Α. Εισαγωγικά
- Η πρόσφατη ψήφιση του νόμου περί αποτελεσματικής και λειτουργικής διαμόρφωσης της ποινικής διαδικασίας[1] στη γερμανική έννομη τάξη επέφερε μια σειρά από μεταρρυθμίσεις, μεταξύ άλλων, στον γερμ.ΚΠΔ (StPO)[2]. Στην τελευταία περίπτωση ωστόσο, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι νέες ρυθμίσεις για την καθιέρωση σε ομοσπονδιακό επίπεδο της λεγόμενης online[3]-ανακριτικής έρευνας („online-Durchsuchung“), καθώς και της επιτήρησης των πηγών μιας τηλεπικοινωνίας[4] („Quellen-Telekommunikationsüberwachung“[5]).
- Η ολοένα αυξανόμενη σημασία της χρήσης των πληροφοριακών συστημάτων[6] στη σύγχρονη καθημερινότητα σε σχέση με την πρόληψη, εξιχνίαση και καταστολή της εγκληματικότητας, κατέστησαν, σύμφωνα με τον νομοθέτη, επιβεβλημένη τη ρύθμιση της διεξαγωγής των εν λόγω ανακριτικών πράξεων για μια σειρά από εγκληματικές συμπεριφορές[7]. Στις σύγχρονες δε ανάγκες αντιμετώπισης της παραβατικότητας εντάσσεται η δίωξη των δραστών που χρησιμοποιούν ως μέσα τέλεσης εγκλημάτων τα πληροφοριακά συστήματα[8] (π.χ. εγκλήματα σχετικά με την παιδική πορνογραφία, απάτες μέσω διαδικτύου, εξυβρίσεις μέσω διαδικτύου, επιθέσεις σε άλλα πληροφοριακά συστήματα, πλαστογραφίες με χρήση η/υ κλπ.)· αντίστοιχη αναγκαιότητα υπάρχει και σε κάθε άλλη αξιόποινη συμπεριφορά, με την κτήση και αξιοποίηση αποδεικτικών μέσων που μπορούν να αποκτηθούν μόνο με τη χρήση της τεχνολογίας (π.χ. καταγραφή της διαδικτυακής συνομιλίας μελών εγκληματικής οργάνωσης, του δράστη με τον συνεργό του ή ακόμα και με το θύμα λ.χ. αδικήματος κατά της γενετήσιας αυτοδιάθεσης κλπ). Αμφότερες πάντως οι νέες ρυθμίσεις αποτελούν μυστικές ανακριτικές πράξεις, κατά την διενέργεια των οποίων ο θιγόμενος έχει πλήρη άγνοια[9] για την πρόσβαση των ανακριτικών αρχών είτε στα δεδομένα που έχει αποθηκευμένα στον ηλεκτρονικό υπολογιστή του (επιτραπέζιο / φορητό), στο «έξυπνο» κινητό τηλέφωνο (smartphone) ή στην ταμπλέτα του είτε στην ηλεκτρονική επικοινωνία του μέσω των ίδιων συσκευών σε πραγματικό χρόνο (live) στο διαδίκτυο[10].
Β. Η online-ανακριτική έρευνα („online-Durchsuchung“)
- Η online-ανακριτική έρευνα αποτελεί την πράξη της μυστικής αναζήτησης, αντιγραφής και συλλογής στοιχείων που είναι ήδη αποθηκευμένα σε ένα πληροφοριακό σύστημα (π.χ. επιτραπέζιος/φορητός ηλεκτρονικός υπολογιστής, «έξυπνο» κινητό τηλέφωνο, ταμπλέτα) μέσω ενός ειδικού λογισμικού επιτήρησής του[11]· τα αποθηκευμένα αρχεία του χρήστη μπορεί να είναι λ.χ. κείμενα, φωτογραφίες, συνομιλίες, e-mail[12], ταινίες, βιβλία, βίντεο, ηχητικά αρχεία, ηλεκτρονικά προγράμματα, αποδείξεις πληρωμών κλπ. που είναι αποθηκευμένα στον σκληρό δίσκο ή στη μνήμη του υπολογιστή ή σε κάποιο εξωτερικό αποθηκευτικό μέσο που συνδέεται με τον υπολογιστή (CD-ROM, DVD, εξωτερικός σκληρός δίσκος, USB-stick κλπ.) ή κάποιο άλλο πληροφοριακό σύστημα[13]. Πρόκειται για μια από τις αποτελεσματικότερες ανακριτικές πράξεις με τεχνολογικά μέσα, αφού θέτει στη διάθεση των ανακριτικών αρχών αποδεικτικό υλικό –και μάλιστα εξ αποστάσεως[14]- πριν προλάβει ο δράστης να το αλλοιώσει ή, πολύ περισσότερο, να το εξαφανίσει.
- Κοινό στοιχείο της online-ανακριτικής έρευνας με την άλλη υπό παρουσίαση ανακριτική έρευνα, δηλαδή την επιτήρηση των πηγών μιας τηλεπικοινωνίας, είναι ότι διενεργείται με μυστική τοποθέτηση ειδικού λογισμικού επιτήρησης στο πληροφοριακό σύστημα του θιγομένου[15], κατόπιν ορισμένων πρώτων πληροφοριών σχετικά με το πρόσωπό του και το πληροφοριακό σύστημα που χρησιμοποιεί. Το λογισμικό αυτό εγκαθίσταται στο πληροφοριακό σύστημα με διαφορετικούς τρόπους:
α) με αυτόματη εγκατάσταση, έπειτα από e-mail που λαμβάνει στοχευμένα ο χρήστης και εν συνεχεία το ανοίγει, αγνοώντας ότι αυτόματα εγκαθιστά το λογισμικό που επισυνάπτεται ή αντιστοίχως τοποθετεί στον υπολογιστή του προς ανάγνωση π.χ. CD/DVD ή USB-stick που του έχουν στείλει οι ανακριτικές αρχές·
β) με απομακρυσμένη εγκατάσταση του λογισμικού επιτήρησης από άλλο πληροφοριακό σύστημα π.χ. ηλεκτρονικό υπολογιστή, δηλαδή με εκμετάλλευση των κενών ασφαλείας[16] του πληροφοριακού συστήματος του χρήστη και τοποθέτηση του λογισμικού μέσω διαδικτύου, χωρίς φυσική επαφή των ανακριτικών αρχών με το υπό εξέταση σύστημα·
γ) με εγκατάσταση μετά από φυσική πρόσβαση των αρχών στο πληροφοριακό σύστημα, δηλαδή στον υπολογιστή, στο κινητό ή στην ταμπλέτα, εν αγνοία του χρήστη[17].
- Πρέπει ήδη να διευκρινιστεί ωστόσο, ότι ούτε ο νόμος αλλά ούτε και η σχετική εισηγητική έκθεση αναφέρουν τους τρόπους εγκατάστασης του λογισμικού· η έκθεση πάντως αναφέρει ότι η σχετική εγκατάσταση γίνεται μόνο με τεχνικά μέσα ή με ανακριτική εξαπάτηση („kriminalistische List“)[18]. Κάποια περαιτέρω διευκρίνιση δεν παρέχεται[19]. Οποιαδήποτε όμως μυστική είσοδος στην κατοικία του θιγομένου με σκοπό την εγκατάσταση δεν είναι επιτρεπτή[20].
- Μετά την εγκατάσταση του λογισμικού, οι ανακριτικές αρχές αποκτούν τη δυνατότητα αντιγραφής και λήψης των δεδομένων που τις ενδιαφέρουν, εφόσον ο χρήστης είναι ταυτόχρονα με εκείνες συνδεδεμένος στο διαδίκτυο[21]. Με τη λήξη της έρευνας διενεργείται αντιστοίχως η απεγκατάσταση του λογισμικού επιτήρησης από το πληροφοριακό σύστημα του θιγομένου.[22]
- Περαιτέρω, η online-ανακριτική έρευνα μπορεί να λάβει τη μορφή της οnline-επιτήρησης („online-Überwachung“), δηλαδή της μυστικής επιτήρησης του πληροφοριακού συστήματος και της λήψης στοιχείων όχι εφ’ άπαξ αλλά περισσότερες φορές, δηλαδή για περισσότερο χρονικό διάστημα· η ένταση της προσβολής της ιδιωτικής σφαίρας του ατόμου θα είναι τότε ακόμη εντονότερη. Η σχετική θεωρητική διάκριση με βάση τη χρονική διάρκεια της υπό εξέταση έρευνας[23] δεν αποτυπώθηκε στον νέο νόμο. Η διενέργεια πάντως της online-ανακριτικής έρευνας διατάσσεται από το δικαστήριο ή σε περίπτωση κινδύνου εξ αναβολής με απόφαση του προέδρου του δικαστηρίου[24], για χρονικό διάστημα κατ’ αρχάς ενός μηνός[25].
- Η διάκριση σε σχέση με τη χρονική διάρκεια δεν έχει μόνο θεωρητικό χαρακτήρα, αλλά και μεγάλη πρακτική σημασία. Μια online-ανακριτική έρευνα που διαρκεί περισσότερο χρονικό διάστημα, είναι δηλαδή online-επιτήρηση, δίνει τη δυνατότητα συλλογής και λήψης στοιχείων όχι άπαξ αλλά περισσότερες φορές· στην πραγματικότητα επιτρέπει μια πλήρη καταγραφή της δράσης και της κατάστασης του πληροφοριακού συστήματος σε πραγματικό χρόνο, δίνοντας νέα διάσταση στην επιτήρηση των πολιτών[26]. Με τον τρόπο αυτό επιτρέπεται η πρόσβαση και σε δεδομένα που αποθηκεύονται στη λανθάνουσα μνήμη του υπολογιστή[27], στα αρχεία εικόνας με την απεικόνιση της οθόνης του υπολογιστή (screenshots), στα αρχεία «στην ουρά προς εκτύπωση» ή πολύ περισσότερο σε κωδικούς πρόσβασης και κλειδιά ασφαλείας του χρήστη που αντιγράφονται από το ειδικό λογισμικό επιτήρησης και ακολούθως φθάνουν στην οθόνη των ανακριτικών αρχών· τελικά θα πρόκειται για πλήρη έλεγχο του πληροφοριακού συστήματος, καθώς υπάρχει τεχνική δυνατότητα ακόμη και επεξεργασίας των δεδομένων[28]. Υπάρχει ακόμη η δυνατότητα ενεργοποίησης από τις ανακριτικές αρχές του μικροφώνου ή της κάμερας του πληροφοριακού συστήματος και λήψης των σχετικών στοιχείων που καταγράφονται, ώστε τελικώς να μπορεί ο χώρος του χρήστη ακουστικά ή/και οπτικά να γίνεται αντικείμενο επιτήρησης (εσωτερικό/ αλλοδαπή)[29]. Η online-επιτήρηση εξάλλου πρέπει να διακρίνεται εννοιολογικά από την επιτήρηση λ.χ. ιστοσελίδων (web pages), ιστοτόπων (web sites) ή ιστολογίων (blogs) που επισκέπτεται ο χρήστης στο διαδίκτυο, καθ’ όσον η τελευταία ανακριτική δραστηριότητα διενεργείται στο πλαίσιο της επιτήρησης των τηλεπικοινωνιών („Telekommunikationsüberwachung“, άρ. 100a γερμ.ΚΠΔ)[30]. H online-επιτήρηση πρέπει επίσης να διακρίνεται από τη συγκαλυμμένη έρευνα[31] („verdeckte Ermittlung“) μέσω διαδικτύου, κατά την οποία αστυνομικοί υπάλληλοι, με σκοπό τη συλλογή αποδεικτικού υλικού και με κεκαλυμμένη την ταυτότητά τους[32], συνομιλούν μέσω διαδικτύου (π.χ. σε chat-rooms) ως δήθεν υποψήφιοι πελάτες με πρόσωπο που διακινεί π.χ. υλικό παιδικής πορνογραφίας.
- Η νέα ρύθμιση πάντως έρχεται να καλύψει ένα νομοθετικό κενό, επειδή είχε διαπιστωθεί[33] ότι δεν υπήρχε νομοθετικό θεμέλιο στον γερμ.ΚΠΔ για τη διεξαγωγή online-ανακριτικών ερευνών. Σε ό,τι αφορά το ομοσπονδιακό επίπεδο, το άρ. 20k του νόμου περί της Ομοσπονδιακής Εγκληματολογικής Υπηρεσίας („Bundeskriminalamtgesetz“-„ΒΚΑG“) που προέβλεπε μεταξύ άλλων την προληπτική online-ανακριτική έρευνα, δηλαδή την έρευνα για την αποτροπή κινδύνου για σημαντικά έννομα αγαθά[34], κρίθηκε από το γερμ. Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο ως αντίθετο σε μια σειρά από διατάξεις του Θεμελιώδους Νόμου (γερμ.Σ.)[35]. Σε επίπεδο ομόσπονδων κρατιδίων επίσης, το ίδιο δικαστήριο είχε ήδη κρίνει αντισυνταγματικές τις ρυθμίσεις της προληπτικής online-ανακριτικής έρευνας στον νόμο για την προστασία του Πολιτεύματος του κρατιδίου της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας[36], διαπιστώνοντας, μεταξύ άλλων, ότι ελλείπει ένα σύμφωνο με το Σύνταγμα νομοθετικό θεμέλιο που να εξουσιοδοτεί τις αρχές να διενεργήσουν την εν λόγω έρευνα· παράλληλα όμως διαπίστωσε ότι η online-ανακριτική έρευνα είναι κατ’ αρχήν συνταγματικώς επιτρεπτή για την αντιμετώπιση κινδύνων για εξόχως σημαντικά έννομα αγαθά, όπως είναι η ζωή, η σωματική ακεραιότητα ή η ελευθερία του προσώπου αλλά και υπερατομικά έννομα αγαθά των οποίων η προσβολή απειλεί την υπόσταση του κράτους ή της ανθρώπινης ύπαρξης[37].
- Πρέπει ωστόσο να αναφερθεί ότι η τελευταία απόφαση του γερμ. Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου (εφεξής: ΟΣΔ) -BVerfGE 120, 274-350 (της 27.02.2008)- αποτελεί ορόσημο για την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων απέναντι στις προσβολές-επεμβάσεις στα πληροφοριακά συστήματα. Για πρώτη φορά το ΟΣΔ, στο πλαίσιο της εξέτασης της μυστικής τοποθέτησης λογισμικού επιτήρησης σε πληροφοριακό σύστημα για την πρόληψη εγκληματικών πράξεων, όρισε ως ειδική εκδήλωση του γενικότερου δικαιώματος ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας (άρ. 2 παρ. 1 σε συνδυασμό με το άρ. 1 παρ. 1[38] Θεμελιώδους Νόμου) το δικαίωμα για τη διασφάλιση της εμπιστευτικότητας και της ακεραιότητας των πληροφοριακών συστημάτων („das Grundrecht auf Gewährleistung der Vertraulichkeit und Integrität informationstechnischer Systeme“)[39]. Το εν λόγω δικαίωμα τυγχάνει αυτοτελούς προστασίας, στο βαθμό που άλλα κατοχυρωμένα δικαιώματα, π.χ. το δικαίωμα του απορρήτου των τηλεπικοινωνιών (άρ. 10 παρ. 1 Θεμελιώδους Νόμου) ή η πληροφοριακή αυτοδιάθεση του ατόμου (επίσης ειδική εκδήλωση της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας[40]) δεν διασφαλίζουν αυτήν την εμπιστευτικότητα και ακεραιότητα· αφορά δε τις περιπτώσεις που μια πρόσβαση στο πληροφοριακό σύστημα δίνει τη δυνατότητα να λάβει κάποιος γνώση για τις ουσιώδεις πτυχές τις διαμόρφωσης της ζωής του ατόμου ή μια σημαντική εικόνα της προσωπικότητάς του[41]. Κάτι τέτοιο συμβαίνει ιδίως σε περιπτώσεις πρόσβασης π.χ. στον προσωπικό υπολογιστή του πολίτη ή στο κινητό, αλλά και σε πληροφοριακά συστήματα που προορίζονται για κοινή χρήση, από τη στιγμή που περιέχουν μια σειρά από διαφορετικά προσωπικά δεδομένα που μπορούν μάλιστα να αποθηκευτούν[42]. Το εν λόγω δικαίωμα περιορίζεται μόνο υπό αυστηρές προϋποθέσεις, από κανόνες που είναι σαφείς και ορισμένοι, ενόψει και της διασφάλισης της αρχής του κράτους δικαίου[43].
- Σύμφωνα τώρα με τη νέα ρύθμιση, κατά το άρθρο 100b γερμ.ΚΠΔ όπως τροποποιήθηκε, επιτρέπεται και χωρίς τη γνώση του θιγομένου („auch ohne Wissen des Betroffenen“) η με τεχνικά μέσα επέμβαση σε πληροφοριακό σύστημα που χρησιμοποιεί ο τελευταίος και η λήψη δεδομένων από αυτό, όταν σωρευτικά συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις[44]:
1ον: συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά θεμελιώνουν την υπόνοια, ότι ο χρήστης είναι ύποπτος ως αυτουργός ή συμμέτοχος τέλεσης μίας από τις ιδιαιτέρως βαριές εγκληματικές πράξεις της παραγράφου 2[45] του ίδιου άρθρου[46], ή έστω αποπειράθηκε να τελέσει κάποια πράξη από αυτές και η απόπειρα αυτή είναι αξιόποινη,
2ον: η πράξη είναι και στη συγκεκριμένη περίπτωση („auch im Einzelfall“) βαριά και
3ον: η εξιχνίαση της υπόθεσης ή η έρευνα του τόπου διαμονής του κατηγορουμένου στην προδικασία με άλλο τρόπο είναι ουσιωδώς δυσχερής ή μάταιη.
