Ι.Εισαγωγικά
Η ραγδαία αύξηση της οικονομικής εγκληματικότητας στη σύγχρονη εποχή, και ιδίως της φοροδιαφυγής τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο έχει καταστήσει πρόδηλη την ανεπάρκεια των εκάστοτε ακολουθούμενων εθνικών μεθόδων για την αντιμετώπιση του εν λόγω φαινομένου. Στο πλαίσιο αυτό, αναδεικνύεται ο επιτακτικός χαρακτήρας της διεθνούς συνεργασίας, επί τη βάση διμερών και πολυμερών συμφωνιών, προκειμένου να επιτευχθεί η αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος. Το διεθνές δίκαιο της διοικητικής συνδρομής σε φορολογικά ζητήματα έχει εξελιχθεί ριζικά κατά τα τελευταία έτη, καθώς παρατηρείται μια τάση μετάβασης στο νέο καθεστώς της διεθνούς συνεργασίας στο πεδίο της αντιμετώπισης φορολογικών αδικημάτων, βασικό χαρακτηριστικό του οποίου είναι η αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών φορολογικού ενδιαφέροντος, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών που αφορούν σε τραπεζικούς λογαριασμούς. Η νέα μέθοδος συνίσταται στην περιοδική και μαζική διαβίβαση πληροφοριών φορολογικού ενδιαφέροντος από τη χώρα προέλευσης του εισοδήματος στη χώρα της φορολογικής κατοικίας του φορολογουμένου και φιλοδοξεί να διευκολύνει την πρόληψη της φοροδιαφυγής, καλύπτοντας τις σοβαρές ατέλειες του προϊσχύσαντος συστήματος αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής[i].
Η πολιτική πίεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής Ε.Ε.), των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής (εφεξής Η.Π.Α.), των G8 και πλέον των G20 οδήγησε στην υπογραφή της νέας Συμφωνίας μεταξύ της Ε.Ε. και της Ελβετίας, υπό την αιγίδα του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (εφεξής Ο.Ο.Σ.Α.), με αντικείμενο την αυτόματη ανταλλαγή χρηματοοικονομικών πληροφοριών σε φορολογικά θέματα. Πριν προβούμε στην παρουσίαση του εν λόγω νέου καθεστώτος, κρίνεται απαραίτητο να σκιαγραφηθεί η πορεία της κατοχύρωσης του τραπεζικού απορρήτου στην ελβετική νομοθεσία, από την απόλυτη προστασία αυτού έως τη σταδιακή «υποχώρησή» του, καθόσον η Ελβετία ήταν παραδοσιακά η χώρα με το αυστηρότερο τραπεζικό απόρρητο και, ως εκ τούτου, πόλος έλξης κεφαλαίων από όλα τα σημεία του πλανήτη.
ΙΙ. Η νομοθετική καθιέρωση του ελβετικού τραπεζικού απορρήτου και οι περιπτώσεις κάμψης αυτού
Η μεγάλη σημασία της προστασίας σε διεθνές επίπεδο του τραπεζικού απορρήτου αναδείχθηκε μετά την άνοδο στην εξουσία του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος της Γερμανίας το 1933. Τα ελβετικά πιστωτικά ιδρύματα επέδειξαν τη σθεναρότερη αντίσταση έναντι της οργανωμένης προσπάθειας των γερμανικών αρχών να παραβιάσουν στο ελβετικό έδαφος το τραπεζικό απόρρητο των Γερμανών υπηκόων. Η εκτέλεση τριών Γερμανών υπηκόων το 1934 οδήγησε αφενός στην ποινικοποίηση της παραβίασης του ελβετικού τραπεζικού απορρήτου και αφετέρου στη δημιουργία του λεγόμενου αριθμημένου λογαριασμού στο όνομα ενός ή περισσοτέρων προσώπων, βασικό χαρακτηριστικό του οποίου ήταν ο προσδιορισμός της καταθέσεως από τον αριθμό της και όχι από το όνομα του δικαιούχου ή συνδικαιούχου αυτής[ii].
Η ήδη καθιερωμένη σε επίπεδο εθιμικού δικαίου υποχρέωση τήρησης εχεμύθειας όσον αφορά στα περιουσιακά, οικονομικά και λοιπά δεδομένα της συμβατικής σχέσης της τράπεζας και του αντισυμβαλλομένου της οδήγησε στη ρητή αποτύπωση της προστασίας του ελβετικού τραπεζικού απορρήτου στο άρθρο 47 του Ομοσπονδιακού Ελβετικού Νόμου περί Τραπεζών και Ταμιευτηρίων του 1934[iii], σε μία περίοδο έντονης οικονομικής και τραπεζικής κρίσης, η οποία συνδεόταν τόσο με την επιδίωξη των ευρωπαϊκών κρατών να επιβάλουν επαχθή φορολογικά μέτρα όσο και με την άνοδο του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος της Γερμανίας που είχε θέσει ως προγραμματικό στόχο, όπως προαναφέρθηκε, την επίτευξη πλήρους διαφάνειας στα περιουσιακά στοιχεία όλων ανεξαιρέτως των Γερμανών υπηκόων[iv].
Η ανθεκτικότητα του ελβετικού τραπεζικού απορρήτου έχει προσδώσει, το δίχως άλλο, στις ελβετικές τράπεζες ένα καίριας σημασίας ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι άλλων πιστωτικών ιδρυμάτων στη διεθνή χρηματοπιστωτική αγορά. Βέβαια, η προσέλκυση κεφαλαίων στις ελβετικές τράπεζες από όλα τα σημεία του πλανήτη οφείλεται επίσης σε άλλους παράγοντες, όπως είναι η οικονομική σταθερότητα και πολιτική ουδετερότητα της Ελβετίας, η ισχύς και σταθερότητα του ελβετικού φράγκου, η παροχή τραπεζικών υπηρεσιών υψηλής ποιότητας, καθώς και η γεωγραφική θέση της Ελβετίας στο κέντρο της Ευρωπαϊκής Ηπείρου.[v]
Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 47 παρ. 1 του Ομοσπονδιακού Ελβετικού Νόμου περί Τραπεζών και Ταμιευτηρίων, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης μέχρι τρία χρόνια ή χρηματική ποινή όποιος από πρόθεση αποκαλύπτει ένα μυστικό, το οποίο του έχουν εμπιστευτεί ή έχει υποπέσει στην αντίληψή του υπό την ιδιότητά του ως οργάνου, υπαλλήλου, εντολοδόχου ή εκκαθαριστή τράπεζας, καθώς και ως οργάνου ή υπαλλήλου ελεγκτικής εταιρίας, ενώ με την ίδια ποινή τιμωρείται και εκείνος που αποπειράται να υποκινήσει σε παραβίαση επαγγελματικού απορρήτου. Ειρήσθω εν παρόδω ότι η άσκηση ποινικής δίωξης ή η καταδίκη για παραβίαση του τραπεζικού απορρήτου είναι μάλλον σπάνιο φαινόμενο στην ελβετική τραπεζική πρακτική. Η παραβίαση δε του επαγγελματικού απορρήτου τιμωρείται ακόμα και μετά το πέρας της διοικητικής ή υπηρεσιακής σχέσης ή της άσκησης του συγκεκριμένου επαγγέλματος, όπως προβλέπει το άρθρο 47 παρ. 4 του ως άνω Νόμου. Εξάλλου, στην ειδική διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 47 του Νόμου αυτού προβλέπεται η κάμψη του απορρήτου έναντι των δημόσιων αρχών και ειδικότερα αναφέρεται ότι «διατηρούνται σε ισχύ οι ομοσπονδιακές διατάξεις και οι διατάξεις των καντονίων σχετικά με το καθήκον μαρτυρίας και την υποχρέωση πληροφόρησης ενώπιον των Αρχών». Η εν λόγω υποχρέωση μαρτυρίας και παροχής πληροφοριών εκ μέρους του πιστωτικού ιδρύματος υφίσταται και στις περιπτώσεις της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας στο χρηματοπιστωτικό τομέα, σύμφωνα με τα άρθρα 9 έως 11 του σχετικού ελβετικού Ομοσπονδιακού νόμου, όπως επίσης έναντι των αρμόδιων ελβετικών εποπτικών αρχών[vi].
