Εισαγωγή
Στο άρθρο 38 του προσφάτως ψηφισθέντος και ήδη τεθέντος σε ισχύ[1] ν. 4373/2016[2] ο νομοθέτης κατοχυρώνει το ανεύθυνο και ακαταδίωκτο μιας σειράς διοικητικών οργάνων για γνώμη που διατύπωσαν ή πράξη που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Συγκεκριμένα, στο εν λόγω άρθρο υπό τον τίτλο “Ευθύνη μελών Ελεγκτικού Συμβουλίου – ΕΕΑ – ΕΣΚΑΝ” προβλέπεται μεταξύ άλλων ότι [με υπογράμμιση του γράφοντος]: «Ο Πρόεδρος και τα μέλη της Επιτροπής Επαγγελματικού Αθλητισμού και του Εθνικού Συμβουλίου Καταπολέμησης Ντόπινγκ, καθώς και τα μέλη των Ελεγκτικών Συμβουλίων της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού, δεν ευθύνονται προσωπικά έναντι τρίτων, αστικά ή ποινικά, δεν εξετάζονται και δεν διώκονται για γνώμη, εισήγηση ή πόρισμα ελέγχου που διατύπωσαν ή για πράξη που διενήργησαν, κατά την άσκηση των προβλεπόμενων από την κείμενη νομοθεσία καθηκόντων τους. Τα πρόσωπα αυτά διώκονται κατόπιν εγκλήσεως, μόνον για συκοφαντική δυσφήμηση, εξύβριση ή παραβίαση απορρήτου και υπέχουν ευθύνη έναντι του Ελληνικού Δημοσίου για πράξεις ή παραλείψεις τους που τελέστηκαν από δόλο ή από βαρεία αμέλεια.».
Η παραπάνω διάταξη αποτελεί άλλη μια προσπάθεια του νομοθέτη να διευκολύνει το έργο της δημόσιας διοίκησης[3], απαλλάσσοντας τα όργανά της από τυχόν προστριβές και διενέξεις που ανακύπτουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Πράγματι, εύκολα φαντάζεται κανείς ότι δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις εκείνες όπου υποβάλλονται μηνύσεις ή εγκλήσεις σε βάρος δημοσίων λειτουργών από διοικουμένους, όταν οι τελευταίοι θεωρούν ότι οι αυτοί ασκούν πλημμελώς τα καθήκοντά τους. Δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο μια προσωπική διαμάχη μεταξύ διοικουμένου και υπαλλήλου, επ’ αφορμή μιας διοικητικής διαφοράς του πρώτου, να οδηγήσει στην κίνηση ποινικής διαδικασίας για τη διερεύνηση τυχόν τέλεσης ενός εγκλήματος περί την υπηρεσία (λ.χ. παράβαση καθήκοντος) ή ακόμα και ενός κοινού εγκλήματος (λ.χ εγκλήματα κατά της τιμής). Γι’ αυτόν τον λόγο και «για τη διασφάλιση της απρόσκοπτης άσκησης των καθηκόντων τους»[4] επέλεξε ο νομοθέτης, αφενός μεν να θεσπίσει το ανεύθυνο, ώστε τα πρόσωπα που αναφέροντα στο άρ. 38 του νόμου να μην ευθύνονται για γνώμη, εισήγηση, πόρισμα ελέγχου και πράξη κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, αφετέρου δε το ακαταδίωκτο για τις ίδιες ενέργειες, ώστε να μην είναι δυνατή η άσκηση ποινικής δίωξης κατά των εν λόγω προσώπων. Επιπλέον, με τη θέσπιση του ανελέγκτου οι διωκτικές αρχές κωλύονται ακόμα και να καλέσουν προς εξέταση τους υπό συζήτηση υπαλλήλους. Επιχειρώντας δε ο νομοθέτης να αμβλύνει τυχόν δικαιοπολιτικές αντιρρήσεις, επαναλαμβάνει, κατά πάγια τακτική του[5], ότι οι εν λόγω ασυλίες δεν τυγχάνουν εφαρμογής στα αδικήματα της συκοφαντικής δυσφήμησης, της εξύβρισης και της παραβίασης απορρήτου, εφόσον βέβαια έχει υποβληθεί γι’ αυτά σχετική έγκληση από τον παθόντα[6].
Ήδη με μια πρώτη ανάγνωση, ο ερμηνευτής και ο εφαρμοστής του δικαίου έρχονται αντιμέτωποι με μια σειρά από εύλογα ερωτήματα[7]. Συγκεκριμένα ερωτάται αν το ανεύθυνο και το ακαταδίωκτο περιλαμβάνει και ορισμένες αξιόποινες συμπεριφορές, λ.χ. ορισμένα υπηρεσιακά αδικήματα (παράβαση καθήκοντος, δωροληψία υπαλλήλου, απιστία στην υπηρεσία κτλ.) που διαπράττονται κατά την άσκηση των καθηκόντων των οργάνων αυτών[8]. Τίθεται επίσης το ερώτημα ως προς την νομική φύση αυτών των ευμενών ρυθμίσεων[9]: Πρόκειται άραγε για διατάξεις ουσιαστικού ή δικονομικού ποινικού δικαίου; Ερωτάται περαιτέρω αν η θέσπιση του ανεγκλήτου σημαίνει ότι δεν στοιχειοθετείται έστω και κατ’ αρχήν άδικη πράξη[10], ότι το ανεύθυνο επεκτείνεται και στους τυχόν συμμετόχους και ότι δεν επιτρέπονται ανακριτικές πράξεις εις βάρος των συγκεκριμένων προστατευόμενων προσώπων. Πέραν αυτών και πολλών άλλων ζητημάτων, θεμελιώδες είναι φυσικά το ερώτημα, αν είναι τελικώς συνταγματικά ανεκτή σε ένα κράτος δικαίου μια τέτοιου είδους προνομιακή μεταχείριση επιλεγμένων διοικητικών οργάνων∙ με άλλα λόγια, αν η Πολιτεία δικαιούται να απεμπολεί την ποινική της αξίωση σε βάρος υπαλλήλων της διοίκησης, χάριν της ακώλυτης εκτέλεσης συγκεκριμένων διοικητικών καθηκόντων και της αποτελεσματικής διεκπεραίωσης του έργου της διοίκησης.
Ι. Η θέσπιση του ποινικώς ανευθύνου κατά την άσκηση διοικητικών καθηκόντων
Εν συνέχεια, παρατίθεται ικανός αριθμός διατάξεων με βάση τις οποίες αποδεικνύεται ότι η ρύθμιση του άρ. 38 του ν. 4373/2016 δεν αποτελεί εξαίρεση, αλλά επαναλαμβανόμενη επιλογή του νομοθέτη.
Α. Ανεύθυνο κατά την άσκηση των καθηκόντων
Ταυτόσημες διατάξεις με τη νεοπαγή ρύθμιση του ν. 4373/2016, προβλέπονται στις εξής περιπτώσεις:
- Συνήγορος του Πολίτη και Βοηθοί του: Άρ. 1 παρ. 2 εδ. γ’ και δ’ του ν. 3094/2003[11].
- Πρόεδρος και μέλη των γνωμοδοτικών οργάνων των: Τοπικών Συμβουλίων Μνημείων (Τ.Σ.Μ.), Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (Κ.Α.Σ.), Κεντρικού Συμβουλίου Νεοτέρων Μνημείων (Κ.Σ.Ν.Μ.) και Συμβουλίου Μουσείων του ν. 3028/2002: Άρ. 10 παρ. 6 του ν. 3207/2003.
- Συνήγορος του Καταναλωτή: Άρ. 1 παρ. 3 του ν. 3297/2004[12].
- Μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους: Άρ. 37 παρ. 5 του ν. 3086/2002, όπως προστέθηκε με το άρθρο 56 του ν. 4170/2013.
