Φυλάξου απ’ όλες τις επιθέσεις ακρίβειας
κράτησε τρυφερά την αστοχία από το χέρι
Αυτή ξέρει το δρόμο
Ν. Σεβαστάκης, Συμβουλές
Α. Εισαγωγικά
Η ιστορική ανέλιξη του θεσμού της αστυνομίας (Γαρδίκας Κ., 1964, 18 επ. – Φαρσεδάκης Ι., 1984, 70 – Δανούσης Κ., Καραβίτης Γ., 1997 – Παπακωνσταντής Γ., 2003, 111 – Βιδάλη Σ., 2007), έφερε στο φως ζητήματα νομιμότητας, κουλτούρας ή αναπαραστάσεων (2Reiner R.,1992, 57, 107, 171), διαφορετικά κατά περιόδους αλλά πάντοτε κρίσιμα για τη Δημοκρατία.
Η άμεση σύνδεση της Aστυνομίας και η αμοιβαία διαντίδραση από τη μία με το Δίκαιο και από την άλλη με την Εξουσία, την καθιστά κρίσιμο θεσμό του Κράτους Δικαίου και της Δημοκρατίας.
Η δυνατότητα (κατά)χρησης της νόμιμης βίας που της παρέχεται, η καταστολή μέσω δημόσιας και πολιτειακής βίας συγκρούονται με τις ατομικές ελευθερίες των πολιτών και μπορεί να καταλήξουν σε μια Αστυνομοκρατία (Αστυνομικό Κράτος) η οποία έχει ιστορικά υπάρξει και λειτουργήσει στον ελλαδικό χώρο.
Η καταστολή των κοινωνικών κινημάτων ή η χρησιμοποίηση της «ασφάλειας» για τη δίωξη «αντεθνικών και ανατρεπτικών ιδεών» δεν λείπουν ούτε από τις ήρεμες ούτε από τις ανώμαλες ιστορικές περιόδους.
Μπορεί η Αστυνομία, ως πολιτική ενέργεια που αποτρέπει τους κινδύνους διατάραξης της δημόσιας τάξης, να εντάσσεται στα όργανα του επίσημου ελέγχου του εγκλήματος, όμως η εμπλοκή της αστυνομίας στην πολιτική ζωή του τόπου και η πολιτική εργαλειοποίησή της από τους κομματικούς μηχανισμούς συνιστά διαχρονικό ελληνικό (ίσως και όχι μόνο) φαινόμενο.
Η πολιτική αστυνομία, ως εκτροπή της αστυνομίας στο όνομα της προστασίας της κρατικής ασφάλειας και του καθεστώτος, παρ-ακολουθεί τους κάθε είδους «αντιφρονούντες» και εν γένει «πολιτικά ύποπτους», διαχωρίζει το κράτος από την κοινωνία -μέσω (και) του φόβου- (Ζαραφωνίτου Χ., 2002, 15) και υπεισέρχεται στον ιστορικό χώρο «ενοχοποιώντας» πολιτικούς εχθρούς του καθεστώτος.
«Ο Νόμος και η Τάξη» εκφράζουν μια συντηρητική πολιτική διαχείρισης της εγκληματικότητας και της δικαιοσύνης, μέσω της οποίας πειθαρχοποιείται η κοινωνία και νομιμοποιείται η ιδεολογική κουλτούρα του ελέγχου.
Η συγκεντρωτική, γραφειοκρατική, επαγγελματοποιημένη, αυταρχική και πολιτικοποιημένη Αστυνομία καλείται ακριβώς να παίξει αυτό το ρόλο, τον οποίο της αναθέτει το Κράτος και η κυρίαρχη (κάθε φορά) κοινωνική τάξη.
Ενώ η «τάξη» παραπέμπει στην τήρηση των κανόνων, και η «αταξία» σε αναρχία, η Ελληνική Αστυνομία λειτούργησε ιδιόρρυθμα. Δημιουργούσε η ίδια αταξίες και ανώμαλες καταστάσεις στο όνομα της διατήρησης της (δημόσιας) τάξης αναγάγοντας σε «δημόσιο συμφέρον» τα ειδικά προνόμια της άρχουσας τάξης.
Η διαχείριση της κατασταλτικής δύναμης του Κράτους παραμένει λοιπόν ιστορικά ένα πολιτικό ζήτημα. Το ποινικό δίκαιο, ο στρατός και η αστυνομία εκαλούντο πάντοτε να στηρίξουν την κρατική εξουσία. Μέσω του κοινωνικού ελέγχου και του φόβου επιτυγχάνεται η πειθαρχοποίηση ή η τεχνητή συναίνεση κι έτσι η κυρίαρχη τάξη εξασφαλίζει την απρόσκοπτη ικανοποίηση των συμφερόντων της.
Ειδικές δυνάμεις (και εξουσίες), παραστρατιωτικές οργανώσεις, μηχανισμοί ασφαλείας καλούνται να διατηρήσουν το πολιτικοκοινωνικό status quo συνήθως σε περιόδους μειωμένης δημοκρατίας.
Καθώς η φύση της Αστυνομίας εξαρτάται πλήρως από τη φύση του Κράτους και την πολιτική εξουσία ήταν αναμενόμενο το αυταρχικό κράτος να γεννάει «τις παραστρατιωτικές αστυνομίες» και να στηρίζει σ’ αυτές την ασφάλειά του.
Η προστασία όμως της δημόσιας και κρατικής ασφάλειας, δηλαδή της συγκεκριμένης μορφής πολιτεύματος, δεν μπορεί να έρχεται σε αντίθεση με το δικαίωμα κάθε πολίτη/ανθρώπου στην ασφάλεια, ούτε να νομιμοποιεί απάνθρωπη μεταχείριση ή βασανιστήρια.
Ούτε «ο κυνικός ιδεαλισμός», ούτε η στρατιωτική πειθαρχία, ούτε το πολιτικό κλίμα αρκούν για να δικαιολογήσουν την τυφλή υπακοή σε παράνομες διαταγές και αντισυνταγματικές δραστηριότητες.
Ακόμη και σε περιπτώσεις «εξαιρετικών συνθηκών» όπου το πολίτευμα κινδυνεύει, η «ειδική νομιμοφροσύνη» των αστυνομικών οργάνων δεν αυτονομείται από τις επιταγές του Συντάγματος (άρθρο 48 παρ. 1, άρθρο 120 παρ. 4).
Η επέκταση της κατάστασης ανάγκης ή των εξαιρετικών περιστάσεων οδηγούν όλο και συχνότερα σε ρήτρες περιοριστικές της ελευθερίας (ασφάλεια, δημόσια τάξη) που θέτουν σε σοβαρό κίνδυνο τα θεμελιώδη δικαιώματα.
Η αρχή της σκοπιμότητας (Raison d’ Etat) που χαρακτηρίζει το αστυνομικό κράτος βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την αρχή της νομιμότητας που διέπει το Κράτος Δικαίου. Η Αστυνομία σ’ ένα δημοκρατικό κράτος προστατεύει τα δικαιώματα των πολιτών και σ’ ένα αυταρχικό καταπιέζει τους πολίτες.
Κράτος Δικαίου δεν είναι το Κράτος οποιουδήποτε Δικαίου.
Η τριγωνική σχέση «Κράτος - Αστυνομία - Πολίτης», με την τριττή σημασία συναντιέται στην υποχρέωση των αστυνομικών «για την προστασία του δημοκρατικού πολιτεύματος στα πλαίσια της συνταγματικής τάξης».
Η υπαγωγή της δημόσιας τάξης στο δημόσιο συμφέρον δεν ταυτίζεται πάντοτε με το συμφέρον του Κράτους, μολονότι η εσωτερική δημόσια τάξη εμπεριέχεται στη γενική έννοια του πολιτειακού καθεστώτος και εμφανίζεται ως ασφάλεια.
Η αστυνομική εξουσία πραγματώνει μεν τη δημόσια τάξη αλλά πάντοτε εντός των συνταγματικών πλαισίων.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν η Αστυνομία μπορεί να επιφορτισθεί πέραν του κοινωνικού ελέγχου και με την εδραίωση της δημοκρατικής νομιμότητας, ίσως και με την εξασφάλιση της κοινωνικής συνοχής. Η αστυνομία ως κοινωνική λειτουργία αλλά και ως θεσμική λειτουργία, πρέπει να στοχεύει στην προστασία και τη ρύθμιση της κοινωνικής τάξης (ordre social), δηλαδή του χώρου άσκησης δικαιωμάτων (Πανούσης Γ., 2007, Πρόλογος, xxi-xxx).
Β. Περί δημόσιας Τάξης
Αν δημόσια τάξη ήταν «η ασφάλεια, η ειρήνη όλων των έννομων αγαθών και όχι κάποιο ξεχωριστό και συγκεκριμένο αγαθό με δική του αυτοτελή αξία», τότε θα είχαμε όλοι λόγους να νοιώσουμε ανασφαλείς από την καταχρηστική επίκληση του όρου. Το ίδιο όμως αισθανθήκαμε και με το ευρύτερο έννομο αγαθό της εσωτερικής ασφάλειας του Κράτους που συνδέθηκε με την αποτελεσματικότητα της κρατικής καταστολής και με τον καταναγκασμό γενικής υποταγής.
Ενώ όμως «τα έννομα αγαθά της πολιτειακής εξουσίας και της δημόσιας τάξης ήταν συνυφασμένα με το έννομο αγαθό της πολιτικής υπόστασης του Κράτους, αφού αποτελούσαν το μέσο για τη διατήρησή του», σήμερα η παγκοσμιοποίηση χρησιμοποιεί την ασφάλεια –εσωτερική και εξωτερική– για να υπερβεί την πολιτική υπόσταση του Έθνους – Κράτους υπέρ της ηγεμονίας μιας μόνον πλανητικής δύναμης (Μανωλεδάκης Γ., 1990, 2, 3, 13-17).
