Έκθεση της Γενικής Διεύθυνσης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Κράτους Δικαίου του Συμβουλίου της Ευρώπης,
Τμήμα Δράσης κατά του Εγκλήματος, Μονάδα Συνεργασίας στον Τομέα του Ποινικού Δικαίου
Βασισμένη στη συζήτηση που πραγματοποιήθηκε κατά τη συνάντηση εργασίας
στην Αθήνα στις 12 Δεκεμβρίου 2018 και στις απόψεις των εμπειρογνωμόνων [*]
Μαρτιος 2019
*
Mauro Palma: Πρόεδρος, Ανεξάρτητη Αρχή της Ιταλίας για τα δικαιώματα των ατόμων που στερούνται την ελευθερία τους, Εθνικός Μηχανισμός Πρόληψης των ΗΕ OPCAT
Sonja Snacken: Καθηγήτρια Εγκληματολογίας, Vrije Πανεπιστήμιο Βρυξελλών, Βρυξέλλες, Βέλγιο
Vincent Theis: Πρώην Διοικητής της Φυλακής του Λουξεμβούργου, Λουξεμβούργο
Iuliana Carbunaru: Επιθεωρήτρια Υπηρεσιών Σωφρονιστικής Επιτήρησης (Probation), Εθνική Διεύθυνση Σωφρονιστικής Επιτήρησης, Υπουργείο Δικαιοσύνης, Ρουμανία
Οι απόψεις που διατυπώνονται σε αυτή την έκθεση εκφράζουν τους συγγραφείς
και δεν αντανακλούν υποχρεωτικά την επίσημη πολιτική του Συμβουλίου της Ευρώπης
1. Περίληψη
Τα τελευταία χρόνια έχουν ληφθεί πολλές αποφάσεις και μέτρα για τη μείωση του υπερπληθυσμού των ελληνικών φυλακών. Το 2014 ο αριθμός των κρατουμένων ήταν πάνω από δώδεκα χιλιάδες. Το 2016 ο συνολικός αριθμός μειώθηκε σε 9611, ωστόσο σήμερα υπάρχουν μερικές εκατοντάδες περισσότεροι κρατούμενοι. Φαίνεται ότι τα περισσότερα από τα υιοθετημένα μέτρα είναι περισσότερο έκτακτα παρά στρατηγικά, δηλαδή δεν είναι σε θέση να παράσχουν μια σταθερή και διαρθρωτική αλλαγή στο σύστημα.
Ο υπερπληθυσμός μπορεί να αξιολογηθεί με αναφορά στον αριθμό των κρατουμένων που φιλοξενούνται στις υπάρχουσες υποδομές. Στο πλαίσιο αυτό, το πρότυπο των 4 m² ανά κρατούμενο για κελιά που φιλοξενούν περισσότερους από έναν κρατουμένους, το οποίο έχει προταθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων και της Απάνθρωπης ή Ταπεινωτικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας (CPT) πρέπει να γίνεται κατανοητό ως το απολύτως ελάχιστο όριο, ενώ το επιθυμητό πρότυπο είναι υψηλότερο, χωρίς να ξεχνάμε τα πιο λογικά όρια που προβλέπει η ελληνική νομοθεσία. Η επίσημη χωρητικότητα κάθε χώρου κράτησης θα πρέπει να επανεκτιμηθεί αναλόγως. Η λογική της «μείωσης του υπερπληθυσμού με όλα τα μέσα» πρέπει να δώσει τη θέση της σε μια εύλογη αξιολόγηση των τωρινών και μελλοντικών αναγκών στέγασης.
Τα στατιστικά στοιχεία που παρείχαν οι ελληνικές αρχές υποδεικνύουν ότι ο συνολικός διαθέσιμος χώρος για τη στέγαση των κρατουμένων στα 34 καταστήματα κράτησης συμμορφώνεται με το πρότυπο της CPT των 4 τ.μ. ανά κρατούμενο. Ωστόσο, τα στοιχεία αυτά δεν δίνουν μια σαφή εικόνα της πραγματικής κατάστασης, διότι η κατανομή των κρατουμένων στις 34 φυλακές της χώρας δεν είναι ομοιογενής, με αποτέλεσμα ορισμένες από αυτές να έχουν ποσοστό πληρότητας έως 200%.
Θα πρέπει να τεθεί σε εφαρμογή ένα εξειδικευμένο πρόγραμμα με την εφαρμογή συγκεκριμένων μέτρων με σκοπό την ανακούφιση των καταστημάτων κράτησης από το βάρος του υπερπληθυσμού.
Οι ελληνικές αρχές πρέπει να επιλέξουν μια δυναμική επικοινωνιακή στρατηγική. Ο περιορισμός της χρήσης της στερητικής της ελευθερίας ποινής και η βελτίωση των συνθηκών κράτησης δεν είναι μόνο μια αναγκαιότητα που απορρέει από τις υποχρεώσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά επίσης καθιστά το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης αποτελεσματικότερο και επομένως την κοινωνία ασφαλέστερη. Η συμμετοχή ακαδημαϊκών θα βοηθήσει στην εισαγωγή μιας λογικής και τεκμηριωμένης αφήγησης στον δημόσιο διάλογο για το έγκλημα, τη δικαιοσύνη, την επανένταξη και τη δημόσια ασφάλεια.
Θα πρέπει να συγχαρούμε τις ελληνικές αρχές για την εκπόνηση του Στρατηγικού Σχεδίου για το Σωφρονιστικό Σύστημα 2018 – 2020, το οποίο είχε ως στόχο την καθιέρωση μιας μακροπρόθεσμης, συνεκτικής και αποτελεσματικής αντεγκληματικής και σωφρονιστικής πολιτικής, σύμφωνα με τα πρότυπα του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Η εκτεταμένη διαβούλευση με μεγάλο αριθμό φορέων από ποικίλους χώρους, στην οποία προχώρησαν οι ελληνικές αρχές στο πλαίσιο της διαδικασίας κατάρτισης του στρατηγικού σχεδίου, πρέπει επίσης να επικροτηθούν.
Το διεθνές παράδειγμα που ακολουθεί το Στρατηγικό Σχέδιο είναι σύμφωνο με τα πρότυπα του Συμβουλίου της Ευρώπης, καθώς οι βασικοί πυλώνες του είναι «ανθρωπισμός – ασφάλεια – επανένταξη – διαφάνεια», η στέρηση της ελευθερίας θεωρείται ως «το έσχατο μέσο και μόνο για την αναγκαία χρονική περίοδο», ενώ δίνεται προτεραιότητα στην «επανένταξη, η οποία αρχίζει από την πρώτη ημέρα της φυλάκισης και συνεχίζεται μετά την αποφυλάκιση».
Η ανάλυση των γενεσιουργών αιτίων του υπερπληθυσμού των ελληνικών φυλακών σαφώς υποδεικνύει την πολύ αυστηρή ποινική νομοθεσία και τις πρακτικές επιμέτρησης των ποινών, τα οποία δεν μπορούν να εξηγηθούν από τα σχετικά χαμηλά ποσοστά εγκληματικότητας. Επομένως, ο υπερπληθυσμός των φυλακών θα απαιτούσε, μεταξύ άλλων, μεταρρυθμίσεις της ποινικής νομοθεσίας (Ποινικός Κώδικας και Κώδικας Ποινικής Δικονομίας) και των δικαστηριακών πρακτικών. Λόγω των ελάχιστων πληροφοριών που ελήφθησαν σχετικά με τις πρόσφατες εργασίες αναθεώρησης των Κωδίκων που πραγματοποιούνται στην Ελλάδα, οι προτάσεις στην παρούσα έκθεση αναφέρονται κυρίως στις μεταρρυθμιστικές οδούς που βασίζονται στη διεθνή εμπειρία. Επίσης, δίνεται προσοχή στον τρόπο με τον οποίο μπορεί να νομιμοποιηθεί μια πιο μετριοπαθής ποινική (penal) και σωφρονιστική πολιτική, ενόψει της ανησυχίας του κοινού για θέματα εγκληματικότητας και δημόσιας ασφάλειας.
Τα διεθνή εμπειρικά δεδομένα δείχνουν ότι μόνο μια συνεκτική περιοριστική ποινική πολιτική μπορεί να οδηγήσει σε μακροπρόθεσμη μείωση του μέσου όρου του πληθυσμού των φυλακών. Η Σύσταση του Συμβουλίου της Ευρώπης σχετικά με τον υπερπληθυσμό των φυλακών και την αύξηση του αριθμού των κρατουμένων και η Λευκή Βίβλος για τον Υπερπληθυσμό των Φυλακών CM (2016 121) εντάσσονται στο πλαίσιο της περιοριστικής πολιτικής. Εντούτοις, η ελληνική ποινική πολιτική μεταξύ 2000 και 2007 πρέπει να χαρακτηριστεί ως μια επεκτατική πολιτική, ενώ από το 2007 και εφεξής, έχει ληφθεί ένα αμάλγαμα μέτρων που έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας πολιτικής διχοτόμησης[1] (bifurcation) και όχι μιας περιοριστικής πολιτικής. Μια τέτοια αποσπασματική πολιτική δεν μπορεί να καταπολεμήσει με συνέπεια τον υπερπληθυσμό των φυλακών. Το μόνο μόνιμο διορθωτικό μέτρο για την αντιμετώπιση του ποινικού πληθωρισμού, ο οποίος απορρέει από μια δυσανάλογα τιμωρητική ποινική νομοθεσία και πρακτική, είναι η ανάπτυξη πιο μετριοπαθών ποινικών πολιτικών και δικαστηριακών πρακτικών, μειώνοντας τόσο τη χρήση όσο και τη διάρκεια της φυλάκισης.
Η Ελλάδα έχει το υψηλότερο ποσοστό μακροχρόνιων και πολύ μακροχρόνιων ποινών στερητικών της ελευθερίας στην Ευρώπη, ενώ τα ποσοστά εγκληματικότητας είναι χαμηλότερα ή ίσα με την Ευρωπαϊκή διάμεσο. Μια πιο μετριοπαθής ποινική πολιτική είναι δυνατή χωρίς να επηρεάζεται η προστασία της κοινωνίας από το έγκλημα. Όταν η ανησυχία του κοινού σχετικά με την εγκληματικότητα και την ανασφάλεια είναι υψηλή, η μετριοπαθής πολιτική δεν μπορεί να επιδιωχθεί μέσω κρυφών πολιτικών, αλλά πρέπει να αντιμετωπίσει τα συναισθήματα και τους φόβους του κοινού μέσω ανοικτού διαλόγου, επομένως είναι σημαντικό οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στην Ελλάδα να γνωρίζουν ποιες αξίες θα νομιμοποιούσαν μια πιο μετριοπαθή ποινική πολιτική στην Ελλάδα.
Ο Στόχος 3 του Στρατηγικού Σχεδίου αφορά ρητά τη μείωση του υπερπληθυσμού των φυλακών. Ωστόσο, οι Στόχοι 1, 2 και 4 ενδέχεται επίσης να επηρεάσουν τους δείκτες φυλάκισης, δεδομένου ότι στοχεύουν στην καλύτερη προετοιμασία για επανένταξη και, ως εκ τούτου, μπορούν να συμβάλλουν στην υιοθέτηση μιας επιτυχημένης περιοριστικής πολιτικής της ‘πίσω πόρτας’. Μια σαφής επιλογή για ένα μοντέλο επανένταξης που θα επικεντρώνεται στην αποχή από το έγκλημα (desistance) θα βοηθούσε όλους τους εμπλεκόμενους επαγγελματίες.
Η φυλάκιση πρέπει να καταστεί αδύνατη για ορισμένα εγκλήματα μέσω της αποποινικοποίησης και απεγκληματοποίησης και όχι μόνο μέσω αύξησης του αριθμού των διαθέσιμων κοινοτικών κυρώσεων και µέτρων και παροχής της επιλογής στα δικαστήρια, κάτι που είναι γνωστό ότι συχνά οδηγεί σε διεύρυνση του δικτύου ελέγχου (net-widening) (Λευκή Βίβλος για τον Υπερπληθυσμό των Φυλακών CM (2016) 121, §65, §161).
Οι κοινοτικές κυρώσεις και μέτρα πρέπει να αποτελούν μέρος μιας συνεκτικής και αποτελεσματικής περιοριστικής πολιτικής ‘μπροστινής πόρτας’ (εναλλακτικές λύσεις για την προφυλάκιση, τις ποινές φυλάκισης) και ‘πίσω πόρτας’ (ηλεκτρονική επιτήρηση, απόλυση υπό όρους). Μια λεπτομερής αναθεώρηση του Ποινικού Κώδικα και της λοιπής ποινικής νομοθεσίας είναι απαραίτητη για να χρησιμοποιηθεί πραγματικά η στερητική της ελευθερίας ποινή ως έσχατη λύση, πράγμα που σημαίνει λιγότερες και μικρότερης διάρκειας ποινές φυλάκισης. Οι κοινοτικές κυρώσεις πρέπει να αποτελούν αυτόνομες κυρώσεις ‘μπροστινής πόρτας’ και όχι να περιορίζονται σε μέτρα που επιβάλλονται όταν η στερητική της ελευθερίας ποινή έχει ανασταλεί. Δεν πρέπει να είναι πάρα πολλές, χρειάζεται να έχουν μια σαφή ιεραρχία στην ποινική κλίμακα και η επιβολή τους να μην περιορίζεται σε ελαφρά αδικήματα ή σε πρωτόπειρους παραβάτες χωρίς ποινικό μητρώο. Τα μέτρα ‘πίσω πόρτας’ κινδυνεύουν να οδηγήσουν σε πρακτικές αντισταθμιστικής επιμέτρησης ποινών από τους δικαστές στην περίπτωση που δεν θεωρούνται επαρκώς νομιμοποιημένα. Οι κοινοτικές κυρώσεις και μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της επιτήρησης (supervision), απαιτούν αξιόπιστη εφαρμογή από επαρκές και κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό. Σε περίπτωση παραβίασης των όρων τους και επιστροφής στη φυλακή, η νομοθεσία θα πρέπει να προβλέπει την αφαίρεση της περιόδου επιτυχούς έκτισης του μέτρου στην κοινότητα, έτσι ώστε να μειώνεται το υπόλοιπο της ποινής που απομένει προς έκτιση.
Η εκπαίδευση των δικαστών και των εισαγγελέων είναι ουσιώδους σημασίας για την ενίσχυση των γνώσεών τους σχετικά με την αποτελεσματικότητα και για την εξοικείωσή τους με τις μη στερητικές της ελευθερίας ποινές. Τα εξειδικευμένα δικαστήρια, όπως τα «Δικαστήρια για τα ναρκωτικά», μπορούν να συμβάλουν στην αύξηση της τεχνογνωσίας σε τόσο περίπλοκα ζητήματα.
Οι Ελληνικές αρχές αποφάσισαν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα του υπερπληθυσμού των φυλακών επεκτείνοντας τη χρήση και ενισχύοντας την αξιόπιστη έκτιση των εναλλακτικών μέτρων, όπως περιγράφεται στο Στρατηγικό Σχέδιο. Ο στόχος αυτός είναι σύμφωνος με τα πρότυπα του Συμβουλίου της Ευρώπης, ότι η στέρηση της ελευθερίας πρέπει να χρησιμοποιείται ως έσχατη λύση και οι προσπάθειες που έχουν καταβληθεί έως τώρα πρέπει να ενθαρρυνθούν και να ενισχυθούν. Ωστόσο, ο ρόλος των Υπηρεσιών Επιμελητών Ανηλίκων και Κοινωνικής Αρωγής (ΥΕΑ & ΚΑ) στο σύστημα απονομής ποινικής δικαιοσύνης στην Ελλάδα δεν φαίνεται να είναι αρκετά γνωστός ή πολύ σαφής σε όλους τους εμπλεκόμενους παράγοντες. Από την άποψη αυτή, χρειάζεται να αναπτυχθεί ένα συγκροτημένο Σχέδιο Δράσης ή κάποιο άλλο κείμενο πολιτικής με σκοπό την ανάπτυξη των Υπηρεσιών αυτών που έχουν την ευθύνη εποπτείας και επιτήρησης των καταδικασθέντων που εκτίουν ποινές στην κοινότητα.
2. Εισαγωγή
Στις 14 Μαρτίου 2011, η Επιτροπή για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων και της Απάνθρωπης ή Ταπεινωτικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας (CPT) του Συμβουλίου της Ευρώπης προέβη σε δημόσια δήλωση, υπό το άρθρο 10, παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων και της Απάνθρωπης ή Ταπεινωτικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας. Αναφερόμενη στις επισκέψεις που είχε πραγματοποιήσει από το 1993, η CPT «παρατήρησε μια σταθερή επιδείνωση στις συνθήκες ζωής και στην μεταχείριση των κρατουμένων κατά τη διάρκεια της παρελθούσας δεκαετίας» και «εντόπισε μια σειρά από θεμελιώδη δομικά προβλήματα τα οποία υποβαθμίζουν τις προσπάθειες βελτίωσης της παρούσας κατάστασης». Στα προβλήματα αυτά συμπεριλαμβάνονται η έλλειψη ενός στρατηγικού σχεδίου διαχείρισης των φυλακών, οι οποίες αποτελούν σύνθετους οργανισμούς, η έλλειψη ενός αποτελεσματικού συστήματος αναφοράς (παραπόνων) και επιτήρησης, καθώς και η ανεπαρκής διαχείριση του προσωπικού. Στις αναφορές της, η CPT έχει υπογραμμίσει την ύπαρξη ακατάλληλων υλικών/δομικών συνθηκών, την απουσία κατάλληλης οργάνωσης και την ελλιπή παροχή υπηρεσιών υγείας. Η επιτροπή συμπέρανε ότι εξαιτίας της πλήρως ανεπαρκούς στελέχωσης σε επίπεδο προσωπικού, ο έλεγχος ορισμένων τμημάτων των φυλακών στις οποίες πραγματοποίησε επίσκεψη, έχει σταδιακά περάσει σε ομάδες «ισχυρών» κρατουμένων. Όλα αυτά τα ζητήματα, επιτείνονται από το σοβαρό ζήτημα του υπερπληθυσμού που απαντάται στην πλειοψηφία των ελληνικών φυλακών»[2]. Σύμφωνα με τη CPT, «η ασφαλής και σίγουρη μεταγωγή των κρατουμένων» δεν μπορούσε πλέον να εξασφαλιστεί.
Τα τελευταία χρόνια, οι αρχές έχουν λάβει σημαντικά μέτρα για την αντιμετώπιση του ζητήματος του υπερπληθυσμού των φυλακών. Τον Απρίλιο του 2015, κατόπιν της επισκέψεώς της, η CPT, ενώ αναγνώρισε τη λήψη μέτρων εκ μέρους των ελληνικών αρχών για τη μείωση του πληθυσμού των φυλακών και τη μείωση του απαράδεκτου φαινομένου του υπερπληθυσμού, κάλεσε τις αρχές να εκπονήσουν ένα Στρατηγικό Πλάνο με έμφαση στην αναθεώρηση της λειτουργίας του σωφρονιστικού συστήματος και στην υιοθέτηση ενός μοντέλου διοίκησης που θα επιδιώκει να επιλύσει τα προβλήματα που αναφύονται κατά την έκτιση των ποινών οι οποίες στοχεύουν στην κοινωνική επανένταξη των κρατουμένων.
Τον Δεκέμβριο του 2016, το Συμβούλιο της Ευρώπης οργάνωσε στην Αθήνα μια συνάντηση με τις ελληνικές αρχές προκειμένου να συζητηθούν πιθανοί τρόποι αποτελεσματικής αντιμετώπισης των επίμονων δυσχερειών που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές φυλακές και που οφείλονται στον υπερπληθυσμό τους. Κατά τη συνάντηση συστήθηκε στις αρχές να αναπτύξουν ένα Στρατηγικό Σχέδιο με αναφορά στις κοινές εμπειρίες άλλων κρατών – μελών, στη γραμμή της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΣΔΑ) και των προτύπων του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Μετά από την προετοιμασία και υιοθέτηση του Στρατηγικού Σχεδίου για το Σωφρονιστικό Σύστημα 2018-2020 από το Ελληνικό Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το Συμβούλιο της Ευρώπης οργάνωσε, στις 12 Δεκεμβρίου 2018, μια συνάντηση με εμπειρογνώμονες και εκπροσώπους των σημαντικότερων θεσμών του ελληνικού δικαστικού συστήματος, προκειμένου να αναλυθούν τα γενεσιουργά αίτια του φαινομένου του υπερπληθυσμού των φυλακών στην Ελλάδα και να συζητηθούν τα απαραίτητα μέτρα που συμπεριλαμβάνονται στο Στρατηγικό Σχέδιο και που στοχεύουν στην αντιμετώπιση της δυσχερούς κατάστασης που επικρατεί στις φυλακές.
3. Υπερπληθυσμός των Φυλακών
Ενώ γίνεται ευρέως δεκτό ότι η φυλάκιση θα έπρεπε να επιλέγεται ως έσχατο μέσο, αρκετές είναι οι Ευρωπαϊκές χώρες στις οποίες υπάρχει πρόθεση υιοθέτησης μιας αυστηρής ποινική πολιτικής. Ακόμα και σήμερα, η παρατεταμένη προσωρινή κράτηση και οι μακροχρόνιες ποινές παρουσιάζονται πολύ συχνά στο δημόσιο διάλογο ως οι καλύτερες μέθοδοι για την προστασία της δημόσιας ασφάλειας, παρόλο που, στην πραγματικότητα, αυτού του είδους τα μέτρα παρακωλύουν τις πιθανότητες των παραβατών να οικοδομήσουν μια νέα, νομοταγή ζωή.
Από την σκοπιά του παρατηρητή των φυλακών, η αξιολόγηση αυτών των θεωρητικών παραδοχών δεν σκιαγραφεί αισιόδοξα σενάρια για τον ρεαλισμό τους.
Από τη στιγμή που ο υπερπληθυσμός των φυλακών παραβιάζει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και τα θεμελιώδη δικαιώματα, η μείωση του πληθυσμού των φυλακών αποτελεί αναπόφευκτη επιταγή. Συχνά, βέβαια, εκφράζονται ανησυχίες εκ μέρους των πολιτών σχετικά με τη δημόσια ασφάλεια και μια υποτιθέμενη «επιείκεια». Το πραγματικό ωστόσο ερώτημα είναι «Πώς μπορεί να επιτευχθεί η οικοδόμησης μιας ασφαλούς κοινωνίας;» και «Ποια μπορεί να είναι η συμβολή της ποινικής πολιτικής;»
Ο υπερπληθυσμός προκαλεί ανησυχία διότι θέτει σε κίνδυνο την ομαλή λειτουργία των καταστημάτων κράτησης, υπονομεύει τις προσπάθειες για αποκατάσταση/επανένταξη και την πρόληψη της υποτροπής και είναι, επομένως, κοινωνικά επιζήμιος, πέραν του γεγονότος ότι αποτελεί απειλή για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ο υπερπληθυσμός είναι αποτέλεσμα της υπερβολικής χρήσης της στερητικής της ελευθερίας ποινής. Είναι κοινώς αποδεκτό στην εποχή μας ότι μια τιμωρητική ποινική πολιτική, αυστηρές ποινές και μια αύξηση του αριθμού των πολιτών που στερούνται την ελευθερία τους σε μια κοινωνία, δεν αποτελούν ένδειξη ούτε της μείωσης του αριθμού των διαπραχθέντων εγκλημάτων ή της βαρύτητάς τους, ούτε της βελτίωσης του υποκειμενικού αισθήματος ασφάλειας που επικρατεί στο γενικό πληθυσμό.