Τα ρυθμιζόμενα στον ν. 3094/2003 για τον Συνήγορο του Πολίτη επεκτάθηκαν και στα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Ν.Σ.Κ.)[13]. Αξίζει να αναφερθεί ότι η συγκεκριμένη ρύθμιση που θεσπίζει το ανεύθυνο και ακαταδίωκτο των μελών του Ν.Σ.Κ. απασχόλησε το Συμβούλιο του Αρείου Πάγου, στο υπ’ αριθμ. 1221/2014[14] βούλευμά του. Με αφορμή υπόθεση για την οποία μέλη του Ν.Σ.Κ παραπέμφθηκαν στο ακροατήριο με την κατηγορία τέλεσης υπαλληλικών αδικημάτων (απιστία στην υπηρεσία κατ’ εξακολούθηση, ψευδή βεβαίωση με σκοπό τον προσπορισμό σε άλλον αθέμιτου οφέλους σε βάρος του Δημοσίου), ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι το ακαταδίωκτο των μελών του Ν.Σ.Κ. το οποίο «(…) θεμελιώνεται (…) στη θέληση του νομοθέτη να απολαμβάνουν αυτά λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας»[15] ισχύει μόνο όταν η γνώμη που διατυπώνουν ή η πράξη που διενεργούν «(…) είναι σύμφωνες με την πραγματική κρίση και αληθή πεποίθησή τους, έστω και αν αυτές είναι εσφαλμένες και όχι, όταν αυτές (γνώμη ή πράξη) είναι προϊόν δόλιας αυτών προαιρέσεως, αφού η εν λόγω διάταξη δεν είναι δυνατό να ερμηνευθεί ως θεσπίζουσα ατιμωρησία δόλιων πράξεων και παραλείψεων της συγκεκριμένης κατηγορίας λειτουργών του Δημοσίου και μάλιστα επί εγκλημάτων σχετικών με την υπηρεσία του Π.Κ.». Ο Άρειος Πάγος, δηλαδή, θεώρησε ότι για να είναι συνταγματικά ανεκτή η διάταξη του άρ. 56 του ν. 4170/2013, θα πρέπει ο νομοθέτης να θεσπίζει το ακαταδίωκτο για ενέργειες κατά την άσκηση των καθηκόντων, μόνο όταν αυτές είναι σύμφωνες με την πραγματική κρίση και αληθή πεποίθηση των μελών του Ν.Σ.Κ., ασχέτως αν είναι ορθές ή εσφαλμένες, εξαιρουμένων όμως των «δόλιων» πράξεων. Με αυτήν την ερμηνεία που έχει ήδη προκαλέσει αντιδράσεις στη θεωρία[16], αποκλείονται κατά τον Άρειο Πάγο οι δόλιες ενέργειες από το προστατευτικό πεδίο του άρ. 56, γιατί κάτι τέτοιο θα καταστρατηγούσε την κατά το άρθρο 4 του Συντάγματος ισότητα ενώπιον του νόμου[17].
Β. Προνομίες των οργάνων του Δημοσίου εκτός από τις περιπτώσεις των «δόλιων» συμπεριφορών
- Γενικός Επιθεωρητής και Επιθεωρητές-Ελεγκτές του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών (νυν Υπουργείου Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων): Άρ. 19 παρ. 10 του ν. 2671/1998, όπως προστέθηκε με το άρ. 10 παρ. 15 του ν. 2898/2001[18].
Παρόμοιες ρυθμίσεις ισχύουν για τις ακόλουθες κατηγορίες υπαλλήλων: - Επιθεωρητές Δημοσίων Έργων του άρθρου 22 του ν. 1418/1984 και Επιθεωρητές Περιβάλλοντος του άρθρου 9 του ν. 2947/2001: Άρ. 14 παρ. 2 εδ. α’ και β’ του ν. 3044/2002,
- Ειδικός Γραμματέας, οικονομικοί επιθεωρητές και προσωπικό της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων του Σ.Δ.Ο.Ε.: Άρ. 30 παρ. 21 του ν. 3296/2004,
- Οικονομικοί Επιθεωρητές της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων του Υπουργείου Οικονομικών: Άρ. 6 παρ. 7 της υπ’ αριθμ. Δ.Π.Ε. 1016047 ΕΞ 2012 Υπουργικής Απόφασης των Υπουργού Οικονομικών και Υφυπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης (Φ.Ε.Κ. Β’ 659/7.3.2012) [19],
- Μέλη της Επιτροπής Δικηγόρων του άρ. 34 του ν. 3691/2008, τα οποία λαμβάνουν τις αναφορές των δικηγόρων για ύποπτες ή ασυνήθεις δραστηριότητες και συναλλαγές, τις οποίες ακολούθως διαβιβάζουν στην Επιτροπή του άρ. 7 του ίδιου νόμου[20]: Άρ. 6 της υπ’ αριθμ. 67473 Υπουργικής Απόφασης του Υπουργού Δικαιοσύνης (Φ.Ε.Κ. Β’ 807/30.04.2009)[21].
Αυτή τη φορά ο νομοθέτης για να εξαιρέσει από το ανεύθυνο αξιόποινες δραστηριότητες, αντί του δόλου επέλεξε το φρονηματικό στοιχείο της κακοβουλίας[22]. - Δασικοί υπάλληλοι: Άρ. 38 παρ. 8 εδ. β’ του ν. 1845/1989 , όπως ισχύει μετά την προσθήκη του άρ. 51 παρ. 2 του ν. 4280/2014[23],
- Γενικός Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων: Άρ. 61 παρ. 2 περ. ε’ ν. 4342/2015, όπως τροποποιήθηκε με το άρ. 2 του ν. 4346/2015.
Η ίδια πρόβλεψη πάντως, θα ισχύει μόλις συσταθεί η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), η οποία θεσπίστηκε με τον πρόσφατο ν. 4389/2016[24]. - Μέλη και προσωπικό της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομίων (Ε.Ε.Τ.Τ.)[25]: Άρ. 6 παρ. 10 του ν. 4070/2012, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 17 του ν. 4339/2015.
Η θέσπιση του ακαταδίωκτου εν προκειμένω έχει στόχο, κατά τον νομοθέτη, να διασφαλίσει την ανεξαρτησία της αρχής[26], εξισορροπώντας ανάμεσα στην ελεύθερη δράση των μελών της και στον κίνδυνο τέλεσης πράξεων με δόλο, παραβίασης απορρήτου ή εχεμύθειας[27]. - Ειδικός Γραμματέας, Επιθεωρητές Ελεγκτές και Βοηθοί Επιθεωρητές Ελεγκτές Δημόσιας Διοίκησης: Άρ. 3 παρ. 9 εδ. α’ και β’ του ν. 3074/2002, όπως προστέθηκαν με το άρ. 18 παρ. 1 του ν. 3260/2004.Σε σχέση με τα αναφερόμενα αυτά πρόσωπα, ο νομοθέτης προέβλεψε το ανέλεγκτο και ακαταδίωκτο για γνώμη που διατύπωσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους[28].Η τελευταία ρύθμιση επεκτάθηκε αναλογικά, από την έναρξη ισχύος του ν. 3074/2002[29], και στους Ειδικούς Επιθεωρητές που υπηρετούν με απόσπαση ή με διετή θητεία στο Γραφείο του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης, με βάση το άρ. 14 παρ. 6 του ν. 3345/2005, με σκοπό την «απρόσκοπτη διεξαγωγή των επιθεωρήσεων και των ελέγχων»[30].
- Ειδικός Γραμματέας, Ειδικοί Επιθεωρητές και λοιποί επιθεωρητές του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.ΕΠ.Ε.): Άρ. 68 παρ. 2 του ν. 3518/2006.Η ρύθμιση του άρ. 18 παρ. 1 του ν. 3260/2004[31] επεκτάθηκε και στους εν λόγω υπαλλήλους του Σ.ΕΠ.Ε.
- Μέλη των μικτών κλιμακίων για την καταπολέμηση της εισφοροδιαφυγής, που συγκροτούνται από τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Επιθεώρησης της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης: Άρ. 33 παρ. 9 του ν. 3863/2010[32],
- Γενικός Επιθεωρητής, ελεγκτές της Υπηρεσίας Ελέγχου Δαπανών Υγείας Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης (ΥΠ.Ε.Δ.Υ.Φ.Κ.Α.) και υπάλληλοι ασφαλιστικών οργανισμών που συμμετέχουν στα μικτά κλιμάκια ελέγχου: άρ. 32 παρ. 5 του ν. 3846/2010[33]
- Υπάλληλοι του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Ασφάλισης που είναι αρμόδιοι για την εφαρμογή των άρθρων 39 και 40 του ν. 3918/2011 και μέλη της Επιτροπής Τιμών του ίδιου νόμου: Άρ. 36 παρ. 4 του ν. 4025/2011[34].
Γ. Λοιπές προβληματικές ρυθμίσεις
1) Μέλη Δ.Σ. του Τ.Α.Ι.Π.Ε.Δ. σε σχέση με συμβάσεις που συνάπτουν: Άρ. 9 παρ. 4 εδ. γ’ του ν. 3986/2011, όπως ισχύει μετά την προσθήκη του άρ. 7 παρ. 6 περ. β’ του ν. 4038/2012.
