Α. Εισαγωγικά
- Η περαιτέρω ψυχική επιβάρυνση του θύματος κατά την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης δεν πρέπει να αποτελεί θεμιτό μέσο για την αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας και την επίτευξη της κοινωνικής ειρήνης. Ο συγκεκριμένος κίνδυνος οδήγησε τον Γερμανό νομοθέτη, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, στην ενίσχυση και σε δικονομικό επίπεδο της προστασίας του θύματος μιας αξιόποινης πράξης· η τάση αυτή εντάθηκε παράλληλα με τις εξελίξεις σε ενωσιακό επίπεδο και ιδίως μετά την έκδοση της Οδηγίας 2012/29/ΕΕ «για τη θέσπιση ελάχιστων προτύπων σχετικά με τα δικαιώματα, την υποστήριξη και την προστασία θυμάτων της εγκληματικότητας».[1] Από την πρόσφατη σχετική νομοθετική παραγωγή στην Γερμανία ξεχωρίζει η μεταρρύθμιση ορισμένων διατάξεων του γερμ. ΚΠΔ για τη βελτίωση και ενίσχυση του θεσμού της ψυχοκοινωνικής δικαστικής συνοδείας (psychosoziale Prozessbegleitung) υπέρ του παθόντος πριν, κατά και μετά τη διεξαγωγή της ποινικής δίκης.[2]
Β. Ο σκοπός των ρυθμίσεων
- H σύλληψη και η τιμώρηση του αξιόποινου δράστη ανακουφίζουν πρωτίστως το θύμα, αλλά και τους οικείους του.[3] Επιπλέον, με βάση και τα πορίσματα της θυματολογίας (victimology),[4] δηλαδή ενός συνόλου θεωριών που επικεντρώνονται στη μελέτη κάθε είδους συνεπειών της εγκληματικής πράξης στο θύμα, η έννομη τάξη αναγνωρίζει μεταξύ άλλων δικονομικά δικαιώματα στο θύμα ή εν πάση περιπτώσει στον παθόντα του εγκλήματος. Παράλληλα, όλη η διαδικασία της ποινικής δίκης, από την προδικασία μέχρι το ακροατήριο αλλά και μετά την έκδοση της απόφασης, συνοδεύεται από μια σειρά δυσάρεστων και επίπονων καταστάσεων για το θύμα και τους οικείους του. Εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι τα θύματα ιδίως σωματικής ή ψυχολογικής βίας, ή ειδικότερα εγκλημάτων κατά της ζωής (π.χ. απόπειρα ανθρωποκτονίας) ή της σωματικής ακεραιότητας (π.χ. σωματικές βλάβες), κατά της προσωπικής ελευθερίας (π.χ. εμπορία ανθρώπων, αρπαγή ανηλίκων, παράνομη βία), κατά της γενετήσιας ελευθερίας (π.χ. βιασμός, κατάχρηση σε ασέλγεια), ή εγκλημάτων οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής (π.χ. σωματεμπορία, ασέλγεια με ανήλικο έναντι αμοιβής), φέρονται ενώπιον έντονων ψυχολογικών δυσχερειών κατά την ποινική διαδικασία: εξέταση από τα αρμόδια ανακριτικά όργανα, καταθέσεις ξανά και ξανά των πραγματικών περιστατικών, οπτική επαφή με τον δράστη στο ακροατήριο, κάλυψη της υπόθεσης από τα ΜΜΕ, κατά αντιπαράσταση εξέταση από τον συνήγορο υπεράσπισης είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα με ψυχοφθόρες συνέπειες για το θύμα.[5] Η κατάσταση άλλωστε οξύνεται αν στην προβληματική προστεθεί η συχνά υπέρμετρη διάρκεια της ποινικής δίκης. Υποστηρίζεται επομένως ότι η ποινική διαδικασία μπορεί κατά την προσπάθεια απόδοσης δικαιοσύνης να οδηγήσει σε μία περαιτέρω, δεύτερη θυματοποίηση (secondary victimisation/sekundäre Viktimisierung) του παθόντος, αυτή τη φορά όχι με ευθύνη του δράστη, αλλά της έννομης τάξης και δη των διωκτικών και δικαστικών αρχών.[6]
- Οι πιέσεις, επιβαρύνσεις ή ενδεχομένως και η περαιτέρω θυματοποίηση που υφίσταται ο παθών αποτελούν βέβαια παράγοντες που αμφισβητούν την αξιοπιστία της κατάθεσής του και εν τέλει τη συνολική συμβολή του στην ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας. Σε αυτό το σημείο ο θεσμικός ρόλος των δικαστικών αρχών δεν επιτρέπει καμιά ανάμειξη: H αρχή της αμεροληψίας (άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ) και η γνωστή στον γερμανικό χώρο επιταγή των ίσων αποστάσεων του δικαστηρίου (Äquidistanz) απαγορεύουν στις δικαστικές αρχές οποιαδήποτε μορφή υποστήριξης στα θύματα ακόμα και βαρύτατων εγκληματικών πράξεων.[7]
