Πως θα φάνταζε στα μάτια ενός Αμερικάνου μια φυλακή, όπου οι κρατούμενοι θα μαγείρευαν πίσω από πάγκους με κοφτερά μαχαίρια και χοντρούς μπαλτάδες· όπου θα μελετούσαν τα καθημερινά τους μαθήματα μέσα σε με βιβλιοθήκη που δεν θα είχε τίποτα να ζηλέψει από τις καλύτερες των αμερικανικών κολλεγίων· όπου οι κρατούμενοι θα είχαν δικό τους ραδιοφωνικό σταθμό και οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι θα διέθεταν ως μοναδικό και ισχυρότερό τους όπλο την ίδια τους γλώσσα; Στα μάτια ενός ξένου, όλα τα παραπάνω μπορεί να μοιάζουν πολυτέλειες που μόνον ένα ουτοπικό κράτος –ένα Ελ Ντοράντο, όπου οι φυλακές, όπως τις γνωρίζουμε σήμερα, θα περίττευαν[1]–, θα μπορούσε να παρέχει. Όμως, στην πραγματικότητα το σύστημα αυτό είναι υπαρκτό, δοκιμασμένο, επιτυχημένο και δεν βρίσκεται πολύ μακριά μας. Μια ματιά λίγο βορειότερα στον ευρωπαϊκό χάρτη μπορεί να μας πείσει για του λόγου το αληθές.
Νορβηγία. Αυτός είναι ο έβδομος προορισμός του βραβευμένου με Όσκαρ Αμερικανού σκηνοθέτη Michael Moore. Στο ντοκιμαντέρ με τίτλο «Where to Invade Next» o Μοοre αποφασίζει να «εισβάλει» σε εννέα χώρες και να παρουσιάσει στο Αμερικανικό κοινό κάποιες χαρακτηριστικές πολιτικές των κρατών αυτών, οι οποίες τα κάνουν να ξεχωρίζουν από τις κοσμοκράτειρες ΗΠΑ. Η «εισβολή» του στην Νορβηγία έχει ως μόνο σκοπό να αναδείξει το περίφημο Νορβηγικό σωφρονιστικό σύστημα: ένα σύστημα βασισμένο στην κοινωνική αποκατάσταση (rehabilitation) και στο πρότυπο του «καλού γείτονα»· ένα σύστημα που απέχει παρασάγγας από τις εικόνες ντροπής των αμερικανικών φυλακών που παρουσιάζονται στο ντοκιμαντέρ. Ο σκηνοθέτης, φορτωμένος στις πλάτες του τον Αμερικανικό πατριωτισμό και την εθνική υπηρηφάνεια, αποφασίζει να αποβιβαστεί στα Νορβηγικά φιόρδ και να καταδείξει στον αμερικανικό λαό την αλήθεια: ότι το δικό τους σωφρονιστικό σύστημα αλλοιώνεται μέσα στον φαύλο κύκλο της τιμώρησης και της εκδίκησης επί των δραστών, κάτι που τελικά μόνο βραχυπρόθεσμα –αν όχι και καθόλου– ωφελεί την ίδια την κοινωνία.