Κατά τον ίδιο τρόπο, οι δείκτες φυλάκισης, όπως εκφράζονται από τον αριθμό των κρατουμένων ανά 100.000 κατοίκους, δεν αντανακλούν το ποσοστό εγκληματικότητας σε μια κοινωνία. Οι δείκτες φυλάκισης στα Κράτη Μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης κυμαίνονται από 43,9 στην Ισλανδία έως περίπου 439,2 στη Ρωσική Ομοσπονδία[3]. Μια τέτοια απόκλιση στους δείκτες φυλάκισης δεν μπορεί να αποτελεί αποκλειστικό ζήτημα διαφορετικών επιπέδων εγκληματικότητας, αλλά μάλλον προκύπτει από πολιτικές επιλογές. Εδώ αλληλεπιδρούν ποικίλοι σύνθετοι κοινωνικοί μηχανισμοί:
Διαπραχθέντα εγκλήματα = πρόληψη, αποποινικοποίηση
Δηλωθέντα εγκλήματα – εναλλακτικές μορφές επίλυσης της διαφοράς
Διωχθέντα = μεσολάβηση
Διαλευκανθέντα - αποτελεσματικότητα αστυνομίας
Εγκλήματα για τα οποία έχει απαγγελθεί ποινή = εναλλακτικές, σε αναστολή ή βραχύχρονες ποινές
Φυλάκιση – στρατηγικές ‘πίσω πόρτας’
εναπομείναντες κρατούμενοι
Δεν αναφέρονται στην αστυνομία, ούτε εμφανίζονται στις στατιστικές της εγκληματικότητας όλα τα αδικήματα. Μόνο ένα μέρος των αδικημάτων για τα οποία έχει καταχωρηθεί επίσημη καταγγελία θα διωχθεί, θα διαλευκανθεί και θα προσαχθεί στο δικαστήριο. Οι καταδικαστικές αποφάσεις θα είναι ακόμα λιγότερες, και από αυτές μόνο ορισμένες θα οδηγήσουν σε φυλάκιση. Μια συνεπής και συνεκτική ποινική πολιτική πρέπει να προσεγγίσει καθεμία από αυτές τις επιμέρους πτυχές και να τις συντονίσει σε μια προληπτική και αντικειμενική στρατηγική ώστε να επιτύχει, με προσιτό κόστος. το στόχο της δημιουργίας μιας ασφαλούς κοινωνίας με πλήρη σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα. Η στέρηση της ελευθερίας μπορεί να αποτελέσει μέτρο έσχατης λύσης και να εφαρμοστεί μόνο σε περίπτωση που οι δυνατότητες όλων των άλλων επιπέδων πρόληψης της εγκληματικής συμπεριφοράς, δεν αποβούν λειτουργικές και αποτελεσματικές, όπως: η εξώδικη επίλυση των διαφορών, οι εναλλακτικές λύσεις στην δίωξη, οι εναλλακτικές ποινές, η στρατηγική ‘της μπροστινής και της πίσω πόρτας’. Η μείωση του υπερπληθυσμού αποτελεί όρο sine qua non ώστε να καταστεί η επανένταξη αποτελεσματική και να συμβάλει, έτσι, στη δημιουργία μιας ασφαλέστερης κοινωνίας.
4. Το Συμβούλιο της Ευρώπης και ο υπερπληθυσμός των φυλακών
Το 2014, ύστερα από σχετική πρόταση που πραγματοποιήθηκε στο 19ο Συνέδριο των Διευθυντών Φυλακών και Υπηρεσιών Δοκιμασίας (Probation), το Συμβούλιο της Ευρώπης σχημάτισε μία Ομάδα Εργασίας, αποτελούμενη από δικαστές, εισαγγελείς, αντιπροσώπους των υπουργείων δικαιοσύνης και τους προέδρους των Επιτροπών που ασχολούνται με ζητήματα δικαιοσύνης, με αποστολή την εκπόνηση της Λευκής Βίβλου για τον Υπερπληθυσμό των Φυλακών CM (2016) 121), με σκοπό την υποβοήθηση των Κρατών – Μελών στην αντιμετώπιση του προβλήματος του υπερπληθυσμού των φυλακών. Αιτία της πρωτοβουλίας αυτής στάθηκε το γεγονός ότι πολλά χρόνια ύστερα από την υιοθέτηση της Σύστασης της Επιτροπής των Υπουργών R(99)22 σχετικά με τον υπερπληθυσμό των φυλακών και την αύξηση του αριθμού των κρατουμένων, το πρόβλημα όχι μόνο απείχε πολύ από το να θεωρηθεί λυμένο, αλλά αντιθέτως, είχε καταστεί ακόμα πιο ανησυχητικό απ’ ό,τι ήταν στο παρελθόν. Σκοπός ήταν να βοηθηθούν οι εθνικές αρχές ώστε να ξεκινήσουν έναν διάλογο ανάμεσα σε δικαστές, εισαγγελείς, νομοθέτες, επικεφαλής στη λήψη αποφάσεων, και υπηρεσίες φυλακών και δοκιμασίας, ώστε να συμφωνήσουν σε μακροπρόθεσμες εθνικές στρατηγικές και συγκεκριμένες δράσεις, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα του υπερπληθυσμού των φυλακών. Βάση για την πρωτοβουλία αυτή υπήρξε η θεώρηση του υπερπληθυσμού ως φαινομένου που δεν αποτελεί πρόβλημα της Διοίκησης της Φυλακής – ή αποκλειστικά της Διοίκησης της Φυλακής – αλλά πρόβλημα στο οποίο εμπλέκονται ποικίλοι παράγοντες του συστήματος απονομής ποινικής δικαιοσύνης.
Τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια, αρκετές Ευρωπαϊκές χώρες έρχονται αντιμέτωπες με έναν αυξανόμενο αριθμό κρατουμένων και με τη σταδιακή μετατροπή των φυλακών σε αποθήκες ατόμων στα οποία έχει επιβληθεί ποινή στερητική της ελευθερίας, σε χώρους που στερούνται προγραμμάτων θεραπείας και αποκατάστασης για τους κρατούμενους και που προορίζονται αποκλειστικά για την περιορισμένη στέγαση ορισμένων ατόμων για μια συγκεκριμένη περίοδο της ζωής τους.
Πολλά ευρωπαϊκά σωφρονιστικά συστήματα αντιμετωπίζουν δυσχέρειες στην εξασφάλιση αποδεκτών συνθηκών κράτησης για τον ολοένα αυξανόμενο αριθμό κρατουμένων στις φυλακές. Για το λόγο αυτό, δεν προξενούν έκπληξη οι ολοένα και πιο συχνά διαπιστούμενες παραβιάσεις του Άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΣΔΑ) από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), στη βάση του υπερπληθυσμού των φυλακών. Η νομολογία του ΕΔΔΑ αναφορικά με τις παραβιάσεις του Άρθρου 3 επικεντρώνεται όλο και περισσότερο στις συνθήκες κράτησης και στην έλλειψη ενός συστήματος εγχώριων ενδίκων μέσων, ικανού να σταματήσει την «απάνθρωπη κι εξευτελιστική μεταχείριση» στη φυλακή εξαιτίας του υπερπληθυσμού.
Το ΕΔΔΑ έχει επισημάνει ότι, σε ορισμένες περιστάσεις, ο υπερπληθυσμός μπορεί να θεωρηθεί τόσο σοβαρός ώστε να δικαιολογήσει την παραβίαση του Άρθρου 3. Σε ορισμένες περιπτώσεις το ΕΔΔΑ καταδίκασε τα κράτη (που παραβίασαν το ά. 3) και ζήτησε να καταρτίσουν ένα Σχέδιο που να στοχεύει στην παύση της κατάστασης αυτής και στην αντικατάσταση της τρέχουσας προσέγγισης από ένα πιο ευέλικτο σύστημα, όπου η κράτηση θα θεωρείται πράγματι ως μέτρο έσχατης λύσης, ενώ από τις δικαστικές αρχές θα εφαρμόζεται μια σειρά εναλλακτικών κυρώσεων και μέτρων.
Θα πρέπει να καταστεί σαφές – αξιωματικά – ότι η επιβολή μιας στερητικής της ελευθερίας ποινικής κύρωσης δεν μπορεί ποτέ να οδηγήσει σε αφαίρεση θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου στο οποίο επιβάλλεται η κύρωση, παρά την πιθανότητα επιβολής κάποιων περιορισμών στην άσκηση συγκεκριμένων δικαιωμάτων συνεπεία της στέρησης της ελευθερίας. Και τα δύο θεμελιώδη δικαιώματα είναι το δικαίωμα στην προσωπική ακεραιότητα και το δικαίωμα στην αξιοπρέπεια.
Είναι σημαντική η αναφορά στο Άρθρο 3 της ΕΣΔΑ ότι «Κανείς δεν επιτρέπεται να υποβληθεί εις βασάνους ούτε σε ποινές ή μεταχείριση απάνθρωπες ή εξευτελιστικές». Στην απαγόρευση που εκφράζεται από αυτό το άρθρο δεν μπορεί να υπάρξει εξαίρεση: κανείς δεν μπορεί να επικαλεστεί εξαιρετικές περιστάσεις οποιουδήποτε είδους ώστε να μειώσει την απολυτότητα αυτής της απαγόρευσης και να επιτρέψει πρακτικές που δεν σέβονται την αξιοπρέπεια του ατόμου στο οποίο έχει επιβληθεί στέρηση της ελευθερίας από δημόσια αρχή.
Για την καταπολέμηση των βασανιστηρίων και της απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης, τρεις διαφορετικές δράσεις πρέπει να ληφθούν από τα Κράτη - Μέλη: πρόληψη, καταστολή και αποζημίωση. Τα κράτη δεν πρέπει μόνο να απέχουν από τέτοιες πρακτικές, αλλά και να λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα για να τις αποτρέψουν. Επιπλέον, πρέπει να καταστέλλουν τέτοιου είδους πρακτικές όποτε αυτές εφαρμόζονται και να αποζημιώνουν τα θύματα για τις ζημίες που τους προκλήθηκαν, παρέχοντας τα απαραίτητα μέσα που θα εξασφαλίσουν την πλήρη αποκατάστασή τους. Η πρόληψη αποτελεί τη βασική προσέγγιση του Συμβουλίου της Ευρώπης και η δραστηριότητα πολλών οργάνων του Συμβουλίου της Ευρώπης (ειδικότερα της CPT) βασίζεται σε αυτή την προσέγγιση.
Ωστόσο, είναι συχνές οι παραβιάσεις του Άρθρου 3 της ΕΣΔΑ και εναπόκειται στο ΕΔΔΑ να εντοπίσει την έλλειψη ειδικής πολιτικής των Κρατών Μελών που θα οδηγούσε στην εξάλειψη όλων των παραγόντων εκείνων οι οποίοι, σωρευτικά εφαρμοζόμενοι, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια κατάσταση που εμπίπτει στον ορισμό της “απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης”. Επίσης, ‘πιλοτικές’ αποφάσεις εκδίδονται όταν εντοπίζεται συστημική ανεπάρκεια ενός συστήματος επιβολής του νόμου.
Στις 8 Ιανουαρίου 2013, το ΕΔΔΑ εξέδωσε μια τέτοια ‘πιλοτική’ απόφαση που αφορούσε το σοβαρό πρόβλημα του υπερπληθυσμού των Ιταλικών φυλακών και τις εκεί συνθήκες κράτησης. Το ΕΔΔΑ αποφάνθηκε ότι οι συνθήκες κράτησης υπό τις οποίες διαβιούσαν οι επτά αιτούντες της εξετασθείσας υπόθεσης παραβίαζαν το Άρθρο 3 της ΕΣΔΑ (Υπόθεση Torregiani και έξι αιτούντες κατά Ιταλίας – αίτηση αρ. 22635/03). Την απόφαση αυτή ακολούθησε μια άλλη απόφαση το 2009 που αφορούσε άσχημες συνθήκες κράτησης εξαιτίας του υπερπληθυσμού των φυλακών στην Ιταλία, όταν το ΕΔΔΑ δέχτηκε καταγγελία από μεμονωμένο κρατούμενο και διαπίστωσε παραβίαση του Άρθρου 3 (Υπόθεση Sulejmanovič εναντίον Ιταλίας – αίτηση αρ. 22635/03)[4].
Στην πραγματικότητα, κατά την περίοδο της απόφασης του 2013, εκκρεμούσαν περισσότερες από 3.000 ιταλικές υποθέσεις ενώπιον του ΕΔΔΑ οι οποίες παρουσίαζαν την ίδια ακριβώς κατάσταση. Ο μεγάλος αριθμός επαναλαμβανόμενων περιπτώσεων υπήρξε ενδεικτικός της διαρθρωτικής ανεπάρκειας του υφιστάμενου συστήματος στην Ιταλία. Ως εκ τούτου, το ΕΔΔΑ, στη βάση του άρθρου 46 § 1 της ΕΣΔΑ, κατέφυγε στην ειδική διαδικασία της ‘πιλοτικής’ απόφασης του άρθρου 61 § 3 του Κανονισμού του Δικαστηρίου και:
- διαπίστωσε ότι υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 3 της Σύμβασης.
- έδωσε οδηγίες στην Ιταλία σχετικά με την πορεία των μέτρων που θα έπρεπε να ληφθούν για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα και να επιτευχθεί η αναδιάρθρωση του συστήματος φυλακών σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το Άρθρο 3 της ΕΣΔΑ.
- ζήτησε την υιοθέτηση ενός Σχεδίου Δράσης βασισμένου στις οδηγίες του, συμπεριλαμβανομένης της παροχής εγχώριων ενδίκων μέσων, τόσο προληπτικών, όσο και αντισταθμιστικών.
- ανέστειλε τον έλεγχο των υπόλοιπων υποθέσεων και αποφάσισε να ολοκληρώσει την εκδίκασή τους ένα χρόνο μετά την εκδοθείσα ‘πιλοτική’ απόφαση.
Τρεις ακόμα ‘πιλοτικές’ αποφάσεις σε αυτόν τον τομέα είναι ενδεικτικές της προσέγγισης του ΕΔΔΑ. Συγκεκριμένα:
- Ananyev και λοιποί εναντίον Ρωσίας, νο 42525/07, 10 Ιανουαρίου 2012. Στην συγκεκριμένη υπόθεση το δικαστήριο διαπίστωσε την ύπαρξη δομική ανεπάρκειας για την κράτηση ατόμων που είναι προφυλακισμένα. Η απόφαση εμπεριέχει μια μακρά και λεπτομερή ανάλυση των αιτιών του προβλήματος και δίνει κατεύθυνση για το Σχέδιο Δράσης (που παρουσιάστηκε στις 19 Απριλίου 2017). Το ΕΔΔΑ ζήτησε να μειωθεί σε σημαντικό βαθμό η χρησιμοποίηση της προσωρινής κράτησης (και όσον αφορά τον αριθμό προσφυγών σε αυτήν, αλλά και όσον αφορά τη διάρκειά της) και πρότεινε άλλα πιθανά μέτρα ελέγχου για διάφορα εγκλήματα. Δύο σημαντικές αναφορές είναι οι εξής: η σύσταση R (99) 22 της Επιτροπής Υπουργών σχετικά με τον υπερπληθυσμό των φυλακών και την αύξηση του αριθμού των κρατουμένων και οι εννέα βασικές αρχές της σύστασης CM (2006)2 για τους Ευρωπαϊκούς Σωφρονιστικούς Κανόνες.
- Iacov Stanciu εναντίον Ρουμανίας, αρ 35972/05, 24 Ιουλίου 2012, που αφορά επίσης τις συνθήκες κράτησης εξαιτίας του υπερπληθυσμού των φυλακών και επίσης την αναγκαιότητα ύπαρξης εγχώριων ένδικων μέσων.
- Sikorski εναντίον. Πολωνίας και Orchowski εναντίοv Πολωνίας (2009). Οι δύο αυτές υποθέσεις είναι αρκετά συναφείς (όσον αφορά τη δομή της απόφασης, με την Ιταλική υπόθεση Torreggiani). Αυτές οι δύο υποθέσεις είναι σημαντικές, λόγω της σχέσης μεταξύ των αποφάσεων του ΕΔΔΑ και των αποφάσεων του εθνικού Συνταγματικού Δικαστηρίου (εν προκειμένω του Πολωνικού). Το 2008 το Πολωνικό Συνταγματικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο υπερπληθυσμός οδηγεί με βεβαιότητα σε απάνθρωπη ή εξευτελιστική τιμωρία, παραβιάζοντας το άρθρο 40 του Πολωνικού Συντάγματος[5].
Σε όλες αυτές τις υποθέσεις το ΕΔΔΑ συνυπολόγισε δύο παράγοντες: την διάστασή των κελιών – περίπου 2,37 τ.μ. ανά άτομο – και τις δραστηριότητες εκτός κελιού.
Η νομολογία του ΕΔΔΑ σχετικά με τις διαστάσεις των κελιών έφτασε στο τελικό της συμπέρασμα με την απόφαση που έλαβε το Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως στην υπόθεση Mursic εναντίον Κροατίας (20 Οκτωβρίου 2016)[6]. Εκεί το ΕΔΔΑ αναφέρθηκε στην προσέγγιση που υιοθετήθηκε στην υπόθεση Ananyev και λοιποί εναντίον Ρωσίας και βασίζεται στην έννοια του «ισχυρού τεκμηρίου». Επί τη βάσει εμπεριστατωμένης ανάλυσης της προηγούμενης σχετικής με το θέμα νομολογίας του, στην προκειμένη υπόθεση το ΕΔΔΑ πρότεινε το ακόλουθο «τεστ»/δοκιμασία για τον έλεγχο της ύπαρξης υπερπληθυσμού: 1) κάθε κρατούμενος πρέπει να έχει ατομικό χώρο ύπνου στο κελί, 2) κάθε κρατούμενος πρέπει να διαθέτει χώρο έκτασης τουλάχιστον 3 τ.μ., 3) η ολική επιφάνεια του κελιού πρέπει να επιτρέπει στους κρατούμενους να κινούνται ελεύθερα μεταξύ των αντικειμένων-επίπλων που υπάρχουν στο κελί. Το δικαστήριο υπογράμμισε ότι η απουσία οποιουδήποτε από τα κριτήρια αυτά δημιουργεί per se ένα ισχυρό τεκμήριο ότι οι συνθήκες κράτησης ισοδυναμούν με εξευτελιστική μεταχείριση και παραβιάζουν το Άρθρο 3[7].
Το Άρθρο 3 της ΕΣΔΑ είναι απαραβίαστο, όπως απαραβίαστοι είναι και οι Ευρωπαϊκοί Σωφρονιστικοί Κανόνες που υπογραμμίζουν ότι «η επιβολή ποινών φυλάκισης και η μεταχείριση των κρατουμένων απαιτούν να λαμβάνονται υπόψη τα ζητήματα της ασφάλειας, της προστασίας και της πειθαρχίας, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα συνθήκες κράτησης στις φυλακές που δεν προσβάλλουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια των κρατουμένων, και που προσφέρουν σημαντικές δραστηριότητες απασχόλησης και θεραπευτικά προγράμματα για τους κρατούμενους, προετοιμάζοντάς τους έτσι για την επανένταξή τους στην κοινωνία»[8], ότι «ως αιτία για την ύπαρξη συνθηκών φυλάκισης που παραβιάζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα των κρατουμένων δεν μπορεί να προβληθεί η έλλειψη πόρων [9] και ότι «κάθε τύπου κράτηση στη φυλακή πρέπει να οργανώνεται από τη διοίκηση με τέτοιον τρόπο ώστε να διευκολύνει την επανένταξη των ατόμων που στερήθηκαν την ελευθερία τους».[10]
Τα κριτήρια της CPT[11] σχετικά με το χώρο διαβίωσης ανά κρατούμενο στις φυλακές τονίζουν την ανάγκη να γίνει κατανοητό ότι ο κανόνας των 4 τ.μ. ανά άτομο για κελί που προορίζεται για περισσότερα του ενός άτομα και 6 τ.μ. για κελί που προορίζεται για ένα άτομο, θα πρέπει να αποτελεί «κανόνα που ισχύει πάντα αναφορικά με τον ελάχιστο ζωτικό χώρο […] σε ένα κελί».[12] Ο χώρος υγιεινής (που, στα κελιά που χρησιμοποιούνται από περισσότερους από έναν κρατούμενους, θα πρέπει να είναι πλήρως διαχωρισμένος) δεν πρέπει να συνυπολογίζεται, αλλά πρέπει να προστίθεται σε αυτό τον ελάχιστο αριθμό τετραγωνικών μέτρων που τίθεται ως κριτήριο. Επιπλέον, η απόσταση μεταξύ των τοίχων πρέπει να υπερβαίνει τα 2 μέτρα ενώ το ύψος δεν πρέπει να είναι μικρότερο από 2,5 μέτρα. Αυτά τα ελάχιστα κριτήρια ισχύουν επίσης για τα κελιά απομόνωσης, ασφάλειας και διαχωρισμού. Η CPT επαναλαμβάνει τις θεμελιώδεις αντιρρήσεις της όσον αφορά την ύπαρξη θαλάμων, εξαιτίας της έλλειψης ιδιωτικότητας των κρατουμένων που φιλοξενούνται σε αυτούς, καθώς και του αυξημένου κινδύνου βίας και εκφοβισμού μεταξύ των κρατουμένων.
Αναφερόμενη στον κανόνα 18.5 των Ευρωπαϊκών Σωφρονιστικών Κανόνων[13] ο οποίος προκρίνει «τα ατομικά κελιά, εκτός των περιπτώσεων όπου είναι προτιμότερο (για τους κρατούμενους) να μοιράζονται κατάλυμα ύπνου» και (αναφερόμενη) στην σχεδόν 30-χρονη εμπειρία της, η CPT, όσον αφορά τα κελιά που χρησιμοποιούνται από περισσότερους από έναν κρατούμενους, προωθεί το επιθυμητό πρότυπο των 4 τ.μ. ανά κρατούμενο, συν επιπροσθέτως 2 τ.μ. για κάθε κελί, συνολικά δηλαδή 10 τ.μ. για 2 άτομα, 14 τ.μ. για 3 άτομα, 18 τ.μ. για 4 άτομα, χωρίς να συνυπολογίζονται σε αυτά οι χώροι υγιεινής. Στη βάση αυτών των κριτηρίων θα πρέπει να διενεργηθεί από τις Ελληνικές αρχές διεξοδική αξιολόγηση όλων ανεξαιρέτως των χώρων στους οποίους τοποθετούνται κρατούμενοι. Η χρήση κελιών που δεν συμμορφώνονται με τα κριτήρια αυτά πρέπει να απαγορευθεί. Ακολούθως, η χωρητικότητα των καταστημάτων κράτησης χρειάζεται να επανεκτιμηθεί σύμφωνα με τα παραπάνω.
