Η θέση του Ζωρζ Σιμενόν (1903-1989) στη σύγχρονη ευρωπαϊκή λογοτεχνία είναι δεσπόζουσα και αδιαμφισβήτητη. Όμως ο χαρακτηρισμός «αστυνομικός συγγραφέας», όπως και σε άλλες ανάλογες περιπτώσεις (Γκράχαμ Γκρην, Πατρίσια Χάισμιθ, Κόρνελλ Γούλριτς, ακόμα και ο «δικός μας» Γιάννης Μαρής), αδικεί μία πολυσχιδή προσωπικότητα και ένα συγγραφικό δημιούργημα, που, ως Romanbaum («μυθιστορηματικό δέντρο», όπως το χαρακτήρισε ο Friedrich Ani σε ένα παλαιότερο εκτενές κείμενό του στη Neue Zürcher Zeitung με αφορμή τα εκατοστά γενέθλια του Σιμενόν), όμοιό του δύσκολα εντοπίζεται.
Η περίπτωσή του είναι συνυφασμένη με την παραδοσιακή σύγχυση που επικρατεί στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες ένας κυρίαρχος πολιτισμός ενσωματώνει και «εθνικοποιεί» δημιουργούς που έγραψαν σε μία «μείζονα γλώσσα» (γαλλικά, γερμανικά), αν και η καταγωγή τους ήταν άλλη, συγγενής ή γειτονική με το κυρίαρχο πολιτισμικά έθνος –Βέλγος ο Σιμενόν, Τσέχος ο Κάφκα, Αυστριακός ο Χάντκε- και δεν είναι πολύ διαφορετική από εκείνη των συμπατριωτών του Georges Rémi (Hergé), του δημιουργού του Τεντέν, του βάρδου Jacques Brel, αλλά και του ποδηλάτη και πολυνείκη του «Γύρου της Γαλλίας», Eddy Merckx: και οι τέσσερις αυτοί Βέλγοι είχαν συνήθως τη μοίρα του Ηρακλή Πουαρώ, καθώς ο περισσότερος κόσμος τούς συγχέει και τους θεωρεί Γάλλους, όπως συχνά συμβαίνει με τον δαιμόνιο ντετέκτιβ στα βιβλία της Άγκαθα Κρίστι. Εδώ είναι η αδιαφιλονίκητη κυριαρχία της francophonie, καθώς αφομοιώνονται στον κυρίαρχο γαλλόφωνο (λαϊκό) πολιτισμό (λογοτεχνία, κόμιξ, μουσική, σπορ) τέσσερις σημαντικές προσωπικότητες του Βελγίου.
Ο Σιμενόν είναι –στην κυριολεξία– ένα ιερόν τέρας: γράφει ακατάπαυστα (ξεκινώντας από τη λεγόμενη «ευτελή λογοτεχνία»), ταξιδεύει διαρκώς (σε χώρες και ηπείρους), ερωτεύεται συνεχώς (με οργιώδεις ρυθμούς και εναλλαγές στις παρτεναίρ του, όπως ο ίδιος αφήνει να εννοηθεί). Το μαρτυρά αδιάψευστα ο βίος και η πολιτεία του και το επιβεβαιώνει ο όγκος του έργου του. Ουσιαστικά, κάθε ολοκληρωμένο κείμενο γι’ αυτόν θα έπρεπε να λαμβάνει υπ' όψη του την βιογραφία του Pierre Assouline, παρά τις όποιες ενστάσεις υπάρχουν για αυτή, αλλά και κάποια από τα Ημερολόγιά του, όπως και την αλληλογραφία του με τον André Gide. Για τον Ασσουλίν, ο Σιμενόν γράφει για τους «ασήμαντους ανθρώπους που ζούνε ανάμεσα στους καταναγκασμούς και την επιβίωση, αναζητώντας την ανθρωπιά» και «την ψυχή του Παρισιού» σε πολλά από τα έργα του, που παρήγαγε κατά κόρον με ρυθμό 5-6 βιβλία τον χρόνο.