Η στάση του στην Νορβηγία περιλαμβάνει τρεις επισκέψεις. Η πρώτη λαμβάνει χώρα στο σωφρονιστικό κατάστημα του νησιού Bastøy, η δεύτερη στη φυλακή υψίστης ασφαλείας του Halden και η τρίτη γίνεται με συγγενείς θυμάτων των επιθέσεων στο νησί Ουτόγια το καλοκαίρι του 2011. Οι εικόνες και από τις τρεις είναι αποστομωτικές για τον αμερικανικό εθνικό μύθο της ευνομούμενης και φιλελεύθερης Πολιτείας. Το σωφρονιστικό κατάστημα του νησιού Bastøy θέτει υπό αμφισβήτηση πολλές από τις προλήψεις και προκαταλήψεις σχετικά με τις αρμόζουσες συνθήκες κράτησης. Το μόλις 2,5 τετραγωνικών χιλιομέτρων νησάκι απέχει ελάχιστα μίλια από τις ηπειρωτικές ακτές και συνιστά ένα ειδυλλιακό τόπο με δάση και ακτές, που άνετα θα ταίριαζαν σε κάποιο παραθεριστικό κέντρο. Μέσα σε αυτό τον ονειρικό τοπίο, η Νορβηγική Κυβέρνηση αποφάσισε να ανασκευάσει εν έτει 1982 το μέχρι πρότινος αναμορφωτήριο ανήλικων σε ένα πρωτοποριακό τόπο κράτησης για εκατόν είκοσι «τυχερούς» κατοίκους: εκατόν δεκαπέντε ενήλικους δράστες και πέντε μόλις φύλακες. Ωστόσο, το στοιχείο που κάνει την φήμη του Bastøy να διασχίζει τον Ατλαντικό δεν είναι μόνον το ειδυλλιακό τοπίο στο οποίο βρίσκεται κτισμένη φυλακή. Το καθημερινό πρόγραμμα των εκατόν δεκαπέντε κρατουμένων του νησιού περιλαμβάνει κολύμπι στην θάλασσα, ψάρεμα, ιππασία, τζόκινγκ, μαγειρική, σάουνα, ηλεκτρονικά παιχνίδια, σκι κ.ά. Κάθε κρατούμενος έχει τον δικό του ελεύθερο χώρο, την δική του μικρή κατοικία, την οποία πρέπει και να φροντίζει. Μέσα στο νησί οι κρατούμενοι είναι ελεύθεροι να κάνουν ότι θέλουν –εκτός από το να δραπετεύσουν– ενώ δεν αποκλείονται ακόμη και οι τυχαίες επισκέψεις από την απέναντι στεριά. «Μα ποια είναι η τιμωρία τους; Ποια η ποινή τους;», ρωτάει όλο απορία ο Moore. «Αυτοί οι άνθρωποι στερούνται την ελευθερία τους, τους συγγενείς τους, το σπίτι τους, την οικογένεια και τους φίλους τους. Αυτό είναι αρκετό», εξηγεί σύσσωμη η Νορβηγική κοινωνία δια στόματος των σωφρονιστικών υπαλλήλων του νησιού.
Επόμενος σταθμός, οι φυλακές υψίστης ασφαλείας Halden. Ο σκηνοθέτης προετοιμάζεται ψυχολογικά, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα για ό,τι η αμερικανική εμπειρία τού λέει πως πρόκειται να συναντήσει εκεί. «Μα δεν είναι δυνατόν! Μοντέρνα τέχνη, πίνακες μοντέρνας τέχνης μέσα στην φυλακή;», διερωτάται όλο απορία. Η εικόνα τους τον αφήνει άφωνο: του θυμίζουν περισσότερο ιδιωτικό Κολλέγιο, παρά σωφρονιστικό κατάστημα. Κάθε φυλακισμένος διαθέτει ατομικό κελί, με φρεσκοβαμμένους τοίχους, προσωπική τηλεόραση, καινούργιο στρώμα, ατομική τουαλέτα, βιντεοπαιχνίδια και άλλες ανέσεις. Οι κρατούμενοι, στον ελεύθερο τους χρόνο, παρακολουθούν ποικίλα προγράμματα επανένταξης: επαγγελματικά ή