Την αυγή του 20ού αιώνα και στο πλαίσιο του θετικιστικού παραδείγματος[1] διενεργήθηκαν πολυάριθμες έρευνες με κύριο στόχο τη διαμόρφωση ερευνητικών μέσων (εργαλείων/ instruments) για την πρόγνωση της εγκληματικής συμπεριφοράς. Οι πρώιμες, ωστόσο, εξηγήσεις/αιτιολογήσεις του εγκλήματος και της παραβατικότητας, υπήρξαν μεθοδολογικά προβληματικές. Εστιάζοντας σε μία συγκεκριμένη υπόθεση και απομονώνοντας επιλεκτικά ορισμένους παράγοντες, ανάλογα με την επιστημολογική θεώρηση του ερευνητή, δεν λάμβαναν υπόψη την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης δράσης και τη διαμόρφωσή της υπό την ταυτόχρονη αλληλεπίδραση πολλών ετερόκλιτων ατομικών και κοινωνικών παραγόντων. Από τους πρώτους που αντιλήφθηκαν τις μεθοδολογικές αδυναμίες των ερευνών της εποχής τους, ήταν το ζεύγος Eleanor και Sheldon Glueck. Συνδυάζοντας διαφορετικές επιστημονικές παραδόσεις και αντιμετωπίζοντας την εγκληματολογία ως μία εφαρμοσμένη κοινωνική επιστήμη, που στόχο έχει την χάραξη και υλοποίηση συγκεκριμένων πολιτικών, κατάφεραν με πλούσιο ερευνητικό έργο 40 ετών να σηματοδοτήσουν μία διακριτή προσέγγιση στο πεδίο της κατανόησης του εγκλήματος, επηρεάζοντας βαθιά την εγκληματολογική σκέψη κι έρευνα.
Βιογραφία
Προερχόμενοι και οι δύο από οικογένειες μεταναστών, αντιμετώπισαν από νωρίς προκαταλήψεις και μεροληπτική συμπεριφορά από τον κοινωνικό τους περίγυρο. Κόρη του σχετικά εύπορου Ρώσου μετανάστη Bernard Touroff, η Eleanor σπούδασε αρχικά αγγλική φιλολογία στο κολέγιο Barnard. Κατά το έτος της αποφοίτησης της (1920) στην Αμερική, ο χώρος της εκπαίδευσης αποτελούσε τη βασική επαγγελματική προοπτική των γυναικών, με δεύτερη επιλογή τον αναπτυσσόμενο κλάδο της κοινωνικής εργασίας. Ο τελευταίος φαίνεται ότι τράβηξε το ενδιαφέρον της νεαρής Eleanor, η οποία, ύστερα από διετή φοίτηση στη Σχολή Κοινωνικής Εργασίας της Νέας Υόρκης, εργάστηκε αρχικά ως κοινωνική λειτουργός σε συνοικισμό της Βοστόνης [2].
O Sheldon Glueck, από την άλλη πλευρά, γεννήθηκε στην Πολωνία το 1896, παιδί μιας πολυμελούς οικογένειας ενός μικρεμπόρου Χάλυβα. Η οικογένεια αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα επιβίωσης, τα οποία συνεχίστηκαν και μετά την εγκατάσταση της στο Milwaukee των Η.Π.Α, όπου ο πατέρας του Sheldon περιφερόταν ως γυρολόγος. Παρά τις δυσκολίες, ο Sheldon κατάφερε να κερδίσει μία υποτροφία για φοίτηση στο πανεπιστήμιο, την οποία, ωστόσο, αναγκάστηκε να απορρίψει, προκειμένου να εργαστεί για την αμερικανική κυβέρνηση. Ενόσω εργαζόταν ολοκλήρωσε τις προπτυχιακές και μεταπτυχιακές του σπουδές στη Νομική φοιτώντας σε νυχτερινό κολέγιο. Μετά την στρατιωτική του θητεία κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, μετακομίζει στη Νέα Υόρκη, όπου γνωρίζει και παντρεύεται την Eleanor. Το νεαρό ζευγάρι μετακομίζει το 1922 στη Μασαχουσέτη, χρονιά ορόσημο, αφού και οι δύο ξεκίνησαν να εργάζονται ως μεταπτυχιακοί ερευνητές στο Πανεπιστήμιο του Harvard, το ίδρυμα που θα στεγάσει όλη τη μετέπειτα ακαδημαϊκή και ερευνητική τους πορεία[3].
