- Απόφαση R v G.C. [2019] EWCA Crim 916, του Ποινικού Τμήματος του Εφετείου
(Court of Appeal – Criminal Division), της 28ης Φεβρουαρίου 2019.
- Απόφαση R v R.C. [2017] EWCA Crim 2450, του Ποινικού Τμήματος του Εφετείου
(Court of Appeal – Criminal Division), της 21ης Νοεμβρίου 2017.
Τον Δεκέμβριο του 2015 κατέστη αξιόποινη[1] στην Αγγλία και την Ουαλία η τέλεση πράξεων άσκησης ελέγχου ή εξαναγκασμού οι οποίες στρέφονται κατά μέλους της οικογένειας ή κατά του μόνιμου συντρόφου του δράστη (“controlling or coercive behaviour in an intimate or family relationship”). Τρία χρόνια αργότερα, ανάλογες διατάξεις θεσπίστηκαν στη Σκωτία[2] και την Ιρλανδία.[3] Η θέσπιση του αδικήματος του εξουσιαστικού ελέγχου δυνάμει του άρθρου 76 του Serious Crime Act 2015 αποσκοπεί στην καταπολέμηση της μη-σωματικής βίας που ασκείται από άτομο το οποίο εκμεταλλεύεται τη σχέση εγγύτητας που εκ των πραγμάτων έχει με το θύμα επιδρώντας καθοριστικά στην καθημερινότητά του, δίχως να καταφεύγει αναγκαία ή κατά κανόνα στις αξιόποινες πράξεις της παράνομης βίας ή απειλής. Η νομοθετική αυτή εξέλιξη κέντρισε την προσοχή της αγγλικής κοινής γνώμης[4] τον Φεβρουάριο του 2019, εξ αυτού δε του λόγου επήλθε μια νέα τροπή στην υπόθεση της G.C., η οποία είχε καταδικασθεί το 2011 για την ειδεχθή ανθρωποκτονία (murder) του συζύγου της: το αγγλικό Εφετείο (Court of Appeal) ανέτρεψε την καταδίκη της και διέταξε τη διεξαγωγή νέας δίκης[5], αποδεχόμενο de bene esse την εξέταση των νέων αποδεικτικών στοιχείων (fresh evidence) που στηρίζουν τον ισχυρισμό περί άσκησης σε βάρος της εξουσιαστικού ελέγχου από τον σύζυγό της καθ’ όλη τη διάρκεια του έγγαμου βίου τους. Στη δικάσιμο της 7ης Ιουνίου 2019, το δικαστήριο θεώρησε ως αποδειχθέν ότι η εκκαλούσα έπασχε από διανοητική διαταραχή κατά την τέλεση της πράξης (‘adjustment disorder’) συνεπεία της συμπεριφοράς του συζύγου της, έκρινε ότι δεν ήταν αναγκαία η επανάληψη της συζήτησης, δέχθηκε το αίτημά της για μεταβολή της κατηγορίας σε απλή ανθρωποκτονία και αφέθηκε ελεύθερη, αφού είχε ήδη εκτίσει εννέα χρόνια της ποινής της.[6]
Στη συνέχεια αναλύεται η εφετειακή απόφαση που χορήγησε την άδεια άσκησης έφεσης στην επίμαχη υπόθεση (R v G.C.), η μεταγενέστερη απόφαση που διέταξε την επανεκδίκαση, καθώς και η απόφαση R v R.C., στο σκεπτικό της οποίας αποτυπώνεται διεξοδικά η ιδιαίτερη κοινωνικοηθική απαξία του νεοπαγούς αδικήματος.
Ι. Πραγματικά περιστατικά
i) Η απόφαση R v G.C.
Στις 23 Ιουνίου 2011, η G.C. καταδικάσθηκε για την ειδεχθή ανθρωποκτονία του συζύγου της σε 22 χρόνια κάθειρξης. Εκείνη και το θύμα υπήρξαν παντρεμένοι για 31 χρόνια, είχαν αποκτήσει δύο γιούς και απολάμβαναν ένα υψηλό βιοτικό επίπεδο. Η εκκαλούσα έτρεφε επί μακρόν υπόνοιες ότι ο σύζυγός της είχε συνάψει εξωσυζυγικές σχέσεις και αφότου αυτές επιβεβαιώθηκαν, αποχώρησε από την κοινή τους κατοικία· έναν χρόνο αργότερα η ίδια πρότεινε να επανασυνδεθούν, αν και η εμπιστοσύνη στον σύζυγό της δεν είχε αποκατασταθεί. Αφού εγκαταστάθηκαν εκ νέου στην κατοικία τους και όταν εκείνος αρνήθηκε να παράσχει εξηγήσεις για τις κλήσεις στο κινητό του από άγνωστη γυναίκα, η G.C. έβγαλε ένα σφυρί από την τσάντα της και του προκάλεσε πολλαπλά πλήγματα στο κεφάλι, ενώ αυτός γευμάτιζε στην κουζίνα. Αμέσως μετά συνέταξε ένα σημείωμα, σύμφωνα με το οποίο τής ήταν αδύνατον να συνεχίσει να ζει χωρίς τον σύζυγό της, και εγκατέλειψε το σπίτι. Την επόμενη ημέρα στάθμευσε το αυτοκίνητό της σε απόκρημνο σημείο, τηλεφώνησε στην ξαδέλφη της, ομολόγησε την πράξη της και επιχείρησε να αυτοκτονήσει. Η αστυνομία κατέφθασε στο σημείο και η G.C. συνελήφθη μερικές ώρες αργότερα.[7] Στην απολογία της ισχυρίσθηκε ότι ο σύζυγός της την είχε βιάσει στο παρελθόν για να την τιμωρήσει και την απέκλειε συστηματικά από τα στοιχειώδη για την επιβίωσή της οικονομικά μέσα· ενώ εκείνη υπήρξε πάντα συνεπής στις υποχρεώσεις της και προσπαθούσε με κάθε τρόπο να κερδίσει την εύνοια του συζύγου της, αυτός της ασκούσε συνεχώς κριτική με ασήμαντη αφορμή και ήλεγχε τις καθημερινές της δραστηριότητες.[8]
Κατόπιν συνεκτίμησης των καταθέσεων των γιών της, οι οποίοι επιβεβαίωσαν τη διαρκή υποτιμητική μεταχείριση στην οποία υπέβαλε τη μητέρα τους το θύμα επί μία δεκαετία, η ποινή της μειώθηκε στα 18 έτη.[9] Το 2018 η G.C. υπέβαλε αίτηση προς το δικαστήριο επικαλούμενη νέα αποδεικτικά στοιχεία και της χορηγήθηκε άδεια να υποβάλει νέα έφεση[10]· κεντρικό επιχείρημα της συνηγόρου της ήταν η έλλειψη ακαδημαϊκής έρευνας αναφορικά με τις επιπτώσεις του εξουσιαστικού ελέγχου κατά τον χρόνο της καταδίκης, με αποτέλεσμα να μην μπορέσει η υπεράσπιση να αποδείξει τον ισχυρό ψυχικό κλονισμό και την διπολική διαταραχή προσωπικότητας από την οποία υπέφερε η εκκαλούσα, ώστε να θεμελιώσει υπέρ της τον μερικό υπερασπιστικό ισχυρισμό του ελαττωμένου καταλογισμού (“partial defence of diminished responsibility”).[11]
ii) Η απόφαση R v R.C.