καλλιτεχνικά μαθήματα, σεμινάρια φιλοσοφίας, ψυχολογίας ή πολιτικής και το όνειρο του κάθε κρατουμένου για μια ήρεμη και υγιή κατοπινή ζωή γίνεται μέρα με την μέρα πραγματικότητα. Δεν κάνει διόλου εντύπωση πως μέσα σε αυτό το σωφρονιστικό «Κολλέγιο», το πιο πολυσύχναστο μέρος είναι η βιβλιοθήκη, η οποία δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από μια μικρή δημοτική βιβλιοθήκη. Οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι εκεί είναι οι απλοί συμβίοι των κρατουμένων· οι καλοί τους γείτονες προς τους οποίους οι τελευταίοι δείχνουν την διαγωγή, «εξεταζόμενοι» καθημερινά από εκείνους μέσα στο ίδιο πλαίσιο της αρμονικής συμβίωσης τους. Μα κι εκείνοι οι ίδιοι οι υπάλληλοι δεν διαθέτουν όπλα και αρκεί να ζητήσουν το οτιδήποτε από τους γείτονες τους για να λάβουν θετική απόκριση. Λόγος έναντι της υποταγής· παιδεία απέναντι στην βία. Η κοινωνία δεν έρχεται αντιμετωπίζει τους κρατούμενούς ως απορρίμματα της: βρίσκεται εκεί, αλληλέγγυα, μέσα από το πρόσωπο των σωφρονιστικών της υπαλλήλων. Και τούτο δεν θα μπορούσε να αποδειχθεί καλύτερα από το γεγονός ότι το Νορβηγικό σωφρονιστικό σύστημα δεν προβλέπει την στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων στους φυλακισμένους, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που οι πολιτικοί της χώρας επισκέπτονται τις φυλακές και συμμετέχουν σε «ντιμπέιτ» με τους κρατούμενους. Παρά την ποινή που επιβλήθηκε στους τελευταίους, αυτοί δεν παύουν να είναι μέλη της κοινωνίας· και ως μέλη της, δεν δύναται σε καμία περίπτωση να στερηθούν το σύμφυτο δικαίωμα κάθε κοινωνού: το δικαίωμα του εκλέγειν.
Πως άραγε, αντιμετωπίζουν οι ίδιοι οι πολίτες το σωφρονιστικό τους σύστημα; Ο Moore επιθυμεί να το μάθει αυτό με έναν κάπως ακραίο, μα συνάμα καθηλωτικό τρόπο. Συναντά τον πατέρα ενός δεκαεπτάχρονου θύματος της αιματηρής επίθεσης στο νησί Ουτόγια από τον Νεοναζιστή Άντερς Μπρέϊβικ. «Αν μπορούσατε να σκοτώσετε τον δολοφόνο του γιού σας, θα το κάνατε», ρωτά ο Αμερικάνος. «Όχι», απαντά αποστομωτικά εκείνος. «Μα σκότωσε τον γιο σας», συνεχίζει. «Όχι. Δεν θέλω να φτάσω τόσο χαμηλά και να πω ότι έχω το ίδιο δικαίωμα να σκοτώσω, αυτό δηλ. το δικαίωμα που νόμιζε πως είχε εκείνος. Δεν έχω διόλου το δικαίωμα να σκοτώσω». Kι όμως, μετά από αυτήν την τρομοκρατική επίθεση, η Νορβηγία δεν άλλαξε το σύστημά της, δεν περιόρισε τις ελευθερίες των πολιτών της, δεν ενίσχυσε τις εξουσίες του στρατού και της αστυνομίας. Του επεβλήθη η ανώτατη των ποινών του Νορβηγικού Ποινικού Κώδικα: φυλάκιση 21 ετών (εκ των οποίων τα πρώτα δέκα είναι υποχρεωτικά, ενώ η ποινή συνεχίζεται και για τα υπόλοιπα 11, εφόσον κριθεί πως αυτό επιβάλλεται προς συμμόρφωση του ίδιου του δράστη).