Στο ακαδημαϊκό περιβάλλον του Harvard, σε χρονικό διάστημα τριών ετών και παράλληλα με τη γέννηση του παιδιού τους, η Eleanor απέκτησε μεταπτυχιακό και διδακτορικό τίτλο σπουδών από την Παιδαγωγική Σχολή, το μοναδικό τμήμα που δεχόταν εκείνη την περίοδο γυναίκες, ενώ παράλληλα, ο Sheldon ολοκλήρωσε τη διατριβή του στο Τμήμα Κοινωνικών Σπουδών (Social Ethics) (1924). Η παραμονή τους, ωστόσο, στo Harvard, σ΄ ένα από τα μεγαλύτερα ακαδημαϊκά ιδρύματα της Αμερικής, δεν υπήρξε ανέφελη. Η Eleanor άλλωστε, ήταν μία γυναίκα που εργαζόταν ως απλή ερευνήτρια στη Νομική Σχολή του Harvard, ένα από τα πιο συντηρητικά τμήματα, το όποιο άρχισε να δέχεται γυναίκες προς φοίτηση μόλις το 1950, ενώ ακόμα και τότε τις αντιμετώπιζε ως «εξωγήινο είδος» [4]. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι αν και το ζεύγος άρχισε από κοινού την ερευνητική του δραστηριότητα κατά το μέσο της δεκαετίας του ’20, η Eleanor προήχθη από «βοηθός ερευνητή» σε «συνεργάτη ερευνητή» μόλις το 1953, ενώ ύστερα από 30 χρόνια σκληρής ερευνητικής εργασίας η επαγγελματική της θέση ήταν όμοια με αυτή των υποψηφίων διδακτόρων. Αντίστοιχα, ο Sheldon, όταν ξεκίνησε την εκπόνηση διδακτορικής διατριβής στο Harvard, δεν έγινε δεκτός στη Νομική Σχολή -στην οποία κατά τραγική ειρωνεία θα διδάξει αργότερα ως καθηγητής- λόγω της προπτυχιακής φοίτησης του σε νυχτερινή σχολή. Ως εκ τούτου κατευθύνθηκε στο Τμήμα Κοινωνικών Σπουδών, από το οποίο ωστόσο θα λάβει σημαντικές γνώσεις κοινωνιολογίας και ψυχολογίας που θα τον βοηθήσουν στις μεταγενέστερες έρευνες τους[5].
Ερευνητικό & συγγραφικό έργο- Η αιτιολογία του εγκλήματος
Η ερευνητική δραστηριότητα των Glueck ξεκίνησε από τα μέσα της δεκαετίας του ’20 στο Πανεπιστήμιο του Harvard με πρώτο σταθμό τις «500 εγκληματικές καριέρες» (1930), ένα ερευνητικό πρόγραμμα που εστίαζε σε 510 νέους, που είχαν αποφοιτήσει από το αναμορφωτήριο της πόλης Concord στη Μασαχουσέτη. Στην πρώιμη αυτή ερευνητική εργασία τέθηκε και το μεθοδολογικό περίγραμμα της δουλειάς τους, η οποία περιλαμβάνει τη χρήση ευρύτατου στατιστικού δείγματος ατομικών περιπτώσεων, την παραμετροποίηση ατομικών και κοινωνικών παραγόντων και τη δημιουργία πινάκων πρόγνωσης με στόχο τη μέτρηση της βαρύτητας κάθε παράγοντα εγληματογέννεσης. Η ποσοτικοποίηση και παραμετροποίηση ποιοτικών στοιχείων από τη ζωή των ερευνώμενων περιπτώσεων θα εφαρμοστεί και στις δύο επόμενες μελέτες τους με τίτλο «500 παραβατικές γυναίκες» (1934) και «1000 νεαροί παραβάτες» (1934), οι οποίες βασίστηκαν στη μελέτη γυναικών από το αναμορφωτήριο του Framingham στη Μασαχουσέτη και αγοριών από την κλινική παιδικής καθοδήγησης του Δικαστή Baker στη Βοστώνη. Εντούτοις, στις μελέτες τους αυτές δεν απέφυγαν υποκειμενικές κρίσεις ηθικολογικού χαρακτήρα, οι οποίες σχετικοποιούν τα ευρήματά τους και θέτουν εν αμφιβόλω την προσπάθεια τους να τεκμηριώσουν στατιστικά τους παράγοντες που συντελούν στην εκδήλωση της παραβατικότητας[6].