- Κατόπιν αυτών, η ρύθμιση για την ψυχοκοινωνική δικαστική συνοδεία, κατά το αναθεωρημένο άρθρο 406g γερμ. ΚΠΔ, αποτελεί προϊόν της βούλησης του νομοθέτη: αφενός να διευκολύνει την θέση του θύματος, ώστε να αποφεύγεται η επαναλαμβανόμενη θυματοποίησή του, αφετέρου να διευκολύνεται αντιστοίχως η ορθή απονομή της δικαιοσύνης με την ενίσχυση της αξιοπιστίας των καταθέσεων, την οποία θα επηρεάζει πλέον λιγότερο η σωματική και ιδίως η ψυχολογική κατάσταση του θύματος.[8]
- Ο υπό συζήτηση δικονομικός θεσμός εισήχθη για πρώτη φορά το έτος 2009, στο άρθρο 406h παρ. 1 αρ. 5 γερμ. ΚΠΔ, με πρόβλεψη περί ψυχοκοινωνικής δικαστικής συνοδείας υπέρ των παθόντων από ιδρύματα αρωγής θυμάτων (Opferhilfeeinrichtungen).[9] Η περιορισμένη εφαρμογή του νόμου στη δικαστηριακή πρακτική, με εξαίρεση ορισμένα ομόσπονδα κρατίδια,[10] αλλά και το γεγονός ότι η συγκεκριμένη νομοθεσία ήταν ελλιπής, οδήγησαν στη νέα ρύθμιση του θεσμού κατά το πρότυπο της αυστριακής και της ελβετικής έννομης τάξης.[11]
- Αφορμή για την ψήφιση του νέου νόμου αποτέλεσε η ενσωμάτωση της προαναφερθείσας ενωσιακής Οδηγίας 2012/29/ΕΕ για την ενίσχυση των δικαιωμάτων του θύματος και ιδίως των άρθρων 8 παρ. 1 και 9 παρ. 1 περ. γ’ της Οδηγίας περί δωρεάν πρόσβασης σε παροχή συναισθηματικής και ψυχολογικής υποστήριξης από υπηρεσίες υποστήριξης θυμάτων πριν, κατά και, για εύλογο χρονικό διάστημα, μετά την ποινική διαδικασία. Η ψυχοκοινωνική δικαστική συνοδεία προβλέπεται πλέον στο άρθρο 406g του γερμ. ΚΠΔ και στον νέο νόμο για την ψυχοκοινωνική δικαστική συνοδεία στην ποινική διαδικασία [„Gesetz über die psychosoziale Prozessbegleitung im Strafverfahren“ (PsychPbG), εφεξής: ΝΨΔΣΠ][12]. Στον τελευταίο νόμο διατυπώνονται οι αρχές του θεσμού, οι εκπαιδευτικές και επαγγελματικές προϋποθέσεις της ψυχοκοινωνικής δικαστικής συνοδείας καθώς και συναφή με την αμοιβή του συνοδού ζητήματα (άρθρο 1 ΝΨΔΣΠ).
Γ. Το αντικείμενο της ψυχοκοινωνικής δικαστικής συνοδείας γενικότερα
- Πρέπει να διευκρινιστεί ότι η ψυχοκοινωνική δικαστική συνοδεία δεν αποτελεί κάποιου είδους θεραπεία[13]. Από την πρακτική εφαρμογή του θεσμού σε ορισμένα ομόσπονδα κρατίδια, αλλά και τις σχετικές απόψεις στη θεωρία, προκύπτουν κατ’ αρχάς μια σειρά από δυνατότητες.
- Ήδη από το προδικαστικό στάδιο, ο ψυχοκοινωνικός δικαστικός συνοδός μπορεί να έλθει σε πρώτη επαφή με τον παθόντα και να συζητήσει μαζί του τη δυνατότητα για υποβολή έγκλησης αλλά και διορισμό συνηγόρου. Επίσης, ο συνοδός φέρνει τον παθόντα σε επαφή με άλλους παράγοντες της ποινικής διαδικασίας, όπως τις αστυνομικές αρχές, την εισαγγελία, τον ανακριτή και (αν υπάρχει) τον συνήγορό του. Κρίσιμη σε κοινωνικό αλλά και ψυχολογικό επίπεδο είναι πάντως η συνοδεία του θύματος κατά την εξέτασή του από τις αστυνομικές αρχές, τον εισαγγελέα ή τον ανακριτή, ιδίως σε χώρους όπου είναι πιθανόν να έχει εξεταστεί προηγουμένως ο κατηγορούμενος και έχει υπάρξει οπτική επαφή με το θύμα. Πρακτική σημασία, ιδίως για θύματα που χρήζουν αυξημένης και ιδιαίτερης ψυχολογικής υποστήριξης (π.χ. ανήλικοι, θύματα βιασμών, εμπορίας ανθρώπων κ.ά.), έχει ιδίως η συνοδεία κατά την εξέταση από τον πραγματογνώμονα αλλά και η εξοικείωση του θύματος με τις εγκαταστάσεις και το περιβάλλον των δικαστηρίων όπου πρόκειται να διεξαχθεί η κύρια διαδικασία. Στο ίδιο στάδιο διερευνάται και η ανάγκη τυχόν επικοινωνίας του συνοδού με την οικογένεια του θύματος (π.χ. των γονέων/συντρόφου του θύματος).[14] Ο συνοδός έχει δε τη δυνατότητα όχι απλώς να βοηθήσει το θύμα σε πρακτικά ζητήματα (π.χ. μετάβαση στο δικαστήριο) αλλά και να αντιμετωπίσει τη συναισθηματική φόρτισή του λόγω της παρουσίας του στους αντίστοιχους χώρους, της συναναστροφής του με τους διάφορες παράγοντες αλλά και της ψυχολογικής κατάστασής του μετά την κατάθεση.[15]
