Η απόφαση του 2ου Τμήματος του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Ακυρωτικού Δικαστηρίου υπ’ αριθμ. StR 557/18 της 26ης Νοεμβρίου 2019[2]
Στην υπό κρίση υπόθεση το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Ακυρωτικό Δικαστήριο [BGH] (εφεξής: Ακυρωτικό) αντιμετώπισε ένα νομικό ζήτημα με ιδιαίτερο δογματικό ενδιαφέρον: το ζήτημα της τυχόν ποινικής ευθύνης των εκπροσώπων της σωφρονιστικής αρχής (εν προκειμένω διευθυντή καταστήματος κράτησης) εξαιτίας της χορήγησης καθεστώτος ελαστικότητας της έκτισης της ποινής[3] (άδειες εξόδου) σε κρατούμενο, στην περίπτωση που ο καταδικασθείς διαπράξει κατά τη διάρκεια της άδειας κάποιο έγκλημα. Ακολουθεί η παράθεση των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υπόθεσης και το σκεπτικό του Ακυρωτικού και τέλος καταγράφονται ορισμένες παρατηρήσεις επί της προβληματικής τόσο από ποινικοδογματικής όσο και από ποινολογικής-αντεγκληματικής πλευράς.
I. Πραγματικά περιστατικά
Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο (Πρωτοδικείο Limburg[4]) δέχθηκε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Ο αμετακλήτως καταδικασθείς Κ εισήχθη στις 29.8.2013 προς έκτιση ποινής στο κατάστημα κράτησης W, αφότου λίγες μέρες πριν είχε παραδοθεί ο ίδιος στις αρχές. Είχε ήδη καταδικασθεί πλειστάκις για οδήγηση χωρίς άδεια οδήγησης, εν μέρει σε κατ’ ιδέαν συρροή με άλλα κυκλοφοριακά αδικήματα και είχε ήδη εκτίσει ποινές σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων και στερητικές της ελευθερίας ποινές. [...]
Η κατηγορούμενη D ήταν κατά τον χρόνο αυτό αναπληρώτρια διευθύντρια του καταστήματος κράτησης W και ως διευθύντρια του τμήματος έκτισης αρμόδια για τον καταδικασθέντα.
Στις 16.10.2013 έλαβε χώρα διάσκεψη για την κατάρτιση του σχεδίου έκτισης (της ποινής) και επανένταξης για τον καταδικασθέντα, υπό την προεδρία του αρχικώς συγκατηγορούμενου (πρωτοδίκως αθωωθέντος) R· εκείνος και ο μάρτυρας P (κοινωνικός λειτουργός στο κατάστημα W) υποστήριξαν διαφορετικές απόψεις για την περαιτέρω διαμόρφωση της έκτισης. Ο R εξέθεσε στην προϊσταμένη του, την κατηγορούμενη D, η οποία δεν έλαβε μέρος στη διάσκεψη, την μελλοντική πορεία της έκτισης και κατέθεσε το σχέδιο έκτισης και επανένταξης, το οποίο προέβλεπε την παραμονή του καταδικασθέντος σε εγκλεισμό. Η κατηγορούμενη D εκφράστηκε, επί τη βάσει μεταξύ άλλων της τοποθέτησης του μάρτυρα P υπέρ της ανοικτής έκτισης και του εκτιμώμενου ως μη υψηλού γενικού κινδύνου του βασικού εγκλήματος του καταδικασθέντος (οδήγηση χωρίς άδεια), υπέρ της μεταφοράς του κρατούμενου στην ανοικτή έκτιση της ποινής και υπέρ της χορήγησης ελαστικότητας της έκτισης χωρίς συνοδεία. Υπέδειξε στον R να τροποποιήσει το σχέδιό του αντιστοίχως και υπέγραψε κατόπιν το σχέδιο έκτισης και επανένταξης.
Στις 22.10.2013 ο καταδικασθείς μεταφέρθηκε σε τμήμα ανοικτής έκτισης της ποινής του καταστήματος κράτησης W. Από την επομένη μέρα τού χορηγήθηκαν σχεδόν καθημερινά πολύωρες έξοδοι διαρκείας χωρίς συνοδεία και επίσης μια έξοδος μακράς διάρκειας[5].
Στις 12.11.2013 ο καταδικασθείς μετάχθηκε στο κατάστημα κράτησης D. Εκεί μεταφέρθηκε στο τμήμα ανοικτής έκτισης της ποινής, το οποίο διευθυνόταν από τον κατηγορούμενο W. Από την επόμενη μέρα τού χορηγήθηκαν, επί τη βάσει της ληφθείσας στο κατάστημα κράτησης W απόφασης, έξοδοι διαρκείας χωρίς συνοδεία, ως προς τις οποίες δεν έγινε γνωστό κανένα παράπονο.
Υπό την προεδρία του κατηγορούμενου W διεξήχθη στις 19.11.2013 η εισαγωγική διάσκεψη για τον καταδικασθέντα, στην οποία έλαβαν μέρος επίσης υπάλληλοι, που γνώριζαν ήδη τον καταδικασθέντα από μια προγενέστερη παραμονή του στο τμήμα ανοικτής έκτισης της ποινής του καταστήματος D. Ο κατηγορούμενος W ετοίμασε σε αυτήν μια σημείωση, με την οποία θα συμπληρωνόταν το σχέδιο έκτισης και επανένταξης του καταστήματος κράτησης W της 16.10.2013. Στον καταδικασθέντα χορηγήθηκαν με αυτήν μεταξύ άλλων τρεις φορές τη βδομάδα τακτικές έξοδοι τεσσάρων ωρών και δύο μέρες τον μήνα έξοδοι μακράς διάρκειας. Σε αυτόν υπεδείχθη να εργάζεται αρχικά στους κήπους του καταστήματος κράτησης, να μην οδηγεί οχήματα και να συμμετέχει σε ελέγχους κατανάλωσης οινοπνεύματος. [...]
Στο διάστημα μεταξύ 21.11.2013 και 27.1.2015 ο καταδικασθείς έλαβε εξόδους διαρκείας 223 ημερών όπως επίσης και εξόδους μακράς διάρκειας 89 ημερών[6]. Στους εργαζόμενους στο κατάστημα κράτησης D δεν έγινε γνωστό σε αυτό το διάστημα καμία παραβίαση κανόνων. Ενώ η εργασία του καταδικασθέντος στον εξωτερικό εργοδότη του ελεγχόταν δειγματοληπτικά, δεν έλαβαν χώρα έλεγχοι κατά τη διάρκεια των ασυνόδευτων εξόδων του, ούτε ως προς την τήρηση του όρου της μη οδήγησης οχήματος. Δεν έγινε αντιληπτό ότι κατά την επιστροφή του στο κατάστημα κράτησης ευρίσκετο κάθε φορά στα παραδιδόμενα στην είσοδο κλειδιά του καταδικασθέντος και ένα κλειδί αυτοκινήτου.
Από τους υπαλλήλους του καταστήματος κράτησης D δεν έγινε αντιληπτό το γεγονός ότι ο καταδικασθείς κατά τη διάρκεια των χορηγηθεισών εξόδων οδηγούσε τακτικά όχημα, χωρίς να έχει άδεια οδήγησης. [...]
Στις 28.1.2015 κατά τη διάρκεια μιας εξόδου ο καταδικασθείς έπεσε σε έλεγχο κυκλοφορίας της αστυνομίας στον αυτοκινητόδρομο [...] Ο καταδικασθείς επιτάχυνε προς την κατεύθυνση της εξόδου από τον αυτοκινητόδρομο προς την εθνική οδό, κινούμενος αντίθετα στο ρεύμα κυκλοφορίας, καταδιωκόμενος από δύο πολιτικά αστυνομικά οχήματα. [...] Τελικώς συγκρούστηκε με ένα όχημα, το οποίο οδηγούσε μια γυναίκα 21 ετών, η οποία έχασε τη ζωή της.
Ο Κ γι’ αυτήν την πράξη καταδικάστηκε αμετάκλητα μεταξύ άλλων για δολοφονία[7] σε ποινή ισοβίων.
Το Πρωτοδικείο αξιολόγησε τη συμπεριφορά των κατηγορουμένων ως ανθρωποκτονία εξ αμελείας (§ 222 γερμΠΚ). Η κατηγορούμενη D μετέφερε κατά παράβαση καθήκοντος τον καταδικασθέντα με προηγούμενες καταδίκες σε ανοικτή έκτιση ποινής και χορήγησε καθεστώς ελαστικότητας της έκτισης χωρίς συνοδεία. Ο κατηγορούμενος W τοποθέτησε τον καταδικασθέντα κατά παράβαση του καθήκοντος επιμέλειας στην ανοικτή έκτιση ποινής και χορήγησε επίσης καθεστώς ελαστικότητας της έκτισης χωρίς συνοδεία. Επίσης παρέλειψε να διατάξει τη διενέργεια ελέγχων.
II. Σκεπτικό
Το Γερμανικό Ακυρωτικό απεφάνθη τα εξής:
Αμελώς πράττει όποιος, διαπράττει μια αντικειμενική πλημμέλεια, εφόσον σύμφωνα με τις υποκειμενικές γνώσεις και ικανότητες μπορούσε να την αποφύγει και όταν ήδη η πλημμέλεια επέφερε το αποτέλεσμα με τρόπο αντικειμενικώς και υποκειμενικώς προβλέψιμο. Πλημμελώς πράττει όποιος παραβιάζει αντικειμενικά ένα καθήκον επιμέλειας, το οποίο υπηρετεί την προστασία του προσβαλλόμενου εννόμου αγαθού. Το είδος και η έκταση της επιβαλλόμενης επιμέλειας προσδιορίζονται κατά τις απαιτήσεις, οι οποίες τίθενται κατ’ αντικειμενική θεώρηση της κατάστασης κινδύνου ex ante από έναν συνετό και ευσυνείδητο άνθρωπο στη συγκεκριμένη θέση και με τον κοινωνικό ρόλο του ενεργούντος.