Ο νομοθέτης ορίζει εν προκειμένω, ως προς τυχόν ποινική ευθύνη των μελών του Δ.Σ. του Τ.Α.Ι.Π.Ε.Δ., ότι εφόσον το Δ.Σ. συνομολογεί συμβάσεις σύμφωνα με τον προσυμβατικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου[35] και τη γνωμοδότηση του Συμβουλίου Εμπειρογνωμόνων[36], τότε οι συμβάσεις αυτές θεωρούνται επωφελείς και συμφέρουσες για το Ταμείο και το Ελληνικό Δημόσιο. Εφόσον λοιπόν οι συμβάσεις έχουν συναφθεί υπό τις κατευθύνσεις που δίνει ο προσυμβατικός έλεγχος του Ελεγκτικού Συνεδρίου[37] και σύμφωνα με τη γνωμοδότηση του Συμβουλίου Εμπειρογνωμόνων, θεωρούνται ex lege επωφελείς. Οι σχετικές κρίσεις του Συμβουλίου Εμπειρογνωμόνων βέβαια, ακριβώς επειδή στηρίζονται σε οικονομικά και χρηματοοικονομικά στοιχεία που προϋποθέτουν εξειδικευμένες γνώσεις δεν υπόκεινται στον προληπτικό έλεγχο νομιμότητας του Ελεγκτικού Συνεδρίου[38]. Εντούτοις, ο έλεγχος νομιμότητας του Ελεγκτικού Συνεδρίου και η γνωμοδότηση του Συμβουλίου Εμπειρογνωμόνων δημιουργεί κατά το νομοθέτη αμάχητο τεκμήριο ότι οι συμβάσεις είναι επωφελείς και συμφέρουσες για το Ελληνικό Δημόσιο σε σχέση με τυχόν ποινική ευθύνη των μελών του Δ.Σ. του Τ.Α.Ι.Π.Ε.Δ.[39], με αποτέλεσμα να αποκλείεται η πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης και ως εκ τούτου η στοιχειοθέτηση οποιουδήποτε αδικήματος σχετίζεται με επιβλαβείς συμβάσεις (π.χ. 256 Π.Κ., 259 Π.Κ. κ.ά.).
2) Το ανεύθυνο του δημάρχου κατά την εκτέλεση αποφάσεων του δημοτικού συμβουλίου: Άρ. 58 παρ. 4 του ν. 3852/2010.
Η επίμαχη διάταξη ορίζει ότι δεν ευθύνονται ποινικά οι δήμαρχοι κατά την εκτέλεση αποφάσεων του δημοτικού συμβουλίου, της οικονομικής και της επιτροπής ποιότητας ζωής, με την προϋπόθεση ότι αυτές δεν έχουν ακυρωθεί, ανακληθεί ή ανασταλεί[40].
Αν και prima facie φαίνεται συνεπές ο δήμαρχος να μην μπορεί να ελεγχθεί για την εκτέλεση απόφασης ως προς την οποία συντρέχει το τεκμήριο νομιμότητας[41], ενόψει ιδίως της διασφάλισης της ενότητας της έννομης τάξης[42], δεν πρέπει εν τούτοις να λησμονείται η αυτοτέλεια της ποινικής από τη διοικητική διαδικασία. Προβλήματα μπορεί να δημιουργήσει για παράδειγμα, η περίπτωση που ο δήμαρχος εκτελεί απόφαση με την οποία το δημοτικό συμβούλιο εγκρίνει δημοτικό έργο, ως προς την ανάθεση του οποίου αποκαλύπτεται εν συνεχεία ότι ο ίδιος και άλλα μέλη του συμβουλίου έχουν τελέσει το αδίκημα της δωροληψίας. Η αποκάλυψη αυτή δε, γίνεται σε χρόνο που το έργο έχει περατωθεί, ώστε η απόφαση του δημοτικού συμβουλίου να μην μπορεί να ακυρωθεί, ανακληθεί ή ανασταλεί, καθώς ο σκοπός της έχει εκπληρωθεί.
3) Το ανεύθυνο του Προϊσταμένου και του προσωπικού του Γραφείου Εσωτερικών Υποθέσεων του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας (Υ.Ε.Ν.)[43]: Άρ. 50 παρ. 14 του ν. 2935/2001, όπως ισχύει με την προσθήκη του άρ. 3 παρ. 4 του ν. 3569/2007.
Η θέσπιση του ανευθύνου του Προϊσταμένου και του προσωπικού του Γραφείου Εσωτερικών Υποθέσεων του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας (Υ.Ε.Ν.)[44] αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της πληθωριστικής τάσης του νομοθέτη να επινοεί τρόπους απαλλαγής των υπαλλήλων για ενέργειές τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, και αποκαλύπτει τη δυσπιστία του, ότι η εφαρμογή του άρ. 20 Π.Κ. ή του άρ. 367 Π.Κ. ή του άρ. 371 παρ. 4 Π.Κ.[45] θα αρκούσε για να επιλύσει τυχόν αναφυόμενα προβλήματα στο υπό συζήτηση πεδίο.
Πράγματι, στην περίπτωση του Γραφείου Εσωτερικών Υποθέσεων του Υ.Ε.Ν. εντύπωση προκαλεί η επιλογή του νομοθέτη να επαναλάβει με άλλη διατύπωση τους ήδη καταστρωμένους στον Π.Κ. λόγους άρσης του αδίκου, αντί λ.χ. να προβλέψει κάποια απόκλιση από αυτούς. Άλλωστε, σε σχέση με τις δυσμενείς εκφράσεις των μελών του Γραφείου Εσωτερικών Υποθέσεων, πολύ πριν τη θέσπιση του προαναφερθέντος άρ. 50 παρ. 14 του ν. 2935/2001, στο άρ. 367 παρ. 1 περ. α’ και β’ Π.Κ. προβλέπονται ήδη και τυγχάνουν εφαρμογής οι σχετικοί ειδικοί λόγοι άρσης του αδίκου πράξεων που στρέφονται κατά της τιμής προσώπων[46].
ΙΙ. Η θέσπιση απόλυτα ανεύθυνου
Εντούτοις, ο νομοθέτης πέραν των ανωτέρω περιπτώσεων κατοχύρωσης ανευθύνου που αναφέρθηκαν, με μια σειρά από ρυθμίσεις θεσπίζει το απόλυτα ανεύθυνο των διοικητικών υπαλλήλων κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, για την ανεμπόδιστη εκτέλεση διοικητικού έργου. Την ανεπιφύλακτη αυτή ασυλία, που δεν προβλέπεται ούτε στην περίπτωση των εκπροσώπων του λαού, δηλαδή των βουλευτών[47], συναντάμε στη σχετικώς πρόσφατη νομοθετική παραγωγή στις παρακάτω περιπτώσεις.
1) Πρόγραμμα ανταλλαγής τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου: Άρ. 3 του ν. 4046/2012, όπως ισχύει μετά την αναρίθμησή του με το άρ. 21 παρ. 10 του ν. 4056/2012.
Με το άρθρο 3 του ν. 4046/2012 ο νομοθέτης θέσπισε άνευ εξαιρέσεων το ποινικώς ανεύθυνο για ορισμένες κατηγορίες υπαλλήλων κατά την έννοια των άρ. 13 περ. α’ και 263Α Π.Κ. Η ρύθμιση αυτή αφορά τις εξής κατηγορίες προσώπων:
α) Μέλη του Συμβουλίου Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης (Φ.Κ.Α.): Άρ. 45 παρ. 2 εδ. δ’ του ν. 3863/2010, όπως προστέθηκε με το άρ. 3 παρ. 7 (πλέον 8) του ν. 4046/2012.
β) Στελέχη της Τράπεζας της Ελλάδος: Άρ. 15 παρ. 11 υποπαρ. γ’ εδ. ζ’ του ν. 2469/1997[48], όπως προστέθηκε με το άρθρο 3 παρ. 8 (πλέον 9) του ν. 4046/2012.
γ) Μέλη Δ.Σ. ή συλλογικού οργάνου διοίκησης ημεδαπών εταιριών και λοιπών Ν.Π.Ι.Δ., καθώς και ημεδαπών Ν.Π.Δ.Δ.: Άρ. 3 παρ. 9 (πλέον 10) του ν. 4046/2012.
Με πανομοιότυπη και εδώ διάταξη δεν υπέχουν ποινική ευθύνη μια σειρά από κατηγορίες υπαλλήλων κατά τις διατάξεις του Π.Κ., μεταξύ άλλων διοικητές τραπεζικών ιδρυμάτων, Δ.Ε.Κ.Ο. κ.ά., σχετικά με την απόφαση συμμετοχής του νομικού προσώπου που εκπροσωπούν σε πρόγραμμα ανταλλαγής τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου ή άλλης χρηματοδοτικής διευκόλυνσης, κατ’ εφαρμογή προγράμματος για την αναδιάταξη του ελληνικού χρέους[49].