Η ασταθής ισορροπία μεταξύ ελευθερίας και ασφάλειας συνιστά μια βαθιά σκιά που γίνεται ακόμα πιο σκοτεινή, αφού το παγκόσμιο νομικό δίχτυ ασφάλειας δεν αφήνει έξω από τη «νέα ρύθμιση» καμία σχεδόν από τις ανθρώπινες δραστηριότητες και ελευθερίες (Πανούσης Γ., 2004).
Η κατάχρηση της ποινικής καταστολής σε παγκόσμιο επίπεδο μπορεί να συνδέεται με τον εκφοβισμό, τη χειραγώγηση και τον έλεγχο των αντιφρονούντων αλλά ταυτόγχρονα επενδύεται τον ευγενή στόχο της κατοχύρωσης της ασφάλειας του πολίτη (έστω και μέσα στο πλαίσιο της εμπέδωσης της δημόσιας ασφάλειας).
Η ασφάλεια (στην προστασία των εννόμων αγαθών) και η ελευθερία (της δράσης των πολιτών) κινούνται αντιπαραθετικά μέσα στον προστατεύσιμο κοινωνικό χώρο και δοκιμάζουν τα ακραία όρια (κατασταλτικής) παρέμβασης του ποινικού δικαίου προκειμένου να ρυθμιστούν κοινωνικές σχέσεις.
Σε κάθε πάντως περίπτωση είτε δεχτούμε την ασφάλεια ως εξισορρόπηση της ελευθερίας όλων είτε θεωρήσουμε τις ελευθερίες των πολιτών ως μοναδική εγγύηση για την ασφάλεια του συνόλου (μέσα σε μια δημοκρατική κοινωνία), θάπρεπε η οποιαδήποτε σύγκρουση να διευθετείται με ρυθμίσεις που δεν θα παραβιάζουν τα ελάχιστα αλλά θεμελιώδη κεφάλαια προστασίας των ελευθεριών, όπως τα έχει προσδιορίσει ο νομικός πολιτισμός και όχι η πολιτική ισχύς των κρατών.
Το ατομικό δικαίωμα στην ασφάλεια του ενός πρέπει αφενός να εναρμονίζεται με το κοινό κοινωνικό δικαίωμα στην ασφάλεια.
Η (όποια) όμως ανασφάλεια των πολιτών δεν μειώνεται όταν το Κράτος περιορίζει «για λόγους ασφαλείας» τις ατομικές ελευθερίες. Ούτε αναγκαστικά συσπειρώνει τον φοβισμένο άνθρωπο δίπλα στην εξουσία για να νοιώσει περισσότερο ασφαλής αφού οι ολοκληρωτικές πρακτικές απωθούν ακόμα κι όταν οι ανασφάλειας και οι φοβίες καραδοκούν (Πανούσης Γ., 2004).
Ασφάλεια και ελευθερίες πρέπει να συν-υπάρχουν και να συν-οδοιπορούν.
Ο επαναπροσδιορισμός της «έννοιας της ασφάλειας εμπλέκει (και προϋποθέτει) τον επαναπροσδιορισμό των ιδεολογιών και των αξιών του παρελθόντος».
Προς ποια κατεύθυνση όμως;
Η ανασφάλεια π.χ. γεννάει την κοινωνική αλληλεγγύη αλλά και η ίδια ενθαρρύνει τη μηδενική ανοχή.
Το ανομολόγητο δίλημμα «Ασφάλεια ή Ελευθερία;» αφενός θέτει σε διάταξη μάχης τις απόλυτες προσεγγίσεις (δεδομένου ότι η μία έννοια βρίσκεται μέσα στην άλλη κι έτσι εύκολα αλληλο-προστίθενται και αλληλο-αφαιρούνται) κι αφετέρου θέτει σε αμφισβήτηση το μέτρο σύγκρισης/ αξιολόγησης που δεν (μπορεί να) είναι άλλο από τον ευρωπαϊκό νομικό (φιλελεύθερο και ανθρωπιστικό) πολιτισμό.
Η ελευθερία, η ασφάλεια και η δικαιοσύνη ως αξίες, ως δημόσια και κοινωνικά αγαθά, αλλά και ως αναγκαίοι όροι εύρυθμης λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος, προϋποθέτουν εναρμόνιση ή έστω κοινή φορά και πορεία. Δεν είναι δηλαδή επιτρεπτό ή ανεκτό να θυσιάζεται η μια αξία στο όνομα της προάσπισης της άλλης. Κατά συνέπεια θα τις αντιμετωπίσουμε ως ενιαίο κι αδιάσπαστο τρίπτυχο και δεν θ’ αφήσουμε να εκφυλιστούν σε ανελεύθερα συστήματα.
Ο ενιαίος χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης δεν πρέπει να μετατραπεί σε πεδίο συνεχούς παρακολούθησης, αβεβαιότητας και αυθαιρεσίας. Δεν επιτρέπεται να ενταφιάζουμε –στο όνομα της προστασίας του δυτικού πολιτισμού – όλες τις αρχές και τις αξίες του δυτικού πολιτισμού.
Γ. Γενικά περί Αστυνομίας / Αστυνόμευσης
Μπορεί η αστυνομική, ως επιστήμη της αστυνόμευσης, ν’ αποτελεί αφενός μέρος της Διακυβέρνησης αφετέρου της κοινωνικής διαχείρισης του εγκλήματος (Ζιανίκας Χ., 1995, 18, 26), όμως η δημόσια δύναμη πρέπει να προστατεύει τον πολίτη ,κι όχι το καθεστώς, τη δικαιοσύνη, το κράτος δικαίου και το κοινωνικό κράτος κι όχι να χρησιμοποιεί το φόβο του εγκλήματος για να παραβιάζει δικαιώματα και ελευθερίες.
Η welfare police και η security police πρέπει να έχουν ως κοινό παρονομαστή την κοινωνική πρόληψη (προληπτική αστυνόμευση), δηλαδή τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής με μια ήπια διαχείριση των προβλημάτων μέσω συνεργασίας με άλλους κοινωνικούς θεσμούς και με στόχο την ενδυνάμωση των κοινωνικών αξιών συμβίωσης και την προστασία των δημόσιων αγαθών (Johnston L., 1992, 25, 39).
H key-practice της αστυνομίας (Holdaway S., 1983, 15-17) δεν εξαρτάται πλέον από μια παραστρατιωτική οργάνωση και αντίληψη (ως τρίτη δύναμη ανάμεσα στο στρατό και την αστυνομία) (Waddington D., 1991, 123 επ.) αλλά από την πειθώ της συμμόρφωσης, της διαπραγμάτευσης, της χρήσης του αναγκαίου και αναλογικού minimum καταναγκασμού.
Η Διακήρυξη της Αστυνομίας (Declaration on the police, Resolution 690 (1979) of the Parliamentary of the Council of Europe) (Human Rights, 1984, 171 επ.) οριοθετεί τις σχέσεις ελεύθερων πολιτών, δημοκρατικού πολιτεύματος, οριοθέτησης χρήσης δημόσιας δύναμης.
Η Αστυνομία «ως δέσμη δικαιωμάτων της δημόσιας δύναμης» (Hauriou M., 1897, 566) ακολουθεί μεν τις κοινωνικές αλλαγές και τη διεθνοποίηση του οργανωμένου εγκλήματος αλλά τούτο δεν σημαίνει ότι η διατήρηση της τάξης και της ειρήνης θα επιτευχθεί εκτός της δημοκρατικής διαδικασίας.
Άλλωστε η αστυνομικοποίηση ουδέποτε μείωσε την εγκληματικότητα (Kleck G., Barnes J.C., 2010, 1) και η υπερβολική τάξη δεν πρέπει να συνοδεύεται με μειωμένη νομιμότητα.
Ας μην ξεχνάμε ότι η Αστυνομία αποτελεί μέρος του ευρύτερου συστήματος απονομής της ποινικής δικαιοσύνης γι’ αυτό η Νομοθεσία, η Αστυνομία, η Δικαιοσύνη και το Σωφρονιστικό Σύστημα πρέπει να διέπονται από τις ίδιες αρχές και διαδικασίες.
Ο κρατικός και κοινωνικός έλεγχος δεν είναι ασύμβατος με τις ανθρώπινες και δημοκρατικές αξίες σε όλα τα επίπεδα.
Άλλωστε τα όρια της όποιας «μηδενικής» ανοχής δεν τα θέτει το κράτος (Τζαννετάκη T., 2006) αλλά η ίδια η κοινωνία (Walklate S., Evans K., 1999, 103) η οποία ζητάει να λυθούν προβλήματα κι όχι να καταλυθούν ελευθερίες.
Το μονοπώλιο της νόμιμης βίας δεν νομιμοποιεί την όποια βία. Κοινωνικές αντιλήψεις και πολιτικές σχέσεις οριοθετούν τη δράση της δημόσιας δύναμης ως ultimum refugium (Jobard F., 1999, 10, 11).
Όσο κι αν αυτό φαίνεται ως αυτο-αναίρεση (contresens) στην ουσία θέτουν την κόκκινη γραμμή ανάμεσα στη θεσμική βία και στη νομιμοποιημένη χρήση δύναμης, στη δυνατότητα και στην αναγκαιότητα (ή την υπέρβαση της αναλογικότητας) (Council of Europe, 1979). Ακόμα και σε περιπτώσεις ελέγχου του πλήθους (Crowd Control) πρέπει να αποφεύγονται πράξεις προβοκάτσιας, ρητορικού μίσους και ο χειρισμός να είναι ψύχραιμος, νόμιμος και ιδίως να βασίζεται στην πρόληψη των συγκρούσεων (Sadler S., 1992, 107, 116).