Από τις σχετικές διατάξεις των σωφρονιστικών νόμων προκύπτει ένα υπό όρους δικαίωμα των καταδίκων σε μέτρα ανοικτής έκτισης της ποινής ως μέρος της συνταγματικά διασφαλισμένης αξίωσης για επανακοινωνικοποίηση, που δικαιολογεί την ανάληψη υποστηρίξιμων κινδύνων από το κατάστημα κράτησης κατά την ελαστικότητα της έκτισης της ποινής. Και το Σύνταγμα επιβάλλει τον προσανατολισμό της έκτισης της ποινής προς τον στόχο της επανακοινωνικοποίησης των κρατουμένων. [...] Παρ’ όλα αυτά μεταξύ του δικαιοκρατικού συμφέροντος της διασφάλισης της εκτέλεσης αμετάκλητων στερητικών της ελευθερίας ποινών και προστασίας της ολότητας από αξιόποινες πράξεις και του συμφέροντος επανακοινωνικοποίησης των κρατουμένων υφίσταται μια σχέση έντασης. Στη χορήγηση μέτρων ανοικτής έκτισης της ποινής τίθενται όρια εκεί όπου υπάρχει φόβος ότι ο κρατούμενος θα διαφύγει της έκτισης της ποινής ή θα καταχραστεί την ελαστικότητα της έκτισης για την τέλεση αξιοποίνων πράξεων.
Ο νόμος παραχωρεί στις σωφρονιστικές αρχές ένα περιθώριο ευχέρειας κατά τη λήψη αποφάσεων για την υπαγωγή σε καθεστώς ανοικτής έκτισης και για τη χορήγηση καθεστώτος ελαστικότητας της έκτισης. Οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι δεν διαπράττουν αξιόποινο άδικο χορηγώντας μέτρα ανοικτής έκτισης ποινής, όταν τηρούν τις προδιαγραφές που κατά τον νόμο υπάρχουν γι’ αυτήν.
Ο νόμος εξαρτά τη χορήγηση από τη μη ύπαρξη λόγου άρνησης του κινδύνου φυγής ή κατάχρησης. Πρόκειται περί μιας αόριστης νομικής έννοιας, για την εφαρμογή της οποίας καταλείπεται ένα περιθώριο εκτίμησης στη σωφρονιστική αρχή, στο πλαίσιο του οποίου δύναται αυτή να λάβει πλείονες –και εξίσου νομικά υποστηρίξιμες– αποφάσεις, ιδίως λαμβάνοντας υπόψιν την αξίωση για επανακοινωνικοποίηση του κρατουμένου.
Η σωφρονιστική αρχή δεν επιτρέπεται να στηρίξει μια άρνηση των μέτρων ανοικτής έκτισης σε γενικές αξιολογήσεις ή στην αφηρημένη υπόδειξη ενός κινδύνου φυγής ή κατάχρησης. Πολλώ μάλλον πρέπει να εκθέσει στο πλαίσιο μιας συνολικής αξιολόγησης εγγύτερα στοιχεία κατάλληλα προς συγκεκριμενοποίηση της πρόγνωσης ενός κινδύνου φυγής ή κατάχρησης. Το θεμελιωδώς συνδεόμενο με κάθε ελαστικότητα της έκτισης ρίσκο διαφυγής από τη φυλακή ή μιας κατάχρησης (της ελαστικότητας) προς τέλεση εγκλημάτων πρέπει να εμφανίζεται ως μη υποστηρίξιμο στη συγκεκριμένη περίπτωση αποτυχίας της ελαστικότητας της έκτισης. [...]
Κατά την κρίση της παραβίασης του καθήκοντος επιμέλειας δεν πρέπει το δικαστήριο να οδηγηθεί από μια αναδρομική αξιολόγηση με το μεταγενέστερο επίπεδο γνώσης (ex post), ότι μια προγνωστική απόφαση απεδείχθη “εσφαλμένη” κατ’ αποτέλεσμα, ούτε να θέτει ως κριτήριο τις δικές του αποκλίνουσες προγνωστικές αποφάσεις. Καθοριστικό είναι το ουσιαστικώς και νομικώς υποστηρίξιμο της απόφασης από την οπτική της λήψης της (ex ante). Μια κατ’ αποτέλεσμα εσφαλμένη πρόγνωση αποδεικνύεται ως ληφθείσα πλημμελώς, όταν ο κίνδυνος κατάχρησης αποκρούστηκε επί τη βάσει σχετικώς ατελούς ή άστοχου γεγονοτικού θεμελίου ή υπό μη υποστηρίξιμη αξιολόγηση των διαπιστωθέντων πραγματικών περιστατικών.
Κατ’ ακολουθία οι αποφάσεις της κατηγορούμενης D να υπαχθεί ο Κ σε καθεστώς ανοικτής έκτισης ποινής και να χορηγηθεί καθεστώς ελαστικότητας της έκτισης δεν συνιστούν παραβίαση ενός καθήκοντος επιμέλειας και γι’ αυτό δεν ήταν αμελείς κατά την έννοια της §222 γερμΠΚ. [...] Το ένδικο μέσο του κατηγορούμενου W οδηγεί επίσης στην αναίρεση της προσβαλλόμενης και στην αθώωση και του κατηγορουμένου. Το αξιόποινο για την ανθρωποκτονία εξ αμελείας δεν προκύπτει ούτε εν όψει των χορηγηθέντων από τον κατηγορούμενο μέτρων ανοικτής έκτισης ούτε εξαιτίας μιας πιθανής παραβίασης των ανατεθειμένων σε αυτόν καθηκόντων ελέγχου. [...]
Επειδή οι ειλημμένες από την κατηγορούμενη D αποφάσεις στο σχέδιο έκτισης και επανένταξης του καταστήματος κράτησης W της 16.10.2013 εμφαίνονται ως υποστηρίξιμες και όχι ως υπέρβαση των ορίων του παραχωρούμενου σε αυτήν πλαισίου εκτίμησης, η άποψη του πρωτοδικείου, ότι ο κατηγορούμενος παρέλειψε πλημμελώς να ανακαλέσει σύμφωνα με την § 101 παρ. 2 LJVollzG το σχέδιο έκτισης και επανένταξης του καταστήματος κράτησης W ως “παράνομο μέτρο” και τις εμπεριεχόμενες σε αυτό αποφάσεις περί υπαγωγής σε καθεστώς ανοικτής έκτισης και χορήγησης ελαστικότητας της έκτισης χωρίς συνοδεία εξαιτίας “του διαγνώσιμα υφιστάμενου κινδύνου κατάχρησης”, δεν δύναται να θεμελιώσει την παράβαση καθήκοντος επιμέλειας εκ μέρους του κατηγορουμένου. [...]
Η χορηγηθείσα ελαστικότητα της έκτισης και οι επιβληθέντες όροι πρέπει γενικά να ελέγχονται δειγματοληπτικά ως προς την τήρησή τους. Η συχνότητα, το είδος και η έκταση τέτοιων ελέγχων υπόκεινται ως συμπλήρωμα της προγνωστικής απόφασης στο ίδιο περιθώριο εκτίμησης και ευχέρειας όπως η κύρια απόφαση για τη χορήγηση του μέτρου ανοικτής έκτισης [...]
Σε κάθε περίπτωση η θανατηφόρα για το θύμα σύγκρουση, που προκλήθηκε από τον καταδικασθέντα οδηγώντας αντίθετα στο ρεύμα κυκλοφορίας κατά τη φυγή του από την αστυνομία, δεν ήταν δυνατό να προβλεφθεί από τον κατηγορούμενο. [...]
Κατά την έννοια της ειδικής υπόστασης του εξ αμελείας εγκλήματος προβλέψιμο είναι αυτό το οποίο ο δράστης κατά τις προσωπικές του γνώσεις και ικανότητες στη συγκεκριμένη συγκυρία μπορούσε να προβλέψει ως δυνατό. Κατά την κρίση της προβλεψιμότητας πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψιν αυτό που πράγματι συνέβη εν προκειμένω, διότι μόνη η διακινδύνευση δεν συνεπάγεται την ποινική ευθύνη ενός δράστη για ένα έγκλημα εξ αμελείας. Όχι μόνο το αποτέλεσμα, αλλά και το είδος και ο τρόπος με τον οποίο παρήχθη, πρέπει να συμβαδίζουν με τις σκέψεις που θεμελιώνουν την παραβίαση ενός καθήκοντος επιμέλειας.
Έτσι δεν χρειάζεται να είναι προβλέψιμες οι λεπτομέρειες της αιτιώδους διαδρομής που τέθηκε σε κίνηση από την πλημμελή συμπεριφορά. Η ευθύνη του δράστη εκλείπει όμως για εκείνα τα γεγονότα που βρίσκονται τόσο εκτός της συνήθους εμπειρίας, ώστε ο δράστης ακόμα και με την κατά τις περιστάσεις της υπόθεσης επιβαλλόμενη και κατά τις προσωπικές του ικανότητες και γνώσεις αξιούμενη επιμέλεια, δεν χρειάζεται να τα συνυπολογίζει.
Αν επέλθει το αποτέλεσμα μέσω της συνεπίδρασης περισσότερων περιστάσεων, τότε πρέπει και αυτές οι περιστάσεις να είναι διαγνώσιμες για τον δράστη, επειδή μόνο τότε το αποτέλεσμα είναι γι’ αυτόν προβλέψιμο. Επελθούσες συνέπειες μπορεί να βρίσκονται εκτός της βιοτικής εμπειρίας, όταν στην αιτιώδη αλληλουχία μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και του αποτελέσματος παρεμβαίνουν συνειδητές ή ασυνείδητες πράξεις τρίτων προσώπων. Τούτο ισχύει πάντως, όταν η συμβολή του άλλου προσώπου στο συμβάν συνίσταται σε μια όλως παράλογη συμπεριφορά.
