OΤζοβάνι Μπατίστα Πιρανέζι (Giovanni Battista Piranesi) (1720-1778) γεννήθηκε κοντά στη Βενετία και πέθανε στη Ρώμη όπου πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του. Ήταν αρχιτέκτονας και χαράκτης. Η ενασχόληση του με την αρχιτεκτονική, αυτήν καθ΄ εαυτήν, ήταν πολύ περιορισμένη. Το μοναδικό έργο του που πραγματοποιήθηκε ήταν η Εκκλησία της Santa Maria del Priorato, στην Ρώμη (1764-1766). Σαν χαράκτης όμως μαζί με τον Ρέμπραντ, τον Ντύρερ, τον Γκόγια, τον Ρουώ και τον Πικάσο είναι από αυτούς στους οποίους η τέχνη αυτή οφείλει τους τίτλους ευγενείας της. Έγινε διάσημος για τα χαρακτικά του με θέματα αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, «Τις απόψεις της Ρώμης». Όπως επίσης και για τις «Φανταστικές Φυλακές» του. Αυτές οι «Φυλακές» στην οριστική τους μορφή, είναι μια σειρά από 16 χαρακτικά που τύπωσε το 1761.
Πρόκειται για φανταστικούς χώρους που θυμίζουν εσωτερικά μεσαιωνικών πύργων, όπου όλα έχουν αποκτήσει γιγάντιες διαστάσεις. Τεράστιες κολόνες, τροχαλίες με αλυσίδες που κρέμονται απειλητικά, όργανα βασανιστηρίων, οδοντωτοί τροχοί σαν και αυτούς που ξέρουμε από την εικονογραφία της Αγίας Αικατερίνης. Διαδοχικές σειρές από αψίδες και σκάλες καθώς και πολλαπλά σημεία φυγής επεκτείνουν το χώρο επ΄ άπειρον και προς κάθε κατεύθυνση. Οι χώροι αυτοί, με τις έντονες ερριμένες σκιές και τον δυνατό φωτισμό, σου δίνουν την αίσθηση ότι βρίσκεσαι σε ένα λαβύρινθο, παγιδευμένος σε ένα μηχανισμό που σε υπερβαίνει. Σύμφωνα με την Γιουρσενάρ[i], πρόκειται για «Έναν κόσμο τεχνητό και παρ΄ όλα αυτά τρομαχτικά πραγματικό, κλειστοφοβικό και παρ΄ όλα αυτά μεγαλομανή, που δεν παύει να θυμίζει αυτόν στον οποίο η σύγχρονη ανθρωπότητα βυθίζεται κάθε μέρα όλο και πιο πολύ».
Τα έργα αυτά του Πιρανέζι, με τον έντονα δραματικό χαρακτήρα τους θυμίζουν σκηνικά όπερας. Είναι άλλωστε γνωστό ότι η πρώτη «Φυλακή» που χάραξε ο Πιρανέζι, μια «Carcere Oscura» η οποία δεν ανήκει σ' αυτήν την σειρά, ονομάζεται μερικές φορές ως «Φυλακή του Dardanus» διότι χρησιμοποιήθηκε αργότερα σαν μακέτα για την σκηνογραφία του Dardanus, του Ζαν Φιλίπ Ραμώ (1739). Ο συσχετισμός βέβαια με τον κινηματογράφο είναι αυτόματος. Όσοι έχουν αγαπήσει τις ασπρόμαυρες ταινίες εύκολα θα διαπιστώσουν τις συγγένειες τόσο με το φωτισμό όσο και με την πλοκή των χώρων.
Κοιτώντας τα χαρακτικά των «Φυλακών» εκείνο που γρήγορα παρατηρεί κάνεις και που κάνει εντύπωση είναι ότι όλες αυτές οι γιγάντιες κατασκευές δεν χρησιμεύουν σε τίποτα, με τις αλυσίδες να μην έχουν δέσει κανένα φυλακισμένο (με εξαίρεση το χαρακτικό ΙΙ και το χαρακτικό Χ), με τους τροχούς να μένουν ακίνητοι και τις σκάλες να μην οδηγούν πουθενά.