Στο πλαίσιο αυτό, η Λευκή Βίβλος για τον υπερπληθυσμό των φυλακών CM (2016) 121), που καταρτίστηκε από το Συμβούλιο Ποινολογικής Συνεργασίας (PC-CP) το 2011 και εγκρίθηκε από την Επιτροπή Υπουργών[14] - υπογράμμισε την ανάγκη ύπαρξης ενός γενικού ορισμού του ελάχιστου χώρου που πρέπει να διασφαλίζεται για κάθε κρατούμενο σε εθνικό επίπεδο (Κανόνας 18.1): «Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ανάμεσα στα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης υπάρχουν σημαντικές διαφορές όσον αφορά τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των θέσεων κράτησης και, ως εκ τούτου, τα δεδομένα που σχετίζονται με τη χωρητικότητα των φυλακών θα πρέπει να αξιολογούνται σε σχέση με τον πραγματική έκταση /τετραγωνικά μέτρα που διατίθεται σε κάθε κρατούμενο, καθώς επίσης και σε σχέση με το χρόνο που αυτός περνάει καθημερινά στο κελί. Θα πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι ο χώρος και τα τετραγωνικά μέτρα δεν είναι οι μόνοι σημαντικοί παράγοντες που θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την εκτίμηση των προβλημάτων υπερπληθυσμού. Τα προβλήματα υπερπληθυσμού αποτελούν μέρος και συνδέονται στενά με το γενικό ζήτημα της ανάγκης για παροχή κατάλληλων συνθηκών κράτησης, συμπεριλαμβανομένης της στελέχωσης με προσωπικό και της παροχής σημαντικών δραστηριοτήτων που να πληρούν τα διεθνή πρότυπα και να αποσκοπούν στην επανακοινωνικοποίηση των κρατουμένων».
5. Ανάλυση των γενεσιουργών αιτιών του υπερπληθυσμού των φυλακών στην Ελλάδα
Ο πληθυσμός των φυλακών είναι το αποτέλεσμα που προκύπτει από ένα συνδυασμό παραγόντων: τις ροές των εισερχομένων στη φυλακή, τη διάρκεια της προσωρινής κράτησης και των στερητικών της ελευθερίας ποινών και τη χορήγηση και ανάκληση του μέτρου της υφ' όρων απόλυσης. Οι διαχρονικές τάσεις και οι διεθνείς συγκρίσεις είναι πιο εύκολο να γίνουν κατανοητές μέσα από τον δείκτη φυλάκισης (prison rate), δηλαδή τον αριθμό των κρατουμένων ανά 100.000 κατοίκους.
5.1 Πληθυσμός φυλακών
Η Ελλάδα έχει μια αυξανόμενη τάση στον δείκτη φυλάκισης κατά τη διάρκεια των τελευταίων 10 χρόνων, με μια μικρή μείωση μετά το 2015 (πίνακας 1; γράφημα 1).
Πίνακας 1: Πληθυσμός φυλακών και δείκτης φυλάκισης (2005 - 2015)
Γράφημα 1: Διακύμανση δείκτη φυλάκισης 2005 – 2015
Ο παραπάνω δείκτης φυλάκισης της Ελλάδας φαίνεται εκ πρώτης όψεως να είναι αντιπροσωπευτικός του Ευρωπαϊκού “μέσου όρου”. Ωστόσο, μια πιο κοντινή ματιά δείχνει ότι η Ελλάδα επιβαρύνεται με έναν εξαιρετικά υψηλό αριθμό (πολύ) μακροχρόνιων ποινών φυλάκισης – και αυτό παρά το σχετικά χαμηλό και με τάση μείωσης επίπεδο της εγκληματικότητας. Συγκρίνοντας τη στατιστική των φυλακών στην Ελλάδα με την Ευρωπαϊκή διάμεσο (median), καθίσταται σαφές ότι η Ελλάδα έχει μικρότερο αριθμό (χαμηλότερη ροή – lower flow) εισερχομένων στη φυλακή (SPACE I (2016) Πίνακας 8: επίπεδο 110,4 έναντι Ευρωπαϊκής διάμεσου 166,7 το 2014), πολύ λιγότερες βραχυχρόνιες ποινές (1 Σεπτεμβρίου 2015: 1,7% έναντι 13,5% ποινές φυλάκισης μικρότερες του 1 έτους) και μέσης διάρκειας ποινές στερητικές της ελευθερίας (6,6% έναντι 55% ποινές φυλάκισης πάνω από 1 και έως 5 έτη), και το υψηλότερο ποσοστό μακροχρόνιων ποινών στερητικών της ελευθερίας από όλα τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης: 77,3% έναντι 33,4% ποινές άνω των 5 ετών, 47,8% έναντι 11,8% ποινών μεταξύ 10 και 20 ετών και 13,1% έναντι 1,7% κρατουμένων με ποινές ισόβιας κάθειρξης (πίνακας 2).
Πίνακας 2: Διάρκεια των επιβαλλόμενων ποινών, πληθυσμός φυλακών
Η Ελλάδα επίσης εμφανίζει πολύ χαμηλότερο αριθμό ροών εξερχομένων από τη φυλακή (SPACE I (2016) Πίνακας 9: τιμή 86,3 έναντι 155,0 το 2014), γεγονός το οποίο συνδέεται με το υψηλότερο ποσοστό κρατουμένων με μακροχρόνιες ποινές αλλά φαίνεται επίσης να υποδηλώνει και περιορισμένη χρήση των μηχανισμών πρόωρης απόλυσης γι' αυτή την κατηγορία κρατουμένων.
Τέλος, η Ελλάδα αντιμετωπίζει ένα υψηλό ποσοστό αλλοδαπών κρατουμένων (SPACE I (2016) Πίνακας 4: 54,5% έναντι 10,8% την 1η Σεπτεμβρίου 2015), γεγονός που δημιουργεί προκλήσεις κατά την εφαρμογή ποινών μη στερητικών της ελευθερίας και ποινών τόσο κατά το στάδιο της προσωρινής κράτησης, όσο και κατά την επιμέτρηση της ποινής και την υφ' όρο απόλυση.
Μόνη η ιδιότητα του αλλοδαπού δεν μπορεί ποτέ να θεμελιώσει διαφορετική μεταχείριση. Ωστόσο, μια διάκριση μεταξύ των αλλοδαπών που διαμένουν νόμιμα στην Ελλάδα και των αλλοδαπών χωρίς άδεια παραμονής θα ήταν χρήσιμη, καθώς τα άτομα που δεν διαμένουν στη χώρα μπορεί να μην πληρούν τις νόμιμες προϋποθέσεις για τη χορήγηση ποινών μη στερητικών της ελευθερίας και επομένως να συμβάλλουν στην αύξηση των τιμών φυλάκισης (το Λουξεμβούργο μπορεί να αναφερθεί ως παράδειγμα, καθώς 50% του πληθυσμού των φυλακών είναι αλλοδαποί μη νόμιμοι κάτοικοι της χώρας, 25% αλλοδαποί νόμιμοι κάτοικοι και 25% ημεδαποί).
5.2 Εγκληματικότητα;
Όλες οι διεθνείς συγκριτικές μελέτες επιβεβαιώνουν ότι δεν υπάρχει αυτόματη σύνδεση μεταξύ της εγκληματικότητας και του πληθυσμού των φυλακών, καθώς τα δύο μεγέθη αναπτύσσονται σχετικά ανεξάρτητα το ένα από το άλλο (Zimring & Hawkins, 1991; Snacken, Beyens, Tubex, 1995; Tonry, 2007; Lappi-Seppala, 2012; Snacken, 2015[15]). Αυτό το ερευνητικό πόρισμα αποτελεί και τη βάση της Σύστασης του Συμβουλίου της Ευρώπης R (99) 22 για τον υπερπληθυσμό των φυλακών και την αύξηση του αριθμού των κρατουμένων καθώς και της Λευκής Βίβλου για τον Υπερπληθυσμό των Φυλακών CM (2016) 121).
Το Γράφημα 2 αποτυπώνει πώς η εγκληματικότητα δεν μπορεί να επηρεάσει τους πληθυσμούς των κρατουμένων χωρίς να περάσει μέσα από το “φίλτρο” του συστήματος απονομής ποινικής δικαιοσύνης. Η επίδραση της εγκληματικότητας, επομένως, εξαρτάται από τις πολιτικές και τις πρακτικές που αναπτύσσονται και υιοθετούνται για την διαχείριση της εγκληματικότητας σε όλα τα επίπεδα αυτού του συστήματος (νομοθεσία, αστυνομία και αστυνόμευση, άσκηση ποινικής δίωξης, επιβολή προσωρινής κράτησης, επιμέτρηση της ποινής, υφ’ όρον απόλυση) και τη θέση που έχει ο εγκλεισμός σε αυτές τις πολικές και πρακτικές. Ωστόσο, η εγκληματικότητα παραμένει ένας από τους παράγοντες αυτού του σύνθετου μηχανισμού, καθώς ιδίως εγκληματικά συμβάντα ή χαρακτηριστικά μπορούν και συχνά πράγματι επηρεάζουν την κοινή γνώμη, την καταγραφή στα μέσα ενημέρωσης και την πολιτική συζήτηση για θέματα εγκληματικότητας και ποινικής αντιμετώπισης των δραστών (Snacken, Beyens & Tubax, 1995; Snacken, 2015). Αυτές οι παράμετροι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στο σχεδιασμό της ποινικής πολιτικής προκειμένου να εξασφαλίζεται η αναγκαία νομιμοποίηση και αξιοπιστία (βλ. παρακάτω).
Γράφημα 2: Μηχανισμοί μεταβολών του πληθυσμού των φυλακών
Ο Πίνακας 3 συγκρίνει τους δείκτες εγκληματικότητας στην Ελλάδα με την Ευρωπαϊκή διάμεσο για την περίοδο 2007 – 2011.
Πίνακας 3: Εγκλήματα ανά 100 000 κατοίκους – Ελλάδα και Ευρωπαϊκή διάμεσος (2007 – 2011)
2007 | 2008 | 2009 | 2010 | 2011 | Μεταβολή | |
Σύνολο Ελλάδα | 3790 | 3746 | 3436 | 2954 | 1716 | -55 |
Μέση τιμή | 3776 | 3802 | 3768 | 3797 | 3612 | |
Ανθρωποκτονία/ τετελ/νη
|
2.1/1.0 | 2.2/1.1 | 2.2/1.1 | 2.2/1.0 | 1.9/0.9 | -8/ -10 |
3.1/1.6 | 3.0/1.5 | 3.1/1.4 | 2.8/1.3 | 2.8/1.4 | ||
Σωματικές βλάβες | 184 | 181 | 178 | 176 | 139 | -24 |
126 | 116 | 128 | 117 | 135 | ||
Σεξουαλική εκμετάλλευση | 7 | 8 | 10 | 7 | 5 | -28 |
19 | 20 | 20 | 20 | 19 | ||
Βιασμός | 2.0 | 2.2 | 2.2 | 2.1 | 1.6 | -18 |
5.3 | 4.9 | 4.6 | 5.1 | 5.5 | ||
Ληστεία | 25 | 28 | 37 | 39 | 40 | +58 |
57 | 50 | 50 | 48 | 42 | ||
Κλοπή | 690 | 756 | 811 | 853 | 871 | +26 |
1745 | 1715 | 1783 | 1872 | 1754 | ||
Διάρρηξη | 339 | 394 | 419 | 460 | 492 | +45 |
471 | 475 | 472 | 482 | 515 | ||
Νόμος περί ναρκωτικών | 71 | 88 | 92 | 77 | 66 | -7 |
155 | 151 | 146 | 141 | 151 |
Πηγή: European Sourcebook on Crime and Criminal Justice (2014/2017), Πίνακας 1.a
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι:
- Οι συνολικοί δείκτες εγκληματικότητας έχουν μειωθεί σημαντικά και είναι χαμηλότεροι από την Ευρωπαϊκή διάμεσο.
- Τα εγκλήματα κατά του προσώπου όπως η ανθρωποκτονία, οι σωματικές βλάβες και η σεξουαλική εκμετάλλευση έχουν μειωθεί σημαντικά και είναι χαμηλότερα από την Ευρωπαϊκή διάμεσο. Αν και οι αριθμοί για τις σωματικές βλάβες και τη σεξουαλική εκμετάλλευση εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την αναφορά στις αρχές και τις πρακτικές καταγραφής τους από την αστυνομία, δεν συμβαίνει το ίδιο για τις περιπτώσεις ανθρωποκτονίας, οι οποίες και θεωρούνται συνήθως ο πιο ακριβής δείκτης για διεθνείς συγκρίσεις των επιπέδων της εγκληματικότητας.
- Τα εγκλήματα κατά τις ιδιοκτησίας έχουν αυξηθεί αλλά παραμένουν σε επίπεδα σημαντικά χαμηλότερα (κλοπή) ή ίσα (ληστεία, διάρρηξη) με την Ευρωπαϊκή διάμεσο.
- Τα εγκλήματα του νόμου περί ναρκωτικών εμφανίζουν ελαφριά πτώση και βρίσκονται σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα από την Ευρωπαϊκή μέση τιμή.
Από τις στατιστικές της αστυνομίας που μας χορηγήθηκαν από τις αρχές πριν τη συνάντηση εργασίας της Αθήνας προκύπτει ότι αυτή η τάση συνεχίζεται για την περίοδο 2010 – 2017.
Από το συνδυασμό των σχετικά χαμηλών επιπέδων της εγκληματικότητας και των μακροχρόνιων στερητικών της ελευθερίας ποινών προκύπτει καθαρά ότι το πρόβλημα του υπερπληθυσμού των φυλακών στην Ελλάδα είναι πρωτίστως πρόβλημα πολύ αυστηρής ποινικής πολιτικής και νομοθεσίας.
5.3 Ελληνική ποινική πολιτική
Ο Rutherford (1984)[16] έχει περιγράψει τρεις τύπους ποινικής πολιτικής σε σχέση με τη χρήση της στερητικής της ελευθερίας ποινής.
Πρώτον, η περιοριστική πολιτική, η οποία βασίζεται σ’ ένα σταθερό σκεπτικισμό απέναντι στα πιθανά πλεονεκτήματα του εγκλεισμού σε όλα τα επίπεδα του συστήματος απονομής δικαιοσύνης, στην άρνηση να αποδεχθεί το φαινόμενο του υπερπληθυσμού, στην αποφυγή ίδρυσης νέων φυλακών, και στην ανάπτυξη πολιτικών τόσο για τη μείωση των εισαγωγών κρατουμένων στο σύστημα (πολιτικές “μπροστινής πόρτας”) όσο και για τη μείωση της διάρκειας παραμονής στη φυλακή (πολιτικές “πίσω πόρτας”). Τα παραδείγματά του της Αγγλίας (1908-1938), της Ιαπωνίας (1950-1975) και των Κάτω Χωρών (1950-1975), καθώς και η επιβεβαίωσή τους από το πιο πρόσφατο παράδειγμα της Φινλανδίας (από το 1970), αποδεικνύουν ότι μια συνεπής περιοριστική ποινική πολιτική οδηγεί πραγματικά σε μακρόχρονη μείωση του μέσου όρου του πληθυσμού των φυλακών.
Δεύτερον, η επεκτατική πολιτική, η οποία χαρακτηρίζεται από μια συνεχή αύξηση του πληθυσμού των φυλακών, την πίστη των νομοθετών και των επαγγελματιών που ασχολούνται με το ποινικό φαινόμενο ότι “η φυλακή είναι αποτελεσματική” (prison works), σοβαρά προβλήματα υπερπληθυσμού και την αύξηση των θέσεων κράτησης και του αριθμού του προσωπικού. Ως παραδείγματα αυτής της πολιτικής αναφέρονται οι Κάτω Χώρες μεταξύ 1980 και 2006 (με τετραπλασιασμό του πληθυσμού των φυλακών της), η Αγγλία & Ουαλία μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και από τη δεκαετία του 1980, και οι Η.Π.Α. (τετραπλασιασμός) κατά τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες.
Τρίτον, η πολιτικής της ακινησίας (stand still), που χαρακτηρίζεται από μια μείξη στρατηγικών. Οι δικαστές καλούνται να μειώσουν τη χρήση της φυλάκισης κατά την επιμέτρηση και να κάνουν ευρύτερη χρήση των εναλλακτικών ποινών, νέες φυλακές χτίζονται με σκοπό να αντικαταστήσουν τις ξεπερασμένες υποδομές, δεν υπάρχει ξεκάθαρο όριο για το μέγεθος του πληθυσμού των φυλακών, γίνονται απόπειρες για να αυξηθούν οι περιπτώσεις χορήγησης υφ’ όρον απόλυσης, και η χρήση της στερητικής της ελευθερίας ποινής δεν αμφισβητείται στην ουσία της.
Στην πράξη, ωστόσο, αυτή η τελευταία ποινική πολιτική συχνά οδηγεί σε μια πολιτική διχοτόμησης (bifurcation policy). Η εφαρμογή μέτρων και ποινών μη στερητικών της ελευθερίας περιορίζεται στους “μικροπαραβάτες” με ελάχιστο ή καθόλου παρελθόν παραβατικής συμπεριφοράς, ενώ οι καταδικασθέντες για σοβαρά αδικήματα, ιδίως παραβάτες του νόμου περί ναρκωτικών, βίαιων ή σεξουαλικών αδικημάτων, αδικημάτων περί τρομοκρατίας καθώς και οι υπότροποι αντιμετωπίζονται με ολοένα αυξανόμενες στερητικές της ελευθερίας ποινές. Τέτοιες πολιτικές διχοτόμησης υπάρχουν στη νομοθεσία και τις πολιτικές για την ποινική δίωξη, την επιμέτρηση της ποινής και τη χορήγηση της υφ’ όρον απόλυσης για παράδειγμα στο Βέλγιο, τη Γαλλία, την Ολλανδία, τη Γερμανία, την Αγγλία & Ουαλία (Snacken, 2006[17]). Καθώς η αύξηση της τιμωρητικότητας στο ανώτατο επίπεδο της ποινικής κλίμακας δεν μπορεί να εξισορροπηθεί με τις πιο μετριοπαθείς μειώσεις στο χαμηλότερο επίπεδο, αυτή η πολιτική συνήθως οδηγεί στην αύξηση των δεικτών φυλάκισης.
Η Σύσταση R (99) 22 για τον υπερπληθυσμό των φυλακών και την αύξηση του αριθμού των κρατουμένων του Συμβουλίου της Ευρώπης και η Λευκή Βίβλος για τον Υπερπληθυσμό των Φυλακών CM (2016) 121 ακολουθούν το μοντέλο της περιοριστικής πολιτικής. Δίνουν έμφαση στο ότι “Η νομοθεσία και οι πρακτικές επιμέτρησης αποτελούν σε κάθε περίπτωση τις αιτίες για την αύξηση των επιπέδων φυλάκισης” (Λευκή Βίβλος, παρ. 53) και συστήνουν στα κράτη μέλη να ενισχύσουν τη νομοθεσία που προβλέπει εναλλακτικές ποινές και πρακτικές σε όλα τα στάδια της προδικασίας, της κύριας διαδικασίας και κατά την έκτιση της ποινής.
Η Ελληνική ποινική πολιτική μεταξύ του 2000 και του 2007 μπορεί να περιγραφεί ως επεκτατική πολιτική, με έμφαση στο χτίσιμο νέων φυλακών. Από το 2007 και μετά, έχουν ληφθεί ποικίλα μέτρα (βλ. Koulouris e.a. 2015[18]), τα οποία έχουν όλα τα χαρακτηριστικά μιας πολιτικής διχοτόμησης, όχι μιας περιοριστικής πολιτικής. Το χτίσιμο νέων φυλακών συνεχίστηκε. Ελήφθησαν μέτρα για τη μείωση του πληθυσμού των φυλακών και την ευρύτερη χρήση των εναλλακτικών της φυλάκισης μέτρων. Η Ελληνική Υπηρεσία Επιμελητών Κοινωνικής Αρωγής ξεκίνησε τη λειτουργία της το 2007. Η κοινωφελής εργασία και η αναστολή υπό όρους και υπό επιτήρηση εισήχθησαν το 2010, όχι όμως ως αυτόνομες ποινές. Η συνακόλουθη αύξηση του όγκου της εργασίας των επιμελητών κοινωνικής αρωγής δεν οδήγησε στην ανάλογη ενίσχυση της στελέχωσης της υπηρεσίας, με αποτέλεσμα σε τουλάχιστον 12 δικαστικές περιφέρειες να μην υπηρετεί κανένας επιμελητής (Στατιστικά Υπηρεσιών Επιμελητών Κοινωνικής Αρωγής, Σύνολο, 2017). Στο χαμηλότερο άκρο της ποινικής κλίμακας επιβάλλονταν σε μεγάλο βαθμό η μετατροπή της ποινής σε χρήμα και η αναστολή βραχύχρονων ποινών φυλάκισης (2000-2002: 70000 περιπτώσεις για κάθε ένα μέτρο) αλλά αυτό είχε ως αποτέλεσμα την επιβολή αντισταθμιστικών μεγαλύτερης διάρκειας ποινών από τους δικαστές. Στο ανώτερο άκρο της κλίμακας, εισήχθη πιο αυστηρή ποινική νομοθεσία αναφορικά με το οργανωμένο έγκλημα, την τρομοκρατία, το ξέπλυμα χρήματος και διάφορες μορφές διακίνησης παράνομων ουσιών και ανθρώπων. Αποτέλεσμα των παραπάνω ήταν τόσο η αύξηση της διάρκειας των επιβαλλόμενων ποινών όσο και της διάρκειας των εκτιόμενων ποινών προτού πληρωθούν οι προϋποθέσεις για να καταστεί δυνατή η χορήγηση της υφ’ όρον απόλυσης. Η χρήση εναλλακτικών μέτρων για την ενίσχυση της προσπάθειας απεξάρτησης των εξαρτημένων χρηστών εισήχθη ως δυνατότητα με το νόμο του 2013, αλλά εμφανώς δεν ήταν πολύ δημοφιλής επιλογή για τους δικαστές, και συνοδευόταν στον ίδιο νόμο από πολύ αυστηρές ποινές 10 έως 20 χρόνια και ισόβια κάθειρξη για τις επιβαρυντικές περιπτώσεις της διακίνησης ναρκωτικών. Η κατ’ οίκον έκτιση της ποινής με ηλεκτρονική επιτήρηση εισήχθη ως μέτρο για την πρόωρη απόλυση των κρατουμένων το 2013, χωρίς όμως να παρέχεται κάποια υποστήριξη σε όσους έκαναν χρήση του μέτρου, γεγονός που μπορεί να δυσκολεύει την προσπάθειά τους για επανένταξη και αποχή από το έγκλημα. Σε περίπτωση ανάκλησης, η περίοδος που το μέτρο εφαρμόστηκε “με επιτυχία” δεν αφαιρείται από την ποινή που πρέπει να εκτιθεί. Η υφ’ όρον απόλυση προβλέπεται στον Ποινικό Κώδικα. Δεν είναι σαφές εάν και αυτή οδηγεί σε αντισταθμιστική επιμέτρηση μεγαλύτερης διάρκειας ποινών από τους δικαστές καθώς και πώς εφαρμόζεται για τις περιπτώσεις των αλλοδαπών κρατουμένων. Και εδώ, επίσης, η περίοδος κατά την οποία το μέτρο εφαρμόστηκε “με επιτυχία” δεν αφαιρείται σε περίπτωση άρσης του μέτρου. Οι επείγουσες διατάξεις που εισήχθησαν για τη μείωση του οξύτατου προβλήματος του υπερπληθυσμού και την αντιμετώπιση των συνακόλουθων απάνθρωπων και ταπεινωτικών συνθηκών διαβίωσης, είχαν μόνο προσωρινό χαρακτήρα και σύντομα οδήγησαν σε αντίθετα αποτελέσματα, καθώς οι κρατούμενοι αποφυλακίζονταν χωρίς την απαραίτητη προετοιμασία και υποστήριξη.