- Το μέτρο της online-ανακριτικής έρευνας, το οποίο με βάση την τρίτη προϋπόθεση είναι επικουρικό, επιτρέπεται κατ’ αρχήν μόνο σε βάρος του κατηγορουμένου στην προδικασία και όχι τρίτου προσώπου, εκτός αν επί τη βάσει συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών προκύπτει διαζευκτικά ότι: o κατηγορούμενος στην προδικασία χρησιμοποιεί πληροφοριακό σύστημα άλλου προσώπου[47]· ο περιορισμός της έρευνας μόνο στα πληροφοριακά συστήματα που χρησιμοποιεί ο ίδιος δεν μπορεί να οδηγήσει στην εξιχνίαση της υπόθεσης ή στην έρευνα του τόπου διαμονής κάποιου άλλου συγκατηγορουμένου στην προδικασία. Τελικώς, το μέτρο μπορεί να επιβληθεί ακόμα και αν αναπόφευκτα θίγονται και άλλα πρόσωπα[48].
- Σε κάθε περίπτωση, και για την online-ανακριτική έρευνα τυγχάνουν εφαρμογής[49] οι γενικές διατάξεις για την ηχητική επιτήρηση του χώρου της κατοικίας („Wohnraumüberwachung“, άρ. 100c γερμ.ΚΠΔ[50]), από τη στιγμή που ο νομοθέτης έκρινε ότι πρόκειται για συγκρίσιμες επεμβάσεις στα ατομικά δικαιώματα. Συγκεκριμένα, το δικαστήριο ή ο δικαστής που διέταξε την διενέργεια της έρευνας μπορούν αντιστοίχως να διατάξουν και την παύση της, αν δεν το έχει ήδη πράξει ο εισαγγελέας, οποιαδήποτε στιγμή εκλείψουν οι προϋποθέσεις διεξαγωγής της· μετά το πέρας της έρευνας ενημερώνονται αντιστοίχως για τα αποτελέσματά της καθώς και για τη συνολική της διάρκεια[51]. Κατά τη διεξαγωγή της πάντως, στο βαθμό που είναι δυνατό, εξασφαλίζεται με τεχνικά μέσα ότι δεν θα ληφθούν από τις ανακριτικές αρχές στοιχεία που αφορούν τον πυρήνα του τρόπου με τον οποίο το άτομο διαμορφώνει την ιδιωτική του ζωή („Kernbereich privater Lebensgestaltung“)[52]. Στον πυρήνα αυτό εντάσσεται ιδίως η επικοινωνία του ατόμου με πρόσωπα της απολύτου εμπιστοσύνης του, όπως κατ’ εξοχήν συμβαίνει –σύμφωνα με τον νομοθέτη- στην κατ’ οίκον επικοινωνία μεταξύ συζύγων, συντρόφων, αδελφών ή συγγενών σε ευθεία γραμμή αλλά και στην επικοινωνία μεταξύ στενών φίλων[53].
- Παράλληλα προβλέπεται για την περίπτωση της online-ανακριτικής έρευνας[54] σχετική αποδεικτική απαγόρευση („relatives Beweisverbot“)[55] για τη λήψη στοιχείων που παραβιάζουν το δικαίωμα άρνησης μαρτυρίας λόγω επαγγελματικού απορρήτου[56], όπως λ.χ. συμβαίνει με αρχεία που αφορούν την επικοινωνία με τον γιατρό του θιγομένου ή ακόμη και με τον συνήγορό του, αλλά και λόγω συγγένειας με τον κατηγορούμενο στην προδικασία[57]. Aξίζει βέβαια να αναφερθεί ότι τυχαία ευρήματα[58] της online-ανακριτικής έρευνας μπορούν να αξιοποιηθούν, χωρίς τη συναίνεση του υπό επιτήρηση προσώπου. Αυτό όμως επιτρέπεται μόνο για τη διαλεύκανση άλλης αξιόποινης πράξης ή για την έρευνα του τόπου διαμονής κάποιου άλλου κατηγορουμένου στην προδικασία για την άλλη αυτή πράξη, με την προϋπόθεση όμως, ότι και στην περίπτωση αυτή πληρούνται οι προϋποθέσεις του νόμου περί online-ανακριτικής έρευνας και για την τελευταία πράξη[59]. Τέλος, τα ευρήματά της online-ανακριτικής έρευνας μπορούν να αξιοποιηθούν και σε προληπτικό επίπεδο, πριν δηλαδή την τέλεση οποιασδήποτε πράξης, όταν συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά οδηγούν στο συμπέρασμα ότι επίκειται κίνδυνος για σοβαρά έννομα αγαθά κάποιου προσώπου (ζωή, σωματική ακεραιότητα ή ελευθερία) ή για την ασφάλεια ή την υπόσταση του κράτους[60].
Γ. Η επιτήρηση των πηγών μιας τηλεπικοινωνίας („Quellen-Telekommunikationsüberwachung“)
- Η νέα ανακριτική πράξη της επιτήρησης των πηγών μιας τηλεπικοινωνίας αφορά ένα μεγάλο κομμάτι των σύγχρονων τηλεπικοινωνιών το οποίο διεξάγεται αποκλειστικά στο διαδίκτυο, με τη χρήση ειδικού λογισμικού, και είναι εξ ολοκλήρου κρυπτογραφημένο, δηλαδή ελεύθερα προσπελάσιμο μόνο στον αποστολέα και στον αποδέκτη της επικοινωνίας[61]· δεν πρόκειται πάντως γενικώς για τις τηλεπικοινωνίες που διεξάγονται μέσω διαδικτύου („VoIP“)[62], όπως λ.χ. συμβαίνει με τη χρήση του δημόσιου δικτύου σταθερής/κινητής τηλεφωνίας μέσω της σύνδεσης σταθερών τηλεφώνων με ειδικό δρομολογητή (router) και τη χρήση της τεχνολογίας DSL[63], ή μέσω ειδικής τηλεφωνικής συσκευής για διαδικτυακή επικοινωνία („τηλέφωνο-VοIP“)[64]. Αντιθέτως, αφορά μόνο τις διαδικτυακές τηλεπικοινωνίες που περιλαμβάνουν κρυπτογραφημένα δεδομένα, τα οποία δεν είναι προσπελάσιμα σε τρίτους χωρίς προηγούμενη επεξεργασία, ήτοι αποκρυπτογράφηση. Αυτό συμβαίνει κατά κανόνα με πληροφοριακά συστήματα (υπολογιστές, «έξυπνα» κινητά τηλέφωνα, ταμπλέτες) που χρησιμοποιούν λογισμικό-VoIP, ενώ συνδέονται και ανταλλάσσουν δεδομένα απευθείας και ισοδύναμα (peer-to-peer) μέσω διαδικτύου[65]. Το λογισμικό αυτό προσφέρουν ορισμένοι πάροχοι, συνήθως δωρεάν, μέσω συγκεκριμένων εφαρμογών (π.χ. Skype, Google Talk, Viber, WhatsApp, Facebook-Messenger[66] κλπ.), και περιλαμβάνει εξ ολοκλήρου –δηλαδή αδιαμεσολάβητα από τον αποστολέα στον παραλήπτη (end-to-end)- κρυπτογραφημένη[67] ηλεκτρονική επικοινωνία (ήχος, εικόνα, κείμενο)[68], σε πραγματικό χρόνο μέσω διαδικτύου.
- Η χρήση της εν λόγω μεθόδου επικοινωνίας στη σύγχρονη εποχή έχει αποκτήσει διαστάσεις που δεν θα μπορούσαν να μην απασχολήσουν την άσκηση αντεγκληματικής πολιτικής[69]. Παράλληλα, η συγκεκριμένη επικοινωνία είναι γενικώς προστατευμένη από έξωθεν επεξεργασίες και αποκρυπτογραφήσεις, γεγονός που καθιστά τις τελευταίες χρονοβόρες, κοστοβόρες και εν τέλει αναποτελεσματικές[70]. Η πρόσβαση σε αυτήν την επικοινωνία σε συνεργασία με τους παρόχους είναι επίσης αδύνατη με τα συνήθη μέσα της επιτήρησης των τηλεπικοινωνιών, από τη στιγμή που οι ανακριτικές αρχές λαμβάνουν αντίγραφα κρυπτογραφημένων, και άρα μη κατανοητών δεδομένων[71]. Η μοναδική αποτελεσματική λύση που προτάθηκε εν προκειμένω ήταν όχι κάποια μέθοδος αποκρυπτογράφησης της συνομιλίας, αλλά η καταγραφή της ενόσω είναι αποκρυπτογραφημένη· αυτό μπορεί να συμβεί με επιτήρηση και καταγραφή της επικοινωνίας στην πηγή της („an der Quelle”), ήτοι: α) πριν την κρυπτογράφησή της στο σύστημα του αποστολέα κατά την αποστολή των δεδομένων, ή β) με την αποκρυπτογράφησή της το πρώτον με τη λήψη των δεδομένων στο σύστημα του αποδέκτη[72]. Σε αυτές τις περιπτώσεις η ηλεκτρονική επικοινωνία είναι μεταξύ αποστολέα και παραλήπτη αποκρυπτογραφημένη· το πραγματικό περιεχόμενο της επικοινωνίας είναι προσπελάσιμο χωρίς κάποια άλλη διαδικασία αποκρυπτογράφησης.
- Η σχετική επιτήρηση είναι εφικτή με την εγκατάσταση ειδικού λογισμικού επιτήρησης και καταγραφής ακριβώς όπως και στην online-ανακριτική έρευνα[73]. Στην επιτήρηση ωστόσο των πηγών, δηλαδή του πληροφοριακού συστήματος του αποστολέα ή/και του αποδέκτη της επικοινωνίας, πρόκειται –γενικώς- για καταγραφή και λήψη από τις ανακριτικές αρχές μόνο της επικοινωνίας και όχι άλλων αποθηκευμένων δεδομένων στον υπολογιστή, το κινητό, την ταμπλέτα κλπ. Ως επικοινωνία γίνεται αντιληπτή η τηλεφωνία (κλήσεις με χρήση ήχου, εικόνας ή/και κειμένου), η ανταλλαγή μηνυμάτων (π.χ. e-mail, μηνύματα-messenger), η περιήγηση στο διαδίκτυο (surfing) και υπό μια διασταλτική ερμηνεία και η πρόσβαση στα αποθηκευμένα δεδομένα σε εφαρμογές που κάνουν χρήση του υπολογιστικού νέφους (cloud computing)[74]. Αντικείμενο δε της έρευνας είναι η επικοινωνία που διεξάγεται σε πραγματικό χρόνο (live) και βρίσκεται υπό εξέλιξη („laufende Kommunikation”)[75]· αποθηκευμένα δεδομένα επικοινωνίας που δεν είναι υπό εξέλιξη, δεν επιτρέπεται –κατ’ αρχήν- να συλλέγονται[76]. Στην εν λόγω ανακριτική πράξη εξάλλου, όπως προαναφέρθηκε, δεν υπάρχει κατά κανόνα κάποιο ενδιάμεσο στάδιο αποθήκευσης δεδομένων, παρά μόνο καταγραφή και συλλογή των δεδομένων από τις ανακριτικές αρχές μέσω διαδικτύου, ταυτόχρονα με τη διεξαγωγή της επικοινωνίας.
- Πέρα όμως από την ανωτέρω αναγκαιότητα που ήρθε να καλύψει η νέα ρύθμιση σε τεχνικό επίπεδο, στη θεωρία αλλά και στη νομολογία υπήρξε μεγάλη διχογνωμία[77] κατά πόσο μια τέτοια επιτήρηση στην πηγή είναι επιτρεπτή, όταν διενεργείται με τους κανόνες που διέπουν την κοινή επιτήρηση των τηλεπικοινωνιών. Ο σχετικός προβληματισμός τέθηκε τελικώς ενώπιον του ΟΣΔ που απεφάνθη στις ίδιες αποφάσεις με την online-ανακριτική έρευνα, ομοίως, από την μία πλευρά ότι δεν υπήρχε –μέχρι τότε- ένα σύμφωνο με τον Θεμελιώδη Νόμο νομοθετικό θεμέλιο που να επιτρέπει την εν λόγω επιτήρηση[78], από την άλλη όμως ότι η πρακτική επιτήρησης στην πηγή μέσω της εγκατάστασης σχετικού λογισμικού είναι κατ’ αρχήν συνταγματικώς ανεκτή για την προστασία εξόχως σημαντικών εννόμων αγαθών[79].
- Σύμφωνα λοιπόν με τη νέα ρύθμιση, η οποία καταστρώνεται στο άρ. 100a παρ. 1 εδ. 2 γερμ.ΚΠΔ, δηλαδή στο άρθρο που περιγράφονται γενικώς οι προϋποθέσεις διενέργειας της κοινής επιτήρησης των τηλεπικοινωνιών, η εγκατάσταση τεχνικών μέσων για την επιτήρηση και καταγραφή του πληροφοριακού συστήματος του θιγομένου είναι επιτρεπτή, μόνο εφόσον είναι αναγκαία για την επιτήρηση και καταγραφή της επικοινωνίας -ιδίως- σε αποκρυπτογραφημένη μορφή. Το μέτρο είναι επικουρικό, αφού μπορεί να διεξαχθεί μόνο εφόσον η επιτήρηση και καταγραφή δεν μπορεί να επιτευχθεί με τα κοινά μέσα επιτήρησης[80].
Στο σημείο αυτό ωστόσο, ο νόμος κάνει μιαν ενδιαφέρουσα διάκριση[81]: Επιτρέπει κατ’ εξαίρεση, μέσω του εγκατεστημένου λογισμικού, την επιτήρηση και καταγραφή και αποθηκευμένων δεδομένων επικοινωνίας, δηλαδή και εκείνων των επικοινωνιών που έχουν ήδη περατωθεί (π.χ. e-mail, αποθηκευμένα μηνύματα σε εφαρμογές όπως οι WhatsApp/messenger κλπ.). Aυτό ωστόσο επιτρέπεται υπό την προϋπόθεση, ότι τα δεδομένα αυτά μπορούν να γίνουν αντικείμενο επιτήρησης ως κρυπτογραφημένα στο δημόσιο δίκτυο τηλεπικοινωνιών. Εν ολίγοις, σε αντίθεση με όσα προαναφέρθηκαν για την αιτιολόγηση της θέσπισης της νέας ρύθμισης και την υπό εξέλιξη επικοινωνία[82], ο νομοθέτης επιτρέπει τελικά την καταγραφή και λήψη κάθε δεδομένου επικοινωνίας (υπό εξέλιξη ή μη), μέσω της εγκατάστασης λογισμικού στο πληροφοριακό σύστημα του θιγομένου. Για τον λόγο αυτό υποστηρίζεται[83] ότι η διάταξη προσεγγίζει, ως προς τον βαθμό επέμβασης στη σφαίρα του ατόμου, περισσότερο την online-ανακριτική έρευνα παρά τη συνήθη επιτήρηση των τηλεπικοινωνιών.
- Ως προς τις προϋποθέσεις διενέργειας της επιτήρησης των πηγών[84], αυτές είναι γενικώς ίδιες με την online-ανακριτική έρευνα[85]· οι πράξεις όμως για τις οποίες επιτρέπεται είναι (απλώς) βαριές[86] και σαφώς περισσότερες[87]. Κατά τα λοιπά, ισχύουν οι γενικές ρυθμίσεις για την επιτήρηση των τηλεπικοινωνιών των άρ. 100a, 100d και 100e του γερμ.ΚΠΔ.
- Από μια σύντομη επισκόπηση των ρυθμίσεων των τελευταίων άρθρων αξίζει σύντομα να γίνει μνεία στις παρακάτω προβλέψεις:
1) το λογισμικό επιτήρησης μπορεί να εγκατασταθεί στο πληροφοριακό σύστημα του κατηγορουμένου στην προδικασία ή και άλλου προσώπου, εάν ο κατηγορούμενος κάνει χρήση του συστήματος του προσώπου αυτού[88]·
2) πρέπει να διασφαλίζεται τεχνικά[89]: α) ότι η καταγραφή και η επιτήρηση θα αφορούν μόνο τα δεδομένα της επικοινωνίας, β) ότι θα προκαλούνται αλλαγές στο πληροφοριακό σύστημα μόνο στο βαθμό που αυτές είναι αναγκαίες για την λήψη των δεδομένων[90] και γ) ότι μετά το πέρας της έρευνας θα αίρονται –αν αυτό είναι εφικτό- οι εν λόγω αλλαγές[91]·
3) οι σχετικές ανακριτικές ενέργειες καταγράφονται[92]·
4) δεν συλλέγονται ούτε αξιοποιούνται δεδομένα που εντάσσονται στον πυρήνα του τρόπου διαμόρφωσης της ιδιωτικής ζωής του ατόμου[93], και
5) η διενέργεια της επιτήρησης των πηγών μπορεί να διαταχθεί, κατ’ αρχάς για χρονικό διάστημα έως τρεις μήνες[94], από δικαστήριο ή με εισαγγελική παραγγελία[95].