Στο κομμάτι της αστυνομικής λογοτεχνίας ο Σιμενόν δημιουργεί έναν ήρωα (τον επιθεωρητή Ζυλ Μαιγκρέ) παγκόσμιας εμβέλειας και αναγνωρισιμότητας (χάρις, επιπλέον, στην πίπα του, που θαρρεί κανείς πως κλείνει το μάτι στον –επίσης Βέλγο!– Magritte στο «Αυτό δεν είναι μία πίπα»), καθώς και τη διαισθητική του μέθοδο, αλλά, ταυτόχρονα, εμφανίζει ένα alter ego, καθώς διεμβολίζει και εμπλουτίζει μία σημαντική λογοτεχνική παράδοση, εκείνη του roman policier, εμπεδώνοντας σε συγγραφικό και κινηματογραφικό επίπεδο την εμβληματική φυσιογνωμία του επιθεωρητή Μαιγκρέ στα πρόσωπα των Ζαν Γκαμπέν, Χάιντς Ρύμανν, Μπρoύνο Κρεμέρ κ.ά.
Το έργο του Ζωρζ Σιμενόν χωρίζεται σε δύο μεγάλες κατηγορίες (δημοσιογραφικό, παντελώς άγνωστο στην Ελλάδα, και συγγραφικό) και σε τρία (και όχι δύο) μέρη: στα romans alimentaires (ευτελή μυθιστορήματα γραμμένα με εικοσιτέσσερα διαφορετικά ψευδώνυμα, προς βιοπορισμόν, κάτι που θα επαναληφθεί αρκετά χρόνια αργότερα και στην περίπτωση του δικού μας Γιάννη Μαρή-Τσιριμώκου), στα romans durs («σκληρά μυθιστορήματα»), όπου ο άνθρωπος εμφανίζεται ουσιαστικά γυμνός μπροστά στη μοίρα και την κοινωνία, και στα roman policiers, δηλαδή σ’ εκείνα που πρωταγωνιστεί, εκ πρώτης όψεως και αναγνώσεως, ο επιθεωρητής Μαιγκρέ, αλλά και η συμβία του, όπου όμως πρωτίστως αναδεικνύεται ο κοινωνικός περίγυρος (milieu) του μικροαστού (petit bourgeois), η γαλλική (και όχι μόνο) επαρχία με τα ένοχα μυστικά της, αλλά και η ατμόσφαιρα (και ατμοσφαιρικότητα) των παρισινών μπιστρό, των λαϊκών ξενοδοχείων και των κλαμπ, εκεί που αναπνέει βαριά, ασθματικά σχεδόν «η ανθρώπινη μοναξιά μέσα στο πλήθος», όπως εύστοχα το διατύπωσε ο Paul Morand.
Ο Σιμενόν είναι ένας συγγραφέας που συμπάσχει με τους ήρωές του, ίσως για τον κύριο λόγο, ότι γράφοντας γι’ αυτούς, όπως παραδέχεται, μπαίνει στο πετσί τους, στη θέση τους: μοιράζεται μαζί τους τη διάθεση για φυγή και απόδραση, τη δίψα για ερωτικές βραδιές κι ανθρώπινη επαφή, την ανάγκη για στοργή και συντροφικότητα, αλλά μόνο όσο διαρκεί η συγγραφή του κάθε έργου.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τον επιθεωρητή Μαιγκρέ: ένας μικροαστός με λαϊκά χαρακτηριστικά, ένας κατ’ εξοχήν εσωστρεφής χαρακτήρας, «μπαλωματής της κατεστραμμένης ανθρώπινης μοίρας», ένας αντι-Ιαβέρης, που «κατανοεί χωρίς να καταδικάζει» (Φρ. Άνι) και αφήνεται στις περιποιήσεις και τη φροντίδα της συζύγου του (πιθανόν, φόρος τιμής στη μητέρα του, αν διαβάσει κανείς παράλληλα το ύστερο Γράμμα στη μητέρα), σε βαθμό που ακόμα και το αν θα πάρει μία ασπιρίνη εναπόκειται στην προθυμία της Μαντάμ Μαιγκρέ.