Με βάση τα ανωτέρω η περίπλοκη εκτύλιξη των γεγονότων, που οδήγησε στο θάνατο του θύματος, ενέκειτο εκτός της βιοτικής εμπειρίας και δεν ήταν δυνατό να προβλεφθεί από τον κατηγορούμενο. [...]
III. Παρατηρήσεις
i) Το γερμανικό νομικό πλαίσιο
- Στη γερμανική έννομη τάξη το σωφρονιστικό δίκαιο ανήκει στη συντρέχουσα αρμοδιότητα τόσο της ομοσπονδίας όσο και των ομοσπονδιακών κρατιδίων[8]. Έτσι τα γενικά θέματα του σωφρονιστικού δικαίου ρυθμίζονται για όλα τα κρατίδια από τον ομοσπονδιακό Νόμο Έκτισης Ποινών (Strafvollzugsgesetz - StVollzG), ο οποίος ευρίσκει πεδίο εφαρμογής εφόσον δεν έχει εκδοθεί σχετικός νόμος από κάποιο κρατίδιο αλλά και για όσα θέματα δεν έχουν ρυθμιστεί από τον τελευταίο. Στην προκείμενη υπόθεση εφαρμόζεται λοιπόν κατ’ αρχήν ο νόμος για την έκτιση των ποινών του κρατιδίου της Ρηνανίας-Παλατινάτου (Landesjustizvollzugsgesetz Rheinland-Pfalz - LJVollzG), αλλά και συμπληρωματικά ο ομοσπονδιακός νόμος[9].
- Ο ομοσπονδιακός νόμος ορίζει (StVollzG §7) ότι μετά την εισαγωγή του καταδικασθέντος στο κατάστημα κράτησης καταρτίζεται ένα σχέδιο έκτισης της ποινής (Vollzugsplan), το οποίο εμπεριέχει τα απαιτούμενα μέτρα για τη σωφρονιστική μεταχείριση του κρατουμένου, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται οι προβλέψεις για την τυχόν ανοικτή έκτιση της ποινής του καταδίκου, η ελαστικότητα της έκτισης της ποινής (Vollzugslockerung), καθώς και τα αναγκαία μέτρα για την προετοιμασία της απόλυσης του κρατουμένου. Το σχέδιο έκτισης συγκεκριμενοποιεί τον σωφρονιστικό σκοπό, όπως ορίζεται στην §2 StVollzG, δηλαδή αφενός μεν την επανακοινωνικοποίηση του καταδικασθέντος αφετέρου δε την προστασία της κοινωνίας από την τέλεση αξιοποίνων πράξεων, και επίσης προσφέρει το γενικό προσανατολιστικό πλαίσιο για τη διαμόρφωση της έκτισης της ποινής τόσο για τον καταδικασθέντα όσο και για τις σωφρονιστικές αρχές[10]. Οι αποφάσεις που λαμβάνονται για τον τρόπο έκτισης και καταγράφονται στο σχέδιο δεν είναι δεσμευτικές εσαεί, αλλά υπόκεινται σε τροποποίηση κατά τη διάρκεια της έκτισης της ποινής ώστε να προσαρμόζονται στη μελλοντική προσωπική εξέλιξη του καταδικασμένου (StVollzG §7 παρ. 3)[11].Η κατάρτιση και ο έλεγχος του σχεδίου έκτισης αλλά και η λήψη αποφάσεων σχετικά με την έκτιση της ποινής γίνεται κατόπιν σύγκλησης διάσκεψης από τον διευθυντή του καταστήματος κράτησης, στην οποία συμμετέχουν σωφρονιστικοί υπάλληλοι, κοινωνικοί λειτουργοί και λοιπό προσωπικό που έχει κάποια επαφή με τον καταδικασθέντα (StVollzG § 159)[12]. Πάντως, γίνεται δεκτό ότι το όργανο της διάσκεψης δεν έχει ούτε αποκλειστικά συμβουλευτικό χαρακτήρα ούτε αποκλειστικά αποφασιστικό στους τομείς αρμοδιότητάς του, αλλά τούτο εξαρτάται σε κάθε περίπτωση από το είδος της απόφασης που πρόκειται να ληφθεί[13]. Ο νόμος ωστόσο ορίζει ότι ο διευθυντής του καταστήματος κράτησης φέρει την ευθύνη για τη συνολική έκτιση της ποινής, εφόσον το ζήτημα δεν ανήκει στην αρμοδιότητα άλλου οργάνου ή στην κοινή αυτών αρμοδιότητα (StVollzG § 156 παρ. 2 εδ. β΄).Ομοίου περιεχομένου είναι και οι διατάξεις του νόμου του κρατιδίου (LJVollzG § 14), που ορίζουν ότι σε ένα χρονικό διάστημα οκτώ εβδομάδων μετά την εισαγωγή του κρατουμένου στο κατάστημα κράτησης, καταρτίζεται το σχέδιο έκτισης της ποινής και επανένταξης του καταδικασθέντος κατόπιν σύγκλησης από τον διευθυντή της διάσκεψης με όλους τους ουσιώδεις συμμετέχοντες. Ως προς το περιεχόμενό του, περιλαμβάνονται σε αυτό μέτρα που αφορούν μεταξύ άλλων τη δυνατότητα ανοικτής έκτισης της ποινής και την ελαστικότητα της έκτισης (σε αυτήν συγκαταλέγεται και η ημιελεύθερη διαβίωση) προς τον σκοπό επίτευξης του σωφρονιστικού στόχου (LJVollzG § 15 παρ. 1 αριθμ. 3 και 17).
- Τόσο ο ομοσπονδιακός νόμος (StVollzG §10) όσο και ο νόμος του κρατιδίου (LJVollzG §22) προβλέπουν την δυνατότητα ανοικτής έκτισης της ποινής (offener Vollzug) προς τον σκοπό της επανακοινωνικοποίησης του καταδικασθέντος[14]. Οι προϋποθέσεις χορήγησής της είναι κοινές σε ομοσπονδιακό και τοπικό επίπεδο και συγκεκριμένα: α) να μην υφίσταται κίνδυνος φυγής (Fluchtgefahr) και β) να μην υφίσταται κίνδυνος κατάχρησης των δυνατοτήτων της ανοικτής έκτισης προς τέλεση αξιοποίνων πράξεων (Missbrauchsgefahr). Η βασικότερη λοιπόν γενική προϋπόθεση για την υπαγωγή στο καθεστώς της ανοικτής έκτισης είναι ο καταδικασθείς να είναι κατάλληλος να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του ανοικτού τύπου έκτισης της ποινής, τούτο δε συντρέχει υπό τις δύο ανωτέρω αναφερθείσες προϋποθέσεις, ήτοι να μην γεννά βάσιμο φόβο ότι θα διαφύγει της εκτέλεσης της ποινής ή ότι θα διαπράξει άλλες αξιόποινες πράξεις. Η σχετικώς λαμβανόμενη προγνωστική απόφαση δεν επιτρέπεται να στηρίζεται σε αόριστες και αφηρημένες εκτιμήσεις περί ύπαρξης κινδύνου φυγής ή τέλεσης νέων εγκλημάτων, αλλά σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά και προγνωστικούς παράγοντες που επιτρέπουν τη συναγωγή του αντίστοιχου συμπεράσματος[15]. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται: η προηγούμενη ζωή του καταδίκου, οι προγενέστερες αξιόποινες πράξεις, οι περιστάσεις και η βαρύτητα της τελεσθείσας πράξης, τα κίνητρα τέλεσής της, η συμπεριφορά μετά την πράξη και η εξέλιξη της προσωπικότητας κατά τη διάρκεια της κράτησης[16].
- Περαιτέρω, το σημαντικότερο μέτρο μεταχείρισης των κρατουμένων προς επίτευξη του σωφρονιστικού στόχου συνιστά η ελαστικότητα της έκτισης (Lockerung des Vollzuges)[17]. Αυτή προβλέπεται και στον ομοσπονδιακό νόμο (StVollzG §11) και στον κρατιδιακό (LJVollzG §45). Ο μεν ορίζει ότι ως ελαστικότητα της έκτισης μπορεί ιδίως να διαταχθεί η απασχόληση του κρατουμένου σε τακτική βάση εκτός καταστήματος κράτησης υπό την επίβλεψη ενός σωφρονιστικού υπαλλήλου ή και χωρίς αυτήν –στη δεύτερη περίπτωση πρόκειται κατ’ ακρίβεια για το καθεστώς ημιελεύθερης διαβίωσης (Freigang)– καθώς επίσης και η έξοδος του κρατουμένου από το κατάστημα κράτησης για ένα χρονικό διάστημα εντός της ημέρας είτε υπό επίβλεψη είτε χωρίς επίβλεψη. Ο δε ορίζει ότι ως ελαστικότητα της έκτισης της ποινής προς την επίτευξη του σωφρονιστικού στόχου μπορεί να επιτραπεί η παραμονή του κρατουμένου εκτός καταστήματος κράτησης χωρίς επίβλεψη και ιδίως: η έξοδος μέχρι 24 ώρες με απλή συνοδεία, η έξοδος μέχρι 24 ώρες χωρίς συνοδεία, η έξοδος για περισσότερες μέρες, η τακτική απασχόληση εκτός φυλακής (ημιελεύθερη διαβίωση). Κοινή προϋπόθεση σε αμφότερα τα νομοθετικά κείμενα για τη χορήγηση του ανωτέρω ευνοϊκού καθεστώτος στον κρατούμενο είναι η ανυπαρξία κινδύνου φυγής ή κινδύνου κατάχρησης της ελαστικότητας της έκτισης προς τέλεση νέων εγκλημάτων (StVollzG §11 παρ. 2 και LJVollzG §45 παρ. 2)· για την κρίση περί της συνδρομής ή μη λόγου άρνησης χορήγησης ισχύουν αναλόγως όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω για την ανοικτή έκτιση της ποινής[18]. Έτσι, οι λόγοι απόρριψης της χορήγησης του μέτρου, δηλαδή ο κίνδυνος φυγής και ο κίνδυνος κατάχρησης (προς τέλεση εγκλημάτων) συνιστούν, όπως και στην περίπτωση της ανοικτής έκτισης της ποινής, αόριστες νομικές έννοιες, ως προς την in concreto εφαρμογή των οποίων υφίσταται ένα περιθώριο εκτίμησης των σωφρονιστικών αρχών[19]. Η απόρριψη του μέτρου είναι απαραίτητο σε κάθε περίπτωση να αιτιολογείται επαρκώς με αναφορά συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών που καθιστούν πιθανή τη φυγή του καταδικασθέντος ή την τέλεση υπ’ αυτού νέων εγκλημάτων[20]. Ωστόσο, ακόμα και αν οι λόγοι αποκλεισμού της χορήγησης της ελαστικότητας της έκτισης δεν συντρέχουν εν προκειμένω, ο καταδικασθείς δεν έχει αξίωση προς χορήγησή της, αλλά μόνο προς ορθή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας κατά την έκδοση της σχετικής απόφασης[21]. Η σχετική απόφαση πάντως υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο (StVollzG §109 παρ. 1).