Μια τέτοια πολιτική διχοτόμησης δεν μπορεί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα του υπερπληθυσμού των φυλακών.
Λόγω των χαμηλών επιπέδων της καταγεγραμμένης εγκληματικότητας την τελευταία δεκαετία και το σχετικά μικρό αριθμό εναλλακτικών μέτρων που επιβάλλονται, υπήρξε μια γενική αποδοχή κατά τη συνάντηση εργασίας στην Αθήνα ότι η ακολουθούμενη ποινική πολιτική είναι δυσανάλογα αυστηρή σε σχέση με τις λοιπές Ευρωπαϊκές χώρες και ότι μια αναθεώρηση του ποινικού κώδικα είναι αναγκαία συνθήκη για τη μείωση του αριθμού των κρατουμένων. Αυτή η διαπίστωση συμβαδίζει επίσης με τη Σύσταση (92)17 του Συμβουλίου της Ευρώπης αναφορικά με την συνέπεια κατά την επιμέτρηση της ποινής, η οποία αναφέρει ότι:
«Το σκεπτικό των αποφάσεων επιμέτρησης της ποινής χρειάζεται να επανεξετάζεται περιοδικά. Η τάση να καθιερώνονται ενιαίες αντιλήψεις και προτεραιότητες σε Ευρωπαϊκό επίπεδο θα πρέπει να ενθαρρύνεται και να προωθείται. Η πρακτική επιμέτρησης της ποινής θα πρέπει να υπόκειται σε κριτική επανεξέταση ώστε να αποφεύγεται η υπερβολική αυστηρότητα.
Οι αντιλήψεις κατά την επιμέτρηση της ποινής θα πρέπει να ακολουθούν τις σύγχρονες και ανθρωπιστικές αντεγκληματικές πολιτικές, ιδίως σε σχέση με τη μείωση της χρήσης της στερητικής της ελευθερίας ποινής, την αύξηση της χρήσης των κοινοτικών μέτρων και ποινών, την επιδίωξη πολιτικών αποποινικοποίησης, τη χρήση μέτρων παράκαμψης της ποινικής διαδικασίας όπως η διαμεσολάβηση, και την εξασφάλιση της αποζημίωσης των θυμάτων».[19]
Αυτή η αναθεώρηση, ωστόσο, θα αποδώσει αποτελέσματα με την έννοια της μείωσης του πληθυσμού των φυλακών μόνο σε μέσο- και μακροπρόθεσμο επίπεδο και θα πρέπει επομένως να υποστηριχθεί με την εισαγωγή ενός συστήματος ευελιξίας κατά την έκτιση της ποινής, το οποίο θα επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές να προκαλούν δυναμικές μετατοπίσεις μεταξύ διαφορετικών ποινών και μέτρων (συμπεριλαμβανομένης της ημιελεύθερης διαβίωσης, υφ’ όρον απόλυσης, κατ’ οίκον έκτισης, ηλεκτρονικής επιτήρησης, κοινωφελούς εργασίας, επιτήρησης) σε αντικατάσταση της ποινής φυλάκισης, όποτε μια τέτοια αλλαγή κρίνεται χρήσιμη για την επανένταξη του κρατουμένου και δικαιολογημένη από πλευράς εκτίμησης κινδύνου. Μια τέτοια κατά περίπτωση προσέγγιση μπορεί να αποτελέσει μια χρήσιμη πολιτική ‘πίσω πόρτας’ με άμεσα αποτελέσματα.
6. Υπερπληθυσμός και χωρητικότητα φυλακών στην Ελλάδα
Τα στατιστικά στοιχεία που παρείχαν οι ελληνικές αρχές δείχνουν ότι ο συνολικός διαθέσιμος χώρος για τη στέγαση των κρατουμένων στις 34 εγκαταστάσεις κράτησης ανέρχεται σε 43.520,45 τ.μ.², και καταλήγει ότι - αν και ο πληθυσμός των 10.793 κρατουμένων[20] υπερβαίνει κατά 108.33% την επισήμως ισχύουσα χωρητικότητα των 9.935 κρατουμένων - το σύστημα ανταποκρίνεται σε παγκόσμιο επίπεδο στα πρότυπα των τεσσάρων τ.μ. ανά άτομο της CPΤ. Ωστόσο, οι αριθμοί αυτοί δεν δίνουν σαφή εικόνα της πραγματικής κατάστασης, διότι η κατανομή των ατόμων στη φυλακή δεν είναι ομοιογενής σε όλη τη χώρα και στις 34 φυλακές[21]: για παράδειγμα στην φυλακή της Κομοτηνής το ποσοστό υπερπληθυσμού ανέρχεται περίπου στο 189% και στην φυλακή της Κω είναι 207%. Ακόμη και ο Κορυδαλλός έχει ποσοστό υπερπληθυσμού που ανέρχεται περίπου στο 150%
Το γεγονός αυτό μας καλεί να προβούμε σε ορισμένες παρατηρήσεις:
- Οι 514 κλίνες στο νοσοκομείο της φυλακής Κορυδαλλού και στο ψυχιατρικό νοσοκομείο δεν θα πρέπει να υπολογίζονται στο δυναμικό των φυλακών, καθώς θα πρέπει να χρησιμοποιούνται αποκλειστικά ως προσωρινό κατάλυμα κρατουμένων που ασθενούν και που μετά τη θεραπεία τους θα μεταφερθούν στο κανονικό καθεστώς κράτησης. Αυτό θα καταστεί εμφανέστερο, αν στο μέλλον ανατεθεί η διαχείριση αυτών των δομών στις αρμόδιες αρχές υγείας. Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι οι φυλακές στην Ελλάδα αριθμούν συνολικά 2.463 κελιά[22] και αφαιρώντας από αυτά τις νοσοκομειακές κλίνες, το δυναμικό των φυλακών σε εθνικό επίπεδο θα ανερχόταν σε περίπου 8.700 κλίνες, αν εφαρμοζόταν το επιθυμητό πρότυπο της CPT, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται σήμερα ένα ποσοστό κατειλημμένων κλινών της τάξεως του 125% κατά μέσο όρο. Τούτου λεχθέντος, ο ελληνικός σωφρονιστικός κώδικας του 1999 είναι πολύ πιο γενναιόδωρος. Σύμφωνα με το άρθρο 21 του Κώδικα, ένα κελί θα πρέπει να έχει όγκο 35 κ.μ. (που αντιστοιχεί σε μια άνετη επιφάνεια 10-15 τ.μ.!), τα κελιά που μοιράζονται δύο κρατούμενοι δεν πρέπει να έχουν όγκο μικρότερο των 40 κ.μ., και όσον αφορά τα κελιά που προορίζονται για περισσότερους του ενός, μέχρι έξι κρατουμένους, εκεί πρέπει να εξασφαλίζονται 6 τ.μ. ανά άτομο. Αυτό το νόμιμο κριτήριο θα πρέπει να αποτελέσει πρότυπο για τις αρχές στο μέλλον.
- Θα πρέπει να επισημανθεί η ύπαρξη διαφοράς ανάμεσα στα κελιά που αντιμετωπίζουν πρόβλημα υπερπληθυσμού και στις φυλακές που αντιμετωπίζουν πρόβλημα υπερπληθυσμού, καθώς η έννοια του «υπερπληθυσμού» στης φυλακές λαμβάνει υπόψη τη δομή, το καθεστώς, την διαθεσιμότητα και την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων των παραγόντων της διοικητικής υποστήριξης, της υγείας και κοινωνικής μέριμνας, των δραστηριοτήτων για τους κρατούμενους, της προστασίας και ασφάλειας.
- Καθώς 15 καταστήματα κράτησης έχουν ποσοστό πληρότητας κάτω από τα όρια της δυνατότητάς τους, διαθέτοντας 900 κενά κρεβάτια, ο υπερπληθυσμός εμφανίζεται με άνισο τρόπο στις υπόλοιπες φυλακές, σε αρκετές από τις οποίες ισχύει ένα επίπεδο πληρότητας της τάξης του 200%. Πρέπει να καταστεί δυνατή μια ορθολογικότερη στρατηγική κατανομής. Ωστόσο, μια τέτοια στρατηγική θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη την ανάγκη για εγγύτητα στην οικογένεια ή την κατοικία του κρατουμένου και ως εκ τούτου θα μπορούσε να στοχεύει κατά προτεραιότητα σε αλλοδαπούς, οι οποίοι θα μπορούσαν να μετακινηθούν ευκολότερα σε διαθέσιμους χώρους.
- Υπό μια μεσοπρόθεσμη προοπτική, εάν εφαρμοστούν θετικά μέτρα που να αποσκοπούν στη βελτίωση των συνθηκών στο γενικό καθεστώς των φυλακών (π.χ. σχεδιασμός ατομικών ποινών, εκπαίδευση, εργασία, ουσιαστικές δραστηριότητες) και να είναι προσανατολισμένα προς την επανένταξη και την αποχή από το έγκλημα, όπως προβλέπεται στο Στρατηγικό Σχέδιο, κάθε χώρος κράτησης θα πρέπει να διαθέτει επαρκή χώρο για δραστηριότητες. Προκειμένου να διασφαλιστεί η κατανομή των κρατουμένων ανάλογα με τις εκτιμηθείσες ανάγκες και κινδύνους, δεν πρέπει να ξεπεραστεί το 90% της χωρητικότητας κάθε μονάδας.[23]
Ένα στρατηγικό σχέδιο πρέπει να βασίζεται σε ρεαλιστικά στοιχεία. Η υπάρχουσα χωρητικότητα, όπως και η επιθυμητή χωρητικότητα στο μέλλον θα πρέπει να επανεκτιμηθούν κριτικά λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω δεδομένα.
7. Στρατηγικό Σχέδιο για το Σωφρονιστικό Σύστημα (2018-2020)
Το διεθνές παράδειγμα του Στρατηγικού Σχεδίου συνάδει με τα πρότυπα του Συμβουλίου της Ευρώπης, καθώς θέτει ως βασικούς πυλώνες τον «ανθρωπισμό – ασφάλεια – επανένταξη – διαφάνεια», θεωρεί τη στέρηση της ελευθερίας σαν «έσχατο μέσο και μόνο για το ελάχιστο αναγκαίο χρονικό διάστημα» και δίνει προτεραιότητα στην «επανένταξη που ξεκινά από την πρώτη μέρα της φυλάκισης και συνεχίζει μετά την απόλυση».
Επιπλέον, χρειάζεται να σχολιαστεί θετικά η ευρεία διαβούλευση στην οποία προχώρησαν οι Ελληνικές αρχές με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη και η οποία αποτέλεσε μέρος της διαδικασίας της εκπόνησης του Στρατηγικού Σχεδίου.
Ο Στρατηγικός Στόχος 3 διαπραγματεύεται ευθέως το ζήτημα του υπερπληθυσμού. Ωστόσο, οι επιδράσεις που μπορεί να έχουν οι Στρατηγικοί Στόχοι 1, 2 και 4 ως στρατηγικές «πίσω πόρτας» χρειάζεται επίσης να εξεταστούν.
7.1. Στρατηγικός Στόχος 1: Βελτίωση συνθηκών κράτησης – εκσυγχρονισμός υποδομών
Υπάρχει μια ξεκάθαρη σύνδεση του ανωτέρω στρατηγικού στόχου και της (προετοιμασίας για την) επανένταξης καθώς και συνακόλουθα με μια επιτυχημένη περιοριστική πολιτική της «πίσω πόρτας»: η καλύτερη προετοιμασία διευκολύνει (1) την εφαρμογή της υφ’ όρον απόλυσης, η οποία συντομεύει τη διάρκειας παραμονής στη φυλακή. (2) το βαθμό της επιτυχημένης επανένταξης, η οποία με τη σειρά της μειώνει την επιστροφή στη φυλακή λόγω άρσης/ ανάκλησης της υφ’ όρον απόλυσης.
Ωστόσο, παραμένουν κάποια ερωτηματικά/ παρατηρήσεις:
1.4. Επαγγελματική κατάρτιση μέσω εργαστηρίων σαπωνοποιίας, κεραμικής, ραπτικής: Οδηγούν αυτές οι δραστηριότητες σε πραγματικές ευκαιρίες εργασίας μετά την αποφυλάκιση;
1.5. Κατανομή κρατουμένων: Θα λάβει υπόψη του το σχέδιο κατανομής κρατουμένων το γεγονός ότι για να επιτευχθεί η κοινωνική επανένταξη είναι σημαντικό οι κρατούμενοι να διατηρούν τους οικογενειακούς δεσμούς και επομένως να κρατούνται κοντά στην οικογένειά τους και τα κοινωνικά τους δίκτυα;
1.6. Αναδιοργάνωση αγροτικών καταστημάτων κράτησης: Προέρχονται οι κρατούμενοι, όπως στις περισσότερες άλλες χώρες, κυρίως από μεγάλες πόλεις; Αν είναι έτσι, δεν θα έπρεπε να μην στέλνονται μακριά από τα κοινωνικά τους δίκτυα (βλ. 1.5).
1.8. Λειτουργία τμημάτων ημιελεύθερης διαβίωσης: Αντιμετωπίζονται ως προετοιμασία για την υφ’ όρον απόλυση;
1-10. Σχέδιο για τη μεταχείριση ευάλωτων ομάδων κρατουμένων: Σημαντικό!
1-11. Δυνατότητες Τεχνολογιών Τηλεματικής: Γιατί αναφέρεται μόνο για φοιτητές; Αυτή η δράση είναι σημαντική για την επανένταξη όλων των κρατουμένων.
1-13. Λειτουργία νέων καταστημάτων κράτησης: είναι τα καταστήματα αυτά μέρος μιας επεκτατικής πολιτικής ή αποβλέπουν αποκλειστικά στην αντικατάσταση υποδομών που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του Άρ. 3 της ΕΣΔΑ.
7.2 Στρατηγικός Στόχος 2: Ανάπτυξη Ανθρώπινου Δυναμικού – Εκπαίδευση Προσωπικού – Διοίκηση
Η εκπαίδευση του προσωπικού και η ακολουθούμενη σχετική πολιτική συνδέονται επίσης με την προετοιμασία των κρατουμένων για την επανένταξή τους και επομένως με μια επιτυχημένη περιοριστική πολιτική ‘πίσω πόρτας’.
Ερωτήσεις / παρατηρήσεις:
2-2. Δημιουργία Σχεδίου Εκπαίδευσης Προσωπικού: Διαπολιτισμικότητα, ψυχική υγεία, προετοιμασία επανένταξης… Αυτά αναφέρονται μόνο για την εκπαίδευση των επιμελητών ανηλίκων και κοινωνικής αρωγής και το επιστημονικό προσωπικό, αλλά θα έπρεπε να περιλαμβάνουν επίσης και τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους.
2-12. Δια βίου επιμόρφωση: Ο ρόλος του προσωπικού στη μεταχείριση και επανένταξη των κρατουμένων, οι ανάγκες των ευάλωτων ομάδων, η διαπολιτισμική εκπαίδευση: Σημαντικά!
2-14. Συνεργασία με το Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο για Τριτοβάθμια εκπαίδευση: Aυτή η δράση aπευθύνεται και σε σωφρονιστικούς υπαλλήλους.
7.3. Στρατηγικός Στόχος 4: Προετοιμασία επανένταξης – μετασωφρονιστική μέριμνα
Εδώ επίσης υπάρχει μια άμεση σύνδεση με μια επιτυχημένη περιοριστική πολιτική ‘πίσω πόρτας’.
Ερωτήσεις/ παρατηρήσεις:
4-2, 4-4. Εκπαίδευση, επαγγελματική κατάρτιση, δημιουργία εξατομικευμένου πλάνου: Σημαντικά για την αύξηση των αποφάσεων χορήγησης υφ’ όρον απόλυσης.
4.5. Ενίσχυση της ΕΠΑΝΟΔΟΥ, δημιουργία περιφερειακού δικτύου: Η ενίσχυση είναι σημαντική για την αύξηση του βαθμού επιτυχίας των μέτρων υφ’ όρον απόλυσης, αλλά εξίσου σημαντική είναι η εξειδίκευση των εμπλεκόμενων επαγγελματιών. Το Σχέδιο αναφέρει ένα «πρόγραμμα κινητικότητας του δημόσιου τομέα». Μπορεί αυτός ο τρόπος κάλυψης των θέσεων να εξασφαλίσει το απαιτούμενο επίπεδο εκπαίδευσης και εξειδίκευσης;
Ποιο μοντέλο επανένταξης υιοθετείται; Το Μοντέλο Κινδύνων – Αναγκών – Ανταπόκρισης (Risk Need Responsivity Model); Το Μοντέλο του Ευ Ζην (ή της «Καλής Ζωής) (Good Life Model), η Αποχή από το έγκλημα (Desistance Model); Βλέπε την έμφαση στην «αποχή από το έγκλημα» στην πρόσφατη Σύσταση του Συμβουλίου της Ευρώπης CM/Rec (2017)3 για τους Ευρωπαϊκούς Κανόνες για τις κοινοτικές ποινές και μέτρα, όπου δίνεται ο παρακάτω ορισμός: «η διαδικασία κατά την οποία, με ή χωρίς την παρέμβαση των υπηρεσιών της ποινικής δικαιοσύνης, οι παραβάτες διακόπτουν τις παραβατικές δραστηριότητες και διατηρούν μια ζωή μακριά από το έγκλημα μέσα από την ανάπτυξη του ανθρώπινου κεφαλαίου τους (όπως οι ατομικές τους δεξιότητες και γνώσεις) καθώς και του κοινωνικού τους κεφαλαίου (όπως η εργασία, η οικογένεια, οι κοινωνικοί δεσμοί και σχέσεις και η συμμετοχή τους στην κοινωνική και πολιτική ζωή)». Αυτό υπονοεί ότι η αποχή από το έγκλημα δεν εξαρτάται μόνο από την κοινωνική επανένταξη αλλά και από την άρση των εμποδίων συμμετοχής στην κοινωνική και πολιτική ζωή (ορατές και αόρατες συνέπειες του ποινικού μητρώου στην εργασία, τη στέγαση, την άσκηση του γονεϊκού ρόλου καθώς και άλλες ευκαιρίες για την επανάκτηση μιας πλήρους ταυτότητας πολίτη χωρίς αναφορά στην προηγούμενη εγκληματική δραστηριότητα) (βλ. 4-14, 4-15, 4-17).
7.4 Στρατηγικός Στόχος 3: Μείωση του υπερπληθυσμού
Οκτώ στόχοι ενταγμένοι στο Στόχο 3 (4, 6, 9, 10, 11, 12, 13 και 14) απευθύνονται στους ανήλικους παραβάτες με σκοπό να παρακάμψουν την εμπλοκή τους με το σωφρονιστικό σύστημα. Αν και η μεγάλη αξία των μέτρων αυτών δεν αμφισβητείται, η επίδρασή τους στο πρόβλημα του υπερπληθυσμού θα είναι ελάχιστη, καθώς οι ανήλικοι αποτελούν μόλις το 1,5% του συνολικού πληθυσμού των φυλακών. Επιπλέον, μια συγκεκριμένη ατζέντα για την εφαρμογή συνεκτικών μέτρων με σκοπό την ελάφρυνση των φυλακών από την επιβάρυνση του υπερπληθυσμού δεν υπάρχει.
3-1. Εντοπισμός των λόγων που οδηγούν στον υπερπληθυσμό
Εμπειρογνώμονες του Συμβουλίου της Ευρώπης και Έλληνες ειδικοί συμφώνησαν στη συνάντηση της Αθήνας ότι ο υπερπληθυσμός οφείλεται στην δυσανάλογα αυστηρή ποινική νομοθεσία και πρακτική, η οποία έχει σαν αποτέλεσμα την αύξηση των ποινικών πληθυσμών. Η μόνη αποτελεσματική και με διάρκεια θεραπεία για την αντιμετώπιση αυτής της αύξησης είναι η ανάπτυξη πιο μετριοπαθών ποινικών πολιτικών και πρακτικών που θα μειώνουν τόσο τη χρήση όσο και τη διάρκεια των στερητικών της ελευθερίας ποινών. Η εμπειρία από άλλες χώρες έχει καταδείξει ότι αυτό είναι εφικτό. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η μεταρρύθμιση της ποινικής νομοθεσίας στη Ρουμανία (το 2014) όπου οι γενικές προβλέψεις και η μείωση της διάρκειας της φυλάκισης από 4 έως και 10 χρόνια, σε σύγκριση με την προηγούμενη νομοθεσία, είχε σημαντική επίδραση στον υπερπληθυσμό των φυλακών.
3-2. Επανεκτίμηση της χρήσης των εναλλακτικών Κοινοτικών μέτρων
Το Στρατηγικό Σχέδιο αναφέρεται στην πιλοτική εφαρμογή του μέτρου της ηλεκτρονικής επιτήρησης και στην ανάπτυξη ενός σχεδίου για την κοινωφελή εργασία.
Κατά την επανεκτίμηση αυτή είναι εξαιρετικής σημασίας να αποτελέσουν τα κοινοτικά μέτρα και οι ποινές μέρος μια συνεκτικής και αποτελεσματικής περιοριστικής πολιτικής τόσο ‘μπροστινής πόρτας’ (εναλλακτικά μέτρα στην προσωρινή κράτηση, στις ποινές φυλάκισης) όσο και ‘πίσω πόρτας’ (ηλεκτρονική επιτήρηση, υφ’ όρον απόλυση). Μια συστηματική αναθεώρηση του Ποινικού Κώδικα και της λοιπής ποινικής νομοθεσίας είναι απαραίτητη προκειμένου η στερητική της ελευθερίας ποινή να χρησιμοποιείται πραγματικά ως έσχατη λύση, γεγονός που σημαίνει λιγότερες και μικρότερης διάρκειας στερητικές της ελευθερίας ποινές. Ο εγκλεισμός χρειάζεται να καταστεί αδύνατος για ορισμένα εγκλήματα μέσω της απεγκληματοποίησης και της αποποινικοποίσης (Σύσταση Νο R (99) 22 σχετικά με τον υπερπληθυσμό των φυλακών και την αύξηση του πληθυσμού των κρατουμένων, Βασική Αρχή 4), όχι μόνο μέσα από την αύξηση των διαθέσιμων εναλλακτικών κυρώσεων και αφήνοντας την επιλογή στα δικαστήρια, γεγονός που είναι γνωστό ότι συχνά οδηγεί στη διεύρυνση του δικτύου ελέγχου (net-widening) (Λευκή Βίβλος για τον Υπερπληθυσμό των Φυλακών CM (2016) 121), par. 65, par. 161).
