταν όλες φοιτήτριες κάτω από είκοσι πέντε, όμορφες, με μακριά μαλλιά και με μια χωρίστρα στην μέση. Ιδού ο μορφότυπος.
Τι μπορούμε όμως να πούμε για το υποκείμενο Ted Bundy πέρα από την τερατοποίηση και το προσωνύμιο του ως «Lady’s Killer»;
Ο πατέρας του, στρατιωτικός, εγκατέλειψε την μητέρα του και ο Ted πέρασε τους πρώτους μήνες της ζωής του σε Ίδρυμα. Στην συνέχεια, οι γονείς της μητέρας του τον δέχτηκαν στο σπίτι τους κάτω από μια σημαντική αλλαγή ως προς την ταυτότητά του. Τον μεγάλωσαν κάνοντάς τον να πιστέψει ότι ο παππούς του, ένας βίαιος και πολύ αυταρχικός άνδρας, και η γιαγιά είναι οι πραγματικοί γονείς του. Όσον αφορά την μητέρα του τού είπαν ότι είναι η αδελφή του.
Παρατηρούμε ένα σημαντικό στοιχείο που ανευρίσκεται σε οικογένειες ψυχωτικών υποκειμένων: η σύγχυση γενεών, ρόλων και ταυτοτήτων. Αναφορικά με αυτόν τον βίαιο «πατέρα» ο Ted δεν κατάλαβε ποτέ γιατί χτυπούσε τη «μητέρα» του και γιατί μισούσε τόσο πολύ την «αδελφή» του. Εντούτοις μπορούμε να κάνουμε κάποιες υποθέσεις: ο Ted μεγάλωσε σε ένα σπίτι με έναν «πατέρα» που καταφεύγει στη βία όσον αφορά τα θηλυκά άτομα της οικογένειάς του και αυτό το πρότυπο θα τον ακολουθήσει.
Μικρός ο Ted φοβόταν πολύ τα τέρατα και είχε κρύψει κάποια μαχαίρια κάτω από τα σεντόνια του. Γνωρίζουμε ότι η νευρωτική φοβία έχει να κάνει με ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, που είναι πραγματικό, για παράδειγμα «φοβάμαι τα ποντίκια». Με αυτή τη λογική ο Τed δεν ήταν ένα φοβικό αγοράκι. Φοβόταν γενικώς κάποια τέρατα και γι’ αυτό οπλιζόταν με μαχαίρια. Μια τέτοιου είδους συμπεριφορά, οφείλει να ταρακουνήσει έναν γονέα. Πρόκειται για σοβαρές παθολογίες, φερ’ ειπείν, μια παιδική ψύχωση.
Όταν έγινε πέντε ετών η «αδελφή» του και αυτός μετακόμισαν για να μείνουν με τον θείο του, καθηγητή μουσικής. Τότε αποφασίστηκε μια δεύτερη αλλαγή ταυτότητας και ο Τed από Cowell έγινε Nelson, το επίθετο του θείου. Ο Ted αγαπούσε πολύ τον θείο του και ήθελε να γίνει μουσικός. Ας πούμε σε αυτό το σημείο ότι είναι καλύτερο για ένα παιδί να θαυμάζει έναν μουσικό από έναν βίαιο παππού. Στην πρώτη περίπτωση το πρότυπο φέρει στοιχεία μετουσίωσης των ενορμήσεων, στην δεύτερη περίπτωση οι ενορμήσεις δεν έχουν γαληνευτεί και το παιδί ρισκάρει να επαναλάβει μέσω ταύτισης την βίαιη συμπεριφορά.
Σύντομα η «αδελφή» του γνωρίζει έναν άνδρα, τον Τζών και τον παντρεύεται. Για τρίτη φορά ο Ted αλλάζει ταυτότητα: από Nelson σε Bundy.
Ο Ted δεν τον εκτίμησε ποτέ, τον υποτιμούσε και δεν είχε κανένα κοινωνικό δεσμό μαζί του. Εις το εξής, θα μείνει καθηλωμένος στον παππού του, αυτόν τον βίαιο άνδρα που θαύμαζε αμέριστα.
Στο σχολείο ο Ted δεν έπαιζε με τα άλλα παιδιά. Μια ημέρα, κατά λάθος, ένας συμμαθητής του παίζοντας τον χτύπησε στο μάτι και τότε ο Ted όρμησε και ανταπέδωσε τα χτυπήματα σε υπερβολικό βαθμό. Αυτό το γεγονός χαράχτηκε στην μνήμη ενός παιδιού της παρέας που αργότερα είπε στο δικαστήριο ότι δεν κατάλαβε αυτή την αλλαγή του Ted ο οποίος δεν συμμετείχε σχεδόν ποτέ συναισθηματικά και δεν εμπλεκόταν ποτέ σε καβγάδες.