Στις 19 Μαΐου 2017, ο εικοσιπεντάχρονος R.C., κάτοικος Λονδίνου, καταδικάσθηκε για το αδίκημα του εξουσιαστικού ελέγχου σε βάρος της επί διετία συντρόφου του, για επίθεση που της προκάλεσε σωματική βλάβη και για παρακώληση απονομής της δικαιοσύνης σε συνολική ποινή φυλάκισης 4,5 ετών.[12] Ταυτόχρονα του επιβλήθηκαν περιοριστικοί όροι, με αποτέλεσμα να επιτρέπεται στον εκκαλούντα να εισέλθει στην περιοχή του Sussex μόνο για να επισκεφθεί τη μητέρα του και υπό τον όρο ότι είχε ειδοποιήσει σχετικά τις αστυνομικές αρχές 48 ώρες πριν την επίσκεψη.
Ο εκκαλών και το θύμα συνήψαν σχέση το 2015 και ήδη από τους πρώτους μήνες της συμβίωσής τους ο πρώτος εκδήλωσε βίαιη συμπεριφορά, λεκτική και σωματική, με αποτέλεσμα είτε η ίδια η παθούσα είτε γείτονές τους να αναγκασθούν να καλέσουν την αστυνομία. Κατά τις παραδοχές της εφετειακής απόφασης, καθ’ όλο το διάστημα από τον Δεκέμβριο του 2015 έως και τον Φεβρουάριο του 2017, ο εκκαλών ασκούσε εξουσιαστικό έλεγχο επί της συντρόφου του, ο οποίος έλαβε διάφορες μορφές: περιόρισε στο ελάχιστο τις επαφές της με φίλους και συνεργάτες, κατέγραφε το ωράριο εργασίας της ώστε να γνωρίζει ανελλιπώς πού βρίσκεται, υποδείκνυε τον τρόπο ενδυμασίας και το χτένισμά της, ήλεγχε τακτικά τις κλήσεις που λάμβανε και τα μηνύματά της[13] και προκαλούσε συχνά επεισόδια παθολογικής ζήλιας.[14] Ακόμη και μετά την αποχώρησή του από το σπίτι της παθούσας κατόπιν πολυάριθμων επεμβάσεων της αστυνομίας, συνήθιζε να φωνάζει στους αστυνομικούς υπαλλήλους ότι δε θα εγκατέλειπε την προσπάθεια εύκολα και στη συνέχεια άφηνε δεκάδες κλήσεις στο κινητό της, μέχρι εκείνη να αναγκασθεί να απαντήσει. Επιπλέον την ακολουθούσε παντού, υποδεικνύοντας με ποια άτομα πρέπει να συναναστρέφεται και σε ποιο πλαίσιο.[15]
Παρά το γεγονός ότι ήδη από το 2016 είχαν επιβληθεί εναντίον του περιοριστικοί όροι, εκείνος συνέχισε να εμφανίζεται επανειλημμένα στο σπίτι της παθούσας[16] εξαναγκάζοντάς την να του επιτρέπει την είσοδο είτε με απειλές ή άσκηση βίας, είτε με απειλές πράξεων αυτοβλάβης.[17] Σύμφωνα με την κατάθεση της παθούσας, ο εκκαλών ήλεγχε κάθε έκφανση της καθημερινότητάς της και πολλές φορές εκείνη ανεχόταν την επαφή μαζί του από φόβο ότι διαφορετικά θα τον εξόργιζε, ότι θα εμφανιζόταν στο χώρο εργασίας της ή απλώς από οίκτο.[18] Κατέθεσε μάλιστα ότι υπέφερε σταθερά από συναισθήματα απελπισίας και έντονης θλίψης.
Οι προσπάθειές του εκκαλούντος να έλθει σε επαφή μαζί της δεν σταμάτησαν ούτε μετά τη σύλληψή του· με πολυάριθμα μηνύματα επιχείρησε να αποτρέψει τον χωρισμό τους, καθώς και την εις βάρος του κατάθεσή της στο ακροατήριο.[19] Αν και τελικά ομολόγησε την ενοχή του ως προς το αδίκημα του εξουσιαστικού ελέγχου, ισχυρίσθηκε ότι εισέπραξε την ίδια μεταχείριση από την παθούσα και ότι εκείνη είχε τον απόλυτο έλεγχο των οικονομικών τους.[20] Δεδομένου ότι η ανώτατη ποινή για το αδίκημα είναι τα 5 έτη, ο συνήγορός του ισχυρίσθηκε ότι η ποινή των 4 ετών προ της συγχώνευσης ήταν δυσανάλογα υψηλή, καθώς η συμπεριφορά της παθούσας δεν είχε εκτιμηθεί προσηκόντως.[21]
ΙΙ. Σκεπτικό
i) Η απόφαση R v G.C.