Οι κοινοτικές κυρώσεις πρέπει να αποτελούν αυτόνομες κυρώσεις ‘μπροστινής πόρτας’ και όχι να περιορίζονται σε μέτρα που επιβάλλονται όταν η στερητική της ελευθερίας ποινή έχει ανασταλεί. Δεν πρέπει να είναι πάρα πολλές, χρειάζεται να έχουν μια σαφή ιεραρχία στην ποινική κλίμακα και η επιβολή τους να μην περιορίζεται σε ελαφρά αδικήματα ή σε πρωτόπειρους παραβάτες χωρίς ποινικό μητρώο. Τα μέτρα ‘πίσω πόρτας’ κινδυνεύουν να οδηγήσουν σε πρακτικές αντισταθμιστικής επιμέτρησης ποινών από τους δικαστές στην περίπτωση που δεν θεωρούνται επαρκώς νομιμοποιημένα.
Η αναθεώρηση του Ποινικού Κώδικα χρειάζεται να προβλέπει τα εξής:
- Την απεγκληματοποίηση, αποποινικοποίηση ή υποβάθμιση ενός αριθμού αδικημάτων.
- Μια γενική μείωση των προβλεπόμενων ποινών και της διάρκειας των ποινών.
- Κατάργηση της αρχής της πρόβλεψης ελάχιστων υποχρεωτικών πλαισίων ποινής και διατήρηση της διακριτικής ευχέρειας των δικαστηρίων κατά την επιβολή της μικρότερης ποινής ή της πιο επιεικούς, η οποία θα κρίνεται ως δίκαιη, ανάλογη και αναγκαία.
- Εισαγωγή μέτρων και κυρώσεων μη στερητικών της ελευθερίας ως κύριων ποινών, με περιορισμό της χρήσης της στερητικής της ελευθερίας ποινής ως έσχατο μέτρο για τα πιο σοβαρά αδικήματα (ή παραβάτες) για τα οποία κάθε άλλη κύρωση θα ήταν ανεπαρκής.
Η αναθεώρηση του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας θα μπορούσε:
- Να ενισχύσει την πρακτική της διακριτικής ευχέρειας κατά την άσκηση ποινικής δίωξης[24] και την παράκαμψη της άσκησης ποινικής δίωξης.
- Να εισάγει πρακτικές αποκαταστατικής δικαιοσύνης με τη διαμεσολάβηση μεταξύ δράστη-θύματος και/ή την αποκατάσταση του θύματος[25].
- Να εισάγει νομικές διατάξεις που θα περιορίζουν τη χρήση και τη διάρκεια της προσωρινής κράτησης[26].
- Να παρέχει εναλλακτικά μέτρα της προσωρινής κράτησης και να ενισχύσει την εφαρμογή τους αντί του εγκλεισμού[27].
3-3 Αύξηση του αριθμού των επιμελητών ανηλίκων και επιμελητών κοινωνικής αρωγής
Οι κοινοτικές ποινές και τα μέτρα συμπεριλαμβανομένης της επιτήρησης απαιτούν αξιόπιστη εφαρμογή από επαρκές και κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό.
3-5 Διάλογος με δικαστές/ εισαγγελείς
Η επιμόρφωση των δικαστών και των εισαγγελέων είναι απαραίτητη για να ενισχύσει τη γνώση τους για την αποτελεσματικότητα και να τους εξοικειώσει με διαχείριση της εγκληματικότητας που δεν επιφέρει στέρηση της ελευθερίας. Τα εξειδικευμένα δικαστήρια όπως τα «Δικαστήρια για παραβάσεις του νόμου περί ναρκωτικών» μπορεί να βοηθήσουν στην αύξηση της εξειδίκευσης σε τόσο σύνθετα ζητήματα.
3-7 Υφ’ όρον απόλυση. Βλ. σχόλια στους Στρατηγικούς Στόχους 1, 2 και 4
Ο ευεργετικός υπολογισμός των ημερών κράτησης λόγω μεγάλης ηλικίας και σοβαρών προβλημάτων υγείας είναι θετικό μέτρο.
Σε περίπτωση παραβίασης της απόλυσης και άρσης του μέτρου. Η νομοθεσία θα έπρεπε να προβλέπει την αφαίρεση του χρόνου που διανύθηκε με επιτυχία (CM/ Rec (2017) 3 για τους Ευρωπαϊκούς Κανόνες για τα κοινοτικά μέτρα και ποινές, παρ. 70), ανεξάρτητα από το αν η άρση του μέτρου οφείλεται σε παραβίαση των όρων ή διάπραξη νέου αδικήματος. Αυτό θα μειώσει τη διάρκεια της ποινής που απομένει προς έκτιση.
3-15 Απόφαση – πλαίσιο της ΕΕ για τη μεταφορά κρατουμένων: βλ. Rec (2012) 12 για τους αλλοδαπούς κρατουμένους.
Συμπέρασμα: Νομιμοποίηση των μετριοπαθών ποινικών πολιτικών
Τα γενεσιουργά αίτια του υπερπληθυσμού στις ελληνικές φυλακές θα πρέπει να αναζητηθούν στον ποινικό πληθωρισμό που ανακύπτει από τη δυσανάλoγα τιμωρητική ποινική νομοθεσία και πρακτικές. Η Ελλάδα διαθέτει το υψηλότερο ποσοστό μακρόχρονων και πολύ μακρόχρονων στερητικών της ελευθερίας ποινών στην Ευρώπη, ενώ οι δείκτες του εγκλήματος είναι χαμηλότεροι ή ίδιοι με την Ευρωπαϊκή διάμεσο. Μια περισσότερο μετριοπαθής αντεγκληματική πολιτική είναι εφικτό να υλοποιηθεί χωρίς κάτι τέτοιο να επηρεάσει την προστασία της κοινωνίας απέναντι στο έγκλημα. Όπου η δημόσια ανησυχία σχετικά με το έγκλημα και η ανασφάλεια είναι υψηλή, η μετριοπάθεια δεν μπορεί να επιδιωχθεί μέσω συγκαλυμμένων πολιτικών (moderation-by-stealth), αλλά πρέπει να αντιμετωπίσει τα αισθήματα και τον φόβο του κοινού μέσω ανοικτού διαλόγου: μετριοπάθεια-ως-πολιτική (moderation-as-politics) (Loader, 2010[28]). Αυτή η διαλογική προσέγγιση της νομιμοποίησης ανάμεσα σε αυτούς που κατέχουν την εξουσία και στο κοινό βασίζεται στη νομική/ συνταγματική εγκυρότητα των ποινικών πρακτικών και σε κοινές αξίες. Στις πλουραλιστικές μας κοινωνίες, κάτι τέτοιο συχνά απαιτεί «επιδέξιες διαπραγματεύσεις» (Bottoms & Tankebe, 2012[29]). Η ποινική τιμωρία συνδέεται με πολλά διαφορετικά και συγκρουόμενα συναισθήματα και αξίες. Οι διαμορφωτές της πολιτικής, ως εκ τούτου, θα πρέπει να στηριχθούν σε διαφορετικά πολιτικά, ηθικά και εγκληματολογικά επιχειρήματα.
Η Φιλανδία, για παράδειγμα, κατάφερε να μειώσει τον πληθυσμό των φυλακών της στο 60% σε διάστημα 25 ετών, από τον δείκτη φυλάκισης 118 το 1976 σε 50 το 1999. Παρά τις όποιες αυξομειώσεις, οι δείκτες του εγκλεισμού παραμένουν χαμηλοί (στο 54,8 το 2015). Η εντυπωσιακή αυτή μείωση υπήρξε το αποτέλεσμα μιας σαφούς και συνεκτικής μακρόχρονης περιοριστικής πολιτικής. Ξεκίνησε με το εύρημα ειδικών ότι – παρόλο που η Φιλανδία κατείχε εξαιρετικά όμοιους δείκτες εγκλήματος με τα άλλα σκανδιναβικά κράτη – οι δείκτες του εγκλεισμού ήταν τέσσερις φορές μεγαλύτεροι (ενν. συγκριτικά με τα άλλα σκανδιναβικά κράτη). Μέσα στο ιστορικό πλαίσιο της ρωσικής επιρροής, η Φιλανδία επιθυμούσε να καταστεί περισσότερο «σκανδιναβική». Αυτή η σκανδιναβική ταυτότητα, συνδυαστικά με την απόδειξη ότι οι χαμηλοί δείκτες εγκλεισμού δεν επέδρασαν στα επίπεδα του εγκλήματος στα άλλα σκανδιναβικά κράτη, νομιμοποίησαν τη θέσπιση νομοθεσίας που περιόριζε τη χρήση και τη διάρκεια των ποινών στερητικών της ελευθερίας μέσω αποποινικοίησης και απεγκληματοποίησης. Παρόλο που η κατάχρηση αλκοόλ υπήρξε αντίστοιχου ενδιαφέροντος στη φιλανδική κοινωνία όπως η κατάχρηση των ναρκωτικών σε άλλα κράτη, οι παραβάσεις που αφορούσαν το αλκοόλ απεγκληματοποιήθηκαν: δόθηκε έμφαση στο ότι τα κοινωνικά προβλήματα και αυτά που αφορούν την υγεία οφείλουν να επιλυθούν μέσω κοινωνικών πολιτικών και πολιτικών υγείας, όχι με ποινικές πολιτικές. Οι προσβολές της ιδιοκτησίας χωρίς τη χρήση βίας αποποινικοποιήθηκαν, με τον εγκλεισμό να μην περιλαμβάνεται πλέον στις επιλογές που είχαν στη διάθεσή τους οι δικαστές. Με την υποστήριξη της Υπουργού Δικαιοσύνης, η οποία ήταν η ίδια καθηγήτρια εγκληματολογίας, διοργανώθηκαν σεμινάρια με εισαγγελείς, δικαστές και δημοσιογράφους, ώστε να εξηγηθούν οι λόγοι που οδήγησαν σε αυτές τις πολιτικές.
Στην Ευρώπη, η κατάργηση της θανατικής ποινής και ο αγώνας για τον εξανθρωπισμό των συνθηκών κράτησης συνδέονται με την προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τα οποία και προσλαμβάνονται ως ένα βασικό τμήμα της ευρωπαϊκής ταυτότητας (van Zyl Smit & Snacken, 2009[30]).
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι σκληρές ποινικές πολιτικές νομιμοποιήθηκαν από τη δεκαετία του 1970 με αναφορές στο φόβο του κοινού απέναντι στο έγκλημα, στη συναισθηματική εκδίκηση των θυμάτων και στη δαιμονοποίηση των δραστών. Από το 2000, περισσότερη προσοχή καταβάλλεται στην ανάγκη μέριμνας για την επιστροφή των κρατουμένων στην κοινωνία μετά την αποφυλάκισή τους, η οποία ενισχύεται από την αξίες των Ευαγγελιστών προτεσταντών σχετικά με την συγχώρεση των κρατουμένων (πρβλ. την Νομοθετική Πράξη για τη Δεύτερη Ευκαιρία, 2007)[31]. Καθώς η θρησκεία κατέχει μια πολύ σημαντική θέση στην αμερικανική κοινωνία, το γεγονός αυτό προσλαμβάνεται ως μια σημαντική αποστασιοποίηση από την προγενέστερη εξαιρετικά τιμωρητική ποινική ρητορική και πολιτική (Green, 2013[32]).
Στο Βέλγιο, η υπόθεση Dutroux το 1996 που αφορούσε την απαγωγή, τον βιασμό και την ανθρωποκτονία νεαρών γυναικών και κοριτσιών θορύβησε ολόκληρη την κοινωνία, οδηγώντας σε τεράστια δημόσια κατακραυγή που απαιτούσε την κατάργηση της υφ’ όρον απόλυσης των δραστών σοβαρών αδικημάτων. Ο τότε Υπουργός Δικαιοσύνης κατάφερε να διατηρήσει τη δυνατότητα της απόλυσης υπό όρους για αυτούς τους δράστες επικαλούμενος εμπειρικά στοιχεία σχετικά με την αποτελεσματικότητά της στη μείωση του κινδύνου της υποτροπής, αυξάνοντας τη διαδικαστική δικαιοσύνη για τα θύματα και τους δράστες στη νομοθεσία σχετικά με την υφ’ όρον απόλυση (1998) και προβλέποντας πρακτικές της αποκαταστατικής δικαιοσύνης, φροντίδα και υποστήριξη για τα θύματα. Το 2013, η υφ’ όρον απόλυση της πρώην συζύγου και συνεργού του Dutroux οδήγησε ξανά στη δημόσια κατακραυγή (οργή). Ο ίδιος Υπουργός Δικαιοσύνης προέβη στην αναμόρφωση της νομοθεσίας σχετικά με την υφ’ όρον απόλυση, η οποία βασίστηκε αμιγώς στην επίταση της ανταπόδοσης.
Είναι, λοιπόν, σημαντικό για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής στην Ελλάδα να εκτιμήσουν ποιες αξίες θα νομιμοποιούσαν περισσότερο τη χάραξη μετριοπαθούς αντεγκληματικής πολιτικής. Θα μπορούσε να είναι, όπως στη Φιλανδία, η απόδειξη ότι οι δείκτες του εγκλεισμού είναι εξαιρετικά υψηλότεροι από ό,τι απαιτούν οι δείκτες της εγκληματικότητας; Ή θα ήταν η θρησκεία, όπως στις ΗΠΑ, καθώς – σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύτηκε στην ελληνική εφημερίδα «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» στις 29 Οκτωβρίου 2018 – πρόκειται για ένα σημαντικό στοιχείο της ταυτότητας του 76% των Ελλήνων; Ή μήπως το ολοένα και σημαντικότερο μοτίβο της «επανεπένδυσης στη δικαιοσύνη» (justice reinvestment) στις ΗΠΑ και στην Αυστραλία, το οποίο συγκρίνει το κόστος της προσπάθειας για την επίλυση του προβλήματος του εγκλήματος μέσω του πολυδάπανου συστήματος του εγκλεισμού, με το σημαντικά κατώτερο κόστος του να αναζητά κανείς λύσεις στις τοπικές κοινότητες, όπου απαιτείται μεγαλύτερη επένδυση:
«Η επανεπένδυση στη δικαιοσύνη αποδέχεται ότι οι φυλακές αποτελούν μια αποτυχημένη επένδυση, οδηγώντας στην επιστροφή των δραστών στις κοινότητες, τους οποίους αποτυγχάνουν να εκπαιδεύσουν, να μεταχειρισθούν και να αποκαταστήσουν (η ψυχική υγεία των οποίων και η κατάχρηση ουσιών από τους ίδιους επιδεινώνονται λόγω της εμπειρίας του εγκλεισμού). Αντίθετα, προκειμένου να αντιμετωπισθούν οι αιτίες του εγκλήματος, οι δαπάνες είναι καλύτερο να κατευθύνονται στους τόπους που υφίστανται μια υψηλή συγκέντρωση δραστών. Οι υποστηριχτές της επανεπένδυσης στη δικαιοσύνη εισηγούνται ότι μπορεί να επιτύχει τόσο την οικονομική απόδοση όσο και την κοινωνική δικαιοσύνη: “o πιο αποτελεσματικός τρόπος για να δημιουργηθεί μια δίκαιη κοινωνία είναι να επέλθει η μείωση του εγκλήματος μέσω της επένδυσης στην κοινωνική δικαιοσύνη» (Fox κ.ά., 2013[33], Αυστραλιανή κυβέρνηση).
Στη συνάντηση εργασίας της Αθήνας, ορισμένοι συμμετέχοντες χρησιμοποίησαν τον όρο «περισσότερο επιεικείς» πολιτικές. Ο όρος αυτός θα πρέπει να αποφεύγεται, καθώς η «επιείκεια» (leniency) παραπέμπει στην «απαλότητα» (softness), η οποία διαφοροποιείται από την «μετριοπάθεια» (moderation) και διαθέτει μια υποτιμητική έννοια σε σχέση με τις πολιτικές του εγκλήματος (Loader, 2010). Το να είσαι «απαλός στο έγκλημα» (soft on crime) φαίνεται ότι συνδέεται με την παραίτηση από το καθήκον για την προστασία της κοινωνίας και των πιθανών θυμάτων από το έγκλημα. Η «μετριοπάθεια» (moderation), αντίθετα, βρίσκεται στον αντίποδα της «υπερβολής» (excess) που σημαίνει «περισσότερο απ’ ό,τι είναι απαραίτητο, επιτρεπτό ή επιθυμητό». Οι μετριοπαθείς ποινικές πολιτικές επιτελούν αυτό που είναι απαραίτητο, αλλά όχι κάτι παραπάνω από αυτό που είναι απαραίτητο, κάτι το οποίο μπορεί να αποτελεί επιπλέον ένα σημαντικό οικονομικό επιχείρημα (πρβλ. επανεπένδυση στη Δικαιοσύνη).
Η μείωση της προσφυγής στη φυλάκιση και η μείωση του υπερπληθυσμού των φυλακών αποτελούν δύο παράλληλες αναγκαιότητες προκειμένου να βοηθηθούν τα άτομα εκτός φυλακής να αντιληφθούν τα εγκλήματα που έχουν διαπράξει και τη συνακόλουθη ανάγκη για αποζημίωση ή, εφόσον εγκλεισθούν, να διαμορφώσουν ένα πρόγραμμα για να επιτευχθεί η κοινωνική τους επανένταξη και να αποφύγουν τον κίνδυνο της υποτροπής.
Το Στρατηγικό Σχέδιο συμπλέει σε θεωρητικό επίπεδο με αυτές τις αρχές. Ωστόσο, η περιοριστική της ελευθερίας ποινή συνεχίζει να δεσπόζει. Ορισμένες κριτικές πτυχές που επίσης απορρέουν από το Σχέδιο και τη συζήτηση που έλαβε χώρα στη συνεδρίαση του Δεκεμβρίου επιβεβαιώνουν ορισμένες ανησυχίες σχετικά με τα ακόλουθα:
- Θα επιτρέψει η μειωμένη χρηματοδότηση την εφαρμογή του Στρατηγικού Σχεδίου; Οι πόροι που έχουν κατανεμηθεί για την εφαρμογή του δεν αντιστοιχούν στις στοχεύσεις και δεν επαρκούν ειδικότερα για την εκπαίδευση του προσωπικού και τα προγράμματα για την κοινωνική επανένταξη των κρατουμένων
- O ρόλος των γυναικών στις φυλακές φαίνεται ότι έχει αγνοηθεί σε σημαντικό βαθμό: είναι εφικτό να εφαρμοσθεί οποιοδήποτε πρόγραμμα για γυναίκες στη Φυλακή της Θεσσαλονίκης, όπου βρίσκονται 15 γυναίκες και 259 άνδρες κρατούμενοι; Το ίδιο ισχύει για τη φυλακή της Νεάπολης, όπου βρίσκονται (κατά μέσο όρο) τρεις γυναίκες και 42 άνδρες. Περισσότερη προσοχή θα πρέπει να δοθεί στην σύμφυτη ευάλωτη θέση των γυναικών στις φυλακές. Αυτό συνεπάγεται όχι μόνο εξειδικευμένο προσωπικό και κατάλληλες υποδομές για την κράτησή τους, αλλά επίσης και τη διαμόρφωση συγκεκριμένων κανόνων, διακριτών προγραμμάτων και ένα διαφορετικό μοντέλο για την καθημερινή ρουτίνα μέσα στη φυλακή
- Ο αριθμός των νεαρών παραβατών στην φυλακή είναι εξαιρετικά υψηλός συγκριτικά με το γενικό πληθυσμό στην Ελλάδα: επί του παρόντος[34] βρίσκονται 314 (σαν ένα συγκριτικό παράδειγμα, στην Ιταλία βρίσκονται 475 με έναν συνολικό πληθυσμό ο οποίος είναι έξι φορές μεγαλύτερος εν συγκρίσει με τον ελληνικό πληθυσμό). Το στοιχείο αυτό είναι ενδεικτικό της αδυναμίας των όσων έχουν ανακοινωθεί να μειώσουν τη χρήση της φυλάκισης: το σύστημα δεν είναι ικανό ακόμα και να περιορίσει τον εγκλεισμό αυτών που έχουν περισσότερο ανάγκη από μια εκπαιδευτική προσέγγιση, παρά μια αυστηρά τιμωρητική αντιμετώπιση. Είναι αλήθεια ότι οι αρχές πραγματικά επιθυμούν να μειώσουν την παραβατικότητα των νέων, αλλά νομιμοποιούμαστε να αναρωτηθούμε εάν η αυστηρότητα στην επιβολή των ποινών και ο εγκλεισμός αποτελούν τα κατάλληλα εργαλεία ή εάν, αντίθετα, θα πρέπει να αυξηθούν οι κοινωνικές επενδύσεις και η προσφυγή σε εκπαιδευτικά μέτρα
- Οι δράσεις για τη μείωση του υπερπληθυσμού είναι περιορισμένες και εύθραυστες (πρόσφατα ξεκίνησε η αύξηση, αν και με αργούς ρυθμούς, του αριθμού των κρατουμένων). Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το επίπεδο χωρητικότητας στη φυλακή δεν θα πρέπει να ξεπερνά το 85-90% της δυναμικής του συστήματος. Δεν είναι αρκετό να εγκλείονται τόσοι κρατούμενοι όσες είναι οι διαθέσιμες θέσεις, αλλά να διατηρείται ένα περιθώριο διότι δεν είναι εφικτό να κατανέμονται οι κρατούμενοι οπουδήποτε, δεδομένης της διαφορετικής τους ταξινόμησης, φύλου, οικογενειακών και κοινωνικών δικτύων
- Ο ρόλος του δικαστικού σώματος είναι ασαφής στο Στρατηγικό Σχέδιο. Όλοι είμαστε ενήμεροι ότι ο υπερπληθυσμός των φυλακών δεν αποτελεί ένα πρόβλημα της διοίκησης των φυλακών ή έστω ότι δεν αποτελεί μόνο πρόβλημα τη διοίκησης των φυλακών. Ο υπερπληθυσμός των φυλακών συνιστά το αποτέλεσμα πολλών αποφάσεων που εμπλέκουν διάφορους δρώντες, συγκεκριμένα τους δικαστές. Αποτελεί ένα πρόβλημα που θέτει υπό αμφισβήτηση τις δράσεις των εισαγγελέων και των δικαστών και την αποτελεσματική χρησιμότητα της προσφυγής στον εγκλεισμό στο στάδιο της προδικασίας και σε περιπτώσεις μικρής απαξίας εγκλημάτων και τελικά βραχυχρόνιων ποινών φυλάκισης. Το να περιορίζεται ο Σχεδιασμός σε μέτρα σχετικά με την τελευταία φάση της δικαστικής διαδικασίας, που περιλαμβάνει την εκτέλεση της ποινής, μπορεί να επιφέρει λιγοστά αποτελέσματα. Όλες οι φάσεις θα πρέπει να επανασχεδιαστούν και μια διαφορετική κουλτούρα θα πρέπει να ενθαρρυνθεί και να αναπτυχθεί: η προσωρινή κράτηση θα πρέπει να αποτελέσει ένα μέτρο που εφαρμόζεται σε πολύ περιορισμένο αριθμό υποθέσεωνσε πολλές περιπτώσεις είναι απαραίτητο να αντικατασταθεί η δικαστική επιβολή ποινής με άλλους τύπους ποινών, εναλλακτικών στην κράτηση·
- Το σύστημα δοκιμασίας (probation system) φαίνεται ακόμη ότι είναι θεωρητικό. Αυτό οφείλεται επίσης στην έλλειψη επενδύσεων σε αυτό το πεδίο. Είναι σίγουρα θετικό ότι έχει ανοίξει ένας διάλογος σχετικά με την αναγκαιότητά του και ότι έχουν ξεκινήσει ορισμένες εφαρμογές, αλλά το σύστημα φαίνεται ότι δεν έχει ακόμα λειτουργήσει πλήρως και ότι βρίσκεται πολύ μακριά από το να αποτελέσει μια αποτελεσματική πηγή, όχι μόνο για το σκοπό της μείωσης του υπερπληθυσμού, αλλά επίσης και πάνω απ’ όλα για τη διαμόρφωση ενός συστήματος που συνοδεύει και βοηθά τους δράστες να μειώσουν την υποτροπή τους
- Οι δαπάνες για το προσωπικό ακόμη φαίνονται ότι δεν είναι οι κατάλληλες. Οι αρχές οφείλουν να επενδύσουν σε καταρτισμένο προσωπικό (όχι μόνο στο προσωπικό ασφαλείας, αλλά επίσης και πάνω απ’ όλα στο προσωπικό με κοινωνικό και εκπαιδευτικό προφίλ). Το προσωπικό θα πρέπει να αυξηθεί σε ποσοτικό επίπεδο, ώστε να αποφευχθεί η επιβολή της ευταξίας στις φυλακές από ομάδες εγκληματιών που διαθέτουν εξουσία, θα πρέπει να εκπαιδευτεί για να αντιμετωπίσει αυτές τις ομάδες εξουσίας και θα πρέπει επίσης να υιοθετήσει σταδιακά την αντίληψη ότι έχει έναν θετικό ρόλο να διαδραματίσει κατά τη διάρκεια της κράτησης και ότι ο ρόλος του δεν περιορίζεται μόνο στο καθήκον της φύλαξης. Οι στοχεύσεις αυτές βρίσκονται ακόμη μακριά από την επίτευξή τους
- Η αναμόρφωση του σωφρονιστικού συστήματος θα πρέπει ακόμη να διαθέτει μια πολιτισμική αξία. Θα πρέπει να δοθεί το μήνυμα της μείωσης της επιθυμίας για εκδίκηση που συχνά ανακύπτει στην κοινωνία ως απάντηση σε ένα τετελεσμένο αδίκημα. Πρόκειται για ένα μακρύ ταξίδι. Το Στρατηγικό Σχέδιο έχει ξεκινήσει το ταξίδι αυτό και πρέπει να υποστηριχθεί, αλλά οι προτεινόμενες δράσεις παραμένουν εμβρυακές και θα πρέπει να υποστηριχθούν με περισσότερη πεποίθηση προκειμένου να καταστούν επιτυχημένες ως προς τη μείωση του κοινωνικού αιτήματος για τον εγκλεισμό των δραστών σε φυλακές.
