In memoriam Νικολάου Κ. Ανδρουλάκη
Ι. ΑΠ 2041/2018: Ιστορικό και νομική αξιολόγηση
Στις 5 Μαΐου 2010, περί ώρα 13.45, ομάδα νεαρών ατόμων του αντιεξουσιαστικού χώρου, έχοντας καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους και εκμεταλλευόμενα τον συνωστισμό και την μετακίνηση των αστυνομικών δυνάμεων, επιτέθηκαν κατά του υποκαταστήματος της Τράπεζας Marfin, ενώ εντός αυτού εργάζονταν 27 υπάλληλοι, συμπεριλαμβανομένης της Υποδιευθύντριας. Σύμφωνα με τα διαπιστωθέντα πραγματικά περιστατικά, τα άτομα αυτά, «αφού έθραυσαν με τρία-τέσσερα κτυπήματα, με τεμάχια από πλάκες μαρμάρων και μεταλλικό αντικείμενο βαριοπούλα ή λοστό, τους υαλοπίνακες της πρόσοψης του ανωτέρω υποκαταστήματος, στην συνέχεια περιέβρεξαν με εύφλεκτο υγρό το εσωτερικό τμήμα της αριστερής πλευράς του ισογείου χώρου του κτιρίου […] και ακολούθως έριξαν εντός του καταστήματος ενεργοποιημένους αυτοσχέδιους εμπρηστικούς-εκρηκτικούς μηχανισμούς (βόμβες μολότοφ), με αποτέλεσμα να προκληθεί μεγάλη πυρκαγιά και πυκνός καπνός άμεσης και ταχείας εξάπλωσης, λαμβανομένου υπ’ όψιν του εύφλεκτου υλικού που είχαν ρίψει [το οποίο] ενίσχυε την ένταση της φωτιάς, με αποτέλεσμα αυτή να μεταδοθεί και στον ημιώροφο του καταστήματος άνωθεν του ισογείου». Κάποιοι υπάλληλοι «προσπάθησαν να σβήσουν την φωτιά με την χρήση των πυροσβεστήρων που υπήρχαν στο κτίριο, πλην όμως αυτό ήταν αδύνατο, λόγω της μεγάλης έντασης της φωτιάς και του πυκνού μαύρου καπνού, που εμπόδιζε την ορατότητα, με αποτέλεσμα να εγκαταλείψουν γρήγορα την προσπάθειά τους αυτή». Ακολούθως, «οι ανωτέρω εργαζόμενοι υπάλληλοι, που [βρίσκονταν] κατά την εκδήλωση της πυρκαγιάς εντός του υποκαταστήματος, εγκλωβίσθηκαν εντός αυτού, ένεκα της έλλειψης μέτρων ασφαλείας, τα οποία θα επέτρεπαν την επιτυχή διαφυγή τους από το φλεγόμενο κτίριο», «αφενός μεν [διότι] δεν υπήρχαν δίοδοι διαφυγής ούτε έξοδοι κινδύνου», «η […] μοναδική θύρα που ευρίσκετο πλησίον της κεντρικής θύρας ασφαλείας, […] η οποία εξυπηρετούσε την είσοδο ατόμων με ειδικές ανάγκες και την μεταφορά εντός του καταστήματος ογκωδών αντικειμένων (εξοπλισμού, αναλωσίμων κ.λπ.), δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως εναλλακτική έξοδος κινδύνου, διότι η απελευθέρωσή της ήταν δυνατή μόνο με την ταυτόχρονη ώθησή της, επί της θύρας, μπάρας, και [με] ηλεκτρονική εντολή μέσω τηλεχειριστηρίου, το οποίο φυλασσόταν στο γραφείο της τρίτης κατηγορουμένης, και εν προκειμένω είχε καταστραφεί από την πυρκαγιά», «επιπλέον δε όλοι οι εξώστες που [βρίσκονταν] στους ορόφους του καταστήματος ήταν κλειδωμένοι», αφετέρου δε, διότι όλοι οι ανωτέρω υπάλληλοι δεν είχαν εκπαιδευθεί σε θέματα ασφαλείας πυροπροστασίας και εκκένωσης κτιρίων, με συνέπεια να χάσουν πολύτιμο χρόνο επιχειρώντας να ανεύρουν τρόπους διαφυγής, μη γνωρίζοντας προς ποια κατεύθυνση να κινηθούν». Έτσι, από τους εργαζομένους που βρίσκοταν την ώρα του επιδίκου ατυχήματος στο κατάστημα, τρεις πέθαναν από δηλητηρίαση διά μονοξειδίου του άνθρακος, λόγω της εισπνοής καπνού και τοξικών αερίων, ενώ είκοσι ένας υπάλληλοι, για τον ίδιο λόγο, αλλά και εξαιτίας της υπερπροσπάθειάς τους να εκκενώσουν το κτίριο, υπέστησαν σωματικές βλάβες».
Το Εφετείο καταδίκασε για ανθρωποκτονία εξ αμελείας τον πρώτο κατηγορούμενο, διευθύνοντα σύμβουλο και νόμιμο εκπρόσωπο της τράπεζας, καθώς και τον δεύτερο κατηγορούμενο, νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρείας που είχε αναλάβει τόσο την παροχή υποδείξεων και συμβουλών για μέτρα σχετικά με την Εργασιακή Υγεία και Ασφάλεια των εργαζομένων της ως άνω τραπεζικής εταιρείας όσο και την πρόληψη των ατυχημάτων στους χώρους εργασίας τους, διότι, καίτοι είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση (πηγάζουσα από τις ως άνω ιδιότητές τους αλλά και από συγκεκριμένες διατάξεις) να λαμβάνουν όλα τα μέτρα υγιεινής και ασφαλείας των εργαζομένων στο συγκεκριμένο τραπεζικό υποκατάστημα, «προκειμένου να αποτραπεί κάθε κίνδυνος επαπειλών την ζωή και την σωματική ακεραιότητα αυτών» (ανάμεσα σε αυτά τα μέτρα συγκαταλέγονται τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις των άρ. 10 παράρτημα II 4.1.1, 4.2.1, άρ. 7 και 8 του π.δ. 16/1996 “προδιαγραφές ασφαλείας εργασιακών χώρων”, άρ. 9 παρ. 1, 2 του π.δ. 17/1996 “μέτρα ασφαλείας-υγείας εργαζομένων”, άρ. 2 της 3015/30/6/09 απόφασης του Υπουργείου Εσωτερικών και άρ. 1 παρ. 4 και 2 επόμενα της υπ’ αριθμ. ... Πυροσβεστικής Διάταξης σε συνδυασμό με τα άρ. 1, 2 και 15 του π.δ. 71/1998 “κανονισμός πυροπροστασίας κτιρίων”), παρέβησαν τις οικείες υποχρεώσεις τους. Ειδικότερα, «δεν έλαβαν, ως όφειλαν και μπορούσαν, τα προσήκοντα μέτρα ασφαλείας που έπρεπε να τηρούνται για την πυρασφάλεια και την εκκένωση των χώρων εργασίας, την ενημέρωση των εργαζομένων και την εκτέλεση ασκήσεων πυρασφάλειας, την κατάρτιση σχεδίου διαφυγής σε περίπτωση πυρκαγιάς, ώστε να εξασφαλίζεται η ασφαλής και άμεση εκκένωση του κτιρίου σε περίπτωση εκτάκτου ανάγκης, όπως είναι η πρόκληση πυρκαγιάς, καθώς και η πρόληψη εγκληματικών πράξεων σε βάρος του προσωπικού του καταστήματος».
Σε ό,τι αφορά τον πρώτο κατηγορούμενο, εκρίθη ότι «δεν φρόντισε να διαθέτει εγκεκριμένη μελέτη πυροπροστασίας και να λάβει τα προβλεπόμενα στη μελέτη μέτρα αυτά, ούτε έλαβε τα απαιτούμενα εκ του νόμου μέτρα πυρασφάλειας και ασφαλούς εκκένωσης χώρων σε περίπτωση πυρκαγιάς, ώστε στο κατάστημα επί της οδού [...] να υπάρχουν δύο έξοδοι κινδύνου που να οδηγούν σε πυροπροστατευμένη όδευση διαφυγής ή κατευθείαν σε ασφαλή υπαίθριο χώρο, να υπάρχουν οδοί διαφυγής των εργαζομένων οι οποίες να διατηρούνται ελεύθεροι για την ασφαλή διαφυγή των εργαζομένων προς ασφαλή υπαίθριο χώρο σε περίπτωση πυρκαγιάς, να υπάρχουν πυροσβεστικά ερμάρια με εύκαμπτο σωλήνα ύδατος και ακροφύσιο και, ειδικότερα, δεν φρόντισε να εγκαταστήσει θύρες-εξόδους κινδύνου, οι οποίες να βρίσκονται σε κατάλληλη θέση, έτσι ώστε η πορεία διαφυγής να είναι προφανής και πραγματοποιήσιμη, επιπλέον δε δεν κατήρτισε σχέδιο διαφυγής και διάσωσης από τους χώρους εργασίας, με χάραξη-διευθέτηση οδών διάσωσης και εξόδων κινδύνου οι οποίες δεν πρέπει να κλειδώνονται, προκειμένου να μπορούν να ανοιχθούν εύκολα και άμεσα από κάθε πρόσωπο που θα χρειασθεί να τις χρησιμοποιήσει», σχέδιο το οποίο «όφειλε να αναρτήσει σε κατάλληλες θέσεις στους χώρους εργασίας, ούτε φρόντισε για την δημιουργία διόδων διαφυγής και τον εφοδιασμό του καταστήματος με πυροσβεστικά ερμάρια με εύκαμπτο σωλήνα ύδατος και ακροφύσιο, επιπλέον δε δεν μερίμνησε για την επιμόρφωση και εκπαίδευση των εργαζομένων πάνω σε θέματα πυρασφάλειας, πυρόσβεσης και εκκένωσης χώρων και με πραγματοποίηση ασκήσεων τακτικά, για δοκιμή του σχεδίου διάσωσης-διαφυγής με ορισμό εργαζομένων καθοδηγητών κατάλληλα επιμορφωμένων, ώστε σε περίπτωση κινδύνου ή καταστροφής οι εργαζόμενοι να μπορούν να διασωθούν, ενώ δεν φρόντισε να τοποθετηθούν στις θύρες του καταστήματος άθραυστα (αντιβανδαλικά) τζάμια και ρολά ασφαλείας».
Πέραν αυτών, ο πρώτος κατηγορούμενος, «ενώ γνώριζε ότι κατά την ως άνω ημερομηνία είχε προγραμματισθεί γενική απεργία κα συγκέντρωση-πορεία στο κέντρο της Αθήνας και είχαν ληφθεί αυξημένα μέτρα δημοσίας ασφαλείας, ότι το συγκεκριμένο κατάστημα είχε γίνει στόχος βανδαλισμών κατά το παρελθόν σε ανάλογες περιπτώσεις, επιπλέον δε γνώριζε ότι το κατάστημά δεν διέθετε τα προβλεπόμενα εκ της νομοθεσίας μέτρα ασφαλείας […], παρά ταύτα απαγόρευσε στους εργαζομένους να εγκαταλείψουν το κατάστημα, αν και οι ίδιοι το ζήτησαν, και τους επέβαλε να παραμείνουν εντός του καταστήματος».
Σε ό,τι αφορά τον δεύτερο κατηγορούμενο, «δεν επεσήμανε ούτε προφορικώς ούτε εγγράφως τους αρμοδίους της Τράπεζας […] τις παραλείψεις που αφορούσαν α) την έλλειψη εξόδου κινδύνου, β) την έλλειψη πιστοποιητικού πυρασφάλειας, γ) την έλλειψη σχεδίου εκκένωσης και διαφυγής των εργαζομένων σε περίπτωση πυρκαγιάς και δ) την έλλειψη ερμαρίου πυρασφάλειας ή του εύκαμπτου σωλήνα ύδρευσης με ακροφύσιο».
Ο Άρειος Πάγος, με την υπ’ αριθμ. 2041/2018 απόφασή του (πρβλ. και ΑΠ 810/2018), έκρινε ορθή και αιτιολογημένη την ως άνω καταδικαστική απόφαση, αποφαινόμενος ότι «αιτιολογείται επαρκώς η ύπαρξη του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ του συνόλου των ανωτέρω παραλείψεων των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων και του επελθόντος αποτελέσματος, αφού σαφώς διαλαμβάνεται στην προσβαλλομένη απόφαση ότι, αν τα ανωτέρω μέτρα ασφαλείας είχαν ληφθεί, οι εργαζόμενοι θα είχαν την δυνατότητα να απεγκλωβισθούν από το φλεγόμενο υποκατάστημα της τράπεζας και θα είχε αποφευχθεί, κατά τις ειδικότερα αναφερόμενες στο σκεπτικό διακρίσεις, ο θάνατος και ο τραυματισμός των εξ αυτών παθόντων, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η πυρκαγιά προκλήθηκε από ενέργεια ατόμων του αντιεξουσιαστικού χώρου, η οποία σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλομένης δεν αποτελεί γεγονός απρόβλεπτο και ασυνήθιστο που να διέκοψε τον αιτιώδη σύνδεσμο», «ενώ τέλος αναφέρονται και οι επιτακτικοί κανόνες δικαίου από τους οποίους απέρρεε η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση των αναιρεσειόντων προς λήψη των ως άνω απαιτουμένων μέτρων ασφαλείας».