Το θεμελιώδες, ωστόσο, έργο τους, με το οποίο καθιερώθηκαν στο χώρο της κοινωνικής έρευνας πεδίου, ήταν το ερευνητικό πρόγραμμα που αποτυπώθηκε στο βιβλίο τους με τίτλο «ιχνηλατώντας τη νεανική παραβατικότητα» (Unraveling Juvenile Delinquency- 1950), του οποίου οι κεντρικές ιδέες και τα συμπεράσματα συνοψίζονται και στο επόμενο έργο τους με τίτλο «Εν τω γίγνεσθαι παραβάτες» (delinquents in the making -1952). Το ερευνητικό αυτό πρόγραμμα είχε ξεκινήσει μία δεκαετία νωρίτερα, το 1940, με στόχο τον εντοπισμό και την ανάδειξη εκείνων των παραγόντων που παρουσιάζουν σημαντική στατιστική συσχέτιση με την εκδήλωση της νεανικής παραβατικότητας[7]. Βασικό μεθοδολογικό εργαλείο υπήρξε η σύγκριση ενός ικανού δείγματος 500 ανήλικων παραβατών ηλικίας από 11 έως 17 ετών με μία ισόποση ομάδα ελέγχου 500 ανηλίκων μη παραβατών. Ο παραβατικός πληθυσμός επιλέχθηκε από δύο αναμορφωτήρια της Μασαχουσέτης, ενώ ο μη παραβατικός από δημόσια σχολεία της Βοστώνης[8].
Η πρωτοτυπία αυτής της έρευνας σηματοδοτείται ήδη από την αυστηρή επιλογή του δείγματος, η οποία αποτέλεσε μία εξαιρετικά επίπονη και χρονοβόρα διαδικασία. Και τούτο διότι, σύμφωνα με τη μεθοδολογία της έρευνας, κάθε ανήλικος παραβάτης αντιστοιχούσε σε έναν ανήλικο μη παραβάτη με τέσσερα ομοειδή χαρακτηριστικά που αφορούσαν την ηλικία, την εθνικότητα, το γενικό νοητικό επίπεδο και τον τόπο διαμονής σε υποβαθμισμένες αστικές περιοχές [9]. Η ταύτιση βασικών παραμέτρων ανάμεσα στο ερευνητικό δείγμα και το δείγμα ελέγχου, ελαχιστοποίησε τα σφάλματα της ανομοιογενούς σύγκρισης, ενώ επέτρεψε στους ερευνητές να συγκρίνουν μία σειρά άλλων παραγόντων που αφορούσαν την οικογένεια, το σχολείο, τη ζωή στην κοινότητα και τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας.[10]. Ενδεικτικό του μεγέθους της ερευνητικής εργασίας είναι το γεγονός ότι τα χαρακτηριστικά κάθε αγοριού παραμετροποιήθηκαν σε 402 μεταβλητές [11].
Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι στη μελέτη τους οι Glueck έδωσαν μεγάλη έμφαση στην επίδραση του στενού κι ευρύτερου οικογενειακού περιβάλλοντος. Υποστήριζαν, άλλωστε πως οι Αμερικανοί Κοινωνιολόγοι είχαν δώσει πολύ μεγάλη έμφαση στην ομάδα, στη συμμορία και στις πολιτισμικές επιρροές των τοπικών κοινωνιών, αδιαφορώντας για τη σημασία του οικογενειακού περιβάλλοντος, για τους ρόλους μέσα στην οικογένεια, την ποιότητα των σχέσεων, τις πρακτικές πειθάρχησης και τα συναισθήματα που αναπτύσσονται ανάμεσα στα μέλη της. Σύμφωνα με την προσέγγιση τους, το παιδί ασφαλώς και δέχεται επιδράσεις από το κοινωνικό του περιβάλλον. Αυτό ωστόσο συμβαίνει σε μία μεταγενέστερη φάση στη ζωή του, καθώς στα πρώτα στάδια της ανάπτυξής του, καθοριστικό ρόλο διαδραματίζει ο πρώτος φορέας κοινωνικοποίησης, η οικογένεια. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, στην έρευνα τους περιέλαβαν αναλυτικές μεταβλητές που αφορούν το ιστορικό των γονέων και της ευρύτερης οικογένειας γύρω από θέματα παρέκκλισης, παραβατικότητας, αλκοολισμού, νοητικής καθυστέρησης ή ψυχικών διαταραχών, μελετώντας τις ψυχολογικές και συναισθηματικές συνθήκες διαβίωσης του παιδιού στην οικογένεια.
Ύστερα από συλλογή και επεξεργασία του ογκώδους αυτού υλικού, οι Glueck, μέσα από την συσχέτιση και τον συνδυασμό των επιμέρους παραγόντων, πάντοτε σε σύγκριση με τις δύο επιλεγμένες ομάδες (πειραματική κι ελέγχου), κατέληξαν πως οι παραβατικοί ανήλικοι διακρίνονται από ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Ως προς τη φυσιολογία του σώματος τείνουν να είναι σε μεγαλύτερο ποσοστό μεσομορφικοί και μυώδεις, ενώ ως προς τον χαρακτήρα είναι περισσότερο ενεργητικοί, παρορμητικοί, εξωστρεφείς, επιθετικοί, και περιπετειώδεις από τους μη παραβατικούς[12], εκφραζόμενοι με απλό και συγκεκριμένο τρόπο παρά με αφηρημένα θεωρητικά σχήματα. Επίσης, στην πλειοψηφία τους προέρχονταν κυρίως από οικογένειες με ελλιπή κατανόηση, φτωχά ερεθίσματα και απουσία προτύπων συμπεριφοράς και συναισθηματικής σταθερότητας. Αντίθετα, στην έρευνα τους προσδιορίστηκαν ως ουδέτεροι παράγοντες, που δεν επιδρούσαν δηλαδή στο αποτέλεσμα (παραβατική ή μη συμπεριφοράκ.λπ.), το αίσθημα αγάπης που αισθάνονται οι ανήλικοι από το περιβάλλον τους, η κακή υγεία, η νευρωτική συμπεριφορά και το αίσθημα άγχους ή ανασφάλειας.
Η έρευνα, ωστόσο, δεν εξαντλούνταν στον εντοπισμό των αιτιών που σχετίζονται με την εκδήλωση παραβατικότητας, αλλά είχε ως κύριο στόχο τη διαμόρφωση ερευνητικών εργαλείων και τη διατύπωση πολιτικών για την έγκαιρη κοινωνική πρόληψη. Στόχος τους ήταν η πρόληψη της προ-εγκληματικής και μετεγκληματικής επικινδυνότητας μέσα από στοχευμένες δράσεις παρέμβασης και η εφαρμογή πολιτικών πρόληψης. Κυρίαρχο ρόλο στον τομέα αυτό για τους Glueck διαδραματίζει το σχολείο ως ο πρώτος οργανωμένος κοινωνικός φορέας, όπου το παιδί εκδηλώνει κάποια πρώτα σημάδια αντικοινωνικής συμπεριφοράς. Κατ’ αυτόν τον τρόπο και με οδηγό τα ερευνητικά τους πορίσματα κατασκεύασαν τρεις προγνωστικούς πίνακες ή κλίμακες μέτρησης οι οποίες περιλαμβάνουν την έρευνα του κοινωνικού περιβάλλοντος, τη διενέργεια του τεστ Rorschach και την ψυχιατρική εκτίμηση. Αμέσως μετά την ένταξη του παιδιού στη βασική εκπαίδευση θα έπρεπε κατά τη γνώμη τους να διερευνηθούν αυτοί οι τομείς με τη βοήθεια ενός κοινωνικού λειτουργού που θα συντάξει έκθεση κοινωνικής έρευνας για το οικογενειακό περιβάλλον, ενός ψυχολόγου που θα διενεργήσει τα τεστ της κλίμακας Rorschach και ενός ψυχιάτρου που θα συντάξει τεκμηριωμένη ψυχιατρική εκτίμηση.