Δ. Σκέψεις με αφορμή τις διατάξεις αυτές ως προς το ισχύον ελληνικό δικονομικό καθεστώς
- Διατρέχοντας κανείς τις νέες ρυθμίσεις του γερμ.ΚΠΔ που παρουσιάστηκαν, αντιλαμβάνεται ότι πρόκειται για σοβαρότατες επεμβάσεις στην ιδιωτική ζωή του ατόμου· κάθε δεδομένο (αποθηκευμένο ή μη, επικοινωνίας ή μη) μπορεί μέσω της εγκατάστασης του ειδικού λογισμικού να φθάσει ψηφιακά στα χέρια των ανακριτικών αρχών. Η σημασία των εν λόγω δεδομένων στη σύγχρονη ζωή είναι τέτοια, ώστε δύσκολα μπορεί να φανταστεί κάποιος ορισμένη πτυχή της σύγχρονης πραγματικότητας, από την οικογένεια και εν γένει τις διαπροσωπικές σχέσεις, μέχρι την υγεία, την εργασία, την οικονομία, τον πολιτισμό, την πολιτική κλπ., που να μην συνδέεται με τη χρήση της τεχνολογίας και των πληροφοριακών συστημάτων[96]. Γι’ αυτό φαίνεται -εκ πρώτης όψεως- συνεπής με βάση τις σύγχρονες εξελίξεις η αναγνώριση της διασφάλισης της εμπιστευτικότητας και της ακεραιότητας των πληροφοριακών συστημάτων ως συνταγματικώς προστατευόμενο ατομικό δικαίωμα κατά τη νομολογία του γερμανικού ΟΣΔ[97].
- Οι εξελίξεις στον τεχνολογικό τομέα βέβαια διεύρυναν τόσο τα πεδία εγκληματικής δράσης[98] και τους τρόπους τέλεσης των παραδοσιακών εγκλημάτων, όσο και τις δυνατότητες της έννομης τάξης να αντιμετωπίσει ή και να προλάβει την τέλεσή τους. Οι τελευταίες δυνατότητες ωστόσο, πέρα από το ότι -όπως προαναφέρθηκε- έχουν επεκταθεί σε έναν τόσο σημαντικό τομέα της ιδιωτικής σφαίρας, αφορούν έναν ολοένα πιο διευρυμένο κύκλο θιγόμενων προσώπων· τα πρόσωπα αυτά ενδέχεται να μην έχουν καμία ανάμειξη σε εγκληματικές πράξεις. Η διερεύνηση του εγκλήματος στον χώρο των πληροφοριακών συστημάτων, όπου δραστηριοποιείται ένα, για τους σκοπούς της ποινικής δίκης, πρωτοφανές σε μέγεθος ποσοστό ατόμων (εντός/εκτός διαδικτύου), μπορεί λοιπόν να οδηγήσει σε απρόβλεπτα ανασφαλείς δρόμους για πολλούς απλούς πολίτες, με αποτέλεσμα να τίθενται σε κίνδυνο, μεταξύ άλλων, τα προσωπικά δεδομένα, το απόρρητο της επικοινωνίας, ο ιδιωτικός βίος και τελικά η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας. Οι νέες επομένως εξουσίες των ανακριτικών αρχών διαφέρουν σε σχέση με τις παραδοσιακές μεθόδους πρόληψης και καταστολής του εγκλήματος στο πεδίο των ερευνών, τόσο ποιοτικά (καταγραφή σχεδόν κάθε πτυχής της σύγχρονης ζωής) όσο και ποσοτικά (αριθμός προσώπων που θίγονται).
- Από την άλλη πλευρά βέβαια, η επιλογή του νομοθέτη εν προκειμένω να ορίσει στον γερμ.ΚΠΔ ειδικώς τις νέες ανακριτικές πράξεις που ενέχουν τόσο σοβαρές επεμβάσεις σε ατομικά δικαιώματα, αντί να επαναπαυτεί σε αμφιβόλου συνταγματικότητας αναλογικές ή διασταλτικές εφαρμογές των ήδη προβλεπόμενων ερευνών[99], αποτελεί θετικό δικαιοκρατικό βήμα.
- Στην εν λόγω νομοθετική μεταρρύθμιση πάντως αποτυπώθηκε η ανάγκη να αντιμετωπιστούν νομικά ή και άλλα προβλήματα[100] που αντιμετωπίζουν οι ανακριτικές αρχές κατά τη διερεύνηση –αλλά και πρόληψη- σοβαρών εγκλημάτων. Τα περισσότερα από αυτά τα προβλήματα ήταν άγνωστα λίγα χρόνια πριν. Στις Η.Π.Α. για παράδειγμα, είναι γνωστή η πρόσφατη νομική διαμάχη μεταξύ της πολυεθνικής εταιρίας Apple και της Κυβέρνησης των Η.Π.Α., σε σχέση με την άρνηση της πρώτης -απέναντι σε σειρά αιτημάτων του Ομοσπονδιακού Γραφείου Ερευνών (F.B.I.)- να «ξεκλειδώνει» τα κλειδωμένα κινητά τηλέφωνα δραστών· αποκορύφωμα της διαμάχης αποτέλεσε αντίστοιχη άρνηση της εταιρίας ως προς το κινητό τηλέφωνο –νεκρού- ύποπτου δράστη πολύνεκρης επίθεσης στο Σαν Μπερναρντίνο της Καλιφόρνιας[101]. Τέτοια ζητήματα μπορούν να προκύψουν πια στην πράξη και να εγείρουν μια σειρά από προβλήματα σε σχέση με το αν οι σύγχρονες ανάγκες καταπολέμησης της εγκληματικότητας μπορούν να εξυπηρετηθούν δικαιοκρατικά με το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο[102].
- Προβλήματα επίσης δημιουργούνται και στις διακρατικές σχέσεις στο πεδίο της δικαστικής συνεργασίας[103]. Πιο συγκεκριμένα, δίνεται η δυνατότητα καταγραφής και λήψης δεδομένων π.χ. στη Γερμανία ενόσω το πληροφοριακό σύστημα του χρήστη (π.χ. «έξυπνο» κινητό τηλέφωνο, φορητός υπολογιστής, ταμπλέτα) βρίσκεται στο εξωτερικό (π.χ. Ελλάδα). Με την κτήση των δεδομένων χωρίς σύμφωνη γνώμη του κράτους όπου π.χ. βρίσκεται το πληροφοριακό σύστημα, ή/και σε αντίθεση με το εσωτερικό του δίκαιο, παρακάμπτονται παραδοσιακές αρχές που διέπουν τη δικαστική συνεργασία (π.χ. locus regit actum[104]), ενώ παράλληλα αναφύονται ζητήματα αποδεικτικής αξιοποίησης των σχετικών στοιχείων αλλά και επέμβασης στην αντίστοιχη –μη εκχωρηθείσα- κρατική κυριαρχία[105]. Τα εν λόγω προβλήματα εντείνονται μάλιστα ενόψει της συμβατότητας ή μη των νέων ανακριτικών πράξεων, με συναφείς ρυθμίσεις υπερνομοθετικής ισχύος που δεσμεύουν άλλωστε και τη χώρα μας. Τέτοια παραδείγματα αποτελούν οι ρυθμίσεις στο πεδίο της δικαστικής συνδρομής μεταξύ των κρατών με βάση τα άρθρα 29-34 της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για το έγκλημα στον Κυβερνοχώρο[106], αλλά και των άρ. 30-31 για την επιτήρηση των τηλεπικοινωνιών σε άλλο κράτος-μέλος, στο πλαίσιο της σχετικής ενωσιακής οδηγίας για την Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας[107].
- Πέραν όμως των ερωτημάτων στο ευρύτερο πεδίο του διεθνούς ποινικού δικαίου[108], οι σχετικές εξελίξεις στον γερμανικό χώρο παρουσιάζουν ενδιαφέρον και για την Ελλάδα· η σημασία που έχει λάβει η χρήση των πληροφοριακών συστημάτων δεν είναι άλλωστε μόνο ζήτημα γερμανικό. Παρ’ ημίν βέβαια, ο σχετικός προβληματισμός έχει επικεντρωθεί, ως απόρροια των εγχώριων νομοθετικών επιλογών, στην αντιμετώπιση των αντίστοιχων ζητημάτων μέσα από τη διάκριση –αλλά και τη διασταύρωση- μεταξύ τηλεπικοινωνιακών[109] και προσωπικών δεδομένων[110]. Στην πρώτη περίπτωση, οι εγγυήσεις προστασίας για τον θιγόμενο είναι περισσότερες αφού για την αντίστοιχη κτήση και αξιοποίηση των σχετικών αποδεικτικών μέσων κινείται η διαδικασία άρσης του απορρήτου με βάση τις διατάξεις του εκτελεστικού του άρ. 19 παρ. 1 Σ. νόμου 2225/1994[111]. Αντιθέτως, στην περίπτωση της πρόσβασης και λήψης προσωπικών δεδομένων (ευαίσθητων/μη) από τις ανακριτικές αρχές, δεν τηρούνται σημαντικές προϋποθέσεις, ουσιαστικές (λ.χ. κατάλογος συγκεκριμένων εγκλημάτων για τα οποία επιτρέπεται να διαταχθεί η επεξεργασία των δεδομένων) αλλά και δικονομικές (λ.χ. έλεγχος από το δικαστικό συμβούλιο)[112].
- Επίσης, οι σχετικοί περιορισμοί στην επεξεργασία προσωπικών δεδομένων του ν. 2472/1997[113] -ex lege- δεν ισχύουν ως προς πεδίο των ανακριτικών ερευνών· οι σχετικές περί επεξεργασίας διατάξεις δεν εφαρμόζονται στο πλαίσιο της “απονομής δικαιοσύνης” ή της “βεβαίωσης εγκλημάτων”[114]. Ως εκ τούτου, η πρόσβαση των ανακριτικών αρχών στα προσωπικά δεδομένα δεν υπόκειται σε κανέναν συγκεκριμένο έλεγχο πέρα από την τήρηση των υφιστάμενων ρυθμίσεων που προβλέπει ο ΚΠΔ (άρ. 251 επ. ΚΠΔ). Οποιαδήποτε πάντως παράνομη κτήση προσωπικών δεδομένων (λ.χ. μέσω παράνομης κατ’ οίκον έρευνας) αντιβαίνει στη συνταγματική προστασία της πληροφοριακής αυτοδιάθεσης (άρ. 9Α Σ.)· η σχετική αποδεικτική απαγόρευση που προβλέπει το άρ. 19 παρ. 3 Σ. εφαρμόζεται και για την περίπτωση αυτή[115].
- Η σχετική με τα δεδομένα διάκριση (τηλεπικοινωνιακά / προσωπικά δεδομένα) γίνεται μάλιστα ακόμα πιο κρίσιμη ενόψει των νέων τεχνολογικών δυνατοτήτων στον τομέα των πληροφοριακών συστημάτων, αφού π.χ. ιδίως στον ηλεκτρονικό υπολογιστή, αλλά και στο «έξυπνο» κινητό τηλέφωνο βρίσκονται αποθηκευμένα τόσο προσωπικά δεδομένα (π.χ. φωτογραφίες, αρχεία που αφορούν την εργασία/υγεία του ατόμου, αρχεία που αφορούν τον σεξουαλικό προσανατολισμό, προσωπικά/ θρησκευτικά κείμενα, κλπ.) όσο και στοιχεία που αφορούν την επικοινωνία (π.χ. ιστορικό κλήσεων/ βιντεοκλήσεων, συνομιλίες μέσω της χρήσης των εφαρμογών viber, messenger, skype κλπ)· πολλά μάλιστα από τα τελευταία δεδομένα με βάση τις τεχνολογικές εξελίξεις (π.χ αποστολέας/ παραλήπτης email ή μηνύματος messenger, ηλεκτρονική διεύθυνση, ιστορικό/ χρόνος συνολικής κλήσης, επαφή/προφίλ του χρήστη skype/ viber/ facebook), μπορούν να υπαχθούν στα λεγόμενα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας[116], ήτοι σε εκείνα που δεν αφορούν στο κύριο περιεχόμενό της (εσωτερικά στοιχεία)[117]. Τα εξωτερικά βέβαια στοιχεία κατά τη νομολογία του Αρείου Πάγου δεν εμπίπτουν στο απόρρητο των επικοινωνιών (άρ. 19 παρ. 1 Σ.), παρά την εν προκειμένω αντίθετη νομολογία του ΕΔΔΑ[118]. Τα προσωπικά δεδομένα ωστόσο που είναι και τηλεπικοινωνιακά δεδομένα, υφίστανται επεξεργασία στο πλαίσιο άρσης απορρήτου των επικοινωνιών κατ’ εφαρμογή των ν. 3471/2006[119] και 3917/2011[120], όπως ισχύουν.
- Στη συνάφεια αυτή, σημαντική εξέλιξη αποτελεί η πρόσφατη κρίση της (Πολιτικής) Ολομέλειας του Αρείου Πάγου (ΟλΑΠ 1/2017), κατά την οποία το e-mail εμπίπτει στο κανονιστικό περιεχόμενου του άρ. 19 παρ. 1 Σ. για την προστασία του απορρήτου, αφού συνιστά την «σύγχρονη μορφή των επιστολών»[121]. Αυτή η προστασία όμως ισχύει «μόνο κατά το στάδιο της επικοινωνίας» [122] και όχι όταν το e-mail έχει εκτυπωθεί ή είναι αποθηκευμένο στον υπολογιστή του χρήστη. Στην τελευταία περίπτωση δεν εφαρμόζεται η διαδικασία της άρσης του απορρήτου κατά τον ν. 2225/1994 και των άλλων συναφών ρυθμίσεων, όπως ακριβώς συμβαίνει και στην περίπτωση της πρόσβασης στα αποθηκευμένα αρχεία στον σκληρό δίσκο του υπολογιστή[123]· «από το χρονικό σημείο λήξης της επικοινωνίας και έπειτα κάθε στοιχείο (μήνυμα και εξωτερικά στοιχεία) μπορεί να εμπίπτει στο ρυθμιστικό πεδίο της συνταγματικής προστασίας της ιδιωτικής ζωής και των προσωπικών δεδομένων (άρθρα 9 και 9 Α του Συντάγματος, αντιστοίχως), αλλά δεν καλύπτεται πλέον από την συνταγματική προστασία του απορρήτου»[124].
- Επομένως, με τη λήξη της επικοινωνίας, παύει η προστασία του απορρήτου. Aυτό συμβαίνει κατά το Ακυρωτικό, μόλις ο παραλήπτης λάβει γνώση του περιεχομένου του μηνύματος· στην περίπτωση αυτή, τόσο το περιεχόμενο (εν προκειμένω του e-mail) όσο και τα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας δεν προστατεύονται από τις διατάξεις περί απορρήτου[125], άρα δεν εφαρμόζεται ως προς αυτά ο ν. 2225/1994 και το σχετικό π.δ. 47/2005[126].
- Από τη δικαστηριακή πρακτική, πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι:
α) Το Ακυρωτικό έχει αντιμετωπίσει ως αρχείο προσωπικών δεδομένων, κατά τις διατάξεις του ν. 2472/1997, τα «έξυπνα κινητά τηλέφωνα» (smartphones)· σύμφωνα με τον Άρειο Πάγο (ΑΠ 474/2016), τα αρχεία τους αποτελούν διαρθρωμένο «σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια και τα οποία μπορούν να τύχουν επεξεργασίας»[127].
β) Στο βούλευμα του ΣυμβΠλημμΑθ 613/2016[128] κρίθηκε ότι για την ανεύρεση δεδομένων αποθηκευμένων σε υπολογιστικό νέφος (cloud storage)[129] πρέπει να τηρηθεί –εν προκειμένω κατ’ άρ. 253Α ΚΠΔ- η διαδικασία άρσης του απορρήτου, με το σκεπτικό ότι ο χρήστης δεν έχει άμεση πρόσβαση στα αποθηκευμένα αρχεία προς χρήση[130].
- Πέραν αυτών όμως, στην προβληματική της πρόσβασης των ανακριτικών αρχών στα πληροφοριακά συστήματα προστίθενται και οι τρέχουσες εξελίξεις στον τομέα της προστασίας των προσωπικών δεδομένων αλλά και των δεδομένων επικοινωνίας στον ενωσιακό χώρο· τόσο σε νομολογιακό όσο και σε νομοθετικό επίπεδο.
- Σε νομολογιακό επίπεδο, η ενσωματωθείσα με τον ν. 3917/2011[131] οδηγία 2006/24/ΕΚ για την επεξεργασία δεδομένων στον τομέα τηλεπικοινωνιών για τους σκοπούς της ποινικής δίκης[132] κρίθηκε από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) ανίσχυρη[133], ως αντίθετη στα άρ. 7[134] και 8[135] του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΧΘΔΕΕ). Επίσης, το Δικαστήριο του Λουξεμβούργου σε πρόσφατη απόφασή του[136] έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι είναι ασύμβατη με το ενωσιακό δίκαιο (άρ. 7, 8, 11[137] ΧΘΔΕΕ) εθνική ρύθμιση που δεν περιορίζει την επεξεργασία δεδομένων θέσης και κίνησης, δηλαδή εξωτερικών δεδομένων επικοινωνίας[138], μόνο σε σοβαρά εγκλήματα. Εξίσου ασύμβατη με το ενωσιακό δίκαιο είναι αντίστοιχη εθνική ρύθμιση που δεν προβλέπει για την εν λόγω επεξεργασία προηγούμενο δικαστικό έλεγχο[139].
- Σε νομοθετικό επίπεδο διαμορφώνεται ένα διευρυμένο πλέγμα προστασίας με την νέα οδηγία ΕΕ 2016/680[140] για την προστασία του ατόμου από επεξεργασία δεδομένων στον τομέα ιδίως της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων[141].