- Η παρουσία του ψυχοκοινωνικού δικαστικού συνοδού στο ακροατήριο εξασφαλίζει την ομαλή μετάβαση και τη συνοδεία από τον τόπο κατοικίας του θύματος στο δικαστήριο και αντιστρόφως. Σε περιπτώσεις μεγάλης αναμονής για την εκδίκαση της υπόθεσης, ο συνοδός συνδράμει στην αντίστοιχη ανακούφιση του θύματος ενόψει και τυχόν επαφής στις δικαστικές αίθουσες με την πλευρά του κατηγορουμένου, εκπροσώπους των ΜΜΕ ή το κοινό.[16] Παράλληλα επικοινωνεί με τον συνήγορο του παθόντος για την πορεία της δίκης· το διεπιστημονικό εκπαιδευτικό υπόβαθρό του που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων βασικές γνώσεις ψυχολογίας, δικαίου, εγκληματολογίας, θυματολογίας (βλ. πλέον άρθρο 3 παρ. 4 ΝΨΔΣΠ), επιτρέπει στον συνοδό να εξηγήσει με τον κατάλληλο τρόπο στο θύμα τις νομικές έννοιες που ακούγονται στο ακροατήριο, αλλά και την περαιτέρω εξέλιξη της υπόθεσης. Ειδικά σε περιπτώσεις ανήλικων θυμάτων το αντίστοιχο έργο είναι μάλλον αδύνατο να επιτελεστεί κατά τον προσήκοντα τρόπο μόνο από έναν νομικό, δηλαδή τον δικηγόρο του παθόντος.[17] Εξίσου αδύνατη φαίνεται και η ψυχοκοινωνική δικαστική συνοδεία του παθόντος από οικεία μεν πρόσωπα, όπως είναι οι συγγενείς, στερούμενα δε του απαιτούμενου επαγγελματικού για τις ανάγκες του θύματος χειρισμού.[18]
- Η επικοινωνία του συνοδού με το θύμα δεν διακόπτεται πάντως με την εκφώνηση του αποτελέσματος της ποινικής δίκης, την αθώωση ή την καταδίκη του κατηγορουμένου. Σε αυτό το χρονικό σημείο ο συνοδός παρίσταται και συνομιλεί με το θύμα και τον συνήγορό του, και εξετάζουν από κοινού τη δυνατότητα άσκησης ένδικου μέσου και τις επιπτώσεις αυτού στο θύμα. Τυχόν απογοήτευση του θύματος από το αποτέλεσμα της δίκης ή ακόμα και φόβοι του είναι φυσικά αντικείμενο συζήτησης με τον συνοδό καθ’ όλη τη διάρκεια της εκδίκασης της υπόθεσης μετά την άσκηση των ενδίκων μέσων και μέχρι την τελεσίδικη περάτωσή της.[19]
Δ. Σύντομη επισκόπηση του θεσμού στο γερμανικό δίκαιο
- Η ψυχοκοινωνική δικαστική συνοδεία στις ποινικές υποθέσεις όπως διαμορφώνεται πλέον (σε ισχύ από: 1.1.2017) στον γερμ. ΚΠΔ, αφορά το πρόσωπο του παθόντος στην γερμανική ποινική δίκη.[20] Οι σχετικές διατάξεις εφαρμόζονται επίσης στις ποινικές δίκες ανηλίκων.[21] Το δικαίωμα για παροχή ψυχοκοινωνικής δικαστικής συνοδείας είναι πάντως αποσυνδεδεμένο από την ιδιότητα του παρασυγκατηγόρου (Nebenkläger)·[22] ο νόμος αρκείται στην αναφορά γενικώς σε παθόντα ή εκείνον που χρήζει ιδιαίτερης προστασίας (besonders schützbedürftige Verletzte) για τον διορισμό ψυχοκοινωνικού δικαστικού συνοδού. Σύμφωνα με τη νέα μεταρρύθμιση, υπέρ του παθόντος αναγνωρίζεται μόνο το δικαίωμα αυτοπρόσωπης παρουσίας του συνοδού (Anwesenheitsrecht) κατά την εξέταση του παθόντος στην προδικασία, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας στο ακροατήριο και μετά το πέρας της (άρθρο 406g παρ. 1 γερμ. ΚΠΔ σε συνδυασμό με άρθρο 2 παρ. 1 εδ. α’ ΝΨΔΣΠ)· εκτός ρυθμιστικού πεδίου βρίσκονται κατά ταύτα άλλες δυνατότητες, όπως π.χ. η παρουσία του συνοδού κατά την διαδικασία ποινικής συνδιαλλαγής δράστη-θύματος (Τäter-Opfer-Ausgleich).[23] Ας σημειωθεί ήδη εδώ ότι ούτε οι νέες διατάξεις περιλαμβάνουν κάποιον ορισμό της έννοιας του παθόντος, κατά συνειδητή επιλογή του νομοθέτη, εν αντιθέσει λ.χ. με τον ορισμό της έννοιας του θύματος για τα φυσικά πρόσωπα στην Οδηγία 2012/29/ΕΕ (άρθρο 2 παρ. 1 περ. α’).[24]