8. Παρατηρήσεις για το Στρατηγικό Σχέδιο
- Νομοθετικές δράσεις που αποσκοπούν στη μείωση των ροών εισόδου στη φυλακή και επιτρέπουν στους κρατούμενους να εγκαταλείψουν σταδιακά το σωφρονιστικό σύστημα μέσω της θέσεως σε εφαρμογή εναλλακτικών μέτρων για την επανένταξή τους στην κοινότητα. Η ανάπτυξη της υπηρεσίας επιμελητών ανηλίκων και κοινωνικής αρωγής (probation service) είναι κρίσιμη στο πλαίσιο αυτό. Μέτρα ή κυρώσεις μη στερητικά της ελευθερίας δεν είναι μόνο μια στρατηγική ‘μπροστινής πόρτας’, αλλά αποτελούν και εναλλακτικές στη στέρηση της ελευθερίας λύσεις, επιβαλλόμενα είτε στο προδικαστικό στάδιο, είτε ως κύρια ποινή. Θα πρέπει επίσης να καταστεί νομικώς επιτρεπτή μια δυναμική εναλλαγή μεταξύ διαφορετικών μέτρων και ποινών (συμπεριλαμβανομένης της ημιελεύθερης διαβίωσης, της απόλυσης υπό όρο, του κατ’ οίκον περιορισμού, της ηλεκτρονικής επιτήρησης, της κοινωφελούς εργασίας, της επιτήρησης) ως υποκατάστατων της φυλάκισης, όποτε μια τέτοιου είδους αλλαγή κρίνεται απαραίτητη για την επανένταξη του δράστη και δικαιολογείται σε σχέση με την εκτίμηση της επικινδυνότητάς του. Μια τέτοια περιπτωσιολογική προσέγγιση θα αποτελούσε μια χρήσιμη στρατηγική ‘πίσω πόρτας’ με άμεσα αποτελέσματα[35].
Ένα ευέλικτο σύστημα εκτέλεσης των ποινών προϋποθέτει βέβαια έναν σύγχρονο σύστημα ποινών, μια περιοδική αξιολόγηση της ατομικής επικινδυνότητας και των αναγκών των δραστών και μια σωστά δομημένη επαγγελματική υπηρεσία επιμελητών ανηλίκων και κοινωνικής αρωγής για την προετοιμασία, υποστήριξη και επιτήρηση των παραβατών[36]. Για να είναι αποτελεσματικά ως προς τη μείωση του ποσοστού υποτροπής, τα προγράμματα επανένταξης πρέπει να ακολουθούν κριτήρια που βασίζονται στα δεδομένα των εμπειρικών ερευνών, υπό την ευθύνη σωστά εκπαιδευμένων και αφοσιωμένων επαγγελματιών και να είναι προσεκτικά προσανατολισμένα στην ατομική αξιολόγηση των κινδύνων και αναγκών των δραστών. Τυχόν ανάγκες για εξειδικευμένη μεταχείριση/ θεραπεία πρέπει να ικανοποιούνται. Οι ατομικές αξιολογήσεις/ εκτιμήσεις πρέπει να γίνονται από εξειδικευμένους επιστήμονες με τη χρήση αξιόπιστων και σύγχρονων εργαλείων[37].
Το μοντέλο επανένταξης του «Ευ Ζην» (GLM)[38] προσφέρει μια προσέγγιση που βασίζεται στα δυνατά σημεία των ατόμων και ενισχύει το θετικό δυναμικό των παραβατών, λειτουργώντας έτσι συμπληρωματικά ως προς τα προγράμματα που αποσκοπούν στη μείωση ή αποφυγή του κινδύνου.
- Θα πρέπει να προωθηθούν ενεργά εναλλακτικοί τρόποι επίλυσης διαφορών. Εξειδικευμένες επαγγελματικές υπηρεσίες θα πρέπει να ειδικεύονται στο φιλικό διακανονισμό, τη διαιτησία και διαμεσολάβηση, αποφεύγοντας έτσι την περιττή εμπλοκή της αστυνομίας και του δικαστικού συστήματος. Οι επιτυχείς εξωδικαστικές διαδικασίες θα ενθαρρύνουν τους εισαγγελείς να απέχουν συχνότερα από την άσκηση δίωξης, συμβάλλοντας, κατά συνέπεια, σε μια πιο αποτελεσματική δικαστική εξουσία, ελαφρύνοντας το φόρτο εργασίας τους και μειώνοντας σε διάρκεια τις περιόδους προφυλάκισης.
- Προώθηση μέσω της διοίκησης των καταστημάτων κράτησης ενός μοντέλου λειτουργίας πιο ανοικτών φυλακών, εστιάζοντας στην αποτελεσματική αντιμετώπιση του κελιού ως χώρου στον οποίον ο κρατούμενος θα περνά ορισμένο χρόνο για ανάπαυση και όχι σχεδόν ολόκληρη την μέρα του.
- Αξιοπρεπείς συνθήκες κράτησης, επαρκής στελέχωση και δημοσιονομικά μέσα θα καταστήσουν αξιόπιστες τις καλές προθέσεις σχετικά με τα προγράμματα μεταχείρισης/αποκατάστασης στα οποία δόθηκε έμφαση στο Στρατηγικό Σχέδιο.
- Ανανέωση ενεργειών με σκοπό την ανακαίνιση των υπαρχουσών φυλακών ή την ανακατασκευή τμημάτων τους, αντί για χτίσιμο νέων φυλακών. Η σημερινή χωρητικότητα των φυλακών καθώς και η επιθυμητή μελλοντική ικανότητα θα πρέπει, συνεπώς, να επανεκτιμηθούν κριτικά υπό μια αντικειμενική προσέγγιση που θα λάβει υπόψη τα πολλαπλά κριτήρια που συνυπάρχουν εντός του σύνθετου σωφρονιστικού συστήματος. Η λογική της μείωσης του υπερπληθυσμού με κάθε μέσο θα πρέπει να δώσει τη θέση της σε μια εύλογη αξιολόγηση των τωρινών και των μελλοντικών αναγκών για χώρους κράτησης, στη βάση του Στρατηγικού Σχεδίου και των μακροπρόθεσμων επιπτώσεών του, καθώς και στη βάση των σύγχρονων προτύπων που αφορούν το χώρο διαβίωσης, την ασφάλεια, την προστασία και την αποδοτική διοίκηση.
- Δημιουργία ενός συστήματος προληπτικών και αντισταθμιστικών ενδίκων μέσων. Τα προληπτικά ένδικα μέσα απαιτούν τη συνδρομή τριών παραγόντων: α) μια δικαστική αρχή υπεύθυνη για την παύση της (προβληματικής) κατάστασης εφόσον αυτή διαπιστωθεί, β) τη νομική και υλικοτεχνική δυνατότητα να τεθεί σε εφαρμογή και να αποβεί αποτελεσματική η εν λόγω δικαστική απόφαση, γ) την εξασφάλιση ενός εθνικού ανεξάρτητου ελέγχου των χώρων στέρησης της ελευθερίας (σύμφωνα με τις απαιτήσεις των Εθνικών Μηχανισμών Πρόληψης (NPM) στο πλαίσιο του Εθνικού Μηχανισμού Πρόληψης των Βασανιστηρίων και Κακοποίησης (OPCAT).
- Απαιτείται επίσης η δημιουργία μιας διεπιστημονικής ομάδας προβληματισμού με στόχο την ανάπτυξη ενός στρατηγικού σχεδίου πρόληψης του εγκλήματος[39].
- Δεδομένης της ύπαρξης υψηλού ποσοστού αλλοδαπών στον πληθυσμό των κρατουμένων, θα ήταν χρήσιμο να υπάρξουν στοιχεία για μόνιμους κατοίκους αλλοδαπούς και μη μόνιμους κατοίκους αλλοδαπούς, καθώς και για πολίτες της ΕΕ και μη πολίτες της ΕΕ, τα οποία θα διευκόλυναν τον προγραμματισμό και την εξασφάλιση της έγκαιρης μεταφοράς τους στις χώρες καταγωγής.
- Η μείωση του αριθμού των κρατουμένων είναι στόχος που τίθεται σε μια μακροπρόθεσμη προοπτική λόγω του υπερβολικά υψηλού αριθμού των καταδίκων που εκτίουν μακροχρόνιες ποινές. Μια μελέτη που θα απεικονίζει τον αριθμό πιθανών αποφυλακίσεων (συμπεριλαμβανομένων πιθανών πρόωρων αποφυλακίσεων) ετησίως για τα επόμενα 10 χρόνια θα βοηθήσει τις αρχές να αξιολογήσουν τις ανάγκες χωρητικότητας και τις ανάγκες για τις υπηρεσίες επιμελητών ανηλίκων και κοινωνικής αρωγής, ώστε να αντιμετωπιστεί ο αυξανόμενος αριθμός ατόμων που έχουν τεθεί υπό καθεστώς επιτήρησης για μεγάλο χρονικό διάστημα.
- Η συμμετοχή των ακαδημαϊκών σε μια συνεχή αξιολόγηση της εξέλιξης της ποινικής πολιτικής και του σωφρονιστικού συστήματος και η έρευνα σχετικά με τα αποτελέσματα που θα έχουν παραχθεί θα συμβάλει στον εξορθολογισμό και τη στοιχειοθέτηση του δημόσιου αφηγήματος σχετικά με την εγκληματικότητα, τη δικαιοσύνη, την αποκατάσταση/επανένταξη και την ασφάλεια. Ακριβείς στατιστικές και αποτελέσματα ποιοτικών ερευνών θα κατευθύνουν το δικαστικό σώμα ως προς τις πρακτικές επιμέτρησης της ποινής[40] και τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής ως προς τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις[41], και θα συμβάλλουν στην προστασία των δικαστηρίων και των πολιτικών από καμπάνιες που τους κατηγορούν ψευδώς ότι τηρούν επιεική στάση απέναντι στο έγκλημα.
- Η λαϊκίστικη κάλυψη από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης που αποσκοπεί στην ενίσχυση του φόβου και στην επιβολή μιας τιμωρητικής ποινικής πολιτικής μπορεί να αντιμετωπιστεί καλύτερα με μια προληπτική και διαφανή στάση απέναντι στα μέσα ενημέρωσης[42] και με το άνοιγμα των φυλακών στην κοινωνία[43].
9. Αντιμετωπίζοντας τον υπερπληθυσμό των φυλακών στην Ελλάδα μέσω της ανάπτυξης βιώσιμων εναλλακτικών στην κράτηση
Οι ελληνικές αρχές έχουν αποφασίσει να αντιμετωπίσουν τον υπερπληθυσμό των φυλακών εφαρμόζοντας μια σειρά από στρατηγικά μέτρα, που περιλαμβάνουν την επέκταση της χρήσης και την ενίσχυση της αξιόπιστης έκτισης των εναλλακτικών μέτρων, όπως περιγράφεται στον Στρατηγικό Σχεδιασμό[44]. Η στόχευση αυτή συμβαδίζει με τα πρότυπα του Συμβουλίου της Ευρώπης[45] ότι η στέρηση της ελευθερίας θα πρέπει να χρησιμοποιείται ως έσχατο μέτρο και οι προσπάθειες που έχουν πραγματοποιηθεί μέχρι στιγμής προς αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να ενθαρρυνθούν και να προωθηθούν περαιτέρω.
Η επιβολή και η χρησιμοποίηση των εναλλακτικών μέτρων συνδέονται σε σημαντικό βαθμό με την ποινική νομοθεσία και σύμφωνα με την πληροφόρηση που ελήφθη κατά τη συνεδρίαση στην Αθήνα, ο Ποινικός Κώδικας και ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας βρίσκονται σε διαδικασία αναθεώρησης. Σε αυτό το πλαίσιο, θα πρέπει να συζητηθεί περαιτέρω μεταξύ όλων των ενδιαφερόμενων μερών ο ρόλος των κοινοτικών ποινών και μέτρων και να διαμορφωθεί σε σύμπλευση με μια νέα ποινική πολιτική που θα ασκήσει επίδραση στην κοινωνία κατά τις επόμενες δεκαετίες.
Η θέσπιση και ευρεία χρήση των εναλλακτικών ποινών και μέτρων συνδέεται επίσης με τα διοικητικά μέτρα που λαμβάνονται με στόχο την εφαρμογή της των στόχων όπως τίθενται από τη νομοθεσία που υιοθετείται. Επομένως, προκειμένου να διαμορφωθεί ένα αξιόπιστο σύστημα εφαρμογής των εναλλακτικών μέτρων, εκτός από τη βελτίωση της ποινικής νομοθεσίας, οι ελληνικές αρχές ενθαρρύνονται να απαντήσουν στα εξής ερωτήματα: ποια είναι τα δυνατά σημεία και οι περιοχές που χρήζουν βελτίωσης στο σύστημα εφαρμογής των κοινοτικών ποινών και μέτρων που έχουν ήδη τεθεί σε εφαρμογή με βάση την ελληνική νομοθεσία; Πόσους πόρους επιθυμούν οι αρχές να διαθέσουν στο σύστημα εφαρμογής των εναλλακτικών μέτρων προκειμένου αυτό να είναι αποτελεσματικό και να αντιπροσωπεύει μια αυθεντική εναλλακτική στον εγκλεισμό; Τι βήματα χρειάζεται να γίνουν ώστε να προωθηθούν αυτά τα μέτρα στο δικαστηριακό επίπεδο και εντός της Ελληνικής κοινωνίας;
Σε ό,τι αφορά τα παραπάνω, το συγκεκριμένο τμήμα της έκθεσης θα καλύψει το σύγχρονο θεσμικό πλαίσιο σχετικά με το σύστημα εφαρμογής ποινών και μέτρων μη στερητικών της ελευθερίας, και μια σειρά συστάσεων προκειμένου να ενισχυθεί ο θεσμός – η Ελληνική Υπηρεσία Επιμελητών Ανηλίκων και Κοινωνικής Αρωγής (εφεξής ΥΕΑ & ΚΑ) – ώστε να εφαρμοσθούν αποτελεσματικά κοινοτικές ποινές και μέτρα ως αξιόπιστες εναλλακτικές στον εγκλεισμό. Οι προτεινόμενες λύσεις βασίζονται στην πληροφόρηση που ελήφθη πριν και κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης στην Αθήνα, στα πρότυπα του Συμβουλίου της Ευρώπης και στις καλές πρακτικές από άλλες χώρες στην αντιμετώπιση του υπερπληθυσμού των φυλακών. Θα δοθεί έμφαση σε τρεις πυλώνες για την ενίσχυση αξιόπιστων εναλλακτικών μέτρων: Στρατηγικά Θέματα, Επιχειρησιακές Μέθοδοι και Οργανωτική Επάρκεια.
Στρατηγικά θέματα
Στάδια ανάπτυξης: όπως δηλώνεται στο κεφάλαιο που αφιερώθηκε στην Ελλάδα στην έκδοση «Δοκιμασία στην Ευρώπη»[46], η Ελληνική Υπηρεσία Επιμελητών Κοινωνικής Αρωγής αποτελεί έναν σχετικά νέο θεσμό στο ελληνικό σύστημα δικαιοσύνης, το οποίο τέθηκε σε λειτουργία το 2007, κυρίως για την εφαρμογή εναλλακτικών ποινών που εισήχθησαν στον Ποινικό Κώδικα από το 1991 – αναστολή της ποινής υπό επιτήρηση και παροχή κοινωφελούς εργασίας (άρθρα 82 και 100 του Ελληνικού Ποινικού Κώδικα). Η ίδρυση της Υπηρεσίας Επιμελητών Κοινωνικής Αρωγής είχε ήδη σχεδιαστεί από το 1991, όταν έλαβαν χώρα οι αλλαγές στην ποινική νομοθεσία, αλλά για διοικητικούς λόγους (λόγω της έλλειψης προσωπικού), η υπηρεσία τέθηκε σε λειτουργία μόνο μετά από 16 χρόνια.
Η σημερινή δομή: οι τοπικές ΥΕΑ & ΚΑ βρίσκονται υπό την εποπτεία του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και αναφέρονται απευθείας στο Τμήμα για την Πρόληψη της Παραβατικότητας και τη Μετασωφρονιστική Μέριμνα που υπάγεται στη Γραμματεία Αντεγκληματικής Πολιτικής, που αποτελεί μέρος της Γενικής Διεύθυνσης Αντεγκληματικής και Σωφρονιστικής Πολιτική.
Σε τοπικό επίπεδο, υπάρχουν επιμελητές κοινωνικής αρωγής σε 26 πόλεις (αριθμός που αντιστοιχεί στον αριθμό των πρωτοδικείων), αλλά 12 εξ αυτών δεν έχουν τεθεί σε λειτουργία μέχρι σήμερα, 27 χρόνια ύστερα από την ίδρυσή τους. Επιπλέον, 3 από τις 14 υπηρεσίες δεν ασχολήθηκαν με καμία υπόθεση κατά τη διάρκεια του 2017. Παρά το γεγονός ότι οι υπηρεσίες βρίσκονται υπό την εποπτεία του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, τα επιμέρους γραφεία λειτουργούν υπό την εποπτεία των εισαγγελέων, καθώς οι τελευταίοι αποτελούν τους υπεύθυνους για την εκτέλεση των ποινών.
Η υπηρεσία επιμελητών κοινωνικής αρωγής ιδρύθηκε ως κάτι διακριτό από την αντίστοιχη υπηρεσία επιμελητών ανηλίκων για τους ανήλικους δράστες (η οποία διαθέτει μια μακροχρόνια παράδοση στην Ελλάδα και είναι περισσότερο αναπτυγμένη σε σχέση με την υπηρεσία για τους ενήλικες) και τις υπηρεσίες των φυλακών. Τόσο οι ΥΕΑ & ΚΑ όσο και οι υπηρεσίες των φυλακών ανήκουν διοικητικά στη Γενική Διεύθυνση Αντεγκληματικής και Σωφρονιστικής Πολιτικής.
Σημερινή λειτουργία: η ΥΕΑ & ΚΑ – ως προς τους ενήλικες δράστες - έχει την αρμοδιότητα να ετοιμάζει προδικαστικές εκθέσεις (pre-sentence reports) σχετικά με τις «εναλλακτικές κυρώσεις» όπως την αναστολή της ποινής με όρους και επιτήρηση ή την κοινωφελή εργασία ή την υφ’ όρο απόλυση με επιτήρηση. Ωστόσο, η κοινωφελής εργασία είναι η περισσότερο αντιπροσωπευτική, σύμφωνα με τα στοιχεία του 2017:[47] 2867 άτομα παρείχαν κοινωφελή εργασία, 816 βρίσκονταν σε αναστολή της ποινής τους υπό επιτήρηση και 20 υπό το καθεστώς της υφ’ όρο απόλυσης. Όλοι αυτοί βρίσκονταν υπό την ευθύνη 41 επιμελητών κοινωνικής αρωγής. Οι ΥΕΑ & ΚΑ χρειάζεται να βρουν τη θέση τους εντός του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης, καθώς ο ρόλος τους απαιτεί να συμμετέχουν ευθέως στα διαδοχικά στάδια της δικαιοσύνης από την προδικασία, μέχρι την ακροαματική διαδικασία και την έκτιση της ποινής φυλάκισης ή της κοινοτικής ποινής.