- Τέλος, συναφής είναι και προβληματική της εναρμόνισης σε επίπεδο δικαιοταξίας του Συμβουλίου της Ευρώπης[142], ενόψει της νομολογίας του ΕΔΔΑ για τη διασφάλιση του άρ. 8 παρ. 1 ΕΣΔΑ (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής) σε συνδυασμό με την εφαρμογή της παρ. 2 του ίδιου άρθρου περί θεμιτής επέμβασης της δημόσιας αρχής, εφόσον αυτή προβλέπεται με εθνικό νόμο και αποτελεί μέτρο αναγκαίο μεταξύ άλλων, για την εθνική/δημόσια ασφάλεια, την προάσπιση της τάξης και την πρόληψη ποινικών αδικημάτων[143]. Mε βάση πρόσφατη απόφαση της ευρείας συνθέσεως του ΕΔΔΑ[144], οποιαδήποτε εθνική νομοθεσία προβλέπει επέμβαση στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή, για τους σκοπούς του άρ. 8 παρ. 2, ειδικώς στις περιπτώσεις μυστικών ανακριτικών πράξεων επιτήρησης (secret surveillance measures), για να είναι σύμφωνη με το άρ. 8 ΕΣΔΑ, πρέπει μεταξύ άλλων: 1) να παρέχει ικανοποιητική προστασία στον θιγόμενο σε σχέση με οποιαδήποτε αυθαίρετη επέμβαση στην ιδιωτική του ζωή[145], 2) να παρέχει στους πολίτες επαρκείς ενδείξεις για τις περιστάσεις/συνθήκες που οι δημόσιες αρχές νομιμοποιούνται να προβούν σε μέτρα επιτηρήσεων[146], 3) να εμπεριέχει σαφείς κανόνες για την αποθήκευση, τη χρήση και τη διάδοση των συλλεγόμενων δεδομένων[147] και 4) να παρέχει τη δυνατότητα για αποτελεσματική επανόρθωση της θέσης του θιγομένου με ένδικα βοηθήματα σε περιπτώσεις που δεν κινήθηκε ποινική διαδικασία σε βάρος του[148].
Ε. Επίλογος
- Συνοψίζοντας, το ελληνικό νομικό πλαίσιο διεξαγωγής ανακριτικών ερευνών ως προς τα πληροφοριακά συστήματα[149] θα πρέπει –αν όχι να μεταρρυθμιστεί- σίγουρα να επανεξεταστεί υπό το φως της αποτελεσματικής προστασίας των προσβαλλόμενων ατομικών δικαιωμάτων, όχι μόνο λόγω των τεχνολογικών εξελίξεων, αλλά ειδικότερα των εγγυήσεων που απαιτούνται από τις σχετικές υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις, στον ενωσιακό χώρο και στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Κατά την εξέταση αυτή είναι χρήσιμη τόσο σε νομοθετικό όσο και σε επίπεδο δικαστηριακής πρακτικής, η παρακολούθηση της εφαρμογής του νέου θεσμικού πλαισίου στη Γερμανία σε σχέση με τις αντίστοιχες ανακριτικές ενέργειες. Οι πρωτοφανείς πάντως για τα δεδομένα της ποινικής δίκης επεμβάσεις στα ατομικά δικαιώματα απαιτούν αντίστοιχες δικονομικές εγγυήσεις[150], από τη στιγμή που οι προληπτικές/κατασταλτικές κρατικές ενέργειες δεν είναι πάντα από μόνες τους θετικές/αρνητικές, αλλά κρίνονται από τις προϋποθέσεις διεξαγωγής τους[151]. Το γερμ. Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο, στην απόφαση που προαναφέρθηκε [BVerfGE 141, 220 – 378 (της 20.04.2016)], έκρινε πάντως σχετικώς τα εξής: Η δυνατότητα καταγραφής και λήψης των στοιχείων που αφορούν την ιδιωτική ζωή του ατόμου, μέσω της μυστικής εγκατάστασης ειδικού λογισμικού επιτήρησης στο πληροφοριακό σύστημα, συνιστά επέμβαση στον χώρο προστασίας του δικαιώματος στη διασφάλιση της εμπιστευτικότητας και ακεραιότητας στα πληροφοριακά συστήματα· η επέμβαση αυτή, ως προς τον βαθμό προσβολής των δικαιωμάτων του ατόμου, είναι συγκρίσιμη μόνο με την παραβίαση του ασύλου της κατοικίας[152].
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] „Gesetz zur effektiveren und praxistauglicheren Ausgestaltung des Strafverfahrens“, BGBl. I 2017 (58) σελ. 3202 επ. Σε ισχύ από τις 24.08.2017 σύμφωνα με το άρ. 18 παρ. 1 του νόμου. Ο νόμος είναι προσπελάσιμος διαδικτυακά σε: https://www.bgbl.de/xaver/bgbl/start.xav?startbk=Bundesanzeiger_BGBl&start=//*[@attr_id=%27bgbl117s3202.pdf%27]#__bgbl__%2F%2F*%5B%40attr_id%3D%27bgbl117s3202.pdf%27%5D__1509225831666 (τελευταία επίσκεψη: 28.10.2017).
[2] Όπως λ.χ. την πρόβλεψη της δυνατότητας οπτικοακουστικής καταγραφής της εξέτασης του κατηγορουμένου στην προδικασία („Beschuldigten”) [Σε ισχύ από 01.01.2020 σύμφωνα με το άρ. 18 παρ. 2 του νόμου.], ή την διεύρυνση της αξιοποίησης γενετικού υλικού (DNA) κατά τη διεξαγωγή ελέγχων διασταύρωσης DNA σε συγκεκριμένες ομάδες προσώπων („DNA-Reihenuntersuchungen”). Για μια επισκόπηση των νομοθετικών αυτών αλλαγών στον χώρο του γερμ.ΚΠΔ, βλ. Singelstein/Derin, Das Gesetz zur effektiveren und praxistauglicheren Ausgestaltung des Strafverfahrens. Was aus der StPO-Reform geworden ist, NJW 70 (2017), σελ. 2646 επ.
[3] Ο όρος online έχει αποδοθεί από τον νομοθέτη –σε ορισμένες περιπτώσεις- στα ελληνικά, με διαφορετικά επίθετα, αντίστοιχα επιρρήματα ή περιφραστικώς. Βλ. ενδεικτικώς από την ελληνική αλλά μη ποινική νομοθεσία: [i] με το επίθετο επιγραμμικός, π.χ. άρ. 3 περ. ιστ’ ν. 4481/2017 [«…για την παροχή μιας επιγραμμικής (online) υπηρεσίας»]· άρ. 15 παρ. 3 περ. βγ’ π.δ. 122/2017 [«…με εξωτερικά δίκτυα και επιγραμμικές (on-line) εφαρμογές λογισμικού»]· άρ. 14 παρ. 3 περ. γγ’ π.δ. 105/2014 [«…με εξωτερικά δίκτυα και επιγραμμικές (on-line) εφαρμογές λογισμικού»] και άρ. 25 παρ. 3 περ. γστ’ αντιστοίχως [«…και επιγραμμική (on-line) διάθεση πάσης φύσεως ηλεκτρονικών τεκμηρίων»]. [ii] με το επίθετο ηλεκτρονικός, π.χ. στο άρ. 9 παρ. 3 δ περ. δδ π.δ. 106/2014 [«…παροχής ηλεκτρονικών υπηρεσιών προς τον Πολίτη (on-line υπηρεσίες προς το κοινό κ.α.)»]. [iii] με το επίθετο διαδικτυακός, π.χ. στο άρ. 17 παρ. 1δ περ. ββ’ ν. 4465/2017 [«…περιλαμβανομένων των διαδικτυακών (online) πληρωμών»]. [iv]. περιφραστικώς ως άμεση προσπέλαση κατά το άρ. 1 περ. α’ π.δ. 317/1984 [«…και ειδικότερα στην ανάλυση και προγραμματισμό και σε συστήματα άμεση προσπέλασης (on-line)»].
[4] Οι τελευταίες ανακριτικές πράξεις, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες ρυθμίσεις του νέου νόμου οι οποίες έγιναν αντικείμενο μακράς επεξεργασίας και διαλόγου από την αρμόδια επιτροπή για τη μεταρρύθμιση της γερμανικής ποινικής δίκης, ενσωματώθηκαν στο υπό ψήφιση νομοσχέδιο με τροπολογία („Änderungsantrag“) προς το τέλος της κυβερνητικής θητείας, λίγο πριν τις ομοσπονδιακές βουλευτικές εκλογές του περασμένου Σεπτεμβρίου. Βλ. Singelstein/Derin, όπ. παρ. σελ. 2652· Beukelmann, Online-Durchsuchung und Quellen-TKÜ, NJW-Spezial 2017, σελ. 440· Βlechschmitt, Zur Einführung von Quellen-TKÜ und Online-Durchsuchung, StraFo 2017, σελ. 361· από τον ηλεκτρονικό τύπο, βλ. ενδεικτικώς το άρθρο της Frankfurter Allgemeine Zeitung (22.06.2017), Bundestrojaner : Durch die Hintertür zur Online-Überwachung, προσπελάσιμο διαδικτυακά σε: http://www.faz.net/aktuell/politik/online-durchsuchung-quellen-tkue-bundestrojaner-wird-gesetz-15071053.html (τελευταία επίσκεψη: 28.10.2017).
[5] Ή εν συντομία „Quellen-TKÜ“.
[6] Βλ. για τον ορισμό των πληροφοριακών συστημάτων στο άρ. 13 περ. η’ ΠΚ, όπως ισχύει μετά την ενσωμάτωση με το άρ. δεύτερο του ν. 4411/2016 (ΦΕΚ Α’ 142/03.08.2016) αντίστοιχης οδηγίας της ΕΕ (2013/40/ΕΕ), για τις επιθέσεις σε συστήματα πληροφοριών. Σύμφωνα με τον ορισμό του νόμου: «Πληροφοριακό σύστημα είναι συσκευή ή ομάδα διασυνδεδεμένων ή σχετικών μεταξύ τους συσκευών, εκ των οποίων μία ή περισσότερες εκτελούν, σύμφωνα με ένα πρόγραμμα, αυτόματη επεξεργασία ψηφιακών δεδομένων, καθώς και τα ψηφιακά δεδομένα που αποθηκεύονται, αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας, ανακτώνται ή διαβιβάζονται από την εν λόγω συσκευή ή την ομάδα συσκευών με σκοπό τη λειτουργία, τη χρήση, την προστασία και τη συντήρηση των συσκευών αυτών.». Ομοίως, κατά τη νέα περ. θ’ ΠΚ: «Ψηφιακά δεδομένα είναι η παρουσίαση γεγονότων, πληροφοριών ή εννοιών σε μορφή κατάλληλη προς επεξεργασία από πληροφοριακό σύστημα, συμπεριλαμβανομένου προγράμματος που παρέχει τη δυνατότητα στο πληροφοριακό σύστημα να εκτελέσει μια λειτουργία».
[7] Βλ. για την αιτιολόγηση της ρύθμισης στην έκθεση της αρμόδιας ομοσπονδιακής κοινοβουλευτικής επιτροπής, ΒΤ-Drs. 18/12785, σελ. 46, προσπελάσιμη διαδικτυακά σε: http://dipbt.bundestag.de/dip21/btd/18/127/1812785.pdf (τελευταία επίσκεψη: 28.10.2017).
[8] Για τη δυσκολία ορισμού της έννοιας του πληροφοριακού συστήματος και τον σχετικό προβληματισμό, βλ. Ηauser, Das IT-Grundrecht, 2015, σελ. 71 επ.
[9] Βλ. πάντως για τη σχετική διάκριση μεταξύ συγκαλυμμένου („verdeckt“) και μυστικού („heimlich“) χαρακτήρα, Bratke, Die Quellen-Telekommunikationsüberwachung im Strafverfahren, 2013, σελ. 17, υποσημ. 12. Στην αιτιολόγηση των νέων πάντως ρυθμίσεων χρησιμοποιούνται εναλλακτικά και οι δύο όροι. Βλ. σχετικώς ΒΤ-Drs. 18/12785, όπ. παρ., σελ. 46 επ.
[10] Eιδικά ως προς την online-ανακριτική έρευνα υποστηρίχθηκε πρόσφατα ότι αποτελεί πλέον την πιο σοβαρή ανακριτική πράξη στον γερμ.ΚΠΔ. Έτσι οι Singelstein/Derin, όπ. παρ., σελ. 2647.
[11] ΒΤ-Drs. 18/12785, όπ. παρ., σελ. 46· βλ. και Sieber, Stellungnahme zu dem Fragenkatalog des Bundesverfassungsgerichts in dem Verfahren 1 BvR 370/07 zum Thema der Online-Durchsuchungen, σελ. 2, προσπελάσιμη διαδικτυακά σε: https://www.mpicc.de/files/pdf1/bverfg-sieber-1-endg.pdf (τελευταία επίσκεψη: 28.10.2017).
[12] Για τη σύνθετη προβληματική της πρόσβασης στο e-mail ιδίως σε σχέση με τα στάδια αποθήκευσής του, βλ. πάντως –πριν την ψήφιση του νέου νόμου- Zimmermann, Der strafprozesualle Zugriff auf E-Mails, JA 2014, σελ. 321 επ. και ιδίως σελ. 323· Kudlich, Strafverfolgung im Internet, GA 2011, σελ. 201-203 και 205-206· Wοlter/Greco, σε: SK-StPO/ § 100a, Band II, 5. Auflage, 2016, σελ. 167, πλαγιάρ. 32 επ., με περαιτέρω παραπομπές.
[13] Όπως λ.χ. στην εσωτερική μνήμη ή σε εξωτερική κάρτα μνήμης που συνδέεται με «έξυπνο» κινητό τηλέφωνο (smartphone).
[14] Η πρόσβαση άλλωστε στο υπό διερεύνηση υλικό είναι δυνατή ακόμα και αν το τελευταίο βρίσκεται αποθηκευμένο π.χ. σε υπολογιστή στο εξωτερικό. Βλ. Sieber, όπ. παρ., σελ. 2.
[15] Βλ. σχετικώς Bratke, όπ. παρ., σελ. 90 επ.· Gudermann, Online-Durchsuchung im Lichte des Verfassungsrechts, 2010, σελ. 22-23. Tο λογισμικό αυτό, ακριβώς επειδή εξαπατά τον χρήστη, αφού ο τελευταίος δεν έχει γνώση της λειτουργίας που επιτελεί εν τέλει το σύστημά του, χαρακτηρίζεται κακόβουλο (malware) και μάλιστα με τον γνωστό όρο της πληροφορικής trojan/trojan horse που αναφέρεται στον δούρειο ίππο, δηλαδή στο μυστικό τέχνασμα του Οδυσσέα που οδήγησε στην πτώση της Τροίας. Βλ. σχετικώς, Blechschmitt, όπ. παρ., σελ. 361· Singelstein, Hacken zur Strafverfolgung? Gefahren und Grenzen der strafprozessualen Online-Durchsuchung (ημερ. δημοσίευσης: 02.07.2017), προσπελάσιμο διαδικτυακά σε: http://verfassungsblog.de/hacken-zur-strafverfolgung-gefahren-und-grenzen-der-strafprozessualen-online-durchsuchung/ (τελευταία επίσκεψη: 28.10.2017).
[16] Για τους κινδύνους που κρύβει μια τέτοια μέθοδος για τα πληροφοριακά συστήματα (ιδίως άσχετων τρίτων), βλ. Blechschmitt, όπ. παρ., σελ. 362-363.
[17] Για τις μεθόδους εγκατάστασης του λογισμικού στην online-ανακριτική έρευνα και στην επιτήρηση των πηγών μιας τηλεπικοινωνίας, βλ. αντιστοίχως Gudermann, όπ. παρ., σελ. 29 επ.· Kohlmann, Online-Durchsuchungen und andere Maßnahmen mit Technikeinsatz, 2011 σελ. 23 επ.· Bratke, όπ. παρ., σελ. 95 επ.
[18] BT-Drs. 18/12785, όπ. παρ., σελ. 52.
[19] Βλ. και Blechschmitt, όπ. παρ., σελ. 365.
[20] Βλ. σχετικώς BT-Drs. 18/12785, όπ. παρ., σελ. 52.
[21] Διαφορετικά, τα αντιγραμμένα αρχεία αποθηκεύονται προσωρινά στο σύστημα του χρήστη, μέχρι εκείνος να συνδεθεί στο διαδίκτυο: Μετά τη σύνδεση τα αντιγραμμένα αρχεία φθάνουν διαδικτυακά στις ανακριτικές αρχές και διαγράφονται από το σύστημα του θιγομένου. Το τελευταίο αυτό στάδιο αποθήκευσης συναντάται μόνο στην online-ανακριτική έρευνα και όχι στην επιτήρηση των πηγών μιας τηλεπικοινωνίας, καθώς η εν λόγω επιτήρηση αφορά αποκλειστικά δεδομένα επικοινωνίας σε πραγματικό χρόνο (live). Βλ. Bratke, όπ. παρ., σελ. 51-52.
[22] Για τις μεθόδους απεγκατάστασης βλ. Βratke, όπ. παρ., σελ. 102-104.
[23] Έτσι ο Bratke, ο οποίος θεωρεί την online-ανακριτική έρευνα ως γενικότερη έννοια η οποία με τη σειρά της διακρίνεται αφενός στον εφ’ άπαξ τελούμενο online-έλεγχο („online-Durchsicht“) και αφετέρου στην οnline-επιτήρηση („online-Überwachung“). Η τελευταία διεξάγεται για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, επιτρέποντας στις ανακριτικές αρχές τη συλλογή και λήψη δεδομένων σε αντίστοιχα μεγαλύτερο βαθμό σε σχέση με τον εφ’ άπαξ έλεγχο. Βλ. σχετικώς Bratke, όπ. παρ., σελ. 49-50. Αντιθέτως ο Sieber, όπ. παρ., σελ. 2-3, θεωρεί την online-ανακριτική έρευνα και την online-επιτήρηση υποκατηγορίες της οnline-πρόσβασης („online-Zugriff“) σε δεδομένα.
[24] Επί ποινή ακυρότητας εντός τριών ημερών έπειτα από πρόταση του εισαγγελέα. Για την όλη διαδικασία βλ. άρ. 100e παρ. 2 γερμ.ΚΠΔ.