Όσον αφορά στα φορολογικά αδικήματα, η φοροδιαφυγή στο ελβετικό δίκαιο θεωρείται πταισματικού χαρακτήρα, σύμφωνα με το άρθρο 175 παρ. 1 του ελβετικού Ομοσπονδιακού Νόμου για τους άμεσους φόρους, του οποίου η παραβίαση επιφέρει την επιβολή σχετικού διοικητικού προστίμου[vii]. Την ίδια νομική μεταχείριση επιφυλάσσει η ελβετική φορολογική νομοθεσία και για το αδίκημα της φοροδιαφυγής στον Φ.Π.Α., το οποίο αποτελεί καταρχήν πταίσμα. Καθίσταται, λοιπόν, σαφές ότι αποτελεί χαρακτηριστικό της ελβετικής νομοθεσίας η απεμπλοκή της φοροδιαφυγής από το χώρο του ποινικού δικαίου, η οποία αποτυπώνεται ιδίως στο άρθρο 182 παρ. 2 του προαναφερθέντος νόμου που απαγορεύει ρητά στις αρμόδιες ελβετικές φορολογικές Αρχές την παραπομπή της υπόθεσης φοροδιαφυγής στα ποινικά δικαστήρια. Αντίθετα προς τις περιπτώσεις της φοροδιαφυγής, η δυνατότητα άρνησης παροχής πληροφοριών δεν ισχύει στις περιπτώσεις της φορολογικής απάτης (Steuerbetrug), για την τέλεση της οποίας απαιτείται η χρήση πλαστών, νοθευμένων ή αναληθών εγγράφων, με σκοπό την τέλεση φοροδιαφυγής και την παραπλάνηση των φορολογικών Αρχών[viii].
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 171-173 του Ελβετικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (εφεξής ΕλβΚΠΔ) που τέθηκαν σε ισχύ την 01-01-2011 ως ομοσπονδιακό πλέον δίκαιο, στις περιπτώσεις διερεύνησης φορολογικής απάτης, η Τράπεζα δύναται να αρνηθεί τη μαρτυρία επικαλούμενη το τραπεζικό απόρρητο του πελάτη της, μόνον εφόσον η ανάγκη διατήρησης της εμπιστευτικότητας υπερέχει στη συγκεκριμένη περίπτωση έναντι της ανάγκης ευρέσεως της αλήθειας. Με άλλα λόγια, η άρση του τραπεζικού απορρήτου κρίνεται, εν προκειμένω, ad hoc στο πλαίσιο στάθμισης συμφερόντων από το Δικαστήριο, χωρίς να ισχύει ένα απόλυτο δικαίωμα των Τραπεζών να αρνούνται τη μαρτυρία. Μάλιστα, με τις νεοεισαχθείσες διατάξεις των άρθρων 284-285 ΕλβΚΠΔ παρέχεται στο Δικαστήριο η δυνατότητα διερεύνησης πλημμελημάτων ή κακουργημάτων, κατόπιν αιτήματος του Εισαγγελέα, με την παρακολούθηση της έννομης σχέσης μεταξύ κατηγορουμένου και Τράπεζας[ix].
Η διάκριση αυτή μεταξύ φοροδιαφυγής και φορολογικής απάτης, υπό το πρίσμα της δυνατότητας κάμψης του τραπεζικού απορρήτου μόνο στη δεύτερη περίπτωση, έχει αποτελέσει τη δικαιολογητική βάση για την άρνηση χορήγησης πληροφοριών σχετικών με τραπεζικούς λογαριασμούς και ονόματα πελατών εκ μέρους του ελβετικού κράτους σε φορολογικές Αρχές άλλων κρατών, στο πλαίσιο της δικαστικής ή διοικητικής συνδρομής, στις περιπτώσεις της απλής φοροδιαφυγής βάσει των διμερών συμφωνιών για την αποφυγή της διπλής φορολόγησης. Η θέση αυτή του ελβετικού δικαίου αποτυπώνει την επιλογή του ελβετικού λαού, ο οποίος σε δημοψήφισμα που έλαβε χώρα το 1984 ανέδειξε το τραπεζικό απόρρητο ως αναπόσπαστο στοιχείο της «ελβετικής κουλτούρας», πράγμα που επιβεβαιώνεται και από πρόσφατη έρευνα του Πανεπιστημίου της Ζυρίχης, βάσει της οποίας το μεγαλύτερο ποσοστό των Ελβετών συναρτά το τραπεζικό απόρρητο με την προστασία της προσωπικότητας και της ιδιωτικής σφαίρας, καθώς και με την εθνική κυριαρχία του ελβετικού κράτους[x].
ΙΙΙ. Η σταδιακή «ελαστικοποίηση» της απόλυτης προστασίας του ελβετικού τραπεζικού απορρήτου
Μετά την προσαρμογή στο πρότυπο Μοντέλο Σύμβασης του Ο.Ο.Σ.Α. (εφεξής Μ.Σ. του Ο.Ο.Σ.Α.) των υπογραφεισών διμερών διεθνών συμβάσεων για την αποφυγή της διπλής φορολόγησης, στις οποίες συγκαταλέγεται και η Ελληνοελβετική συμφωνία περί αποφυγής της διπλής φορολόγησης του 1983, οι εν λόγω διακρατικές συμφωνίες αναθεωρήθηκαν και η απόλυτη προστασία του ελβετικού τραπεζικού απορρήτου έναντι των εθνικών και αλλοδαπών φορολογικών αρχών άρχισε να «διαβρώνεται» μέσω της πρόβλεψης στην ελβετική νομοθεσία περιπτώσεων κάμψης της προστασίας του τραπεζικού απορρήτου στο πλαίσιο της διερεύνησης φορολογικών εγκλημάτων. Η εξέλιξη αυτή συνιστά απόρροια των μακροχρόνιων και ισχυρών πιέσεων που ασκήθηκαν κατά τις τελευταίες δεκαετίες στο ελβετικό κράτος, ιδίως από τις Η.Π.Α., το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γερμανία, καθώς επίσης από τις συντονισμένες προσπάθειες της ομάδας αρχικά των G-8 και από τον Ο.Ο.Σ.Α. Σκοπός των περί ων ο λόγος πιέσεων αποτέλεσε και αποτελεί η καταπολέμηση του επιβλαβούς φορολογικού ανταγωνισμού, καθώς και η προαγωγή μιας ομοιόμορφης και συνεπούς πρακτικής των κρατών της διεθνούς κοινότητας στον τομέα της φορολογίας των περιουσιακών στοιχείων, ήτοι και των τραπεζικών καταθέσεων που αποτελούν σαφώς φορολογητέα ύλη[xi].