Κριτική Αποτίμηση
Οι Glueck είχαν ένα αισιόδοξο όραμα και ήταν υπέρμαχοι εφαρμογής του προνοιακού μοντέλου μεταχείρισης με στόχο την έγκαιρη παρέμβαση στους ατομικούς, οικογενειακούς και κοινωνικούς όρους ιδίως του παιδιού, προκειμένου να ανασχεθούν με τη βοήθεια ειδικών επιστημόνων οι παράγοντες εκείνοι που συνδυαστικά και κάτω υπό ορισμένες συνθήκες θα μπορούσαν δυνητικά να το εξωθήσουν στην παραβατικότητα. Το ίδρυμα, μάλιστα, του δικαστή Baker για παραβατικά παιδιά στη Βοστώνη, στο οποίο η Eleanor είχε ενεργό παρουσία και δράση, αποτέλεσε πρότυπο ψυχο-θεραπευτικής μεταχείρισης, ενώ ακόμα και σήμερα οι ιδέες και οι μέθοδοι που πρότειναν εφαρμόζονται σε μεγάλη κλίμακα, στο πλαίσιο της κοινωνικής έρευνας και υποστήριξης που διεξάγουν οι υπηρεσίες κοινωνικής αρωγής και οι υπηρεσίες επιμελητών ανηλίκων.
Το ζεύγος Glueck εγκαινίασε μία ολόκληρη σχολή στο πεδίο της εγκληματολογικής σκέψης και έρευνας. Η προσέγγισή τους εντάσσεται στις ατομοκεντρικές, πολυπαραγοντικές αιτιολογικές θεωρήσεις και επικεντρώνεται στα ατομικά χαρακτηριστικά και τον ρόλο των θεσμών κοινωνικοποίησης στη ζωή του παραβάτη. Η κατάρτιση πινάκων πρόγνωσης και η αξιολόγηση της προσωπικότητας του παραβάτη αποτέλεσε το κεντρικό μεθοδολογικό περίγραμμα για σειρά ανάλογων ερευνητικών εργασιών με κεντρική υπόθεση την ανεύρεση των παραγόντων που συντελούν ή αποτρέπουν τη διαμόρφωση μίας εγκληματικής καριέρας (criminal career). Σ’ αυτήν την κατεύθυνση εντάσσεται η διαχρονική έρευνα του πανεπιστημίου του Cambridge υπό την επιστημονική εποπτεία των Farrington και West, γύρω από την ανάπτυξη εγκληματικής συμπεριφοράς σε διάφορα ηλικιακά στάδια εξέλιξης[13]. Πολύ περισσότερο, η σημασία που έδωσαν οι Glueck στους θεσμούς άτυπου κοινωνικού ελέγχου, όπως η οικογένεια και το σχολείο, άσκησε μεγάλη επιρροή στη διαμόρφωση της γενικής θεωρίας του εγκλήματος (αυτοελέγχου) των Gottfredson και Hirschi (1990)[14] και αργότερα των Sampson και Laub[15].
Το έργο τους, όμως, δέχθηκε και δριμεία κριτική με κεντρικό άξονα ακριβώς την στενά ατομοκεντρική και θετικιστική τους θεώρηση. Ειδικότερα, σύμφωνα με τον Edwin Sutherland, η ερευνητική υπόθεση των Glueck για τη διαμόρφωση εγκληματιών καριέρας, αλλά και η επιλογή μεταβλητών, όπως η σωματική δομή, έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με την προσέγγιση και ανάλυση του εγκλήματος ως κοινωνικού φαινομένου. Περαιτέρω, για τον Sutherland, όπως και για τη Barbara Wooton το έργο των Glueck παρουσίαζε μία ροπή σε υποκειμενικές κρίσεις ηθικολογικού χαρακτήρα, ενώ ήταν προσκολλημένο στο νομικό ορισμό του εγκλήματος και ιδιαιτέρως φτωχό σε βαθύτερο κοινωνιολογικό στοχασμό [16].