- Εξ αρχής καθίσταται σαφές ήδη από το γράμμα του νόμου ότι ψυχοκοινωνική δικαστική συνοδεία δεν αποτελεί κάποιου είδους νομική υποστήριξη του παθόντος (άρθρο 2 παρ. 2 εδ. β’ ΝΨΔΣΠ), έργο που παραμένει αντικείμενο του συνηγόρου του. Βασική υποχρέωση που διέπει την λειτουργία του νέου θεσμού είναι η ουδετερότητά του (Neutralität) στην ποινική δίκη· η συνοδεία (Begleitung) διαχωρίζεται έτσι ήδη ex lege από την καθοδήγηση (Βeratung) του παθόντος. Ο συνοδός ούτε συμβουλεύει τον παθόντα νομικά ούτε επίσης διερευνά τα πραγματικά περιστατικά. Ο διορισμός τού συνοδού είναι ανεξάρτητος από εκείνον του συνηγόρου του παθόντος.[25] Δεν εκπροσωπεί τον παθόντα ούτε νομιμοποιείται στην άσκηση προσφυγής σε περίπτωση απόρριψης του αιτήματος για διορισμό του·[26] δεν απολαμβάνει θέση υποκειμένου της ποινικής δίκης.[27] Η ψυχοκοινωνική δικαστική συνοδεία έχει σκοπό τον περιορισμό της επιβάρυνσης του θύματος και την αποφυγή της δευτερογενoύς θυματοποίησης· ειδικό αντικείμενό της αποτελεί μόνο η παροχή πληροφοριών (Informationsvermittlung) και η εξειδικευμένη φροντίδα και υποστήριξη του παθόντος που έχει ανάγκη ιδιαίτερης προστασίας καθ’ όλη τη διάρκεια της ποινικής δίκης (άρθρο 2 παρ. 1 εδ. β’ ΝΨΔΣΠ).[28]
- Περαιτέρω, ο ψυχοκοινωνικός δικαστικός συνοδός δεν προετοιμάζει το περιεχόμενο της κατάθεσης του παθόντος στην προδικασία ή στο ακροατήριο, δυνατότητα που θα έθετε εν αμφιβόλω την αξιοπιστία της κατάθεσης του τελευταίου και θα ακύρωνε τον σκοπό των σχετικών ρυθμίσεων, ήτοι μεταξύ άλλων την κτήση και εκτίμηση αξιόπιστων καταθέσεων.[29] Ο νόμος δεν επιτρέπει οποιαδήποτε ενέργεια οδηγεί στον επηρεασμό του μάρτυρα και της κατάθεσής του (άρ. 2 παρ. 2 εδ. β’ ΝΨΔΣΠ).
- Προϊόν του νομοθετικού διαχωρισμού της συνοδείας από τη συμβουλή του παθόντος αποτελεί η επιλογή του Γερμανού νομοθέτη να μην αναγνωρίσει δικαίωμα άρνησης μαρτυρίας (Zeugnisverweigerungsrecht) στον ψυχοκοινωνικό δικαστικό συνοδό. Για την έλλειψη αυτού του δικαιώματος και την υποχρέωση μαρτυρίας του συνοδού ενημερώνεται ο παθών πριν τη δικαστική συνοδεία (άρθρο 2 παρ. εδ. γ’ ΝΨΔΣΠ), χωρίς πάντως να προβλέπονται ειδικές συνέπειες στον νόμο σε περίπτωση παράλειψης αυτής της ενημέρωσης.
- Το δικαίωμα ψυχοκοινωνικής δικαστικής συνοδείας προβλέπεται υπέρ οποιουδήποτε παθόντα από άδικη πράξη πριν, κατά και μετά τη διεξαγωγή της κύριας διαδικασίας (άρθρο 406g παρ. 1 γερμ. ΚΠΔ σε συνδυασμό με άρθρο 2 παρ. 1 εδ. α’ ΝΨΔΣΠ). Τα σχετικά έξοδα της συνοδείας αναλαμβάνει ο παθών.[30] Ειδική πρόνοια του νομοθέτη αποτελεί πάντως η δυνατότητα του οργάνου που διενεργεί σε κάθε στάδιο την εξέταση του παθόντος για απαγόρευση της παρουσίας αυτού του μη διορισμένου από το δικαστήριο συνοδού, όταν από την παρουσία του απειλείται ο ανακριτικός σκοπός (Untersuchungszweck), δηλαδή η ανεύρεση της αλήθειας· η απόφαση είναι ανέκκλητη και οι σχετικοί απορριπτικοί λόγοι κοινοποιούνται (άρθρο 406g παρ. 4 γερμ. ΚΠΔ).
- Αντιθέτως, δικαίωμα δωρεάν παροχής ψυχοκοινωνικής δικαστικής συνοδείας προβλέπει ο νόμος υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Από την αναλογική εφαρμογή των διατάξεων για τον διορισμό του δικηγόρου του παρασυγκατηγόρου (άρθρο 406g παρ. 3 εδ. α’-β’ σε συνδυασμό με άρθρο 397a παρ. 1 γερμ. ΚΠΔ) προκύπτουν οι εξής διαδικαστικές προϋποθέσεις για τον διορισμό ψυχοκοινωνικού δικαστικού συνοδού χωρίς έξοδα του παθόντος:
α. Ως προς τον δικαιούχο δωρεάν ψυχοκοινωνικής δικαστικής συνοδείας, o νόμος διακρίνει ανάμεσα στον υποχρεωτικό διορισμό συνοδού για τους ανήλικους παθόντες της άδικης πράξης ή για όσους δεν είναι σε θέση μόνοι τους να υπερασπίσουν επαρκώς τα συμφέροντά τους, και στον δυνητικό διορισμό για τους υπόλοιπους παθόντες, όταν συντρέχει ιδιαίτερη ανάγκη προστασίας τους.