ii) Το ελληνικό νομικό πλαίσιο
- Στην ελληνική έννομη τάξη το νομοθετικό κείμενο που ορίζει τα περί της έκτισης των ποινών είναι ο Σωφρονιστικός Κώδικας (εφεξής: ΣΚ) του 1999. Βασικές αρχές του ελληνικού σωφρονιστικού δικαίου είναι η νομιμότητα (άρθρο 2 ΣΚ) και η ισότητα (άρθρο 3 ΣΚ) στη μεταχείριση των κρατουμένων, όπως επίσης και η απαγόρευση περιορισμού οποιουδήποτε άλλου ατομικού δικαιώματος των κρατουμένων, πλην του δικαιώματος στην προσωπική ελευθερία (άρθρο 4 ΣΚ)[22].
- Σημαντικό θεσμό ελαστικότητας της έκτισης της ποινής στο ελληνικό δίκαιο συνιστά ο θεσμός των αδειών (άρθρο 54 ΣΚ), ο οποίος στοχεύει στη μη αποκοπή του καταδίκου από το κοινωνικό περιβάλλον και στην προετοιμασία της μελλοντικής επανόδου του στην κοινωνία[23]. Η ουσιαστική προϋπόθεση χορήγησης της τακτικής άδειας είναι η εκτίμηση περί μη ύπαρξης κινδύνου τέλεσης νέων εγκλημάτων κατά τη διάρκεια της άδειας καθώς και περί μη ύπαρξης κινδύνου φυγής και κακής χρήσης της άδειας εκ μέρους του κρατουμένου (άρθρο 55 παρ. 1 περ. 3 και 4 ΣΚ). Ειδικά ως προς τον κίνδυνο φυγής ή κακής χρήσης της άδειας εκτιμάται ενδεικτικά: η προσωπικότητα του καταδίκου και η εν γένει συμπεριφορά του κατά τη διάρκεια της κράτησης, οι τυχόν επιβληθείσες πειθαρχικές ποινές, η συμπεριφορά του κατά τη διάρκεια προηγούμενων αδειών, η ατομική, επαγγελματική και κοινωνική κατάσταση του ιδίου και της οικογένειάς του, καθώς και οι τυχόν οικογενειακές του υποχρεώσεις, η ωφέλεια την οποία μπορεί να έχει για την προσωπικότητα του καταδίκου και τη μελλοντική του εξέλιξη η λήψη μέτρων για τη σταδιακή επάνοδό του σε καθεστώς πλήρους ελευθερίας. Σύμφωνα με το άρθρο 55 παρ. 2 ΣΚ, η άδεια χορηγείται από το Πειθαρχικό Συμβούλιο του άρθρου 70 μετά από αίτηση του κρατουμένου. Το Συμβούλιο αποτελείται από τον αρμόδιο δικαστικό λειτουργό, ως πρόεδρο, τον διευθυντή του καταστήματος κράτησης και τον αρχαιότερο κοινωνικό λειτουργό ως μέλη. Τέλος, η άδεια υπόκειται σε δυνητική ανάκληση σε περίπτωση παραβίασης από τον καταδικασθέντα των όρων χορήγησής της ή σε περίπτωση δίωξής του για πλημμεληματική αξιόποινη πράξη (άρθρο 54 παρ. 7 ΣΚ).
- Περαιτέρω, ο θεσμός της ημιελεύθερης διαβίωσης στο ελληνικό δίκαιο[24] προβλέπεται ως εναλλακτική μορφή έκτισης της στερητικής της ελευθερίας ποινής (άρθρο 59 ΣΚ). Σκοπός του θεσμού είναι κατά τον νόμο «η επαγγελματική ή άλλη απασχόληση των καταδίκων έξω από τα καταστήματα κράτησης χωρίς διαρκή επιτήρησή τους, ώστε να επιτυγχάνεται η σταδιακή επάνοδός τους σε καθεστώς πλήρους ελευθερίας» (άρθρο 59 παρ. 1 ΣΚ). Τα κριτήρια που εκτιμά το αρμόδιο για τη χορήγησή της Συμβούλιο καταγράφονται ενδεικτικά στην παρ. 3 του άρθρου 60 ΣΚ και είναι: α) η προσωπικότητα και η εν γένει συμπεριφορά του κατάδικου μετά την τέλεση της πράξης και κατά τη διάρκεια της κράτησης, β) η κατάσταση της υγείας του, γ) η ικανότητα και το ενδιαφέρον του για την απασχόληση για την οποία του χορηγείται η άδεια, δ) η θέλησή του για ενεργό συνεργασία με το προσωπικό και τους υπεύθυνους στο χώρο της απασχόλησής του. Σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης προβλέπεται (άρθρο 60 παρ. 4 ΣΚ) δικαίωμα προσφυγής του καταδίκου κατά της απορριπτικής απόφασης στο Δικαστήριο Εκτέλεσης Ποινών ως Συμβούλιο. Τέλος, η άδεια ημιελεύθερης διαβίωσης ανακαλείται στις περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 61 παρ. 1 ΣΚ.
iii) Ποινικοδογματικά και ποινολογικά ζητήματα
- Η σχολιαζόμενη απόφαση του Γερμανικού Ακυρωτικού έγινε δεκτή, όπως ήταν αναμενόμενο, με ανακούφιση από τους εκπροσώπους της σωφρονιστικής αρχής των γερμανικών καταστημάτων κράτησης[25], αλλά μάλλον με ανάμικτες αντιδράσεις από τους εκπροσώπους της ποινικής επιστήμης[26]. Το ζήτημα της τυχόν ποινικής ευθύνης εξαιτίας χορήγησης άδειας σε κρατούμενο είχε απασχολήσει και παλαιότερα τόσο τη γερμανική ποινική επιστήμη[27] όσο και το γερμανικό Ακυρωτικό σε μια απόφαση του έτους 2003[28]. Σε εκείνη την υπόθεση είχε τεθεί το ζήτημα της ποινικής ευθύνης των ιατρών μιας ψυχιατρικής κλινικής, που χορήγησαν άδεια εξόδου από την κλινική σε ασθενή με σοβαρές ψυχικές παθήσεις, για τα διαπραχθέντα υπό του τελευταίου εγκλήματα κατά τη διάρκεια της εξόδου (σωματικές βλάβες και ανθρωποκτονίες). Σε αντίθεση όμως με την παρούσα υπόθεση, η πρωτοβάθμια απόφαση ήταν τότε απαλλακτική για τους ιατρούς, ενώ το Ακυρωτικό είχε αποφανθεί υπέρ της ποινικής ευθύνης τους. Η εδώ σχολιαζόμενη απόφαση του Ακυρωτικού μπορεί λοιπόν να ιδωθεί ως συνέχεια της τότε εκδοθείσας απόφασης (του 2003)[29].
Σε περιπτώσεις όπως στην εξεταζόμενη υπόθεση, τίθεται το ζήτημα της ποινικής ευθύνης του αποφασίσαντος την έξοδο του καταδίκου από το κατάστημα κράτησης, όχι πάντως για αυτουργία ή συνέργεια στο τελεσθέν από τον κατάδικο έγκλημα ελλείψει δόλου, ούτε όμως και για τα εγκλήματα της υπόθαλψης εγκληματία (§258 γερμΠΚ – άρθρο 231 ελλΠΚ) και της ελευθέρωσης φυλακισμένου (§120 γερμΠΚ – άρθρο 172 ελλΠΚ) ομοίως ελλείψει δόλου[30], αλλά για την αυτουργική εξ αμελείας πρόκληση του εγκληματικού αποτελέσματος[31].
Η παρούσα προβληματική, όπως αντιμετωπίστηκε από το Ακυρωτικό, περιστρέφεται κατ’ αρχήν γύρω από δύο άξονες, που αφορούν αμφότεροι αυτό καθεαυτό το εξ αμελείας έγκλημα: ο ένας είναι το πρόβλημα της παραβίασης του καθήκοντος επιμέλειας και ο δεύτερος είναι το πρόβλημα της προβλεψιμότητας του επελθόντος αποτελέσματος εκ μέρους του δράστη. Πρέπει να σημειωθεί ότι ένας τρίτος πιθανός άξονας, ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ παραβίασης του καθήκοντος επιμέλειας και του επελθόντος αποτελέσματος, δεν απασχόλησε εν προκειμένω το Δικαστήριο, παρόλο που στην προγενέστερη απόφαση του 2003 είχε στηριχθεί ακριβώς σε αυτό το στοιχείο για να οδηγηθεί στην κατάφαση της ποινικής ευθύνης των ιατρών[32]. Ως προς δε το κεντρικό αυτό ζήτημα, θα είχε ενδιαφέρον (θεωρητικό πάντως μόνο) η αντιμετώπισή του και υπό την οπτική της παλαιότερης διδασκαλίας περί απαγόρευσης αναδρομής (Regreßverbot)[33], η οποία φαίνεται να καταλαμβάνει ακριβώς την εξεταζόμενη περίπτωση[34].