Προς την κατεύθυνση αυτή δημοσιεύτηκε το 2005 το αναθεωρημένο πρότυπο Μοντέλο Σύμβασης του Ο.Ο.Σ.Α. και προστέθηκε η καίριας σημασίας παρ. 5 στο άρθρο 26 αυτού, με την οποία ανατράπηκαν όλα τα μέχρι τότε δεδομένα αναφορικά με την άρση του τραπεζικού απορρήτου στο πλαίσιο της διακρατικής ανταλλαγής τραπεζικών πληροφοριών. Ειδικότερα, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 26 του Μ.Σ. του Ο.Ο.Σ.Α., δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση σε συμβαλλόμενο κράτος να αρνηθεί την παροχή των σχετικών με τραπεζικούς λογαριασμούς πληροφοριών, αποκλειστικά επειδή οι πληροφορίες αυτές βρίσκονται στην κατοχή τράπεζας, άλλου χρηματοπιστωτικού ιδρύματος, εξουσιοδοτημένου εκπροσώπου ή προσώπου που ενεργεί με την ιδιότητα του αντιπροσώπου ή του θεματοφύλακα, ή επειδή οι εν λόγω πληροφορίες συναρτώνται με τα ιδιοκτησιακά συμφέροντα ενός προσώπου[xii].
Η υποχώρηση της προστασίας του ελβετικού τραπεζικού απορρήτου με την εισαγωγή της νέας παρ. 5 στο πλαίσιο της διακρατικής ανταλλαγής πληροφοριών για την αντιμετώπιση φορολογικών αδικημάτων, κρίθηκε αναγκαία, προκειμένου να αποφευχθεί το φαινόμενο, κράτη με αυστηρό τραπεζικό απόρρητο, όπως η Ελβετία και το Λουξεμβούργο, να ακολουθούν πάγια τακτική άρνησης χορήγησης τραπεζικών πληροφοριών, εφόσον η χορήγηση τέτοιου είδους πληροφοριών δεν επιτρέπεται βάσει της εθνικής έννομης τάξης του κράτους από το οποίο εκάστοτε ζητούνται οι σχετικές πληροφορίες. Συνεπώς, με την εισαγωγή της ως άνω παρ. 5 στο άρθρο 26 του Μ.Σ. του Ο.Ο.Σ.Α. έπαυσε να επιτρέπεται η άρνηση χορήγησης τραπεζικών πληροφοριών στο εκάστοτε αιτούν κράτος[xiii].
1. Η εξέλιξη της συνεργασίας Ελλάδας - Ελβετίας στο πεδίο της ανταλλαγής τραπεζικών πληροφοριών
Βάσει της λήψης των ως άνω πρωτοβουλιών περί διευκόλυνσης της διακρατικής ανταλλαγής τραπεζικών πληροφοριών, υπογράφηκε η νέα Ελληνο-Ελβετική συμφωνία για την αναθεώρηση της διμερούς σύμβασης του 1983, η οποία είχε ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη με το Ν. 1502/1984[xiv]. Το Πρωτόκολλο που υπογράφηκε μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας στη Βέρνη στις 04.11.2010 και τροποποίησε τη σύμβαση του 1983, κυρώθηκε και ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με το Ν. 4034/2011[xv].
Ενδιαφέρον αναφορικά με το τραπεζικό απόρρητο παρουσιάζει το άρθρο VI της συμφωνίας αυτής, βάσει του οποίου διαγράφηκε το προϊσχύσαν άρθρο 25 («Ανταλλαγή πληροφοριών») και αντικαταστάθηκε από το νέο άρθρο 25 που εισήγαγε το ανωτέρω Μοντέλο Σύμβασης του Ο.Ο.Σ.Α. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο αυτό, δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση σε κανένα συμβαλλόμενο κράτος να αρνηθεί την παροχή των ζητούμενων πληροφοριών αποκλειστικά επειδή οι εν λόγω πληροφορίες βρίσκονται στην κατοχή άλλου χρηματοπιστωτικού ιδρύματος, εξουσιοδοτημένου εκπροσώπου ή προσώπου που ενεργεί με την ιδιότητα του αντιπροσώπου ή του θεματοφύλακα, ή επειδή οι εν λόγω πληροφορίες συναρτώνται με τα ιδιοκτησιακά συμφέροντα ενός προσώπου. Καθίσταται σαφές ότι η διάταξη αυτή επανέλαβε τα προβλεπόμενα από την παρ. 5 του άρθρου 26 του Μ.Σ. του Ο.Ο.Σ.Α. Με την εν λόγω ρύθμιση παρέχεται στις ελληνικές φορολογικές Αρχές η δυνατότητα να απαιτήσουν τραπεζικές πληροφορίες, ενώ οι ελβετικές Αρχές έχουν την αντίστοιχη υποχρέωση κάμψης του ελβετικού τραπεζικού απορρήτου, ακόμη και σε περιπτώσεις που η κάμψη αυτή δεν επιτρέπεται βάσει της ελβετικής νομοθεσίας, όπως επί παραδείγματι στην περίπτωση της φοροδιαφυγής[xvi].
Βέβαια, σύμφωνα με το στοιχ. ε’ της παρ. 4 του επεξηγηματικού Πρωτοκόλλου της συμφωνίας αυτής, «(...) σε περίπτωση ανταλλαγής πληροφοριών, οι διοικητικοί διαδικαστικοί κανόνες που αφορούν στα δικαιώματα των φορολογουμένων που προβλέπονται από το αιτηθέν Συμβαλλόμενο Κράτος, εξακολουθούν να εφαρμόζονται πριν από τη διαβίβαση των πληροφοριών στο αιτούν Συμβαλλόμενο Κράτος. Είναι επίσης κατανοητό ότι αυτή η διάταξη αποσκοπεί στη διασφάλιση του φορολογουμένου σε μια δίκαιη διαδικασία και όχι στην αποφυγή ή στην αδικαιολόγητη καθυστέρηση της διαδικασίας ανταλλαγής πληροφοριών». Τούτο σημαίνει ότι, ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία τα στοιχεία που αποστέλλονται από τις αρμόδιες ελληνικές φορολογικές Αρχές είναι ορθά, ο ύποπτος για την τέλεση φοροδιαφυγής δικαιούται να εξαντλήσει την εσωτερική διοικητική διαδικασία βάσει του ελβετικού δικαίου, ακόμα κι αν αυτή η καθυστέρηση συνεπάγεται ζημία για τα συμφέροντα του Ελληνικού Δημοσίου[xvii].