Οι ομοιότητες ανάμεσα στο έργο του Πιρανέζι και τον Κάφκα είναι προφανείς και διατρέχουν το έργο του στο σύνολό του. Υπάρχει πιο συγκεκριμένα ο λαβύρινθος πού περιγράφεται στο διήγημα του «Το κτίσμα». Στον «Συνήγορο» επίσης, ένα πολύ μικρό διήγημα, βρίσκουμε την παρακάτω παράγραφο: «Αν δεν βρίσκεις τίποτα σ' αυτούς τους διαδρόμους άνοιξε τις πόρτες, αν δε βρίσκεις τίποτα πίσω από αυτές τις πόρτες, υπάρχουν κι άλλοι όροφοι, αν δεν βρεις τίποτα επάνω, μην ανησυχείς, ανέβα τις νέες σκάλες πιο πάνω. Όσο εσύ δε σταματάς να ανεβαίνεις, τα σκαλιά δεν σταματάνε, τα σκαλιά κάτω από τα πόδια σου που ανεβαίνουνε, αυξάνουν προς τα πάνω συνεχώς»…, ο αρχιτέκτονας αυτού του χώρου μας μοιάζει γνωστός...
Όμως εκεί που κατά τη γνώμη μου βρίσκεται μια πιθανή ερμηνεία για όλη αυτή την απραξία, την αχρησία στην οποία έχουν περιπέσει τα πάντα στις «Φυλακές» του Πιρανέζι είναι ένα μικρό κείμενο / παραβολή του Κάφκα στην ίδια συλλογή διηγημάτων.[ii] Σ΄ αυτό ο Κάφκα μας λέει ότι «Για τον Προμηθέα υπάρχουν τέσσερις μύθοι: Σύμφωνα με τον πρώτο αλυσοδέθηκε στον Καύκασο γιατί πρόδωσε τους θεούς… κι εκείνοι στέλνουνε έναν αετό που έτρωγε… το συκώτι του. Σύμφωνα με τον δεύτερο ο Προμηθέας πίεζε το κορμί του πάνω στον βράχο, από τους πόνους που του προκαλούσαν τα ράμφη των αετών καθώς το ξέσκιζαν, ώσπου στο τέλος έγινε ένα με αυτόν. ... Σύμφωνα με τον τρίτο η προδοσία ξεχάστηκε. Σύμφωνα με τον τέταρτο, όλοι κουράστηκαν από την αιώνια επαναλαμβανόμενη διαδικασία, οι θεοί κουράστηκαν, οι αετοί κουράστηκαν και οι πληγές κλείσανε κουρασμένες. Έμεινε μονάχα η ανεξήγητη οροσειρά, η πέτρινη βουνοκορφή». Έχουμε λοιπόν εδώ μία πιθανή απάντηση. Σαν οι άνθρωποι που έχτισαν αυτές τις φυλακές, που έφτιαξαν όλα αυτά τα όργανα βασανισμού για να εκμαιεύσουν κάποια αλήθεια έστω και διά της βίας, που μηχανεύτηκαν όλες αυτές τις γιγάντιες κατασκευές, να παραιτήθηκαν τελικά από κάθε είδους αναζήτηση. Σαν όλες οι προσπάθειες για να βρεθεί κάποιο νόημα να είναι καταδικασμένες να καταλήξουν στο ίδιο αδιέξοδο και με το μυστήριο να παραμένει αδιαπέραστο.
Έτσι ίσως να μπορούν να εξηγηθούν και αυτές οι τεράστιες ανάγλυφες προτομές (Χαρακτικό ΙΙ) που θα ταίριαζαν σε ένα έργο μεταφυσικής ζωγραφικής σαν του Ντε Κίρικο και που μοιάζουν να αναφέρονται στη δεύτερη εκδοχή του μύθου. Πέρα όμως από αυτήν την απραξία, την τόσο πυκνή σε συμβολισμό, υπάρχει και ένα δεύτερο παράδοξο.