Δεν πρέπει να υπάρχει δίλημμα στον αστυνομικό του δρόμου αν θα «προστατεύσει ή θα πυροβολήσει» (Charles M., 1986, 149).
H αστυνομική βία, αν και νόμιμη, όχι μόνον πρέπει να ασκείται μέσα στα όρια του Συντάγματος αλλά και να μην εκτρέπεται από τις αρχές της αναλογικότητας, αναγκαιότητας, καταλληλότητας (Παπαϊωάννου Ζ., 2003, 21, 35, 53), να εκλαμβάνει χαρακτηριστικά πολιτικής δίωξης αντιφρονούντων ή ρατσιστικής βίας[1] (Fyfe J.J., 1988, 165-170).
Η τάξη τοποθετείται ανάμεσα στην αταξία και την αναρχία, η έννομη τάξη ρυθμίζει σχέσεις με βάση κανόνες και η δημόσια τάξη υπάγεται στο δημόσιο συμφέρον (αρκεί να μην γίνεται κατάχρηση εξουσίας) (Τάχος A.I., 1990, 15-20) και η αστυνόμευση πρέπει να διενεργείται μέσα στο πλαίσιο του κράτους Δικαίου.
Έτσι π.χ. οι επιχειρήσεις-σκούπα όχι μόνον ήταν /είναι και αναποτελεσματικές[2] αλλά παραβίαζαν/παραβιάζουν και τα ανθρώπινα δικαιώματα
Από τη μία η εμπιστοσύνη του κοινού (Δήμου B., 2012, 87-92) κι από την άλλη η προληπτική δράση της Αστυνομίας (Council of Europe, 1978) μπορεί να δημιουργήσουν το νέο πλαίσιο ασφάλειας.
Η ασφάλεια αποτελεί πρώτιστα σκοπό της κρατικής εξουσίας αλλά και συνταγματική εγγύηση των δικαιωμάτων του πολίτη (Παπαθεοδώρου Θ., 2005, 60, 66) γι’ αυτό η όλη ισορροπία εξαρτάται από τις πολιτικές επιλογές. Η Δημοκρατία, και η Αριστερά, πρέπει να έχουν μια απάντηση τόσο για τον εκδημοκρατισμό όσο και για το συναινετικό πλαίσιο αυτορρυθμιζόμενης (αυτοαστυνομευόμενης;) κοινωνίας βασισμένης όχι σε ιδεότυπους αλλά στην πραγματικότητα (Βιδάλη Σ., 2007, Β΄ 761, 769).
Σε περίοδο κρίσης, διακινδυνεύσεων και αποκλεισμών, η ιδεολογική προσέγγιση και η επιχειρησιακή νοοτροπία (Βιδάλη Σ., 2007, Β΄, 925) πρέπει να επανεξετάζονται σε όλα τα επίπεδα.
Η Δημοκρατία εξελίσσεται (και βαθαίνει), τα δικαιώματα ενισχύονται (και θωρακίζονται), ο κοινωνικός ρόλος της Αστυνομίας προέχει (έναντι του καταναγκαστικού).
Η ειρηνική συμβίωση επιτυγχάνεται με επάλληλες συναινέσεις και θεσμικούς ελέγχους (Παπακωνσταντής Γ., 2003, 31, 51, 78).
Η συμμετοχική κουλτούρα στην αστυνόμευση εν είδει συμμετοχικής αντεγκληματικής πολιτικής (Καραγιαννίδης Χ., 2011) δείχνει άλλο δρόμο επίτευξης της δημόσιας, κοινωνικής, ατομικής ασφάλειας. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις δεν είναι το Κράτος (και η κυρίαρχη τάξη) που δίνει τις εντολές αλλά το σύνολο των κοινωνικών δυνάμεων.
Δεν γνωρίζω αν η αθέατη πλευρά της Αστυνομίας (Ζιανίκας Χ., 1992) είναι σκοτεινή ή φωτεινή, αν ταυτίζεται με τον κρατικό Καπιταλισμό ή τη δημοκρατική νομιμοποίηση (Παπακωνσταντής Γ., 2006, 121), αν αναζητά μόνο τεχνολογικό εκσυγχρονισμό ή λα’ι’κό έρεισμα από την κοινωνία στην καταστολή ή στην προσφορά υπηρεσίας. Σε κάθε περίπτωση η σύγχρονη αστυνομία έχει οριστικά απωλέσει τον παραστρατιωτικό της χαρακτήρα (Waddingdon D., 1996, 14) και οφείλει να μετριάσει πολύ την έννομη βία που κατέχει, δηλαδή ν’ αποπολιτικοποιηθεί (Reiner R., 1992, 2, 4, 57).
Είμαι αντίθετος με τη λογική και πρακτική της ιδιωτικής αστυνόμευσης (private policing) (Shearing C, Stenning P, 1987).
To ίδιο ισχύει και με το σχετικά πρόσφατο φαινόμενο των οργανωμένων ‘οπαδών’ ασφάλειας που στοχεύουν στην υποκατάσταση του Κράτους.[3]
Το δίλημμα «με την κυβέρνηση ή με το λαό» όταν υπάρχουν συγκρούσεις πρέπει να μην προδίδει την υποχρέωση υπηρέτησης και προστασίας του πολίτη, όπως συνταγματικά έχει δεσμευθεί η αστυνομία που είναι ειρηνική (peace keeping) δύναμη βοήθειας και συνδρομής (Waddington D., 1999, 12, 13, 20) και δεν πρέπει να θέτει την ισχύ της στην υπηρεσία του αντιλαϊκού Κράτους.
Ο νόμος, όπως ο αστυνόμος, έχουν τεθεί στην υπηρεσία της κοινωνικής ειρήνης μέσω διαπραγματεύσεων και διαβουλεύσεων κι όχι εχθροπραξιών (Waddington D., 1999, 62-63) εν είδει εμφυλίου.
Η αστυνόμευση της δημόσιας α-ταξίας πρέπει να επιτυγχάνεται μέσω συναινετικού εξαναγκασμού (consensual constraints).
Πρέπει να οραματισθούμε μια αστυνομία χωρίς βία (ή με τη λιγότερο αναγκαία βία) και ένα πολιτικό σύστημα που δεν εργαλοποιεί την αστυνόμευση για τη δίωξη των αντιφρονούντων.
Δεν πρέπει να στρέφεται η αστυνομία κατά των εσωτερικών εχθρών ή να υιοθετεί pratiques masquées (under cover) στη λογική της μαζικής παρακολούθησης πολιτών (Dobry M., 1992, 17). Όπως η ποινικοποίηση του κοινωνικού αποκλεισμού οδηγεί σε αθρόες φυλακίσεις έτσι και η αστυνομικοποίηση των προβλημάτων ανασφάλειας καταλήγει σε «εκτροπές».
Δ. Ευρωπαϊκός «στρατός»;
Πολιτικονομικές και κοινωνιοπολιτισμικές παράμετροι στο Κράτος και στην Ευρώπη επηρεάζουν τη δράση της Αστυνομίας με συνέπεια η εγκληματολογική οπτική γι’ αυτόν καθεαυτόν τον ρόλο της αστυνόμευσης να είναι συχνά θολή. Το μονοπώλιο της κρατικής βίας μοιάζει να υποχωρεί ή και να διαχέεται σε διάφορα συστήματα υπερεθνικών μηχανισμών (ευρωπαϊκός αστυνομικός χώρος). Η Ευρώπη χωρίς σύνορα διαμορφώνει ένα νέο δόγμα στις εθνικές στρατηγικές καθώς το υπερεθνικό έγκλημα και η τρομοκρατία ‘νομιμοποιούν’ οιονεί-στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά της ανασφάλειας (Waddington D., 1999, 87)[4] σε βαθμό που να αναρωτιούνται πολλοί αν οδηγούμαστε σε μια Ευρώπη των πολιτών ή σε μια Ευρώπη των αστυνομικών (Monnet J.-Cl., 1993, 296).Μοιάζει να χάνεται η ισορροπία των εξουσιών και να επαναεμφανίζεται το αστυνομικό κράτος (ιδίως στις περιπτώσεις διαχείρισης προσφυγικών/ μεταναστευτικών ροών).
Οι πολύμορφες δράσεις της αστυνομίας που υπερβαίνουν την αποστολή της δεν αφορούν μια (κρυφή ή φανερή) πολιτικοποίηση (Βιδάλη Σ., 2007) αλλά σε μεγάλο βαθμό καταλήγουν να υπηρετούν [κι] άλλες σχέσεις εξουσίας.
Η Ευρώπη των εμπόρων μετεξελίσσεται σε Ευρώπη-αστυνομικό φρούριο. Η αστυνομία από Κράτος εν Κράτει (Βayle J.-L., 1992, 93) μετουσιώνεται σε μηχανισμό ασφάλειας του ευρωπαϊκού χώρου (Παπαθεοδώρου Θ., 2005, 64).
Η τρομοκρατία, το προσφυγικό, ο ρατσισμός, ο νεοφασισμός, δημιουργούν νέα προβλήματα διαχείρισης σε κάθε εθνική αστυνομία αλλά και στο επίπεδο των ευρωπαϊκών συνεργασιών (Bunyan J., 1993, 311 επ., Παπακωνσταντής Γ., 2004).
Η πολιτική κυριαρχία του Κράτους δεν υποχωρεί αλλά τόσο οι διεθνείς/ ευρωπαϊκές όσο και οι αυστηρώς αστυνομικές συμφωνίες τείνουν να εναρμονίσουν κανόνες και διαδικασίες (Bunyan J. and alias, 1993, 11, 17).