[25] Προβλέπεται επίσης δυνατότητα ανανέωσης της ισχύος της διάταξης, αλλά κάθε φορά για όχι περισσότερο από ένα μήνα. Σε περίπτωση δε που το συνολικό χρονικό διάστημα ξεπεράσει τους έξι μήνες, η συνέχιση της έρευνας επαφίεται στην κρίση του αρμόδιου εφετείου (Οberlandesgericht). H έρευνα συνεχίζεται μόνο εφόσον εξακολουθούν να πληρούνται οι απαιτούμενες από τον νόμο προϋποθέσεις –βλ. κατωτέρω στο παρόν- λαμβάνοντας υπόψη και τα ήδη υπάρχοντα ευρήματα.
[26] Κάτα τον Sieber, όπ. παρ., σελ. 15.
[27] Για την αποθήκευση στη λανθάνουσα μνήμη (Cache-Speicher) κλπ., βλ. Bratke, όπ. παρ., σελ. 50.
[28] Sieber, όπ. παρ., σελ. 2-3· Bratke, όπ. παρ., σελ. 50.
[29] Διευκρινίζεται βέβαια ότι ο νόμος δεν προβλέπει τέτοια επιτήρηση, ενώ κάτι αντίστοιχο είχε θεωρηθεί στο παρελθόν μη επιτρεπτό σύμφωνα με δηλώσεις κρατικών αρχών. Βλ. Sieber, όπ., παρ., σελ. 3 και Bratke, όπ. παρ., σελ. 51, με παραπομπή σε δηλώσεις του γερμανικού Υπουργείου Εσωτερικών.
[30] Το γερμ. Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο έχει δεχθεί σχετικώς ότι η περιήγηση (surfing) και εισαγωγή δεδομένων προς αναζήτηση στο διαδίκτυο υπάγεται στην έννοια της τηλεπικοινωνίας του άρ. 100a γερμ.ΚΠΔ. Βλ. στην BVerfG, Beschluss vom 6.7.2016 – 2 BvR 1454/13. Βλ. ιδίως πλαγιάρ. 29, 32, 37-38, 47 της απόφασης, η οποία είναι προσπελάσιμη διαδικτυακά σε: http://www.bundesverfassungsgericht.de/SharedDocs/Entscheidungen/DE/2016/07/rk20160706_2bvr145413.html (τελευταία επίσκεψη: 28.10.2017). Βλ. πάντως τις αντίθετες στην απόφαση παρατηρήσεις του Eidam, ΝJW 69 (2016), σελ. 3511-3512. Για την κριτική της διεξαγωγής της επιτήρησης της περιήγησης στο διαδίκτυο με βάση το άρ. 100a γερμ.ΚΠΔ, βλ. ιδίως Albrecht/Braun, Die strafprozessuale Überwachung des Surfverhaltens. Zugleich Anmerkung zu LG Ellwangen, Beschl. v. 28.05.2013 - 1 Qs 130/12, HRRS 2013, σελ. 500 επ.· Wolter/Greco, σε: SK-StPO/ § 100a, όπ. παρ., σελ. 167, πλαγιάρ. 31a, με περαιτέρω παραπομπές.
[31] Για την έννοια και τις επιμέρους διακρίσεις των κεκαλυμμένων ανακριτικών δραστηριοτήτων, βλ. αντί πολλών von Stetten, Beweisverwertung beim Einsatz Verdeckter Ermittler, 1999, σελ. 25 επ.
[32] Για τη χρήση του διαδικτύου ως μέσου στις κεκαλυμμένες δραστηριότητες, π.χ. σε περιπτώσεις εγκλημάτων κατά της γενετήσιας αυτοδιάθεσης ανηλίκων, βλ. τη σχετική απόφαση του Ελβετικού Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου (Bundesgericht) BGE 143 IV 27, για την περίπτωση συμμετοχής αστυνομικών σε συνομιλίες σε διαδικτυακό φόρουμ, προσπελάσιμη διαδικτυακά σε: https://www.bger.ch/ext/eurospider/live/de/php/clir/http/index.php?lang=de&type=highlight_simple_query&page=1&from_date=&to_date=&from_year=1954&to_year=2017&sort=relevance&insertion_date=&from_date_push=&top_subcollection_clir=bge&query_words=BGE+143+IV+27&part=all&de_fr=&de_it=&fr_de=&fr_it=&it_de=&it_fr=&orig=&translation=&rank=1&highlight_docid=atf%3A%2F%2F143-IV-27%3Ade&number_of_ranks=2&azaclir=clir (τελευταία επίσκεψη: 27.10.2017).
[33] Βrodowski, Verdeckte technische Überwachungsmaßnahmen im Polizei- und Strafverfahrensrecht, 2016, σελ. 210, με περαιτέρω παραπομπές· Wοlter/Greco, σε: SK-StPO/ § 100a, όπ. παρ. σελ. 166, πλαγιάρ. 31, με περαιτέρω παραπομπές.
[34] Βλ. αναλυτικώς άρ. 20k παρ. 1 BKAG. Πρόκειται για τη σωματική ακεραιότητα, τη ζωή ή την ελευθερία κάποιου προσώπου, αλλά και για έννομα αγαθά του κοινωνικού συνόλου, των οποίων η προσβολή απειλεί τα θεμέλια ή την υπόσταση του κράτους ή τα θεμέλια της ύπαρξης του ανθρώπου
[35] Βλ. σχετικώς την BVerfG, Beschluss vom 20.04.2016 – 1 BvR 966/09, 1 BvR 1140/09, προσπελάσιμη σε:https://www.bundesverfassungsgericht.de/SharedDocs/Entscheidungen/DE/2016/04/rs20160420_1bvr096609.html (τελευταία επίσκεψη: 28.10.2017). Πρόκειται για παραβιάσεις του Θεμελιώδους Νόμου που αφορούν: το δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας (άρ. 2 παρ. 1) σε συνδυασμό με την προστασία της αξίας του ανθρώπου (άρ. 1 παρ. 1), το απόρρητο των τηλεπικοινωνιών (άρ. 10 παρ. 1), την προστασία του ασύλου της κατοικίας (άρ. 13 παρ. 1 και 3) και το δικαίωμα δικαστικής προστασίας (άρ. 19 παρ. 4).
[36] Βλ. BVerfG, Beschluss vom 27.02.2008, 1BvR 370/07, ιδίως πλαγιάρ. 207 επ., προσπελάσιμη σε: http://www.bundesverfassungsgericht.de/SharedDocs/Entscheidungen/DE/2008/02/rs20080227_1bvr037007.html (τελευταία επίσκεψη: 28.10.2017). Για το κρατίδιο της Βαυαρίας, βλ. Gudermann, όπ. παρ. σελ. 62-65. Για την προληπτική επιτήρηση των ηλεκτρονικών επικοινωνιών με βάση παλαιότερη απόφαση του γερμ. Συνταγματικού Δικαστηρίου, βλ. Τζαλαβρά, Η προληπτική παρακολούθηση των ηλεκτρονικών τηλεπικοινωνιών. Με αφορμή την απόφαση του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της 27.7.2005, ΠοινΧρ ΝΖ΄ (2007), σελ. 565 επ.
[37] Bλ. όμως τις αυστηρές προϋποθέσεις που όρισε το Συνταγματικό Δικαστήριο στην απόφασή του, όπ. παρ., ιδίως πλαγιάρ. 246 επ.
[38] Για το απαραβίαστο της αξίας του ανθρώπου.
[39] Bλ. BVerfG, Beschluss vom 27.02.2008, 1BvR 370/07, όπ. παρ. πλαγιάρ., 166-167. Για το εν λόγω συνταγματικό δικαίωμα [στη γερμανική θεωρία γνωστό επίσης ως «δικαίωμα σε υπολογιστές» („Computergrundrecht“) ή «πληροφορικό δικαίωμα» („IT-Grundrecht“)] και το κανονιστικό του περιεχόμενο, βλ. αντί πολλών, Hauser, Das IT-Grundrecht, 2015, όπ. παρ., ιδίως σελ. 46 επ.
[40] BVerfG, Beschluss vom 27.02.2008, 1BvR 370/07, όπ. παρ., ιδίως πλαγιάρ. 198, 200, 309, 316.
[41] Ομοίως, πλαγιάρ. 203.
[42] Ομοίως.
[43] Ομοίως, πλαγιάρ. 207 επ. Τις προϋποθέσεις αυτές δεν πληρούσε, κατά το γερμ. ΟΣΔ, ο εν λόγω νόμος του κρατιδίου της Ρηνανίας-Βεστφαλίας, και για τούτο κρίθηκε αντισυνταγματικός.
[44] Βλ. σχετικώς άρ. 100b παρ. 1 γερμ.ΚΠΔ.
[45] Για τη σχετική κριτική στον κατάλογο των εγκληματικών πράξεων, βλ. Blechschmitt, όπ. παρ., σελ. 364, με περαιτέρω παραπομπές.
[46] Βλ. αναλυτικώς στο άρ. 100b παρ. 2 γερμ.ΚΠΔ. Πρόκειται συνολικά για 19 ομαδοποιημένες περιπτώσεις εγκλημάτων, τα οποία περιλαμβάνονται στον γερμ. Π.Κ. (όλως ενδεικτικώς εσχάτη προδοσία, παραβίαση μυστικών της Πολιτείας ή διακινδύνευση της εξωτερικής ασφάλειας της χώρας, σύσταση/ διεύθυνση/ συμμετοχή σε εγκληματική ή τρομοκρατική οργάνωση, διακεκριμένες πλαστογραφίες, εγκλήματα κατά της γενετήσιας αυτοδιάθεσης, κάτοχη/ κτήση/ διακίνηση παιδικής πορνογραφίας, ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, αρπαγή, εμπορία ανθρώπων, εξαναγκασμός σε πορνεία ή εργασία, κλοπή από περισσότερους που έχουν ενωθεί για να διαπράττουν κλοπές ή ληστείες, διακεκριμένες περιπτώσεις ληστείας/ θανατηφόρα ληστεία, ληστρική εκβίαση, αποδοχή και διάθεση προϊόντων εγκλήματος κατ’ επάγγελμα, διακεκριμένες περιπτώσεις νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, διακεκριμένες περιπτώσεις δωροδοκίας/ δωροληψίας υπαλλήλου κλπ.), στον νόμο για τη χορήγηση ασύλου (Asylgesetz), στον νόμο για τη διαμονή, εργασία και ενσωμάτωση των αλλοδαπών (Αufenhaltsgesetz), στον νόμο περί ναρκωτικών (Betäubungsmittelgesetz), στον νόμο για τα στρατιωτικά όπλα (Gesetz über die Kontrolle von Kriegswaffen), στον Κώδικα Διεθνούς (Ανθρωπιστικού) Ποινικού Δικαίου (Völkerstrafgesetzbuch) και στον νόμο περί όπλων (Waffengesetz).
[47] Σύμφωνα μάλιστα με το άρ. 100e παρ. 3 περ. 6 γερμ.ΚΠΔ, στη σχετική εντολή που διατάσσει την online-ανακριτική έρευνα πρέπει προσδιορίζεται όσο το δυνατόν ακριβέστερα το πληροφοριακό σύστημα από το οποίο θα ληφθούν τα δεδoμένα.
[48] Βλ. σχετικώς για τις εν λόγω εξαιρέσεις άρ. 100b παρ. 3 γερμ.ΚΠΔ.
[49] Βλ. ΒΤ-Drs. 18/12785, όπ. παρ., σελ. 48.
[50] Βλ. όμως παρ’ ημίν το άρ. 253Α παρ. 1 περ. δ’ ΚΠΔ, που επιτρέπει την καταγραφή δραστηριότητας ή άλλων γεγονότων με χρήση οπτικοακουστικών μέσων κλπ. εκτός κατοικίας· Δαλακούρας, Οι ειδικές ανακριτικές πράξεις του άρθρ. 6 του Ν. 2928/2001, ΠοινΧρ ΝΑ΄ (2001), σελ. 1028-1029· Ναΐντος, Ειδικές ανακριτικές πράξεις: Επίκαιρα ζητήματα, ΠοινΧρ ΞΖ΄ (2017), σελ. 493, υποσημ. 16· Σάμιος, Ανακριτικές πράξεις επί εγκληματικών οργανώσεων, ΠοινΧρ ΝΑ΄ (2001), σελ. 1044.
[51] Βλ. άρ. 100e παρ. 5 γερμ.ΚΠΔ.
[52] Βλ. άρ. 100d παρ. 3 γερμ.ΚΠΔ.
[53] Βλ. BT-Drs. 18/12785, όπ. παρ., σελ. 47. Η έρευνα μάλιστα, κατά τον νόμο, δεν μπορεί να διεξαχθεί όταν συλλέγονται ως επί το πλείστον στοιχεία που αφορούν τον παραπάνω πυρήνα. Σε κάθε περίπτωση βέβαια, αν ληφθούν τέτοια στοιχεία κατά τη διενέργεια της ανακριτικής πράξης, οι σχετικές καταγραφές και τα αντίστοιχα ευρήματα διαγράφονται χωρίς υπαίτια καθυστέρηση· το γεγονός της σχετικής λήψης και διαγραφής καταγράφεται (βλ. άρ. 100d παρ. 1-2 γερμ.ΚΠΔ). Σε περίπτωση πάντως αμφιβολίας περί δυνατότητας αξιοποίησης του αποδεικτικού υλικού αποφασίζει σχετικώς το δικαστήριο που διέταξε την έρευνα.
[54] Άρ. 100d παρ. 5 γερμ.ΚΠΔ. Η ρύθμιση ισχύει και για την ηχητική επιτήρηση του χώρου κατοικίας.
[55] Bλ. και Wolter, σε: SK-StPO/ § 100c, όπ. παρ., σελ. 239, πλαγιάρ. 82.
[56] Κατ’ άρ. 53 γερμ.ΚΠΔ. Βλ. όμως και άρ. 53a γερμ.ΚΠΔ.
[57] Η αποδεικτική απαγόρευση είναι σχετική, γιατί τα συλλεγέντα στοιχεία της online-ανακριτικής έρευνας μπορούν τελικά να αξιοποιηθούν και σε αυτές περιπτώσεις, όταν η σημασία της συγκεκριμένης σχέσης εμπιστοσύνης δεν τελεί σε αναλογία με το ενδιαφέρον της πολιτείας για την εξιχνίαση της υπόθεσης ή την έρευνα του τόπου διαμονής του κατηγορουμένου στην προδικασία. Αποδεικτική αξιοποίηση του υλικού θα είναι δυνατή και όταν τα εν λόγω έμπιστα πρόσωπα είναι και τα ίδια ύποπτα για την τέλεση αξιόποινων πράξεων (άρ. 160a παρ. 4 γερμ.ΚΠΔ κατ’ παραπομπή του άρ. 100d παρ. 5 εδ. γ’ γερμ. ΚΠΔ). Για τις ρυθμίσεις αυτές, βλ. άρ. 100d παρ. 5 γερμ.ΚΠΔ· ειδικά για την προβληματική του συνηγόρου, Wolter σε: SK-StPO/ § 100c, όπ. παρ. σελ. 238-240, πλαγιάρ. 80-81, 85.
[58] Βλ. παρ’ ημίν, για την προβληματική των τυχαίων ευρημάτων, τη μονογραφία της Διονυσοπούλου, Η αποδεικτική αξιοποίηση των τυχαίων ευρημάτων στην ποινική διαδικασία, 2009.
[59] Άρ. 100e παρ. 6 περ. 1 γερμ.ΚΠΔ. Πρβλ. Wοlter, σε: SK-StPΟ § 100d, όπ. παρ. σελ. 253, πλαγιάρ. 35 επ.
[60] Singelstein/Derin, όπ. παρ., NJW 70 (2017), σελ. 2647· βλ. αναλυτικά άρ. 100e παρ. 6 περ. 2 γερμ.ΚΠΔ· για μια σύμφωνη με το Σύνταγμα συσταλτική ερμηνεία κατά την εφαρμογή του μέτρου, πρβλ. ήδη Wοlter, σε: SK-StPΟ § 100d, όπ. παρ. σελ. 256, πλαγιάρ. 46.
[61] Βλ. τις αναπτύξεις στη συνέχεια.
[62] Η τηλεπικοινωνία με τη χρήση του διαδικτύου αποδίδεται γενικώς με τον όρο „Voice-over-Internet-Protocol“ („VoIP“) και δίνει τη δυνατότητα φωνητικής –πια όμως και με κείμενο/εικόνα- συνομιλίας με τη χρήση διαδικτυακού πρωτοκόλλου („Ιnternet Protocol“ ή εν συντομία „IP“) σε πραγματικό χρόνο. Βλ. σχετικώς Bratke, όπ. παρ., σελ. 24 επ. με περαιτέρω παραπομπές.
[63] Digital Subscriber Line. Βλ. Bratke, όπ. παρ., σελ. 26-28
[64] Mε τη χρήση πάλι του δημόσιου δικτύου τηλεφωνίας. Βλ. για τις περιορισμένες (εν προκειμένω) κωδικοποιήσεις της επικοινωνίας, Bratke, όπ. παρ., σελ. 28-29.
[65] Bλ. τις σχετικές αναπτύξεις του Bratke, όπ. παρ., σελ. 29 επ.
[66] Για τη σχετική δυνατότητα κρυπτογραφημένης ανταλλαγής μηνυμάτων που παρέχει πια και η εν λόγω εφαρμογή του Facebook, βλ. https://el-gr.facebook.com/help/messenger-app/811527538946901?helpref=uf_permalink (τελευταία επίσκεψη: 28.10.2017).