Τελικώς, με νεότερη νομοθετική ρύθμιση το παραπάνω καθεστώς ποινικώς ανευθύνου όχι μόνο δεν καταργήθηκε, αλλά επεκτάθηκε σε κάθε περίπτωση συμμετοχής σε πρόγραμμα ανταλλαγής τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου σύμφωνα με την από 3.12.2012 Πρόσκληση της Ελληνικής Δημοκρατίας (άρ. 47 του ν. 4111/2013)[50].
2) Μέλη Δ.Σ. ή άλλου συλλογικού οργάνου διοίκησης της «Γ.Μ.Μ.Α.Ε. ΛΑΡΚΟ»[51]: Άρ. 9 παρ. 2 περ. β’ του ν. 4224/2013.
Το ποινικώς ανεύθυνο για ενέργειες κατά την άσκηση των καθηκόντων των μελών του Δ.Σ. ή άλλου συλλογικού οργάνου της διοίκησης της «Γ.Μ.Μ.Α.Ε. ΛΑΡΚΟ» καλύπτει τη διαδικασία αποκρατικοποίησης της εν λόγω Α.Ε. ή κάθε άλλης αξιοποίησης επιμέρους περιουσιακών στοιχείων της, καθώς και τυχόν χρέη της εταιρίας προς το δημόσιο.
Στις παραπάνω περιπτώσεις τίθεται επομένως εντονότερα η προβληματική της παραίτησης της πολιτείας από τη δίωξη του εγκλήματος, καθώς ο νομοθέτης θεσπίζει απόλυτα ανεύθυνο των υπαλλήλων για τις πράξεις ή παραλείψεις κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, με σκοπό την ανεμπόδιστη επίτευξη συγκεκριμένων στόχων του δημοσίου που σχετίζονται με την άσκηση δημοσιονομικής πολιτικής. Με τον τρόπο αυτό όμως, πέραν των εκάστοτε ατομικών εννόμων αγαθών που δεν τυγχάνουν προστασίας, πράγμα που καθιστά ήδη τις διατάξεις συνταγματικά προβληματικές, δεν υπάρχει καμιά πρόβλεψη και για τη διασφάλιση της προστασίας υπερατομικών εννόμων αγαθών[52], τα οποία δεν ανήκουν στο δημόσιο, αλλά στο κοινωνικό σύνολο[53]∙ τυχόν δε ταύτιση του δημοσίου με το κοινωνικό σύνολο δεν είναι ορθή. Η ανωτέρω επιλογή του νομοθέτη, που αποτελεί υποχώρηση της πολιτείας από την υποχρέωσή της για δίωξη και καταστολή του εγκλήματος, καθιστά τις παραπάνω ρυθμίσεις συζητήσιμες από πλευράς συνταγματικότητας και δεκτικές ισχυρότατης κριτικής, τόσο από δικαιοπολιτική σκοπιά όσο και από πλευράς αντεγκληματικής πολιτικής.
ΙΙΙ. Σύντομη παρέκβαση: η επέμβαση της νομοθετικής εξουσίας στο έργο απονομής της ποινικής δικαιοσύνης
Με τον ίδιο σκοπό, δηλαδή την απρόσκοπτη ολοκλήρωση του διοικητικού έργου των υπαλλήλων του δημοσίου, αλλά σε μια εντελώς διαφορετική κατεύθυνση, ο νομοθέτης παρεμβαίνει σε ορισμένες περιπτώσεις σε ήδη εκκρεμείς ποινικές διαδικασίες, θέτοντας με τον τρόπο αυτό ζητήματα προσβολής της διάκρισης των εξουσιών και της απονομής δικαιοσύνης από δικαστικά όργανα. Πρόκειται για τις εξής περιπτώσεις:
- Αναστολής της ποινικής δίωξης σε βάρος προσώπων που έχει ανατεθεί η νόμιμη εκπροσώπηση των εταιριών που περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων των μεσοπρόθεσμων πλαισίων δημοσιονομικής πολιτικής 2011-2015 και 2013-2016 για οφειλές προς το Δημόσιο, Ν.Π.Δ.Δ., ασφαλιστικούς οργανισμούς και Ο.Τ.Α.: Άρ. 31 παρ. 4 περ. α’ του ν. 4141/2013.
- Αναστολής επί διετία της άσκησης ποινικής δίωξης σε βάρος μελών και γραμματέα της Επιτροπής Έγκρισης Τραπεζικών Συναλλαγών, που συστάθηκε με την από 28.6.2015 Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου[54], καθώς και μελών της Ομάδας Υποστήριξης του έργου της Επιτροπής Έγκρισης Τραπεζικών Συναλλαγών που συστάθηκε με την από 14.7.2015 Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου[55]: Άρ. 1 παρ. 15 της από 18.7.2015 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, η οποία κυρώθηκε με το άρ. 4 του ν. 4350/2015.
- Οριστικής παύσης της ποινικής δίωξης για πράξεις ή παραλείψεις διάθεσης εισφορών του Ο.Α.Ε.Ε.: Άρ. 20 παρ. 6 περ. β’ του ν. 4255/2014.
Ο νομοθέτης παύει οριστικά την ποινική δίωξη οργάνων για πράξεις πράξεων ή παραλείψεις που αφορούν αποφάσεις του Δ.Σ. του Ο.Α.Ε.Ε.[56], με τις οποίες μπορεί «(…) να διατίθεται μέρος των ανωτέρω εισφορών για την εξυπηρέτηση των σκοπών του Ο.Α.Ε.Ε., εφόσον οι διαθέσιμοι πόροι του Λογαριασμού επαρκούν για την εξυπηρέτηση των υποχρεώσεών του.»[57]. Στην περίπτωση αυτή τίθεται εντονότερα από κάθε άλλη ρύθμιση η προβληματική της κρυπτοαμνηστίας[58], της κεκαλυμμένης δηλαδή αμνηστίας μέσω της οριστικής παύσης ποινικής δίωξης, με σκοπό να ξεπεραστεί το συνταγματικό εμπόδιο της απαγορευμένης αμνηστίας για κοινά εγκλήματα (άρ. 47 παρ. 4 του Συντάγματος)[59].
Επίλογος
Από την ανωτέρω παράθεση νομοθετικών διατάξεων, οι οποίες επιφυλάσσουν μια σειρά από προνομίες σε σχέση με την ποινική αξιολόγηση προσώπων που υπάγονται στην έννοια του υπαλλήλου κατά τις οικείες ρυθμίσεις του Π.Κ., μπορεί να διαπιστωθεί εν πρώτοις, η έλλειψη ενός συνεκτικού σχεδιασμού του νομοθέτη να αντιμετωπίσει συνολικά και όχι περιπτωσιολογικά το πρόβλημα της ποινικής τους ευθύνης, διαφοροποιούμενος εν πολλοίς από τους ορισμούς του άρθρου 20 Π.Κ. Την έλλειψη αυτή μπορεί να διαπιστώσει κάποιος ανατρέχοντας σε μια σειρά από διάσπαρτες ρυθμίσεις, συχνά σε εντελώς άσχετους νόμους, ακόμη δε και σε διατάξεις υπουργικών αποφάσεων. Το φαινόμενο προνομιακής ποινικής μεταχείρισης των δημοσίων υπαλλήλων είναι εύκολα διαπιστώσιμο στην έννομη τάξη μας, άλλοτε ανεπιφύλακτα και χωρίς περιορισμούς στις ομολογουμένως πιο ακραίες περιπτώσεις και άλλοτε με εξαιρέσεις ως προς ορισμένα αδικήματα (όπως είναι τα εγκλήματα κατά της τιμής, της παραβίασης απορρήτου και της εχεμύθειας) ή ως προς την συνδρομή υποκειμενικών (δόλος), ή φρονηματικών στοιχείων (κακοβουλία).
Στην ασύντακτη αυτή προσπάθεια του νομοθέτη πρέπει να αναδειχθούν διάφορες ανακολουθίες. Επί παραδείγματι, ενώ το ανεύθυνο και το ακαταδίωκτο του Συνηγόρου του Πολίτη και των Βοηθών του, καθώς και των μελών του Ν.Σ.Κ., θεμελιώνεται στην ανάγκη κατοχύρωσης της προσωπικής και λειτουργικής τους ανεξαρτησίας, δεν ισχύει το ίδιο για το Εθνικό Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο (Ε.Σ.Ρ.), όπου προβλέπεται, χωρίς άλλες διατυπώσεις ή εξαιρέσεις, η ποινική ευθύνη των μελών του για πράξεις ή παραλείψεις κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις του Π.Κ. και των ειδικών ποινικών νόμων[60].