H Ευρωπαϊκή διάσταση[5] για κάθε κράτος ξεχωριστά (Fosdick R., 1969, Chalumeau Gr.-Gorgeon C., 1993, Benyon J. and alias, 1993, 65 επ.) παρά τις επιμέρους διαφορές τείνει προς μια αποκέντρωση και μια επανεξέταση των σχέσεων αστυνομίας – δικαιοσύνης – κράτους – υπερεθνικών Μορφωμάτων.
Η διαχείριση της ανασφάλειας στην Ευρώπη γι’ άλλους σχετίζεται μόνο με την τρομοκρατία ή το προσφυγικό και γι’ άλλους με τη ρύθμιση της κοινωνικής ειρήνης, του υπερασπίσιμου χώρου, της πρόληψης πολιτισμικών εντάσεων. Σε κάθε περίπτωση δε πρέπει να εκφυλίζεται σε πολιτικό έλεγχο, και να μην επικαλείται το σοκ των οικονομικών κρίσεων για να καλλιεργεί κλίμα καταστολής και διακρίσεων.
Η ευρωπαϊκή εκδοχή (europeanisation) με το διασυνοριακό έγκλημα και η αμερικανική εκδοχή (americanisation) με τους underclassers έχουν ως κοινό παρονομαστή το internal security acquis (Crowford A. , 2002) το οποίο διευρύνεται και γίνεται international και globalized.
Η απάντηση σ’ αυτούς τους κινδύνους πρέπει νάναι το glocal (global + local), η κοινοτική αστυνόμευση.
E. Κοινοτική αστυνόμευση
Η κοινωνιολογία της Αστυνομίας προηγείται της ανάλυσης του οργανωτικού / λειτουργικού σχήματος και ερμηνεύει τις σχέσεις του Σώματος με τους άλλους φορείς.
Η αστυνομική κουλτούρα πρέπει να χαρακτηρίζεται από αίσθηση ιστορικού ρόλου.
Η μυστικότητα, οι στατιστικές, οι έρευνες, τα γενικά καθήκοντα, η πολυμορφικότητα των αστυνομικών επεμβάσεων, οι σχέσεις με την πολιτική εξουσία (Bayle J.-L., 1992, 7, 11) προσδιορίζουν όχι μόνο το ρόλο της Αστυνομίας αλλά και την «εικόνα της».
Ο έλεγχος του εγκλήματος, ο σεβασμός των συνταγματικών περιορισμών (Ζιανίκας Χ., 1990, 28), η εσωτερική διαφθορά, η συνεκτίμηση πολιτισμικών αξιών, οι νέες τεχνολογίες, τα οικονομικά μεγέθη, οι μαζικές μεταναστεύσεις, η «πτώση των συνόρων» διαφοροποιούν, σε καθημερινή σχεδόν βάση, τα μοντέλα δράσης.
Σήμερα διαμορφώνονται άλλες κοινωνικές προσδοκίες από την Αστυνομία. Μία Αστυνομία χωρίς σκοτεινό παρελθόν και χωρίς απομονωτικές / διαχωριστικές αντιλήψεις.
Ο Νόμος και η Τάξη, οι λαϊκές φοβίες και προκαταλήψεις, η εχθρότητα με τα ΜΜΕ (Λαμπροπούλου Ε., 1994, 203), η οργανωτική δομή των αστυνομικών τμημάτων, συγκροτούν κρίσιμες παραμέτρους που επηρεάζουν τις σχέσεις Αστυνομία-πολίτη και καθορίζουν την αποτελεσματικότητα των διωκτικών αρχών.
Η κοινωνική αναγνώριση της Αστυνομίας συναρτάται από παράγοντες όπως το αίσθημα ασφάλειας («ξέρω πού, πότε και πώς θα βρω τον αστυνόμο»), το οποίο αυξάνεται με την πεζή αστυνόμευση, τον αστυνομικό της γειτονιάς, την καθημερινή πρακτική διευθέτησης των διαφορών, τον επαγγελματισμό.
Εκτός από την ορθή διοίκηση (management), που κυρίως προϋποθέτει ανεξαρτησία δράσης – προσφορότητα δράσης – αποτελεσματικότητα, κρίσιμες παράμετροι παραμένουν η νομιμότητα της επέμβασης, η βασιμότητα των μέτρων και η κοινωνική αποδοχή του αποτελέσματος.
Ο ακριβής ορισμός του «τί σημαίνει νόμιμη αστυνομική επέμβαση», η θετική διαντίδραση Αστυνομίας-πολιτών, η αντιγραφειοκρατία, η αποκεντρωμένη λειτουργία, η χαρτογράφηση των εγκληματογόνων περιοχών, ο περιβαλλοντικός σχεδιασμός, η δια των Media ενημέρωση-κινητοποίηση των πολιτών (Πανούσης Γ., 1993, 25) πρέπει να μελετηθούν σε βάθος.
Αν το ζητούμενο είναι οι αυτορρυθμιζόμενες γειτονιές και κοινότητες τότε οι σχέσεις μέσα στην τοπική κοινωνία συμβάλλουν αποφασιστικά στην πρόληψη του εγκλήματος. Είτε κανείς υιοθετήσει «το μοντέλο των λιγότερων ευκαιριών» (μείωση στόχων, ειδικά μέτρα προστασίας), είτε προτιμήσει «το μοντέλο του άτυπου κοινωνικού ελέγχου» (κινητοποίηση σχολείου και οικογένειας), αυτό που κρίνεται αναγκαίο είναι η δημόσια/ συλλογική (public minded) και όχι η ιδιωτική/ ατομική (private minded) αντίδραση.
Η νέα Αστυνομία πρέπει να εντάξει την αστυνόμευση μέσα στην κοινότητα (πρόληψη, διαμεσολάβηση) και κυρίως να ρυθμίζει και όχι να καταστέλλει τα κοινωνικά προβλήματα (πολλά από τα οποία, όταν χρονίζουν, καθίστανται εγκληματογόνα).
Ο κοινωνικός ρόλος της Αστυνομίας, ιδίως σε περιπτώσεις οικονομικής κρίσης και πολυπολιτισμικότητας, είναι κρίσιμος και αναγκαίος καθώς περιλαμβάνει τόσο την πρόληψη του εγκλήματος όσο και την παροχή υπηρεσιών κοινωνικής προσφοράς (συμφιλίωση, διαχείριση εντάσεων κ.λπ.).
Απαλλαγμένος από την κοινωνική ιδεολογία των στερεοτύπων και προκαταλήψεων και από την υποκουλτούρα της Raison d’ Etat, ο αστυνομικός-φίλος του πολίτη μπορεί εύκολα να ενταχθεί στο σύγχρονο μοντέλο της Κοινοτικής Αστυνόμευσης.
Η εγκληματικότητα του δρόμου ή της καθημερινότητας (Καραγιαννίδης Χ., 2011, 19, 26, 131) συνιστά πρόκληση για τη φιλελεύθερη δημοκρατία, η οποία δεν μπορεί να απαντάει μόνο με την καταστολή.
Κάθε κοινότητα πρέπει αφενός να υιοθετήσει το πρότυπο πρόληψης με μείωση των ευκαιριών του εγκλήματος μέσω και του περιβαλλοντικού σχεδιασμού κι αφετέρου να αναπτύξει πολλές μορφές κοινωνικής αστυνόμευσης στο πλαίσιο της κοινοτικής διακυβέρνησης.
Η αναγκαία συνεργασία Αστυνομίας – Κοινότητας με κοινές δράσεις πρόληψης του εγκλήματος και της ανασφάλειας δεν εξαντλείται αποκλειστικά σ’ ένα στενό επίπεδο αλλά αφορά σε όλα τα προγράμματα αντεγκληματικής πολιτικής που καταρτίζει η Πολιτεία διευρύνοντας τον όρο «αστυνόμευση» και δίνοντας στην κοινοτική αστυνόμευση χαρακτηριστικά μιας δημοκρατικά διαφανούς και υπόλογης (εξ)υπηρέτησης και προστασίας του πολίτη.
Η κοινοτική αστυνόμευση (community policing) στην ουσία αναθέτει εν μέρει στην κοινωνία την πρόληψη και καθιστά την αστυνομία (κυρίως τον αστυνομικό της γειτονιάς) εταίρο στη διαχείριση της μικρο-εγκληματικότητας (ως αστυνομία της εγγύτητας).
Είναι δεδομένο ότι η διακριτική συμπεριφορά (συλλήψεις, αναφορές, καταστολή) των αστυνομικών απέναντι σε κατοίκους «καλής γειτονίας» επηρεάζεται θετικά, όταν οι σχέσεις Αστυνομίας – Πολιτών κινούνται σ’ ένα πλαίσιο κοινής εμπιστοσύνης. Αλλιώς θα αλληλοακυρώνονται λόγω «αντιθέσεων καχυποψίας».
Η δημόσια αστυνομία, οι κοινωνικοί φορείς και οι εθελοντές πολίτες πρέπει να συγκροτούν ένα ενιαίο σύστημα συμμετοχικής αντεγκληματικής πολιτικής με κοινούς στόχους και αρχές αλλά με διακριτικούς ρόλους και θεσμικές δράσεις.
Η δημόσια δύναμη, η ατομική μέριμνα και η κοινωνική κινητοποίηση πρέπει να καταστρώνουν κοινά σχέδια προληπτικής διαχείρισης της τοπικής εγκληματικότητας (Πανούσης Γ. - Πανούση Π., 2015, 83 επ.) διατηρώντας όμως η καθεμία την οργανωτική της δομή και σεβόμενη τη νομιμότητα.