Οι χώροι αυτοί, ενώ διατηρούν όλα τα στοιχεία του Μπαρόκ είναι σχεδόν ακατοίκητοι. Οι λιγοστές ανθρώπινες φιγούρες, σε πολύ μικρή αναλογία σε σχέση με τον γιγαντισμό του χώρου, όταν υπάρχουν, αποδίδονται αδιάφορα με λίγες γρήγορες γραμμές που απλώς υπαινίσσονται την παρουσία τους. Η δράση στην οποία μας έχει συνηθίσει η μέχρι τότε ζωγραφική, οι θεατρικές χειρονομίες, στα χαρακτικά αυτά του Πιρανέζι έχουν αποσυρθεί από το προσκήνιο. Πιστεύω ότι κατά τούτο προαναγγέλλουν μια «μοντέρνα» ματιά/αντίληψη της ζωγραφικής. Μιας ζωγραφικής που δεν αφηγείται ιστορίες αλλά υποβάλλει καταστάσεις, μιας ζωγραφικής που δεν ονομάζει τα πράγματα αλλά τα υποδηλώνει.
Στο Χαρακτικό ΙΙΙ κάτω δεξιά, εκεί που βλέπουμε τα σκοτεινά παράθυρα με ελαφρά κλίση προς τα κάτω έχουμε την εντύπωση ότι βυθιζόμαστε σε έναν κόσμο υπόγειο, στο χάος. Ίσως είναι το πιο απειλητικό σημείο του έργου. Πιο πολύ και από τις επιβλητικές αψίδες, από τον στρογγυλό πύργο με το τυφλό παράθυρο και τις τροχαλίες. Αυτά τα παράθυρα στο κάτω δεξιά μέρος μας υπόσχονται ένα κόσμο ακόμα πιο ζοφερό, πιο τρομακτικό από όλα τα όργανα βασανισμού, ακριβώς μέσα από αυτή την υπαινικτική λειτουργία τους.
Η αξία των «Φανταστικών Φυλακών» γίνεται φανερή και από την υποδοχή που τους επιφύλαξε το μέλλον. Από το πόσο μπόρεσαν να γονιμοποιήσουν τη φαντασία τόσων πολλών και διαφορετικών μεταξύ τους δημιουργών. Κάθε «μετενσάρκωση» τους, κάθε φορά που η επιρροή τους ανιχνεύεται στο έργο μεταγενέστερων καλλιτεχνών αποκαλύπτει και μια διαφορετική πλευρά της φυσιογνωμίας τους.
Αξίζει να αναφερθούμε για παράδειγμα στον Θεόφιλο Γκωτιέ[iii] τον οποίο ο Πιρανέζι συνδράμει στην προσπάθειά του να δώσει μορφή στις παραισθητικές του εμπειρίες. Όπως ο ίδιος αναφέρει στη «Λέσχη των χασισοποτών»: «Είχα φτάσει στο πλατύσκαλο και προσπαθούσα να κατέβω την σκάλα. Ήταν μισοφωτισμένη και έπαιρνε μέσα από το όνειρο μου κυκλώπειες και γιγάντιες αναλογίες. Τα δύο άκρα της πνιγμένα στην σκιά, μου φαίνονταν σαν να βυθίζονται στον Ουρανό και στην Κόλαση, δύο βάραθρα, σηκώνοντας το κεφάλι, διέκρινα ασαφώς, μια φοβερή προοπτική, αναρίθμητα πλατύσκαλα το ένα πάνω στο άλλο. ράμπες σαν να πρόκειται να φτάσεις στην κορυφή του Πύργου του Lylacq. Κατεβάζοντας το, διαισθανόμουν τις αβύσσους των βαθμίδων…. αυτή η σκάλα πρέπει να διαπερνά την γη απ΄ άκρου εις άκρον. Θα φτάσω κάτω την επομένη της Δευτέρας Παρουσίας».