[67] Aυτό δεν ισχύει όμως, σε περιπτώσεις που η εφαρμογή συνδέεται με το δημόσιο δίκτυο σταθερής/κινητής τηλεφωνίας, συνήθως έναντι χρέωσης. Στις περιπτώσεις αυτές η επικοινωνία δεν είναι κρυπτογραφημένη και οι ανακριτικές αρχές διενεργούν κοινή επιτήρηση των τηλεπικοινωνιών („Telekommunikationsüberwachung“). Βλ. Bratke, όπ. παρ., σελ. 32-34.
[68] Ακόμα και συνδυαστικά.
[69] Βλ. και BT-Drs. 18/12785, όπ. παρ., σελ. 48-49.
[70] Ομοίως.
[71] Βratke, όπ. παρ., σελ. 17, 31-32.
[72] BT-Drs. 18/12785, όπ. παρ., σελ. 48-49.
[73] Βλ. ανωτέρω στο παρόν.
[74] Βλ. Singelstein/Derin, όπ. παρ., σελ. 2647. Με τον όρο υπολογιστικό νέφος αποδίδεται η σύγχρονη τεχνολογική δυνατότητα παροχής στους χρήστες του διαδικτύου μιας σειράς από διαφορετικές υπηρεσίες (π.χ. λήψη, αποθήκευση, επεξεργασία, ανταλλαγή δεδομένων), με τη χρήση υπολογιστικών συστημάτων που βρίσκονται απομακρυσμένα σε σχέση με αυτούς. Οι πιο γνωστές / δημοφιλείς πρακτικές εφαρμογές αυτής της τεχνολογίας απαντούν στις υπηρεσίες του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (π.χ. facebook, instagram, twitter κλπ.) καθώς και σε εφαρμογές ανταλλαγής και αποθήκευσης αρχείων μέσω διαδικτύου (π.χ. Dropbox, Google Drive, Microsoft OneDrive, iCloud κλπ.). Για τη σχετική προβληματική στη Γερμανία και τα αναφυόμενα νομικά ζητήματα, βλ. Hauser, Das IT-Grundrecht, όπ. παρ., σελ. 93-96· Hiéramente/Fenina, Telekommunikationsüberwachung und Cloud Computing, StraFo 2015, σελ. 365 επ. Kudlich, Strafverfolgung im Internet, GA 2011, όπ. παρ., σελ. 207-208· Singelstein, Möglichkeiten und Grenzen neuerer strafprozessualer Ermittlungsmaßnahmen – Telekommunikation, Web 2.0, Datenbeschlagnahme, polizeiliche Datenverarbeitung & Co, NStZ 2012, σελ. 593 επ.· Warken, Elektronische Beweismittel im Strafprozessrecht – eine Momentaufnahme über den deutschen Tellerrand hinaus, Teil 1. Beweissicherung im Zeitalter der digitalen Cloud, ΝZWiSt 2017, σελ. 289 επ.· της ίδιας, Teil 2. Beweisverwertung im Zeitalter der digitalen Cloud und datenspezifische Regelungen in der StPO, ΝΖWiSt 2017, σελ. 329 επ.· Wolter/Greco, σε: SK-StPΟ/ § 94, σελ. 14-15, πλαγιάρ. 26, αλλά και -πριν την ψήφιση του νέου νόμου- Greco, σε: SK-StPΟ/ § 100j, σελ. 347, πλαγιάρ. 11.
[75] Για τη σημασία της συγκεκριμένης διάκρισης ειδικά ενόψει του email και του instant-messaging, δηλαδή της αποστολής και λήψης άμεσων μηνυμάτων, βλ. BT-Drs. 18/12785, όπ. παρ., σελ. 49-50· Bratke, όπ. παρ., σελ. 38-41· για το email ειδικώς βλ. στο παρόν, υποσημ. 12· για τη γενικότερη προβληματική της υπό εξέλιξη επικοινωνίας στην επιτήρηση των πηγών, βλ. Beuermeyer, Zum Begriff der »laufenden Kommunikation« bei der Quellen-Telekommunikationsüberwachung »Quellen-TKÜ«, StV 2013, σελ. 470 επ.
[76] BT-Drs. 18/12785, όπ. παρ., σελ. 50.
[77] BT-Drs. 18/12785, όπ. παρ., σελ. 49 με περαιτέρω παραπομπές στη σχετική συζήτηση στη θεωρία και στη νομολογία.
[78] Βλ. αντιστοίχως BVerfG, Beschluss vom 27.02.2008, 1BvR 370/07, όπ. παρ., ιδίως πλαγιάρ. 188, 206 επ.
[79] Μεταξύ άλλων με αφορμή και το άρ. 20l BKAG, βλ. BVerfG, Beschluss vom 20.04.2016 – 1 BvR 966/09, 1 BvR 1140/09, όπ. παρ.· για τα νομικά ζητήματα και στις δύο αποφάσεις του γερμ. Συνταγματικού Δικαστηρίου ιδίως τις υποσημειώσεις 35-43 στο παρόν· για τις νομικές βάσεις διεξαγωγής επιτήρησης των πηγών πριν τη μεταρρύθμιση του γερμ.ΚΠΔ, τόσο σε ομοσπονδιακό όσο και επίπεδο ομόσπονδων κρατιδίων, βλ. Bratke, σελ. 133 επ.
[80] Singelstein/Derin, όπ. παρ., σελ. 2648.
[81] Βλ. άρ. 100a παρ. 1 εδ. 3 γερμ.ΚΠΔ.
[82] Βλ. για τα σχετικά νομικά ζητήματα και στην υποσημ. 75 στο παρόν.
[83] Κατά την Bleichschmitt, StraFo 2017, όπ. παρ., σελ. 364-365, με παραπομπή και στην κριτική του Voßhoff.
[84] Βλ. άρ. 100a παρ. 1 γερμ.ΚΠΔ.
[85] Για τα τυχαία ευρήματα της επιτήρησης των τηλεπικοινωνιών, βλ. πάντως τη γενική διάταξη του άρ. 161 παρ. 2 γερμ.ΚΠΔ· για τη χρήση των ευρημάτων σε προληπτικό επίπεδο, δηλαδή για την αποτροπή κινδύνων –εν προκειμένω- για τη δημόσια ασφάλεια, βλ. τη γενική διάταξη 477 παρ. 2 εδ. γ’ περ. 1 γερμ.ΚΠΔ.
[86] Και όχι ιδιαιτέρως βαριές, όπως στην online-ανακριτική έρευνα.
[87] Βλ. αναλυτικώς στο άρ. 100a παρ. 2 γερμ.ΚΠΔ για την επιτήρηση εν γένει των τηλεπικοινωνιών, αλλά και υποσημ. 46 στο παρόν για τον αντίστοιχο κατάλογο στην online-ανακριτική έρευνα. Τα επιπλέον εγκλήματα του άρ. 100a παρ. 2 γερμ.ΚΠΔ προβλέπονται: στον γερμ. ΠΚ (όλως ενδεικτικώς δωροδοκία/δωροληψία βουλευτή, εγκλήματα κατά της δημόσιας τάξης, παραχάραξη νομισμάτων, διακεκριμένη απάτη, απάτη με υπολογιστή, απάτη σχετική με επιδοτήσεις, απάτη σχετική με αθλητικά στοιχήματα, δόλια χρεοκοπία, εγκλήματα κατά του ανταγωνισμού, κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα κλπ.), στον Κώδικα Δημοσίων Εσόδων (Abgabeordnung), στη νομοθεσία κατά του doping (Anti-Doping-Gesetz), στον νόμο για το εξωτερικό εμπόριο και τις εξωτερικές πληρωμές (Außenwirtschaftsgesetz), στον νόμο για την επιτήρηση του εμπορίου πρώτων υλών που μπορούν να χρησιμοποιηθούν παρανόμως για την παρασκευή ναρκωτικών ουσιών (Grundstoffüberwachungsgesetz), καθώς και στον νόμο περί νέων ψυχοτρόπων ουσιών (Neues-psychoaktives-Gesetz). Βλ. επίσης για τη σχετική κριτική –πριν την ψήφιση του νέου νόμου- για το εύρος του καταλόγου, Wolter/Greco, σε: SK-StPO/ § 100a, όπ. παρ., σελ. 175-176, πλαγιάρ. 48-49a.
[88] Βλ. λεπτομερώς άρ. 100a παρ. 3 γερμ.ΚΠΔ.
[89] Βλ. σχετικώς άρ. 100a παρ. 5 γερμ.ΚΠΔ.
[90] Βλ. πάντως και τις δικαιολογημένες αντιρρήσεις της Blechschmitt σε σχέση με την αλλοίωση των πρωτότυπων αποδεικτικών μέσων-δεδομένων, όπ. παρ., σελ. 365.
[91] Οι υπό β΄ και γ΄ περιπτώσεις εφαρμόζονται αναλογικά και στις οnline-ανακριτικές έρευνες. Βλ. άρ. 100b παρ. 4 γερμ.ΚΠΔ.
[92] Η ρύθμιση εφαρμόζεται αναλογικά και στην οnline-ανακριτική έρευνα. Βλ. την αμέσως προηγούμενη υποσημείωση (91). Σύμφωνα με το σχετικό άρ. 100a παρ. 6 γερμ.ΚΠΔ, καταγράφονται: α) ο χαρακτηρισμός του τεχνικού μέσου με τον οποίο έγινε η πρόσβαση στο πληροφοριακό σύστημα, καθώς και ο χρόνος της πρόσβασης αυτής, β) τα στοιχεία που ταυτοποιούν το πληροφοριακό σύστημα και οποιαδήποτε –προσωρινή ή μη- αλλαγή σε αυτό, γ) τα στοιχεία που πιστοποιούν τα ληφθέντα δεδομένα και δ) η μονάδα που προέβη στην υλοποίηση του μέτρου.
[93] Όπως ακριβώς και στην online-ανακριτική έρευνα, και γενικώς στις έρευνες των άρ. 100a-100c γερμ.ΚΠΔ. Βλ. άρ. 100d παρ. 1-2 γερμ.ΚΠΔ.
[94] Και όχι για ένα μήνα, όπως στην προαναφέρθηκε για την online-ανακριτική έρευνα. Βλ. άρ. 100e παρ. 1-2 γερμ.ΚΠΔ. Κατά την παρ. 1 το χρονικό διάστημα των τριών μηνών δύναται να παραταθεί, όχι όμως –κάθε φορά- για περισσότερο αντιστοίχως από τρεις μήνες.
[95] Εφόσον υπάρχει κίνδυνος εξ αναβολής. Διενέργεια όμως online-ανακριτικής έρευνας μόνο με εισαγγελική παραγγελία, όπως εκτέθηκε στο παρόν, δεν είναι δυνατή.
[96] Αντιθέτως φαίνεται πως με την πάροδο του χρόνου όλο και μικρότερο κομμάτι της καθημερινής ζωής μένει εκτός της χρήσης του διαδικτύου και των υπολογιστών, κινητών τηλεφώνων κλπ. Η επικοινωνία και οι ανθρώπινες σχέσεις, η ψυχαγωγία, οι συναλλαγές κλπ., που αποτελούν ουσιώδεις πτυχές της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας, βρίσκουν πια την έκφρασή τους μέσα από τη χρήση των πληροφοριακών συστημάτων. Βλ. πάντως, για το γενικότερο πεδίο ερευνών των σύγχρονων μεθόδων επιτήρησης (surveillance) στις Η.Π.Α., G. Marx, Windows into the Soul. Surveillance and Society in an Age of High technology, Τhe University of Chicago Press, Chicago and London, 2016, σελ. 86.
[97] Βλ. επίσης για την κατοχύρωση της εμπιστευτικότητας και της ασφάλειας ως προστατευόμενο έννομο αγαθό, στο χώρο του Συμβουλίου της Ευρώπης, τα άρ. 2-6 της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για το έγκλημα στον κυβερνοχώρο (κυρωθείσης με το άρθρο πρώτο του Ν. 4411/2016), προσπελάσιμη διαδικτυακά σε: http://www.europarl.europa.eu/meetdocs/2014_2019/documents/libe/dv/7_conv_budapest_/7_conv_budapest_en.pdf (τελευταία επίσκεψη: 30.10.2017)· στον ενωσιακό χώρο, βλ. την –ήδη ενσωματωθείσα- οδηγία 2013/40/ΕΕ, για τις επιθέσεις σε συστήματα πληροφοριών (υποσημ. 6). Στην ίδια συνάφεια βλ. και τη νέα οδηγία 2016/1148 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 6ης Ιουλίου 2016 σχετικά με μέτρα για υψηλό κοινό επίπεδο ασφάλειας συστημάτων δικτύου και πληροφοριών σε ολόκληρη την Ένωση (προθεσμία ενσωμάτωσης κατά το άρ. 25 παρ. 1: 09.05.2018), προσπελάσιμη διαδικτυακά σε: http://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/HTML/?uri=CELEX:32016L1148&from=EL (τελευταία επίσκεψη: 30.10.2017).
[98] Βλ. επί παραδείγματι, από το πεδίο της διακίνησης παιδικής πορνογραφίας στο internet, το κάτωθι απόσπασμα από το ΣυμβΕφΘεσσ. 80/2012, Αρμ. 2012, σελ. 785: «…Οι αποτυπώσεις παιδικής πορνογραφίας αναρτώνται, διακινούνται και ανταλλάσσονται στο διαδίκτυο μέσα από ιστοσελίδες (websites), μέσω του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (email), με άμεσα ηλεκτρονικά μηνύματα (instant messages μέσω υπηρεσιών messenger), σε ομάδες συζήτησης (newsgroups και egroups), μέσα από δωμάτια επικοινωνίας (chat rooms) και δίκτυα αμοιβαίας ανταλλαγής, φακέλων (peertopeer ή 2Pnetworks). Τα τελευταία χρόνια έχουν γνωρίσει μεγάλη άνθιση τα δίκτυα αμοιβαίας ανταλλαγής αρχείων με πρωτοπόρο το ............. και δημοφιλέστερα πλέον τα ............, ............, ............., .............. και άλλα. Τα δίκτυα αυτά παρέχουν στους χρήστες τους, μέσω ειδικού προγράμματος τη δυνατότητα να ψάξουν μέσω λέξεων κλειδιών, τα αρχεία των υπόλοιπων χρηστών του ίδιου προγράμματος και να «κατεβάσουν» (να κάνουν download) οποιοδήποτε αρχείο επιθυμούν. Συνήθως στα πλαίσια της αμοιβαιότητας του προγράμματος, για να κατεβάσει κάποιος ένα αρχείο στον υπολογιστή του οφείλει να έχει και ο ίδιος προς διανομή στον «κοινό» φάκελο (shared folder). Περαιτέρω τα δίκτυα αυτά παρέχουν στους χρήστες του τη δυνατότητα να συνομιλήσουν με τον κάτοχο του αρχείου το οποίο επιθυμούν να κατεβάσουν, μέσω προγράμματος άμεσης συνομιλίας (instant messenger program)...».
[99] Βλ. σχετικώς και τις αναπτύξεις του Jäger, υπέρ της απαγόρευσης αναλογίας και στο ποινικοδοκονομικό δίκαιο, ως εκδήλωση της αρχής της νομιμότητας, απέναντι στην αντίθετη κρατούσα γνώμη στο γερμανικό χώρο, Grund und Grenzen des Gesetzlichkeitsprinzips im Strafprozessrecht, GA 2006, 620-624. Βλ. παρ’ ημίν για το θέμα στην ΟλΑΠ 1/2014, με παραπομπές και στη σχετική συζήτηση στην ελληνική θεωρία· σύμφωνα με την τελευταία απόφαση η κατ’ άρθρο 7 παρ. 1 του Σ. απαγόρευση αναδρομικής εφαρμογής ποινικού νόμου «αφορά στις ουσιαστικές και όχι στις δικονομικές ποινικές διατάξεις». Η απόφαση είναι προσπελάσιμη διαδικτυακά σε: http://www.areiospagos.gr/nomologia/apofaseis_DISPLAY.asp?cd=E3ULX8NTN0LHLVD85PFOCYGES0DO9W&apof=1_2014 (τελευταία επίσκεψη: 28.10.2017).
[100] Βλ. παρ’ ημίν π.χ. από την ΣτρΑθ. 111/2015, ΤΝΠ ΝOMOS, ως προς τα τεχνικά προβλήματα σε υποθέσεις παιδικής πορνογραφίας, το εξής χωρίο: «…Εντός του εν λόγω φακέλου βρέθηκε συμπιεσμένο αρχείο με ονομασία"[...].wmv". Το αρχείο αυτό σε μορφή video δεν κατέστη δυνατό να προσπελαστεί από την Δνση Εγκληματολογικών Ερευνών καθώς προστατευόταν από κωδικό ασφαλείας».