β. Δικαίωμα δωρεάν ψυχοκοινωνικής δικαστικής συνοδείας κατοχυρώνεται για συγκεκριμένο κατάλογο αδικημάτων.[31]
- Στις περιπτώσεις διορισμού συνοδού από το δικαστήριο, η παροχή ψυχοκοινωνικής δικαστικής συνοδείας γίνεται δωρεάν (άρθρο 406g παρ. 3 εδ. γ’ γερμ. ΚΠΔ)· η κατά τον νόμο οριζόμενη αμοιβή του συνοδού συμπεριλαμβάνεται στα έξοδα της δίκης.[32] Ο παθών έχει δικαίωμα να προτείνει ψυχοκοινωνικό δικαστικό συνοδό κατά αναλογία με τις ρυθμίσεις για τον διορισμό συνηγόρου υπεράσπισης της επιλογής του κατηγορουμένου στην προδικασία (άρθρα 406g παρ. 3 εδ. δ’ σε συνδυασμό με άρθρο 142 παρ. 1 γερμ. ΚΠΔ). Δυνατότητα αποκλεισμού του διορισμένου συνοδού προβλέπεται μόνο για σπουδαίο λόγο· οι διατάξεις για την απόρριψη του διορισμού του αυτεπαγγέλτως διοριζόμενου συνηγόρου υπεράσπισης εφαρμόζονται αναλόγως.[33]
Ε. Η ψυχοκοινωνική δικαστική συνοδεία στην αυστριακή και ελβετική έννομη τάξη
- Μετά την παρουσίαση του θεσμού, αξίζει να αναφερθούν το αυστριακό και ελβετικό παράδειγμα ρύθμισης της ψυχοκοινωνικής δικαστικής συνοδείας, καθώς οι σχετικές ρυθμίσεις, όπως προαναφέρθηκε, αποτέλεσαν πρότυπα ρύθμισης του θεσμού κατά την συζήτηση και ψήφιση των νέων διατάξεων στη Γερμανία.
- Στην Αυστρία, χώρα με αξιοπρόσεκτη παράδοση στη νομοθετική προστασία του θύματος και τη δικαστηριακή εφαρμογή αντίστοιχων δικαιωμάτων, η ψυχοκοινωνική δικαστική συνοδεία προβλέπεται σε συνδυασμό με την νομική δικαστική συνοδεία (juristische Prozessbegleitung): η πρώτη περιλαμβάνει τη συνοδεία του θύματος κατά την εξέτασή του στην προδικασία ή στο ακροατήριο και την ψυχολογική ανακούφισή του από την αντίστοιχη συναισθηματική φόρτιση, ενώ η δεύτερη τη νομική εκπροσώπηση μέσω δικηγόρου (άρθρο 66 παρ. 2 αυστρ. ΚΠΔ).[34] Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης, η αυστριακή πρόβλεψη του θεσμού της ψυχοκοινωνικής συνοδείας και σε επίπεδο πολιτικής δίκης· ο συνοδός παρίσταται δηλαδή και στις διεκδικήσεις αποζημιώσεων σε αστικό επίπεδο έναντι του δράστη.[35]
- Τα σχετικά με τον ορισμό της έννοιας του θύματος ζητήματα προσπάθησε πάντως να λύσει αυθεντικά ο νομοθέτης (άρθρο 65 παρ. 1 αυστρ. ΚΠΔ)· ενδιαφέρον μεταξύ άλλων είναι ότι για την αυστριακή έννομη τάξη θύμα είναι και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο υπέστη ζημία από διαπραχθείσα αξιόποινη πράξη ή θα μπορούσε να έχει υποστεί προσβολή των ποινικά προστατευόμενων εννόμων αγαθών του (άρθρο 66 παρ. 1 περ. γ’ αυστρ. ΚΠΔ).[36] Η τελευταία δυνητική προσβολή αποτυπώνει την προσπάθεια του Αυστριακού νομοθέτη να αποφύγει παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας του κατηγορουμένου, αφού, σε τελική ανάλυση η ύπαρξη θύματος προϋποθέτει τελεσίδικη ποινική καταδίκη. Ο νόμος όμως δεν θέτει ως προαπαιτούμενο για την προστασία του θύματος την ύπαρξη προσβολής των εννόμων αγαθών του, αλλά μόνο τη δυνατότητα προσβολής τους· δεν προαπαιτείται δηλαδή αντιστοίχως ούτε καν η συνδρομή «δράστη», αφού αρκεί απλώς να συντρέχει υπόνοια τέλεσης πράξης.[37]
- Στην Ελβετία από την άλλη πλευρά, εκδήλωση της συνταγματικής κατοχύρωσης της υποστήριξης και αποζημίωσης των θυμάτων αξιόποινων πράξεων (άρθρο 124 ελβετικού ομοσπονδιακού Συντάγματος), αποτελούν οι προστατευτικές ρυθμίσεις στον νόμο για την υποστήριξη των θυμάτων [Opferhilfegesetz (OHG), εφεξής: NYΘ], αλλά και τα δικονομικά δικαιώματα των θυμάτων κατά το άρθρο 117 ελβ. ΚΠΔ.[38] Πέρα από τον ορισμό του θύματος (άρθρο 116 ελβ. ΚΠΔ)[39] και τον διαχωρισμό του από την γενικότερη έννοια του ζημιωθέντος (geschädigte Person, άρθρο 115 ελβ. ΚΠΔ), προβλέπεται ειδική ενημέρωση του θύματος από την αστυνομία και την εισαγγελία για το δικαίωμά του να λάβει υποστήριξη (άρθρο 305 παρ. 2 περ. b ελβ. ΚΠΔ)· εκτός της νομικής, ιατρικής και υλικής υποστήριξής του, το θύμα έχει δικαίωμα σε δωρεάν ψυχολογική και κοινωνική υποστήριξη (άρθρα 5 και 14 ΝΥΘ).