Η εικόνα του «καλού παιδιού» γεννάει πάντοτε υποψίες, ιδίως όταν συνοδεύεται με παρορμητική βία. Ας σημειώσουμε, ότι στην συνέχεια αναφέρεται ότι ο Ted χτυπούσε τους ανθρώπους για «χαζά πράγματα». Μπορούμε λοιπόν να υποθέσουμε ότι η ταύτιση με τον βίαιο παππού αρχίζει και παίρνει σάρκα και οστά. Αρκεί αυτή η ταύτιση;
Στην εφηβεία, την χρονική στιγμή που αναπτύσσονται διάφορες ομάδες και παρέες ο Ted είναι ντροπαλός και εκτός κοινωνικού δεσμού. Αισθανόταν καλά μόνον όταν έπαιρνε τον λόγο. Ο,τιδήποτε απτόταν των σχέσεων με το άλλο φύλο τον έφερνε σε μια τρομερή αμηχανία. Εντούτοις, αναπτύσσει μια εμμονή για την σαδιστική πορνογραφία.
Στη συνέχεια, ο Ted μπήκε εύκολα στο πανεπιστήμιο. Έκανε σπουδές νομικής και ψυχολογίας, αλλά δεν μπόρεσε να ενσωματωθεί με τους άλλους φοιτητές.
Μια ημέρα έλαβε μέρος σε μια διάλεξη πάνω στην Κίνα και κατάλαβε ότι μέσω αυτού θα μπορούσε να τραβήξει την προσοχή των άλλων. Αποφάσισε λοιπόν να μελετήσει και τις ασιατικές γλώσσες σε ένα άλλο Πανεπιστήμιο. Γρήγορα αποκτάει γνώσεις και γίνεται δημοφιλής. Για πρώτη φορά αποκτά φίλους.
Λίγο αργότερα, σε ηλικία 21 ετών, συναντάει τον πρώτο και μοναδικό του έρωτα, την Στεφανί Μπρουκς, μια πλούσια, όμορφη και έξυπνη φοιτήτρια. Για να της κάνει καλή εντύπωση ο Ted αποφασίζει να μετακομίσει στο πανεπιστήμιο του Στάνφορντ και να σπουδάσει ψυχολογία. Εντούτοις, απομονώθηκε εκ νέου και οι βαθμοί του δεν ήταν καλοί.
Παρατηρούμε ότι μια αλλαγή τον ρίχνει στο παλιό του σύμπτωμα: είναι και πάλι εκτός κοινωνικού δεσμού.
Η Στεφανί τον εγκαταλείπει, μετά από ένα χρόνο. Ο Ted πέφτει σε κατάθλιψη, από την οποία δεν συνέρχεται, αφήνει τις σπουδές του, τα πάντα… Αυτός ο χωρισμός τον αποδιοργανώνει. Παρατηρούμε ότι αδυνατεί να κάνει αυτό που λέμε ένα πένθος και να συνεχίσει την ζωή του. Αδυνατεί να αποχωριστεί την Στεφανί. Ας σημειώσουμε το σημαίνον «χωρίζω» και την αδυναμία του ως προς αυτό, το οποίο αργότερα θα γίνει έμβλημα ως «χωρίστρα» στα μαλλιά των μελλοντικών θυμάτων του.
Ο Ted αποδιοργανώνεται και η σχέση του με την παραβατικότητα αρχίζει να παίρνει το πάνω χέρι. Αρχίζει να κλέβει μικροπράγματα και κάνει παρέες με τοξικομανείς. Μετά από ένα χρόνο, ζητάει εκ νέου από την Στεφανί να βγουν. Αυτή αρνείται. Αποδιοργανώνεται περισσότερο σε σχέση με τον νόμο.
Εκείνη ακριβώς την εποχή ανακάλυψε την πραγματική του ταυτότητα: ότι δηλαδή αυτή που πίστευε ότι ήταν αδελφή του ήταν στην ουσία η μητέρα που τον πρόδωσε, του είπε ψέματα και του έδωσε την ταυτότητα του νόθου παιδιού. Μια πρώτη λοιπόν υπόθεση που έχει καθεστώς φαντασίωσης μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: «Στο πρόσωπο των γυναικών που σκοτώνω, εκδικούμαι την μητέρα μου, η οποία με πρόδωσε, μου συμπεριφέρθηκε σαν αντικείμενο χωρίς αξία και με παράτησε στο Ίδρυμα και με την ίδια λογική οι γυναίκες εφεξής είναι αντικείμενα χωρίς αξία».
Λέγεται ότι κάποιοι γνωστοί του προσπάθησαν τότε να τον παρηγορήσουν λέγοντάς του λόγια συμπάθειας, αλλά αυτός απάντησε: «Δεν είσαι εσύ αυτός που είσαι μπάσταρδος».
Το πρώτο ανησυχητικό σύμπτωμα για τον Ted εκείνη την εποχή, ήταν ένα σταμάτημα της ήδη μειωμένης κοινωνικότητάς του.