[101] Βλ. ενδεικτικά από τη σχετική ειδησεογραφία στις Η.Π.Α., το δημοσίευμα των The New York Times (17.02.2016), Apple Fights Order to Unlock San Bernardino Gunman’s iPhone, προσπελάσιμο διαδικτυακά σε: https://www.nytimes.com/2016/02/18/technology/apple-timothy-cook-fbi-san-bernardino.html (τελευταία επίσκεψη: 28.10.2017). Για το ζήτημα της λήψης δεδομένων από τις εταιρίες κατασκευής κινητών τηλεφώνων στο γερμανικό χώρο, βλ. την μελέτη των Hiéramente/Pfister, Datenerhebung beim Hersteller von Mobiltelefonen. Zum Erfordernis des Strukturwandels bei der strafprozessualen Datenerhebung, StV 2017, σελ. 477 επ. Πέραν όμως του προβλήματος της συνεργασίας με τις εταιρίες που κατασκευάζουν και προμηθεύουν τα πληροφοριακά συστήματα, βλ. το γενικό άρ. 100a παρ. 4 γερμ.ΚΠΔ, για την προβληματική της συνεργασίας των ανακριτικών αρχών με τους παρόχους υπηρεσιών τηλεπικοινωνίας στη Γερμανία· για το ταυτόσημο νομικό καθεστώς πριν την νέα νομοθετική μεταρρύθμιση, βλ. Wolter/Greco, σε: SK-StPO/ § 100b, όπ. παρ., σελ. 191-193, πλαγιάρ. 19-24. Για τον ελληνικό χώρο, βλ. μια πολύ σύντομη παρουσίαση προβλημάτων που ανακύπτουν στην πράξη, Τιντζογλίδου, Ο εγγυητικός ρόλος των παρόχων στη διαδικασία της άρσης του απορρήτου, ΔiΜΕΕ 2010, σελ. 351-354· βλ. επίσης Τσόλια, Άρνηση παροχής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για την ανεύρεση και σύλληψη διωκόμενου προσώπου, ΠοινΧρ ΞΒ΄ (2012), σελ. 703 επ.· του ίδιου, Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και «αντίστροφη αναζήτηση» αυτών για λόγους διακρίβωσης σοβαρών εγκλημάτων, ΔiΜΕΕ 2008, σελ. 175 και ιδίως 181-183. Από τη νομολογία, βλ. επίσης, την ΣτΕ 1593/2016 (ΤΝΠ ΝOMOS) που επικύρωσε διοικητικό πρόστιμο που επέβαλε η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (εφεξής: A.Δ.Α.Ε.) σε βάρος παρόχου τηλεπικοινωνιών υπηρεσιών, λόγω διαβίβασης από τον πάροχο σε ανακριτική αρχή δεδομένων τηλεφωνικής επικοινωνίας, σε χρόνο που είχε παύσει αυτοδικαίως η ισχύς της πράξης του ανακριτή. Σημειωτέο δε ότι κατά το σκεπτικό του ΣτΕ (βλ. σκέψη 17), ενόψει του περιορισμού του δικαιώματος στο απόρρητο της επικοινωνίας κατά το άρ. 19 Σ., οι διατάξεις του (επίσης) εκτελεστικού του Σ. ν. 2225/1994 για την άρση του απορρήτου κατισχύουν ως ειδικότερες έναντι των γενικών ρυθμίσεων του ΚΠΔ. Για μια επισκόπηση της γενικότερης ευθύνης των παρόχων υπηρεσιών στο internet για τον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και των προσωπικών δεδομένων, βλ. τις αναπτύξεις του Γιαννόπουλου, Η ευθύνη των παρόχων υπηρεσιών στο internet, 2013, σελ. 187 επ.
[102] Βλ. για παράδειγμα τα προβλήματα που συναντούν οι ανακριτικές αρχές στις περιπτώσεις που το πληροφοριακό σύστημα είναι κλειδωμένο είτε με κάποιο κωδικό πρόσβασης (λ.χ. κωδικός PIN στο κινητό τηλέφωνο) είτε με κάποιο βιομετρικό δεδομένο (λ.χ. εικόνα του δακτυλικού αποτυπώματος, εικόνα της οφθαλμικής ίριδας). Για τη δυνατότητα ή μη λ.χ. εξαναγκασμού του δράστη να συνδράμει στο «ξεκλείδωμα» του κινητού του αλλά και άλλους σχετικούς νομικούς προβληματισμούς, βλ. Bäumerich, Verschlüsselte Smartphones als Herausforderung für die Strafverfolgung. Neuen Technologien, alte Befugnisse, NJW 70 (2017), σελ. 2718 επ.
[103] Πέραν της συνεργασίας των δικαστικών αρχών στον τομέα της καταπολέμησης του εγκλήματος που αφορά τη χρήση πληροφοριακών συστημάτων, βλ. ενδεικτικά για την συνεργασία aστυνομικών οργάνων μέσω της Interpol π.χ. στα εγκλήματα που σχετίζονται με την παιδική πορνογραφία, στις ΕφΠειρ 1189/2011 (ΤΝΠ NOMOS)· ΠλημμΑθ 2826/2004 (ΤΝΠ NOMOS).
[104] Σύμφωνα με την αρχή αυτή, η εκτέλεση του εκάστοτε αιτήματος συνδρομής γίνεται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους εκτέλεσης. Βλ. σχετικώς για το περιεχόμενο της αρχής αυτής αλλά και για την κάμψη της υπέρ της αρχής forum regit actum, Γ. Τριανταφύλλου, Διεθνής δικαστική συνδρομή στην απόδειξη. Οι γενικές αρχές, 2009, σελ. 231 επ.
[105] Για την εν λόγω προβληματική, βλ. Bär, Transnationaler Zugriff auf Computer Daten, ZIS 2011, σελ. 53 επ.· Brodowski, Verdeckte technische Überwachungsmaßnahmen im Polizei- und Strafverfahrensrecht, όπ. παρ., σελ. 470 επ.· Κudlich, όπ. παρ., GA 2011, σελ. 207-208.
[106] Κυρωθείσα με το άρ. πρώτο του ν. 4411/2016 [“Κύρωση της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για το έγκλημα στον Κυβερνοχώρο και του Προσθέτου Πρωτοκόλλου της, σχετικά με την ποινικοποίηση πράξεων ρατσιστικής και ξενοφοβικής φύσης, που διαπράττονται μέσω Συστημάτων Υπολογιστών - Μεταφορά στο ελληνικό δίκαιο της Οδηγίας 2013/40/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις επιθέσεις κατά συστημάτων πληροφοριών και την αντικατάσταση της απόφασης - πλαισίου 2005/222/ΔΕΥ του Συμβουλίου, ρυθμίσεις σωφρονιστικής και αντεγκληματικής πολιτικής και άλλες διατάξεις.”-ΦΕΚ Α΄ 142/03.08.2016]. Βλ. ιδίως, τα άρθρα της Σύμβασης αντιστοίχως, όπως ενσωματώθηκαν στο άρ. πρώτο του κυρωτικού νόμου: άρ. 31 (Αμοιβαία συνδρομή σχετικά με την πρόσβαση σε αποθηκευμένα δεδομένα υπολογιστή), άρ. 32 (Διασυνοριακή πρόσβαση σε αποθηκευμένα δεδομένα υπολογιστή, μετά από συναίνεση ή σε περίπτωση που αυτά είναι διαθέσιμα στο κοινό), άρ. 33 (Δικαστική συνδρομή για την συλλογή δεδομένων κίνησης σε πραγματικό χρόνο) και άρ. 34 (Αμοιβαία συνδρομή σχετικά με την άρση απορρήτου δεδομένων περιεχομένου). Βλ. επίσης το σχολιασμό του Trautmann, σε: Schomburg/Lagodny/Gleß/Hackner (Hrsg.), Internationale Rechtshilfe in Strafsachen, 5. Auflage, 2012, EuCybercrimeÜbk, σελ. 950-956.
[107] Η οδηγία ενσωματώθηκε ήδη και στην ελληνική έννομη τάξη με τον ν. 4489/2017 [“Ευρωπαϊκή εντολή έρευνας στις ποινικές υποθέσεις - Εναρμόνιση της νομοθεσίας με την Οδηγία 2014/41/ΕΕ και άλλες διατάξεις.” - ΦΕΚ Α΄ 140/ 21.09.2017]. Bλ. αντιστοίχως στον ν. 4489/2017, τα άρ. 32 (Άρση απορρήτου τηλεπικοινωνιών με την τεχνική βοήθεια άλλου κράτους-μέλους) και 33 (Κοινοποίηση προς το κράτος-μέλος στο οποίο βρίσκεται ο καθ’ ου η άρση απορρήτου των τηλεπικοινωνιών και από το οποίο δεν απαιτείται παροχή τεχνικής βοήθειας).
[108] Συναφής με τα προηγούμενα είναι άλλωστε και η προβληματική σχετικά με τη διεύρυνση της ελληνικής ποινικής δικαιοδοσίας κατά το ισχύον άρ. 5 παρ. 3 ΠΚ, σύμφωνα με το οποίο «Όταν η πράξη τελείται μέσω διαδικτύου ή άλλου μέσου επικοινωνίας, τόπος τέλεσης θεωρείται και η ελληνική επικράτεια, εφόσον στο έδαφος της παρέχεται πρόσβαση στα συγκεκριμένα μέσα, ανεξάρτητα από τον τόπο εγκατάστασής τους.». Bλ. για το σχετικό ζήτημα, Κιούπη, Ο τόπος τέλεσης του διαδικτυακού εγκλήματος και η απροσδόκητη διεύρυνση της έννοιας της «ημεδαπής» (άρθρο 5 παρ. 3 ΠΚ), ΠοινΧρ ΞΑ΄ (2014), σελ. 561 επ.
[109] Για μια κατηγοριοποίηση των προσωπικών δεδομένων στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, βλ. στη μελέτη του Τσόλια, ΔiΜΕΕ 2008, όπ. παρ., σελ. 175-178.
[110] Η σχετική διάκριση υπερβαίνει τους σκοπούς του παρόντος. Βλ. ωστόσο Τσόλια, ΔiΜΕΕ 2008, όπ. παρ. 178-183· του ίδιου, Τηλεπικοινωνιακά δεδομένα και ποινική ευθύνη, ΔiΜΕΕ 2005 σελ. 75 επ.
[111] Βλ. σχετικώς για την άρση απορρήτου ειδικώς για τη διακρίβωση εγκλημάτων άρ. 4 ν. 2225/1994 σε συνδυασμό και με το π.δ. 47/2005, όπως ισχύουν.
[112] Βλ. σχετικώς στο άρ. 5 του ν. 2225/1994, όπως ισχύει. Η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων για τους σκοπούς της ποινικής δίκης αποτελεί άλλωστε δικαστικό έργο· η απουσία σχετικού ελέγχου από την αρμόδια ανεξάρτητη αρχή (ήτοι Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα) είναι επομένως σύννομη, ως σύμφωνη με τη συνταγματική αρχή της διάκρισης των εξουσιών (άρ. 26 Σ.) Βλ. σχετικώς, αντί πολλών, για την ίδια άποψη στην απόφαση 35/2015 της εν λόγω αρχής, σελ. 3, διαδικτυακά προσπελάσιμη σε: http://www.dpa.gr/portal/page?_pageid=33%2C15453&_dad=portal&_schema=PORTAL&_piref33_15473_33_15453_15453.etos=2015&_piref33_15473_33_15453_15453.arithmosApofasis=35&_piref33_15473_33_15453_15453.thematikiEnotita=-1&_piref33_15473_33_15453_15453.ananeosi=%CE%91%CE%BD%CE%B1%CE%BD%CE%AD%CF%89%CF%83%CE%B7 (τελευταία επίσκεψη: 01.11.2017).
[113] Βλ. ιδίως στο άρ. 4 του ν. 2472/1997, όπως ισχύει: «Χαρακτηριστικά δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα 1. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει: α) Να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία εν όψει των σκοπών αυτών. β) Να είναι συναφή, πρόσφορα και όχι περισσότερα από όσα κάθε φορά απαιτείται εν όψει των σκοπών της επεξεργασίας. (…) 2. Η τήρηση των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου βαρύνει τον υπεύθυνο επεξεργασίας. Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που έχουν συλλεχθεί ή υφίστανται επεξεργασία κατά παράβαση της προηγούμενης παραγράφου, καταστρέφονται με ευθύνη του υπεύθυνου επεξεργασίας. (…)».
[114] Βλ. σχετικώς, άρ. 3 παρ. 2 περ. β’ του ν. 2472/1997, όπως ισχύει: «Πεδίο εφαρμογής 2. Οι διατάξεις του παρόντος νόμου δεν εφαρμόζονται στην επεξεργασία δεδομένων η οποία πραγματοποιείται: β) από τις δικαστικές - εισαγγελικές αρχές και τις υπηρεσίες που ενεργούν υπό την άμεση εποπτεία τους στο πλαίσιο της απονομής της δικαιοσύνης ή για την εξυπηρέτηση των αναγκών της λειτουργίας τους με σκοπό τη βεβαίωση εγκλημάτων, που τιμωρούνται ως κακουργήματα ή πλημμελήματα με δόλο και ιδίως εγκλημάτων κατά της ζωής, κατά της γενετήσιας ελευθερίας, της οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, κατά της προσωπικής ελευθερίας, κατά της ιδιοκτησίας, κατά των περιουσιακών δικαιωμάτων, παραβάσεων της νομοθεσίας περί ναρκωτικών, επιβουλής της δημόσιας τάξης, ως και τελουμένων σε βάρος ανηλίκων θυμάτων. Ως προς τα ανωτέρω εφαρμόζονται οι ισχύουσες ουσιαστικές και δικονομικές ποινικές διατάξεις.». Για τη σχέση του ν. 2472/1997 με τις διατάξεις του ΚΠΔ κατά την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων στο πλαίσιο της ποινικής δίκης, βλ. Τσόλια, όπ. παρ., ΠοινΧρ ΞΒ΄ (2012), σελ. 705-706.
[115] Για τις αποδεικτικές απαγορεύσεις και την πληροφοριακή αυτοδιάθεση, βλ. αναλυτικώς σε Ναΐντο, Αποδεικτικές απαγορεύσεις και ποινική δίκη, 2010, σελ. 179 επ.
[116] Όπως είναι π.χ. «ο αριθμός συνδέσεως καλούντος και καλουμένου συνδρομητού-χρήστου, τα ονοματεπώνυμα αυτών και ο χρόνος και ο τόπος των συνδιαλέξεων», κατά την ΑΠ 689/2014, ΤΝΠ Αρείου Πάγου.
[117] Βλ. πάντως και την περαιτέρω διάκριση των εξωτερικών στοιχείων από τα συνδετικά δεδομένα των τηλεπικοινωνιών, δηλαδή εκείνα που καταγράφονται αυτομάτως με την επικοινωνία (π.χ. χρόνος και διάρκεια κλήσης, αριθμός κλήσης καλούντος/καλουμένου, συχνότητα προσπαθειών επικοινωνίας), στη σχετική μελέτη του Λίβου, Η ποινική προστασία των συνδετικών δεδομένων των τηλεπικοινωνιών, ΠοινΧρ ΜΖ΄ (1997), σελ. 737. Κατά τον Λίβο, σελ. 738 επ., στο συνταγματικώς κατοχυρωμένο απόρρητο των επικοινωνιών πέραν του περιεχομένου της επικοινωνίας εμπίπτουν και τα συνδετικά δεδομένα. Υπέρ πάντως της κατοχύρωσης απορρήτου γενικώς ως προς τα εξωτερικά στοιχεία, επίσης οι Νούσκαλης, Η επεξεργασία των εξωτερικών τηλεπικοινωνιακών δεδομένων θέσης και κίνησης ως ανακριτική πράξη έρευνας κατά το Ν. 3917/2011, ΠοινΧρ ΞΒ΄ (2012), σελ. 246, 249· Τόλιας, ΔiMEE 2005, όπ. παρ., σελ. 75-76· Τσακυράκης, Το απόρρητο της επικοινωνίας, ΝοΒ 41 (1993), σελ. 998-999· για την ίδια άποψη βλ. επίσης τη σημείωση του Βουτσάκη, σε ΣυμβΠλημμΑθ 3533/1999, ΝοΒ 48 (2000), σελ. 1664-1667.
[118] Βλ. από τη νομολογία του Ακυρωτικού, τις ΑΠ 689/2014, 711/2011, 1564/2010, 570/2006, προσπελάσιμες διαδικτυακά σε ΤΝΠ Αρείου Πάγου. Contra όμως η AΠ 924/2009 (ΤΝΠ Αρείου Πάγου), η οποία έλαβε υπόψη της σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ (υποθ. Copland κατά Ηνωμ. Βασιλείου και Malone κατά Ηνωμ. Βασιλείου). Βλ. υπόθ. Copland v. United Kingdom, αριθμ. προσφυγής 62617/00, απόφ. της 03.07.2007, σκέψεις 43-44, προσπελάσιμη διαδικτυακά σε: http://hudoc.echr.coe.int/eng?i=001-79996· Μalone v. United Kingdom, αριθμ. προσφυγής 8691/79, απόφ. της 02.08.1984, σκέψεις 56 και 84, προσπελάσιμη διαδικτυακά σε: http://hudoc.echr.coe.int/eng?i=001-57533 (τελευταίες επισκέψεις: 01.11.2017). Για τη νομολογία του ΕΔΔΑ σε σχέση με τη γενικότερη προβληματική των μυστικών ανακριτικών πράξεων επιτήρησης, βλ. παρακάτω στο παρόν.
[119] Βλ. αρ. 3 και 4 του ν. 3471/2006, όπως ισχύουν, σχετικά με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και τη διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών, στο πλαίσιο της παροχής υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών σε δημόσια δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών, περιλαμβανομένων αυτών που υποστηρίζουν συσκευές συλλογής δεδομένων και ταυτοποίησης.
[120] Βλ. άρ. 1 και 4 του ν. 3917/2011, όπως ισχύουν, για την εφαρμογή της διαδικασίας της άρσης του απορρήτου του ν. 2225/1994 σε σχέση με δεδομένα κίνησης και θέσης φυσικών και νομικών προσώπων και τα συναφή δεδομένα που απαιτούνται για την αναγνώριση του συνδρομητή ή του εγγεγραμμένου χρήστη. Ο εν λόγω νόμος που ενσωμάτωσε την -πλέον ανίσχυρη- οδηγία 2006/24/ΕΚ, δεν εφαρμόζεται, σύμφωνα με άρ. 1 παρ. 2 εδ. β’ στο περιεχόμενο των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, καθώς και στις πληροφορίες, στις οποίες η πρόσβαση πραγματοποιείται με τη χρήση δικτύου ηλεκτρονικών επικοινωνιών.