[40] Η συγκεκριμένη υποστήριξη παρέχεται από ανεξάρτητες δημόσιες ή ιδιωτικές συμβουλευτικές υπηρεσίες (Beratungsstellen) ανά καντόνι (άρθρο 9 ΝΥΘ). Η ψυχολογική και κοινωνική αναγκαία βοήθεια πρέπει να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την αξιόποινη πράξη· συνίσταται ιδίως σε μέτρα που έχουν στόχο την ομαλή κοινωνική επανένταξη του θύματος, όπως είναι ενδεικτικά η ψυχολογική φροντίδα από ειδικούς, η παροχή βοήθειας στην ανεύρεση νέας θέσης εργασίας σε περίπτωση απώλειας της προηγούμενης, η κατ’ οίκον υποστήριξη του θύματος και των παιδιών του, αλλά και η προετοιμασία του θύματος για την ποινική διαδικασία με σκοπό την υπερνίκηση των σχετικών ψυχολογικών εμποδίων και τον περιορισμό της ψυχολογικής επιβάρυνσής του.[41] Η κατοχυρωμένη στον νόμο για την υποστήριξη των θυμάτων υποχρέωση εχεμύθειας των απασχολούμενων στις συμβουλευτικές υπηρεσίες υποχωρεί πάντως, σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις, όταν υπερτερεί το συμφέρον για την ανεύρεση της αλήθειας (άρθρο 173 παρ. 1 περ. δ ελβ. ΚΠΔ).
ΣΤ. Αντιρρήσεις κατά του θεσμού με βάση τον γερμ. ΚΠΔ
- Ο θεσμός της ψυχοκοινωνικής δικαστικής συνοδείας έχει ήδη βρεθεί αντιμέτωπος με σημαντικές ενστάσεις κατά της συμβατότητάς του με θεμελιώδεις αρχές της ποινικής δίκης. Πρέπει προκαταβολικά να αναφερθεί ότι ήδη από τα μέσα του 1980 έχουν εκφρασθεί επίσης σοβαρές αντιρρήσεις στις μεταρρυθμίσεις που συμβάλλουν στην ενίσχυση της δικονομικής θέσης του παθόντος στην ποινική δίκη, με επιχείρημα την ως εξ αυτής αντίστοιχη υποχώρηση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου· έντονα εξάλλου επικρίνεται και ο ρόλος των οργανώσεων για την προστασία των θυμάτων και η άσκηση πίεσης από την πλευρά τους στη νομοθετική εξουσία για τη διεύρυνση των δικαιωμάτων των παθόντων.[42]
- Ειδικότερα, ο αντίλογος των επικριτών των σχετικών ρυθμίσεων έγκειται κατ’ αρχάς στην ίδια την έννοια της δευτερογενούς θυματοποίησης ως νομιμοποιητικής βάσης για την διεύρυνση των δικαιωμάτων του θύματος. Η συγκεκριμένη κριτική συνοψίζεται τόσο στην ασάφεια του περιεχομένου της εν λόγω έννοιας όσο και στην έλλειψη σχετικών πορισμάτων εμπειρικών ερευνών που να επιβεβαιώνουν τα ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά της, δηλαδή την ύπαρξη, το είδος, τις περιστάσεις υπό τις οποίες αυτή συντρέχει, καθώς και το μέγεθος της βλάβης που υφίσταται ο παθών από την εμπλοκή του στο σύστημα απονομής ποινικής δικαιοσύνης.[43]
- Βασικό σημείο κριτικής της μεταρρύθμισης αποτελεί εξάλλου η ασυμβατότητα της τελευταίας με το τεκμήριο αθωότητας κατά το άρθρο 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ: Η εφαρμογή του θεσμού αλλά και κάθε άλλου προστατευτικού μέτρου υπέρ του παθόντος πριν την καταδίκη, πολλώ μάλλον πριν από την διεξαγωγή της ποινικής διαδικασίας, προϋποθέτει την κατάφαση της ύπαρξης θύματος. Η τελευταία διαπίστωση θα οδηγούσε κατά λογική αναγκαιότητα στην παραδοχή της ύπαρξης αξιόποινης πράξης, άρα τελικώς και σε αμφισβήτηση του τεκμηρίου αθωότητας.[44] Πρόκειται πάντως για γενικότερη προβληματική αφορώσα εν τέλει και στη νομιμότητα της χρήσης του όρου «θύμα» στην ποινική δίκη ως αξιολογικά φορτισμένης έννοιας, αντιβαίνουσας κατά το μάλλον ή ήττον στο περιεχόμενο και την ισχύ του τεκμηρίου αθωότητας.[45] Στον γερμ. ΚΠΔ βέβαια, με εξαίρεση την ποινική συνδιαλλαγή μεταξύ δράστη και θύματος, (Τäter-Opfer-Ausgleich, άρθρο 155a γερμ. ΚΠΔ) γίνεται συχνά λόγος για παθόντα (Verletzter), δηλαδή για το πρόσωπο του οποίου τα έννομα αγαθά έχουν προσβληθεί.