- Όπως είναι γνωστό, στοιχείο της δομής του εξ αμελείας εγκλήματος είναι η αντικειμενική παραβίαση ενός καθήκοντος επιμέλειας εκ μέρους του δράστη. Δηλαδή η αποδοκιμαζόμενη από το δίκαιο συμπεριφορά του δράστη έγκειται όχι σε μια οποιαδήποτε ενέργεια (ή παράλειψη) από την οποία επέρχεται αιτιωδώς ένα αξιόποινο αποτέλεσμα αλλά σε μια πλημμέλεια κατά την ανάληψη ή διεξαγωγή ενός εγχειρήματος[35]. Το ερώτημα που τίθεται σε σχέση με την εξεταζόμενη υπόθεση είναι αν υπήρξε πράγματι μια παραβίαση του καθήκοντος επιμέλειας εκ μέρους των δύο κατηγορουμένων διευθυντών των καταστημάτων κράτησης.Ως προς την πρώτη διευθύντρια: Υπενθυμίζουμε ότι η κατηγορούμενη, συμφωνώντας με τον κοινωνικό λειτουργό της φυλακής, αποφάσισε την υπαγωγή του καταδίκου σε καθεστώς ανοικτής έκτισης της ποινής καθώς και τη χορήγηση αδειών χωρίς συνοδεία. Ωστόσο ως προς τη συγκεκριμένη κατηγορούμενη, η εξέταση του ζητήματος της παραβίασης καθήκοντος επιμέλειας κατά τη λήψη της ανωτέρω απόφασης παρέλκει[36], δεδομένου ότι μετά από λίγες ημέρες ο κατάδικος μετήχθη σε άλλο κατάστημα κράτησης και έτσι η αρμοδιότητα χορήγησης μέτρων ελαστικότητας της έκτισης είχε πλέον κατά τον χρόνο διάπραξης του εγκλήματος εκφύγει από την πρώτη κατηγορούμενη και είχε περιέλθει στον δεύτερο κατηγορούμενο. Παρότι δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι ο δεύτερος διευθυντής στηρίχθηκε στην προγενέστερη απόφαση για να συνεχίσει τη χορήγηση του ευνοϊκού καθεστώτος αδειών και υπ’ αυτήν την έννοια υφίστατο μια ορισμένη αιτιώδης επιρροή στην απόφαση του δεύτερου οργάνου, αυτή δεν αρκεί για να θεμελιώσει την αιτιώδη συνάφεια υπό ποινική έννοια, διότι δεν αποκλείεται ότι και επί αρχικής άρνησης χορήγησης του ευνοϊκού καθεστώτος από την πρώτη διευθύντρια, ο δεύτερος να την είχε χορηγήσει τελικά· με άλλα λόγια ο αιτιώδης σύνδεσμος κατά την έννοια της conditio sine qua non δεν μπορεί να θεμελιωθεί εν προκειμένω. Ακριβώς επειδή ο κατάδικος με τη μεταγωγή του είχε υπαχθεί στο πεδίο αρμοδιότητας άλλου διευθυντή, ο καταλογισμός του αποτελέσματος στην πρώτη διευθύντρια, η οποία ούτως ή άλλως δεν είχε κατά τον κρίσιμο χρόνο δυνατότητα συνεπίδρασης στις τυχόν εκδοθησόμενες αποφάσεις, δεν είναι πλέον δυνατός[37].Ως προς τον δεύτερο διευθυντή: Ενώ το Ακυρωτικό δέχεται ότι οι επιβληθέντες όροι στον κατάδικο πρέπει να ελέγχονται δειγματοληπτικά, εντούτοις δεν υπεισέρχεται στη συγκεκριμενοποίηση αυτής της υποχρέωσης στην παρούσα υπόθεση, παρότι κατά τα πραγματικά περιστατικά δεν έλαβε χώρα κανένας τέτοιος έλεγχος και δεν έγινε καν αντιληπτό ότι ο καταδικασθείς επέστρεφε στο κατάστημα κράτησης με ένα κλειδί αυτοκινήτου[38]. Τα δεδομένα αυτά θα ήταν ίσως ικανά να στοιχειοθετήσουν την κρίσιμη παραβίαση του καθήκοντος επιμέλειας εκ μέρους του κατηγορουμένου[39]. Το περιθώριο ευχέρειας όμως που απολαμβάνει, σύμφωνα με το Ακυρωτικό, το όργανο και ως προς τον έλεγχο της τήρησης των όρων του παρεχόμενου μέτρου ελαστικότητας της έκτισης, θα μπορούσε να αποτελέσει τον λόγο για τον οποίο δεν μπορεί εν προκειμένω να θεμελιωθεί η παραβίαση του καθήκοντος επιμέλειας του δεύτερου κατηγορουμένου, παρότι δεν διενήργησε οποιονδήποτε έλεγχο της τήρησης των όρων της άδειας εκ μέρους του καταδίκου, αλλά ούτε έγινε αντιληπτό από τους υπαλλήλους (οι οποίοι δεν είχαν και γνώση του είδους των εγκλημάτων του) ότι κατά την επιστροφή του στο κατάστημα κράτησης παρέδιδε και ένα κλειδί αυτοκινήτου. Ωστόσο το Δικαστήριο δεν υπεισήλθε στην εξέταση της τυχόν παραβίασης του καθήκοντος επιμέλειας για τον δεύτερο κατηγορούμενο, κρίνοντας ότι ούτως ή άλλως δεν συντρέχει το στοιχείο του προβλέψιμου της εξ αμελείας ευθύνης[40].
- Η δυνατότητα πρόβλεψης του αποτελέσματος αποτελεί επίσης αναγκαία προϋπόθεση για την κατάφαση της ποινικής ευθύνης του δράστη για το εξ αμελείας έγκλημα[41]. Η επέλευση ενός αποδοκιμαζόμενου αποτελέσματος που κείται πέραν του αντικειμενικώς και υποκειμενικώς προβλέψιμου δεν δύναται να επισύρει την ποινική κύρωση. Όπως γίνεται δεκτό, ο δράστης πρέπει να μπορούσε να προβλέψει την εξέλιξη της αιτιώδους διαδρομής ως προς τα ουσιώδη στοιχεία της και όχι ως προς όλες τις λεπτομέρειές της[42].Το Ακυρωτικό αρνήθηκε εν προκειμένω τη συνδρομή της προϋπόθεσης του προβλέψιμου[43], δεχόμενο ότι η συμβολή του υπό κρίση καταδίκου στην εξέλιξη της αιτιώδους διαδρομής συνίστατο σε μια όλως παράλογη συμπεριφορά (gänzlich vernunftwidriges Verhalten)[44]. Προς επιστήριξη της θέσης αυτής προτείνεται επίσης το επιχείρημα ότι «όσο περισσότερο οι υπεύθυνοι έχουν βάσιμη εμπιστοσύνη, ότι ο Κ δεν θα τελέσει νέα εγκλήματα, τόσο λιγότερο προβλέψιμη ήταν γι’ αυτούς η τέλεση ενός βαρέος εγκλήματος από αυτόν»[45]. Ωστόσο το κριτήριο του προβλέψιμου δεν αφορά τη συγκεκριμένη αιτιώδη αλληλουχία, αλλά (όπως ακριβώς το έθεσε και το Ακυρωτικό) το ζήτημα εάν αυτή βρίσκεται εκτός της βιοτικής εμπειρίας[46]. Υπό την έννοια αυτή δεν φαίνεται να προκύπτει από τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης ότι η εξέλιξη της αιτιώδους διαδρομής που κατέληξε στο αποτέλεσμα υπήρξε τελείως απρόβλεπτη, δεδομένου ότι ένας καταδικασθείς για κυκλοφοριακά αδικήματα (οδήγηση χωρίς άδεια) σε περίπτωση ελέγχου της τροχαίας δεν είναι εκτός της βιοτικής εμπειρίας ότι θα προσπαθήσει να διαφύγει τον έλεγχο, θέτοντας σε κίνδυνο τους λοιπούς μετέχοντες στην κυκλοφορία[47].
- Η προβληματική όμως έχει και μια τρίτη πτυχή, η οποία άπτεται μεν του ζητήματος της παραβίασης του καθήκοντος επιμέλειας, πλην όμως δεν ταυτίζεται εξ ολοκλήρου με αυτό. Πρόκειται για το πρόβλημα των προγνωστικών αποφάσεων[48]. Σε αυτές το κεντρικό ζητούμενο είναι η κατά το δυνατόν πρόβλεψη της μελλοντικής ανθρώπινης συμπεριφοράς· εν προκειμένω της πιθανότητας τέλεσης νέων εγκλημάτων εκ μέρους του καταδίκου. Σε όλες όμως τις περιπτώσεις έκδοσης προγνωστικής απόφασης στο ποινικό δίκαιο (είτε κατά την επιμέτρηση είτε κατά την έκτιση της ποινής) ελλείπει η βέβαιη εμπειρική-εγκληματολογική γνώση για την εκφορά ασφαλούς κρίσης[49]. Όπως είναι επομένως ευνόητο, οι προγνώσεις σχετικά με τη μελλοντική ανθρώπινη συμπεριφορά ενέχουν πάντοτε κατ’ ανάγκην έναν ποσοστό αβεβαιότητας[50].Η γερμανική ανώτατη νομολογία έχει εντοπίσει την επίλυση του προβλήματος της έκδοσης προγνωστικής απόφασης, τόσο γενικότερα στο ποινικό δίκαιο όσο και ειδικότερα στη χορήγηση μέτρων ελαστικότητας της έκτισης της ποινής, δεχόμενη ότι για την εκτίμηση των λόγων απόρριψης αιτήματος άδειας από κρατούμενο (κίνδυνος φυγής – κίνδυνος κατάχρησης) καταλείπεται στις σωφρονιστικές αρχές ένα περιθώριο εκτίμησης (Beurteilungsspielraum)[51]. Έτσι και εν προκειμένω για τη διάγνωση του κινδύνου κατάχρησης (προς τέλεση νέων εγκλημάτων) υφίσταται ένα περιθώριο εκτίμησης του εκδίδοντος την προγνωστική απόφαση οργάνου[52]. Το εν λόγω πλαίσιο εκτίμησης ή ευχέρειας (Ermessen) γίνεται δεκτό και στη θεωρία[53]. Τούτο σημαίνει ότι σε τέτοιες περιπτώσεις δεν πρόκειται κατ’ ακρίβεια για το ζήτημα αν απλά τελέστηκε μια αξιόποινη πράξη από τον κατάδικο κατά τη διάρκεια της απουσίας του από το κατάστημα κράτησης, αλλά εάν η ληφθείσα απόφαση να χορηγηθεί έξοδος / άδεια υπήρξε εσφαλμένη κατά την άσκηση της σχετικής ευχέρειας[54]. Ο αποφασίζων μπορεί να ευθύνεται ποινικά μόνο για την υπέρβαση των ορίων του χορηγούμενου υπό του νόμου πλαισίου εκτίμησης[55]. Κρίσιμο εν τέλει είναι αν υφίσταται μια κατά περιεχόμενο υποστηρίξιμη απόφαση[56].