2. Η νέα Συμφωνία μεταξύ Ε.Ε. και Ελβετίας περί αυτόματης ανταλλαγής τραπεζικών πληροφοριών
Στο πλαίσιο της στρατηγικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τροποποίηση των σχετικών διμερών συμφωνιών με την Ελβετία, το Λιχτενστάιν, το Μονακό, την Ανδόρα και τον Άγιο Μαρίνο και με σκοπό τη διευκόλυνση της ανταλλαγής πληροφοριών φορολογικού ενδιαφέροντος, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται οι σχετικές με τραπεζικούς λογαριασμούς πληροφορίες, υπογράφηκε στις 27 Μαϊου του 2015 η Συμφωνία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας αναφορικά με την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών σε φορολογικά θέματα. Η συμφωνία αυτή, η οποία εφαρμόζει στη σχέση των συμβαλλομένων μερών το νέο πρότυπο Μοντέλο Σύμβασης του Ο.Ο.Σ.Α., όπως αυτό περιγράφηκε ανωτέρω, συγκλίνοντας παράλληλα και με το πρότυπο της νομοθεσίας των Η.Π.Α. στο πεδίο αυτό (Foreign Account Tax Compliance Act), αποβλέπει στην πλήρη αντικατάσταση του ισχύοντος καθεστώτος από ένα σύστημα αυτόματης ανταλλαγής φορολογικών πληροφοριών[xviii].
Ειδικότερα, τα συμβαλλόμενα μέρη συμφώνησαν να συλλέγουν δεδομένα σχετικά με χρηματοπιστωτικούς λογαριασμούς από το έτος 2017 και να τα ανταλλάσσουν από το έτος 2018, αφού τεθούν σε ισχύ οι απαιτούμενες νομικές βάσεις στις εσωτερικές έννομες τάξεις[xix]. Η ανταλλαγή των πληροφοριών φορολογικού ενδιαφέροντος θα πραγματοποιείται αυτόματα, ήτοι δίχως να απαιτείται η υποβολή αιτήματος προς τούτο, επιτρέποντας στις φορολογικές διοικήσεις της Ελβετίας και των κρατών-μελών της Ε.Ε. να προσδιορίζουν ορθώς τα υποκείμενα σε φορολογία πρόσωπα και, κατ’ επέκταση, να εντοπίζουν τυχόν περιπτώσεις φοροδιαφυγής. Ως εκ τούτου, από την 1η Ιανουαρίου του 2017, τα ελβετικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έχουν αρχίσει να εφαρμόζουν τις προβλεπόμενες στη νέα Συμφωνία διαδικασίες περί εντοπισμού των φυσικών ή νομικών προσώπων που είναι υπήκοοι κράτους-μέλους της Ε.Ε. και τα στοιχεία των οποίων υπόκεινται σε ανταλλαγή. Αντίστοιχα έχουν συμφωνήσει να ενεργήσουν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα των κρατών-μελών της Ε.Ε. ως προς τους υπηκόους της Ελβετίας. Ας σημειωθεί παρενθετικά ότι το άρθρο 1 της περί ης ο λόγος Συμφωνίας εξαιρεί ρητά από τη σχετική υποχρέωση τις θυγατρικές των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που διατηρούν την έδρα τους σε τρίτες χώρες[xx].
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της Ελβετίας και της Ε.Ε. οφείλουν να επιδείξουν τη δέουσα επιμέλεια (due diligence), ακολουθώντας τις κατευθύνσεις που παρέχουν τα Παραρτήματα Ι και ΙΙ της Συμφωνίας, κατά τον προσδιορισμό των πελατών τους, των οποίων τα στοιχεία υπόκεινται σε ανταλλαγή. Τα στοιχεία αυτά που θα ανταλλάσσονται θα αφορούν τόσο στο πρόσωπο του δικαιούχου του τραπεζικού λογαριασμού (ονοματεπώνυμο, διεύθυνση κατοικίας, εθνικό Α.Φ.Μ., ημερομηνία και τόπος γέννησης) όσο και στον τραπεζικό λογαριασμό (αριθμός λογαριασμού, νόμισμα, υπόλοιπο λογαριασμού, τόκοι, μερίσματα, έσοδα από την εκποίηση χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων). Τα στοιχεία αυτά, αφού συλλεγούν, θα διαβιβάζονται από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα προς τις εκάστοτε αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες καθορίζονται στο Παράρτημα ΙΙΙ της Συμφωνίας - για την Ελλάδα αρμόδια αρχή είναι ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών ή η εξουσιοδοτημένη από αυτόν αρχή - οι οποίες ακολούθως θα ανταλλάσσουν τα δεδομένα μεταξύ τους σε ετήσια βάση και αυτομάτως[xxi].
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Συμφωνία αυτή μεταξύ Ελβετίας και Ε.Ε. θα λειτουργεί παράλληλα προς τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης και του Ο.Ο.Σ.Α. για την αμοιβαία διοικητική συνδρομή σε φορολογικά θέματα. Οι δύο αυτές συμφωνίες εφεξής θα συνυπάρχουν στις σχέσεις Ελβετίας και Ε.Ε., καθώς ουσιαστικά η ανταλλαγή τραπεζικών πληροφοριών και στις δύο περιπτώσεις αφορά σε δεδομένα σχετικά με λογαριασμούς που διατηρούνται σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων που σχετίζονται με το δικαιούχο, τους τόκους, τα μερίσματα, τα υπόλοιπα λογαριασμών και τα έσοδα από την εκποίηση χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων[xxii].
Οι δύο αυτές συμφωνίες διαφέρουν ως προς τις συνέπειες που επιφέρει η τυχόν παραβίασή τους από ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη. Πράγματι, ενώ η παραβίαση της Συμφωνίας Ελβετίας και Ε.Ε. επιφέρει την αναστολή της διεθνούς αυτής σύμβασης στο σύνολό της, η παραβίαση της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης και του Ο.Ο.Σ.Α. επιφέρει την αναστολή αποκλειστικά της συμπληρωματικής προς αυτήν πολυμερούς συμφωνίας που έχει συναφθεί μεταξύ των αρμόδιων αρχών και ερείδεται στο άρθρο 6 της Σύμβασης Σ.Ε./Ο.Ο.Σ.Α. Πάντως, και για τις δύο συμφωνίες ορίζεται ως αρχική ημερομηνία ανταλλαγής πληροφοριών η 1η Ιανουαρίου του 2018, αφού στόχος της Συμφωνίας Ε.Ε. και Ελβετίας ήταν η εναρμόνιση αυτής προς τις διεθνείς εξελίξεις στο πεδίο της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών και προς το Πρότυπο του Ο.Ο.Σ.Α., στο πλαίσιο της προσπάθειας ελαχιστοποίησης του κόστους και της επιβάρυνσης των φορέων που αναλαμβάνουν να την πραγματώσουν[xxiii].