Η συστηματική αυτή επιλογή του νομοθέτη δημιουργεί μια σειρά από ζητήματα συνταγματικής τάξης, αλλά και θέματα παραβίασης κανόνων διεθνούς και ενωσιακού δικαίου, δηλαδή διατάξεων υπερνομοθετικής ισχύος. Τα προβλήματα που τίθενται αφορούν την προσβολή του δικαιώματος δικαστικής προστασίας των πολιτών (άρ. 20 παρ. 1 του Συντάγματος), τη διάκριση των εξουσιών (άρ. 26 του Συντάγματος) ιδίως στις περιπτώσεις οριστικής παύσης της ποινικής δίωξης και της χορηγήσεως κρυπτοαμνηστίας (άρ. 47 παρ. 4 του Συντάγματος) και τη στέρηση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο κατά παράβαση της Ε.Σ.Δ.Α. (άρ. 6 παρ. 1), του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρ. 47) και του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (άρ. 14 παρ. 1).
Ήδη η νομολογία με το υπ’ αριθμ. 1221/2014[61] βούλευμα του Αρείου Πάγου ανέδειξε και τον κίνδυνο καταστρατήγησης της αρχής της ισότητας του άρ. 4 του Συντάγματος, με την προνομιακή μεταχείριση μιας κατηγορίας πολιτών για τις ίδιες αξιόποινες πράξεις έναντι άλλων. Το έργο μάλιστα του δικαστή γίνεται ακόμα δυσκολότερο όταν πρέπει να κρίνει αν θα εφαρμοστούν αναδρομικά οι ευνοϊκές διατάξεις που εισάγονται (άρ. 2 Π.Κ.)[62].
Με πολλές από τις προαναφερθείσες διατάξεις ο νομοθέτης προσπαθεί βέβαια να αντιμετωπίσει ορισμένα προβλήματα στη λειτουργία του δημόσιου τομέα, που μάλλον εντάθηκαν κατά την τρέχουσα περίοδο οικονομικής και κοινωνικής κρίσης. Ωστόσο η επίλυση των προβλημάτων και οι αντιφάσεις στη λειτουργία του δημοσίου δεν δικαιολογεί την κάμψη της ποινικής αξίωσης της πολιτείας σε εγκληματικές συμπεριφορές. Δεν έχει αποδειχθεί άλλωστε ότι οι γνωστοί λόγοι άρσης του άδικου των άρ. 20, 367 ή 371 παρ. 4 Π.Κ. προκαλούν βραδύτητα ή δυσλειτουργίες κατά την εκτέλεση των καθηκόντων των διοικητικών οργάνων, ώστε ο νομοθέτης προκλητικά να τους αγνοεί και να θεσπίζει ευρείες ασυλίες.
Ολοκληρώνοντας, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η απρόσκοπτη λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών δεν αποτελεί βεβαίως αμελητέο σκοπό. Αντιθέτως, συνιστά διαχρονικό ζητούμενο σε μια έννομη τάξη όπου η άσκηση δημόσιας εξουσίας οφείλει να υπηρετεί τον διοικούμενο κατά τις αρχές της χρηστής διοίκησης[63]. Ωστόσο η επιδίωξη του νομοθέτη να διευκολύνει το έργο των δημοσίων υπηρεσιών δεν πρέπει να καταλήγει να αφήνει απροστάτευτα τα έννομα αγαθά των πολιτών ή και ευθέως να παραβιάζει κατοχυρωμένα ατομικά τους δικαιώματα. Σε ένα κράτος δικαίου πρέπει ασφαλώς να διαφυλάσσεται η καθαρότητα στη λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών, αλλά μια υπηρεσία στην οποία καθιερώνεται νομοθετικά ένα ανέλεγκτο καθεστώς των συμπεριφορών των υπαλλήλων της δεν λειτουργεί κατά τεκμήριο ακέραια ή καθαρά. Ενδεχομένως δε δεν λειτουργεί και απρόσκοπτα.
[1] Από την 1.4.2016, σύμφωνα με το άρθρο 70 του ίδιου νόμου.
[2] “Αναγκαίες ρυθμίσεις για την εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας με το νέο Κώδικα Αντιντόπινγκ του Παγκόσμιου Οργανισμού Αντιντόπινγκ και άλλες διατάξεις.”, Φ.Ε.Κ. Α’ 49/1.4.2016.
[3] Η Επιτροπή Επαγγελματικού Αθλητισμού αποτελεί ανεξάρτητη αρχή που εποπτεύεται από τον Υπουργό Πολιτισμού, έχοντας μια σειρά από αρμοδιότητες διοικητικής φύσης, που άπτονται μεταξύ άλλων του ελέγχου της εφαρμογής της αθλητικής νομοθεσίας και της επιβολής διοικητικών κυρώσεων σε αθλητικούς φορείς και παράγοντες (βλ. ιδίως άρ. 77-77Α του ν. 2725/1999, όπως ισχύουν). Το Ε.Σ.ΚΑ.Ν. (“Εθνικό Συμβούλιο Καταπολέμησης Ντόπινγκ”) αποτελεί συλλογικό διοικητικό όργανο που υπάγεται ιεραρχικά στη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού με σκοπό την καταπολέμηση του ντόπινγκ σε εθνικό επίπεδο (βλ. άρ. 11 παρ. 2 του ν. 4049/2012 και 128ΣΤ του ν. 2725/1999, όπως ισχύουν). Για το Ελεγκτικό Συμβούλιο της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού και τις αρμοδιότητές του, βλ. άρ. 52 του ν. 2725/1999, όπως ισχύει.
[4] Έτσι η Αιτιολογική Έκθεση στο Σχέδιο Νόμου που ψηφίστηκε ως ν. 4373/2016, σελ. 5, σε: http://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/2f026f42-950c-4efc-b950-340c4fb76a24/a-wada-eis-sunoliko.pdf. Σημειωτέο δε, ότι παρότι στην εν λόγω έκθεση κατονομάζονται και τα μέλη της “Διαρκούς Επιτροπής για την αντιμετώπιση της Βίας”, δεν περιλήφθησαν τελικώς στον σχετικό κατάλογο των διοικητικών οργάνων του άρ. 38 ούτε στο Σχέδιο Νόμου, αλλά ούτε και στο ψηφισθέν νομοσχέδιο.
[5] Επ’ αυτού, βλ. αναλυτικώς κατωτέρω.
[6] Η προϋπόθεση υποβολής έγκλησης για την άσκηση της ποινικής δίωξης τίθεται ασφαλώς ως εκ περισσού για την εξύβριση ή την συκοφαντική δυσφήμηση, δεν ισχύει όμως το ίδιο π.χ. για την αυτεπαγγέλτως διωκόμενη παραβίαση του απορρήτου της τηλεφωνικής επικοινωνίας και της προφορικής συνομιλίας (370Α Π.Κ.). Στην τελευταία περίπτωση, σύμφωνα με το άρ. 38 του ν. 4373/2016, κατ’ εξαίρεση προφανώς από τη ρύθμιση του Π.Κ., απαιτείται η υποβολή έγκλησης, για να διερευνηθεί η δυνατότητα άσκησης ποινικής δίωξης σε βάρος των προσώπων που προβλέπει η ειδική αυτή ρύθμιση.
[7] Η απάντηση των οποίων ξεπερνά τους σκοπούς της παρούσας επισκόπησης,
[8] Η Αιτιολογική Έκθεση, βλ. ό.π., δεν είναι διαφωτιστική, καθώς αρκείται σε μια απλή επανάληψη της διάταξης: «(…) δεν ευθύνονται προσωπικά, αστικά ή ποινικά, δεν εξετάζονται και δεν διώκονται για γνώμη, εισήγηση ή πόρισμα ελέγχου που διατύπωσαν ή πράξη που διενέργησαν, κατά την άσκηση των προβλεπομένων από την κείμενη νομοθεσία καθηκόντων τους.».
[9] Π.χ. αποτελεί λόγω άρσης του άδικου χαρακτήρα της πράξης, δικονομικό εμπόδιο για την άσκηση της ποινικής δίωξης, προσωπικό λόγο απαλλαγής από την ποινή ή κάτι άλλο;
[10] Είναι προφανές ότι αν θεωρήσουμε την υπό κρίση συμπεριφορά του υπαλλήλου ούτε κατ’ αρχήν άδικη, τότε αυτή δεν θα μπορεί να θεωρηθεί άδικη επίθεση, ώστε να επιτρέπεται σε βάρος της λ.χ. άμυνα.