Εγκλεισμός v. Υφ όρων απόλυση: καθώς δεν υπάρχουν στοιχεία για τα άτομα που βρίσκονται υπό την ευθύνη των ΥΕΑ & ΚΑ το 2018, δεν είναι εφικτό να πραγματοποιηθούν συνεπείς συγκρίσεις ανάμεσα στα άτομα που βρίσκονται στη φυλακή και όσους εκτίουν την ποινή τους στην κοινότητα για ένα μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Συνεπώς, μόνο τα στοιχεία για τα έτη 2016-2017, τα οποία δόθηκαν από τις αρχές, θα αναλυθούν. Σημειώνεται ότι ο πληθυσμός των φυλακών στην Ελλάδα είχε μια μικρή μείωση το 2017 σε σύγκριση με το 2016: από 9611 σε 9560 κρατουμένους. Στο ίδιο διάστημα, ο αριθμός των ατόμων που βρέθηκαν υπό την εποπτεία των ΥΕΑ & ΚΑ σημείωσε μια ελαφριά αύξηση, από 2826 σε 3683. Παρόλα αυτά, μία από τις σοβαρές στοχεύσεις του Στρατηγικού Σχεδίου, για την αντιμετώπιση του υπερπληθυσμού των φυλακών (η ενίσχυση μιας αξιόπιστης έκτισης των εναλλακτικών μέτρων) δεν έχει επιτευχθεί. Οι δείκτες φυλάκισης δεν μειώνονται σημαντικά όπως θα έπρεπε να συμβαίνει όταν ένα εύρωστο και βιώσιμο σύστημα κοινοτικών ποινών και μέτρων τίθεται σε εφαρμογή και χρησιμοποιείται με έναν αποδοτικό τρόπο.
Προκειμένου να μεταφερθεί ένας σταθερός αριθμός δραστών από τη φυλακή στις ΥΕΑ & ΚΑ είναι αναγκαίο να επιτευχθεί η κατάλληλη στελέχωση, η ανάπτυξη ή αναβάθμιση των μεθόδων εργασίας και η αύξηση της οικονομικής και διοικητικής υποστήριξης ενός «εναλλακτικού συστήματος» για την έκτιση των ποινικών κυρώσεων. Πολλά κράτη στην ευρύτερη περιοχή υιοθέτησαν αυτή την προσέγγιση ως μια κατεύθυνση για τη μείωση του υπερπληθυσμού των φυλακών (π.χ. Ρουμανία, Βουλγαρία, Σερβία), ενώ δεν χρειάζεται να αναφερθούν άλλα μοντέλα, όπως αυτό των σκανδιναβικών κρατών ή της Ολλανδία, όπου έχει μειωθεί ο αριθμός των φυλακών.
Προγραμματισμένες μεταρρυθμίσεις: οι ΥΕΑ & ΚΑ δεν διαθέτουν τη δική τους αναπτυξιακή στρατηγική. Έχουν μόνο συμπεριληφθεί ορισμένες δράσεις στον 3ο Στρατηγικό Στόχο του Στρατηγικού Σχεδίου: επαναξιολόγηση της χρήσης των κοινοτικών εναλλακτικών μέτρων και εξέταση της διεύρυνσης της χρήσης τους (Δράση 3-2), αύξηση του αριθμού των επιμελητών ανηλίκων και των επιμελητών κοινωνικής αρωγής (Δράση 3-3), θεσμική αναβάθμιση του ρόλου των επιμελητών ανηλίκων και των επιμελητών κοινωνικής αρωγής και (Δράση 3-6). Ένα επιπρόσθετο μέτρο έχει επίσης συμπεριληφθεί ως 4η στόχευση: η σύνδεση της επιστημονικής κοινότητας με τους επιμελητές ανηλίκων και τους επιμελητές κοινωνικής αρωγής (Δράση 4-8).
Η στρατηγική σχετικά με τις ΥΕΑ & ΚΑ: το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ενθαρρύνεται να εξετάσει εάν – με βάση τις σχετικές στρατηγικές στοχεύσεις που περιλαμβάνονται στον Στρατηγικό Σχεδιασμό – θα πρέπει να διαμορφωθεί ένα συνεκτικό Σχέδιο Δράσης για τις ΥΕΑ & ΚΑ. Ένα τέτοιο Σχέδιο Δράσης θα πρέπει να διαμορφωθεί σε μια πρώτη του μορφή σε υπουργικό επίπεδο και να ακολουθήσει διαβούλευση με εκπροσώπους όλων των εμπλεκόμενων φορέων σ’ αυτή τη διαδικασία: αστυνομία, εισαγγελείς, δικαστές, δικηγόροι, υπηρεσίες φυλακών, συναρμόδια υπουργεία, ΜΚΟ και χορηγοί, με στόχο να υιοθετηθεί από κοινού ένα σχέδιο για τη θεσμική ενδυνάμωση των ΥΕΑ & ΚΑ και για την εμπέδωσή τους ως ένα αξιόπιστο θεσμό του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης. Αυτή η προσέγγιση συστήνεται ιδίως λόγω του ότι κατά τη συνεδρίαση της Αθήνας αναφέρθηκαν ελάχιστα σχετικά με την ενδεχόμενη συμβολή των ΥΕΑ & ΚΑ στη μείωση του υπερπληθυσμού των φυλακών. Από αυτό προκύπτει ο ρόλος των ΥΕΑ & ΚΑ στο σύστημα απονομής ποινικής δικαιοσύνης στην Ελλάδα δεν φαίνεται να είναι αρκετά γνωστός ή πολύ σαφής σε όλους τους εμπλεκόμενους παράγοντες.
Πέρα από το Σχέδιο Δράσης για την ανάπτυξη των ΥΕΑ & ΚΑ στην Ελλάδα, προτείνεται η εκπόνηση μιας μελέτης των επιπτώσεων που θα έχει αυτή η ανάπτυξη σε επίπεδο νομοθεσίας, ανθρώπινων πόρων, διοικητικών και οικονομικών πόρων. Όλες αυτές οι δράσεις θα πρέπει να μεταφραστούν σε διαθέσιμα κονδύλια και θα πρέπει να αναζητηθούν οι ανάλογες πηγές χρηματοδότησης (κρατικός προϋπολογισμός και χρηματοδότηση από δωρητές). Προκειμένου να είναι βιώσιμη μια τέτοια μελέτη επιπτώσεων χρειάζεται να εγκριθεί από τις κρατικές οικονομικές αρχές και να γίνει δεκτή από τους υποψήφιους δωρητές.
H συνεδρίαση της Αθήνας σχετικά με τη μείωση του υπερπληθυσμού των φυλακών έτυχε θερμής υποδοχής από όλους τους συμμετέχοντες. Επομένως, το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ενθαρρύνεται να σκεφτεί εάν είναι εφικτό να ιδρυθεί μια στρατηγική ομάδα για την ανάπτυξη των ΥΕΑ & ΚΑ, καθώς κάτι τέτοιο συνδέεται άμεσα με την μείωση του πληθυσμού των φυλακών. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της ανάπτυξης των υπηρεσιών αυτών, πολλά ευρωπαϊκά κράτη (όπως π.χ. Νορβηγία, Ιρλανδία, Ρουμανία, Κροατία) υιοθέτησαν κείμενα πολιτικής ή ίδρυσαν ομάδες εργασίας υψηλού επιπέδου προκειμένου να υποδηλώσουν την υποστήριξη των κυβερνήσεων και/ή των κοινοβουλίων στην ουσιαστική εφαρμογή των ποινών μη στερητικών της ελευθερίας και να επιβλέπουν την πρόοδο σε αυτό το πεδίο.
Η εμπέδωση των ΥΕΑ & ΚΑ ως φορέων του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης: όπως περιγράφτηκε παραπάνω, παρά το γεγονός ότι οι Υπηρεσίες Επιμελητών Κοινωνικής Αρωγής ιδρύθηκαν νομικά πριν από 27 χρόνια, δεν έχουν συμβάλει σημαντικά στη μείωση του πληθυσμού των φυλακών. Αυτό οφείλεται σε διάφορους παράγοντες, αλλά επίσης και στον ρόλο των «εναλλακτικών ποινών» στη διαδικασία επιμέτρησης της ποινής. Σε ορισμένα κράτη (π.χ. Ρουμανία, Κροατία) η αναστολή της ποινής φυλάκισης (suspended sentence) είναι σταθερά εδραιωμένη στη νομοθεσία και χρησιμοποιείται από το δικαστικό σώμα σαν μια πρώτη επιλογή σε πολλές περιπτώσεις, συμπεριλαμβανομένων των αδικημάτων κατά της ιδιοκτησίας, τις παραβάσεις σχετικά με τα ναρκωτικά, τις τροχαίες παραβάσεις, αλλά και σε περιπτώσεις που περιλαμβάνουν εγκλήματα κατά του προσώπου, εγκλήματα του λευκού κολάρου και τα λοιπά. Υπάρχουν επίσης ορισμένα κράτη όπου ο ρόλος της αναστολής της ποινής φυλάκισης δεν είναι σαφής στην κοινωνία, επομένως δεν χρησιμοποιείται συχνά από το δικαστικό σώμα. Φαίνεται ότι σε αυτή την κατηγορία ανήκει επίσης η Ελλάδα, όπου μόνο 816 άτομα έχουν υποβληθεί σε αυτό το μέτρο κατά τη διάρκεια του 2017. Το γεγονός αυτό χρειάζεται να αναλυθεί από κοινού με τους δικαστές, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν κάτι τέτοιο οφείλεται στην έλλειψη ενημέρωσης ή εάν η νομοθεσία είναι εξαιρετικά περιοριστική στο να επιτρέψει την εφαρμογή περισσότερων ποινών με αναστολή υπό την επιτήρηση των ΥΕΑ & ΚΑ. Σε αυτό το πλαίσιο, μια ανάλυση μελετών περίπτωσης θα ήταν χρήσιμη σχετικά με υποθέσεις όπου επιβλήθηκε άμεσα μια κύρωση μη στερητική της ελευθερίας και σε αυτές που αντιμετωπίστηκαν μέσω κοινοτικών ποινών (κοινωφελή εργασία ή αναστολή υπό επιτήρηση).
Όπως προτάθηκε στη συνεδρίαση στην Αθήνα και αναφέρθηκε παραπάνω στην παρούσα έκθεση, οι αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα θα πρέπει να λάβουν ακόμη υπόψη το ενδεχόμενο εισαγωγής της ποινής της δοκιμασίας (probation sanction) στις επιλογές του δικαστή κατά την επιμέτρηση της ποινής, σαν ένα ενδιάμεσο επίπεδο ανάμεσα στις χρηματικές ποινές και την αναστολή της ποινής φυλάκισης με επιτήρηση. Σε αυτή την περίπτωση, οι δικαστές θα έχουν στη διάθεσή τους την επιλογή τριών είδους ποινών μη στερητικών της ελευθερίας προτού αποφασίσουν την επιβολή του εγκλεισμού στη φυλακή. Η διεθνής εμπειρία είναι άξια αναφοράς σε σχέση με αυτό το ζήτημα, όπως π.χ. η ποινή της Δοκιμασίας (Probation Order) στην Ιρλανδία. Σχετική είναι επίσης η εμπειρία της Ρουμανίας, όπου – ύστερα από τις αλλαγές που έλαβαν χώρα στον Ποινικό Κώδικα και τέθηκαν σε ισχύ το 2014 – ο πληθυσμός των κρατουμένων μειώθηκε από τους 30.000 το 2014 σε λιγότερους από 21.000 σήμερα. Η εμπειρία της Ρουμανίας είναι επίσης σχετική με τις αλλαγές που επήλθαν σε μια σειρά από μη ιδρυματικά μέτρα, όπου, εκτός από το πρόστιμο, υφίσταται η ακόλουθη ιεραρχία:
- παραίτηση από την ποινή (waiver of penalty): το δικαστήριο δύναται να αποφασίσει να απέχει από την επιμέτρηση ποινής για τον καταδικασθέντα. Η μέγιστη ποινή που προβλέπεται από τη νομοθεσία για το αδίκημα θα πρέπει να μην υπερβαίνει τα 5 χρόνια φυλάκισης (άρ. 80 του Ποινικού Κώδικα),
- αναβολή της ποινής (postponement of the penalty): το μέτρο μπορεί να παραγγελθεί από το δικαστήριο – στις περιπτώσεις που η ποινή συνίσταται στην καταβολή προστίμου ή σε φυλάκιση έως 2 ετών, αλλά η μέγιστη ποινή που προβλέπεται από την νομοθεσία για το αδίκημα δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 7 έτη (άρ. 83 του Ποινικού Κώδικα),
- αναστολή της ποινής φυλάκισης (suspended sentence) – στις περιπτώσεις που επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης έως 3 ετών (άρ. 91 του Ποινικού Κώδικα).
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, ο ρόλος των ΥΕΑ & ΚΑ στο σύστημα της ποινικής δικαιοσύνης θα πρέπει να επανεξετασθεί σε ευθεία σχέση με τον υπερπληθυσμό των φυλακών και αυτό μπορεί να επιτευχθεί κυρίως αναλύοντας την επίδραση της νομοθεσίας και τον ρόλο που έχει ανατεθεί στους επιμελητές κοινωνικής αρωγής για την κατάλληλη εφαρμογή των κοινοτικών ποινών και μέτρων.
Επιχειρησιακές μέθοδοι
Παρά το γεγονός ότι δεν είχαμε την ευκαιρία να λάβουμε ενημέρωση από πρώτο χέρι σχετικά με τις επιχειρησιακές μεθόδους που χρησιμοποιούν οι ΥΕΑ & ΚΑ για τους ενήλικες, έχει αναλυθεί με προσοχή η ενημέρωση που λάβαμε από τις αρχές και διαδικτυακές πηγές. Παρατηρείται ότι οι ΥΕΑ & ΚΑ για τους ενήλικες υλοποιούν μόνο έναν περιορισμένο αριθμό δραστηριοτήτων από τις θεσπισμένες τους αρμοδιότητες: κοινωφελή εργασία και αναστολή της ποινής με όρους και επιτήρηση. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος, και με αναφορά στο Στρατηγικό Σχέδιο, οι Υπηρεσίες Επιμελητών Κοινωνικής Αρωγής έχουν συγχωνευτεί με τις Υπηρεσίες Επιμελητών Ανηλίκων. Είναι απαραίτητο να ιδρυθούν διακριτές επιχειρησιακές μέθοδοι για τους ενήλικες και τους ανηλίκους εξαιτίας των σημαντικών διαφορών σε αυτά τα δύο πεδία της πρακτικής.
Σημειώνεται ότι από τον τρίτο στόχο του Στρατηγικού Σχεδίου συνάγεται ότι οι προτεραιότητες σχετικά με την ανάπτυξη των ΥΕΑ & ΚΑ μέχρι το 2020 σχετίζονται με την επιτήρηση των ατόμων που έχουν απολυθεί με όρους και την προστασία των θυμάτων / ανήλικων θυμάτων των εγκλημάτων.
Έχουμε τονίζει ότι μόνο η Δράση 3-7 (βλ. παραπάνω) σχετίζεται με τον υπερπληθυσμό των φυλακών και τις υπηρεσίες των φυλακών, γενικά, λαμβάνοντας υπόψη ότι η υφ’ όρον απόλυση μπορεί να επηρεάσει την υπάρχουσα ροή και εάν εφαρμοσθεί με τον κατάλληλο τρόπο μπορεί να ασκήσει μακροπρόθεσμη επιρροή στον αριθμό των παραβιάσεων των όρων και των επιστροφών στη φυλακή.
Προετοιμασία για την απόλυση: λίγες πληροφορίες περιλαμβάνονται στο Στρατηγικό Σχέδιο σχετικά με το ρόλο των ΥΕΑ & ΚΑ στη διαδικασία της προετοιμασίας για την απόλυση, παρά το γεγονός ότι οι υπηρεσίες αυτές έχουν αναλάβει, σύμφωνα με τη νομοθεσία, την αρμοδιότητα να επιβλέπουν τους δράστες που έχουν απολυθεί με όρους. Κατέστη φανερό κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης στην Αθήνα ότι το κύριο όργανο που είναι υπεύθυνο για τη μετασωφρονιστική μέριμνα είναι ο οργανισμός «ΕΠΑΝΟΔΟΣ», ο οποίος λειτουργεί υπό την εποπτεία του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και παρέχει υποστήριξη στην κοινωνική επανένταξη των απολυομένων από τις φυλακές. Τέτοιοι οργανισμοί είναι ευπρόσδεκτοι και η υποστήριξή τους είναι ανεκτίμητη σε κάθε κοινότητα. Ωστόσο, ένας μηχανισμός συνεργασίας θα πρέπει να δημιουργηθεί συμπληρωματικά ανάμεσα στην «ΕΠΑΝΟΔΟ» και τις ΥΕΑ & ΚΑ. Οι Ελληνικές αρχές ενθαρρύνονται να διερευνήσουν εάν θα μπορούσε να εισαχθεί στα καταστήματα κράτησης μια δραστηριότητα που θα λαμβάνει χώρα από την ΕΠΑΝΟΔΟ από κοινού με τις ΥΕΑ & ΚΑ προκειμένου να εξασφαλισθεί μια ομαλή μετάβαση από τη φυλακή στην επιτήρηση από τις υπηρεσίες αυτές. Η δραστηριότητα αυτή μπορεί να συνδεθεί με τη Δράση 4-4 του Στρατηγικού Σχεδίου (Δημιουργία ενός εξατομικευμένου πλάνου για την επανένταξη του κρατούμενου…) και μπορεί επίσης να περιλαμβάνει μια ενότητα σχετικά με την απόλυση, η οποία θα διαμορφωθεί από τους ειδικούς μαζί με τους κρατούμενους, όχι για αυτούς, αλλά μαζί με αυτούς, καθώς οι κρατούμενοι θα πρέπει να βρίσκονται στο επίκεντρο των δραστηριοτήτων που τους αφορούν και να αναλαμβάνουν την ευθύνη των πράξεων τους.
Επιτήρηση των ατόμων που έχουν απολυθεί υπό όρους: o αριθμός των ατόμων που έχουν απολυθεί υπό όρο και βρίσκονται υπό την επιτήρηση επιμελητή κοινωνικής αρωγής είναι εξαιρετικά χαμηλός, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ο μεγάλος αριθμός των κρατουμένων με μακρόχρονες ποινές: 20 άτομα το 2017 και 18 το 2016. Το γεγονός ότι οι αρχές εστιάζουν σε αυτό το θέμα μέσω της Δράσης 3-7 του Στρατηγικού Σχεδίου, αποτελεί ένα θετικό βήμα. Ένα ουσιαστικό, αποτελεσματικό εξατομικευμένο σχέδιο επιτήρησης μπορεί να έχει μια σημαντική επίδραση στον υπερπληθυσμό των φυλακών και στις δαπάνες για τις φυλακές, επομένως, οι αρχές θα πρέπει να λάβουν υπόψη ότι απαιτούνται επιπλέον δαπάνες και προσωπικό για τις ΥΕΑ & ΚΑ προκειμένου να επιτελέσουν αυτά τα καθήκοντα με επαγγελματικό τρόπο. Η χρηματοδότηση είναι πάντα ένα ζήτημα σε μια μεταρρύθμιση, αλλά μια μικρή αναλογικά αύξηση προσωπικού θα μπορούσε να υποστηρίξει τουλάχιστον τη δημιουργία ενός πιλοτικού προγράμματος για μια συγκεκριμένη κατηγορία κρατουμένων (π.χ. για γυναίκες και νεαρούς ενήλικες).
Αντιμετώπιση των κινδύνων και των αναγκών: η πρόθεση των Ελληνικών αρχών να μειώσουν τον αριθμό των πολυδάπανων σωφρονιστικών εγκαταστάσεων μπορεί να προσδώσει το απαραίτητο υπόβαθρο για την επένδυση στην ενίσχυση των ΥΕΑ & ΚΑ. Σε αυτό το πλαίσιο, οι υπηρεσίες αυτές θα πρέπει να αφιερώσουν την ενέργεια τους σε αποτελεσματικές επιχειρησιακές μεθόδους για να προστατεύσουν την κοινωνία υποστηρίζοντας τους δράστες, ώστε να διάγουν έναν βίο χωρίς έγκλημα και να επικεντρωθούν σε ομάδες που εμφανίζουν υψηλότερους κινδύνους και ανάγκες. Αυτό το βασικό καθήκον δεν μπορεί να είναι αποτελεσματικό, εάν το προσωπικό καταπιάνεται με δράστες χαμηλής επικινδυνότητας. Ο αριθμός του προσωπικού είναι πολύ χαμηλός. Σε αυτές τις περιστάσεις συστήνεται να βρεθούν περισσότερο αποτελεσματικοί τρόποι επιτήρησης των δραστών που εμφανίζουν χαμηλά επίπεδα κινδύνων και αναγκών και να επιτρέψουν στο προσωπικό να αφιερώσει περισσότερο χρόνο και πόρους στους δράστες μεσαίου και υψηλού κινδύνου. Για παράδειγμα, εκείνοι που εμφανίζουν ένα χαμηλό επίπεδο κινδύνων μπορούν να παραπέμπονται από τις ΥΕΑ & ΚΑ σε τοπικούς οργανισμούς, όπως η «ΕΠΑΝΟΔΟΣ» ή σε διαφορετικά σχήματα επίβλεψης με τις ΥΕΑ & ΚΑ να έχουν μικρή επικοινωνία με τους δράστες και μικρή εμπλοκή στη μεταχείριση. Σε αυτό το πλαίσιο, συστήνεται η χρησιμοποίηση ενός τυποποιημένου, βασισμένου σε εμπειρικά δεδομένα, εργαλείου για την αξιολόγηση του επίπεδου των κινδύνων και των αναγκών των δραστών, με την παράλληλη αξιοποίηση της επαγγελματικής κρίσης του προσωπικού, όπως πολλές άλλες υπηρεσίες φυλακών και δοκιμασίας έχουν ήδη αναπτύξει και συμπεριλάβει στις πρακτικές τους. Το εργαλείο θα πρέπει να υπόκειται σε τακτική αξιολόγηση, όπως περιγράφηκε παραπάνω. Τόσο οι υπηρεσίες των φυλακών όσο και οι ΥΕΑ & ΚΑ θα πρέπει να ενσωματώσουν στις πρακτικές τους προγράμματα μεταχείρισης με σκοπό να αντιμετωπίσουν τις εγκληματογόνες ανάγκες με έναν συστηματικό τρόπο και να ενισχύσουν τα δυνατά σημεία των δραστών. Γι’ αυτό το λόγο, η σχετική δράση του Στρατηγικού Σχεδίου που συνδέεται με αυτό το θέμα θα πρέπει να υπαχθεί και στους δύο Στρατηγικούς Στόχους, δηλαδή το Στόχο 3 και το Στόχο 4.