Αντιμέτωπο για πρώτη φορά με την επίκληση του εξουσιαστικού ελέγχου από μία δράστη ειδεχθούς ανθρωποκτονίας., το Εφετείο απέφυγε να εκφράσει οποιαδήποτε εκτίμηση ως προς την μελλοντική επίδρασή του στην έννομη κατάσταση της εκκαλούσας. Περιορίστηκε στην εξής επισήμανση: αναγνώρισε ότι με την διαταγή περί επανάληψης της δίκης πραγματοποιήθηκε το πρώτο βήμα προς την πλήρη κατανόηση ενός περίπλοκου φαινομένου, καθώς και ότι το δικαστήριο θα πρέπει να λάβει γνώση της επιστημονικής έρευνας που μεσολάβησε από την καταδίκη της G.C. το 2011 για την ανθρωποκτονία του συζύγου της, προκειμένου να καταλήξει σε ορθά συμπεράσματα επί της υπόθεσης.[22] Το δικαστήριο με νέα σύνθεση, μολονότι ανέτρεψε την καταδίκη της, τόνισε ότι ο ισχυρισμός περί άσκησης εξουσιαστικού ελέγχου θα πρέπει να προβληθεί σε συνδυασμό με τον ισχυρισμό περί ύπαρξης παθολογικής ψυχικής διαταραχής, προκειμένου να θεμελιωθεί λόγος μείωσης της ποινής.[23]
ii) Η απόφαση R v R.C.
Στην υπόθεση R v R.C. το Εφετείο έκρινε την ποινή που επιβλήθηκε στον εκκαλούντα ως ανάλογη της βαρύτητας των πράξεων του και απέρριψε την έφεση,[24] δεδομένου αφενός ότι ο εξουσιαστικός έλεγχος συνοδεύθηκε από σωματικές βλάβες, αφετέρου ότι ο εκκαλών επαναλάμβανε στους αστυνομικούς υπαλλήλους ότι δεν μπορούν να τον σταματήσουν[25], δημιουργώντας κατ’ αποτέλεσμα ένα διαρκές απειλητικό κλίμα για την παθούσα, το οποίο ενδείκνυε μία από τις βαρύτερες μορφές εμφάνισης του υπό κρίση αδικήματος.[26] Επιβαρυντική περίσταση αποτέλεσε και το γεγονός ότι ο εκκαλών κατά το επίμαχο διάστημα ήταν εθισμένος στο αλκοόλ, καθώς και η εκ μέρους του παρακώλυση της απονομής της δικαιοσύνης.[27]
Στη συνέχεια, το δικαστήριο αναφέρθηκε εκτενώς στις προϋποθέσεις πλήρωσης της αντικειμενικής υπόστασης του εξουσιαστικού ελέγχου[28]: η συμπεριφορά του δράστη πρέπει να είναι επαναλαμβανόμενη ή εξακολουθητική και –σωρευτικά– να έχει προκαλέσει αποδεδειγμένα ισχυρή επίδραση στο θύμα, την οποία ο δράστης προέβλεπε ή μπορούσε να προβλέψει ως αναγκαία συνέπεια της συμπεριφοράς του, με βάση τις δυνατότητες και τις γνώσεις τού μέσου κοινωνικού ανθρώπου.[29] Το στοιχείο της «ισχυρής επίδρασης» συντρέχει εφόσον δημιουργείται στο θύμα ο φόβος ότι θα ασκηθεί βία από τον δράστη σε τουλάχιστον δύο διαφορετικές περιστάσεις, ή εφόσον προκαλείται στο θύμα πανικός ή έντονη θλίψη, με ουσιώδη δυσμενή επίδραση στις συνήθεις καθημερινές δραστηριότητές του.[30]
Ενόψει των αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών, το δικαστήριο υπογράμμισε ότι ο εκκαλών δε θα μπορούσε να θεμελιώσει τον υπερασπιστικό ισχυρισμό που προβλέπεται στην παράγραφο 8 της επίμαχης διάταξης, σύμφωνα με τον οποίο ωφελείται ο δράστης που αποδεικνύει ότι προέβη στις πράξεις του πιστεύοντας ότι ενεργεί προς το συμφέρον του θύματος και, σωρευτικά, ότι η συμπεριφορά του υπήρξε καθ’ όλα εύλογη.[31] Αν και οι εκδηλώσεις της επίδρασης αυτής στον ψυχισμό του θύματος ποικίλουν, σε πολλές περιπτώσεις όμοιες με την παρούσα, το θύμα δυσκολεύεται να αποδεσμευθεί από την επιρροή του δράστη και συχνά επιρρίπτει την ευθύνη της κατάστασής του στην δική του συμπεριφορά.[32] Σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς του εκκαλούντος, η στάση της παθούσας δεν μπορεί να θεωρηθεί ως έστω απομακρυσμένη αιτία πρόκλησης της συμπεριφοράς του και ήταν εύλογη η εκ μέρους της διαχείριση των οικονομικών τους ζητημάτων, δεδομένου ότι μόνο εκείνη διέθετε σταθερή απασχόληση κατά το κρίσιμο διάστημα.[33]
Συνοψίζοντας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της υπόθεσης, το δικαστήριο κατέληξε ότι η επίμονη εξουσιαστική συμπεριφορά του εκκαλούντος για χρονικό διάστημα 14 μηνών, η εκ μέρους του άσκηση σωματικής βίας, η συνεχής παραβίαση των περιοριστικών όρων, η στάση του ενώπιον των αστυνομικών υπαλλήλων, η επίδραση της συμπεριφοράς του στον κοινωνικό κύκλο της παθούσας και η προσπάθειά του να παρεμποδίσει τη δικαστική προστασία της διαγράφουν μία από τις σοβαρότερες μορφές εξουσιαστικού ελέγχου από όσες έχουν αχθεί μέχρι στιγμής στην κρίση των δικαστηρίων και η ποινή δικαιολογημένα προσεγγίζει εν προκειμένω το ανώτατο όριο.[34]
ΙΙΙ. Παρατηρήσεις
Από τις σκέψεις που διατύπωσε το δικαστήριο στην απόφαση R v R.C., καθίσταται φανερό ότι η στοιχειοθέτηση του αδικήματος του εξουσιαστικού ελέγχου ως ειδικότερη έκφανση των εγκλημάτων ενδοοικογενειακής βίας προκύπτει από την εκτίμηση όχι ενός μεμονωμένου ατυχούς περιστατικού, αλλά ενός συνόλου επαναλαμβανόμενων πράξεων, οι οποίες αν ιδωθούν μεμονωμένα ενδέχεται να μην κριθούν παράνομες, ενώ αναπτύσσουν αποτελέσματα σε βάθος χρόνου. Σε θεωρητικό επίπεδο, η οριοθέτηση της έννοιας του εξουσιαστικού ελέγχου ανάγεται σε μεγάλο βαθμό στο ερευνητικό έργο του Αμερικανού κοινωνιολόγου Evan Stark, ο οποίος, αν και υπέβαλε σχετική γνωμοδότηση στην υπόθεση της G.C., αυτή δεν έγινε δεκτή ως νέο αποδεικτικό στοιχείο που θα μπορούσε να στηρίξει την άσκηση έφεσης.[35]
Σε σχετική μελέτη[36] του που δημοσιεύθηκε το 2007, ο Stark αναφέρει χαρακτηριστικά ότι το βασικό διακριτικό γνώρισμα της γυναικείας κακοποίησης είναι η επαναλειπτικότητα των προκαλούμενων προσβολών, το βάρος των οποίων υφίσταται ένα μόνο πρόσωπο και οι οποίες έχουν σωρευτική επίδραση στον γυναικείο ψυχισμό, κατά πολύ εντονότερη από το απλό άθροισμα των μεμονωμένων πράξεων του δράστη.[37] Όπως κατέθεσε ενώπιον του δικαστηρίου ο ως άνω συγγραφέας, στις υπό συζήτηση περιπτώσεις σκοπός του δράστη δεν είναι η πρόκληση σωματικής βλάβης στο θύμα αλλά η καθυπόταξή του με την πρόκληση φόβου και την στέρηση βασικών δικαιωμάτων, έτσι ώστε το θύμα να οδηγηθεί στην ικανοποίηση απαιτήσεων που τίθενται ενάντια στα συμφέροντά του.[38] Σε αυτές τις συνθήκες, το αίσθημα εγκλωβισμού του θύματος μπορεί να προκαλέσει μία αιφνίδια έκρηξη θυμού κατά της αιτίας του περιορισμού του.