[11] To ανεύθυνο αλλά και το ακαταδίωκτο εν προκειμένω, διέπει τη δράση της προβλεπόμενης στο Σύνταγμα, μονοπρόσωπης ανεξάρτητης διοικητικής αρχής του Συνηγόρου του Πολίτη (άρ. 103 παρ. 9 του Συντάγματος), αλλά επιπλέον και των Βοηθών Συνηγόρων, που δεν αποτελούν μεν μέλη της αρχής, επικουρούν ωστόσο τον Συνήγορο του Πολίτη, απολαμβάνοντας προσωπική ανεξαρτησία, όμοια με εκείνη που απολαμβάνουν τα μέλη των ανεξάρτητων αρχών. Βλ. Εισηγητική Έκθεση στο άρ. 1 του Σχεδίου Νόμου που ψηφίστηκε ως ν. 3094/2003, σελ. 1, σε: http://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/2f026f42-950c-4efc-b950-340c4fb76a24/E-SINIGOR-EIS.pdf. Για το περιεχόμενο της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας γενικά, βλ. Σπυρόπουλου, Εισαγωγή στο Συνταγματικό Δίκαιο, 2006, σελ. 373 και 429-441.
[12] Πρόκειται για ανεξάρτητη αρχή, που αποτελεί κατά το άρ. 1 παρ. 1 του ν. 3297/2004 εξωδικαστικό όργανο συναινετικής επίλυσης των καταναλωτικών διαφορών υπό την εποπτεία του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, για την οποία ο νομοθέτης επιφυλάσσει την ίδια ακριβώς μεταχείριση με εκείνη που προέβλεψε για τον Συνήγορο του Πολίτη.
[13] Σε ό,τι αφορά το Ν.Σ.Κ., πρόκειται για ενιαία, ανώτατη αρχή του Κράτους που υπάγεται απευθείας στον Υπουργό Οικονομικών, κατοχυρωμένη συνταγματικά (άρθρο 100Α του Συντάγματος), με βασικές αρμοδιότητες τη δικαστική εκπροσώπηση του Δημοσίου ενώπιων των εθνικών δικαστηρίων, αλλά και ενώπιον του Ε.Δ.Δ.Α. και του Δ.Ε.Ε., τον δικαστικό και εξώδικο συμβιβασμό του Δημοσίου, την αναγνώριση απαιτήσεων κατά του Δημοσίου, την παροχή γνωμοδοτήσεων στη διοίκηση κ.ά. Βλ. σχετικά άρ. 1-2 του ν. 3086/2002. Ο νομοθέτης για άλλη μια φορά προτίμησε να προστατεύσει τα διοικητικά όργανα που υπάγονται στην έννοια του υπαλλήλου κατά τα άρθρα 13 περ. α’ και 263Α Π.Κ, διασφαλίζοντας την απρόσκοπτη άσκηση των καθηκόντων τους. Βλ. Εισηγητική Έκθεση στο Σχέδιο Νόμου που ψηφίστηκε ως ν. 4170/2013, σελ. 13, σε: http://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/2f026f42-950c-4efc-b950-340c4fb76a24/e-elte-eis.pdf.
[14] ΑΠ 1221/2014 (σε Συμβούλιο), ΠοινΧρ. Ξ΄ (2015), σελ. 35-37.
[15] ΑΠ 1221/2014 (σε Συμβούλιο), ό.π., σελ. 36.
[16] Βλ. Μυλωνόπουλου, Νομοθετικές επεμβάσεις και νομολογιακές επινοήσεις. Πόσο αναγκαίες είναι; Εισήγηση στο 12ο Πανελλήνιο Συνέδριο της Ελληνικής Εταιρίας Ποινικού Δικαίου (Αθήνα, 22-23.5.2015). Για το περιεχόμενο της εισήγησης βλ. στον ηλεκτρονικό ιστότοπο: http://www.mylonopoulos.gr/publication/article/82/nomothetikes-epemvaseis-kai-nomologiakes-epinoiseis-poso-anagkaies-einai;.html.∙ Μπουρμά, Παρατηρήσεις σε ΣυμβΑΠ 1221/2014, ΠοινΔικ 2016, σελ. 76-78.
[17] Όπως αιτιολογείται στο σκεπτικό της απόφασης: «(…) καθόσον με το ακαταδίωκτο των μελών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και επί δολίων πράξεων ή παραλείψεών τους επέρχεται αδικαιολόγητη ευνοϊκή μεταχείριση υπέρ αυτών και μη εφαρμογή των ελληνικών ποινικών νόμων υπέρ της συγκεκριμένης κατηγορίας, ως υπαλλήλων εν ευρεία εννοία, έναντι άλλων κατηγοριών υπαλλήλων, δοθέντος ότι η άνω διάταξη του Συντάγματος κατοχυρώνει όχι μόνο την ισότητα των Ελλήνων πολιτών έναντι του νόμου αλλά και την ισότητα του νόμου έναντι αυτών.». Βλ. ΑΠ 1221/2014 (σε Συμβούλιο), ό.π., σελ. 36.
[18] Στη συγκεκριμένη περίπτωση, αναφέρεται ότι [με υπογράμμιση του γράφοντος]: “Ο Γενικός Επιθεωρητής και οι Επιθεωρητές - Ελεγκτές του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών δεν εξετάζονται και δεν διώκονται για γνώμη που διατύπωσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Εξαιρούνται των ανωτέρω η περίπτωση δόλου, η παραβίαση του απορρήτου των πληροφοριών και στοιχείων που περιήλθαν σε γνώση τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και η παράβαση του καθήκοντος εχεμύθειας, στην οποία υποχρεούνται οι υπηρετούντες στο Σ.Ε.Ε.Υ.Μ.Ε. και μετά την αποχώρησή τους από αυτό.(…)”. Εν προκειμένω ορίστηκε μεταξύ άλλων ότι οι διατάξεις του ν. 2898/2001 ισχύουν αναδρομικά από την ημερομηνία ισχύος του ν. 2671/1998. Βλ. άρ. 19 παρ. 10 εδ. δ’ του ν. 2671/1998, όπως ισχύει. Ως προς το καθήκον εχεμύθειας στο Δημόσιο, βλ. άρ. 26 του ν. 3528/2007, όπως ισχύει.
[19] Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το ακαταδίωκτο των υπό I.Β.3. υπαλλήλων του Σ.Δ.Ο.Ε. επεκτάθηκε στους Οικονομικούς Επιθεωρητές της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων του Υπουργείου Οικονομικών με διάταξη ουσιαστικού νόμου (εν προκειμένω υπουργική απόφαση) και όχι τυπικού, κανόνα δικαίου δηλαδή ψηφισμένου από τη Βουλή.
[20] Βλ. άρθρο 13 παρ. 4 ν. 3932/2011.
[21] Στη συγκεκριμένη διάταξη ουσιαστικού νόμου, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρ. 34 του ν. 3691/2008, καθιερώνεται το ανεύθυνο των μελών της προβλεπόμενης στο νόμο και ήδη προβληματικής, σε σχέση με την άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος, Επιτροπής Δικηγόρων, για τις ενέργειες που σχετίζονται με την άσκηση των καθηκόντων τους. Σε ό,τι αφορά την Επιτροπή Δικηγόρων, πρόκειται για πενταμελή επιτροπή που συγκροτείται με απόφαση της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος. Βλ. σχετικώς στο άρ. 1 της ίδιας Υ.Α.
[22] Σύμφωνα με τη διάταξη [με υπογράμμιση του γράφοντος]: «Η Επιτροπή και τα απαρτίζοντα αυτήν μέλη της δεν ευθύνονται αστικώς και ποινικώς για γνώμη που διατύπωσαν ή πράξη που διενήργησαν κατά την ενάσκηση των ως άνω καθηκόντων τους, εκτός εάν ενήργησαν κακόβουλα.». Για την κακοβουλία ως υποκειμενικό στοιχείο του αδίκου βλ. Ανδρουλάκη, Ποινικό Δίκαιο – Γενικό μέρος, Τόμος I. Θεωρία για το έγκλημα, 2006, σελ. 261∙ πρβλ. επίσης Ψαρούδα-Μπενάκη, Η καθύβριση θρησκευμάτων (άρ. 199 ΠΚ) σε μια πολυθρησκευτική κοινωνία, ΠοινΧρ ΞΣΤ΄ (2016), σελ. 88∙ Γάφου, Ποινικόν Δίκαιον – Ειδικόν μέρος, Τεύχος Ε’ (Άρθρ. 336-371), 1965, σελ.118-119∙ Μαγκάκη, Η παραβίασις της προς διατροφήν υποχρεώσεως ως έγκλημα κατά το άρθρ. 358 Π.Κ., ΠοινΧρ ΙΣΤ΄ (1966), σελ. 134-135. Για υποκειμενικό στοιχείο της ενοχής και όχι του αδίκου, κάνει λόγο ο Μυλωνόπουλος, Ποινικό Δίκαιο - Γενικό Μέρος, Τόμος I, 2007, σελ. 220-221, ενώ η Καΐαφα-Γκμπάντι αναφέρεται σε αξιολογικό στοιχείο της ενοχής. Πρβλ. Καΐαφα-Γκμπάντι, Κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα – Άρθρα 264-289 Π.Κ., 1990, σελ. 160, με περαιτέρω παραπομπές.