- Πρέπει να σημειωθεί ότι ως προς το ζήτημα της παραβίασης του καθήκοντος επιμέλειας, ο ίδιος ο νόμος προβλέπει μεν τα κριτήρια τα οποία οφείλει να εκτιμήσει το αποφασίζον όργανο κατά την έκδοση της σχετικής απόφασης (StVollzG §11 παρ. 2 και LJVollzG §45 παρ. 2), τα οποία κριτήρια ως τέτοια συνιστούν ταυτόχρονα και το κριτήριο της τήρησης του καθήκοντος επιμέλειας στο εξ αμελείας έγκλημα· με αυτόν τον τρόπο όμως καταλήγουμε μάλλον σε ταυτολογικές διαπιστώσεις της μορφής «επιμελώς πράττει όποιος τηρεί τις προϋποθέσεις του νόμου (δηλ. όποιος πράττει επιμελώς)»[57]. Υπ’ αυτό το πρίσμα η συνεισφορά της σχολιαζόμενης έγκειται στο γεγονός ότι συγκεκριμενοποίησε περαιτέρω το κριτήριο της επιμέλειας, αξιώνοντας να είναι η εκδοθείσα προγνωστική απόφαση τουλάχιστον υποστηρίξιμη ως προς την άσκηση της παρεχόμενης εκ του νόμου ευχέρειας[58]. Όταν μετά από επισταμένη έρευνα όλων των στοιχείων που συνηγορούν υπέρ και κατά της ελαστικότητας της έκτισης, λαμβάνεται μια έστω παρακινδυνευμένη απόφαση, αυτή μπορεί να είναι μεν εσφαλμένη (όπως αποδεικνύεται εκ των υστέρων) αλλά δεν είναι πλημμελής[59].
- Από τα ανωτέρω συνάγεται το εξής σημαντικό συμπέρασμα: τα σχετικά με την παρούσα προβληματική ζητήματα επιλύονται, όχι όπως δέχθηκε το Ακυρωτικό, με αναγωγή στην έλλειψη (ή ύπαρξη) της προϋπόθεσης του προβλέψιμου στο εξ αμελείας έγκλημα, αλλά ήδη σε επίπεδο αντικειμενικής υπόστασης. Τούτο διότι το νομοτυπικό αποτέλεσμα, που προκύπτει εκ του υπό του ίδιου του νόμου (StVollzG) αποδεκτού κινδύνου, επέρχεται με κοινωνικώς πρόσφορο τρόπο[60]. Με αυτή την παρατήρηση ερχόμαστε εγγύτερα στη γενικότερη παραδοχή, η οποία τείνει να επικρατήσει στη θεωρία[61], ότι οι εγκληματικές προγνώσεις υπάγονται στο πεδίο της κατηγορίας της “επιτρεπόμενης κινδυνώδους δράσης” (erlaubtes Risiko)[62]: κατά την λήψη της σχετικής απόφασης πάντοτε αναλαμβάνεται ορισμένο ποσοστό κινδύνου (άλλοτε μεγαλύτερο και άλλοτε μικρότερο), το οποίο μετατίθεται διά της απελευθέρωσης του κρατουμένου στο κοινωνικό σύνολο με σκοπό να επιτευχθούν άλλοι σημαντικοί κοινωνικοί στόχοι (εν προκειμένω η επανακοινωνικοποίηση του καταδικασθέντος). Με τον τρόπο αυτόν ανοίγεται ο δρόμος για την εφαρμογή της διδασκαλίας του αντικειμενικού καταλογισμού στις εξεταζόμενες περιπτώσεις[63].Ο δικαστής κατά τον έλεγχο του ζητήματος, εάν η χορήγηση της ελαστικότητας της έκτισης παρέμεινε εντός των ορίων της επιτρεπτής κινδυνώδους δράσης, δεν πρέπει να επεμβαίνει στο περιθώριο εκτίμησης που καταλείπεται από τον νόμο στη σωφρονιστική αρχή, δεδομένου ότι πλείονες αποφάσεις εντός αυτού του πλαισίου μπορεί να είναι εξίσου υποστηρίξιμες και εν ταυτώ δικαιολογημένες από την άποψη της επιτρεπόμενης κινδυνώδους δράσης. Από την άλλη δεν επιτρέπεται να συναχθεί το αντίστροφο συμπέρασμα ότι οποιοσδήποτε δικαστικός έλεγχος της εκδιδόμενης απόφασης δεν είναι επιτρεπτός· η τήρηση των ορίων του καταλιπόμενου στην αρχή πλαισίου εκτίμησης μπορεί πάντοτε να ελεγχθεί[64].
- Το πρόβλημα τελικώς έγκειται στην ακριβέστερη οριοθέτηση του επιτρεπόμενου βαθμού διακινδύνευσης κατά τη λήψη προγνωστικών αποφάσεων[65]. Ένας γενικός κανόνας που θα μπορούσε να διατυπωθεί είναι ο ακόλουθος: το εύρος του κοινωνικώς προσφόρου προσδιορίζεται από το εύρος του περιθωρίου εκτίμησης[66]. Έτσι διατυπωμένος όμως ο κανόνας αυτός είναι υπερβολικά αόριστος και έχει ανάγκη συγκεκριμενοποίησης. Προς τον σκοπό αυτό σημασία αποκτούν όλες οι in concreto περιστάσεις της κρινόμενης υπόθεσης, οι οποίες λειτουργούν ως κριτήρια λήψης της προγνωστικής απόφασης. Ένα σχετικά ασφαλές όριο στην άσκηση της σχετικής ευχέρειας εκ μέρους του κρίνοντος οργάνου είναι η εμφανώς διαγνώσιμη τάση του υπό κρίση προσώπου προς τέλεση εγκληματικών πράξεων, όπως αυτή προκύπτει π.χ. από τον μεγάλο αριθμό ή τη βαρύτητα προγενέστερων αξιοποίνων πράξεων. Σε αυτές τις περιπτώσεις τυχόν χορήγηση καθεστώτος ελαστικότητας έκτισης της ποινής (άδεια, ημιελεύθερη διαβίωση) δεν θα πρέπει να αποκλείει την ποινική ευθύνη των αρμοδίων για τα αντίστοιχα εξ αμελείας εγκλήματα, εφόσον ο κατάδικος τελέσει νέες αξιόποινες πράξεις σε καθεστώς ελευθερίας[67]. Σε κάθε περίπτωση δεν θα πρέπει να έχουν εμφιλοχωρήσει στη σχετική κρίση ελαττώματα αφορώντα είτε τη μη επαρκή διερεύνηση του σχετικού υλικού της υπόθεσης (τούτο προκύπτει και στο σκεπτικό του Ακυρωτικού) είτε την ατελή ή άστοχη αξιολόγησή του. Ο κανόνας αυτός ιδωμένος αντιστρόφως έχει ως εξής: η συνδεόμενη με την ελαστικότητα της έκτισης κινδυνώδης δράση είναι επιτρεπόμενη, όταν η απόφαση λαμβάνεται χωρίς ελαττώματα κατά την άσκηση της σχετικής ευχέρειας[68].
- Η επανένταξη των καταδίκων στην ελεύθερη κοινωνία αποτελεί βασικό σκοπό της αντεγκληματικής και σωφρονιστικής πολιτικής σε μια δημοκρατία. Όπως έχει αποφανθεί και το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο: «Η προστασία της ανθρώπινης αξίας θέτει όρια στην αποτελεσματική στέρηση της προσωπικής ελευθερίας ακόμα και στους καταδικασθέντες σε ισόβια. Η προστασία της ανθρώπινης αξίας υποχρεώνει πέραν αυτού την κοινωνία, να μεριμνά για την προετοιμασία του καταδικασθέντος για την απόλυση, έτσι ώστε μετά από μια μακρόχρονη στέρηση της ελευθερίας να μπορεί τουλάχιστον κατ’ αρχήν να αναζητήσει και να βρει προσανατολισμό προς μια κανονική ζωή (επανακοινωνικοποίηση). Η οριοθέτηση του περιορισμού της ελευθερίας και η χορήγηση μιας ευκαιρίας στην επανακοινωνικοποίηση συνδέονται αδιάσπαστα μεταξύ τους»[69]. Χαρακτηριστική είναι επίσης η απόφαση της Ολομέλειας του ΕΔΔΑ της 24.10.2002 στην υπόθεση Mastromatteo κατά Ιταλίας (αρ. προσφυγής 37703/97). Το Δικαστήριο απεφάνθη ομόφωνα ότι για τα διαπραχθέντα σε καθεστώς ημιελευθερίας εγκλήματα από καταδίκους, το κράτος δεν φέρει ευθύνη ως προς τη μη τήρηση των υποχρεώσεών του βάσει του άρθρου 2 της ΕΣΔΑ (δικαίωμα στη ζωή), εφόσον στον νόμο προβλέπονται επαρκείς ασφαλιστικές δικλείδες.