3. Η επιρροή του αμερικανικού μοντέλου στη διαμόρφωση του νέου πλαισίου διεθνούς συνεργασίας
Είναι γεγονός ότι ορισμένες χώρες, όπως οι Η.Π.Α., έχουν την οικονομική και πολιτική ισχύ που τους επιτρέπει να λειτουργούν μονομερώς και να επιβάλλουν τα πρότυπά τους στη διεθνή πρακτική. Επί τη βάση αυτή, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, οι Η.Π.Α. έχουν εφαρμόσει σημαντικές πρωτοβουλίες για την καταπολέμηση της διεθνούς φοροδιαφυγής, ενώ σε εθνικό επίπεδο έχουν υιοθετήσει μια επιθετική στρατηγική κατά αλλοδαπών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που επιτρέπουν σε Αμερικανούς φορολογουμένους να φοροδιαφεύγουν. Η στρατηγική αυτή συνίσταται στη διενέργεια ποινικής έρευνας εις βάρος των ιδρυμάτων αυτών, ως συνεργών στην τέλεση φοροδιαφυγής. Η υλοποίηση της πολιτικής αυτής των Η.Π.Α. έχει οδηγήσει στον εξωδικαστικό συμβιβασμό των δύο μεγαλύτερων ελβετικών τραπεζών, ήτοι της UBS και της Credit Suisse, εις βάρος των οποίων επιβλήθηκαν πρόστιμα ύψους 780 εκατομμυρίων και 2,6 δισεκατομμυρίων δολαρίων αντίστοιχα. Με σκοπό την απόδοση της εν λόγω στρατηγικής, οι ΗΠΑ έχουν υιοθετήσει σε επίπεδο εθνικής νομοθεσίας, την Foreign Account Tax Compliance Act (F.A.T.C.A.), προκειμένου να μπορούν να επιβάλουν στα αλλοδαπά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα τη συνεργασία τους για τη χορήγηση πληροφοριών φορολογικού ενδιαφέροντος. Η μέθοδος της F.A.T.C.A. έχει διεθνοποιηθεί μέσω της σύναψης διμερών και πολυμερών διεθνών συμβάσεων με αντικείμενο την αυτόματη ανταλλαγή τραπεζικών πληροφοριών[xxiv].
Η F.A.T.C.A. αποτελεί ομοσπονδιακό νόμο του 2010 που επιβάλλει στους Αμερικανούς φορολογουμένους την υποχρέωση να δηλώνουν τους λογαριασμούς που διατηρούν σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα εκτός της επικράτειας των Η.Π.Α. Στο πλαίσιο αυτό, τα αλλοδαπά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται να συλλέγουν πληροφορίες σε ετήσια βάση (λ.χ. ονόματα Αμερικανών πελατών τους, υπόλοιπο τραπεζικών λογαριασμών), καθώς επίσης να παρακρατούν και να αποδίδουν το φόρο για λογαριασμό της κυβέρνησης των Η.Π.Α. Η υποχρέωση, λοιπόν, αυτή ιδρύεται εκ του νόμου και όχι σε εθελοντική βάση, έχει εξωεδαφική εφαρμογή και, ως εκ τούτου, αποτελεί αμφιλεγόμενο στοιχείο της εν λόγω νομοθεσίας, διότι παραγνωρίζει το δικαίωμα κάθε χώρας να χαράσσει τη δική της φορολογική πολιτική και πολιτική ανταλλαγής πληροφοριών. Μάλιστα, προβλέπεται στη F.A.T.C.A. ότι όσα αλλοδαπά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα παραβιάσουν την υποχρέωση αυτή, παραλείποντας να παρακρατήσουν το φόρο για λογαριασμό των Η.Π.Α., υπόκεινται υπό μορφή κύρωσης σε φορολογία 30% με παρακράτηση επί των πληρωμών που τα ιδρύματα αυτά εισπράττουν από επενδύσεις στις Η.Π.Α.[xxv].
Ήδη, η Γαλλία, η Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ισπανία και η Ιταλία, που αποτελούν κράτη-μέλη του Ο.Ο.Σ.Α., υιοθέτησαν ένα μοντέλο σύμβασης για την υλοποίηση της F.A.T.C.A., σύμφωνα με το οποίο, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα των κρατών αυτών οφείλουν να δηλώσουν στις τοπικές φορολογικές αρχές τα απαιτούμενα από τη F.A.T.C.A. στοιχεία και να ανταλλάξουν τις πληροφορίες αυτές αυτομάτως με τις φορολογικές αρχές των Η.Π.Α. Συνεπώς, καθίσταται σαφές ότι η F.A.T.C.A. εισάγει ένα τεκμήριο συνενοχής σε φοροδιαφυγή για όσα αλλοδαπά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα παραβιάσουν τις προβλεπόμενες από αυτήν υποχρεώσεις και δεν είναι πρόθυμα να συνεργαστούν με τις Η.Π.Α. στο πεδίο αυτό. Η νομοθεσία αυτή, στο πλαίσιο των εν γένει μονομερών πρωτοβουλιών των Η.Π.Α. για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τις εξελίξεις στο διεθνές συμβατικό δίκαιο. Έτσι, τόσο το νέο πρότυπο Μοντέλο Σύμβασης του Ο.Ο.Σ.Α. περί αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών φορολογικού ενδιαφέροντος όσο και η νέα Συμφωνία μεταξύ Ε.Ε. και Ελβετίας για την αυτόματη ανταλλαγή χρηματοοικονομικών πληροφοριών, υιοθετήθηκαν υπό την επίδραση των ρυθμίσεων της F.A.T.C.A. και προς εναρμόνιση με αυτές[xxvi].
Σε ό,τι αφορά τα ελληνικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, αυτά καλούνται να αξιολογήσουν εάν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της F.A.T.C.A. και να μεριμνήσουν ώστε να συμμορφώνονται με τη νομοθεσία αυτήν όσον αφορά στους πελάτες τους που είναι υπήκοοι των Η.Π.Α. Την 1η Δεκεμβρίου 2014 το Υπουργείο Οικονομικών των Η.Π.Α. ανακοίνωσε ότι η Ελλάδα και οι Η.Π.Α. προέβησαν σε διακυβερνητική συμφωνία σύμφωνα με το πρότυπο της F.A.T.C.A., ενώ ήδη 139 ελληνικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα είχαν δηλώσει συμμετοχή στο καθεστώς της F.A.T.C.A. κατά το έτος 2014. Η Ελλάδα, συνεπώς, καλείται να προσαρμοστεί στο νέο διεθνές πλαίσιο διακρατικής ανταλλαγής τραπεζικών πληροφοριών, τόσο ως κράτος-μέλος της Ε.Ε. και του Ο.Ο.Σ.Α., όσο και ως συμμετέχον κράτος στο καθεστώς της F.A.T.C.A.[xxvii].