[23] Ως προς την ποινική ευθύνη των δασικών υπαλλήλων, βλ. από τη νομολογία, ήδη πριν τη νέα ρύθμιση του ν. 4280/2014, την περίπτωση της ΑΠ 1320/2001, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ και ΕλλΔνη 2002, σελ. 523-524. Στην εν λόγω υπόθεση, ο Άρειος Πάγος επικύρωσε την καταδίκη δασικού υπαλλήλου για το αδίκημα της παθητικής δωροδοκίας κατ’ άρθρο 235 Π.Κ. (νυν δωροληψίας), όπου ο κατηγορούμενος ήταν αρμόδιος να υποβάλλει πρωτόκολλα μηνύσεως κατά υπαιτίων για κάθε παράβαση δασικών νόμων, να μεριμνά για τη σύλληψη, μεταγωγή και παράδοση όσων παρανομούν στην πλησιέστερη αστυνομική αρχή κτλ.
[24] Σύμφωνα βέβαια, με το άρ. 1 παρ. 4 του ν. 4389/2016: «Από την έναρξη λειτουργίας της Αρχής καταργείται η Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών, καθώς και η θέση του Γενικού Γραμματέα που προΐσταται αυτής.». Με τη νέα ρύθμιση παραμένει ωστόσο η ίδια πρόβλεψη του ανευθύνου, αυτή τη φορά για τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης της Α.Α.Δ.Ε και τον Εμπειρογνώμονα του άρ. 8 του ν. 4389/2016. Βλ. σχετικώς το άρ. 33 παρ. 4 του ν. 4389/2016.
[25] Για τις αρμοδιότητες της Ε.Ε.Τ.Τ. βλ. άρ. 6 παρ. 1 του ν. 4070/2012, όπως ισχύει.
[26] Στην περίπτωση της Ε.Ε.Τ.Τ., ανεξάρτητης αρχής με αρμοδιότητα τον έλεγχο, τη ρύθμιση και την εποπτεία της αγοράς των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, με προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των μελών της κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ο νομοθέτης προέβλεψε το κατ’ αρχήν ακαταδίωκτο, σε σχέση με ενέργειες όχι μόνο των μελών της κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, αλλά σε σχέση και με τις αντίστοιχες ενέργειες του προσωπικού της.
[27] Βλ. ως προς το άρ. 17 του ν. 4339/2015, Αιτιολογική Έκθεση στο Σχέδιο Νόμου που ψηφίστηκε ως ν. 4339/2015, σελ. 9, σε: http://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/2f026f42-950c-4efc-b950-340c4fb76a24/a-evriek-eis.pdf.
[28] Προσδίδοντας μάλιστα αναδρομική ισχύ στις διατάξεις αυτές από την ημερομηνία ισχύος του ν. 2477/1997, ήτοι από την 18.4.1997. Βλ. άρ. 11 του ν. 2477/1997.
[29] Ήτοι από τις 4.12.2002, σύμφωνα με το άρ. 14 του ν. 3074/2002.
[30] Βλ. Αιτιολογική Έκθεση στο Σχέδιο Νόμου που ψηφίστηκε ως ν. 3345/2005, άρ. 14, σελ. 7, σε: http://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/2f026f42-950c-4efc-b950-340c4fb76a24/ONOMARAYT-eis.pdf.
[31] Βλ. υπό I.Β.9.
[32] Ισχύουν τα ίδια με την υπό I.Β.10. κατηγορία.
[33] Και με αυτήν τη ρύθμιση επεκτείνεται η εφαρμογή της διάταξης του άρ. 18 παρ. 1 του ν. 3260/2004.
[34] Για μια ακόμη φορά ο νομοθέτης επεκτείνει την πρόβλεψη του άρ. 3 παρ. 9 του ν. 3074/2002 (όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρ. 18 παρ. 1 του ν. 3260/2004), με αναδρομική ισχύ, αυτήν τη φορά από την έναρξη ισχύος του ν. 3918/2011, δηλαδή από 1.4.2011, με βάση τις ειδικές προβλέψεις των άρ. 39 και 40 του ν. 3918/2011. Βλ. και άρ. 82 του τελευταίου νόμου.
[35] Για τον προσυμβατικό αυτό έλεγχο βλ. άρ. 9 παρ. 4 εδ. α’ και β’ του ν. 3986/2011, όπως προστέθηκαν με το άρ. 7 παρ. 6 περ. β’ του ν. 4038/2012, αλλά και το άρθρο δεύτερο του ν. 4129/2013, το οποίο κατήργησε το Π.Δ. 774/1980.
[36] Για τις γνωμοδοτικές αρμοδιότητες του οργάνου αυτού, βλ. άρ. 4 του ν. 3986/2011.
[37] Για τη γνωμοδοτική αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατά το άρ. 98 παρ. 1 περ. β’ του Συντάγματος και το άρ. 19 παρ. 7 του Π.Δ. 774/1980, που δεν θεωρείται άσκηση δικαιοδοτικής εξουσίας ούτε υποκαθιστά τον δικαστικό έλεγχο του ΣτΕ για τη νομιμότητα της διαδικασίας που οδηγεί στη σύναψη της σύμβασης, βλ. ενδεικτικά Σπηλιωτόπουλου, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Τόμος 1, 14η εκδ., 2011, υποσημ. 33, σελ. 210.· Γέροντα, Ο προληπτικός έλεγχος των συμβάσεων από το Ελεγκτικό Συνέδριο, σε Γέροντα/Λύτρα/Παυλόπουλου/Σιούτη/Φλογαΐτη, Διοικητικό Δίκαιο, γ’ έκδ., 2015, σελ. 333 επ. και ιδίως σελ. 337-338. Για τη φύση του έλεγχου του Ελεγκτικού Συνεδρίου σε σχέση με συμβάσεις που συνάπτει το Τ.Α.Ι.Π.Ε.Δ. και την προσφυγή του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατά τη διεξαγωγή του προσυμβατικού έλεγχου σε γενικές αρχές του δικαίου και όχι σε ένα αυστηρό κανονιστικό πλαίσιο, βλ. Μαυρομάττη, Ο προσυμβατικός έλεγχος των συμβάσεων του Ταμείου Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου ΑΕ από το Ελεγκτικό Συνέδριο, ΘΠΔΔ 2014, σελ. 587 και ιδίως 589επ.
[38] Μαυρομάττη, ό.π., σελ. 594.
[39] Μαυρομάττη, ό.π., σελ. 585-586.
[40] Άλλωστε, κατά το άρ. 58 παρ. 1 περ. β’ του ίδιου νόμου η μη εκτέλεση των αποφάσεων αυτών συνιστά για το πρόσωπο του δημάρχου σοβαρή πειθαρχική παράβαση καθήκοντος.
[41] Περιορισμένο ή πλήρες ανάλογα με τη είδος της διοικητικής πράξης, δηλαδή αν πρόκειται για κανονιστική ή ατομική αντίστοιχα. Για την εκτέλεση των νόμιμων διοικητικών πράξεων βλ. και Σπινέλλη, ΣυστΕρμΠΚ, Άρ. 20, σελ. 263, πλαγιάρ. 24β.
[42] Βλ. Σπινέλλη, ΣυστΕρμΠΚ, ό.π., σελ. 236, πλαγιάρ. 11.
[43] Ήδη Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής.
[44] Βλ. άρ. 50 παρ. 14 του ν. 2935/2001, όπως ισχύει με την προσθήκη του άρ. 3 παρ. 4 του ν. 3569/2007.
[45] Σύμφωνα μάλιστα με τη νομοθετική προσθήκη του άρ. 63 παρ. 1 περ. α’ του ν. 4170/2013 [με υπογράμμιση του γράφοντος]: «Οι διατάξεις του άρθρου 2 του ν.δ. 1059/1971 (Α’ 270) και του άρθρου 371 ΠΚ ισχύουν και για τους υπαλλήλους, το προσωπικό που υπηρετεί με οποιαδήποτε σχέση εργασίας, καθώς και τους λειτουργούς των αρχών, υπηρεσιών και φορέων του Δημοσίου. Η περαιτέρω διαβίβαση των πληροφοριών, που καλύπτονται από το τραπεζικό και επαγγελματικό απόρρητο και το απόρρητο των στοιχείων, επιτρέπεται μόνον αν προβλέπεται από ειδική διάταξη νόμου.».