Το πρότυπο της μηδενικής ανοχής με τα αυταρχικά δίκτυα ασφάλειας, επιτήρησης και τελικά καταστολής δεν μπορεί να συνδυασθεί με το κοινοτικό πρότυπο όπου η υπεράσπιση του τοπικού κοινωνικού χώρου εναπόκειται και στην ενεργό συμμετοχή όλων των πολιτών που διαχειρίζονται προληπτικά τα εγκληματογόνα προβλήματα.
Με βάση τις αρχές της αποκέντρωσης και της διεταιρικότητας, της διαμεσολάβησης και των συμπεφωνημένων κοινών δράσεων η συμμετοχική αντεγκληματική πολιτική στη γειτονιά καθίσταται αποτελεσματική και στην αντιμετώπιση των παθογενειών της πόλης.
Η αστυνόμευση του δρόμου σε κοινοτική βάση προϋποθέτει θετική στάση απέναντι στους κατοίκους και στα προβλήματά τους και μια διάθεση ενδυνάμωσης των δεσμών και των κοινωνικών λειτουργιών, στοιχεία απαραίτητα για την προληπτική διαχείριση της εγκληματικότητας.
Ακόμα κι αν οι κάτοικοι δυσπιστούν, αμφισβητούν ή αμφιβάλλουν για το σχεδιασμό ή την εφαρμογή ορισμένων μέτρων, κάτι τέτοιο δεν πρέπει να αναστέλλει τις δράσεις αλλά να αναζητούνται συναινέσεις και να αξιολογούνται από κοινού τα αποτελέσματα.
Το ενημερωμένο κοινό (informed public) στο τέλος θα συνειδητοποιήσει την αξία αυτών των προγραμμάτων και τη συμβολή τους στην ποιότητα ζωής στην πόλη.
Συνεπώς η αστυνόμευση στο δρόμο πρέπει να έχει πρωταρχικά προληπτικό χαρακτήρα και ειρηνική συνδρομή και μόνον αν συντρέχουν σοβαροί λόγοι προστασίας της ζωής και της περιουσίας ανθρώπων να παίρνει κατασταλτική χροιά (Βιδάλη Σ., 2007, 365).
Μια νέα σχέση Αστυνομίας – Κοινότητας – Πολίτη με κοινό παρονομαστή την παροχή (κοινωνικών) υπηρεσιών που ενδυναμώνει το αίσθημα του συν-ανήκειν και των ενδοκοινοτικών και διαπροσωπικών υποχρεώσεων είναι το μέγα ζητούμενο. Το τοπικό «κοινωνικό συμβόλαιο» ασφαλείας και διαχείρισης του φόβου και του κινδύνου επηρεάζει τόσο τον τρόπο λειτουργίας της Αστυνομίας όσο και το αίσθημα ευθύνης κάθε κατοίκου (community spirit).
Η Αστυνομία βοηθάει τους πολίτες και οι πολίτες την Αστυνομία. Πρόκειται δηλαδή για μία «συμπαραγωγή» (coproduction) δημόσιας ασφάλειας από τη δημόσια δύναμη και την κοινότητα. Οι ρόλοι βέβαια πρέπει να είναι διακριτοί.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Σύσταση ΝοR (83)7 του Συμβουλίου της Ευρώπης («Η συμμετοχή του κοινού στην αντεγκληματική πολιτική») θέτει ως προτεραιότητες την κοινωνική πρόληψη, την ευνοϊκή διάθεση του κοινού, την ενημέρωση, την επαγρύπνηση, την επιμόρφωση, τις προτάσεις και τα προγράμματα, το διάλογο, τη δημοσιότητα, την ενθάρρυνση, την επικοινωνία, την ίδρυση ειδικών υπηρεσιών κ.ο.κ. (Αλεξιάδης Στ., 2006, 159).
Οι πολίτες δεν επιθυμούν μόνον προστασία από το έγκλημα αλλά και από την αταξία (π.χ. ησυχία στη γειτονιά).
Η Αστυνομία δεν πρέπει ν’ ασχολείται αποκλειστικά με τα «συμβάντα» (incidents) αλλά να είναι προσανατολισμένη στο χειρισμό προβλημάτων –problem oriented– (άλλωστε μέρος του «προβλήματος» συνιστούν και τα ειδικότερα συμβάντα).
Ο εντοπισμός του προβλήματος και κυρίως των αιτίων του οδηγεί στη σύγχρονη δράση, που έχει τα χαρακτηριστικά της επιστημονικής αστυνόμευσης (scientific policing), της επίλυσης προβλημάτων (problem-solving) και τέλος της κοινοτικής αστυνόμευσης (community policing).
Η κοινότητα παραμένει η πρώτη γραμμή άμυνας τόσο για τον έλεγχο του εγκλήματος, όσο και για τον έλεγχο του φόβου θυματοποίησης.
Η αστυνόμευση της κοινότητας παρά τις διαφορετικές (ιστορικές, εδαφικές, πολιτισμικές) προσεγγίσεις των όρων (policing-community) συνιστά την πλέον σύγχρονη εκδοχή.
Στ. Ο ρόλος του αστυνομικού
Η αντεγκληματική πολιτική θεωρείται από πολλούς «συγχρόνως τέχνη και επιστήμη».
Η «τέχνη του αστυνομικού» συνίσταται στη μη-υιοθέτηση ή έστω έγκαιρη απαλλαγή του από το «σύνδρομο της επιτρεπόμενης αυθαιρεσίας» και την «υποκουλτούρα της μπλε αυλαίας» και στη μετεξέλιξή του σε διαμεσολαβητή στις διανθρώπινες συγκρούσεις (ως οιονεί ombudsman) και σε χειριστή –μέσω διευθέτησης– των μικροαδικημάτων (Πανούσης Γ., 2001, 50).
Η διατήρηση της ειρήνης και της τάξης, η δικαιοσύνη του δρόμου (street justice), η συμφιλίωση των πολιτών καθιστούν τον αστυνόμο περισσότερο κοινωνικό watchman παρά «φύλακα του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης».
«Σωστός αστυνόμος» δεν είναι αυτός που εντάσσεται σ’ ένα esprit de corps, το οποίο τον απομονώνει από τον πολίτη, αλλά ο ορθά ενταγμένος στον κοινωνικό ιστό της περιοχής όπου υπηρετεί.
Μαγκιά, στερεότυπα, επιθετικότητα, κυνισμοί (Reiner R., 1996, 111 επ.)δεν επιτρέπονται.
Ο ιδεαλιστής οπτιμιστής και ρεαλιστής αστυνομικός, διώκτης αλλά και προστάτης (Δημόπουλος, 2000) πρέπει να εκπαιδευτεί στην αυτοπειθαρχία (Bayle J.-L., 1992, 114, 117) και στον αυτοέλεγχο, αφού οφείλει να διαμορφώσει μια άλλη κοινωνική συνείδηση και ιδεολογική ταυτότητα. Σ’ αυτή τη διαδικασία πρέπει να έχει την κοινωνία των πολιτών πλάι του κι όχι απέναντί του.
Η συμφιλίωση και η εμπέδωση του αισθήματος εμπιστοσύνης πρέπει να υπερβούν τις προσωπικές απόψεις για το τί είναι η Αριστερή Αστυνομία (Παπακωνσταντής Γ., 2003, 276) και να ενταχθούν στο λαϊκό αίτημα για εκδημοκρατισμό, διαφάνεια και λογοδοσία.
Δεσποτική, χαλαρή, δημοκρατική, γραφειοκρατική, οργανωτική, επιστημονική, συγκεντρωτική, η αστυνομία (Στεργιούλης Ε., 2008, 69 επ.) γίνεται ο πρώτος δέκτης των κοινωνικών πιέσεων για ασφάλεια (Παπακωνσταντής Γ., 2004) ή και της γενικευμένης δυσαρέσκειας (Felkay Μ., 1999, 59).
Ο πολυκλαδικός συντονισμός (multi-disciplinary coordination) ανάμεσα στους τοπικούς θεσμούς, τις κοινωνικές υπηρεσίες τους, τους πολίτες και την Αστυνομία δεν είναι πάντα εύκολη υπόθεση. Η προσαρμογή της αστυνομικής κουλτούρας στις τοπικές παραδόσεις, η ανανέωση του αστυνομικού στυλ (policing style) ενδιαφέρει ιδιαίτερα τους πολίτες και τους κοινωνικούς εταίρους (όπως π.χ. οι κοινωνικοί λειτουργοί στο δρόμο, οι δάσκαλοι στο σχολείο κ.ά.).
Μπορεί να προσεγγίσει και ν’ αναλύσει κανείς την αστυνομία σε πολλά επίπεδα: δομικό, πολιτικοϊδεολογικό, πολιτισμικό, συγκυριακό, καταστατικό, διαντιδραστικό[ με συχνά κοινό παρονομαστή τη διαχείριση «ταραχών» σε πολυπολιτισμική και πολλάκις διχασμένη κοινωνία που αδυνατεί ν’ «αυτοαστυνομευθεί» μέσω συναίνεσης] (Waddington D., 1996, 10, 17, 21).
Ζ. Επιμύθιο
Ο εκδημοκρατισμός ενός θεσμού της Δημοκρατίας, όπως η Αστυνομία, προϋποθέτει εκδημοκρατισμό του πολιτικού συστήματος, των θεσμών, της κοινωνικής λειτουργίας κ.ά. Προϋποθέτει όρους και κανόνες κοινωνικού συμβολαίου(κι όχι ατομικές αντιστάσεις). Σ’ αυτή τη διαδικασία δεν μπορεί κανένας να δηλώσει «απών» ή αδιάφορος.