[121] Καθώς το εν λόγω ατομικό δικαίωμα «αφορά όχι μόνο τα γραπτά μηνύματα (επιστολές) αλλά και οποιαδήποτε μορφή ιδιωτικής, δηλαδή μη δημόσιας επικοινωνίας, όπως τηλεγραφήματα, τηλεφωνήματα, τηλεομοιοτυπικά μηνύματα, ηλεκτρονικά μηνύματα (e-mails), που είναι η σύγχρονη μορφή των επιστολών. Και τούτο, είτε η επικοινωνία πραγματοποιείται από την κατοικία είτε από τον χώρο εργασίας των επικοινωνούντων.». Βλ. (Πολ.) ΟλΑΠ 1/2017, ΧρΙΔ ΙΖ΄ (2017), σελ. 373. Η απόφαση είναι διαδικτυακά προσπελάσιμη και σε ΤΝΠ Αρείου Πάγου.
[122] (Πολ.) ΟλΑΠ 1/2017, όπ. παρ. σελ. 373. Για το email και τη σχετική συζήτηση στη Γερμανία, βλ. τις παραπομπές στις υποσημειώσεις 12 και 75 στο παρόν.
[123] (Πολ.) ΟλΑΠ 1/2017, όπ. παρ., (με παραπομπή στη σχετική ΓνωμΕισΑΠ 6/2008), «κατά την οποία ο σκληρός δίσκος δεν αποτελεί είδος επικοινωνίας και ως εκ τούτου, δεν προστατεύεται με τις διατάξεις περί απορρήτου.». Βλ. σχετικώς για το εν λόγω ζήτημα, ΓνωμΕισΑΠ 6/2008, προσπελάσιμη διαδικτυακά σε: http://www.eisap.gr/sites/default/files/consulations/3912-06-%CE%93%CE%9D%CE%A9%CE%9C.6-2008.pdf (τελευταία επίσκεψη: 28.10.2017). Για την ίδια θέση ως προς τα εξωτερικά δεδομένα επικοινωνίας, βλ. επίσης τις ΓνωμΕισΑΠ 9/2009, σε: http://www.eisap.gr/sites/default/files/consulations/%CE%93%CE%9D%CE%A9%CE%9C.%209-2009.pdf σελ. 9 επ.· ΓνωμΕισΑΠ 12/2009, σε Βλ. : http://www.eisap.gr/sites/default/files/consulations/%CE%93%CE%9D%CE%A9%CE%9C.%2012-2009.pdf· Γνωμ.ΕισΑΠ 9/2011 σε: http://www.eisap.gr/sites/default/files/consulations/gnom2011_0009.pdf. Bλ. ωστόσο, και τη μειοψηφία στην απόφαση της Ολομέλειας, σελ. 377, η οποία με τελεολογική ερμηνεία της διάταξης του άρ. 19 παρ. 1 Σ. θεωρεί ότι το απόρρητο της επικοινωνίας προστατεύεται και μετά την πραγμάτωσή της, μέχρι να εκδηλωθεί αντίθετη βούληση αυτών που επικοινωνούν, γιατί το Σύνταγμα εν προκειμένω προστατεύει την οικειότητα και εμπιστευτικότητα μεταξύ των ατόμων που επικοινωνούν. Στη θεωρία, για την ίδια άποψη, βλ. Τσακυράκη, όπ. παρ. ΝοΒ 41 (1993), σελ. 999.
[124] (Πολ) ΟλΑΠ 1/2017, όπ. παρ., σελ. 373.
[125] Ομοίως, σελ. 373-374.
[126] Καθώς και όλες οι συναφείς επιμέρους ρυθμίσεις περί απορρήτου. Στο άρ. 4 π.δ. 47/2005 ωστόσο γίνεται μεταξύ άλλων αναφορά και σε εξωτερικά στοιχεία (π.χ. καλών/καλούμενος αριθμός και στις αναπάντητες κλήσεις επικοινωνίας), ως στοιχεία που περιλαμβάνονται στη διάταξη άρσης του απορρήτου.
[127] Βλ. σχετικώς ΑΠ 474/2016, (TNΠ Αρείου Πάγου). Για τη σημασία των «έξυπνων» κινητών τηλεφώνων στη σύγχρονη εποχή, με αφορμή σχετική απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου των Η.Π.Α. (Supreme Court), βλ. Μυλωνά-Λέκκα/Μητσάκο, "Έξυπνα" κινητά τηλέφωνα και ιδιωτικότητα
Ανώτατο Δικαστήριο Η.Π.Α., υπόθεση Riley v. California, προσπελάσιμη διαδικτυακά σε: https://theartofcrime.gr/%CE%B1%CE%BD%CF%8E%CF%84%CE%B1%CF%84%CE%BF-%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CE%B1%CF%83%CF%84%CE%AE%CF%81%CE%B9%CE%BF-%CE%B7-%CF%80-%CE%B1-%CF%85%CF%80%CF%8C%CE%B8%CE%B5%CF%83%CE%B7-riley-v-california/ (τεύχος Μαΐου 2017).
[128] ΣυμβΠλημμΑθ. 613/2016, ΠοινΔικ 2016, σελ. 424 επ.
[129] Για τη χρήση της τεχνολογίας και την έννοια του υπολογιστικού νέφους, βλ. υποσημ. 74 στο παρόν. Από την ελληνόγλωσση βιβλιογραφία γενικώς για τo υπολογιστικό νέφος, βλ. Κίτσο/Παππά, Η προστασία των προσωπικών δεδομένων και της ιδιωτικής ζωής στις υπηρεσίες υπολογιστικού νέφους, ΔiΜΕΕ 2012, σελ. 166 επ.· Κουσουνή-Πανταζοπούλου, Νομικές Διαστάσεις του Cloud Computing, ΔiΜΕΕ 2012, σελ. 177 επ.· Παπαδόπουλο/Ευγενίδη, Νεφοϋπολογιστική (cloud computing) και προστασία προσωπικών δεδομένων, ΔiΜΕΕ 2016, σελ. 182 επ.· για τη χρήση του υπολογιστικού νέφους και τις συνέπειες σε επίπεδο ουσιαστικού δικαίου, βλ. από το πεδίο της παιδικής πορνογραφίας τη μελέτη του Ανδρεάδη-Παπαδημητρίου, Η πορνογραφία ανηλίκων στην εποχή του υπολογιστικού νέφους. Σκέψεις με αφορμή το Ν. 4267/2014, ΠοινΔικ 2015, σελ. 354.
[130] Γιατί πρωτίστως όλες οι πολιτικές απορρήτου των παρόχων των υπηρεσιών αποθήκευσης δεν εξασφαλίζουν την άμεση πρόσβαση προς χρήση όλων αυτών των αρχείων· κατά την απόφαση κρίσιμο είναι ότι για τη χρήση αποθήκευσης στον διακομιστή (server) του παρόχου απαιτείται προηγούμενη διαδικασία δημιουργίας λογαριασμού και εισαγωγή κωδικών πρόσβασης, με αποτέλεσμα να είναι αμφίβολο το αν μπορεί το υπολογιστικό αυτό νέφος (cloud storage) που ενδεχομένως βρίσκεται και σε άλλη χώρα να θεωρηθεί τμήμα υπολογιστή. Βλ. ΣυμβΠλημμΑθ 613/2016, όπ. παρ., σελ. 428. Βλ. και την αντίθετη μειοψηφία, σελ. 428-429, κατά την οποία ο χρήστης ο οποίος έχει αποθηκευμένα δεδομένα σε υπολογιστικό νέφος, έχει τις ίδιες εξουσίες που θα είχε και εάν τα αποθήκευε σε ένα τοπικό αποθηκευτικό μέσο.
[131] “Διατήρηση δεδομένων που παράγονται ή υποβάλλονται σε επεξεργασία σε συνάρτηση με την παροχή διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή δημόσιων δικτύων επικοινωνιών, χρήση συστημάτων επιτήρησης με τη λήψη ή καταγραφή ήχου ή εικόνας σε δημόσιους χώρους και συναφείς διατάξεις.” (Φ.Ε.Κ. Α΄ 22/ 21.02.2011). Η οδηγία αφορούσε τις υποχρεώσεις των παρόχων ηλεκτρονικών ή δημοσίου δικτύου επικοινωνιών όσον αφορά τη διατήρηση δεδομένων που παράγονται ή υφίστανται επεξεργασία από αυτούς, με σκοπό τη διάθεσή τους για τους σκοπούς της διερεύνησης, διαπίστωσης και δίωξης σοβαρών εγκλημάτων. Βλ. σχετικώς για τον ν. 3917/2011, Νούσκαλη, ΠοινΧρ ΞΒ΄ (2012), όπ. παρ. σελ. 246 επ.
[132] Οδηγία 2006/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2006 για τη διατήρηση δεδομένων που παράγονται ή υποβάλλονται σε επεξεργασία σε συνάρτηση με την παροχή διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή δημοσίων δικτύων επικοινωνιών και για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/58/ΕΚ. Για το περιεχόμενο της –ανίσχυρης πλέον- οδηγίας, βλ. σε: http://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/HTML/?uri=CELEX:32006L0024&from=EL (τελευταία επίσκεψη: 29.10.2017).
[133] Βλ. ΔΕΕ (τμήμα μείζονος συνθέσεως), υποθ. C‑293/12 και C‑594/12, απόφ. της 08.04.2014, διαδικτυακά προσπελάσιμη σε: http://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?docid=150642&mode=lst&pageIndex=1&dir=&occ=first&part=1&text=&doclang=EL&cid=1406736 (τελευταία επίσκεψη: 29.10.2017).
[134] Σεβασμός της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής.
[135] Προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
[136] Βλ. ΔΕΕ (τμήμα μείζονος συνθέσεως), υποθ. C‑203/15 και C‑698/15, απόφ. της 21.12.2016, διαδικτυακά προσπελάσιμη σε: http://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=186492&pageIndex=0&doclang=EL&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=2461084 (τελευταία επίσκεψη: 01. 11.2017)
[137] Ελευθερία έκφρασης και πληροφόρησης.
[138] Με αφορμή την απόφαση αυτή εκτός των άλλων, διεγράφη σχετικό ελληνικό προδικαστικό ερώτημα που είχε υποβάλει το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Ρεθύμνου, σε σχέση με την επίδραση της απόφασης του ΔΕΕ περί μη εφαρμογής της οδηγίας 2006/24/ΕΚ στην ελληνική έννομη τάξη, ενόψει της αντίστοιχης ισχύος ή μη του ν. 3917/2011 που ενσωμάτωσε την οδηγία. Για το προδικαστικό ερώτημα (υποθ. C-475/16), βλ. MονΠλημμΡεθ 2374α/2014, ΠοινΔικ 2017 (υπό δημοσίευση), αλλά και διαδικτυακά προσπελάσιμο σε: http://eur-lex.europa.eu/legal-content/el/TXT/PDF/?uri=uriserv%3AOJ.C_.2016.428.01.0008.01.ELL · για την πράξη διαγραφής, σε: http://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=194141&pageIndex=0&doclang=EL&mode=req&dir=&occ=first&part=1&cid=2454763 (τελευταίες επισκέψεις: 01.11.2017)
[139] Η προαναφερθείσα λοιπόν νομολογία του Ακυρωτικού μας (υποσημ. 118) που δέχεται τη μη εφαρμογή της διαδικασίας της άρσης του απορρήτου στα εξωτερικά δεδομένα, πλέον αντιβαίνει ως προς τα δεδομένα θέσης-κίνησης επικοινωνίας στη νομολογία του ΔΕΕ.
[140] Οδηγία (EE) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της απόφασης-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου. Η εν λόγω οδηγία, με προθεσμία ενσωμάτωσης την 06.05.2018 (άρ. 63 παρ. 1), είναι προσπελάσιμη διαδικτυακά σε: http://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/HTML/?uri=CELEX:32016L0680&from=EL (τελευταία επίσκεψη: 01.11.2017).
[141] Σε συνδυασμό και με τον νέο Κανονισμό –άρα αμέσου εφαρμογής- ΕΕ 2016/679 για την προστασία των προσωπικών δεδομένων. Το κείμενο του κανονισμού (σε ισχύ από: 25.05.2018) είναι προσπελάσιμο διαδικτυακά σε: http://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/HTML/?uri=CELEX:32016R0679&from=EL (τελευταία επίσκέψη: 01.11.2017). Ο κανονισμός δεν εφαρμόζεται μεταξύ άλλων, στο πεδίο της πρόληψης, της διερεύνησης, της ανίχνευσης ή της δίωξης ποινικών αδικημάτων (άρ. 2 παρ. 2 περ. δ’ Κανονισμού). Για τη σχέση πάντως μεταξύ του εν λόγω κανονισμού και της οδηγίας, βλ. παραπομπή στην υποσημ. 140 στο παρόν και σκέψεις 11-12 στο προοίμιο της οδηγίας. Για τη σύσταση νομοπαρασκευαστικής επιτροπής για την ενσωμάτωση της οδηγίας, βλ. τις αποφάσεις 45278/15.06.2017 (ΦΕΚ Β΄ 2145/22.06.2017) και 43519/14.06.2016 (ΦΕΚ Β΄ 1913/27.06.2016) του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
[142] Σε επίπεδο Συμβουλίου της Ευρώπης, βλ. ειδικώς το άρ. 9 παρ. 2 περ. α’ για την προστασία της ασφάλειας του κράτους, τη δημόσια ασφάλεια, και την καταστολή των ποινικών παραβάσεων του ν. 2068/1992. Ο εν λόγω νόμος (ΦΕΚ Α΄ 118/09.07.1992) κύρωσε την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προστασία του ατόμου από την αυτοματοποιημένη επεξεργασία πληροφοριών προσωπικού χαρακτήρα· το σχετικό Πρόσθετο Πρωτόκολλο (20.11.2001) της εν λόγω σύμβασης (προσπελάσιμο διαδικτυακά σε: https://rm.coe.int/1680080626) δεν έχει κυρωθεί από την Ελλάδα (τελευταία ενημέρωση: 01.11.2017). Σε επίπεδο εν γένει διεθνούς δικαιοταξίας, βλ. επίσης και το άρ. 17 Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα του Ο.Η.Ε. (κυρωθέν με το ν. 2462/1997).
[143] Κατά το άρ. 8 παρ. 2 ΕΣΔΑ: «Δεν επιτρέπεται να υπάρξη επέμβασις δημοσίας αρχής εν τη ασκήσει του δικαιώματος τούτου, εκτός εάν η επέμβασις αύτη προβλέπεται υπό του νόμου και αποτελεί μέτρον το οποίον, εις μίαν δημοκρατικήν κοινωνίαν, είναι αναγκαίον δια την εθνικήν ασφάλειαν, την δημοσίαν ασφάλειαν, την οικονομικήν ευημερίαν της χώρας, την προάσπισιν της τάξεως και την πρόληψιν ποινικών παραβάσεων, την προστασίαν της υγείας ή της ηθικής, ή την προστασίαν των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων.».
[144] Βλ. τη σχετική απόφαση (της ευρείας συνθέσεως) του ΕΔΔΑ, υπόθ. Roman Zakharov κατά Ρωσίας (άρ. προσφ. 47143/06) της 04.12.2015, υπό: http://hudoc.echr.coe.int/eng?i=001-159324 (τελευταία επίσκεψη: 01.11.2017). Το δικαστήριο του Στρασβούργου, με αφορμή υπόθεση με θέμα τις επιτηρήσεις των τηλεφωνικών επικοινωνιών στα κινητά τηλέφωνα στη Ρωσία, εξέτασε αναλυτικώς τις προϋποθέσεις του σχετικού εθνικού νομοθετικού πλαισίου εν όψει του άρ. 8 παρ. 2 ΕΣΔΑ (σκέψεις 227-305).
[145] Υπόθ. Roman Zakharov κατά Ρωσίας, όπ. παρ., σκέψη 230.
[146] Βλ. πάντως στην απόφαση και τους σχετικούς περιορισμούς για αυτές τις ενδείξεις ενόψει της φύσης των μυστικών ανακριτικών ερευνών (σκέψεις 243-249)· σκοπός βέβαια των εθνικών διατάξεων πρέπει να είναι σε κάθε περίπτωση η αποτελεσματική προστασία του θιγομένου από αυθαίρετες επεμβάσεις στην ιδιωτική ζωή του (σκέψη 247, in fine).
[147] Ομοίως, (εξ αντιδιαστολής) σκέψη 253, in fine.
[148] Ομοίως, σκέψη 298.
[149] Βλ. πάντως, στο χώρο του ουσιαστικού δίκαιου, τα σχετικά με τα πληροφοριακά συστήματα εγκλήματα των άρ. 292Β, 292Γ, 370Γ, 370Δ, 370Ε, 381Α και 381Β ΠΚ, όπως ισχύουν.
[150] Πρβλ. επίσης τις σκέψεις του Ναΐντου για τον αναβαθμισμένο ρόλο που πρέπει να δοθεί στην εισαγγελική αρχή, ενόψει μιας μετάβασης από την αστυνομική στην εισαγγελική κυριαρχία στον χώρο των ειδικών ανακριτικών πράξεων, ΠοινΧρ ΞΖ΄ (2017), όπ. παρ., σελ. 492-4930· πρβλ. και τους γενικότερους συναφείς προβληματισμούς της Καϊάφα-Γμπάντι, Μοντέλα επιτήρησης στο κράτος ασφάλειας και δίκαιη ποινική δίκη, 2010, σελ. 76 επ.
[151] Πρβλ. και τον Λίβο, Αστυνομική διείσδυση – Υπέρ του θεσμού, ΠοινΛογ 2001, σελ. 1606.
[152] Βλ. BVerfG, 1 BvR 966/09, πλαγιάρ. 210, in fine, διαδικτυακά προσπελάσιμη σε: https://www.bundesverfassungsgericht.de/SharedDocs/Entscheidungen/DE/2016/04/rs20160420_1bvr096609.html.