III. Συμπερασματικές παρατηρήσεις - Σχόλιο
Όπως καθίσταται αντιληπτό από τα ανωτέρω, δοθείσης της αναποτελεσματικότητας των εκάστοτε μονομερών εθνικών μέτρων, η διεθνής και ενωσιακή έννομη τάξη υιοθετούν βαθμιαία ένα νέο πρότυπο συνεργασίας με σκοπό την καταπολέμηση των φορολογικών αδικημάτων. Προς την κατεύθυνση αυτήν επιδιώκεται η εναρμόνιση των συμφερόντων της Ε.Ε. και της Ελβετίας, ήτοι αφενός η προστασία των φορολογικών εσόδων των κρατών-μελών της Ε.Ε. και αφετέρου η προστασία του ελβετικού χρηματοπιστωτικού τομέα. Καταρχάς, αξίζει να σημειωθεί ότι η αποτελεσματικότητα του νέου αυτού διεθνούς πλαισίου συνεργασίας στο πεδίο της ανταλλαγής τραπεζικών πληροφοριών προϋποθέτει την επίτευξη συνοχής στα χρησιμοποιούμενα εργαλεία και μέσα, τόσο εντός της Ε.Ε. όσο και στις σχέσεις των κρατών-μελών της Ε.Ε. με τρίτες χώρες. Πρέπει, με άλλα λόγια, η πολιτική της ανταλλαγής πληροφοριών εντός της Ε.Ε. να συνάδει με τις σχετικές συμφωνίες που έχουν υπογραφεί με τρίτες χώρες, ώστε να διασφαλίζεται η εφαρμογή ισοδύναμων προτύπων με αυτά που υιοθετεί η Ε.Ε.
Κεντρικό ζήτημα ως προς την αποτελεσματικότητα του νέου πλαισίου συνεργασίας αποτελεί, επίσης, το εναρκτήριο σημείο εφαρμογής της συμφωνίας Ε.Ε. και Ελβετίας, ήτοι η 1η Ιανουαρίου 2018, από την οποία θα ξεκινήσει η ανταλλαγή πληροφοριών που θα αφορούν στοιχεία λογαριασμών πολιτών της Ε.Ε. όπως ίσχυαν από το 2017 και μετά. Με αυτόν τον τρόπο, ωστόσο, οι πολίτες της Ε.Ε. που φοροδιαφεύγουν είχαν χρονικό περιθώριο έως το τέλος του 2016, προκειμένου να μεταφέρουν τις καταθέσεις τους σε τρίτες χώρες, πριν τα δεδομένα τους καταστούν διαθέσιμα στις αρμόδιες φορολογικές αρχές των κρατών-μελών της Ε.Ε. Επομένως, το σημείο αυτό ενδεχομένως να αποτελέσει ανασταλτικό παράγοντα ως προς την επίτευξη των στόχων της νέας συμφωνίας[xxviii].
Εξάλλου, αξίζει να σημειωθεί ότι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, η σύναψη της νέας Συμφωνίας μεταξύ Ε.Ε. και Ελβετίας αποτέλεσε μια δύσκολη απόφαση για τις ελβετικές αρχές ενόψει της αντίληψης του ελβετικού τραπεζικού απορρήτου ως στοιχείου της ελβετικής κουλτούρας και εθνικής κυριαρχίας. Ωστόσο, αν και ασκήθηκε διπλωματική πίεση στην Ελβετία από την Ε.Ε. και τον Ο.Ο.Σ.Α., φαίνεται ότι εν τέλει η επιλογή της Ελβετίας για σύναψη της νέας αυτής συμφωνίας ήταν συνειδητή, επί τη βάση του διεθνούς «level playing field». Έτσι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του Ο.Ο.Σ.Α., οι ελβετικές αρχές αποβλέπουν πλέον στην προσέλκυση κεφαλαίων, όχι μέσω της παροχής καταφυγίου σε τυχόν αλλοδαπούς φοροφυγάδες, αλλά με άξονα τα πλεονεκτήματα που διέπουν τον ελβετικό χρηματοπιστωτικό τομέα, ήτοι την ουδετερότητα, την πολιτική και οικονομική του σταθερότητα, καθώς και την ποιότητα στην παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών[xxix].
Περαιτέρω, κρίνεται απαραίτητο να επισημανθεί το ειδικότερο ζήτημα της προστασίας των προσωπικών δεδομένων των καταθετών, τα στοιχεία των οποίων υπόκεινται σε ανταλλαγή. Τούτο διότι, ναι μεν η ενισχυμένη διμερής και πολυμερής συνεργασία για την αντιμετώπιση των διαρκώς αυξανόμενων περιπτώσεων φοροδιαφυγής, μέσω της αυτόματης ανταλλαγής χρηματοοικονομικών πληροφοριών, κατέστη αναγκαία και αξιολογείται ως θεμιτή, θα πρέπει όμως ως αντιστάθμισμα στην κάμψη του τραπεζικού απορρήτου να εφαρμόζονται εγγυήσεις ως προς την προστασία των προσωπικών δεδομένων των καταθετών[xxx]. Στο πλαίσιο αυτό, ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων έκρινε σε γνωμοδότησή του ελλιπείς τις διατάξεις του άρθρου 6 της Συμφωνίας Ε.Ε./Ελβετίας περί προστασίας των δεδομένων και απηύθυνε συγκεκριμένες συστάσεις προς τα συμβαλλόμενα μέρη[xxxi].
Με έρεισμα τις συστάσεις αυτές, κρίνεται επιβεβλημένο, η ανταλλαγή των πληροφοριών φορολογικού ενδιαφέροντος να συναρτάται με τον πραγματικό κίνδυνο φοροδιαφυγής και η επεξεργασία των τραπεζικών δεδομένων να περιορίζεται στην επίτευξη ενός συγκεκριμένου σκοπού, ήτοι στην καταπολέμηση των φορολογικών αδικημάτων, ενώ σε περίπτωση χρήσης των δεδομένων για άλλο σκοπό, απαιτείται προηγούμενη ενημέρωση των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα. Τα πρόσωπα δε αυτά επιβάλλεται σε κάθε περίπτωση να ενημερώνονται ως προς τους αποδέκτες και το σκοπό επεξεργασίας των χρηματοοικονομικών δεδομένων τους. Έπειτα, όπως εξαίρει ο Ευρωπαίος Επόπτης στη γνωμοδότησή του, επιβάλλεται να προσδιοριστούν ρητά πρότυπα ασφάλειας και προστασίας των δεδομένων ως προς τις αρχές - δημόσιες ή ιδιωτικές - που θα συλλέγουν και ανταλλάσσουν τα δεδομένα, ενώ παράλληλα θα πρέπει να προβλεφθεί ρητή περίοδος διατήρησης των πληροφοριών που ανταλλάσσονται με υποχρέωση διαγραφής τους κατόπιν της ολοκλήρωσης της επεξεργασίας τους. Απομένει, συνεπώς, η προσαρμογή της νέας Συμφωνίας Ε.Ε./Ελβετίας στις συστάσεις αυτές του Ευρωπαίου Επόπτη περί εφαρμογής διαδικαστικών εγγυήσεων ως προς τα προσωπικά δεδομένα των καταθετών, η οποία κρίνεται απαραίτητη, προκειμένου να επιτευχθεί η απαιτούμενη στάθμιση μεταξύ αφενός της ανάγκης καταπολέμησης της φοροδιαφυγής στον ευρωπαϊκό χώρο και αφετέρου της ανάγκης διαφύλαξης των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των καταθετών, τα στοιχεία των οποίων υπόκεινται σε επεξεργασία.