Τέλος, ισχυρές ενστάσεις έχουν διατυπωθεί για την επιστημονική ορθότητα των εργαλείων πρόγνωσης της ανθρώπινης συμπεριφοράς, τα οποία γνωρίζουν μία έντονη εξάπλωση στις μέρες μας, στο πλαίσιο του προτύπου αναλογιστικής δικαιοσύνης (actuarial justice)[17]. Και τούτο διότι, αφενός μεν τα προγνωστικά αυτά μοντέλα υπόκεινται στο νόμο των πιθανοτήτων, και συνεπάγονται υψηλό αριθμό λανθασμένων προγνωστικών κρίσεων, και αφετέρου διότι ενσωματώνουν ως μεταβλητές χαρακτηριστικά του ατόμου (και όχι της συμπεριφοράς του), όπως είναι το φύλο, η εθνικότητα, ή η σωματική διάπλαση, με συνέπεια να τιμωρείται κανείς για αυτό που είναι και όχι γι’ αυτό που έκανε, οδηγώντας σε περαιτέρω περιθωριοποίηση και αποκλεισμό ευάλωτες κοινωνικές ομάδες.
Συνοψίζοντας, θα πρέπει να έχουμε πάντοτε κατά νου ότι οι ιδέες συχνά ταξιδεύουν στον χρόνο, ανεξάρτητα από τις προθέσεις των εμπνευστών τους. Έτσι, κάθε θεωρία θα πρέπει να αναγιγνώσκεται αφενός μεν σε συνάρτηση με το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αρθρώθηκε και αφετέρου σε συνδυασμό με το όραμα των ατόμων που την υποστήριξαν. Υπό αυτήν την έποψη το ζεύγος Glueck βρέθηκε αναμφισβήτητα στην πρωτοπορία για τη διαμόρφωση μίας δικαιοσύνης με πιο ανθρώπινο πρόσωπο και ερείσματα σε εμπειρικά δεδομένα.
ΚΥΡΙΟΤΕΡΗ ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
Glueck, E. and Glueck, S. (1930), 500 Criminals Careers. New York: A.A. Knopf.
Glueck, E. and Glueck, S. (1934), 500 Delinquent Women. New York: A.A. Knopf.
Glueck, E. and Glueck, S. (1934), 1000 Juvenile Delinquents: Their Treatment by Court and Clinic. Cambridge, Massachusetts: Harvard University Press.
Glueck, E. and Glueck, S. (1950), Unravelling Juvenile Delinquency. New York: The Commonwealth Fund.
Glueck, S., Glueck, E. (1952), Delinquents in the making, Paths to Prevention, New York etc., Harper and Row Publishers
Glueck, E. and Glueck, S. (1964), Ventures in Criminology: Selected Recent Papers. London: Tavistock Publications
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Glueck, S., Glueck, E. (1952), Delinquents in the making, Paths to Prevention, New York etc., Harper and Row Publishers.
Glueck, S. (1977) Lives of Labor, Lives of Love: Fragments of Friendly Autobiographies. Hicksville, New York: Exposition Press.
Laub, J.H. and Sampson, R.J. (1991) ‘The Sutherland-Glueck Debate: On the Sociology of Criminological Knowledge’, The American Journal of Sociology, 96(6): 1402–40.
Logan, A. (2010), “Eleanor Touroff Glueck (1898-1972) and Sheldon Glueck (1896-1980)” in Hayward, K., Maruna, S. & Mooney J. (eds.) Fifty Key Thinkers in Criminology, pp. 82-88.
Moyer, L. I. (2001), Criminological Theories. Traditional and non traditional voices and themes, Sage Publications, London – New Delhi.
Muncie J. (2009), Muncie, J. (2009), Youth and Crime, 3rd edition, London etc.: Sage, p. 89.