ΙΙ. Σχολιασμός της αποφάσεως
Στην προσβαλλόμενη απόφαση περιέχεται πλήθος σκέψεων, οι οποίες έχρηζαν αξιολογήσεως από τον Άρειο Πάγο.
Α. Αιτιότητα και παράλειψη
Το Εφετείο δέχθηκε ότι: «2. Εάν το κατάστημα διέθετε κατάλληλες εξόδους κινδύνου, οι υπάλληλοι θα μπορούσαν να εξέλθουν με ασφάλεια από το κατάστημα και θα είχαν αποφευχθεί με μεγάλη πιθανότητα τα ανωτέρω αποτελέσματα, καθώς η φωτιά εξαπλώθηκε στο κτίριο μετά την πάροδο τουλάχιστον δέκα με δεκαπέντε λεπτών της ώρας […] 3. Εάν το εν λόγω κατάστημα διέθετε άθραυστους υαλοπίνακες ή ρολά ασφαλείας ή ακόμη και το ημίμετρο των ρολών ασφαλείας, ήταν σχεδόν βέβαιο ότι δεν θα υπήρχε θραύση των υαλοπινάκων του καταστήματος και δεν θα εκτοξευόταν εντός αυτού οι εμπρηστικοί μηχανισμοί, ούτε θα είχε προκληθεί πυρκαγιά, με τα ανωτέρω αποτελέσματα. 4) Εάν οι υπάλληλοι είχαν λάβει την κατάλληλη εκπαίδευση σε θέματα ασφαλείας, πυροπροστασίας και εκκένωσης χώρων, θα ήταν ενήμεροι σε ποιες ενέργειες να προβούν, για το πώς να κινηθούν γρήγορα και αποτελεσματικά, ώστε να εξέλθουν με ασφάλεια από το κτίριο και όχι όπως στην προκειμένη περίπτωση που αυτοσχεδίαζαν επιχειρώντας να ανεύρουν τρόπους διαφυγής, μη γνωρίζοντας προς ποια κατεύθυνση να κινηθούν, με συνέπεια να χάσουν πολύτιμο χρόνο, με τα ως άνω τραγικά αποτελέσματα. 5) Τέλος, αν λόγω της ιδιαίτερης επικινδυνότητας του καταστήματος, υπό την έννοια της χωροταξικής του θέσεως, αλλά και του γεγονότος ότι στο παρελθόν είχε δεχθεί επιθέσεις και βανδαλισμούς κατά την διάρκεια διαδηλώσεων, δεν είχε λειτουργήσει κατά την ανωτέρω ημέρα το κατάστημα ή εάν οι υπάλληλοι είχαν αποχωρήσει από την εργασία τους, μόλις άρχισε η πορεία πριν την λήξη του ωραρίου τους, τα ανωτέρω αποτελέσματα με μεγάλη πιθανότητα θα είχαν αποφευχθεί. Επομένως, όλες οι ανωτέρω παραλείψεις του πρώτου κατηγορουμένου, τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με το επελθόν αποτέλεσμα, του θανάτου και του τραυματισμού των ως άνω υπαλλήλων, υπό την έννοια ότι εάν αυτός προέβαινε στις ανωτέρω επιβεβλημένες ενέργειες, τις οποίες παρέλειψε, μετά πιθανότητας που αγγίζει τα όρια της βεβαιότητας, το ανωτέρω αποτέλεσμα δεν θα είχε επέλθει, διότι είτε θα είχε αποφευχθεί εξαρχής ο εμπρησμός, που επέφερε τα πιο πάνω αποτελέσματα, είτε θα είχαν αποφευχθεί οι θάνατοι και οι σωματικές βλάβες, είτε θα είχαν αποφευχθεί στον βαθμό που επήλθαν».
Ενόψει του ανωτέρω χωρίου θα ήταν αναμενόμενο να υπάρχει διατυπωμένη στην μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της αρεοπαγιτικής αποφάσεως η παγία θέση της νομολογίας του Ακυρωτικού, σύμφωνα με την οποία στα διά παραλείψεως τελούμενα εγκλήματα η αιτιώδης συνάφεια θεωρείται ότι υπάρχει «όταν μπορούμε να φανταστούμε ότι, αν γινόταν η επιβεβλημένη ενέργεια, που δεν έγινε, τότε με πιθανότητα που εγγίζει τα όρια της βεβαιότητας, το συγκεκριμένο εγκληματικό αποτέλεσμα δεν θα επερχόταν»[1]. Εξ αντιδιαστολής προς την θέση αυτή, για την κατάφαση της αιτιώδους συνάφειας στα εν λόγω εγκλήματα δεν αρκεί η διαπίστωση “μεγάλης πιθανότητας”[2] απολείψεως του αποτελέσματος αν υποτεθεί ότι είχε τελεσθεί η επιβεβλημένη ενέργεια[3]. Σε ό,τι αφορά τον υπαγωγικό συλλογισμό, ο Άρειος Πάγος θα έπρεπε να είχε ελέγξει αν στην υπό εξέτασιν περίπτωση, βάσει του προπαρατεθέντος χωρίου, ήταν ορθή και αιτιολογημένη η κατάφαση του αιτιώδους συνδέσμου ανάμεσα στις παραλείψεις των κατηγορουμένων και του επελθόντος αποτελέσματος. Αξίζει να υπομνησθεί ότι η φράση “πιθανότητα που εγγίζει τα όρια της βεβαιότητας”, η οποία είναι αντιστοίχως παγιωμένη στην γερμανόφωνη επιστήμη και νομολογία[4], δεν έχει μετασχηματισθεί μέχρι σήμερα σε ένα ενιαίο ποσοστό, αφού άλλοι δέχονται ότι το ποσοστό αυτό αρκεί να είναι 70%[5] και άλλοι το προσδιορίζουν στο 98-99%[6]. Πάντως, ακόμη κι αν η απόλειψη του επελθόντος αποτελέσματος δεν μπορούσε να διαπιστωθεί με πιθανότητα που εγγίζει τα όρια της βεβαιότητος σε σχέση με κάποιες από τις απαριθμούμενες επιβεβλημένες ενέργειες, δεν χωρεί αμφιβολία ότι μία από αυτές, δηλ. το κλείσιμο του καταστήματος κατά την αποφράδα ημέρα, θα διασφάλιζε με απόλυτη βεβαιότητα την ακεραιότητα των προσβληθέντων εννόμων αγαθών.
Β. Αρχή της εμπιστοσύνης
Στο σκεπτικό της προσβαλλομένης έγινε λακωνική αναφορά στην λεγόμενη “αρχή της εμπιστοσύνης”, η οποία, κατά τρόπον ποινικοδογματικά αδόκιμο, συσχετίσθηκε με την διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου, ενώ “φυσικός χώρος” της είναι ο αντικειμενικός καταλογισμός ή η αμέλεια (ιδίως εν αναφορά προς το εύρος των καθηκόντων επιμελείας). Ειδικότερα, έγινε δεκτό ότι «δεν υφίσταται διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου ως προς τις παραλείψεις του πρώτου κατηγορουμένου από την αρχή της εμπιστοσύνης, η οποία επιχειρεί να περιορίσει στην παράλληλη ή συγκλίνουσα δράση περισσοτέρων την επίδραση της εξωτερικά πλημμελούς συμπεριφοράς του ενός στην συμπεριφορά των άλλων, διότι ο τελευταίος πρέπει να έχει τηρήσει από τη μεριά του το καθήκον επιμέλειας που του επιβάλλει η διεξαγωγή του εγχειρήματος».
Βεβαίως, η απουσία της “αρχής της εμπιστοσύνης” τόσο από την μείζονα πρόταση όσο και από τον υπαγωγικό συλλογισμό της ΑΠ 2041/2018 δεν ξαφνιάζει, αφού, εν αντιθέσει προς την γερμανόφωνη νομολογία[7], στην ελληνική σπανίως αξιοποιείται. Σε ό,τι αφορά το ελληνικό Ακυρωτικό, ρητή εφαρμογή της “αρχής της εμπιστοσύνης” –εξ όσων είμαι σε θέση να γνωρίζω– δεν έχει γίνει ποτέ μέχρι σήμερα, ακόμη κι όταν πρόκειται για το πεδίο της ιατρικής αμέλειας ή εκείνο της οδικής κυκλοφορίας[8], τα οποία προσφέρονται par excellence για την εφαρμογή της. Ωστόσο, ρητή αναφορά στην αρχή αυτή έγινε προ τετραετίας, χωρίς όμως να υπάρξει κάποια θεωρητική της επεξεργασία, αντιμετωπίσθηκε δε βιαστικά ως δυναμένη να εξουδετερωθεί από την θεωρία του ισοδυνάμου των όρων: Πρόκειται για την υπόθεση της πυρκαϊάς στην Ζαχάρω, επί της οποίας έκρινε ο Άρειος Πάγος με την υπ’ αριθμ. 940/2015 απόφασή του[9].
Πάντως, η θέση του γερμανικού Ακυρωτικού που θα μπορούσε να δικαιώσει την μη εφαρμογή της “αρχής της εμπιστοσύνης” στην κριθείσα περίπτωση είναι η ακόλουθη[10]: Όταν σε μια κινδυνογόνο οικοδομική εργασία εμπλέκονται περισσότερα πρόσωπα ή εταιρείες, τότε βαρύνονται με την αμοιβαία υποχρέωση να αλληλοενημερώνονται και να συγχρονίζονται κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να εξουδετερώνονται οι παραγόμενοι κίνδυνοι σε βάρος των τρίτων. Ιδίως όταν κρίνονται απαραίτητα κάποια διασφαλιστικά μέτρα, τα οποία πρέπει να ληφθούν κατά την έναρξη της κινδυνογόνου εργασίας, ο υπεύθυνος για την συγκεκριμένη εστία κινδύνου πρέπει να βεβαιωθεί, στο μέτρο του εφικτού, ότι ο υπεύθυνος για την αναγκαία διασφάλιση εκπλήρωσε την δική του αποστολή, δεν επιτρέπεται δε να τρέφει τυφλή εμπιστοσύνη στο ότι αυτό έχει πράγματι συμβεί[11]. Προσφυώς επισημαίνεται στην γερμανική θεωρία ότι η επακολουθούσα αμελής ενέργεια του παρεμβαλλόμενου προσώπου δεν αντιστρατεύεται per se την εξ αμελείας ευθύνη του αρχικώς πράξαντος, με το σκεπτικό ότι είναι εύλογο να αναγνωρίζονται διαδοχικά καθήκοντα επιμελείας, όταν πρέπει να προστατεύονται έννομα αγαθά που είτε είναι μείζονος αξίας είτε διατρέχουν έναν ιδιαίτερο κίνδυνο[12].
Σε ό,τι αφορά, όμως, την ενδεχόμενη εφαρμογή της αρχής της εμπιστοσύνης επ’ ωφελεία αμφοτέρων των κατηγορουμένων, υπό την έννοια ότι αυτοί δικαιούντο να πιστεύουν ότι δεν θα εκδηλωθεί επίθεση από αντιεξουσιαστές, είναι σημαντική μια απόφαση που είχε εκδοθεί από το Εφετείο Στουτγάρδης το 1997. Με αυτήν είχε κριθεί ότι ένας εκμισθωτής που ανακαινίζει το μίσθιό του και τοποθετεί απορρίμματα (πλαστικά, υπολείμματα μοκέτας, χαρτόνια κ.λπ.) στο εσωτερικό της εισόδου της πολυκατοικίας δικαιούται να τρέφει εμπιστοσύνη στο ότι ένας πυρομανής δεν θα πάει να βάλει φωτιά σε αυτά τα πράγματα, αξιοποιώντας τα ως εμπρηστικό υλικό. Συνακόλουθα, την αποκλειστική ευθύνη για τον θάνατο και τον τραυματισμό των ενοίκων της πολυκατοικίας από τον εμπρησμό έχει ο πυρομανής, χωρίς να μπορεί να καταλογισθεί το αποτέλεσμα και ως προϊόν αμελούς συμπεριφοράς του εκμισθωτή[13].
Ειδικότερα, το Εφετείο διέλαβε ότι «επειδή καθένας επιτρέπεται κατά βάσιν να επαφίεται στην σύννομη συμπεριφορά των τρίτων, στο μέτρο που ο νόμος θεωρεί ως δεδομένο ότι αυτοί συμπεριφέρονται υπεύθυνα […], επιτρέπεται –εν ελλείψει αντίθετων ενδείξεων– να τρέφει εμπιστοσύνη και στο ότι οι άλλοι δεν θα εκμεταλλευθούν για την τέλεση εγκληματικών πράξεων μια πηγή κινδύνου που δημιουργήθηκε από τον ίδιο». Το δικαστήριο αυτό απεφάνθη ότι ο κατηγορούμενος εκμισθωτής δεν παραβίασε το καθήκον επιμελείας του, στηρίζοντας την αθωωτική κρίση του μεταξύ άλλων στην εξής σκέψη: «Τα άχρηστα υλικά από την επισκευή των διαμερισμάτων αποτελούσαν μεν πυριφλεγές υλικό, πλην όμως δεν υφίστατο ένας ιδιαίτερος κίνδυνος αυτοανάφλεξής τους. Επίσης υπήρχε πολύ μικρός κίνδυνος να ξεσπάσει πυρκαϊά από αμέλεια, λ.χ. από την ρίψη αναμμένου τσιγάρου, αφού τα άχρηστα υλικά είχαν εσωκλεισθεί σε σάκους και κουτιά. Προς αποτροπήν του ενδεχομένου να χρησιμοποιηθούν τα άχρηστα υλικά από κάποιον εμπρηστή δεν απαιτείτο λήψη μέτρων εκ μέρους του δράστη, εφόσον δεν επρόκειτο για έναν τυπικό κίνδυνο, σύμφυτο με την τοποθέτηση των άχρηστων υλικών στην κεντρική είσοδο του κτηρίου».