Η έκθεση του θύματος στην διαρκή ή εξακολουθητική εξουσιαστική συμπεριφορά απολήγει σε διαταραχές προσωπικότητας, οι οποίες συχνά καθίσταται δυνατόν να διαγνωσθούν μόνο αφού το θύμα σταματήσει να ζει με τον εξουσιαστή του, διότι σε πολλές περιπτώσεις – όπως στην περίπτωση της G.C. – το θύμα αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως ανίκανο να διαχειρισθεί τα προσωπικά του ζητήματα, αισθανόμενο απόλυτα εξαρτημένο από τις υποδείξεις του δράστη.[39] Η υποδοχή του εν λόγω αδικήματος δεν υπήρξε εντούτοις καθολική από την αγγλική θεωρία, όπου υποστηρίχθηκε η άποψη ότι οι συναφείς υποθέσεις είναι ιδιαίτερα περίπλοκες και η διάταξη του Serious Crime Act θα τείνει να εφαρμόζεται στην πράξη μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις ή σε περιπτώσεις όπου αποδεικνύεται η παράλληλη πρόκληση σωματικών κακώσεων.[40]
Σύμφωνα με τον προσφάτως ανανεωμένο ορισμό που ισχύει στο Ηνωμένο Βασίλειο,[41] ενδοοικογενειακή βία συνιστά κάθε περιστατικό ή περισσότερα ομοειδή περιστατικά δηλωτικά εξουσιαστικής, εξαναγκαστικής ή απειλητικής συμπεριφοράς, βίας ή κακοποίησης μεταξύ νυν ή πρώην συντρόφων ή μελών της ίδιας οικογένειας, ηλικίας άνω των 16 ετών, ανεξαρτήτως κοινωνικού προσδιορισμού του φύλου ή της σεξουαλικότητας. Η κακοποίηση μπορεί να είναι, ενδεικτικά: ψυχολογική, σωματική, σεξουαλική, οικονομική ή συναισθηματική. Η εξουσιαστική συμπεριφορά (controlling behaviour) αποσκοπεί στην καθυπόταξη του θύματος στον δράστη μέσω της κοινωνικής απομόνωσής του, της αποστέρησής του από υποστηρικτικές δομές και οικονομικούς πόρους και της αποφασιστικής επίδρασης στην καθημερινή ζωή του. Από την άλλη πλευρά, η εξαναγκαστική συμπεριφορά (coercive behaviour) ορίζεται ως μια πρακτική επαναλαμβανόμενων επιθέσεων, απειλών, εξευτελιστικής ή εκφοβιστικής συμπεριφοράς ή άλλης μορφής συμπεριφοράς που έχει ως στόχο να βλάψει, να τιμωρήσει ή να τρομοκρατήσει το θύμα.[42]
Η συνολική προσέγγιση που προωθεί η επίμαχη διάταξη είναι ιδιαίτερα σημαντική για τα θύματα τα οποία βιώνουν συστηματικά έντονο ψυχικό άλγος ως αποτέλεσμα της κατάχρησης της σχέσης εγγύτητας από τον σύντροφο ή άλλο μέλος της οικογένειάς τους, το οποίο δυσχερώς αποδεικνύεται και μάλλον συγκαλύπτεται από τον δικανικό τύπο της διερεύνησης συγκεκριμένων γεγονότων.[43] Επιπλέον, με αφορμή την απόφαση R v G.C., η (έστω μερική) αποδοχή του μακροχρόνιου εξουσιαστικού ελέγχου ως νέου αποδεικτικού στοιχείου ικανού να οδηγήσει σε νέα επιμέτρηση της ποινής υπέρ της κακοποιημένης γυναίκας ενδέχεται να δημιουργήσει νομολογιακό προηγούμενο σε ένα νέο δικαιϊκό πεδίο, δεδομένου ότι ο υπερασπιστικός ισχυρισμός της τέλεσης του εγκλήματος υπό συνθήκες εξαναγκασμού (“under duress”)[44] συνδέεται με τον φόβο θανάτωσης ή βαριάς σωματικής βλάβης και την αμεσότητα της απειλής, δίχως να λαμβάνει υπόψη την περίπλοκη δυναμική και την βλαπτικότητα της ενδοοικογενειακής βίας.[45]
Αν και δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι το αδίκημα του εξουσιαστικού ελέγχου συνιστά φαινόμενο έμφυλης βίας (gendered phenomenon) δεδομένου ότι θύματα είναι στη συντριπτική τους πλειονότητα γυναίκες,[46] η νεοπαγής διάταξη αποσκοπεί στην προστασία κάθε ατόμου[47] που εκ των περιστάσεων βρίσκεται σε μειονεκτική θέση έναντι του δράστη και κρίνεται αντικειμενικά ως ευάλωτο[48]. Χαρακτηριστική είναι εν προκειμένω η απόφαση R v J.W.[49] η οποία εκδόθηκε τον Ιούνιο του 2018, με την οποία καταδικάστηκε μία νεαρή γυναίκα για τα αδικήματα του εξουσιαστικού ελέγχου και της βαριάς σωματικής βλάβης κατά του πρώην συντρόφου της, ο οποίος έπασχε από υδροκεφαλία, δεν ήταν σε θέση να οδηγεί αυτοκίνητο και χρειαζόταν τη βοήθεια της καταδικασθείσας για να μεταβεί στο νοσοκομείο για τις προγραμματισμένες συνεδρίες του. Πέραν του γεγονότος ότι του είχε προκαλέσει πολλαπλά τραύματα αλλά και εγκαύματα πετώντας του βραστό νερό, για διάστημα περίπου ενός έτους παρέλειπε σταθερά να τον μεταφέρει στο νοσοκομείο, τον ανάγκαζε να κοιμάται στο πάτωμα, του στερούσε την πρόσβαση σε χρήματα και φαγητό, του μιλούσε υποτιμητικά και παρεμπόδιζε την επαφή του με την οικογένεια και τους φίλους του ελέγχοντας τους λογαριασμούς του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αποτέλεσμα αυτής της συμπεριφοράς ήταν να αναπτύξει ο παθών διαταραχές ύπνου, ανορεξία, φοβία κάθε φορά που βρισκόταν κοντά σε αναμμένο βραστήρα και αυτοκτονικό ιδεασμό.[50]