Στη συνέχεια, συνέρχεται κάπως, και πιάνει διάφορες δουλειές στην αστυνομία, σε ένα πολιτικό γραφείο... Αφού πήρε και το πτυχίο της ψυχολογίας δούλεψε σε μια κλινική ψυχιατρική όπου στήριζε τις γυναίκες σε κρίση. Εκεί έμαθε να τις εξαπατάει και να τις γοητεύει. Μια σύντομη σχέση με μια συνάδελφό του καταλήγει σε αποτυχία. Η εν λόγω θα αναφέρει στο δικαστήριο, αργότερα, ότι είχε προσπαθήσει να την πνίξει.
Το 1973 συναντάει εκ νέου τη Στεφανί και τα ξαναφτιάχνουν, μιλώντας ακόμα και για γάμο. Τελικά δεν συνέβη κανένας γάμος, διότι λίγο αργότερα, ο Ted την εγκαταλείπει. Όταν η Στεφανί τον ψάχνει και τον ρωτάει γιατί δεν της τηλεφωνεί, εκείνος είναι τελείως απόμακρος και της απαντά: «Δεν ξέρω γιατί πράγμα μου μιλάς».
Αντιλαμβανόμαστε ότι η εκ νέου αναζωπύρωση της σχέσης με την Στεφανί δεν υπάκουε σε καμία επιθυμία προς αυτήν. Βρισκόμαστε στο τέλος του 1973. Αυτός ο χωρισμός και η εκδίκηση που πήρε θαρρείς και τον άλλαξε. Του έδωσε μια «δύναμη» χωρίς όρια και έκτοτε αρχίζει να σκοτώνει βιάζοντας τις γυναίκες.
Στην περίπτωση του Ted μπορούμε να υποθέσουμε ότι εκείνη τη χρονική στιγμή γίνεται η πυροδότηση της ψύχωσής του. Οι εγκληματικές διαπράξεις θα μπορούσαν να έχουν καθεστώς ψυχωτικού φαινομένου, όπως είναι το παραλήρημα ή η ψευδαίσθηση.
Ιδού τι είπε όταν συνελήφθη: «Θέλω να κυριαρχήσω στη ζωή και στον θάνατο. Σε τελευταία ανάλυση, τι μπορεί να σημαίνει ένα άτομο ή κάποια άτομα λιγότερα πάνω στη γη; Είχα πάντοτε το συναίσθημα ότι όλος ο κόσμος ήταν εναντίον μου»[4].
Διαπιστώνουμε αφενός ότι οι γυναίκες έχουν καθεστώς αντικειμένων προς ανάλωση και όχι υποκειμένων, ανθρωπίνων όντων που χρήζουν σεβασμό και αφετέρου την παραληρηματική καταδιωκτικού τύπου βεβαιότητά του ότι όλοι είναι εναντίον του. Επιπλέον, δεν δέχεται τον θάνατο και σκοτώνοντας, μπορεί κάποιος να υποθέσει, είναι ένας τρόπος για να κυριαρχήσει επ’ αυτού.
Λίγο αργότερα, κατά τη σύλληψή του συμπλήρωσε: «Είμαι ο πιο ψυχρός και αιματοβαμμένος γιος μιας πόρνης που έχετε ποτέ συναντήσει».
Σε αυτό το σημείο ο Ted Bundy με λίγες λέξεις θα ταυτοποιήσει το είναι του ως υποκείμενο: ψυχρό και αιματοβαμμένο, γιος μιας πόρνης που ποτέ δεν μπόρεσε να ξεπεράσει.
Τέλος, λίγες ημέρες πριν την εκτέλεσή του ο Ted θα πει: «Είμαι ο πιο αναίσθητος αλήτης... Πολλοί άνθρωποι κατακλύζονται από αυτό το συναίσθημα που καλείται ενοχή, δεν αισθάνομαι ένοχος για τίποτα, λυπάμαι τους ανθρώπους που αισθάνονται ένοχοι, δεν μπορούσα απλά να συγκρατηθώ, προσπάθησα ώστε όλο το διάστημα η ζωή μου να μοιάζει φυσιολογική, δεν ήταν φυσιολογική, συνεχώς αισθανόμουν αυτή τη δύναμη να μεγαλώνει μέσα μου, είμαι άρρωστος, δεν μπορούσα…».
Η ψυχική ασθένεια, έστω και την τελευταία στιγμή, αναγνωρίζεται από το ίδιο το υποκείμενο. Αυτή η δύναμη στην οποία αναφέρεται είναι η ακέφαλη ενόρμηση, η ενόρμηση θανάτου. Σε αυτήν τελικά υποτάχτηκε ο Ted Bundy.
[1] J. Lacan, «Fonctions de la psychanalyse en criminologie», Écrits, Paris, Seuil, 1966, σ. 125-149.
[2] J. Lacan, «Prémisses à tout développement possible de la criminologie», Autres écrits, Paris, Seuil, 2001, σ. 121-125.
[3] Αυτόθι, σελ. 121.
[4] https://www.youtube.com/watch?v=Vlk_sRU49