- Έχοντας υπόψιν τα ανωτέρω, αυτό που πρέπει να τονιστεί είναι ότι το αρμόδιο όργανο, προκειμένου κάθε φορά να καταλήξει σε μια προγνωστική απόφαση, προβαίνει σε μια στάθμιση συμφερόντων, όπως περίπου στο πλαίσιο της κατάστασης ανάγκης[70]: από τη μια πλευρά τίθεται το συμφέρον του καταδίκου στην επανακοινωνικοποίησή του διά της χορήγησης μέτρων ελαστικότητας της έκτισης της ποινής, από την άλλη το συμφέρον της κοινωνίας να προστατεύσει τα έννομα αγαθά των κοινωνών από πιθανές εγκληματικές προσβολές[71]. Το αποτέλεσμα της in concreto στάθμισης πρέπει να είναι υποστηρίξιμο και εντός των ορίων του περιθωρίου εκτίμησης του κρίνοντος οργάνου.
- Καταληκτικά, η απειλή ποινικών (ή παρ’ ημίν πρωτίστως πειθαρχικών) κυρώσεων για τα πρόσωπα εκείνα που λαμβάνουν κάθε είδους προγνωστικές αποφάσεις στο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης έχει αρνητικές επιπτώσεις στον σωφρονιστικό στόχο της προετοιμασίας της επανόδου των καταδίκων στην ελεύθερη κοινωνία[72]. Τούτο διότι το αποφασίζον όργανο εν αμφιβολία θα κρίνει υπέρ της μη χορήγησης μέτρων που οδηγούν τον κατάδικο εκτός φυλακής (in dubio contra libertatem). Από αυτήν την άποψη η αξία της απόφασης του Ακυρωτικού είναι γενικότερη και εντοπίζεται στον τονισμό της σημασίας του περιθωρίου ευχέρειας που πρέπει να απολαμβάνουν τα όργανα τα οποία λαμβάνουν προγνωστικές αποφάσεις στο πεδίο του σωφρονιστικού δικαίου, ώστε να προάγεται ο σκοπός της επανένταξης των κρατουμένων στο κοινωνικό σύνολο και να αποφεύγονται φαινόμενα ευθυνοφοβίας από τους αρμόδιους κατά τη χορήγηση ελαστικού καθεστώτος έκτισης της ποινής[73].
*Ευχαριστώ θερμά για τη συνδρομή τους στη συγγραφή της παρούσας την κα Ιωάννα Αναστασοπούλου, Δ.Ν. Πανεπιστημίου Μονάχου, Δικηγόρο και την κα Τόνια Τζαννετάκη, Επίκουρη Καθηγήτρια Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[2] BGH 2 StR 557/18 - Urteil vom 26.11.2019, HRRS 2020 Nr. 642 = NStZ 2020, 411 (με παρατηρήσεις Schiemann,) = NJW 2020, 2124 (με παρατηρήσεις Peters) = JZ 2020, 955 (με παρατηρήσεις Kaspar) = JR 2020, 518 (με παρατηρήσεις Schöch).
[3] Σημειώνεται ότι υπό τον όρο “ελαστικότητα της έκτισης” θα αποδίδεται εφεξής ο γερμανικός όρος “Vollzugslockerung” που περιλαμβάνει εννοιολογικά τόσο τη γνωστή παρ’ ημίν ημιελεύθερη διαβίωση (εργασία εκτός καταστήματος κράτησης) όσο και την έξοδο του κρατουμένου από το κατάστημα κράτησης για ορισμένο χρονικό διάστημα (για άλλους λόγους πλην της εργασίας). Βλ. αναλυτικότερα κατωτέρω υπό III. i. 4.
[4] LG Limburg, Urteil vom 07.06.2018 - 5 KLs - 3 Js 11612/16, BeckRS 2018, 21970.
[5] Επισημαίνεται ότι η διαφορά μεταξύ εξόδου διαρκείας (Dauerausgang) και εξόδου μακράς διάρκειας (Langzeitausgang) εντοπίζεται στο ότι η πρώτη αφορά στην έξοδο από το κατάστημα κράτησης για λίγες ώρες εντός της ίδιας ημέρας, ενώ η δεύτερη εκτείνεται σε ολιγοήμερο διάστημα.
[6] Υπενθυμίζεται ότι ο υπό κρίση κατάδικος είχε υπαχθεί σε καθεστώς ανοικτής έκτισης ποινής, ενώ από τις 20.5.2014 είχε εγκριθεί και η εργασιακή του απασχόληση σε εργοδότη εκτός φυλακής. Επρόκειτο δηλαδή για έναν συνδυασμό εξόδων και ημιελεύθερης διαβίωσης. Για το σχετικό νομικό πλαίσιο βλ. αναλυτικότερα κατωτέρω υπό III. i. 4.
[7] Πρόκειται για την βαριά περίπτωση ανθρωποκτονίας της §211 γερμΠΚ.
[8] Άρθρα 72, 74 του Θεμελιώδους Νόμου (Grundgesetz).
[9] Βλ. επ’ αυτού γενικά Laubenthal, Strafvollzug, 82019, αριθμ. 14-29.
[10] Morgenstern/Wischka, in: Schwind/Böhm/Jehle/Laubenthal (Επιμ.), Strafvollzugsgesetz 72020, 2. Kapitel, C αριθμ. 1.
[11] Morgenstern/Wischka, in: Schwind/Böhm/Jehle/Laubenthal (Επιμ.), Strafvollzugsgesetz 72020, 2. Kapitel, C αριθμ. 43.
[12] Βλ. αναλυτικά Pfalzer, in: Schwind/Böhm/Jehle/Laubenthal (Επιμ.), Strafvollzugsgesetz 72020, 13. Kapitel, L αριθμ. 1-6.
[13] Pfalzer, in: Schwind/Böhm/Jehle/Laubenthal (Επιμ.), Strafvollzugsgesetz 72020, 13. Kapitel, L αριθμ. 2.
[14] Για την ανοικτή έκτιση βλ. παρ’ ημίν Αρχιμανδρίτου, Η ανοικτή έκτιση της ποινής (2000), ιδίως 491 επ. Για το γερμανικό δίκαιο βλ. Lindner, in: Schwind/Böhm/Jehle/Laubenthal (Επιμ.), Strafvollzugsgesetz 72020, 10. Kapitel, A αριθμ. 1.
[15] Lindner, in: Schwind/Böhm/Jehle/Laubenthal (Επιμ.), Strafvollzugsgesetz 72020, 10. Kapitel, A αριθμ. 9-11. Βλ. και από τη νομολογία του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου: BVerfG BeckRS 2018, 10433· BVerfG BeckRS 2010, 52527· BVerfG NStZ 1998, 430.
[16] Lindner, in: Schwind/Böhm/Jehle/Laubenthal (Επιμ.), Strafvollzugsgesetz 72020, 10. Kapitel, A αριθμ. 9.
[17] Harrendorf/Ullenbruch, in: Schwind/Böhm/Jehle/Laubenthal (Επιμ.), Strafvollzugsgesetz 72020, 10. Kapitel, C αριθμ. 1.
[18] Βλ. αναλυτικότερα Harrendorf/Ullenbruch, in: Schwind/Böhm/Jehle/Laubenthal (Επιμ.), Strafvollzugsgesetz 72020, 10. Kapitel, C αριθμ. 51-53.
[19] Harrendorf/Ullenbruch, in: Schwind/Böhm/Jehle/Laubenthal (Επιμ.), Strafvollzugsgesetz 72020, 10. Kapitel, C αριθμ. 51.
[20] Harrendorf/Ullenbruch, in: Schwind/Böhm/Jehle/Laubenthal (Επιμ.), Strafvollzugsgesetz 72020, 10. Kapitel, C αριθμ. 54.
[21] Harrendorf/Ullenbruch, in: Schwind/Böhm/Jehle/Laubenthal (Επιμ.), Strafvollzugsgesetz 72020, 10. Kapitel, C αριθμ. 69.
[22] Βλ. γενικά Δημόπουλο, Σωφρονιστικό Δίκαιο (2009), 329-336· Κουράκη, Ποινική Καταστολή, 52009, 288-290· Πανάγο, Πρότυπα έκτισης των ποινών και ελληνικό σωφρονιστικό δίκαιο, ΠοινΔικ 2019, 26-30.
[23] Χάιδου, Ποινολογία – Σωφρονιστική (2018), 97-101.
[24] Βλ. για τον συγκεκριμένο θεσμό ιδίως υπό ιστορικό και δικαιοσυγκριτικό πρίσμα Αρχιμανδρίτου, Η ανοικτή έκτιση της ποινής, 464 επ.· επίσης: Αλεξιάδη, Σωφρονιστική (2001), 334-339· Χάιδου, Ποινολογία – Σωφρονιστική, 124-127. Πρέπει πάντως να επισημανθεί ότι ο θεσμός της ημιελεύθερης διαβίωσης δεν έχει μέχρι σήμερα εφαρμοστεί στη χώρα μας.
[25] Βλ. π.χ. την ανακοίνωση της Ένωσης Σωφρονιστικών Υπαλλήλων (Bund der Strafvollzugsbediensteten) στην ηλεκτρονική διεύθυνση: https://www.bsbd.de/aktuelles/news/urteil-des-bundesgerichtshofes-im-limburger-prozess/ .
[26] Pro: Kaspar, JZ 2020, 959· Schöch, JR 2020, 525. Contra: Schiemann, NStZ 2020, 416· Peters, NJW 2020, 2128.