[i] Γεώργιου Δ. Παυλίδη, Η νέα Συμφωνία για την αυτόματη ανταλλαγή φορολογικών πληροφοριών μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ελβετικής Συνομοσπονδίας: Το λυκόφως του ελβετικού τραπεζικού απορρήτου;, Δελτίο Φορολογικής Νομοθεσίας, Α’ Φεβρουαρίου 2016 - Τόμος 70 - Τεύχος 1577, σελ. 147-148.
[ii] Γεώργιου Αθ. Γραμματίκα, Το τραπεζικό απόρρητο, 1991, σελ. 23-24.
[iii] Bundesgesetz vom 8. November 1934 uber die Banken und Sparkassen (BankG, SR 952.0).
[iv] Robert U. Vogler, Das Schweizer Bankgeheimnis: Entstehung, Bedeutung, Mythos, Verein fur Finanzgeschichte, 2005, http://www.finanzgeschichte.ch/Vogler%20Schweizer%20Bankgeheimnis.pdf
[v] Άγγελου Π. Μπώλου – Christian Arnold, Το ζήτημα των ελληνικών καταθέσεων στην Ελβετία: Το ελβετικό τραπεζικό απόρρητο, η διασυνοριακή ανταλλαγή τραπεζικών πληροφοριών και η φορολόγηση των ελληνικών καταθέσεων σε Πιστωτικά Ιδρύματα της Ελβετίας, ΔΕΕ 4/2012 (ΕΤΟΣ 18ο), σελ. 301-302.
[vi] Ειρήσθω εν παρόδω ότι βάσει της ελβετικής νομοθεσίας το τραπεζικό απόρρητο κάμπτεται, επίσης, μεταξύ ιδιωτών στο πλαίσιο του ελβετικού Κληρονομικού Δικαίου, καθώς και του ελβετικού Πτωχευτικού Κώδικα.
[vii] Πρόκειται για το νόμο Bundesgesetz vom 14. Dezember 1990 uber die direkte Bundesteuer (DBG, SR 642.11). Βλ. ειδικότερα για το κείμενο των σχετικών διατάξεων το διαδικτυακό τόπο www.admin.ch (Der Bundesrat - Das Portal der Schweizer Regierung - Schweizerische Eidgenossenschaft).
[viii] Σύμφωνα με το άρθρο 186 παρ. 1 του ως άνω νόμου, «Όποιος με σκοπό να διαπράξει το αδίκημα της φοροδιαφυγής κατά την έννοια των άρθρων 175 έως 177 χρησιμοποιεί πλαστά, ψευδή ή ανακριβή έγγραφα, όπως λογιστικά βιβλία, ισολογισμούς, δηλώσεις εισοδήματος ή πιστοποιητικά μισθοδοσίας και άλλα αποδεικτικά στοιχεία τρίτων με πρόθεση να εξαπατήσει της φορολογικές Αρχές, τιμωρείται με φυλάκιση ή πρόστιμο ύψους μέχρι 30.000 φράγκων».
[ix] Οι διατάξεις αυτές εισήχθησαν στην ελβετική νομοθεσία με αφορμή το σκάνδαλο της Λίστας Φαλτσιάνι (γνωστής στην Ελλάδα ως Λίστας Λαγκάρντ), η οποία περιείχε αρχεία με αριθμούς τραπεζικών λογαριασμών, ονόματα δικαιούχων και σε κάποιες περιπτώσεις χρηματικά ποσά καταθέσεων Ευρωπαίων καταθετών - μεταξύ των οποίων και Ελλήνων - στην ελβετική τράπεζα HSBC.
[x] Βλ. την έρευνα με τίτλο «Πόσο πολύτιμο είναι για τους Ελβετούς πολίτες το τραπεζικό απόρρητο;» στο διαδικτυακό τόπο http://www.swissbanking.org/bankgeheimnis_161209.pdf.
[xi] Βλ. το ρόλο και τους ειδικότερους σκοπούς του Ο.Ο.Σ.Α. στο διαδικτυακό τόπο www.oecd.org: «OECD uses its wealth of information on a broad range of topics to help governments foster prosperity and fight poverty through economic growth and financial stability. (...) Discussions at OECD committee-level sometimes evolve into negotiations where OECD countries agree on rules of the game for international co-operation. They can culminate in formal agreements by countries, for example on combating bribery, on arrangements for export credits, or on the treatment of capital movements. They may produce standards and models, for example in the application of bilateral treaties on taxation, or recommendations, for example on cross-border co-operation in enforcing laws against spam. They may also result in guidelines, for example on corporate governance or environmental practices».
[xii] Άγγελου Π. Μπώλου – Christian Arnold, Το ζήτημα των ελληνικών καταθέσεων στην Ελβετία: Το ελβετικό τραπεζικό απόρρητο, η διασυνοριακή ανταλλαγή τραπεζικών πληροφοριών και η φορολόγηση των ελληνικών καταθέσεων σε Πιστωτικά Ιδρύματα της Ελβετίας, ΔΕΕ 4/2012 (ΕΤΟΣ 18ο), σελ. 305-306.
[xiii] Βλ. τον επίσημο σχολιασμό των άρθρων του Μοντέλου Σύμβασης του Ο.Ο.Σ.Α. σε OECD, Commentaries on the Articles of the Model Tax Convention, 2010, άρθρο 26, παρ. 29.10, όπου γίνεται αναφορά στην εν τοις πράγμασι ανταλλαγή τραπεζικών πληροφοριών από τη συντριπτική πλειονότητα των κρατών-μελών του Ο.Ο.Σ.Α., ήδη στο πλαίσιο της προϊσχύσασας μορφής του άρθρου 26, θεωρώντας ότι η εισαγωγή της νέας παρ. 5 αντανακλά την ήδη τρέχουσα πρακτική.
[xiv] Ο N. 1502/1984 είχε ως αντικείμενο την «Kύρωση της Σύμβασης μεταξύ της Eλληνικής Δημοκρατίας και της Eλβετικής Oμοσπονδίας για την αποφυγή της διπλής φορολογίας αναφορικά με τους φόρους εισοδήματος και του συνημμένου σ' αυτή Πρωτοκόλλου» (Φ.E.K. 192/28.11.1984/ τ.A').