«Πρέπει να νοιαστούμε για την Νορβηγία· όπως νοιαζόμαστε ο ένας για τον άλλον, έτσι πρέπει τώρα να νοιαστούμε για την Νορβηγία»: αυτή ήταν η απάντηση της Νορβηγικής κοινωνίας –από τον τελευταίο ανθρακωρύχο, μέχρι τον Βασιλιά της χώρας – στις επιθέσεις του 2011. Περισσότερη δημοκρατία, περισσότερη ελευθερία, περισσότερη ανεκτικότητα. Η διαφορά ανάμεσα στην αντιμετώπιση του ζητήματος της τρομοκρατίας ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Νορβηγία αναδεικνύει το κλειδί της επιτυχίας του Νορβηγικού μοντέλου. Αυτό δεν ευρίσκεται στους πεφωτισμένους ηγέτες τους ή στους ευγενείς σωφρονιστικούς υπαλλήλους. Η επιτυχία του έγκειται στην ίδια την λαϊκή αποδοχή του. Ο κόσμος δεν αντικρίζει τους κρατούμενους ως τάχα απόβλητους που τους αξίζει να τιμωρηθούν με την χειρότερη κακοπάθεια για ό,τι έπραξαν. Τους αντιμετωπίζει ως μια ιδιαίτερη ομάδα του πληθυσμού, η οποία πρέπει να ενσωματωθεί εκ νέου στην κοινωνία. Δεν θέτει τους κρατούμενους σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με την οικονομική ευημερία της ίδιας· δεν φείδεται χρημάτων για την επανένταξή τους· αποδέχεται την συνυπευθυνότητά της για στην εγκληματογένεση και κάνει τον παν να την περιορίσει. Το σύστημά της εδράζεται στην διαπαιδαγώγηση. Με άλλα λόγια, κατανοεί πως τα πάντα εκκινούν από την παιδεία και ακριβώς εκεί ανιχνεύει το σφάλμα των «πλανηθέντων» τέκνων της, επιχειρώντας να το καλύψει μέσω του σωφρονιστικού της συστήματος· ενός συστήματος απομίμησης του κολεγιακού εκπαιδευτικού συστήματος που επικρατεί σε αρκετές χώρες. Απαντά στην βία. Απαντά όμως, μόνο με την στέρηση της ελευθερίας του δράστη· όχι με την στέρηση της αξιοπρέπειάς του ή τον εξευτελισμό του. Απαντά με την παιδεία. Απαντά, επιχειρώντας να προσφέρει στην κοινωνία έναν ακόμη «καλό γείτονα».
«Από το τίποτα, τίποτα δεν βγαίνει» φωνάζει μέσα από τα πολύχρωμα ρούχα και τις χρυσές του κορώνες του ο Βασιλιάς Ληρ προς την απόβλητη Κορδηλία, πετάγοντάς την έξω από την ζεστασιά του παλατιού, δίχως να γνωρίζει πως έτσι σφραγίζει και την δική του μοίρα. Και οι αριθμοί έρχονται εν προκειμένω να ζωντανέψουν το φάντασμα του Βασιλιά Ληρ που ίπταται πάνω από τις δικές μας σύγχρονες κοινωνίες: άνω του 80% των κρατουμένων στις ΗΠΑ πρόκειται να εγκληματήσει εκ νέου όταν αποφυλακιστεί, την ίδια ώρα που το ποσοστό αυτό στην Νορβηγία ανέρχεται μόλις στο 20%. Ποια ελευθερία άραγε, χαρίζουμε στους εγκληματίες μας; Τι σόι φιλελεύθερη κοινωνία είναι αυτή που δεν αφήνει στους ανθρώπους της άλλη οδό διαφυγής παρά μόνο το έγκλημα;
«Είμαστε ο κόσμος, είμαστε τα παιδιά, είμαστε αυτοί που θα φτιάξουμε μια φωτεινότερη ημέρα. Μόνο Εγώ κι Εσύ. Ας αρχίσουμε λοιπόν!»: με αυτούς τους στίχους, ο Moore κλείνει το ταξίδι τους στην Νορβηγία· κι αυτό ακριβώς είναι που πρέπει να βροντοφωνάξει η κοινωνία μας μέσα από τις φυλακές της.
Γ. Γιαννούλης
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
[1] Βολταίρος, Καντίντ ή Αισιοδοξία (γαλλικά: Candide ou l'optimisme, 1859), κεφ. 18.
Σύνδεσμός με αποσπάσματα από το ντοκιμαντέρ:
https://www.youtube.com/watch?v=jDjISR5OHa4