[27] Βλ. μεταξύ άλλων Rössner, Die strafrechtliche Beurteilung der Vollzugslockerungen, JZ 1984, 1065· Kusch, Die Strafbarkeit von Vollzugsbediensteten bei fehlgeschlagenen Lockerungen, NStZ 1985, 385· Schaffstein, Die strafrechtliche Verantwortlichkeit Vollzugsbediensteter für den Mißbrauch von Vollzugslockerungen, in: FS-Lackner (1987), 795.
[28] BGH, Urteil v. 13. 11. 2003 - 5 StR 327/03, NJW 2004, 237 = JZ 2004, 975 (με παρατηρήσεις Saliger) = StV 2004, 484 (με παρατηρήσεις Roxin) = NStZ 2004, 151, 554 (με παρατηρήσεις Puppe). Πρβλ. και την εισαγγελική διάταξη σε άλλη παρεμφερή υπόθεση StA Paderborn, Verfügung vom 30.01.1997 - 31 Js 224/94, NStZ 1999, 51 (με παρατηρήσεις Pollähne).
[29] Έτσι και ο Kaspar, JZ 2020, 960.
[30] Βλ. πάντως την ανάπτυξη της προβληματικής στα εγκλήματα της απελευθέρωσης φυλακισμένου και της υπόθαλψης εγκληματία: Rössner, Die strafrechtliche Beurteilung der Vollzugslockerungen, JZ 1984, 1066-1070· Kusch, Die Strafbarkeit von Vollzugsbediensteten bei fehlgeschlagenen Lockerungen, NStZ 1985, 385-392· Peglau, Strafvollstreckungsvereitelung durch Mitwirkung beim Erschleichen von Freigang, NJW 2003, 3256-3257.
[31] Kaspar, JZ 2020, 960· Harrendorf/Ullenbruch, in: Schwind/Böhm/Jehle/Laubenthal (Επιμ.), Strafvollzugsgesetz 72020, 10. Kapitel, C αριθμ. 71.
[32] Βλ. τον σχετικό σχολιασμό του ενδιαφέροντος αυτού μέρους της απόφασης από τον Saliger, JZ 2004, 979-980, όπως επίσης και τις αναπτύξεις της Puppe, NStZ 2004, 554-556 και του Roxin, StV 2004, 485-486. Βλ. αναλυτικότερα για το πρόβλημα του αιτιώδους συνδέσμου στην προκείμενη περίπτωση Schatz, Der Pflichtwidrigkeitszusammenhang beim fahrlässigen Erfolgsdelikt und die Relevanz hypothetischer Kausalverläufe, NStZ 2003, 581 επ.
[33] Περί της οποίας βλ. αντί πολλών Βαθιώτη, Απαγόρευση αναδρομής και αντικειμενικός καταλογισμός (1999).
[34] Schaffstein, in: FS-Lackner, 798. Πάντως ούτε στην προγενέστερη απόφαση του 2003 ούτε στην παρούσα δεν έκανε το Ακυρωτικό μνεία σε αυτήν. Βλ. περαιτέρω και Saliger, JZ 2004, 979· Roxin, StV 2004, 486-487.
[35] Ανδρουλάκης, ΠοινΔ ΓενΜ Ι2, 312· Μυλωνόπουλος, ΠοινΔ ΓενΜ Ι, 303-305. Βλ. περαιτέρω Jescheck/Weigend, StR AT5, §55, I, 577-582· Roxin, StR AT I4, §24 A, αριθμ. 3-13.
[36] Το Ακυρωτικό πάντως διαπίστωσε τη μη ύπαρξη παραβίασης καθήκοντος επιμέλειας εκ μέρους της πρώτης διευθύντριας για τον λόγο που θα δούμε παρακάτω. Σύμφ. Schöch, JR 2020, 527
[37] Kaspar, JZ 2020, 963.
[38] Schiemann, NStZ 2020, 417.
[39] Αντίθ. Schöch, JR 2020, 527-528, ο οποίος θεωρεί ότι ο έλεγχος των εξόδων του καταδίκου (που άλλωστε είχαν χορηγηθεί χωρίς συνοδεία) δεν θα ήταν εφικτός από άποψη προσωπικού και οργάνωσης, ενώ ο έλεγχος των παραδιδόμενων αντικειμένων από τον κατάδικο κατά την είσοδό του στη φυλακή θα αποτελούσε μια υπερβολική επιβάρυνση για τον διευθυντή και έτσι δεν ενέπιπτε στο καθήκον επιμέλειας του τελευταίου.
[40] Kaspar, JZ 2020, 962.
[41] Ανδρουλάκης, ΠοινΔ ΓενΜ Ι2, 328· Μυλωνόπουλος, ΠοινΔ ΓενΜ Ι, 306, 329· Jescheck/Weigend, StR AT5, §55, IΙ, 586-587.
[42] Jescheck/Weigend, StR AT5, §55, IΙ, 586· Lackner/Kühl-Kühl, 292018, StGB §15, αριθμ. 46· Schönke/Schröder/Sternberg-Lieben/Schuster, 302019, StGB §15, αριθμ. 180.
[43] Σύμφ. ότι η εξέλιξη της αιτιώδους διαδρομής δεν ήταν δυνατό να προβλεφθεί από τον δράστη: Schöch, JR 2020, 528· Kaspar, JZ 2020, 963.
[44] Για την εξέταση και την απόρριψη αυτής της έννοιας βλ. Rostalski, Vernunft und Unvernunft in der (höchstrichterlichen) Rechtsprechung zum Fahrlässigkeitskriterium der Vorhersehbarkeit, JZ 2017, 563-565.
[45] Kaspar, JZ 2020, 963.
[46] Ορθότερα έτσι η Peters NJW 2020, 2129.
[47] Schiemann, NStZ 2020, 417. Ομοίως Peters, NJW 2020, 2129.
[48] Για το πρόβλημα των προγνωστικών αποφάσεων η βιβλιογραφία είναι ήδη αρκετά εκτεταμένη: βλ. αντί πολλών: Reinhard v. Hippel, Gefahrurteile und Prognoseentscheidungen in der Strafrechtspraxis (1972)· Frisch, Prognoseentscheidungen im Strafrecht (1983)· Frisch/Vogt (Hrsg.), Prognoseentscheidungen in der strafrechtlichen Praxis (1994). Από την ελληνική θεωρία βλ. Λίβο, Προγνωστικές αποφάσεις στο Ποινικό Δίκαιο, ΠοινΧρ ΝΒ΄ (2002), 1008· Διονυσοπούλου, Προγνωστικές αποφάσεις στο ποινικό δικονομικό δίκαιο, ΠοινΧρ ΞΓ΄ (2013), 14· Γιαννούλη, Η επικινδυνότητα του δράστη και η εκτίμηση κινδύνων από δικαιοκρατικής σκοπιάς (2017).
[49] Schaffstein, in: FS-Lackner, 806.
[50] Saliger, JZ 2004, 978.
[51]Έτσι ήδη το Ακυρωτικό: BGH NJW 1982, 1057 (1058). Τούτο επιβεβαίωσε αργότερα και το Συνταγματικό Δικαστήριο: BVerfG NStZ 1998, 430 (431).
[52] Έτσι η προγενέστερη BGH JZ 2004, 976 και ομοίως η εδώ σχολιαζόμενη.
[53] Βλ. π.χ. Schaffstein, in: FS-Lackner, 803· Heghmanns, Offener Strafvollzug, Vollzugslockerungen und ihre Abhängigkeit von individuellen Besonderheiten der erkannten Straflänge, NStZ 1998, 281· Harrendorf/Ullenbruch, in: Schwind/Böhm/Jehle/Laubenthal (Επιμ.), Strafvollzugsgesetz 72020, 10. Kapitel, C αριθμ. 51, 69.
[54] Schiemann, NStZ 2020, 416.
[55] Saliger, JZ 2004, 978-979.
[56] Rössner, JZ 1984, 1070.
[57] Έτσι εύστοχα ο Kaspar, JZ 2020, 962.
[58] Kaspar, JZ 2020, 962.
[59] Kusch, NStZ 1985, 392.
[60] Rössner, JZ 1984, 1071.
[61] Rössner, JZ 1984, 1071· Kusch, NStZ 1985, 393· Schaffstein, in: FS-Lackner, 801· Saliger, JZ 2004, 978· Roxin, StV 2004, 488· Peters, NJW 2020, 2129· Schöch, JR 2020, 527· Kaspar, JZ 2020, 961.
[62] Για την δογματική κατηγορία της επιτρεπτής κινδυνώδους δράσης βλ. Roxin, StR AT I4, §11 Β, αριθμ. 65 επ. και παρ’ ημίν Ανδρουλάκη, ΠοινΔ ΓενΜ Ι2, 321· Μυλωνόπουλο, ΠοινΔ ΓενΜ Ι, 324. Πρβλ. Jescheck/Weigend, StR AT5, §36, I, 401
[63] Roxin, StV 2004, 487.
[64] Schaffstein, in: FS-Lackner, 804.
[65] Kaspar, JZ 2020, 961.
[66] Rössner, JZ 1984, 1071.
[67] Πρβλ. και Roxin, StV 2004, 487, ο οποίος θεμελιώνει το εν λόγω κριτήριο στην αρχή της εμπιστοσύνης. Βλ. περαιτέρω τον ίδιο, StR AT I4, §24 A, αριθμ. 26-28.
[68] Kusch, NStZ 1985, 393.
[69] BVerfG NJW 1998, 2202 (2203).
[70] Schaffstein, in: FS-Lackner, 805-806. Πρβλ. και Roxin, StR AT I4, §24 A, αριθμ. 39-40.
[71] Βλ. Frisch, Prognoseentscheidungen im Strafrecht, 76.
[72] Βλ. και Kaspar, JZ 2020, 964.
[73] Βλ. Schaffstein, in: FS-Lackner, 796 και πιο πρόσφατα Schöch, JR 2020, 525 με αναφορά σε στατιστικά στοιχεία στη Γερμανία.