[46] Στην περίπτωση άδικων πράξεων που αποτελούν εκδηλώσεις για την εκτέλεση νόμιμων καθηκόντων, άσκηση νόμιμης εξουσίας ή τη διαφύλαξη δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον εφαρμόζεται η περ. γ’ του άρ. 367 παρ. 1 Π.Κ
[47] Αφού ακόμη και το κατ’ αρχήν απεριόριστο ακαταδίωκτο της γνώμης ή ψήφου που δίδει ο βουλευτής κατά την άσκηση των καθηκόντων του, υποχωρεί σε περιπτώσεις συκοφαντικής δυσφήμησης, με τις προϋποθέσεις που ορίζει το άρ. 61 παρ. 2 του Συντάγματος. Για τις υπόλοιπες πράξεις του βουλευτή βλ. το άρ. 62 του Συντάγματος. Σχετικά με τις βουλευτικές ασυλίες, ο Χρυσόγονος κάνει λόγο για μεμονωμένη μεταφορά του μεσαιωνικής καταγωγής αξιώματος, ότι το πρόσωπο του κυρίαρχου είναι απαραβίαστο (“the king can do no wrong”). Βλ. Χρυσόγονου, Συνταγματικό Δίκαιο, 2η έκδ. 2014, σελ. 464 επ.· Μάνεση, Πολιτική ιστορία και σύγχρονοι θεσμοί – Πανεπιστημιακές παραδόσεις, τεύχος α’, 1978, σελ. 90-91. Για τις βουλευτικές ασυλίες βλ. Σπυρόπουλου, Εισαγωγή στο Συνταγματικό Δίκαιο, 2006, σελ. 220 επ.
[48] Το ποινικώς ανεύθυνο καταλαμβάνει εδώ με μια πανομοιότυπη διάταξη την απόφαση των στελεχών της Τράπεζας της Ελλάδος για συμμετοχή ή μη του Κοινού Κεφαλαίου των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου και Ασφαλιστικών Φορέων (Κ.Κ. Ν.Π.Δ.Δ. και Α.Φ.) στο παραπάνω πρόγραμμα ανταλλαγής τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου.
[49] Για αντισυνταγματικότητα της ρύθμισης του άρ. 9 παρ. 3 του ν. 4046/2012 κάνουν λόγο οι Μαργαρίτης/Σατλάνης, την οποία εντοπίζουν μεταξύ άλλων, στην προσβολή του άρ. 47 παρ. 4 του Συντάγματος, το οποίο απαγορεύει την αμνηστία για κοινά εγκλήματα. Βλ. αναλυτικώς τη σχετική μελέτη, Μαργαρίτη/Σατλάνη, Ποινική ευθύνη για το «κούρεμα» του οφειλόμενου προς την ΕΤΕ χρέους: H αντισυνταγματικότητα του άρ. 3 παρ. 9 του Ν. 4046/2012, ΠοινΔικ 2014, σελ. 421-422.
[50] Με βάση τη διάταξη του άρ. 49 παρ. 5 του ν. 4111/2013 προβλέπεται ως ημερομηνία έναρξης ισχύος του εν λόγω ανεύθυνου η 7.12.2012. Το καθεστώς του ν. 4111/2013 προβλεπόταν ήδη με το άρ. 2 της από 7.12.2012 Π.Ν.Π. (Φ.Ε.Κ. Α’ 238/7.12.2012).
[51] “Γενική Μεταλλευτική και Μεταλλουργική Ανώνυμη Εταιρία «ΛΑΡΚΟ»”.
[52] Βλ. π.χ. στα υπηρεσιακά εγκλήματα που περιγράφονται στο 12ο Κεφάλαιο του Π.Κ., το ενιαίο κατά την κρατούσα άποψη προστατευόμενο υπερατομικό έννομο αγαθό της καθαρότητας της δημόσιας υπηρεσίας ή της εμπιστοσύνης των πολιτών στην καλή λειτουργία της υπηρεσίας. Για τις διαφορετικές απόψεις στη θεωρία περί ορισμού του κοινού εννόμου αγαθού στα υπηρεσιακά εγκλήματα, βλ. Μπιτζιλέκη, Υπηρεσιακά Εγκλήματα. Άρθρα 235-263α ΠΚ, β’ έκδ. 2001, σελ. 1 επ. Για τον Μπιτζιλέκη ωστόσο, η αναζήτηση ενός κοινού εννόμου αγαθού για τα εγκλήματα αυτά δεν είναι δυνατή, βλ. σελ. 20-21.
[53] Για παραδείγματα εννόμων αγαθών που ανήκουν στο κοινωνικό σύνολο, βλ. Μαγκάκη, Ποινικό Δίκαιο – Διάγραμμα γενικού μέρους, γ’ εκδ. 1984, ό.π., σελ. 46.
[54] Κυρωθείσα με το άρ. 1 του ν. 4350/2015.
[55] Κυρωθείσα με το άρ. 3 του ν. 4350/2015. Στη συγκεκριμένη ρύθμιση, όχι μόνο κατοχυρώνεται το ποινικώς ανεύθυνο των ασκούντων δημόσια εξουσία προσώπων, πλην περιπτώσεων δόλιων ενεργειών, αλλά επιπλέον αναστέλλεται η άσκηση ποινικής δίωξης για δύο έτη από την έναρξη ισχύος της από 18.7.2015 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου. Με βάση το άρ. 5 της από 18.7.2015 Π.Ν.Π. (Φ.Ε.Κ. Α’ 84/18.7.2015) προκύπτει ως ημερομηνία η 18.7.2015. Βλ. σχετικώς και το άρ. 44 παρ. 1 του Συντάγματος σε συνδυασμό με το άρ. 4 του ν. 4350/2015.
[56] Οργανισμός Ασφάλισης Ελεύθερων Επαγγελματιών.
[57] Βλ. άρ. 69 παρ. 3 εδ. 1 του ν. 3863/2010, και άρ. 44 παρ. 2 εδ. 1 του ν. 3986/2011, όπως ισχύουν.
[58] Για την ίδια προβληματική βλ. από την πρόσφατη νομοθετική παραγωγή τα άρ. 8-9 του ν. 4411/2016 (Φ.Ε.Κ. Α’ 142/03.08.2016) για την εξάλειψη του αξιοποίνου και την υπό όρους παύση της ποινικής δίωξης πταισμάτων καθώς και συγκεκριμένων πλημμελημάτων. Από τη θεωρία βλ. γενικώς για την κρυπτοαμνηστία τη μελέτη του Ανδρουλάκη, Αμνηστία, κρυπτοαμηστία, «ειδική παραγραφή» και «αντεγκληματική πολιτική», ΠοινΧρ ΛΒ΄ (1982), σελ. 578 επ.∙ από τη νομολογία βλ. ενδεικτικώς ΑΠ 144/2006, ΠοινΧρ ΝΣΤ΄ (2006), σελ. 714 επ. Πρβλ. τη μειοψηφία στην ΑΠ 711/2015, ΠοινΧρ ΞΣΤ΄ (2016), σελ. 376, καθώς και τη μειοψηφία στην ΑΠ 705/2015, ΕλλΔνη 2015, σελ. 1551-1552, με την οποία διαφωνεί ο Αναγνωστόπουλος. Βλ. σημείωσή του επί της τελευταίας απόφασης, ό.π., σελ. 1554.
[59] Για τις συνέπειες χορήγησης της αμνηστίας, βλ. αντί πολλών Συμεωνίδου-Καστανίδου, σε Καΐαφα-Γκμπάντι/Μπιτζιλέκη/Συμεωνίδου-Καστανίδου, Δίκαιο των ποινικών κυρώσεων, έκδ. 2008, σελ. 285.
[60] Βλ. άρ. 3 παρ. 6 εδ. α’ του ν. 2863/2000.
[61] Βλ. ΑΠ 1221/2014 (σε Συμβούλιο), ΠοινΧρ. ΞΕ΄ (2015), σελ. 36.
[62] Πρβλ. τις ΑΠ 705/2015, ΕλλΔνη 2015, ό.π., σελ. 1548 επ., με παρατηρήσεις Αναγνωστόπουλου, ΑΠ 506/2015, ΠοινΧρ ΞΣΤ΄ (2016), ό.π., σελ. 116-117 και ΑΠ 711/2015, ΠοινΧρ ΞΣΤ΄ (2016), ό.π., σελ. 374-375. Βλ. και στη θεωρία, Μυλωνόπουλου, Νομοθετικές επεμβάσεις και νομολογιακές επινοήσεις. Πόσο αναγκαίες είναι; ό.π., σε: http://www.mylonopoulos.gr/publication/article/82/nomothetikes-epemvaseis-kai-nomologiakes-epinoiseis-poso-anagkaies-einai;.html.
[63] Η παρ’ ημίν γενική αρχή του διοικητικού δικαίου ήδη κατοχυρώνεται σε επίπεδο ενωσιακού δικαίου στο άρ. 41 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.