Sampson, R.J. and Laub, J.H. (1993), Crime in the Making: Pathways and Turning Points Through Life. Cambridge, Massachusetts: Harvard University Press.
Σπινέλλη, Κ. Δ. /Αποσπόρη, Ε., Εκλογή, τ. 103, 4/1994, σελ. 260-271.
[1] Τον όρο «παράδειγμα» εισήγαγε αργότερα (1962), στη Φιλοσοφία της Επιστήμης (Επιστημολογία) ο Thomas Kuhn, προκειμένου να περιγράψει το σύνολο της επιστημονικής πρακτικής που εμπεριέχει ταυτόχρονα νόμους, θεωρίες, εφαρμογές και πειραματικές διατάξεις, οι οποίες μετατρέπονται σε πρότυπα από όπου πηγάζουν συμπαγείς παραδόσεις επιστημονικής έρευνας. Βλ. T. Kuhn (1981/2008), Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων, ΙΑ΄ έκδ. μτφ. Γ. Γεωργακόπουλος- Β. Κάλφας, Αθήνα: Σύγχρονα Θέματα, σελ. 74-860. Ο θετικισμός, ως επιστημονικός τρόπος σκέψης κι έρευνας, έχει ως βασική αφετηρία την παραδοχή ότι τα κοινωνικά φαινόμενα υπόκεινται στους νόμους της αιτιοκρατίας, της περιοδικότητας, της επαλήθευσης, συνακόλουθα της πρόγνωσης. Βλ. μεταξύ άλλων A. Giddens (2000), «Ο Θετικισμός και οι επικριτές του» σε Μ. Πετμεζίδου, επιμ. (2000), Σύγχρονη Κοινωνιολογική θεωρία, όπ. π., σελ.161-234:178-185.
[2] A. Logan (2010), “Eleanor Touroff Glueck (1898-1972) and Sheldon Glueck (1896-1980)” in Hayward, K., Maruna, S. & Mooney J. (eds.) Fifty Key Thinkers in Criminology, σελ.. 82-88: 83.
[3] A. Logan (2010), όπ.π. σελ. 83.
[4] J.H. Laub, and R.J. Sampson, (1991) ‘The Sutherland-Glueck Debate: On the Sociology of Criminological Knowledge’, The American Journal of Sociology, 96(6), σελ. 1402–40:1406
[5] A. Logan (2010), όπ. π., σελ. 83.
[6][6] A. Logan (2010), όπ. π.,σελ. 83.
[7] Η ερευνητική μάλιστα ομάδα απαρτίζονταν πολυμελές επιστημονικό προσωπικό που έφτανε ως και τα 30 άτομα, αποτελούμενη από ανθρωπολόγους, ψυχιάτρους, φυσιολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς και στατιστικούς επιστήμονες, οι οποίοι συνέλεγαν τα στοιχεία διεξάγοντας τεστ νοημοσύνης, τεστ ψυχιατρικής εξέτασης και τεστ προσωπικότητας.
[8] S. Glueck/ E. Glueck (1952), Delinquents in the making, Paths to Prevention, New York etc., Harper and Row Publishers, σελ. 11. Επειδή το άθροισμα των επιμέρους ποσοστών υπερβαίνει την κλίμακα του 100 θεωρούμε πως οι ερευνητές υπολόγισαν και τα βασικά-κύρια (principles offences) και τα δευτερεύοντα αθροιστικά.
[9] Όπ. π, σελ. 10.
[10] Όπ.π. σελ. 13.
[11] Η κατηγοροποίηση και κατανομή των συλλεγχθέντων στοιχείων γινόταν ως εξής: 149 στοιχεία και παράμετροι αφορούσαν την κοινωνική έρευνα, 55 τη φυσιολογία του σώματος, 30 την ιατρική κατάσταση, 56 την ψυχολογική, 57 τα ψυχολογικά test Rorschach και 55 την ψυχιατρική εξέταση(Glueck και Glueck, ό.π. σελ. 13-16, 19).