Πάντως, ακόμη κι αν ο εκμισθωτής είχε στοιβάξει παρανόμως τα διάφορα απορρίμματα στην είσοδο της πολυκατοικίας, έχει υποστηριχθεί η –αξιοποιήσιμη για την εδώ σχολιαζόμενη υπόθεση– άποψη ότι αυτό δεν αρκεί από μόνο του για να καταστήσει ανενεργή την αρχή της εμπιστοσύνης[14]: Ένας πολίτης δικαιούται να εμπιστεύεται ότι δεν θα τελεσθούν από άλλους πράξεις μείζονος εγκληματικής απαξίας –τέτοιες είναι το δίχως άλλο και οι επιθέσεις που εξαπολύθηκαν στην υπό εξέτασιν υπόθεση από τους αντιεξουσιαστές–, ακόμη κι αν ο ίδιος έχει συμπεριφερθεί παράνομα. Η σκέψη επί της οποίας στηρίζεται η θέση αυτή είναι ότι η αποφυγή της βλάβης του προστατευόμενου εννόμου αγαθού μπορεί να οργανωθεί αποτελεσματικά μόνο από την πλευρά εκείνου που εκτροχιάζεται τόσο κραυγαλέα από τις ράγες της νομιμότητας – το αν η ενέργεια αυτή θα “πατήσει” πάνω στην προηγηθείσα παράνομη συμπεριφορά ενός άλλου ή αν θα τελεσθεί ανεξάρτητα από αυτήν, είναι θέμα καθαρής σύμπτωσης!
Αλλιώς θα είχε, όμως, το πράγμα στην προμνημονευθείσα περίπτωση, αν η τοποθέτηση των απορριμμάτων στο συγκεκριμένο σημείο εμπόδιζε την διαφυγή των ενοίκων της πολυκατοικίας σε περίπτωση πυρκαϊάς, δεδομένου ότι οι σχετικές με την πυρασφάλεια διατάξεις αποσκοπούν στην πρόληψη κάθε κινδύνου πυρκαϊάς, όντας αδιάφορο πώς αυτή τελικά θα προκύψει[15]. Είναι προφανές ότι και αυτή η σκέψη μπορεί να εφαρμοσθεί mutatis mutandis στην εδώ σχολιαζόμενη υπόθεση.
Γ. Διακοπή αιτιώδους συνάφειας και προβλεψιμότητα
Σε ό,τι αφορά τον ισχυρισμό περί διακοπής της αιτιώδους συναφείας που προβλήθηκε υπέρ του δευτέρου κατηγορουμένου, το Εφετείο δέχθηκε ότι τέτοια διακοπή δεν υπάρχει, «αφού η παρεμβαλλόμενη […] δόλια συμπεριφορά των ατόμων που προέβησαν στην τοποθέτηση των εμπρηστικών μηχανισμών στην Τράπεζα, δεν καθιστά ανενεργή την συμπεριφορά του δευτέρου κατηγορουμένου»[16]. Η εν λόγω μη διακοπή της αιτιώδους συνάφειας αιτιολογήθηκε ειδικότερα ως εξής: «το επίδικο κτίριο δεν ανατινάχθηκε από τους εμπρηστικούς μηχανισμούς, αλλά εκδηλώθηκε φωτιά και καπνός ο οποίος πύκνωσε σταδιακά». Συνεπώς, υπονοείται ότι, αν είχε λάβει χώρα “ανατίναξη”, οι παραλείψεις των κατηγορουμένων θα είχαν υπερκερασθεί από την επίμαχη ενέργεια των αυτουργών της “ανατίναξης”.
Αυτό το επιχείρημα, όμως, πάσχει κατά τούτο: Έστω ότι η “ανατίναξη” του κτηρίου από τους εμπρηστικούς μηχανισμούς –εφόσον, βεβαίως, υποτεθεί ότι είναι εν γένει νοητή– θα είχε αποσοβηθεί, σε περίπτωση που το στοχοποιηθέν τραπεζικό κατάστημα διέθετε «άθραυστους αντιβανδαλικούς υαλοπίνακες, οι οποίοι να αντέχουν σε πολλές κρούσεις με βαριά αντικείμενα, σε αντίθεση με [τους ήδη εγκατεστημένους], οι οποίοι είχαν την ελάχιστη αντοχή για την κατηγορία αυτή» και, ταυτοχρόνως, αν είχε θωρακισθεί «με ρολά από ειδικό συμπαγές υλικό». Όπως διευκρινίζεται στην προσβαλλομένη, «την ανάγκη για την τοποθέτηση αντιβανδαλικών υαλοπινάκων και ρολών ασφαλείας, προκειμένου να προστατευθεί το κτίριο από τις επιθέσεις, είχε επισημάνει στον […] Διευθυντή της Τεχνικής Υπηρεσίας της Τράπεζας ο ιδιοκτήτης του επίδικου ακινήτου […], ιδίως μετά τις επιθέσεις που είχε δεχθεί το κατάστημα το έτος 2008 με τα γεγονότα Γ.»· την ίδια ανάγκη «είχε επισημάνει στην Διεύθυνση Ασφαλείας της Τράπεζας και η τρίτη κατηγορουμένη, Διευθύντρια του καταστήματος». Μάλιστα, ως ισοδύναμο μέτρο των ρολών ασφαλείας μνημονεύθηκε και «η τοποθέτηση πλακάτ στην γυάλινη πρόσοψη του κτιρίου, όπως είχε γίνει και παλαιότερα για την προστασία του καταστήματος […] Το εν λόγω μέτρο, αν και δεν προβλέπεται εκ του νόμου ειδικά ως μέτρο, θα μπορούσε έστω και προσωρινά να ληφθεί, ενόψει της ανωτέρω μεγάλης πορείας προστατεύοντας έτσι από τις επιθέσεις τους υαλοπίνακες του καταστήματος».
Υπό αυτές τις συνθήκες, λοιπόν, η “ανατίναξη” θα ήταν ανέφικτη, πράγμα που σημαίνει ότι η παράλειψη θωράκισης του καταστήματος διά της λήψεως των προαναφερθέντων μέτρων καθιστούσε δυνατή την υλοποίηση της “ανατίναξης”[17]. Εν πάση δε περιπτώσει, αν το κατάστημα είχε παραμείνει κλειστό την επίμαχη ημέρα ή αν είχε διαταχθεί η έγκαιρη αποχώρηση των υπαλλήλων, η “ανατίναξη” δεν θα είχε οδηγήσει σε κανενός τον θάνατο ή την σωματική βλάβη. Συνακόλουθα, και με αυτά τα δεδομένα θα είχε ισχύσει ό,τι δέχθηκε το Εφετείο ως προς την μη διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου αναφορικά με τον πρώτο κατηγορούμενο: «Επίσης, δεν υφίσταται διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου ως προς τις παραλείψεις του πρώτου κατηγορουμένου από την παρεμβολή τυχόν αμελούς συμπεριφοράς άλλων προσώπων (έλλειψη ενημέρωσης από την Ελληνική Αστυνομία), όπως ισχυρίσθηκε ο πρώτος κατηγορούμενος, διότι αυτή δεν εξουδετέρωσε ούτε κατέστησε ανενεργή την ανωτέρω συμπεριφορά του».
Περαιτέρω, από την ανάγνωση του πλήρους κειμένου της ΑΠ 2041/2018 προκύπτει ότι σε κανένα σημείο της προσβαλλομένης δεν αναφέρεται η ακόλουθη αιτιολογία που επικαλείται ο Άρειος Πάγος ως διατυπωθείσα από το Εφετείο. Σύμφωνα με την καταληκτική σκέψη του Ακυρωτικού, «αιτιολογείται επαρκώς η ύπαρξη του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ του συνόλου των ανωτέρω παραλείψεων των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων και του επελθόντος αποτελέσματος, αφού σαφώς διαλαμβάνεται στην προσβαλλομένη απόφαση ότι, αν τα ανωτέρω μέτρα ασφαλείας είχαν ληφθεί, οι εργαζόμενοι θα είχαν την δυνατότητα να απεγκλωβισθούν από το φλεγόμενο υποκατάστημα της τράπεζας και θα είχε αποφευχθεί, κατά τις ειδικότερα αναφερόμενες στο σκεπτικό διακρίσεις, ο θάνατος και ο τραυματισμός των εξ αυτών παθόντων, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η πυρκαγιά προκλήθηκε από ενέργεια ατόμων του αντιεξουσιαστικού χώρου, η οποία, σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλομένης, δεν αποτελεί γεγονός απρόβλεπτο και ασυνήθιστο, που να διέκοψε τον αιτιώδη σύνδεσμο». Αντιθέτως, η απόρριψη της διακοπής του αιτιώδους συνδέσμου αιτιολογήθηκε κατά τον τρόπο που παρατέθηκε στο πλαίσιο των προγενέστερων επισημάνσεων.
Ωστόσο, η επίμαχη αιτιολογία, η οποία διατυπώθηκε το πρώτον κατά τον υπαγωγικό συλλογισμό της εδώ σχολιαζομένης, δίδει αφορμή για προβληματισμό σε σχέση με την ορθότητα του κανόνα που υποκρύπτεται σε αυτήν: Εφόσον δεν διεκόπη ο αιτιώδης σύνδεσμος ανάμεσα στις παραλείψεις των κατηγορουμένων και του επελθόντος αποτελέσματος, επειδή η συμπεριφορά των αντιεξουσιαστών δεν ήταν απρόβλεπτη και ασυνήθης, τούτο σημαίνει ότι τα απρόβλεπτα/ασυνήθη γεγονότα διακόπτουν τον αιτιώδη σύνδεσμο. Άραγε, υπό δογματικό πρίσμα, θα ήταν ορθός ένας τέτοιος κανόνας;
Παρεμφερής αιτιολογία έγινε δεκτή και με την προμνημονευθείσα ΑΠ 940/2015, όπου διαλαμβάνεται ότι: «τα ακραία καιρικά φαινόμενα όπως και οι […] λοιποί παράγοντες που συνέβαλαν στο να πάρει η πυρκαγιά τεράστιες διαστάσεις, ουδόλως διακόπτουν τον αιτιώδη σύνδεσμο, και τούτο διότι αποτέλεσαν όρους που απλά συμπροώθησαν τον θεμελιωμένο με τις άνω παραλείψεις των εν λόγω κατηγορουμένων κίνδυνο (πρόσφορο) επέλευσης του αποτρεπτέου τραγικού αποτελέσματος, στη μετεξέλιξή του στο συγκεκριμένο βλαπτικό αποτέλεσμα. Και βέβαια, με βάση τα προαναφερθέντα, ουδόλως συνέτρεξαν εν προκειμένω τυχαία και απροσδόκητα, εκτός παντός ανθρωπίνου υπολογισμού, γεγονότα, που θα επέφεραν οπωσδήποτε το τραγικό αποτέλεσμα, όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο δεύτερος κατηγορούμενος, ακόμη και αν δεν παρέλειπε τις οφειλόμενες ενέργειες, ώστε να διακόπτουν τον αιτιώδη σύνδεσμο ανάμεσα στη συμπεριφορά του και το συγκεκριμένο αποτέλεσμα».
Αλλά και παλαιότερα, στην “υπόθεση Falcon”, ο Άρειος Πάγος είχε αποφανθεί ότι το δικαστήριο της ουσίας «επαρκώς αιτιολόγησε τον υφιστάμενο μεταξύ της επιδειχθείσας από τον αναιρεσείοντα αμελούς συμπεριφοράς και του επελθόντος αποτελέσματος αιτιώδη σύνδεσμο, τον οποίο δεν διέκοψαν οι από την αιφνίδια βύθιση του αεροσκάφους προκληθείσες σ’ αυτό αναταράξεις, που δεν αποτελούν γεγονός ασυνήθιστο και απρόβλεπτο κατά την εκτέλεση αεροπορικών ταξιδίων»[18].