Δραστηριότητες σχετικά με τα ανήλικα θύματα. Σε ό,τι αφορά τη Δράση 3-6 – Διεύρυνση των καθηκόντων των Υπηρεσιών Επιμελητών Ανηλίκων και Κοινωνικής Αρωγής στον τομέα της ατομικής αξιολόγησης ενήλικων θυμάτων για τον προσδιορισμό ειδικών αναγκών προστασίας τους (Ν. 4478/2017) και τη Δράση 3-14 – Σύσταση Αυτοτελών Γραφείων προστασίας ανήλικων θυμάτων – «Σπίτι του Παιδιού» ως οργανικών μονάδων στις Υπηρεσίες Επιμελητών Ανηλίκων και Κοινωνικής Αρωγής Αθηνών, Θεσσαλονίκης, Πάτρας και Ηρακλείου (Ν. 4478/2017), είναι σημαντικό να δοθεί έμφαση στο ότι τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των δραστών και των θυμάτων θα πρέπει να προσδιορισθούν με σαφήνεια και να αναγνωρισθούν. Οι παρεμβάσεις θα πρέπει να σέβονται τα δικαιώματα και τις ανάγκες των θυμάτων και να στοχεύουν στην αύξηση της επαγρύπνησης των δραστών για την βλάβη που έχει επέλθει στο θύμα και στην ανάληψη της ευθύνης τους για αυτή τη βλάβη. Το να δουλεύεις με θύματα αποτελεί ένα εξειδικευμένο πεδίο της πρακτικής και απαιτεί ουσιαστική γνώση, εμπειρία και εκπαίδευση προκειμένου να επιτευχθεί με τον κατάλληλο τρόπο. Οι ΥΕΑ & ΚΑ θα πρέπει επομένως να εφοδιασθούν με όλους τους κατάλληλους πόρους και μέσα, ώστε να εφαρμόζουν αποτελεσματικά κοινοτικές ποινές και μέτρα και να υποστηρίξουν τα θύματα του εγκλήματος, συνεργαζόμενες επίσης στενά με άλλους επαγγελματίες, όπως είναι οι υπηρεσίες υποστήριξης θυμάτων και οι ΜΚΟ. Οι αρχές συστήνεται να λαμβάνουν υπόψη τις προδιαγραφές του Συμβουλίου της Ευρώπης[48] σχετικά με την αποκαταστατική δικαιοσύνη στα ποινικά ζητήματα και να ενσωματώσουν τις προσεγγίσεις της αποκαταστατικής δικαιοσύνης στην εργασία των φορέων της ποινικής δικαιοσύνης.
Εκθέσεις προς τα δικαστήρια και άλλους φορείς: μία από τις επιχειρησιακές μεθόδους που έχει ανατεθεί στις Ελληνικές ΥΕΑ & ΚΑ είναι το καθήκον να προετοιμάζουν προδικαστικές εκθέσεις (pre-sentence reports). Ωστόσο, με βάση τις πληροφορίες που διατίθενται στο διαδίκτυο, η πρακτική αυτή δεν έχει εφαρμοσθεί μέχρι στιγμής. Σύμφωνα με τον Κανόνα 42 των Κανόνων του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη Δοκιμασία «οι φορείς δοκιμασίας ενδεχομένως να πρέπει να ετοιμάζουν προδικαστικές εκθέσεις σχετικά με κατηγορούμενους προκειμένου να βοηθήσουν, όπου είναι εφικτό, τους δικαστικούς λειτουργούς να αποφασίσουν εάν θα ασκήσουν την ποινική δίωξη ή ποιες θα είναι οι κατάλληλες ποινές ή μέτρα...». Προκειμένου τα δικαστήρια να εξοικειωθούν με την πιθανότητα να παραγγέλνουν/λαμβάνουν συγκεκριμένη πληροφόρηση από ένα εξειδικευμένο σώμα και να προσφερθεί ένα ικανοποιητικό υπόβαθρο στην απόφασή τους (π.χ. κατά πόσο ενδείκνυται να επιβληθεί ποινή φυλάκισης ή μια εναλλακτική ποινή), οι Ελληνικές αρχές ενθαρρύνονται να εξετάσουν την πιθανότητα να ενισχύσουν αυτό τον τομέα αρμοδιότητας των ΥΕΑ & ΚΑ με την ίδρυση ορισμένων πιλοτικών κέντρων που θα παρέχουν αυτές τις υπηρεσίες προς όφελος των δικαστηρίων. Σύμφωνα με τον Κανόνα 45 των Κανόνων του Συμβουλίου της Ευρώπης «οι υπηρεσίες δοκιμασίας ενδεχομένως να παράγουν τις εκθέσεις που απαιτούνται για τη λήψη της απόφασης από τις αρμόδιες αρχές. Θα πρέπει να περιλαμβάνουν προτάσεις σχετικά με: α) τη σκοπιμότητα της απόλυσης του δράστη στην κοινότητα, β) κάθε ειδική συνθήκη που ενδεχομένως να πρέπει να συμπεριληφθεί στην απόφαση σχετικά με την απόλυση του δράστη, γ) κάθε παρέμβαση που απαιτείται για την προετοιμασία του δράστη ενόψει της απόλυσης». Πέρα από τη διαδικασία της εκπόνησης μιας σειράς από αντικειμενικά κριτήρια για την υποστήριξη όλων των παραγόντων που εμπλέκονται στα διαδοχικά στάδια της απόλυσης υπό όρους, οι Ελληνικές αρχές ενθαρρύνονται να προβληματισθούν σχετικά με το ενδεχόμενο να εμπλέξουν τις ΥΕΑ & ΚΑ στη συλλογή στοιχείων σχετικά με τους κρατούμενους, συμπεριλαμβανομένων των προοπτικών της επανένταξής τους.
Οργανωσιακή επάρκεια
Διοίκηση: όπως αναφέρθηκε παραπάνω, οι νομοθετικές ρίζες της ελληνικής Υπηρεσίας Επιμελητών Κοινωνικής Αρωγής βρίσκονται στις αρχές της δεκαετίας του ’90, αλλά ακόμη και σήμερα οι υπηρεσίες δεν είναι απόλυτα λειτουργικές σαν μια αξιόπιστη εναλλακτική στη φυλάκιση. Αυτό θα μπορούσε να συνδεθεί, από τη μια πλευρά, με την απουσία ενός φορέα που θα αναλάβει την ευθύνη αυτού του «εγχειρήματος» και από την άλλη πλευρά, στη κατανομή των πόρων και στην άσκηση πίεσης για την προώθηση του θεσμού. Ήδη έχουν διατυπωθεί διάφορες συστάσεις με σκοπό να ενισχυθούν οι ΥΕΑ & ΚΑ ώστε να αντιμετωπισθεί με αποτελεσματικό τρόπο το πρόβλημα του υπερπληθυσμού των φυλακών. Ωστόσο, όλα αυτά τα μέτρα δεν μπορούν να επιτευχθούν, εάν ο σχεδιασμός και η εφαρμογή αυτής της μεταρρύθμισης δεν ανατεθεί σε μια διευθυντική ομάδα διοίκησης. Η διαμόρφωση ενός κειμένου πολιτικής σχετικά με τη δομή και τις μεθόδους της διευθυντικής αυτής ομάδας θα ήταν επίσης χρήσιμο. Δεν είναι σαφές εάν οι τοπικές ΥΕΑ & ΚΑ βρίσκονται ακόμα υπό την εποπτεία των εισαγγελέων, αλλά σε κάθε περίπτωση η διοικητική ιεραρχία θα πρέπει να είναι σαφής, ώστε να αποφεύγεται η αλληλοεπικάλυψη των καθηκόντων και η έλλειψη ξεκάθαρων πλαισίων αναφοράς και ανάληψης ευθύνης για τους επαγγελματίες της πρώτης γραμμής. Θα πρέπει να διευκρινισθεί σε ποιο φορέα δίνουν αναφορά οι εργαζόμενοι στις ΥΕΑ & ΚΑ: στους εισαγγελείς, στις υπηρεσίες των φυλακών ή στο Υπουργείο Δικαιοσύνης.
Ανθρώπινο δυναμικό: το γεγονός ότι 12 τοπικές υπηρεσίες δεν διαθέτουν καθόλου προσωπικό, αποτελεί ένα ισχυρό μήνυμα και μια σημαντική πρόκληση, που οι αρχές θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους κατά τον σχεδιασμό της αντιμετώπισης του υπερπληθυσμού στις φυλακές μέσω της ουσιαστικής εφαρμογής των κοινοτικών κυρώσεων και μέτρων. Οι ΥΕΑ & ΚΑ θα πρέπει να είναι πλήρως λειτουργικές για να επιτευχθεί αυτή η σημαντική στόχευση. Η λύση που έχει προταθεί από τις αρμόδιες αρχές στο Στρατηγικό Σχέδιο, η Δράση 3-3 που περιλαμβάνει την αύξηση των επιμελητών ανηλίκων και των επιμελητών κοινωνικής αρωγής μέσω της μετακίνησης δημοσίων υπαλλήλων από άλλες υπηρεσίες του δημόσιου τομέα, είναι πολύ σημαντική, αλλά όχι η καλύτερη επιλογή. Το προσωπικό αποτελεί τον πιο σημαντικό πόρο ενός οργανισμού και είναι καθοριστικό για την επιτυχία ή την αποτυχία του. Επομένως, συστήνεται οι αρχές να προβούν στην πρόσληψη προσωπικού μέσω ανοιχτού διαγωνισμού, παρά μέσω μετατάξεων από άλλες δημόσιες υπηρεσίες προκειμένου να εξασφαλίσουν «…την επαγγελματική ικανότητα και την ατομική καταλληλότητα του προσωπικού για τη σύνθετη εργασία που καλούνται να παρέχουν»[49]. Εάν οι αρχές συνεχίσουν με την πρακτική των μετατάξεων, ενθαρρύνονται να αξιολογούν επίσης – εκτός από την επαγγελματική ικανότητα των υποψηφίων εργαζομένων στις ΥΕΑ & ΚΑ – την ατομική τους καταλληλότητα (π.χ. το κίνητρο, τις στάσεις και πεποιθήσεις, τις ικανότητες, τα ψυχολογικά τους χαρακτηριστικά και τα λοιπά).
Εκπαίδευση και επιμόρφωση: η προτεραιότητα αυτή έχει ήδη υπογραμμισθεί από τις αρχές στο Στρατηγικό Σχέδιο (Δράστη 3-8) λαμβάνοντας υπόψη ότι οι εργαζόμενοι στις ΥΕΑ & ΚΑ διαθέτουν διάφορα επίπεδα γνώσης και εμπειρίας σχετικά με τα διαφορετικά αντικείμενα της συγκεκριμένης εργασίας. Ωστόσο, εκτός από τα κλασικά επιμορφωτικά σεμινάρια, θα πρέπει επίσης να ενθαρρυνθεί η διεξαγωγή συναντήσεων εργασίας μεταξύ αντίστοιχων υπηρεσιών, όπου οι εργαζόμενοι στις υπηρεσίες επιμελητών αλλά και οι εργαζόμενοι των φυλακών θα ανταλλάσσουν την εμπειρία τους. Η τοποθέτηση για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα σε αντίστοιχες υπηρεσίες άλλων χωρών για την απόκτηση εμπειρίας, μπορεί επίσης να είναι ωφέλιμη, καθώς παρέχει στους επαγγελματίες του πεδίου διαφορετικά μοντέλα για την καλύτερη εφαρμογή των κοινοτικών ποινικών κυρώσεων και μέτρων και τους εμπνέει με παραδείγματα από άλλες έννομες τάξεις.
[*] Ευχαριστούμε την Μαρία Αναγνωστάκη, την Γεωργία-Μάρθα Γκότση και τον Κώστα Πανάγο για τη μετάφραση του κειμένου.
Κατεβάστε το πρωτότυπο
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ: Κατάλογος Συμμετεχόντων
Μιχαήλ Καλογήρου, Υπουργός Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
Ευτύχιος Φυτράκης, Γενικός Γραμματέας Αντεγκληματικής Πολιτικής, Υπουργείο Δικαιοσύνης
Παναγιώτα Κοζομπόλη, Πρόεδρος της Ειδικής Επιτροπής του Σωφρονιστικού Συστήματος και λοιπών δομών εγκλεισμού κρατουμένων της Βουλής των Ελλήνων
Προκόπιος Προκοπίου, Προϊστάμενος Γενικής Διεύθυνσης Αντεγκληματικής και Σωφρονιστικής Πολιτικής, Υπουργείο Δικαιοσύνης
Δήμητρα Κοκοτίνη, Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου
Όλγα Σμυρλή, Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Κωνσταντίνος Παρασκευαϊδης, Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Παναγιώτης Μπρακουμάτσος, Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Μέλος της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής για την αναθεώρηση του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας
Χριστόφορος Αργυρόπουλος, Πρόεδρος της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής για την αναθεώρηση του Ποινικού Κώδικα
Γεώργιος Νικολόπουλος, Βοηθός Συνήγορος του Πολίτη, Κύκλος Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
Μεθόδιος Ματαλιωτάκης, εκπρόσωπος του Προέδρου της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος
Χρήσος Μανούρας, Προϊστάμενος Διεύθυνσης Γενικής Αστυνόμευσης, Αρχηγείο Ελληνικής Αστυνομίας
Καλλιόπη Δημητρούλη, Αντιπρόεδρος ΕΠΑΝΟΔΟΥ
Νικόλαος Κουλούρης, Πρόεδρος του Κεντρικού Επιστημονικού Συμβουλίου Φυλακών
Παύλος Δουλάμης, Προϊστάμενος της Διεύθυνσης Επιχειρησιακής Επάρκειας και Διαχείρισης Κρίσεων, Υπουργείο Δικαιοσύνης
Χαρίλαος Ζαννίδης, Προϊστάμενος Διεύθυνσης Καταστήματος Κράτησης Πάτρας
Κωνσταντίνος Μαυραντωνάκης, Προϊστάμενος Διεύθυνσης Καταστήματος Κράτησης Αλικαρνασσού Κρήτης
Μαρία Αναγνωστάκη, Επιστημονική Σύμβουλος, Γραφείο Γενικού Γραμματέα Αντεγκληματικής Πολιτικής, Υπουργείο Δικαιοσύνης
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Βλ. παρακάτω για την επεξήγηση του όρου (σημ. των μεταφραστών).
[2] CPT – Δημόσια δήλωση αναφορικά με την Ελλάδα - CPT/Inf (2011)10.
[3] SPACE I – Annual Penal Statistics 2016, (Στατιστικές του Συμβουλίου της Ευρώπης σχετικά με τον αριθμό των κρατουμένων και την κατάσταση στα σωφρονιστικά καταστήματα), σ. 34, 50 (όσον αφορά τη Ρωσική Ομοσπονδία, το ποσοστό αποτελεί απλή εκτίμηση, καθώς οι ακριβείς αριθμοί λείπουν, επίσης το ποσοστό του Σαν Μαρίνο με 6.1 δεν είναι αντιπροσωπευτικό).
[4] Μια ουσιαστική διαφορά πρέπει να αναφερθεί μεταξύ αυτών των υποθέσεων. Το 2009, το Δικαστήριο εξέτασε μια ατομική περίπτωση και αποφάνθηκε ότι πράγματι στην συγκεκριμένη αυτή υπόθεση είχε σημειωθεί παραβίαση. Αλλά, από το 2009 έως το 2013, ένας μεγάλος αριθμός κρατουμένων είχε απευθυνθεί στο Δικαστήριο παρουσιάζοντας την ίδια κατάσταση δηλαδή την ύπαρξη άσχημων συνθηκών στις φυλακές εξαιτίας του επίμονου υπερπληθυσμού. Επομένως, το 2013 το Δικαστήριο δεν εξέτασε την κατάσταση από την σκοπιά μιας ατομικής υπόθεσης, αλλά ως διαρθρωτικό πρόβλημα του Ιταλικού συστήματος φυλακών.
[5] Η υπόθεση αφορούσε το άρθρο 248 του Κώδικα για την εκτέλεση των ποινών, το οποίο επέτρεπε στον διευθυντή των φυλακών να τοποθετήσει κρατούμενους σε κελί με επιφάνεια μικρότερη από 3 τετραγωνικά μέτρα.
[6] Αίτηση νο.7334/13.
[7] Βλ. Ananyev and Others v. Russia, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, § 148.
[8] Σύσταση Rec(2006)2 της Επιτροπής των Υπουργών προς τα κράτη-μέλη για τους Ευρωπαϊκούς Σωφρονιστικούς Κανόνες.
[9] ibidem – κανόνας 4
[10] ibidem – κανόνας 6
[11] CPT – Ζωτικός χώρος ανά κρατούμενο στα καταστήματα κράτησης: Πρότυπα CPT – CPT/Inf (2015)44
[12] Ibidem
[13] Σύσταση Rec(2006)2 της Επιτροπής Υπουργών προς τα κράτη-μέλη για τους Ευρωπαϊκούς Σωφρονιστικούς Κανόνες.
[14] Λευκή Βίβλος σχετικά με τον Υπερπληθυσμό των Φυλακών CM(2016)121-add3
[15] Zimring, F.E. & Hawkins, G.J. (1991) The Scale of Imprisonment, The University of Chicago Press. Snacken, S., Beyens, K. & Tubex, H. (1995) Changing prison populations in Western countries: fate or policy?, European Journal of Crime, Criminal Law and Criminal Justice, 3 (1): 18-53. Tonry, M. (2007) Determinants of Penal Policies, 36 Crime and Justice I, 1-48, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα http://scholarship.law.umn.edu/faculty_articles/497. Lappi-Seppala, T. (2012) Penal Policies in the Nordic Countries 1960-2010, Journal of Scandinavian Studies in Criminology and Crime Prevention, 13: 85-111. Snacken, S. (2015) Punishment, legitimate policies and values: Penal moderation, dignity and human rights, Punishment and Society, 17 (3): 397-423.
[16] Rutherford, A. (1984) Prisons and the Process of Justice: The Reductionist Challenge, London: Heinemann.
[17] Snacken, S. (2006) A Reductionist Penal Policy and European Human Rights Standards, European Journal of Criminal Policy and Research, 12 (2): 143-164.
[18] Koulouris, N., Aloskofis, W., Vidali, S., Koros, D., Spyrea, S. (2015) Alternatives to Prison in Europe. Greece, Rome: European Prison Observatory. Alternatives to Detention.
[19] Σύσταση Rec(92)17 σχετικά με την συνέπεια στην επιμέτρηση της ποινής – παρ. A.5 και 6.
[20] Που συνελέγησαν στις 16 Νοεμβρίου 2018.
[21] Τέσσερις φυλακές (Αθήνα, Βόλος, Κασσαβέτεια και Κόρινθος) προορίζονται για ανηλίκους. Η χωρητικότητα της φυλακής ανηλίκων του Βόλου ανέρχεται σε 54 κρατουμένους, αλλά το Δεκέμβριο του 2018 στέγασε 103 ανήλικους (σχεδόν το διπλάσιο της χωρητικότητάς της). Στην φυλακή ανηλίκων της Αθήνας υπήρξε επίσης υπερπληθυσμός (περίπου 120% πάνω από τη χωρητικότητά της). Αντιθέτως, ο αριθμός των κρατουμένων στις δύο φυλακές ανηλίκων που βρίσκονται στην Κασσαβέτεια και στην Κόρινθο ανήλθε σε περίπου το μισό της χωρητικότητάς τους.
[22] SPACE I – Annual Penal Statistics 2016, σ. 34, 50
[23] Βλ. τη Λευκή Βίβλο σχετικά με τον Υπερπληθυσμό στις Φυλακές CM(2016)121-add3.
[24] Λευκή Βίβλος για τον Υπερπληθυσμό των Φυλακών CM (2016) 121 –add3 παρ. 47 and Recommendation (99)22 concerning prison overcrowding and prison population inflation – par. 10
[25] Σύσταση CM/Rec(2018)8 σχετικά με την αποκαταστατική δικαιοσύνη στις ποινικές υποθέσεις
[26] Σύσταση Rec(2006)13 on the use of remand in custody, the conditions in which it takes place and the provision of safeguards against abuse – παρ. 1 - 24
[27] Ibidem.
[28] Loader, I. (2010) For penal moderation. Notes towards a public philosophy of punishment, Theoretical Criminology, 14 (3): 349-367.
[29] Bottoms, A. and Tankebe, J. (2012) Beyond Procedural Justice: A dialogue Approach to Legitimacy in Criminal Justice, Journal of Criminal Law and Criminology, 102 (1): 119-170.
[30] van Zyl Smit, D. and Snacken, S. (2009) Principles of European Prison Law and Policy: Penology and Human Rights, Oxford: Oxford University Press.
[31] Second Chance Act, 2007.
[32] Green, D. (2013) Penal optimism and second chances. The legacies of American Protestantism and the prospects for penal reform, Punishment and Society, 15 (2): 123-146.
[33] Fox, C., Albertson, K. and Wong, K. (2013) Justice Reinvestment. Can the criminal justice system deliver more for less?, London: Routledge.
[34] Δεκέμβριος 2018.
[35] Βλ. τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας του Λουξεμβούργου – παρ. 673: « (1) Ο Εισαγγελέας μπορεί να αποφασίσει την εκτέλεση μιας ποινής στερητικής της ελευθερίας με τους ακόλουθους τρόπους: τμηματική εκτέλεσης της ποινής, καθεστώς ημιελευθερίας, χορήγηση άδειας, αναστολή εκτέλεσης της ποινής, πρόωρη αποφυλάκιση, υπό όρους απόλυση και τοποθέτηση υπό καθεστώς ηλεκτρονικής επιτήρησης» - http://legilux.public.lu/eli/etat/leg/code/procedure_penale/20181101
[36] Βλ. Συστάσεις CM/Rec(2014)3 σχετικά με τους επικίνδυνους εγκληματίες, R(2003)23 σχετικά με τη διαχείριση από τις διοικήσεις των σωφρονιστικών ιδρυμάτων των βαρυποινιτών, R(2003)22 σχετικά με την υφ’ όρο απόλυση.
[37] Βλ. Σύσταση CM/Rec(2014)3 σχετικά με τους επικίνδυνους εγκληματίες, Μέρος III – παρ. 26 – 33.
[38] Ward, T. & Maruna, S. (2007) Rehabilitation. Beyond the risk paradigm, London & New York: Routledge και επίσης https://www.goodlivesmodel.com/
[39] Βλ. Σύσταση Rec(2003)21 που αφορά τη συνεργασία στην πρόληψη του εγκλήματος
[40] Recommendation R(92)17 σχετικά με τη «σταθερότητα κατά τον προσδιορισμό των ποινών»: J. Statistics and research
[41] Σύσταση Rec(2006)2 για τους Ευρωπαϊκούς Σωφρονιστικούς Κανόνες – κανόνας 91: Οι αρχές των φυλακών πρέπει να υποστηρίζουν ένα πρόγραμμα έρευνας και αξιολόγησης σχετικά με το σκοπό της φυλακής, το ρόλο της σε μια δημοκρατική κοινωνία και τον βαθμό στον οποίο εκπληρώνει το σκοπό της.
[42] ibidem – κανόνας 90.1
[43] ibidem – κανόνες 7 και 90.2
[44] Στρατηγικός Στόχος 3.
[45] Σύσταση (2006) 2 της Επιτροπής Υπουργών προς τα κράτη μέλη σχετικά με τους Ευρωπαϊκούς Σωφρονιστικούς Κανόνες, Σύσταση CM/ Rec (2017) 3 της Επιτροπής Υπουργών προς τα κράτη μέλη σχετικά με τους Ευρωπαϊκούς Κανόνες για τις κοινοτικές ποινές και μέτρα.
[46] Probation in Europe, Greece, 2015, Confederation of European Probation, Editors: Anton van Kalmthout, Ioan Durnescu.
[47] Στατιστικά στοιχεία του 2017, αντλημένα από τις ελληνικές αρχές.
[48] Recommendation CM/Rec(2018)8 of the Committee of Ministers to member States concerning restorative justice in criminal matters and Recommendation CM/Rec(2010)1 on the Council of Europe Probation Rules
[49] Κανόνας 22, Σύσταση CM/Rec (2010) 1 της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης προς τα κράτη-μέλη σχετικά με τους Ευρωπαϊκούς Κανόνες για τη Δοκιμασία.