[12] Οι Glueck στην έρευνα τους επιβεβαίωσαν ως ένα βαθμό την τυπολογία του Sheldon. Στις πολύχρονες έρευνες τους παρατήρησαν πως η ωρίμανση των ανηλίκων παραβατών ήταν βραδύτερη από τους μη παραβάτες, ενώ οι παραβάτες υπερείχαν σε σωματική διάπλαση και ανταποκρίνονταν κυρίως στον μεσόμορφο τύπο ανθρώπου, όντας πιο μυώδεις, ενεργητικοί και γεροδεμένοι. Η παραμετροποίηση ως μεταβλητής της σωματικής δομής, προκάλεσε τη δριμεία κριτική του Edwin Sutherland (βλ. J. Muncie (2009), Youth & Crime, ό.π. σελ. 89).
[13] D. P. Farrington & D.J. West “The Cambridge Study in Delinquent Development” σε H. J. Kerner & G. Kaiser eds.(1990), Criminality, Personality, Behavior and Life History, Berlin: Springer. σελ. 115-118. Ανάλογη έρευνα πραγματοποιήθηκε και από το πανεπιστήμιο Pittsburgh των Η.Π.Α (Pittsburgh Youth Study), με ερευνώμενο πληθυσμό 1.500 αγόρια, που ερευνήθηκαν από την ηλικία των 8 ετών έως την ηλικία των 30 ετών. Βλ. και D. P. Farrington (2002) “Developmental Criminology and Risk-Focused Prevention”, σε M. Maguire, R. Morgan, &, R. Reiner, eds. (2002), The Oxford Handbook of Criminology, 3th ed. Oxford etc.: Oxford University Press, σελ. 657-696 και D. P. Farrington (2007) “Childhood risk factors and risk-focused prevention”, σε M. Maguire, R. Morgan, &, R. Reiner eds. (2007), The Oxford Handbook of Criminology, 4th ed., New York, Oxford University Press, 2007, σελ. 602-640.
[14] Η επιλογή ωστόσο των Gottfredson και Hirschi, να βασίσουν τη θεωρία τους, μεταξύ άλλων και στο έργο των Glueck, υπέστη αργότερα κριτική. Νεότεροι θεωρητικοί διατείνονται ότι οι Gottfredson και Hirschi, βασισμένοι στις πατερναλιστικές αντιλήψεις των Glueck, της δεκαετίας του 1950, μετακυλύουν το βάρος της ευθύνης για την παραβατικότητα των παιδιών στη μητέρα, και δεν αποδίδουν ευθύνες στον πατέρα που εγκαταλείπει την οικογένεια ή που δεν καθοδηγεί επαρκώς τα παιδιά του (L. I. Moyer (2001) Criminological Theories. Traditional and nontraditional voices and themes, Sage Publications, London – New Delhi, σελ. 155). Εντούτοις, πολλά ερευνητικά εγκληματολογικά δεδομένα και μαρτυρίες αποδυναμώνουν το επιχείρημα αυτό, όπως εκείνα μιας ελληνικής μελέτης, της οποίας οι συγγραφείς συμπεραίνουν ότι δεν υπάρχει αιτιώδης συνάφεια της συμμετοχής των γυναικών στον δευτερογενή και τριτογενή τομέα απασχόλησης και την αύξηση της παραβατικότητας των ανηλίκων, ενώ οι διεθνείς έρευνες πάνω σε αυτό το θέμα δεν έχουν δείξει ότι η μητρική εργασία επηρεάζει τη συμπεριφορά των παιδιών (Κ. Δ. Σπινέλλη/ Ε. Αποσπόρη, Εκλογή, τ. 103, 4/1994, σελ. 270).
[15] A. Logan (2010), όπ.π. σελ. 87.
[16] Βλ. αναλυτικά J.H. Laub and R.J. Sampson (1991) ‘The Sutherland-Glueck Debate: On the Sociology of Criminological Knowledge’, The American Journal of Sociology, 96(6), σελ. 1402–40:1406.
[17]Τον όρο εισήγαγαν οι Feeley και Simon στο ομώνυμο άρθρο τους: M. Feeley and J. Simon (1994), “Actuarial Justice: The emerging New Criminal Law” in Nelken, D. ed. (1994), The Futures of Criminology, London: Sage, pp. 173-201.