Ο κανόνας, όμως, ότι το απρόβλεπτο διακόπτει τον αιτιώδη σύνδεσμο θα δικαιολογείτο, μόνο αν, αντί της κρατούσας στο Ποινικό Δίκαιο θεωρίας του ισοδυνάμου των όρων (condicio sine qua non), προκρινόταν η κρατούσα στο Αστικό Δίκαιο θεωρία της πρόσφορης αιτίας (causa adaequata), βάσει της οποίας ως προκαλούντες αιτιωδώς το αποτέλεσμα θεωρούνται εκείνοι οι όροι, οι οποίοι, λογιζόμενοι ως απολειπόμενοι, άγουν μεν αναγκαστικώς στην συναπόλειψη του αποτελέσματος, ωστόσο πρέπει, επιπλέον, να ήσαν γενικώς ικανοί να προκαλέσουν αποτελέσματα ανάλογα προς το επελθόν· με άλλα λόγια, εν όψει μιας συγκεκριμένης πράξεως, η οποία οδήγησε στην παραγωγή ορισμένου αποτελέσματος, εξετάζεται αν αυτή οδηγεί συνήθως σε τέτοιου είδους αποτελέσματα, και, κατ’ επέκτασιν, αν η επέλευση του αποτελέσματος στην προκειμένη περίπτωση δεν ήταν απίθανη[19]. Επομένως, «όταν ο Α κανονικός άνθρωπος και ουχί είς πυγμάχος ή παλαιστής, καταφέρη ένα γρόνθον εις την κεφαλήν ή την ρίνα του Β και ο Β αποθάνη, επειδή η ρις του είχε πάθησιν ή τα οστά της κεφαλής έπασχον εκ μαλακύνσεως», τότε ο θάνατος του Β δεν λογίζεται ως αιτιατό της γροθιάς του Α, «διότι κατά την κοινήν πείραν ο γρόνθος ενός κανονικού ανθρώπου δεν δύναται να προξενήση τον θάνατον ως πιθανόν αποτέλεσμα. Ο θάνατος του Β είναι τι το εξαιρετικόν γεγονός, δεν κείται εντός του νόμου των πιθανοτήτων της κοινής πείρας και κατά συνέπειαν και ο μη προβλεπτέος όρος της παθήσεως της ρινός ή των οστών της κεφαλής του Β»[20].
Η θεωρία της πρόσφορης αιτίας, η οποία παρ’ ημίν υιοθετήθηκε ιδίως από τον Τζωρτζόπουλο[21], οδήγησε στην διεύρυνση της θεωρίας περί “διακοπής του αιτιώδους συνδέσμου”[22], κατά τρόπον ώστε στο πεδίο της να υπάγονται και περιπτώσεις κατά τις οποίες η δράση του παρεμβαλλόμενου προσώπου αποτελεί ένα μεμονωμένο και τυχαίο συμβάν. “Πατέρας” της θεωρίας περί διακοπής του αιτιώδους συνδέσμου[23] υπήρξε ο Ludwig von Bar[24], σύμφωνα με τον οποίο ο αιτιώδης σύνδεσμος ανάμεσα στην αρχική πράξη και το επελθόν αποτέλεσμα διακόπτεται, όταν η συμπεριφορά του παρένθετου αποτελούσε «ένα εξαιρετικό συμβάν το οποίο αφίστατο πλήρως της δυνατότητας του προγενεστέρως ενεργήσαντος να φαντασθεί ότι θα ελάμβανε χώραν και, επομένως, να το εντάξει στον βουλητικό τομέα του»[25].
Υπό το πρίσμα, όμως, της θεωρίας του ισοδυνάμου των όρων η υπονοούμενη στην ΑΠ 940/2015 και τώρα στην ΑΠ 2041/2018 θέση ότι τα απροσδόκητα / απρόβλεπτα / ασυνήθη γεγονότα μπορούν να διακόψουν τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ αμελούς συμπεριφοράς και επελθόντος αποτελέσματος δεν είναι ακριβής[26]. Για την κατάφαση του αιτιώδους συνδέσμου είναι κατ’ αρχήν άνευ σημασίας αν η επέλευση του αποτελέσματος ευνοήθηκε από μιαν απρόβλεπτη περίσταση ή βασίσθηκε σε μια μη τυπική εξέλιξη των πραγμάτων[27]. Ως εκ τούτου, «αν ο Α τραυματίση ελαφρώς τον Β, εκ του τραύματος δε τούτου εμποδισθή ούτος ν’ αναχωρήση την ημέραν εκείνην, ως εσκόπει, παραμείνας δ’ εκεί φονευθή εκ κεράμου πεσούσης εκ τινος στέγης, ο τραυματισμός δύναται να θεωρηθή ως αιτία του θανάτου του»[28]. Σε πιο μοντέρνα εκδοχή: Αν ο τραυματισθείς από το μαχαίρι του εχθρού του επιβιβασθεί σε ασθενοφόρο, πάνω στο οποίο συντρίβεται αεροσκάφος με μηχανική βλάβη, ο θάνατος του τραυματισθέντος εξακολουθεί να συνδέεται αιτιωδώς με το μαχαίρωμα, δεδομένου ότι χωρίς το τελευταίο δεν θα είχε κληθεί το ασθενοφόρο και έτσι δεν θα είχε συντριβεί πάνω του το αεροσκάφος[29].
Αντιθέτως, για διακοπείσα ή υπερκερασθείσα αιτιότητα[30] γίνεται λόγος οσάκις το παρεμβαλλόμενο συμβάν διανοίγει μια νέα, αυτοτελή αιτιώδη διαδρομή (novus actus interveniens), η οποία προκαλεί το αποτέλεσμα χωρίς να αξιοποιεί το ήδη διασαλευθέν status quo του περί ου πρόκειται εννόμου αγαθού[31]· ως επί το πλείστον, η νέα αιτιώδης διαδρομή είναι απρόβλεπτη[32], δεν αποκλείεται, όμως, να είναι και προβλέψιμη[33]. Συνακόλουθα, για την αιτιώδη εξήγηση του επελθόντος αποτελέσματος στην συγκεκριμένη του μορφή δεν χρειαζόμαστε πλέον το προηγηθέν συμβάν, το οποίο υποβιβάζεται σε μια “αναπληρωματική αιτία” [Reserveursache][34] που δεν πρόλαβε να επιφέρει το αποτέλεσμα: Η αιτιώδης διαδρομή που ξεκίνησε από αυτήν έμεινε ημιτελής, αν σκεφθούμε δε ελλείποντα τον αρχικό όρο, δεν συναπολείπεται το αποτέλεσμα.
Μάλιστα, καίτοι η διακοπή αιτιώδους συνδέσμου εξετάζεται παραδοσιακά μόνο στην σχέση “αμελής primus – δόλιος secundus” (κατά το σχολικό παράδειγμα, ο επίδοξος δηλητηριαστής χορηγεί μεν το δηλητήριο στο θύμα, αλλά προτού αυτό δράσει, τρίτος το πυροβολεί στην καρδιά[35]), δεν αποκλείεται η διακοπή να προκληθεί και από την παρεμβαλλόμενη συμπεριφορά ενός αμελούς δράστη: παραλλάσσοντας το προηγούμενο σχολικό παράδειγμα, θα μπορούσαμε να σκεφθούμε το δηλητηριασμένο, αλλ’ εισέτι ζωντανό, πρόσωπο να σκοτώνεται σε τροχαίο εξαιτίας της αμελούς οδήγησης εκ μέρους ενός τρίτου[36]. Διακοπή αιτιώδους συνδέσμου ενδέχεται να προκληθεί και από συνειδητά αυτοβλαπτική ή εξ αμελείας συμπεριφορά του ίδιου του θύματος: προτού δράσει το δηλητήριο που είχε ρίξει κρυφά στην σούπα του θύματος η σύζυγός του, εκείνο υλοποιεί την προειλημμένη απόφασή του να εγκαταλείψει τα εγκόσμια.
Κατόπιν των ανωτέρω, το ασύνηθες της περιστάσεως μπορεί να αξιολογηθεί μόνο στο πλαίσιο της αντικειμενικής προβλεψιμότητας του αποτελέσματος, είτε αυτή αντιμετωπισθεί ως συγκροτητικό στοιχείο της παραβίασης του καθήκοντος επιμελείας[37] (αξιοποιήσιμο και υπό το πρίσμα του αντικειμενικού καταλογισμού[38]) είτε εξετασθεί στην βαθμίδα της ενοχής[39]. Φυσικά, δεν θα ήταν υπερβολικό να αντιτείνει κάποιος ότι τελικώς, δι’ αυτού του τρόπου, «η θεωρία της προσφόρου αιτίας, η οποία είχε αποβληθεί με απόλυτη περηφάνια από την μπροστινή πόρτα του εγκληματικού οικοδομήματος, εισέρχεται ολίγον ντροπαλά από την πίσω πόρτα»[40].
Αξίζει να επισημανθεί ότι σε μια παλαιά υπόθεση επί της οποίας είχε κρίνει το προπολεμικό γερμανικό Ακυρωτικό[41], εν τινι μέτρω συγκρίσιμη με την εδώ σχολιαζομένη, είχε επικυρωθεί ως ορθή η καταδίκη για ανθρωποκτονία εξ αμελείας κατά συρροήν τελεσθείσα εκ μέρους ενός εμπορικού και ενός τεχνικού εκπροσώπου επιχείρησης, οι οποίοι εκμίσθωσαν σε μια οικογένεια την σοφίτα της επιχείρησης, παρότι το κτήριο δεν πληρούσε τους προβλεπόμενους όρους πυρασφάλειας, με αποτέλεσμα όλα τα μέλη αυτής να χάσουν την ζωή τους, όταν στο κτήριο ξέσπασε πυρκαϊά από άγνωστη αιτία (δεν αποκλείσθηκε το ενδεχόμενο να ήταν προϊόν εκ προθέσεως εμπρησμού). Ειδικότερα, έγινε δεκτό ότι στην επέλευση του θανατηφόρου αποτελέσματος είχε συμβάλει αιτιωδώς η προβληματική κατάσταση του κτηρίου[42].
Σε ό,τι αφορά, πάντως, το ιστορικό της εδώ σχολιαζομένης, φρονώ πως η φονική επίθεση των αντιεξουσιαστών με ρίψη αυτοσχέδιων εμπρηστικών-εκρηκτικών μηχανισμών αποτελεί κλασικό παράδειγμα αντικειμενικώς (και υποκειμενικώς) προβλέψιμης συμπεριφοράς εκ μέρους των κατηγορουμένων[43]. Όχι μόνο γιατί ένα τραπεζικό κατάστημα στο πολύπαθο κέντρο της Αθήνας αποτελεί συνήθη στόχο οπλισμένων αντιεξουσιαστών, πόσω μάλλον όταν πρόκειται για την “εποχή του πρώτου μνημονίου” (σκοπός της πορείας-συλλαλητηρίου ήταν η «διαμαρτυρία, κατά των οικονομικών μέτρων που είχαν αποφασίσει το Δ.Ν.Τ., η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ε.Κ.Τ.», σύμφωνα δε με τα διαπιστωθέντα πραγματικά περιστατικά, υπήρχαν πληροφορίες για “άγρια πορεία”), αλλά και γιατί το συγκεκριμένο κατάστημα «είχε στο παρελθόν [το 2008] αποτελέσει στόχο επιθέσεων και βανδαλισμών σε ώρες λειτουργίας του, λόγω της θέσεώς του (πλησίον της πλατείας Συντάγματος), κατά την διάρκεια διαδηλώσεων στο κέντρο των Αθηνών». Ενόψει των σωρευτικών παραλείψεων/πλημμελειών που μνημονεύονται στο σκεπτικό της προσβαλλομένης, η απολύτως προβλέψιμη επίθεση των αντιεξουσιαστών καθιστά άνευ ετέρου προβλέψιμο και τον ενδεχόμενο θάνατο ή τραυματισμό υπαλλήλων (ή/και πελατών) που θα βρίσκονταν εντός του καταστήματος την ώρα της επίθεσης[44].
Σε διαφορετικό αποτέλεσμα θα κατέληγε όποιος θα συμμεριζόταν απόψεις που είχαν υποστηριχθεί στην γερμανική επιστήμη στις αρχές του 20ου αι. και οι οποίες οδήγησαν στην διατύπωση της θεωρίας περί “απαγορεύσεως αναδρομής” [Regreßverbot] (βλ. και κατωτέρω υπό Ε.). Βάσει εκείνων των απόψεων, γινόταν εν γένει δεκτό το μη αξιόποινο της αρχικής εξ αμελείας συμπεριφοράς, οσάκις παρεμβαλλόταν η εκ προθέσεως δράση τρίτου προσώπου, με το εξής σκεπτικό: Σύμφωνα με την κοινή πείρα, κανείς δεν οφείλει να υπολογίζει το ενδεχόμενο της εκ προθέσεως παρεμβολής ενός τρίτου[45].
Δ. Εγωιστική διαχείριση οργανωτικού πεδίου
Αξιομνημόνευτο είναι και το εξής στοιχείο: Την προτεραία της επιθέσεως, η Αναπληρώτρια Διευθύντρια «ζήτησε τη λήψη επαρκών μέτρων για την ασφάλεια των εργαζομένων υπαλλήλων του εν λόγω καταστήματος, καθώς και το ωράριο λειτουργίας του καταστήματος [Σ.Σ.: έτσι ακριβώς στο πρωτότυπο] ή και ενδεχομένως την μη λειτουργία του κατά την 5-5-2010, καθόσον η εν λόγω διαδήλωση αναμενόταν ιδιαίτερα μεγάλη και υπήρχε κίνδυνος, να πληγεί εκ νέου το κατάστημα με επιθέσεις και βανδαλισμούς και να κινδυνεύσουν οι εντός αυτού εργαζόμενοι υπάλληλοι», πλην όμως δεν εισακούσθηκε. Κι «αφού θα λειτουργούσε το κατάστημα κανονικά», ζήτησε «να ληφθούν κάποια πρόσθετα μέτρα ασφαλείας στο κατάστημα, όπως να τοποθετηθούν στην γυάλινη πρόσοψη του κτιρίου ξύλινα πάνελ (πλακάτ), καθώς και να ληφθεί ιδιωτική ασφάλεια για την φύλαξη του καταστήματος», αλλά έλαβε την απάντηση «ότι δεν υπήρχε πρόβλεψη για μέτρα ασφαλείας την προγραμματισμένη πορεία [Σ.Σ.: έτσι ακριβώς στο πρωτότυπο] της 5-5-2010». Εν συνεχεία, «τηλεφώνησε εκ νέου, αρχικά στον Περιφερειακό Διευθυντή [...], φοβούμενη για τον κίνδυνο επιθέσεων λόγω της ανωτέρω πορείας, θέτοντας και πάλι το θέμα της λειτουργίας και του ωραρίου του καταστήματος, ο οποίος επέμενε στην εκφρασθείσα ήδη εντολή του να εργασθούν κανονικά οι υπάλληλοι». Κατόπιν, «η ανωτέρω Υποδιευθύντρια επικοινώνησε εκ νέου και με το στέλεχος της Διεύθυνσης Ασφαλείας [...], ο οποίος, ενοχλημένος από το δεύτερο τηλεφώνημα, της απάντησε “έχω ενημερώσει τον Κ. και τον Κ. Ουδέν νεώτερο δουλεύετε κανονικά”».