Το νέο πρότυπο ασφάλειας δεν θα έχει χαρακτηριστικά «ένοπλης επιχείρησης».[6]
Οι νέες τεχνολογίες (γενετική Αστυνομία, βιομετρικές εξετάσεις, DNA,[7] κ.ά.) (Williams R., Johnson P., 2008) θ’αλλάξουν πολλά δεδομένα στην κλασσική αστυνόμευση (της παρακολούθησης χώρων και ανθρώπων) (Βιδάλη Σ., 2007, Β΄, 930). Τα παληά συστήματα αστυνόμευσης π.χ. με τα Τάγματα Ασφαλείας (Βιδάλη Σ., 2007, 216) δεν μπορεί να λειτουργήσουν πλέον.
Η μηδενική ανοχή έχει απλωθεί –και λόγω της τρομοκρατίας– σε όλο τον ευρωπαϊκό χώρο (Παπαθεοδώρου Θ., 2009, 278 επ.) και πολλές φορές ο ίδιος ο αστυνομικός πέφτει θύμα των νέων κινδύνων (Parent G.A., 1939, 49).
Από την άλλη η κοινωνική θέση του αστυνομικού και της Αστυνομίας (Στεργιούλης Ε., 2001, 50, 112) διαφοροποιούνται στη λογική των best practices για το κοινό καλό (call for service και όχι get tough) και στην προσπάθεια αυτο-ρύθμισης της κοινωνίας.
Ο εκδημοκρατισμός παραμένει ένα ανοικτό ζήτημα και αίτημα (Στεργιούλης Ε., 2001, 212) το οποίο διερευνάται και μέσω των ισχυόντων προτύπων αστυνόμευσης (Βιδάλη Σ., 2012, 45).
Υπάρχει όμως και μια απορία.
Πώς μπορεί εν ταυτώ να ισχυριζόμαστε ότι υπάρχει κρίση νομιμοποίησης της Αστυνομίας και οι πολίτες να της έχουν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη από τους πολιτικούς;
Νομίζω ότι το βασικό δημοκρατικό δίλημμα συνίσταται στο ότι η Αστυνομία έχει τη νόμιμη βία εφαρμογής του νόμου την οποία οι πολίτες δεν θέλουν να ασκεί.
Επίσης ότι οι πολίτες δεν «λατρεύουν» την εθνική αστυνομία αλλά απορρίπτουν την ανάμιξή της σε αλλότρια, τη διεθνοποίησή της, δηλαδή τη θέλουν αμιγώς ελληνική.
Διχασμός ή στερεότυπα;[8]
Πάντως το τί σημαίνει «Αριστερή Αστυνομία»[9] μπορεί κανείς να το εξετάσει μέσα στο ευρύτερο πολιτικό, κοινωνικό, αξιακό και εντέλει ποινικοκατασταλτικό σύστημα όπου οι αντιλήψεις των πολιτικών παίζουν κρίσιμο κι αποφασιστικό ρόλο.
Είμαστε βέβαιοι ότι η ενίσχυση της αστυνόμευσης δεν αποτελεί απάντηση στην κρίση ούτε κινητοποιεί τους «απαθείς» (Kinsey R., Lea J., Young J., 1986, 35 επ., 41) αλλά μάλλον υψώνει κι άλλα τείχη μέσα στην αιμάσουσα κοινωνία. Η αστυνομία δεν πρέπει να πέσει στην παγίδα της δίωξης των πολλαπλών κοινωνικών αποκλεισθέντων και περιθωριοποιημένων στο όνομα της Τάξης και της Ασφάλειας.
Η maximum ενημέρωση-ευαισθητοποίηση και η minimum προσφυγή στη βία συνιστούν καλύτερη λύση.
Το κρίσιμο ερώτημα «ποια είναι η αποστολή της Αστυνομίας» συνδέεται άμεσα με το «ποιος ελέγχει την αστυνομία».
Εάν η Αστυνομία προστατεύει και υπηρετεί (serve and protect) και δεν εφαρμόζει απλώς τον ποινικό νόμο σε κλίμα σύγκρουσης (Reiner R., 1996, 139), εάν επιλέγει την επιστημονική και κοινοτική αστυνόμευση κι όχι την τυφλή εφαρμογή του δόγματος «Νόμος και Τάξη», εάν οι αστυνόμοι δεν κυνηγάνε τους εσωτερικούς εχθρούς αλλά έχουν προτεραιότητα την εγγύηση για τα ανθρώπινα δικαιώματα και το σεβασμό της αξιοπρέπειας κάθε πολίτη (νόμιμου ή μη) (Εγχειρίδιο, 2004, 19, 21, Porra S., Paoli, Cl., 1991, 1)τότε είμαστε στο σωστό δρόμο.
Άλλο το στυλ watchman, άλλο το στυλ legalistic κι άλλο το στυλ service (Evans D., 1995, 72).
Τα όποια κατάλοιπα αστυνομικού κράτους πρέπει ν’ απομονωθούν για να φτάσουμε σ’ ένα Κράτος Δικαίου με δημοκρατική/ συναινετική αστυνόμευση του εγκλήματος και της κοινωνικής ανασφάλειας.
Στη χώρα μας χρειάζεται μια Μητροπολιτική Αστυνομία που θα διαχειριστεί όλες τις συγκρούσεις ως ειρηνευτική δύναμη (peace preservation police) κι όχι μια στρατιωτικού τύπου χωρο-φυλακή. Η αστυνομία δεν επιτρέπεται να ανταγωνίζεται τη δημοκρατία και την κοινωνία ή και να καταστέλλει τις ελευθερίες.
Από το (ημι)στρατιωτικό και το επαγγελματικό μοντέλο προτιμάμε το κοινοτικό μοντέλο.
Η φιλοσοφία, η συμμετοχή, η αποκέντρωση, η εμπιστοσύνη, η εξουσιοδότηση από την κοινότητα και εντέλει η λογοδοσία δημιουργούν ένα αντι-κατασταλτικό πλαίσιο δράσης πολυπαραγοντικής πρόληψης.
Η δημοκρατία της εγγύτητας, η συμμετοχική δημοκρατία (διεταιρικότητα), η κοινωνία των πολιτών, η κοινοτική πρόληψη μας επιβάλλουν να αρνηθούμε την κοινωνία της επιτήρησης και να εμπνευσθούμε μια κοινωνία με διαρκές βλέμμα (société au regard permanent) όπου ο κάθε πολίτης θα νοιάζεται για το διπλανό του κι έτσι θα γίνεται «βιώσιμη η ζωή όλων» χωρίς ρωγμές κοινωνικής αποδιοργάνωσης και εγκληματικότητας.
Η ισχύουσα νομοθεσία είναι πολυδαίδαλος (Δημόπουλος Χ., 2004, Παπαϊωάννου Ζ., 2009) αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν εμφανίζονται συμπτώματα διαφθοράς (Πανούσης Γ. κ.ά., 2011, 412 επ.).
Ο κοινοβουλευτικός, διοικητικός, πειθαρχικός, δικαστικός έλεγχος μπορεί να επισύρουν κυρώσεις, να χαράσσουν κατευθυντήριες γραμμές (ή να επιβάλλουν «διαφάνεια») αλλά τελικά μόνον η επαγγελματική δεοντολογία, η παράδοση, ο κώδικας συμπεριφοράς (code de bonne conduite minimal) μπορούν να δώσουν θετικά αποτελέσματα.
Ο έλεγχος πρέπει να γίνεται από ανεξάρτητα όργανα μολονότι η αστυνόμευση εντάσσεται στον σκληρό πυρήνα των κυριαρχικών αρμοδιοτήτων του Κράτους. Οι ελεγχόμενοι ελέγχονται (to control and be controlled) (Dufford P., 1986, 3-6).
Έχω προτείνει την Ίδρυση Εθνικού Συμβουλίου Αστυνομίας και αστυνόμευσης (με εκπροσώπους κομμάτων, ΔΣΑ, Συνηγόρου Πολίτη, Αρχηγού ΕΛΑΣ, ΣΔΟΕ, ΟΚΑΝΑ,ΚΕΘΕΑ κ.λπ.) για τον δημοκρατικό έλεγχο της Αστυνομίας (Πανούσης, Βιδάλη, 2001, 27-33).
Η Αστυνομία δεν αποτελεί μέρος κάποιας διαπλοκής αλλά ισχυρό προστάτη της δικαιοσύνης, της κοινωνικής ειρήνης/συνοχής, καθώς και της ισοπολιτείας/ ισονομίας/ ίσης μεταχείρισης όλων των ανθρώπων, που τελούν έγκλημα ή φοβούνται τη θυματοποίησή τους.
Σε μια κοινωνία αποκλεισμού και μίσους, ρατσισμού και ξενοφοβίας, μπορούν άραγε οι αστυνομικοί να μεταβληθούν σε «φύλακες αγγέλους» (guardian angels), που θα προφυλάσσουν, θα συμμετέχουν σε κοινωνικά προγράμματα, θα πετυχαίνουν ευρεία κοινωνική συναίνεση; Ας το ελπίσουμε.
Μία τέτοια αντίληψη / πρακτική ίσως νάναι η αρχή μιας νέας εποχής στις σχέσεις Αστυνομίας-Πολίτη αλλά και στην ορθή, σύγχρονη, αποτελεσματική και εντός των ορίων του Συντάγματος και του πολιτισμού μας αντιμετώπιση του εγκλήματος.