Ο Σιμενόν δεν γράφει απλώς για τον Μαιγκρέ: περιπλανιέται μαζί του στους παρισινούς δρόμους, κάνει διακοπές στην Κυανή Ακτή, επισκέπτεται τη γαλλική επαρχία, ταξιδεύει στην Ολλανδία, στην Αφρική και την Αμερική, κυρίως όμως ονειρεύεται μαζί του, όπως εύστοχα επισημαίνει ο Hans Altenheim («Ένα όνειρο του Μαιγκρέ»): «είναι το όνειρο της μικροαστικής σταθερότητας, ένα –εκρομαντισμένο– όνειρο των μικρών ανθρώπων, ένα νοσταλγικό ενύπνιο από ένα Παρίσι που είναι ακόμα προσκολλημένο στον 19ο αιώνα». Πρόκειται για μία τρόπον τινά εκλαϊκευμένη αντιστροφή μπενγιαμινικού Passagenwerk: όμως, αντί για φαντασμαγορικές στοές και ιστορικά μπουλβάρ προβάλλουν λαϊκά εστιατόρια και φτωχικές συνοικίες που θυμίζουν φωτογραφίες του Cartier-Bresson, του Brassaï ή του Doisneau, όπου, χάρις στη συγγραφική δεινότητα, ο αναγνώστης μετατρέπεται σε πλάνητα, καθώς χάνεται (και βρίσκεται εκ νέου) στην δαιδαλώδη παρισινή τοπογραφία του Σιμενόν, που συνυπάρχει με τον γαλλικό ποιητικό ρεαλισμό, όπως θεμελιώνεται με τον μύθο του Ζαν Γκαμπέν και αρθρώνεται πρωτίστως στα έργα του Jean Renoir.
Στο έργο του εμφανίζεται ο «γυμνός άνθρωπος» (l’ homme nu) στα «σκληρά μυθιστορήματα» (roman dur) σε μια γραφή που αποβάλλει προγραμματικά τη «λογοτεχνικότητα» και στηρίζεται, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, σ’ ένα λεξιλόγιο που περιλαμβάνει περίπου 2000 λέξεις: το «ανθρώπινο κτήνος» ή, στην ξεχωριστή περίπτωσή του, «ο γυμνός άνθρωπος», που ξαναβρίσκει τον εαυτό του αργά, επώδυνα, σχεδόν βασανιστικά, δραπετεύοντας συχνά από τις ψυχαναγκαστικές καταστάσεις του κοινωνικού περίγυρου, ακόμα κι όταν εξαναγκάζεται σε φόνο: για τον Σιμενόν «δεν υπάρχουν εγκληματίες, παρά μόνο εγκληματικές πράξεις, που διαπράττονται συχνά από φυσιολογικούς ανθρώπους που δεν ήταν προετοιμασμένοι για το έγκλημα» (Georg Hensel), αναζητώντας συστηματικά κι επίμονα «συγκεκριμένους όρους και συγκεκριμένους ανθρώπους, που δεν περιγράφουν την ψυχική τους κατάσταση, αλλά πράττουν». Ένα δομικό στοιχείο που ξεχωρίζει επί πλέον, είναι τα ψυχογραφικά πορτραίτα των ζευγαριών, φαινομενικά αρμονικά, ενίοτε αταίριαστα, στην ουσία όμως καταπονημένα, ραγισμένα, συχνά απόμακρα. Στα βιβλία του, έρωτας και θάνατος, αγάπη και μίσος, φυγή και μοναξιά είναι αναπόσπαστα συστατικά της εργοβιογραφίας του, όχι απλά sujets ενός ευφάνταστου, πληθωρικού συγγραφέα. Στο Œuvre του (75 Maigret και 118 non-Maigret μυθιστορήματα, χώρια τα διηγήματα και οι κινηματογραφικές μεταφορές των μυθιστορημάτων) αναδεικνύεται και τέμνεται, μέσα από μια ξεχωριστή οικονομία της αφήγησης, η «ανθρώπινη κατάσταση» στον 20ό αιώνα. Ταυτόχρονα όμως αποτυπώνεται, μελαγχολικά, ανθρωπολογικά και συνάμα ουμανιστικά, ο αμοραλισμός ενός ολόκληρου «κόσμου του χτες», που είναι ευρωπαϊκός και υπερατλαντικός, πραγματικός και συγγραφικός, ευαίσθητος και κυνικός, μικροαστικός και λαϊκός, και βρίσκεται σε διαρκή αναταραχή, όπου όμως προτεραιότητα έχουν συνήθως οι μοίρες των «μικρών ανθρώπων»: γι’ αυτούς γράφει και αυτοί τον αγάπησαν ως συγγραφέα.
Τέλος, για τους νομικούς υπάρχει (τουλάχιστον) ένα βιβλίο του με ιδιαίτερο ενδιαφέρον: το Γράμμα στον δικαστή μου (Lettre à mon juge, 1946), μία ενδοσκόπηση στην ανθρώπινη ψυχή, που αναζητεί την κατανόηση μέσα από μια βαθειά εξομολόγηση απέναντι στον θεσμικό κριτή της. Bonne lecture!