Η εν λόγω εμμονή στην απόφαση για κανονική εργασία χωρίς λήψη κάποιου προστατευτικού μέτρου θα μπορούσε να παραλληλισθεί με την περίπτωση εκείνου του δράστη που είχε αναγκάσει ανήλικο να καθαρίσει βαρέλι, το οποίο γνώριζε ότι περιέχει ανεπαρκή ατμοσφαιρικό αέρα και αναδίδει αποπνικτική οσμή. Όταν ο ανήλικος αισθάνθηκε ζάλη, ο δράστης αρνήθηκε να τον βοηθήσει και απομακρύνθηκε· επιπλέον, απαγόρευσε στους προσδραμόντες προς σωτηρία να καταστρέψουν το βαρέλι, προκειμένου να απεγκλωβισθεί ο ανήλικος, ο οποίος εν τέλει πέθανε από ασφυξία[46].
Στην υπόθεση εκείνη, κατά τρόπο συγκρίσιμο με το ιστορικό της σχολιαζομένης, ο δράστης ενδιαφέρθηκε για τον πάση θυσία καθαρισμό του βαρελιού του, αλλά και για την διατήρησή του ανέπαφου με κόστος την απώλεια της ζωής του ανηλίκου, χωρίς να μπορεί να στηρίξει πουθενά την πίστη του ότι το αποτέλεσμα δεν θα επερχόταν. Πρόκειται για περιπτώσεις όπου η εγωιστική διαχείριση του οργανωτικού πεδίου του δράστη δύναται κάλλιστα να αποκτήσει εγκληματικό νόημα δολίας συμπεριφοράς, στο μέτρο που ανατρέπει κάποιες προφανείς αξιολογικές ισορροπίες[47].
Ε. Συμπέρασμα και προβληματισμός ενόψει της νέας διατύπωσης του άρ. 302 ΠΚ
Από τις προεκτεθείσες σκέψεις προκύπτει το εξής συμπέρασμα: Σε μια υπόθεση που άπτεται δυσχερών ζητημάτων της ποινικής δογματικής ο Άρειος Πάγος αξιοποίησε εκείνο το εννοιολογικό οπλοστάσιο το οποίο ήταν χρήσιμο το 1950, δηλ. την εποχή που ετέθη σε ισχύ ο προϊσχύσας Ποινικός Κώδικας, νοθεύοντάς το μάλιστα με αστικοδικαιικές περί αιτιότητος αντιλήψεις. Από τότε μέχρι σήμερα, όμως, κύλησε πολύ νερό στο ποινικοδογματικό αυλάκι και η ροή του οδήγησε σε μια σημαντική θεωρία, εκείνη του αντικειμενικού καταλογισμού, οι επιμέρους θεωρίες της οποίας σχετίζονται άμεσα με την εξετασθείσα περίπτωση. Δυστυχώς, όλως υπεραπλουστευτικώς, η τελευταία ελέγχθηκε μόνο υπό το πρίσμα της διακοπής του αιτιώδους συνδέσμου.
Εκτός της αρχής της εμπιστοσύνης, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, θα έπρεπε να είχε υποστεί την βάσανο της αρεοπαγιτικής κρίσης, σημαντικές είναι και δύο ακόμη ειδικότερες θεωρίες του αντικειμενικού καταλογισμού: Πρώτον, εκείνη που αποτελεί την μετεξέλιξη της θεωρίας περί διακοπής του αιτιώδους, δηλ. η θεωρία περί απαγορεύσεως αναδρομής. Σύμφωνα με την σύγχρονη εκδοχή της, η δολία συμπεριφορά ενός τρίτου που παρεμβάλλεται ανάμεσα στον αρχικό αμελή κρίκο της εγκληματικής αλυσίδας και στο επελθόν αποτέλεσμα συνιστά απαγορευτικό λόγο για τον καταλογισμό του αποτελέσματος στον αμελή κρίκο[48] – αυτό ακριβώς το σχήμα διαμορφώθηκε στην υπό κρίσιν υπόθεση[49]. Και, δεύτερον, η θεωρία περί του προστατευτικού σκοπού του κανόνα Δικαίου[50]: τούτη περιστέλλει το πεδίο εφαρμογής της “απαγορεύσεως αναδρομής”, όταν μπορεί να εντοπισθεί ένα παραβιασθέν καθήκον επιμελείας που στοχεύει ακριβώς στην πρόληψη της δόλιας συμπεριφοράς του μετέπειτα ενεργήσαντος προσώπου[51] – αυτό ήταν το punctum saliens του υπό εξέτασιν ιστορικού[52].
Η αξιοποίηση των ανωτέρω ειδικότερων θεωριών θα είχε συμβάλει, αν μη τι άλλο, στην ορθότερη χρήση[53] δογματικά κρίσιμων εννοιών. Το αν αυτή θα είχε οδηγήσει στο ίδιο νομικό συμπέρασμα, δηλαδή στην επικύρωση της καταδικαστικής αποφάσεως εις βάρος των δύο κατηγορουμένων ως ορθής και αιτιολογημένης, είναι ένα ερώτημα που, βάσει των εδώ σκιαγραφηθεισών κατευθυντήριων γραμμών, θα πρέπει να απαντηθεί καταφατικά.
Οι προεκτεθείσες σκέψεις αξίζει να ολοκληρωθούν με έναν προβληματισμό που τίθεται ενόψει της τροποποιημένης διατύπωσης του άρ. 302 νέου ΠΚ: Στην διάταξη αυτή προβλέπεται πλέον το αξιόποινο του δράστη που «από αμέλεια σκότωσε κάποιον» και όχι εκείνου που «από αμέλεια επιφέρει τον θάνατο άλλου». Ήδη το 1927 ο August Köhler υποστήριζε ότι «το ενδεχόμενο της μεσολαβήσεως ενός εκ προθέσεως ενεργούντος τρίτου ο οποίος επηρεάζει το αποτέλεσμα δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν από την έννομη τάξη» και, κατά συνέπεια, «όποιος κτίζει μια κατοικία κατά τέτοιον [πλημμελή] τρόπο, ώστε να προσφέρεται η ευκαιρία σε έναν μελλοντικό εμπρηστή να υλοποιήσει τα ανθρωποκτόνα σχέδια του, στην πραγματικότητα δεν σκοτώνει εξ αμελείας»[54].
Άραγε, ενδέχεται στην μονολεκτική διατύπωση του άρ. 302 νέου ΠΚ –πρβλ. το άρ. 300 του Ποινικού Νόμου του 1834, όπου προβλεπόταν ότι τιμωρείται «Όστις φονεύει εξ αμελείας, απροσεξίας, απερισκεψίας ή ανεπιτηδειότητος, τιμωρείται»[55]– να υποκρύπτεται η υπόρρητη αναγνώριση της θεωρίας περί “απαγορεύσεως αναδρομής”; Η Αιτιολογική Έκθεση στο Σχέδιο Νόμου για την κύρωση του νέου ΠΚ παρέχει την εντύπωση ότι η αντικατάσταση της φράσης «επιφέρει τον θάνατο» από την λέξη «σκότωσε» δεν έγινε συνειδητά, αφού υπό το άρ. 302 νέου ΠΚ αναφέρεται ότι «αναλλοίωτη μένει η διάταξη του άρθρου 302 (ανθρωποκτονία από αμέλεια)»· σημειωτέον ότι η αντίστοιχη διατύπωση περιλαμβάνεται σχεδόν αυτολεξεί στην Αιτιολογική Έκθεση στο Σχέδιο Ποινικού Κώδικα που είχε διαμορφωθεί από τη συσταθείσα το 2010 νομοπαρασκευαστική επιτροπή υπό την Προεδρία του Ιωάννη Μανωλεδάκη και, ακολούθως, είχε ολοκληρωθεί τον Δεκέμβριο 2011 υπό την Προεδρία της Συμεωνίδου-Καστανίδου. Πέρα, όμως, από το γεγονός ότι κάθε άλλο παρά αναλλοίωτη έμεινε η επίμαχη διάταξη του άρ. 302 ΠΚ[56], προς την αντίθετη κατεύθυνση, δηλ. την σχετιζόμενη με το ενδεχόμενο να μην είναι η συγκεκριμένη αλλαγή του γράμματος άνευ ουσιαστικού αντικρίσματος, οδηγεί μια θέση που είχε διατυπώσει παλαιότερα ο Μανωλεδάκης. Ειδικότερα, υποστήριζε ότι δεν θα ήταν ορθό να κρινόταν ως ένοχος για ανθρωποκτονία εξ αμελείας ο κάτοχος όπλου (Α) που το αφήνει εκτεθειμένο σε ένα τραπέζι και ακολούθως πηγαίνει στο περίπτερο για να αγοράσει τσιγάρα, με αποτέλεσμα να το πάρει στα χέρια του ο γιος του (Β) και αστεϊζόμενος να πυροβολήσει την μητέρα του (Γ) πλήττοντάς την. Τούτο, διότι, ceteris paribus, αν οι Α και Β «είχαν κοινό δόλο θανάτωσης» της Γ, «δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως συναυτουργοί ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως γιατί δεν συμπραγμάτωσαν από κοινού την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος τούτου», αλλά «ο Α θα ήταν απλός συνεργός και μόνο ο Β φυσικός αυτουργός». Ως εκ τούτου, τώρα που οι Α και Β «βαρύνονται με αμέλεια θα ήταν λάθος, επεκτείνοντας το αξιόποινο, να τους θεωρήσουμε παραυτουργούς ανθρωποκτονίας από αμέλεια, χωρίς ο Α να έχει τελέσει με πράξη του το έγκλημα αυτό, μόνο και μόνο γιατί δεν προβλέπεται η κατασκευή “απλής συνέργειας από αμέλεια” που είναι αντικειμενικά η ενέργεια του Α»[57]. Το επιχείρημα αυτό είχε αξιοποιήσει ήδη ο Exner[58] το 1930 με αφορμή την προμνημονευθείσα υπόθεση της πυρκαϊάς που είχε ξεσπάσει στην σοφίτα κτηρίου το οποίο δεν πληρούσε του όρους πυρασφάλειας (RGSt 61, 318): Εφόσον προέκυπτε –κατέληγε ο Αυστριακός ποινικολόγος– ότι η πυρκαϊά ήταν προϊόν “δολοφονικής επιθέσεως” [Mordanschlag], τότε όποιος προσέφερε στήριγμα σε αυτήν είναι, στην χειρότερη περίπτωση, συνεργός· «κι αν έδρασε εκ προθέσεως, είναι αξιόποινος, αν όμως έδρασε εξ αμελείας όχι». O αντίλογος ευχερής: Η απαλλαγή του παραλείψαντος τα μέτρα ασφαλείας από την εξ αμελείας ευθύνη του εξαιτίας της δόλιας παρεμβολής τρίτου προσώπου υπονομεύει την βούληση του νομοθέτη να θεσπίσει ασφαλιστικές δικλείδες σε περίπτωση πυρκαϊάς, και δη πάσης φύσεως[59]. Δεδομένου δε ότι «για τον καταλογισμό του εγκληματικού αποτελέσματος στην περίπτωση της δι’ ενεργείας αυτουργίας [Begehungstäterschaft] πρέπει να πληρούνται διαφορετικά κριτήρια απ’ ό,τι στην περίπτωση της διά παραλείψεως αυτουργίας [Unterlassungstäterschaft], αμφότερες οι μορφές καταλογισμού μπορούν να αφορούν στο ίδιο αποτέλεσμα χωρίς να αλληλοαποκλείονται»[60].
Βεβαίως, τέτοιοι προβληματισμοί δεν νομίζω ότι θα βρουν ποτέ πρόσφορο έδαφος στην ελληνική νομολογία, η οποία προτιμά, όπως εδείχθη ανωτέρω, να αναζητεί ματαίως[61] λύσεις μέσω του αιτιώδους συνδέσμου. Έτσι, όλα τα υπόλοιπα δίδουν την εντύπωση ότι ανήκουν στο πεδίο της “νομικής πολυλογίας” ή, στην καλύτερη περίπτωση, της “l’art pour l’art”.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Βλ. π.χ. ΑΠ 971/2013 ΠοινΧρ 2014, 666, ΑΠ 159/2012 ΠοινΧρ 2012, 607· ΑΠ 1609/2009 ΠοινΧρ 2010, 555· ΑΠ 1920/2007 ΠοινΧρ 2008, 705 = ΠοινΔικ 2008, 141, με σχόλιο του γράφοντος· ΑΠ 1304/2003 ΠοινΧρ 2004, 517.