[46]· δεν καταστρώνεται όμως στον νόμο ορισμός του θύματος όπως συμβαίνει στο αυστριακό ή στο ελβετικό δίκαιο.[47] Στη σχετική προβληματική εντάσσεται βέβαια και το ζήτημα αν τελικά η ιδιότητα του θύματος εξαρτάται από την πρότερη ή έστω μεταγενέστερη αναγνώριση ύπαρξης δράστη, σε περιπτώσεις που ο δράστης της αξιόποινης πράξης είναι άγνωστος, ή για πραγματικούς ή νομικούς λόγους δεν μπορεί να είτε να διωχθεί είτε να καταδικαστεί· το ίδιο ζήτημα τίθεται ακόμα πιο έντονα σε υποθέσεις εναλλακτικής περάτωσης της ποινικής δίκης για λόγους σκοπιμότητας.[48] Εξ επόψεως ενωσιακού δικαίου από την άλλη πλευρά, στο υπό συζήτηση πεδίο καθιερώνεται βέβαια μία γενική ρήτρα επιφύλαξης του τεκμηρίου αθωότητας, ο όρος δράστης, όμως «…για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας (ενν. 2012/29/ΕΕ), αφορά επίσης ύποπτο ή κατηγορούμενο πριν από ενδεχόμενη ομολογία της ενοχής ή καταδίκη…».[49]
- Ο θεσμός ελέγχεται επίσης ενόψει τυχόν παραβίασης της αρχής της ισότητας των όπλων μεταξύ του κατηγορουμένου και του παθόντος, ειδικότερης εκδήλωσης της αρχής της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ), εξαιτίας της προσθήκης και άλλου παράγοντα στη δίκη, πέρα από τον εισαγγελέα, τον παρασυγκατήγορο, τον συνηγόρο του και το ενδεχόμενο έμπιστο πρόσωπο προς ψυχολογική υποστήριξη του παθόντος κατά την εξέτασή του (Vertrauensperson)[50]· η δίκαιη ισορροπία της ποινικής δίκης διαταράσσεται[51]. Στην ίδια συνάφεια, επισημαίνεται άλλωστε ότι μια αντίστοιχη απαίτηση για κατοχύρωση ψυχοκοινωνικής δικαστικής συνοδείας και υπέρ του κατηγορουμένου, προς αποφυγήν των επιβαρύνσεων που επιφέρει για εκείνον η ποινική δίκη, δεν θα μπορούσε να ληφθεί σοβαρά υπόψη. Στο ενωσιακό δίκαιο βέβαια και δη στο δικονομικό ποινικό δίκαιο ανηλίκων, στο άρθρο 15 της υπό ενσωμάτωση (μέχρι τις: 11.6.2019) ενωσιακής Οδηγίας 2016/800, για τα δικονομικά δικαιώματα των ανήλικων υπόπτων ή κατηγορουμένων στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών, κατοχυρώνεται το δικαίωμα του ανήλικου δράστη να συνοδεύεται κατά την ακροαματική διαδικασία από τον ασκούντα τη γονική μέριμνα, άλλο κατάλληλο ενήλικα που μπορεί να ορίζεται από το παιδί ή άλλο πρόσωπο, εκπρόσωπο αρχής ή άλλου φορέα επιφορτισμένου με την ευθύνη για την προστασία ή την καλή κατάσταση των παιδιών.[52]
- Τέλος, από την εφαρμογή του θεσμού γεννώνται ζητήματα και ενόψει του δεύτερου σκοπού της ψυχοκοινωνικής δικαστικής συνοδείας, ήτοι της κτήσης και χρήσης αξιόπιστων καταθέσεων από το ποινικό δικαστήριο. Το επικοινωνιακό πλαίσιο εμπιστοσύνης και οικειότητας που χαρακτηρίζει τη σχέση συνοδού και παθόντα υποστηρίζεται ότι αντιβαίνει στην αρχή της ουδετερότητας που πρέπει να διέπει το έργο του συνοδού έναντι του δικαστηρίου· η αμφιβολία αυτή επιτείνεται σε περιπτώσεις όπου ο συνοδός δεν έχει οριστεί από το δικαστήριο αλλά παρίσταται με έξοδα του παθόντος.[53] Τα υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου περαιτέρω, δεν προστατεύονται αποτελεσματικά, διότι δεν ρυθμίζεται η καταγραφή της επικοινωνίας του συνοδού με τον παθόντα λ.χ. σε κάποια έκθεση, με αποτέλεσμα να υπάρχουν σοβαρές ενστάσεις κατά της ουδετερότητας του συνοδού αλλά και επιφυλάξεις ενόψει του κινδύνου χειραγώγησης και επηρεασμού του παθόντος.[54] Η υποχρέωση μαρτυρίας του συνοδού υποστηρίζεται βέβαια ότι αποτελεί διαδικαστική εγγύηση, εν αντιθέσει ιδίως με την αυστριακή ρύθμιση.[55]
Ζ. Επίλογος