Η. Υστερόγραφα
ΥΓ1. Στο επίπεδο των δομικών και διαρθρωτικών αλλαγών (αλλά και των ενυπαρχόντων συμβολισμών) θα πρότεινα το υπουργείο Δημόσιας Τάξης να συγχωνευόταν με το υπουργείο Δικαιοσύνης υπό το νέο τίτλο: Υπουργείο Δικαιοσύνης, Δημόσιας Ασφάλειας & Προστασίας των Ελευθεριών, να ιδρυθεί (επιτέλους!) το τετράκις εξαγγελθέν Ινστιτούτο Αντεγκληματικής Πολιτικής (ώστε να παρέχονται αξιόπιστα ποιοτικά και ποσοτικά στοιχεία για την εγκληματικότητα), να συγκροτηθεί ένα Εθνικό Συμβούλιο για την Αστυνόμευση (στο οποίο θα συμμετέχουν εκπρόσωποι των Κομμάτων, ο Συνήγορος του Πολίτη, ο Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών κ.ά.), να ιδρυθεί δικαστική αστυνομία και να μετονομασθεί η ΕΥΠ σε Υπηρεσία Προστασίας Ελληνικής Δημοκρατίας .
Στο θεσμικό επίπεδο επείγει ο εκσυγχρονισμός και η αναβάθμιση της εκπαίδευσης / επιμόρφωσης των αστυνομικών (χωρίς αγκυλώσεις και συμπλέγματα), η σύνταξη κώδικα καλής συμπεριφοράς και δεοντολογίας αστυνομικών χωρίς στερεότυπα και εξουσιαστικά σύνδρομα και η βελτίωση του status τους (συνταξιοδοτικό, ασφαλιστικό κ.λπ.).
ΥΓ2. Για λόγους ιστορικής αλήθειας (και μόνο) παραθέτω την πρώτη μου εγκύκλιο (3/2/15 αρ. πρ. 34) με την ιδιότητα του Αναπληρωτή Υπουργού Προστασίας του Πολίτη:
“ΘΕΜΑ: Αρχές και Στόχοι Αντεγκληματικής Πολιτικής.
Αισθάνομαι ιδιαίτερα ευτυχής που η σημερινή πολιτική και κοινωνική συγκυρία επιτρέπει τη συμφιλίωση Αστυνομίας και Κοινωνίας μέσα στο συνταγματικό πλαίσιο μιας ευνομούμενης Δημοκρατίας κι ενός σύγχρονου Κράτους Δικαίου.
Πρέπει όλοι, κόμματα, φορείς, υπηρεσίες, να πιστέψουμε σ’ αυτόν το στόχο και να δουλέψουμε προς αυτή την κατεύθυνση, γιατί έτσι θα υπηρετήσουμε καλύτερα και το δημόσιο συμφέρον και την κοινωνική ειρήνη.
- Η Αστυνομία οφείλει πρώτη να δώσει δείγματα αυτής της νέας αντίληψης σεβασμού των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των πολιτών, ήπιας χρήσης της νόμιμης και πρόσφορης παρέμβασης στις περιπτώσεις διατάραξης της τάξης και διακινδύνευσης της ασφάλειας και λογοδοσίας για οποιαδήποτε υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας.
Το δημοκρατικό πολίτευμα και οι πολίτες περιμένουν πολλά από την Αστυνομία τόσο στο επίπεδο της κοινωνικής ειρηνοποιού δράσης της και της πρόληψης όσο και στο επίπεδο αποτροπής της τέλεσης εγκληματικών πράξεων.
Η κατασταλτική και μόνο λειτουργία της Αστυνομίας –απαραίτητη στην αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας– δεν πρέπει να αποτελεί την πρώτη λύση αλλά την έσχατη.
Για να πείσει όμως η Αστυνομία ότι υιοθετεί νέα σχέση με τους πολίτες, πρέπει πρώτα να δείξει το καλό πρόσωπό της, που σημαίνει ανάμεσα στα άλλα:
- Αυτοκάθαρση σε περιπτώσεις παρανομίας αστυνομικών (επανέλεγχος της διαδικασίας χορήγησης αδειών οπλοφορίας, επανέλεγχος του τρόπου χορήγησης άδειας Δακτυλίου, έλεγχος των μέσων αντιμετώπισης σε κάθε είδους «Λέσχες» παράνομου τζόγου ή σε διάφορα κυκλώματα trafficking, ναρκωτικών κ.λπ).
- Αυτοκάθαρση περιπτώσεων συμμετοχής σε πιθανούς θύλακες ακραίων και αντιδημοκρατικών αντιλήψεων, οι οποίοι έχουν αυτονομηθεί και λειτουργούν με βάση «δικούς τους κανόνες» ή με βάση στόχους έξω από τη συνταγματική τάξη και τις εντολές της Ηγεσίας.
- Αντικατάσταση και βελτίωση του Πειθαρχικού δικαίου, ώστε να μη δίνεται η εντύπωση ότι οι όποιοι παραβαίνοντες τον όρκο τους αστυνομικοί εκφεύγουν τον έλεγχο και μένουν ατιμώρητοι.
- Αποφυγή χρήσης βίας ή χημικών σε διαδηλώσεις και ειρηνικές πορείες διαμαρτυρίας πολιτών και φορέων. Μόνο σε ελεγχόμενες –εκ των προτέρων και εκ των υστέρων– περιπτώσεις κινδύνου ζωής πολιτών ή αστυνομικών ή εκτεταμένων επεισοδίων και καταστροφών και μετά από συνεννόηση με τη φυσική και πολιτική ηγεσία μπορεί να επιτραπεί κατ’ εξαίρεση η αμυντικού χαρακτήρα χρήση.
- Ρητή απαγόρευση ύβρεων, προπηλακισμών και εν γένει άσκηση περιττής ή ρατσιστικής βίας κατά τη σύλληψη ή προσαγωγή ατόμων που εμπλέκονται σε εγκληματικές ενέργειες. Με τη σύλληψη ολοκληρώνεται η αστυνομική ενέργεια και απάδει οποιοσδήποτε άλλος φυσικός ή ψυχολογικός καταναγκασμός.
Θέλω επιπλέον να υπογραμμίσω την υποχρέωση των αστυνομικών να διευκολύνουν τα ΜΜΕ, δημοσιογράφους και φωτορεπόρτερς στην άσκηση του έργου τους, καθώς και την υποχρέωση των αστυνομικών που φρουρούν επισήμους να περιορίζονται στα υπηρεσιακά τους καθήκοντα και να μη δίνουν την εικόνα του «βοηθού γενικών καθηκόντων».
Καλή επιτυχία.”
In New York City we need police officers to protect even the dead.
William J Dean, On desecration of graves in Potter’s Field, Time 29 Aug 83
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Αφιέρωμα για «Μεμονωμένα Περιστατικά!», Ελευθεροτυπία 13/12/08.
[2] Βλ. Α. Ψαρρά, Δ. Αγγελίδης, «Σκούπα», με σάντουιτς!, Εφημερίδα των Συντακτών 8/3/13.
[3] Βλ.Τ.Καραϊσκάκη, Το ολισθηρό μονοπάτι, Καθημερινή Κυριακής 18/3/12, Δ. Γαλάνη, Αυτόκλητοι «προστάτες» της δημόσιας τάξης, Βήμα Κυριακής 18/3/12.
[4] Βλ. Γνωμοδότηση Εισαγγελίας (αντιεισαγγελέα Φώτη Μακρή),ΑΠ 16/22-11-07,ΠοινΧρον2009,373-375
[5] Για τρίτες χώρες (Ιαπωνία, Ρωσια, Κίνα κ.ά.) βλ. R. Mawby, Comparative policing issues(1990) Unwin Hyman, London , Police et démocratie à l’ Est (1992), Les cahiers de la sécurité intérieure, IHESI, Paris.
[6] Βλ. Σ. Βιδάλη, Νέο πρότυπο ασφάλειας, Βήμα Κυριακής 9/3/14.
[7] Βλ.Ε. Σάλτου, ΕΛΑΣ, φύλακας one line, Νέα 26/9/14.
[8] Βλ. Γ. Πανούση, Ελευθεροτυπία 12/5/2008 «Αυτο-αστυνομευόμενη κοινωνία;»: «Η στάση των πολιτών απέναντι στην Αστυνομία και στους αστυνόμους γενικότερα είναι ενδεικτική μιας ιδεολογικοπολιτικής σύγχυσης (στην καλύτερη περίπτωση) ή μιας υπο-κριτικής διγλωσσίας (στη χειρότερη περίπτωση). Έτσι, π.χ. θέλουμε έναν αστυνομικό πολιτισμένο, ήπιο, συγκαταβατικό (μέχρι ενδοτικό) όταν συλλαμβάνει εμάς τους ίδιους, θέλουμε έναν αστυνομικό σκληρό και αποτελεσματικό όταν κυνηγάει ένα δράστη που εγκλημάτησε σε βάρος των εννόμων αγαθών μας, θέλουμε έναν αστυνομικό αδιάφθορο με τους εμπόρους ναρκωτικών αλλά “συναλλασσόμενο” με τα κόμματα και τους ισχυρούς παράγοντες, θέλουμε έναν αστυνομικό δημόσιο φρουρό της τάξης (χωρίς να χρησιμοποιεί “μέτρα τάξης”), εγγυητή της ασφάλειας (χωρίς να χρησιμοποιεί κάμερες, παρακολουθήσεις κ.λπ.), με δυο λόγια θέλουμε έναν αστυνομικό που θα του υποδεικνύουμε εμείς πότε, πώς, με ποια μέσα θα παρεμβαίνει για να επιτελεί το έργο του. Θέλουμε έναν αστυνομΒλ.ικό που θα εκπαιδεύεται για το πώς δεν θα χρησιμοποιεί βία και όπλο, πώς δεν θ’ αντιδράει όταν του πετάμε σκουπίδια ή καδρόνια, που θα χαίρεται να τον αποκαλούν “μπάτσο”.