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, συναφής είναι η πρόβλεψη της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας (Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης), η οποία κυρώθηκε από την Ελλάδα με τον Ν. 4531/2018[51] τροποποιώντας τον Ν. 3500/2006: στο άρθρο 33 της Σύμβασης προβλέπεται η υποχρέωση των μερών για τη λήψη αποτελεσματικών μέτρων προς αποτροπή συμπεριφορών που οδηγούν, μέσω του εξαναγκασμού ή απειλών, στον σοβαρό[52] κλονισμό της ψυχολογικής ακεραιότητας του ατόμου.[53] Εντούτοις, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 78, τα κράτη μπορούν να διατυπώσουν επιφυλάξεις κατά την υπογραφή ή κύρωση της Σύμβασης και να θεσπίσουν αστικές κυρώσεις ως προς το επίμαχο άρθρο.[54]
Όσον αφορά στο ελληνικό νομοθετικό καθεστώς, ο Ν. 3500/2006 για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας δεν περιέχει μεν ανάλογη διάταξη, εντούτοις μπορεί να ανιχνεύσει κανείς μια σύγκλιση με την αγγλική διάταξη περί εξουσιαστικού ελέγχου στην παράγραφο 4 του άρθρου 6 (ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη): η διάταξη ορίζει ότι, αν η σωματική βλάβη της παραγράφου 1 «συνιστά μεθοδευμένη πρόκληση […] ψυχικού πόνου, ικανού να επιφέρει σοβαρή ψυχική βλάβη, ιδίως με την παρατεταμένη απομόνωση του θύματος, επιβάλλεται κάθειρξη.»
Βεβαίως η διαφορά ανάμεσα στις δύο διατάξεις γίνεται αισθητή εάν συγκρίνει κανείς το πλαίσιο ποινών, καθώς το αδίκημα του εξουσιαστικού ελέγχου τιμωρείται με ανώτατη ποινή τα 5 έτη, ενώ το άρθρο 6 παρ. 4 θεσπίζει ένα ιδιώνυμο έγκλημα[55] και επαπειλεί κάθειρξη. Ένα ερώτημα που τίθεται, εφόσον βασικό διακριτικό γνώρισμα του αδικήματος είναι η διατάραξη της ψυχικής ισορροπίας του θύματος δίχως την άσκηση σωματικής βίας, έγκειται στο αν η ψυχική επιβάρυνση του θύματος μπορεί να υπαχθεί στην έννοια της σωματικής βλάβης.[56]
Κατά τη νομολογία του Αρείου Πάγου η πρόκληση «αφόρητης ψυχικής και σωματικής ταλαιπωρίας» δεν συνιστά σωματική βλάβη, εφόσον δεν προκάλεσε στον παθόντα παθολογικές ψυχοσωματικές διαταραχές.[57] Αλλά και με βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης[58] κρίθηκε ότι η πρόκληση κακώσεων, εκχυμώσεων, διαρκούς τρόμου και έντονης ανησυχίας στο θύμα συνεπάγεται μεν «ψυχική ταλαιπωρία», αλλά αυτή συνιστά απλώς κίνδυνο και όχι βλάβη της ψυχικής υγείας. Στη θεωρία γίνεται δεκτό ότι στην έννοια της βλάβης της υγείας εντάσσεται τόσο η σωματική όσο και η ψυχική βλάβη·[59] η άποψη αυτή ενισχύεται από το γράμμα της παραγράφου 2 του ά. 310 ΠΚ, το οποίο κάνει ρητά λόγο για σοβαρή διανοητική πάθηση.
Η αμφισβήτηση αίρεται σε κάθε περίπτωση με το άρθρο 312 του νέου ΠΚ (σωματική βλάβη αδυνάμων ατόμων), στην παρ. 4 του οποίου ορίζεται ότι «με την πρόκληση σωματικής βλάβης κατά την παράγραφο 1 στοιχείο γ’ εξομοιώνεται και η μεθοδευμένη πρόκληση […] ψυχικού πόνου ικανού να επιφέρει σοβαρή ψυχική βλάβη, ιδίως με την παρατεταμένη απομόνωση σε βάρος των προσώπων της πρώτης παραγράφου», κατά ταυτόσημη διατύπωση με το άρθρο 6 παρ. 4 του Ν. 3500/2006. Εν προκειμένω γίνεται λόγος για πρόσωπα που δεν μπορούν να υπερασπίσουν τον εαυτό τους, τα οποία βρίσκονται υπό την επιμέλεια ή συνοικούν με τον δράστη ή συνδέονται μαζί του με σχέση εργασίας ή υπηρεσίας· κατά την παρ. 2, θύμα μπορεί να αποτελεί και η σύζυγος ή σύντροφος του δράστη, χωρίς να χρειάζεται να αποδειχθεί η αδύναμη θέση της, ενώ η τέλεση της πράξης σε βάρος εγκύου συνιστά επιβαρυντική περίπτωση.
Σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση του ΠΚ, η νέα διάταξη φιλοδοξεί να καλύψει το έγκλημα της ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης που μέχρι στιγμής αντιμετωπιζόταν με τον Ν. 3500/2006, ενώ δεν είναι πλέον αναγκαία η διαπίστωση συνεχούς σκληρής συμπεριφοράς[60]. Η νέα αυτή νομοθετική προσέγγιση είναι επιδοκιμαστέα καθώς εναρμονίζεται με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, σύμφωνα με την οποία η έννοια της μεθόδευσης προϋποθέτει επιλογή συμπεριφοράς και εσκεμμένη τέλεση με προγραμματισμένο τρόπο, δίχως να κρίνεται απαραίτητο το στοιχείο της επανάληψης ή διάρκειας της συμπεριφοράς αυτής.[61]
Ενδεχομένως η ενδεικτική απαρίθμηση των μέσων πρόκλησης του ψυχικού πόνου της παραγράφου 4 θα μπορούσε να εμπλουτισθεί, προκειμένου να συμπεριληφθούν και άλλα μέσα που έχει επισημάνει η διεθνής βιβλιογραφία, όπως ο αποκλεισμός του θύματος από τους αναγκαίους για την αξιοπρεπή διαβίωσή του οικονομικούς πόρους ή η παρεμπόδιση των φυσιολογικών καθημερινών δραστηριοτήτων του και η επιβολή εξευτελιστικών κανόνων συμπεριφοράς. Σε κάθε περίπτωση, η σοβαρή ψυχική βλάβη που προκαλείται με κάθε άλλο μέσο εκτός της σωματικής βίας θα πρέπει να αποτελεί άμεση και πραγματική συνέπεια της εγκληματικής συμπεριφοράς του δράστη, προκειμένου η διάταξη να είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας.
Η διεύρυνση ως προς το υποκείμενο του εγκλήματος στο νέο άρθρο 312 ΠΚ (εφόσον δράστης μπορεί να είναι και ο εργοδότης του θύματος) αποτελεί καινοτομία του έλληνα νομοθέτη, ακόμα και συγκριτικά με την ούτως ή άλλως πρωτοποριακή διάταξη του Serious Crime Act 2015. Υποδηλώνει μια πληρέστερη κατανόηση του φαινομένου που εξετάζεται εν προκειμένω και είναι απολύτως επίκαιρη, ενόψει της επισήμανσης της Ερμηνευτικής Έκθεσης στη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης ότι η εξουσιαστική συμπεριφορά ενδέχεται να απαντά όχι μόνο ανάμεσα σε μέλη της οικογένειας, αλλά και εντός διαφορετικού κοινωνικού πλαισίου (λ.χ. στον εργασιακό ή τον ακαδημαϊκό χώρο).
Απομένει, τέλος, να παρατηρηθεί η επίδραση της απόφασης R v G.C. στη μεταγενέστερη νομολογία των αγγλικών δικαστηρίων. Πριν τη δημοσίευση της εν λόγω απόφασης η αγγλική θεωρία είχε προτείνει την δυνατότητα θεμελίωσης του υπερασπιστικού ισχυρισμού του ελαττωμένου καταλογισμού προς όφελος θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας[62] και το Εφετείο κινήθηκε σε αυτή την κατεύθυνση, με τη διευκρίνιση ότι η στοιχειοθέτηση του εξουσιαστικού ελέγχου δεν αποτελεί επαρκή αμυντικό ισχυρισμό σε περιπτώσεις ειδεχθούς ανθρωποκτονίας (‘coercive control as such is not a defence to murder’). Εντούτοις δεν είναι ακόμη εναργές αν θύματα εξουσιαστικού ελέγχου μπορούν να θεμελιώσουν τον έτερο υπερασπιστικό ισχυρισμό της απώλειας ελέγχου (‘loss of control manslaughter’)· η απόφαση R v G.C. δε φαίνεται να αποκλείει αυτή τη δυνατότητα, επομένως η επιτυχία ή μη του ισχυρισμού μάλλον συναρτάται με τα εκάστοτε αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά.[63]
Aπό την ανωτέρω επισκόπηση της αγγλικής νομολογίας, το συμπέρασμα στο οποίο μπορούμε να καταλήξουμε είναι ότι, μολονότι το αδίκημα του εξουσιαστικού ελέγχου καθ’ εαυτό στοιχειοθετείται με την πρόκληση στο θύμα διαταραχών που δεν έχουν απαραιτήτως σωματικό υπόβαθρο (όπως αγχώδεις διαταραχές, αυπνία, κατάθλιψη κ.α.), η κατάφασή του δεν είναι επαρκής συνθήκη για την κρίση περί μειωμένης ικανότητας προς καταλογισμό και δεν μπορεί να στηρίξει τον συναφή υπερασπιστικό ισχυρισμό, εάν δεν συνοδεύεται από κάποια ιατρικώς αναγνωρισμένη διαταραχή του νευρικού συστήματος.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Serious Crime Act 2015, s 76.
[2] Domestic Abuse Act 2018, s 1 (“abusive behaviour towards partner or ex-partner”).
[3] Domestic Violence Act 2018, s 39 (“offence of coercive control”).
[4] Η υπόθεση έτυχε ευρύτατης δημοσιογραφικής κάλυψης στο Ηνωμένο Βασίλειο, βλ. ενδεικτικά https://www.bbc.com/news/uk-england-47407204.
[5] Εντούτοις το δικαστήριο δεν μετέβαλε στο συγκεκριμένο στάδιο την κατηγορία από ειδεχθή σε απλή ανθρωποκτονία (manslaughter).
[6] https://www.bbc.com/news/uk-england-surrey-48554239.
[7] R v G.C. [2011] EWCA Crim 2919, 1-10· από τη βάση νομικών πληροφοριών Westlaw UK (https://legalsolutions.thomsonreuters.co.uk/en/products-services/westlaw-uk.html).
[8] R v G.C. [2019] EWCA Crim 916, 17, 25, 48.
[9] Ibid., 15-17.
[10] R v G.C. [2018] EWCA Crim 471, 9· από τη βάση νομικών πληροφοριών LexisLibrary (https://www.lexisnexis.com/uk/legal/).