[xv] Ο Ν. 4034/2011 έχει ως αντικείμενο την «Κύρωση του Πρωτοκόλλου μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας το οποίο τροποποιεί τη Σύμβαση μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας για την αποφυγή της διπλής φορολογίας αναφορικά με τους φόρους εισοδήματος και το Πρωτόκολλο που υπεγράφησαν στη Βέρνη στις 16 Ιουνίου 1983» (ΦΕΚ Α’ 269/31-12-2011).
[xvi] Άγγελου Π. Μπώλου – Christian Arnold, Το ζήτημα των ελληνικών καταθέσεων στην Ελβετία: Το ελβετικό τραπεζικό απόρρητο, η διασυνοριακή ανταλλαγή τραπεζικών πληροφοριών και η φορολόγηση των ελληνικών καταθέσεων σε Πιστωτικά Ιδρύματα της Ελβετίας, ΔΕΕ 4/2012 (ΕΤΟΣ 18ο), σελ. 307.
[xvii] Σύμφωνα με το στοιχ. β’ της παρ. 4 του επεξηγηματικού Πρωτοκόλλου, η διοικητική συνδρομή που προβλέπεται από το άρθρο 25 της Ελληνο-Ελβετικής συμφωνίας δεν περιλαμβάνει μέτρα που αποσκοπούν αποκλειστικά στην απλή συλλογή αποδεικτικών στοιχείων, ήτοι στην «αλίευση αποδείξεων».
[xviii] Ο σκοπός αυτός αντικατοπτρίζεται στον τροποποιημένο τίτλο της Συμφωνίας: «Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών περί χρηματοοικονομικών λογαριασμών για τη βελτίωση της διεθνούς φορολογικής συμμόρφωσης».
[xix] Βλ. σχετικά με την ακολουθητέα διαδικασία συλλογής και ανταλλαγής δεδομένων το διαδικτυακό τόπο http://www.swissbanking.org/en/topics/current-issues/the-automatic-exchange-of-information.
[xx] Γεωργίου Δ. Παυλίδη, Η νέα Συμφωνία για την αυτόματη ανταλλαγή φορολογικών πληροφοριών μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ελβετικής Συνομοσπονδίας: Το λυκόφως του ελβετικού τραπεζικού απορρήτου;, Δελτίο Φορολογικής Νομοθεσίας, Α’ Φεβρουαρίου 2016 - Τόμος 70 - Τεύχος 1577, σελ. 148-149.
[xxi] Γεώργιου Δ. Παυλίδη, Η νέα Συμφωνία για την αυτόματη ανταλλαγή φορολογικών πληροφοριών μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ελβετικής Συνομοσπονδίας: Το λυκόφως του ελβετικού τραπεζικού απορρήτου;, Δελτίο Φορολογικής Νομοθεσίας, Α’ Φεβρουαρίου 2016 - Τόμος 70 - Τεύχος 1577, σελ. 149.
[xxii] Βλ. σχετικά με τους σκοπούς της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών (“automatic exchange of financial account information in tax matters”): Organization for Economic Cooperation and Development (OECD), Common Reporting Standard Implementation Handbook, August 2015, σε https://home.kpmg.com/content/dam/kpmg/pdf/2015/08/TNFEUR15_087oecdattachment.pdf.
[xxiii] Η εναρμόνιση της ελβετικής νομοθεσίας προς τις ως άνω συμφωνίες πραγματοποιήθηκε με την έκδοση στις 18 Δεκεμβρίου του 2015 του Ομοσπονδιακού Νόμου για την αυτόματη διεθνή ανταλλαγή πληροφοριών σε φορολογικά θέματα που θα επιτρέψει στις αρμόδιες ελβετικές αρχές να προβούν στη συλλογή και ανταλλαγή των πληροφοριών, με βάση το χρονοδιάγραμμα υλοποίησης των διεθνών συμφωνιών. Το άρθρο 14 του Νόμου αυτού υποχρεώνει τα ελβετικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να ενημερώνουν τους αλλοδαπούς φορολογούμενους πελάτες τους σχετικά με τη διαβίβαση των δεδομένων τους, αλλά και για τα δικαιώματά τους έναντι της ελβετικής διοίκησης, βάσει της ελβετικής νομοθεσίας για την προστασία των προσωπικών δεδομένων.
[xxiv] Γεώργιου Δ. Παυλίδη, Εκβιάζοντας τη συνεργασία των ξένων τραπεζών ενάντια στη φοροδιαφυγή: η υπόθεση UBS, Δίκαιο Επιχειρήσεων και Εταιριών, τεύχος 10, Οκτώβριος 2010, σελ. 1033. Βλ. επίσης διαθέσιμα στοιχεία στο διαδικτυακό τόπο http://www.ubs.com.
[xxv] Εν προκειμένω ανακύπτει το ερώτημα εάν η περί ης ο λόγος παρακράτηση συνάδει με τις διμερείς συμβάσεις που οι Η.Π.Α. έχουν συνάψει με άλλα κράτη σχετικά με ζητήματα φορολογικού ενδιαφέροντος.
[xxvi] Γεώργιου Δ. Παυλίδη, Η επικράτηση του αμερικανικού μοντέλου της FATCA στο νέο-αναδυόμενο διεθνές πλαίσιο κανόνων κατά της φοροδιαφυγής: Από την υπόθεση UBS στην υπόθεση Credit Suisse, ΔΕΕ 2/2015 (ΕΤΟΣ 21ο), σελ. 123 επ.
[xxvii] Βλ. σχετικά δεδομένα στο διαδικτυακό τόπο του Internal Revenue Service (IRS): http://apps.irs.gov/app/fatcaFfiList/flu.jsf (FATCA Foreign Financial Institution List Search).
[xxviii] Γεώργιου Δ. Παυλίδη, Η νέα Συμφωνία για την αυτόματη ανταλλαγή φορολογικών πληροφοριών μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ελβετικής Συνομοσπονδίας: Το λυκόφως του ελβετικού τραπεζικού απορρήτου;, Δελτίο Φορολογικής Νομοθεσίας, Α’ Φεβρουαρίου 2016 - Τόμος 70 - Τεύχος 1577, σελ. 152-153.
[xxix] Organization for Economic Co-operation and Development, Economic Surveys: Switzerland, November 2015, σελ. 41.
[xxx] Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε την Απόφαση 2000/518/ΕΚ της 26ης Ιουλίου 2000, δυνάμει της Οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, με την οποία έκρινε ως επαρκές το πλαίσιο προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που παρέχεται στην Ελβετία (EEEE L 215, 25.8.2000, σ. 1).
[xxxi] Executive summary of the Opinion of the European Data Protection Supervisor on the EU-Switzerland agreements on the automatic exchange of tax information, OJ 3.9.2015, C 289/6.