ΜΕ ΤΑ ΠΑΡΑΠΑΝΩ δεν θέλω σε καμιά περίπτωση να “αθωώσω” ή να συγκαλύψω τις ελλείψεις, πεπαλαιωμένες αντιλήψεις, άσκοπες βιαιότητες ή άλλου είδους εκτροπές του Σώματος και των αστυνομικών. Όσο δύσκολο όμως είναι σε μια ανομική κοινωνία να πετύχει κανείς έλεγχο της παρανομίας, άλλο τόσο δύσκολο είναι να πιστέψουμε ότι τελικά οι Έλληνες πολίτες θέλουν έναν “γερμανικού τύπου” αστυνομικό. “Ελληνικό στιλ” θέλουμε, αλλά δεν τολμούμε να το πούμε. Αυτό είναι το θέμα».
[9] Βλ. Σ. Βιδάλη, Τί σημαίνει «Αριστερή Αστυνομία;» Βήμα Κυριακής 24/1/16.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αλεξιάδης Στ., (52006), Κείμενα – Ευρωπαϊκής Αντεγκληματικής πολιτικής, Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας.
Αλεξιάδης Στ., (62006), Ανακριτική, Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας.
Bayle J. L. Loubet del, (1992), La police. Approche socio politique, Montchrestien: Ε.J.A.
Benyon J., Turnbull L., Willis A., Woodward R., Beck A., (1993), Police cooperation in Europe – An investigation, Leicester: Centre for the study of public order.
Βιδάλη Σ., (2007), Έλεγχος του εγκλήματος και δημόσια Αστυνομία, τ. Α+Β, Αθήνα: Α. Σάκκουλας.
Βιδάλη Σ., (2007), Εγκληματικότητα και Αστυνομία, Αθήνα: Α. Σάκκουλας.
Βιδάλη Σ., (2012), Αστυνομία – έλεγχος του εγκλήματος και ανθρώπινα δικαιώματα, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.
Bunyan T., (1993), Statewatching the new Europe, Nottingham: Russell Press.
Γαρδίκας Κ., (51964), Εγκληματολογία, τ. Β΄, Αθήνα: Τζάκα.
Chalumeau Cr., Gorgean C., (1993), Systѐmes de police comparés et cooperation, Paris: IESI.
Charles M., (1986), Policing the streets, Illinois: Ch. C. Thomas.
Council of Europe (1978), La police et la prévention de la criminalité, Strasbourg.
Council of Europe (1979), The police and the prevention of crime, v. XVI, Strasbourg.
Council of Europe (1984), Human Rights and the police, Strasbourg.
Crowford A., (ed) (2002), Crime and security – The governance of safety in Europe, Devon: Willan publ.
Δανούσης Κ., Καραβίτης Γ., (1997), Ιστορία της ελληνικής Αστυνομίας, Αθήνα.
Δημόπουλος Χ., (2000), «Η αστυνομία, ο αστυνομικός», «Εγκληματολογικά-13», Αθήνα: Α. Σάκκουλας.
Δημόπουλος Χ., (2004), Αστυνομική Νομοθεσία, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.
Δημόπουλος Χ., (2010), Ανακριτική, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.
Δήμου Β., (2012), «Σχέσεις κοινού-αστυνομίας και αίσθημα ανασφάλειας», «Εγκληματολογικά»: 2/2012, σσ. 87-92.
Dobry M., (1992), Le renseignement politique interne dans les démocraties occidentales, Paris: IHESI.
Dufford P., (1986), Police personal behavior and human relations, Illinois: Ch. C. Thomas.
Evans D., (1995), Crime and policing: spatial approaches, Aldershot: Avebury.
Φαρσεδάκης Ι., (1984), Ανακριτική, Δικαιώματα του Ανθρώπου και Εγκληματογένεση, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.
Felkay M., (1999), Les Interventions de la police dans les zones de cités urbaines, Paris: L’ Harmattan.
Fosdick R., (1969), European Police systems, N.J.: Patterson Smith.
Fyle J.J., (1988), «Police use of deadly force: research and reform», «Justice Quarterly», vol. 5, no 2, 1988, p. 165-205.
Hauriou M., (31897), Précis de droit administratif, Paris: Larose.
Holdaway S., (1983), Inside the british police – A force at work, Oxford: Basil Blackwell.
Jobard F., (1999), Les violences policières, Paris: L’ Harmattan.
Jonston L., (1992), The rebirth of private policing, London: Rοutledge.
Καραγιαννίδης Χ., (2011), Προς μια συμμετοχική αντεγκληματική πολιτική, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.
Kinsey R., Lea J., Young J., (1986), Losing the fight against crime, Oxford: Basil Blackwell.
Kleck G., Barnes J.C., (2010), Do more police lead to more crime deterrence? “Crime and Delinquency», xx(x), p. 1-23.
Λαμπροπούλου Ε., (1994), Κοινωνικός έλεγχος του εγκλήματος, Αθήνα: Παπαζήσης.
Μανωλεδάκης Γ., (1990), Επιβουλή της δημόσιας τάξης, Θεσσαλονίκη
Monet J.-Cl., (1993), Polices et sociétés en Europe, Paris: La documentation Française.
Πανούσης Γ., (1993), Έγκλημα και τοπική κοινωνία, Αθήνα: Α. Σάκκουλας.
Πανούσης Γ., (2001), «Η εκπαίδευση των αστυνομικών στο πλαίσιο του νέου αντεγκληματικού/ κοινωνικού τους ρόλου», Πανούση Γ., Βιδάλη Σ., Κείμενα για την αστυνομία και την αστυνόμευση, Εγκληματολογικά -18, Αθήνα: Α. Σάκκουλας.
Πανούσης Γ., (2004), «Το σκιάχτρο της παγκοσμιοποίησης», «ΠοινΔικ»: 10/2004, σσ. 1153-1165.
Πανούσης Γ., (2007), «Πρόλογος», Βιδάλη Σ., Έλεγχος του εγκλήματος και δημόσια Αστυνομία, τ. Α΄, σ.σ. xxi-xxx.
Πανούσης Γ. και άλλοι, (2011), «Έρευνα για πτυχές της διαφθοράς σε ειδικούς χώρους», Τιμητικός Τόμος Κ. Κουτσούκη, Αθήνα: Σιδέρης. σ.σ. 409-419.
Πανούσης Γ., Πανούση Π., (2015), «Τοπική κοινότητα και κοινοτική αστυνόμευση στο πλαίσιο της ασφαλούς και βιώσιμης πόλης», Τοπικότητα και Βιώσιμη Ανάπτυξη, Αθήνα: Διάδραση, σ.σ. 66-88.
Παπαθεοδώρου Θ., (22005), Δημόσια Ασφάλεια και Αντεγκληματική Πολιτική, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.
Παπαϊωάννου Ζ., (2009), Βασικά Νομοθετήματα για την ελληνική δημόσια, ιδιωτική αστυνομία, Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας.
Παπακωνσταντής Γ., (2003), Ελληνική Αστυνομία – Οργάνωση, Πολιτική και ιδεολογία, Αθήνα: Α. Σάκκουλας.
Παπακωνσταντής Γ., (22004), Σύγχρονες απειλές ασφάλειας, Ρέθυμνο
Παπακωνσταντής Γ., (2006), Στοιχεία Εγκληματολογίας και αντεγκληματικής πολιτικής, Αθήνα: Α. Σάκκουλας.
Parent G.A., (1939), Danger ou en danger?, Québec: Méridien.
Porra S., Paoli Cl., (1991), Code annoté de déontologie policière, Paris: LGDJ.
Reiner R., (21992), The politics of the police, N.Y.: Harvester Wheatsheaf.
Salder S., (1992), «Crowd control: are there alternatives to violence?» Tony F. Marshall (ed) Community disorders and policing – conflict managenent in action, London: Whiting & Birch.
Shearing Cl.,Stenning Ph.,(1987)Private Policing ,California: SAGE
Στεργιούλης Ευ., (2001), Η Ελληνική Αστυνομία κατά την περίοδο της Μεταπολίτευσης (1975-95), Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.
Στεργιούλης Ευ., (2008), Κοινωνιολογία της αστυνομίας, Αθήνα: Παπαζήσης.
Τάχος Α.Ι., (1990), Δίκαιο της δημόσιας τάξης, Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας.
Τζαννετάκη Τ., (2006), Ο νεοσυντηρητισμός και η πολιτική της μηδενικής ανοχής, Αθήνα: Α. Σάκκουλας.
Waddington D., (1996), Key issues and controversies”, Ch. Critcher, D. Waddington (eds) Policing Public Order: Theoretical and practical Issues, Aldershot: Avebury,1-36
Waddington P. A. J., (1991), The strong arm of the law – Armed and public order policing, Oxford: Clarendon Press.
Waddington P. A. J., (1999), Policing citizen – Authority and Rights, London: UCL.
Walklate S., Evans K., (1991), Zero Tolerance or Community Tolerance?, Aldershot: Ashgate.
Williams R., Johnson P., (2008), Genetic policing, Devon: Willan publ.
Ύπατη Αρμοστεία των Η.Ε. για τα δικαιώματα του Ανθρώπου (2004), Εγχειρίδιο για την Αστυνομία, Αθήνα: Εθνικό Τυπογραφείο.
Ζιανίκας Χ., (1990), Η αστυνομία σήμερα, Αθήνα: Εστία.
Ζιανίκας Χ., (1992), Η αθέατη πλευρά της αστυνομίας, Αθήνα: Γνώση.
Ζιανίκας Χ., (1995), Αστυνομικό σύστημα: μέρος πρώτο: εισαγωγικά θέματα, Αθήνα: Α. Σάκκουλας.
Ζαραφωνίτου Χ., (2002), Ο φόβος του εγκλήματος, Αθήνα: Α. Σάκκουλας.