[11] Ibid., 2.
[12] R v R.C. [2017] EWCA Crim 2450, 1· από τη βάση νομικών πληροφοριών Westlaw UK (https://legalsolutions.thomsonreuters.co.uk/en/products-services/westlaw-uk.html).
[13] [2017] EWCA Crim 2450, 3, 8 (βλ. υπ. 12).
[14] Ibid., 3, 6.
[15] Ibid., 7, 9.
[16] Ibid., 8 και 9.
[17] Ibid., 13, 15 και 17.
[18] Ibid., 5, 8 και 15.
[19] [2017] EWCA Crim 2450, 16 και 17 (“Please don’t worry too much about the court. Okay. I told you what to do and it will be okay.”).
[20] Ibid., 19.
[21] Ibid., 20.
[22] “It should be plainly understood that the application today is but one step in what it is hoped might be a full, detailed exploration of the position based on scholarship, learning and clinical expertise which should now assist a jury to reach a verdict on the basis of an understanding which, it is said, was not available in 2011. We scrupulously avoid expressing any view on outcome but we are persuaded that leave to appeal should be granted.” (R v G.C. [2018] EWCA Crim 471, 7-8).
[23] [2019] EWCA Crim 916, 64.
[24] [2017] EWCA Crim 2450, 31.
[25] [2017] EWCA Crim 2450, 22.
[26] Ibid., 23.
[27] Ibid., 23.
[28] Ibid., 25-26.
[29] Κατά τη διατύπωση του νόμου (Serious Crime Act 2015, s 76), ‘(1) A person (A) commits an offence if– (a) A repeatedly or continuously engages in behaviour towards another person (B) that is controlling or coercive, (b) at the time of the behaviour, A and B are personally connected, (c) the behaviour has a serious effect on B, and (d) A knows or ought to know that the behaviour will have a serious effect on B. […] (5) For the purposes of subsection (1) (d) A “ought to know” that which a reasonable person in possession of the same information would know.’
[30] ‘(4) A’s behavior has a “serious effect” on B if– (a) it causes B to fear that, on at least two occasions, that violence will be used against B, or (b) it causes B serious alarm or distress which has a substantial adverse effect on B’s usual day-to-day activities.’
[31] “(8) In proceedings for an offence under this section it is a defence for A to show that– (a) in engaging in the behaviour in question, A believed that he or she was acting in B’s best interests, and (b) the behaviour was in all the circumstances reasonable. Αξίζει να σημειωθεί ότι η παράγραφος αυτή δεν εφαρμόζεται εφόσον προκλήθηκε στο θύμα ο φόβος ότι θα ασκηθεί βία εναντίον του: (10) The defence in subsection (8) is not available to A in relation to behaviour that causes B to fear that violence will be used against B.”
[32] [2017] EWCA Crim 2450, 26.
[33] Ibid., 28-29.
[34] Ibid., 30-31.
[35] Το Εφετείο θεώρησε ότι το ζήτημα του εξουσιαστικού ελέγχου μπορεί να αξιολογηθεί επαρκώς από τον αρμόδιο ψυχίατρο-πραγματογνώμονα.
[36] Stark, Coercive Control – The Entrapment of Women in Personal Life (Oxford University Press, 2007).
[37] Stark, ό.π., σ. 94: “[…] the single most important characteristic of woman battering is that the weight of multiple harms is borne by the same person, giving abuse a cumulative effect that is far greater than the mere sum of its parts. […] a victim’s level of fear derives as much from her perception of what could happen based on past experience as from the immediate threat by the perpetrator.”
[38][2019] EWCA Crim 916, 38.
[39] Dutton και Painter, Emotional Attachments in Abusive Relationships: A Test of Traumatic Bonding Through Theory, 1993 Violence and Victims, 105-107.
[40] Tolmie, Coercive Control: To Criminalize or Not to Criminalize?, 2018 18 (1) Criminology and Criminal Justice, 59.
[41] Μέχρι στιγμής δεν υφίσταται νομοθετικός ορισμός της ενδοοικογενειακής βίας· ανωτέρω εκτίθεται ο διυπουργικός ορισμός που επικαλείται και χρησιμοποιεί η Κυβέρνηση, ο οποίος τροποποιήθηκε το 2013 ώστε να συμπεριλάβει αφενός τους ανηλίκους των 16-17 ετών, αφετέρου τις έννοιες της εξουσιαστικής και εξαναγκαστικής συμπεριφοράς. Για τον τρόπο σχηματισμού του ορισμού αυτού βλ. τη σχετική έκθεση:https://assets.publishing.service.gov.uk/government/uploads/system/uploads/attachment_data/file/157800/domestic-violence-definition.pdf.
[42] “The definition of domestic violence and abuse is: Any incident or pattern of incidents of controlling, coercive or threatening behaviour, violence or abuse between those aged 16 or over who are or have been intimate partners or family members regardless of gender or sexuality. This can encompass but is not limited to the following types of abuse: psychological, physical, sexual, financial or emotional. Controlling behaviour is a range of acts designed to make a person subordinate and/or dependent by isolating them from sources of support, exploiting their resources and capacities for personal gain, depriving them of the means needed for independence, resistance and escape and regulating their everyday behaviour. Coercive behaviour is an act or a pattern of acts of assault, threats, humiliation and intimidation or other abuse that is used to harm, punish, or frighten their victim.”
[43] Παπαχαραλάμπους, Φεμινιστική θεωρία του Δικαίου και Ποινικό Δίκαιο, ΠοινΔικ 2018, σ. 128.
[44] Με τον όρο “duress” νοείται στο αγγλοσαξονικό δίκαιο το καθεστώς αφόρητης ψυχικής πίεσης που οδηγεί για λόγους αυτοσυντήρησης στο έγκλημα· βλ. Παπαχαραλάμπους, ό.π., σ. 127.
[45] Loveless, Domestic Violence, coercion and duress, 2010 Criminal Law Review, 94. Όπως όμως επισημαίνεται στο πληροφοριακό δελτίο που εξέδωσε το Υπουργείο Εσωτερικών τον Μάρτιο του 2015 αναφορικά με τον νέο νόμο, το στοιχείο της διάρκειας της εγκληματικής συμπεριφοράς και η δυνατότητα του μέσου ανθρώπου να προβλέψει τις επιπτώσεις αυτής είναι κομβικά, ώστε να αποφευχθεί η ένταση με την αρχή της αναλογικότητας και η υπέρμετρη επέμβαση του ποινικού δικαίου στις σχέσεις οικειότητας.