[2] Έτσι, όμως, π.χ. οι ΑΠ 472/2014 ΠοινΧρ 2016, 510· ΑΠ 76/2004 ΠοινΧρ 2004, 775.
[3] Πρβλ. την ελαφρώς τροποποιημένη διατύπωση της ΑΠ 121/2019: «Στα διά παραλείψεως τελούμενα εγκλήματα, θεωρείται ότι υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παραλείψεως και του επελθόντος εγκληματικού αποτελέσματος στην περίπτωση, κατά την οποία, αν δεν είχε συντρέξει η αμελής συμπεριφορά (παράλειψη) του υπαιτίου, αν γινόταν δηλαδή η επιβεβλημένη ενέργεια, που τελικά δεν έγινε, τότε με μεγάλη πιθανότητα, η οποία εγγίζει τα όρια της βεβαιότητας, θα αποτρεπόταν το συγκεκριμένο εγκληματικό αποτέλεσμα». Η αναφορά της μεγάλης πιθανότητας, στο μέτρο που συμπληρώνεται από την διευκρίνιση περί πιθανότητος που εγγίζει τα όρια της βεβαιότητος δεν είναι μεν εσφαλμένη, πλην όμως μπορεί να λειτουργήσει παραπλανητικά, δεδομένου ότι κάποια δικαστήρια αρκούνται στην μεγάλη πιθανότητα. Πρβλ. την θέση που έχει διατυπωθεί από μερίδα της γερμανόφωνης επιστήμης ότι για την κατάφαση του αιτιώδους συνδέσμου στα εγκλήματα παραλείψεως αρκεί η διαπίστωση ότι η επιβεβλημένη ενέργεια του δράστη θα είχε μειώσει τον κίνδυνο επελεύσεως του αποτελέσματος (π.χ. Greco, Kausalitäts- und Zurechnungsfragen bei unechten Unterlassungsdelikten, ZIS 2011, σ. 674, 675-681· επ’ αυτού βλ. και τις αναπτύξεις του Roxin, StrafR, AT II, 2003, § 31, Rn. 46 κ.ε.· από την αυστριακή επιστήμη βλ. Fuchs, StrafR, AT, 9η έκδ., 2016, 37/32, ο οποίος διευκρινίζει ότι ο υπόχρεως σε ενέργεια οφείλει να αξιοποιεί κάθε ρεαλιστική δυνατότητα αποτροπής του αποτελέσματος, ακόμη κι όταν η αποτροπή αυτή δεν παρίσταται ως βέβαιη αλλ' απλώς πιθανολογείται σε ποσοστό 50%).
[4] Βλ. π.χ. Kühl, StrafR, AT, 7η έκδ., 2012, § 18, Rn. 36 κ.ε.· LK-Weigend,12η έκδ., 2007, § 13, Rn. 72, όπου περαιτέρω παραπομπές· πρβλ. την κριτική της Puppe, NK, 5η έκδ., 2017, Vor §§ 13, Rn. 209 κ.ε. Για την αντίστοιχη ιταλική φράση (“probabilità prossima alla certezza”) βλ. Maiwald, Risikoerhöhung oder an Sicherheit grenzende Wahrscheinlichkeit? – Rechtsvergleichende Bemerkungen zur “Kausalität” des Unterlassens, FS-Küper, 2007, σ. 329 κ.ε.
[5] Μπέκας, Πρακτική διδασκαλία Α΄, ΓενΜ, 2005, σ. 53. Βλ., όμως, Βαθιώτη, Στοιχεία ΠοινΔ, ΓενΜ, 2007, § 5, πλαγιάρ. 70.
[6] Κατά τον Ulsenheimer, εις: Laufs/Kern, Handbuch des Arztrechts, 5η έκδ., 2019, § 140, Rn. 44, πιθανότητα εγγίζουσα τα όρια της βεβαιότητος σημαίνει «έναν τέτοιον βαθμό βεβαιότητας ο οποίος να αποκλείει λογικές αμφιβολίες [vernünftige Zweifel]», τέτοιες δε αμφιβολίες υπάρχουν όταν εκτιμάται ότι π.χ. η ενδεδειγμένη ιατρική πράξη θα είχε οδηγήσει σε παράταση ζωής κατά 92-99%, 94-100% ή 90%.
[7] Από την γερμανική νομολογία βλ. ιδίως BGH NJW 1980, 650.
[8] Πρβλ. τις σκέψεις του γράφοντος εις: ΠοινΧρ 2018, 747.
[9] Πρβλ. το σκεπτικό της υπ’ αριθμ. 1254/2014 απόφασή του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηλείας, η οποία επικυρώθηκε με την ΑΠ 514/2015.
[10] BGHSt 53, 38.
[11] Για την εφαρμογή της “αρχής της εμπιστοσύνης” στο πλαίσιο των οικοδομικών εργασιών βλ. και Eidam, Zum Ausschluss strafrechtlicher (Fahrkässigkeits-)Verantwortlichkeit anhand des Vertrauensgrundsatzes – ein Überblick, JA 2011, σ. 912 κ.ε., 915.
[12] Murmann, Grundkurs, Strafrecht, 3η έκδ., 2015, § 23, Rn. 56.
[13] OLG Stuttgart JR 1997, 517, με σχόλιο Gössel = NStZ 1997, 190 = ΠοινΧρ 1997, 1214· επί της αποφάσεως αυτής βλ. τον ευμενή σχολιασμό της Puppe, StrafR, AT im Spiegel der Rechtsprechung, 32016, § 5, Rdn. 1.
[14] Jakobs, StrafR, AT, 1991, 7/55.
[15] Puppe, Allgemeiner Teil im Spiegel der Rechtsprechung, 3η έκδ., 2016, § 5, Rdn. 4. Βλ. και την θέση του Otto, Grundlagen der strafrechtlichen Haftung für fahrlässiges Verhalten, GS-Schlüchter, 2002, σ. 77 κ.ε., 94, επί της οποίας κατωτέρω, υποσ. 56.
[16] Πρβλ., όμως, το σκεπτικό της αντίστοιχης αποφάσεως που εξεδόθη από το Πολιτικό Τμήμα του Αρείου Πάγου για την ίδια υπόθεση (ΑΠ 370/2018): «Το δε γεγονός ότι στην ένδικη περίπτωση προκαλεί αγανάκτηση στο μέσο κοινωνικό άνθρωπο μια “τυφλή” και παράλογη τρομοκρατική ενέργεια που πλήττει σε ώρα εργασίας απλούς εργαζόμενους, οι οποίοι δεν έχουν δώσει ουδεμία αφορμή στους δράστες της ενέργειας (πλην, ενδεχομένως, του ότι εργάζονταν σε ημέρα γενικής απεργίας), δεν μπορεί να δικαιολογήσει την εις ύψος εκτίναξη του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης, την οποία καλείται να πληρώσει ο εργοδότης ή οι προστηθέντες και όχι οι άγνωστοι τρομοκράτες. Και τούτο, ακόμη περισσότερο στην περίπτωση κατά την οποία η αμέλεια, που αποδίδεται στον εργοδότη ή στους προστηθέντες από αυτόν, μόνο κατά ένα μικρό μέρος συνδέεται με το αποτέλεσμα, διότι την υπερακοντίζει ο δόλος της τρομοκρατικής ενέργειας. Με τις συνέπειες της οποίας, ως κοινωνικού φαινομένου ή πολιτικού συμπτώματος, δεν είναι εύλογο να επιβαρυνθεί υπέρμετρα ο εργοδότης ή οι προστηθέντες, που ούτως ή άλλως πλήττονται από την αυθαιρεσία της τρομοκρατίας μέσα σε ένα κράτος δικαίου» (η έμφαση του γράφοντος).
[17] Πρβλ., όμως, Bindokat, Fahrlässige Beihilfe, JZ 1986, σ. 421 κ.ε., ο οποίος σημείωνε ότι το να εξαρτάται η εμβέλεια ενός προστατευτικού καθήκοντος από ακραίους όρους αποτελεί φαινόμενο «ξένο προς την πραγματικότητα και μεθοδολογικά προβληματικό». Ανάμεσα σε άλλα παραδείγματα (ο υπάλληλος του αεροδρομίου δεν καταφέρνει να εντοπίσει όπλο ή εκρηκτικό μηχανισμό που μεταφέρει ένας ταξιδιώτης· η νωθρότητα του δεσμοφύλακα δίνει την ευκαιρία στον κρατούμενο να διαφύγει) ανέφερε και την περίπτωση του διευθυντή Τραπέζης, ο οποίος παραλείπει να διασφαλίσει την εργασιακή θέση του ταμία τοποθετώντας θωρακισμένο τζάμι, προκειμένου να καταδείξει ότι θα ήταν υπερβολική η κατάφαση της ευθύνης του διευθυντή (και, αντιστοίχως, του υπαλλήλου του αεροδρομίου ή του δεσμοφύλακα) για ανθρωποκτονία εξ αμελείας σε περίπτωση που ο διευκολυνθείς από την παράλειψη τρίτος σκοτώσει τον ταμία (και, αντιστοίχως, στα άλλα δύο παραδείγματα οποιονδήποτε τρίτον).
[18] Βλ. ΑΠ 1313/2006 ΠοινΔικ 2007, σ. 675. Πρβλ. και την υπόθεση του δυστυχήματος στον Λούσιο ποταμό, όπου έγινε δεκτό ότι: «Αιτιολογείται επαρκώς [...] ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του συνόλου των ανωτέρω παραλείψε[ω]ν [...] και του επελθόντος αποτελέσματος, ήτοι της παράσυρσης τόσον των εκδρομέων όσο και των οδηγών τους από μεγάλο και ορμητικό όγκο υδάτων, που υπό τα γενόμενα δεκτά περιστατικά δεν ήταν τυχαίο και απρόβλεπτο γεγονός, με αποτέλεσμα να πνιγούν οκτώ από αυτούς και να τραυματιστούν άλλοι εννέα» (ΑΠ 457/2015 ΠοινΔικ 2016, 261, με σχόλιο του γράφοντος).
[19] Επ’ αυτού βλ. Βαθιώτη, Προβληματισμοί για την παράλειψη και την προβλεψιμότητα στην υπόθεση Falcon, ΠοινΔικ 2007, σ. 977 κ.ε., 678, όπου περαιτέρω παραπομπές.
[20] Καρανίκας, Εγχειρίδιον ΠοινΔ, Τόμ. Α΄, ΓενΜ, 2η έκδ., 1960, σ. 69.
[21] Βλ. την πραγματεία του “Ο αιτιώδης σύνδεσμος εν τω Ποινικώ Δικαίω”, 1927, σ. 20, όπου έβαλλε κατά της θεωρία του ισοδυνάμου των όρων, γράφοντας τα ακόλουθα: «Εάν η θεωρία της c.s.q.n. ηδύνατο να διεξαχθή εν τω Ποιν. Δικ. ομαλώς και άνευ “διακοπών”, θα ήτο φυσικά το ιδεώδες του κανόνος! Ο νόμος της αιτιότητος, “η κατηγορία του Λόγου” να ταιριάζη επάνω εις εν θέμα του Ποιν. Δικ. σαν γάντι, το άκρον άωτον της επιτυχίας! Αλλά δυστυχώς τούτο απέχει πόρρω της πραγματικότητος». Υπέρ της προσφόρου αιτιότητας και ο Γάφος, ΠοινΔ, Τόμ. Α΄, ΓενΜ, 1948, σ. 91.
[22] Hartmann, Das Kausalproblem im Strafrecht, 1900, σ. 103/104.
[23] Ο χαρακτηρισμός ανήκει στον Ling, Die Unterbrechung des Kausalzusammenhanges durch willentliches Dazwischentreten eines Dritten. Eine dogmengeschichtliche Untersuchung, 1997, σ. 43.
[24] Βλ. π.χ. v. Bar, Gesetz und Schuld im Strafrecht, Bd. II, 1907, § 113, σ. 221.
[25] Βλ. Βαθιώτη, Απαγόρευση αναδρομής και αντικειμενικός καταλογισμός. Κατανομή ποινικής ευθύνης επί αιτιώδους συμβολής περισσοτέρων στο εγκληματικό αποτέλεσμα, 1999, σ. 42 κ.ε.
[26] Βλ. ήδη Roxin, O καταλογισμός στην αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, απόδ. Α. Χαραλαμπάκη, Ποινικά 21, 1985, σ. 30: «Η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ πράξεως και αποτελέσματος δεν επηρεάζεται καθόλου από το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος αιτιώδης σύνδεσμος είναι ασυνήθιστος» (η έμφαση στο πρωτότυπο).
[27] Βλ. π.χ. Kindhäuser, StrafR, AT, 8η έκδ., 2017, 10/22· Eisele, εις: Baumann / Weber / Mitsch, StrafR, AT, 12η έκδ., 2016, § 10, Rn. 17: “Auch völlig unwahrscheinliche, atypische Folgen bleiben ursächlich”.