Και πιο κάτω: «Για να αποδώσω την εντύπωση που μου έκανε αυτή η σκοτεινή αρχιτεκτονική θα μου χρειαζότανε η ακίδα (La pointe) με την οποία o Πιρανέζι χάραζε το μαύρο βερνίκι στις καταπληκτικές χάλκινες πλάκες του». Ο Πιρανέζι δίνει τη δυνατότητα στον Γκωτιέ να εκφράσει με πληρότητα την εμπειρία του από το χασίς και συγχρόνως ο Γκωτιέ δίνει και σε μας έναν τρόπο για να προσεγγίσουμε το έργο του Πιρανέζι. Ο Ουγκώ μιλάει σε ένα ποίημα του για το «Cerveau Noir de Piranèse» (Το σκοτεινό μυαλό του Πιρανέζι). Η Γιουρσενάρ δανείζεται στη συνέχεια αυτόν τον στίχο για να δώσει τον τίτλο στο κείμενο της για τον Πιρανέζι.
Υπάρχει και το διήγημα του Μπόρχες «Η βιβλιοθήκη της Βαβέλ»[iv] όπου περιγράφεται ένα σύμπαν παράλληλο με εκείνο των «Φανταστικών Φυλακών». Αρχίζει ως εξής: «Το σύμπαν (που άλλοι το λένε βιβλιοθήκη) αποτελείται από έναν ακαθόριστο και ίσως άπειρο αριθμό εξαγωνικών στοών, με τεράστιους αεραγωγούς στη μέση,… Από οποιαδήποτε εξάγωνο φαίνονται οι πάνω και οι κάτω όροφοι, ατελείωτα… Μία από τις ακάλυπτες πλευρές βλέπει σ΄ έναν στενό πρόδομο, που βγάζει σε άλλη στοά, πανομοιότυπη με την άλλη… Από δω περνάει η σπειροειδής σκάλα, που βυθίζεται στην άβυσσο και ανεβαίνει ώσπου χάνεται το βλέμμα…
Ο μύθος του Προμηθέα, ο Λαβύρινθος στο έργο του Κάφκα, η εμπειρία του χασίς στον Γκωτιέ, το «σκοτεινό μυαλό του Πιρανέζι» του Ουγκώ, οι «Μεταφυσικές φυλακές» σύμφωνα με το όνομα που δίνει στα χαρακτικά αυτά ο Άλντους Χάξλεϋ [v] «που η έδρα τους βρίσκεται μέσα στο μυαλό μας» και που «οι τοίχοι τους είναι καμωμένοι από εφιάλτη και αδυναμία κατανόησης, οι αλυσίδες τους είναι αγωνία, και όργανο βασανισμού μία αίσθηση προσωπικής και διάχυτης ενοχής», σκηνές από τον κινηματογράφο, ξεκινώντας από το «Metropolis» του Φριτς Λανγκ, την «Απεργία» του Αϊζενστάιν τον «Τρίτο Άνθρωπο» (σκεφτείτε την καταδίωξή τους υπονόμους) το «Βlade Runner» και το «Όνομα του Ρόδου», όλα αυτά είναι στοιχεία και επιχειρήματα για τον ανεξάντλητο δυναμισμό των «Φανταστικών Φυλακών» του Πιρανέζι αλλά και απόδειξη της μεγάλης αλήθειας ότι το έργο τέχνης συνεχίζει να ζει και να αναδημιουργείται μέσα από το βλέμμα του κοινού, των αναγνωστών και των φιλότεχνων και ότι σίγουρα περιέχει πολύ περισσότερα πράγματα από όσα μπορεί να υποπτευθεί ο δημιουργός του.
[i] Marguerite Yourcenar, « Le cerveau noir de Piranèse » in Sous bénéfice d’inventaire, Gallimard, Folio-essais.
[ii] Η σιωπή των σειρηνων, Εκδ. Ζαραχαρόπουλος, μετ. Γιώργου Κώνστα, Προμηθέας σελ. 12, Συνήγορος σελ. 33, Κτίσμα σελ. 117.
[iii] Baudelaire, Les paradis artificiels précédé de Théophile Gautier, Le Club des Hachichins, Gallimard Folio, 1961, pp. 62-63.
[iv] Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Άπαντα τα Πέζα Ι, «Η Βιβλιοθήκη της Βαβέλ», σελ. 191.μετ.Αχιλλέας Κυριακίδης, Εκδ. Πατάκη
[v] Aldous Huxley’s essay on Piranesi “Prisons,” London: Trianon, 1949.