[46] Stark, ό.π., σ. 172-178, όπου ο συγγραφέας αναφέρεται στους ιστορικούς λόγους καθυπόταξης των γυναικών, μέσω της παραδοσιακής δομής της οικογένειας και με τη συνδρομή «ανδροκρατούμενων θεσμών» όπως η μοναρχία, το φεουδαρχικό κράτος και η Εκκλησία.
[47] Τα προβλήματα από την προσήλωση στο πρότυπο της έμφυλης βίας εις βάρος ανδρών-θυμάτων ή θυμάτων εντός ομόφυλων σχέσεων έχει επισημάνει ο Dempsey, Gender Neutral Laws and Heterocentric Policies: Domestic Abuse as Gender-Based Abuse and Same-Sex Couples, 2011 15 (3) Edinburgh Law Review, 381.
[48] Καθίσταται συνεπώς φανερό ότι το υπό κρίση φαινόμενο είναι ευρύτερο από το συγγενές «Σύνδρομο της Κακοποιημένης Γυναίκας» (Battered Woman Syndrome). Βλ. σχετικά Bettinson, Aligning Partial Defences to Murder with the Offence of Coercive or Controlling Behaviour, 2019 Journal of Criminal Law 18 (1), 79.
[49] [2018] EWCA Crim 1923· από τη βάση νομικών πληροφοριών LexisLibrary (https://www.lexisnexis.com/uk/legal/).
[50] [2018] EWCA Crim 1923, 14.
[51] Για τις τροποποιήσεις στον Ποινικό Κώδικα και στον Ν. 3500/2006, το πρωτότυπο κείμενο στην αγγλική και τη γαλλική γλώσσα, καθώς και για την ελληνική μετάφραση της Σύμβασης βλ. http://www.ministryofjustice.gr/site/Portals/0/uploaded_files/uploaded_25/4531.pdf.
[52] Σύμφωνα με την Ερμηνευτική Έκθεση επί της Σύμβασης, το στοιχείο του «σοβαρού» κλονισμού κατά το άρθρο 33 θα πρέπει να εξειδικευθεί από τις εθνικές νομοθεσίες των μερών. Έμφαση δίνεται και στη διάρκεια της εγκληματικής συμπεριφοράς, η οποία ενδέχεται να προηγείται ή να συνοδεύεται από την άσκηση σωματικής βίας. Για το κείμενο της Έκθεσης βλ. https://rm.coe.int/CoERMPublicCommonSearchServices/DisplayDCTMContent?documentId=09000016800d383a
[53] “Article 33 – Psychological Violence: Parties shall take the necessary legislative or other measures to ensure that the intentional conduct of seriously impairing a person’s psychological integrity through coercion or threats is criminalised.”
[54] Σε κάθε περίπτωση, όπως τονίζει η Eρμηνευτική Έκθεση, οι κυρώσεις που θα θεσπισθούν πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αποτρεπτικές και σύμφωνες με την αρχή της αναλογικότητας. Σημειωτέον ότι η Ελλάδα δεν συμπεριέλαβε το άρθρο 33 στις επιφυλάξεις που διατύπωσε με το άρθρο 5 του Ν. 4531/2018.
[55] Αναφορικά με την διάταξη αυτή ο Χαραλαμπάκης παρατηρεί ότι κινείται στα όρια της διακεκριμένης παραλλαγής και του ιδιώνυμου εγκλήματος («Οι νομοθετικές και νομολογιακές εξελίξεις στο χώρο του ποινικού δικαίου που αφορούν οικογενειακές ή συγγενικές σχέσεις», ΠοινΧρ ΞΑ’, σ. 563). Την άποψη περί διακεκριμένης παραλλαγής υιοθετεί στην εισαγγελική του πρόταση ο Νάϊντος στην ΣυμβΠλημΘεσ 806/2011, ΠοινΧρ ΞΒ’, σ. 469, ενώ ο Μπρακουμάτσος τάσσεται υπέρ της άποψης περί ιδιώνυμου εγκλήματος («Ο ν. 3500/2006 για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας, Σκέψεις – Παρατηρήσεις», ΠοινΔικ 2007, σ. 1457).
[56] Για την αντιμετώπιση του εν λόγω ζητήματος από το γερμανικό Ακυρωτικό βλ. Φουσκαρίνη, Συνιστούν οι προσβολές της ψυχικής υγείας σωματική βλάβη;, The Art of Crime, τ. 4, προσπελάσιμο σε https://theartofcrime.gr/%cf%83%cf%85%ce%bd%ce%b9%cf%83%cf%84%ce%bf%cf%8d%ce%bd-%ce%bf%ce%b9-%cf%80%cf%81%ce%bf%cf%83%ce%b2%ce%bf%ce%bb%ce%ad%cf%82-%cf%84%ce%b7%cf%82-%cf%88%cf%85%cf%87%ce%b9%ce%ba%ce%ae%cf%82-%cf%85%ce%b3/.
[57] Βλ. ΑΠ 1074/1988, ΠοινΧρ ΛΗ’, σ. 987, ΑΠ 402/2001, ΠοινΧρ ΝΑ’, σ. 1099, με ενημερωτικό σημείωμα Σάμιου.
[58] ΠοινΧρ ΞΒ’, σ. 469 επ.
[59] Μπουρόπουλος, Ερμηνεία του Ποινικού Κώδικος - Ειδικόν Μέρος, σ. 504, Μαργαρίτης, Σωματικές βλάβες., σ. 161 επ., Ανδρουλάκης, Ποινικό Δίκαιο - Ειδικό Μέρος, σ. 126 επ.
[60] Αντιθέτως, όπως σημειώθηκε παραπάνω, η επανάληψη της συμπεριφοράς είναι συστατικό στοιχείο του εξουσιαστικού ελέγχου.
[61] Υπόθεση Zontul κατά Ελλάδας της 17.01.2012, διαθέσιμη σε https://hudoc.echr.coe.int/eng#{%22itemid%22:[%22001-163542%22]}. Βλ. και συναφείς παρατηρήσεις της Συμεωνίδου-Καστανίδου, ΠοινΔικ 2013, σ. 746 επ.
[62] Bettinson, ό.π., σ. 85.
[63] Ibid., σ. 82.