[28] Ηλιόπουλος, Σύστημα του ελληνικού Ποινικού Δικαίου, Τόμ. Α΄, 5η έκδ., 1936, σ. 365, ο οποίος, με αφορμή αυτό το παράδειγμα, σημείωνε ότι «πρόδηλον όθεν είνε πόσον η τοιαύτη απεριόριστος επέκτασις της εννοίας της αιτιότητος προσκρούει εις το κοινόν περί Δικαίου αίσθημα».
[29] Zieschang, StrafR, AT, 4η έκδ., 2014, σ. 30, Rn. 65.
[30] Ο Παπαχαραλάμπους, Φυσιοκρατία και κανονιστικό πρόταγμα, 2003, σ. 43/44, δεν αντιμετωπίζει την διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου ως ταυτόσημη με την υπερκερασθείσα αιτιότητα, υποστηρίζοντας ότι «η διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου αποτελεί, τρόπον τινά, την αντίστροφη όψη της υπερκεράσεως».
[31] Πρβλ. την αγγλοσαξονική διάκριση ανάμεσα σε παρεμβαλλόμενα αίτια που χαρακτηρίζονται το μεν ως “αλληλοεπιδρώντα / εξαρτημένα / συνδεδεμένα” [“responsive / dependent / connected”], το δε σε “συγκυριακά / ανεξάρτητα / μη συνδεδεμένα” [“coincidental / independent / unconnected”] (επ’ αυτού βλ. Wilson, Criminal Law, 6η έκδ., 2017, σ. 111-112· LaFave, Criminal Law, 5η έκδ., 2010, σ. 364· Perkins/Boyce, Criminal Law, 1982, σ. 791, 809). Στην πρώτη κατηγορία (όπου κατ’ αρχήν δεν διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος) εντάσσεται το παράδειγμα του οδηγού ταχυπλόου που αναπτύσσει μεγάλη ταχύτητα με αποτέλεσμα το σκάφος να ανατραπεί, ο δε μεθυσμένος επιβάτης να πνιγεί επειδή ενήργησε απονενοημένα επιχειρώντας να κολυμπήσει μέχρι την ακτή· στην δεύτερη κατηγορία (όπου κατ’ αρχήν διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος) εντάσσεται το παράδειγμα του μανιακού δολοφόνου που περιφέρεται σε νοσοκομείο και σκοτώνει αδιακρίτως ασθενείς, μεταξύ των οποίων και τον τραυματισθέντα από μαχαίρι τρίτου (όπως χαρακτηριστικά λέγεται, εδώ το θύμα έτυχε να βρίσκεται σε λάθος τόπο και σε λάθος χρόνο [“in the wrong place at the wrong time”]). Ωστόσο, η ανωτέρω διάκριση σχετικοποιείται διά της εστιάσεως στο προβλέψιμο ή απρόβλεπτο του παρεμβαλλόμενου αιτίου: αν αυτό υπήρξε αλλόκοτο και απρόβλεπτο [bizarre and unforeseeable], τότε, καίτοι εξαρτημένο, διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος· αντιστρόφως: αν, καίτοι ανεξάρτητο, ήταν προβλέψιμο [foreseeable], ο αιτιώδης σύνδεσμος εξακολουθεί υφιστάμενος. Περί αυτών βλ. Dressler, Understanding Criminal Law, 7η έκδ., 2015, § 14.03· Brody/Acker, Criminal Law, 2η έκδ., 2010, σ. 122. Για την εύστοχη επισήμανση ότι η προβλεψιμότητα είναι μια χειραγωγήσιμη σύλληψη [manipulable concept] βλ. Moore, The Metaphysics of Causal Intervention, California Law Review, Vol. 88 (2000), σ. 827 κ.ε., 851.
[32] Μαχαιρωθείς σε διαδήλωση πεθαίνει τελικώς όχι από το τραύμα του μαχαιριού που του κάρφωσε ένας κουκουλοφόρος, αλλά από την λοίμωξη του αναπνευστικού που προκλήθηκε συνεπεία χρήσεως ληγμένων δακρυγόνων εκ μέρους της αστυνομίας.
[33] Μαχαιρωθείς στο κέντρο των Εξαρχείων πεθαίνει τελικώς όχι από το τραύμα του μαχαιριού με το οποίο τον έπληξε ο εχθρός του, αλλά από ναυαγοσωστική φωτοβολίδα που του εκσφενδόνισε άσχετος τρίτος.
[34] Frister, StrafR, AT, 8η έκδ., 2018, 9/14.
[35] Βλ. π.χ. Ανδρουλάκη, Ποινικόν Δίκαιον, Γενικόν Μέρος (Πανεπιστημιακαί Παραδόσεις), 1978, σ. 299· πρβλ. Μυλωνόπουλο, ΠοινΔ, ΓενΜ Ι, 2007, σ. 184. Το σχολικό αυτό παράδειγμα δεν λείπει ούτε από τα σύγχρονα γερμανόφωνα εγχειρίδια (βλ. π.χ. Frister, αυτόθι· Rengier, StrafR, AT, 10η έκδ., 2018, 13/22· Fuchs, ό.π., 13/6· Bock, StrafR, AT, 2018, σ. 128· Kühl, StrafR, AT, 8η έκδ., 2017, § 4, Rn. 33· Kaspar, StrafR, AT – Eine Einführung, 2η έκδ., 2017, § 5, Rn. 71· Krey/Esser, Deutsches Strafrecht, AT, 6η έκδ., 2016, Rn. 313· Gropp, StrafR, AT, 4η έκδ., 2015, 4/48) ούτε από τα αντίστοιχα αγγλοσαξονικά (βλ. π.χ. Herring, Criminal Law, 8η έκδ., 2013, σ. 56· Allen, Textbook on Criminal Law, 10η έκδ., 2009, σ. 36). Διαφορετική θα ήταν η αξιολόγηση του παραδείγματος, αν ο θανάσιμος τραυματισμός του θύματος κατέστη δυνατός για το παρεμβαλλόμενο πρόσωπο λόγω ακριβώς της παρενέργειας του δηλητηρίου εξαιτίας της οποίας εξουδετερώθηκε η ικανότητα του θύματος για άμυνα ή φυγή (επ’ αυτού βλ. Kühl, αυτόθι).
[36] Βλ. και Roxin, StrafR, AT I, 4η έκδ., 2006, § 11, Rn. 30, σ. 364. Περί του αν ο αιτιώδης σύνδεσμος μπορεί να διακοπεί και από αμελή συμπεριφορά τρίτου ή του ιδίου του θύματος πρβλ. ήδη Ηλιόπουλο, ό.π., σ. 369.
[37] Βλ. π.χ. Μυλωνόπουλο, ΠοινΔ, ΓενΜ Ι, 2007, σ. 306· Hirsch, Zum Unrecht des fahrlässigen Delikts, FS-Lampe, 2003, σ. 522/523.
[38] Βλ. π.χ. Eisele, ό.π., § 10, Rn. 20, 78.
[39] Έτσι η Καϊάφα-Γκμπάντι, Εξωτερική και εσωτερική αμέλεια στο ποινικό δίκαιο, 1994, σ. 18.
[40] Βλ. π.χ. Maurach, Adäquanz der Verursachung oder der Fahrlässigkeit, GA 1960, σ. 101/102· πρβλ. Κατσαντώνη, Η αμέλεια εν τω Ποινικώ Δικαίω, 1963, σ. 170. Επίσης Παπαχαραλάμπους, Κυπριακό Ποινικό Δίκαιο, ΓενΜ, Ι. Θεωρία και Γενική Εμφάνιση του Εγκλήματος, 2015, σ. 101.
[41] RGSt 61, 318 = JW 1927, 2804, με σχόλιο Köhler. Σχετικά με την απόφαση αυτή βλ. και Zeiler, Die “Unterbrechung” des Ursachenzusammenhangs, ZStW 49 (1929), σ. 235 κ.ε., ο οποίος υπήρξε μέλος του δικαστηρίου που εξέδωσε την εν λόγω απόφαση.
[42] Επί της αποφάσεως αυτής βλ. και Roxin, ό.π., 1986, σ. 31. Πρβλ. και κατωτέρω υποσ. 54.
[43] Πρβλ., πάντως, την επισήμανση του Walter, Leipziger Kommentar, 13η έκδ., 2020, Vor § 13, Rn. 106, ότι η προβλεψιμότητα αποτελεί όχι μόνο ασαφές αλλά και μη κανονιστικό κριτήριο [anormativer Maßstab], το οποίο ως τέτοιο δεν μπορεί να περιορίσει την κανονιστική αρχή της ευθύνης [das normative Verantwortungsprinzip].
[44] Και ως προς το σημείο αυτό προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι ο Άρειος Πάγος, εν αντιθέσει προς την εδώ σχολιαζομένη, στην αντίστοιχη απόφαση που εξεδόθη από το Πολιτικό Τμήμα (ΑΠ 370/2018) απεφάνθη ότι «ένα μέτρο πρόνοιας προσδιορίζεται από την επιμέλεια που οφείλει και μπορεί να επιδείξει ο μέσος εργοδότης, για την αντιμετώπιση κινδύνων που μπορούν [να] αναμένονται κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων. Η σχέση αυτή, όμως, ανατρέπεται σε περίπτωση μιας δόλιας εγκληματικής ενέργειας και, μάλιστα, οργανωμένης και τρομοκρατικής, την οποία ο μέσος εργοδότης ούτε υποχρέωση, αλλά ούτε και δυνατότητα έχει να προβλέψει ή να αποτρέψει» (η έμφαση του γράφοντος).
[45] Βλ. v. Rümelin, Die Verwendung der Causalbegriffe im Straf- und Civilrecht, 1900, σ. 63· v. Rohland, Die Kausallehre des Strafrechts, 1903, σ. 54· A. Köhler, StrafR, AT, 1917, σ. 202. Βλ. και τα αναφερόμενα στην υποσ. 54.
[46] ΑΠ 456/1973 ΠοινΧρ 1973, 618, με την οποία εκρίθη αιτιολογημένη η καταδίκη του κατηγορουμένου για εξ αμελείας ανθρωποκτονία.
[47] Βλ. και Βαθιώτη, Δόλος: Θεμελίωση και αποκλεισμός του στο Ποινικό Δίκαιο, 2η έκδ., 2014, πλαγιάρ. 96.
[48] Βλ. π.χ. Otto, Kausaldiagnose und Erfolgszurechnung im Strafrecht, FS-Maurach, 1972, σ. 97 κ.ε., Naucke, Über das Regreßverbot im Strafrecht, ZStW 76 (1964), σ. 424 κ.ε., Saito, Die Zurechnung beim nachträglichen Fehlverhalten eines Dritten, FS-Roxin I, 2001, σ. 265 κ.ε.
[49] Ως προς την ορθότητα ή μη της εν λόγω θεωρίας βλ. τελευταίως Βαθιώτη, Απάτη και εκβίαση: Ομοιότητες – Διαφορές – Διασταυρώσεις, 2014, πλαγιάρ. 114 κ.ε.
[50] Περί του ότι η θεωρία αυτή αποτελεί μετεξέλιξη της πρόσφορης αιτιότητας βλ. Freund, StrafR, AT, 2009, § 2, Rn. 68.
[51] Βλ. π.χ. Otto, ό.π., FS-Schlüchter, σ. 93.
[52] Πρβλ. την κατάφαση ευθύνης για ανθρωποκτονία εξ αμελείας κατά συρροήν του πατέρα εκείνου ο οποίος φύλασσε πλημμελώς το όπλο του, με αποτέλεσμα να το πάρει ο δεκαεπτάχορνος γιος του και σε κατάσταση αμόκ να σκοτώσει δεκαπέντε συμμαθητές του, ακολούθως δε να αυτοκτονήσει (BGH NStZ 2013, σ. 238, με σχόλιο Berster εις: ZIS 2012, σ. 624· Braun, JR 2013, σ. 37· Jäger, Strafrecht zwischen virtueller und realer Gewalt. Zugleich eine Besprechung des BGH-Beschlusses vom 22.3.2012 [Fall Winnenden], FS-Kühne, 2013, σ. 3 κ.ε., 9· του ιδίου, Der Amoklauf von Winnenden – Die strafrechtlichen Konsequenzen, JA 2012, σ. 634 κ.ε.· Mitsch, Fahrlässige Tötung oder fahrlässige Beihilfe zum Totschlag?, ZJS 2011, σ. 128 κ.ε.). Δεδομένου ότι η (εκ μέρους μη εξουσιοδοτημένων προσώπων) καταχρηστική αξιοποίηση πλημμελώς φυλασσόμενων όπλων μπορεί να έχει θανατηφόρες συνέπειες για τους τρίτους ή ακόμη και για τον μη εξουσιοδοτημένο χειριστή τους, γίνεται δεκτό ότι το επελθόν αποτέλεσμα είναι αντικειμενικώς καταλογιστό στον αμελώς συμπεριφερόμενο κάτοχο του όπλου· η αυθαίρετη παρεμβολή του μη εξουσιοδοτημένου προσώπου, η οποία αποτελεί εξέλιξη δυναμένη να προβλεφθεί, δεν συνιστά λόγο για διαφορετική αξιολόγηση (Kaspar, ό.π., § 5, Rn. 114· Wessels/Beulke/Satzger, StrafR, AT, 48η έκδ., 2018, Rn. 287· Mitsch, ό.π., σ. 131· βλ., εντούτοις, Berster, ό.π., σ. 626/627, σύμφωνα με τον οποίο η εξ αμελείας συμμετοχή ενός προσώπου στην δολία πράξη του αυτουργού μπορεί να στοιχειοθετήσει ευθύνη για το οικείο έγκλημα αμέλειας, μόνο όταν, κατά την στιγμή της εξ αμελείας συμβολής, ο αυτουργός ήταν ήδη αποφασισμένος να διαπράξει το έγκλημα ή τουλάχιστον είχε ροπή να το διαπράξει και ο εν ευρεία εννοία συμμέτοχος ήταν σε θέση να διαγνώσει την εν λόγω ροπή· όπως, ωστόσο, αντιπαρατηρεί προσφυώς ο Jäger, ό.π., JA 2012, σ. 635, εφόσον στο άρ. 36 σε συνδ. με το άρ. 52 παρ. 3 αριθμ. 1 και παρ. 4 του γερμΝ περί όπλων –πρβλ. άρ. 7 παρ. 6 Ν. 2168/1993– η πλημμελής φύλαξη των όπλων τυποποιείται ως έγκλημα αφηρημένης διακινδυνεύσεως, δεν πρέπει να ενδιαφέρει αν είναι in concreto προβλέψιμη η εγκληματική ροπή του αυτουργού· πρβλ., όμως, Bindokat, ό.π., JZ 1986, σ. 425, ο οποίος θεωρεί ότι η παραβίαση μιας διάταξης που αποσκοπεί στην προστασία της ολότητας δεν οδηγεί κατ' ανάγκην στο συμπέρασμα ότι έχει παραβιασθεί και μια διάταξη που αποσκοπεί στην προστασία ατομικών εννόμων αγαθών. Αντιθέτως, ο εν λόγω συγγραφέας δέχεται ότι η μη λήψη του επιβεβλημένου προστατευτικού μέτρου καλύπτεται πλήρως από την κύρωση που επαπειλείται στο έγκλημα της αφηρημένης διακινδυνεύσεως). Η προμνημονευθείσα επιχειρηματολογία μπορεί να μεταφερθεί mutatis mutandis και στην σχολιασθείσα υπόθεση (στον παραλληλισμό της ευθύνης για ανθρωποκτονία εξ αμελείας εξαιτίας πλημμελούς φύλαξης όπλου με την αντίστοιχη ευθύνη εξαιτίας κατασκευής ενός κτηρίου χωρίς τήρηση των όρων πυρασφάλειας –προϋποτιθεμένου ότι και στις δύο περιπτώσεις μεσολάβησε η δόλια εγκληματική συμπεριφορά τρίτου προσώπου– βλ. Freund, Erfolgsdelikt und Unterlassen. Zu den Legitimationsbedingungen von Schuldspruch und Strafe, 1992, σ. 231).
[53] Πρβλ. ΔιατΕισΕφΠατρ 17/2019 Γ. Μπισμπίκη ΠοινΧρ 2019, 553· ΔιατΕισΕφΠατρ 23/2018 Β. Αργύρη ΠραξΛογΠΔ 2019, 187.
[54] Köhler, JW 1927, σ. 2805 (o συγγραφέας σχολιάζει εν προκειμένω την απόφαση του προπολεμικού γερμανικού Ακυρωτικού RGSt 61, 318, ως προς την οποία βλ. ανωτέρω το κείμενο που αντιστοιχεί στην υποσ. 41)· contra Zeiler, ό.π., ZStW 49 (1929), σ. 237. Πρβλ. Roxin, StrafR, AT I, § 24, Rn. 33, o οποίος αντιτείνει ότι ο κατασκευαστής του κτηρίου δεν χρειαζόταν να λάβει υπ' όψιν του το ενδεχόμενο ενός εκ προθέσεως εμπρησμού περί του οποίου δεν υφίστατο καμία απολύτως ένδειξη (βλ. και Nathalia Bautista Pizarro, Das erlaubte Vertrauen im Strafrecht. Studie zu dogmatischer Funktion und Grundlegung des Vertrauensgrundsatzes im Strafrecht, 2017, σ. 93/94). Πρβλ. Welp, JR 1972, σ. 429: «Στον “τομέα ευθύνης” ενός προσώπου δεν περιλαμβάνεται ποτέ η εκ προθέσεως συμπεριφορά τρίτων»· επίσης Wehrle, Fahrlässige Beteiligung am Vorsatzdelikt – Regreßverbot?, 1986, σ. 85: «Κανέναν δεν τον αφορά η εκ προθέσεως δράση τρίτων, εφόσον δεν συμβάλλει σε αυτήν εκ προθέσεως»· παρεμφερώς ο Bindokat, ό.π., σ. 425: «η παράλειψη ενός καθήκοντος επιμελείας μπορεί να αποτελεί πειρασμό για τον αυτουργό [του εκ προθέσεως εγκλήματος], αλλά αυτό δεν μας δίνει το δικαίωμα να επεκτείνουμε την ευθύνη για την τελεσθείσα πράξη σε εκείνον που άθελά του έδωσε στον [αυτουργό] την ευκαιρία να υλοποιήσει τον επικίνδυνο σκοπό του». Αντιθέτως, ο Jescheck, AT, 4η έκδ., 1988, § 54, IV, σ. 517 (βλ. και Frisch, Tatbestandsmäßiges Verhalten und Zurechnung des Erfolgs, 1988/2012, σ. 383, υποσ. 570), υποστήριζε ότι, όταν στην παραβίαση του καθήκοντος επιμελείας ενυπάρχει ο κίνδυνος επελεύσεως του εγκληματικού αποτελέσματος, η εκμετάλλευση της ευνοϊκά διαμορφωμένης κατάστασης για την διάπραξη ενός εκ δόλου εγκλήματος εμπίπτει στο πεδίο του δικαιικά αποδοκιμαζόμενου κινδύνου· ο ίδιος, μάλιστα, δεχόταν –ό.π., σ. 518– ότι δεν επιτρέπεται γενικά να τρέφει κανείς εμπιστοσύνη στην μη τέλεση εκ προθέσεως εγκληματικών πράξεις, ακόμη κι αν υφίστανται ενδείξεις περί του αντιθέτου· αλλιώς, όμως, Jescheck/Weigend, AT, 5η έκδ., 1996, σ. 573, όπου γίνεται δεκτό ότι ο εκμισθωτής μιας σοφίτας που δεν πληροί τους όρους πυρασφάλειας δεν αναμένεται να λάβει υπ’ όψιν του το ενδεχόμενο ενός εκ προθέσεως εμπρησμού· υπέρ της ευθύνης του εκμισθωτή της σοφίτας για ανθρωποκτονία εξ αμελείας ακόμη και επί παρεμβολής ενός δόλιου δράστη ο Weber, εις: Baumann / Weber / Mitsch, StrafR, AT, 11η έκδ., 2003, § 14, Rn. 34.
[55] Έτσι και το κατισχύον γερμανικό πρωτότυπο: “Wer Jemand aus Nachlaessigkeit, Unvorsichtigkeit, Unbedachtsamkeit oder Ungeschicklichkeit toedet, der soll gestraft werden”. Είναι χαρακτηριστικό ότι υπό το άρ. 258 του Αντισχεδίου [Gegenentwurf] στο Προσχέδιο [Vorentwurf] του γερμανικού ΠΚ (το εν λόγω Αντισχέδιο είχαν εκπονήσει οι Kahl, Lilienthal, v. Liszt και Goldschmidt [Berlin 1911]) είχε καταγραφεί η ακόλουθη αιτιολογία: «Αντί των λέξεων “Όποιος προκαλεί εξ αμελείας τον θάνατο ανθρώπου”, όπως αναγράφεται στο Προσχέδιο, το οποίο εν μέρει συνάδει με το ισχύον Δίκαιο, στο Αντισχέδιο προκρίνεται η συντομότερη και ορθότερη διατύπωση “Όποιος εξ αμελείας σκοτώνει άλλον”» [“Wer fahrlässig einen anderen tötet”].
[56] Σχετικά με το αν η επιλογή της λέξης “σκότωσε” έχει κάποια ουσιαστική σημασία πρβλ. την αποφατική θέση του Προέδρου της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής Χριστόφορου Αργυρόπουλου, όπως διατυπώθηκε σε συνέντευξη που παραχώρησε στον Νικόλαο Μπιτζιλέκη (The Art of Crime, Μάιος 2019): «Είναι μια σωστή λέξη, αυτή που λέμε όλοι. Ίσως είναι ασυνήθιστη σε νομικά κείμενα, ο ισχύων όρος “ανθρωποκτονία” είναι λόγιος τύπος και η χρήση του δεν προσφέρει στη σαφήνεια της διάταξης».
[57] Μανωλεδάκης, Η παραυτουργία: Μια μορφή καθαρά αντικειμενικής “συμμετοχής” στο έγκλημα (μεταξύ μοναυτουργίας και συμμετοχής), εις: Προβλήματα της συμμετοχής στο έγκλημα, 1998, σ. 21/22 (οι εμφάσεις στο πρωτότυπο)· από την γερμανική επιστήμη πρβλ. Spendel, Fahrlässige Teilnahme an Selbst- und Fremdtötung, JuS 1974, σ. 749 κ.ε.· Renzikowski, Restriktiver Täterbegriff und fahrlässige Beteiligung, 1997, σ. 301· Hruschka, Regreßverbot, Anstiftungsbegriff und die Konsequenzen, ZStW 110 (1998), σ. 581 κ.ε., 610. Για κριτική κατά της άποψης αυτής βλ. Βαθιώτη, Υπόθεση “Σορίν Ματέι”: Μια περίπτωση “απαγόρευσης αναδρομής”;, ΠοινΧρ 2003, σ. 470 κ.ε., 473/474· Ανδρουλάκη, ΠοινΔ, ΓενΜ ΙΙ, 2005, σ. 106, ο οποίος αντέτεινε ότι «η παρεμβολή μιας δόλιας αιτιώδους συμπεριφοράς δεν καταργεί άνευ άλλου τινός το αξιόποινο του αμελούς δράστη που βρίσκεται στην αρχή της αιτιώδους διαδρομής»· βλ. και Herzberg, Täterschaft und Teilnahme. Eine systematische Darstellung anhand von Grundfällen, 1977, σ. 100· επίσης Vathiotis, Beteiligung am “Russischen Roulette”. Bemerkungen zur griechischen und deutschen Rechtslage, FS-Neumann, 2017, σ. 1053 κ.ε., 1059. Είναι, μάλιστα, αξιομνημόνευτο ότι παρεμφερές παράδειγμα με εκτεθειμένο όπλο που το χρησιμοποιεί τρίτος για να τελέσει ανθρωποκτονία εκ προθέσεως αναφέρει και ο Otto, ό.π., FS-Schlüchter, σ. 94, ο οποίος δέχεται ότι ευθύνη του αρχικού δράστη μπορεί κάλλιστα να θεμελιωθεί παρά την μεσολάβηση του τρίτου προσώπου· στο ίδιο πλαίσιο ο εν λόγω συγγραφέας διευκρινίζει ότι αντίστοιχη ευθύνη υφίσταται και για τον εργολάβο οικοδομής ο οποίος για την κατασκευή δημοσίου οικήματος χρησιμοποιεί παρανόμως εύφλεκτα υλικά, με αποτέλεσμα να καούν υπάλληλοι συνεπεία πυρκαϊάς που ξέσπασε στο οίκημα, ανεξαρτήτως αν αυτή οφειλόταν σε κεραυνό, σε εξ αμελείας ή εκ προθέσεως ενέργεια τρίτου. Για την εδώ συζητούμενη προβληματική πρβλ. και Freund, εις: Münchener Kommentar, 2η έκδ., 2011, Vor §§ 13, Rn. 414 κ.ε.· Jakobs, Theorie der Beteiligung, 2014, σ. 22· Katja Diel, Das Regreßverbot als allgemeine Tatbestandsgrenze im Strafrecht, 1997, σ. 316 κ.ε.
[58] Fahrlässiges Zusammenwirken, RG-Frank, Bd. I, 1930, σ. 569 κ.ε., 593.
[59] Έτσι ο Otto, Kausalität und Zurechnung, FS-E.A. Wolff, 1998, σ. 395 κ.ε., 399.
[60] Rudolphi, Die Gleichstellungsproblematik der unechten Unterlassungsdelikte und der Gedanke der Ingerenz, 1966, σ. 136, ο οποίος συμπληρώνει ότι στον μεν αυτουργό του δι’ ενεργείας τελουμένου εγκλήματος καταλογίζεται η προσβολή του εννόμου αγαθού λόγω της θετικής κυριαρχίας του επί του συμβάντος που οδήγησε αιτιωδώς στην επίμαχη προσβολή, στον δε αυτουργό του διά παραλείψεως τελουμένου εγκλήματος καταλογίζεται η προσβολή του εννόμου αγαθού λόγω της δυνατότητας και της υποχρέωσής του να παρεμποδίσει την επέλευσή της.
[61] Όπως εύστοχα σημειώνει ο Grosse-Wilde, Verloren im Dickicht von Kausalität und Erfolgszurechnung, ZIS 2017, σ. 638, «τα πάντα αποτελούν conditio sine qua non – καθοριστική σημασία έχει μόνο το αξιολογικό επίπεδο του (αντικειμενικού) καταλογισμού».