- Εξαιτίας της συμμετοχής του παθόντος στην εξιχνίαση μιας αξιόποινης πράξης για την επίτευξη της κοινωνικής ειρήνης διά της ποινικής δίκης σε συνδυασμό με την προσπάθεια να αποφευχθεί η περαιτέρω επιβάρυνση της ψυχολογικής και κοινωνικής θέσης του τίθενται ζητήματα παραβίασης ή μη του δικαιώματος του κατηγορουμένου σε δίκαιη δίκη.[56] Με αφορμή την εναρμόνιση της γερμανικής έννομης τάξης με το ενωσιακό δίκαιο και ειδικότερα την Οδηγία 2012/29/ΕΕ ο νομοθέτης επιχείρησε να ανταποκριθεί στην υποχρέωση αυτή με τον θεσμό της ψυχοκοινωνικής δικαστικής συνοδείας. Το κείμενο της Οδηγίας πάντως εκτός του ορισμού του θύματος και ιδίως της περαιτέρω ειδικής αναφοράς ως θυμάτων των οικονομικά ζημιωθέντων (άρθρο 2 παρ. 1 περ. α’ υποπερ. i) δεν ανατρέπει τη δικονομική θέση που αναγνωρίζουν οι έννομες τάξεις των κρατών μελών στα θύματα ή εν γένει στους παθόντες.[57] Η αυξημένη σημασία της προστασίας του θύματος σε κανονιστικό επίπεδο στον ενωσιακό χώρο επιβεβαιώνεται άλλωστε και από την κατοχύρωση στο πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο των δικαιωμάτων των θυμάτων εγκληματικότητας, κατά τη θέσπιση εθνικών κανόνων από τα κράτη μέλη για τη διευκόλυνση της αμοιβαίας αναγνώρισης δικαστικών αποφάσεων και της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας (άρθρο 82 παρ. 2 περ. δ’ ΣΛΕΕ).
- Εκτός του ενωσιακού δικαίου, σε υπερεθνικό επίπεδο διατάξεις για την προστασία θυμάτων που συμμετέχουν σε ποινικές διαδικασίες περιλαμβάνονται και σε κείμενα διεθνών συνθηκών του Συμβουλίου της Ευρώπης:[58] Πρόκειται ιδίως για ανήλικα θύματα με βάση τη Σύμβαση για την προστασία των παιδιών ενάντια στη σεξουαλική εκμετάλλευση και κακοποίηση[59] ή για θύματα εγκλημάτων βίας αλλά και ειδικότερα ενδοοικογενειακής βίας κατά τη Σύμβαση για την πρόληψη και καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας.[60]
- Ως εκ τούτου, οι υπερεθνικές εξελίξεις σε σχέση με την εφαρμογή δικονομικών θεσμών που στοχεύουν στην αποφυγή της περαιτέρω επιβάρυνσης του θύματος αφορούν και την ελληνική έννομη τάξη. Η εφαρμογή δικονομικών διατάξεων προστατευτικών της θέσης του θύματος δεν είναι βέβαια παρ’ ημίν άγνωστη: Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η διεξαγωγή της ποινικής δίκης κεκλεισμένων των θυρών αν η δημοσιότητα της δίκης έχει ως αποτέλεσμα την ιδιαίτερη ψυχική επιβάρυνση του θύματος ή τον διασυρμό του (άρθρο 330 ΚΠΔ). Πέρα επίσης από τα γενικά δικαιώματα των θυμάτων και ιδίως των ανηλίκων (άρθρο 108Α ΚΠΔ), σχετικές με την ψυχοκοινωνική δικαστική συνοδεία είναι και οι διατάξεις για τη συνοδεία από τον νόμιμο αντιπρόσωπο των ανήλικων μαρτύρων θυμάτων προσβολής προσωπικής και γενετήσιας ελευθερίας (άρθρο 226Α παρ. 2 εδ. δ’ ΚΠΔ)[61] καθώς και των θυμάτων εμπορίας ανθρώπων και σωματεμπορίας (άρθρο 226Β παρ. 2 εδ. γ’ ΚΠΔ)[62]: Εν προκειμένω δεν ρυθμίζεται μόνο η διαδικασία εξέτασης των εν λόγω κατηγοριών μαρτύρων, αλλά στον νόμο γίνεται και ρητή αναφορά στη δυνατότητα συνοδείας τους από τον νόμιμο αντιπρόσωπό τους· για σπουδαίο λόγο και ιδίως σε περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων ή ανάμειξης του αντιπροσώπου στην ερευνώμενη πράξη, η παρουσία του συνοδού κατά την εξέταση του θύματος μπορεί να απαγορευτεί από τον ανακριτή. Το θύμα πάντως προετοιμάζεται από ψυχολόγο ή ψυχίατρο για την εξέταση, οι οποίοι συντάσσουν σχετική έκθεση για την κατάστασή του· η έκθεση εν συνεχεία καταχωρίζεται στη δικογραφία. Tα εν λόγω πρόσωπα διορίζονται και παρίστανται σύμφωνα με τον νόμο ως πραγματογνώμονες και όχι ως συνοδοί του θύματος.[63] Σε σχέση πάντως με την ψυχική ανακούφιση του θύματος, πρέπει να αναφερθεί ιδίως η δυνατότητα θεραπείας για το ανήλικο θύμα εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας και οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής (άρθρο 352Α παρ. 3 ΠΚ)[64] και η δυνατότητα καταβολής αποζημίωσης για τα έξοδα ψυχιατρικής και ψυχολογικής υποστήριξης θυμάτων βίας κατά τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 2 Ν. 3811/2009[65].
- Ο Έλληνας νομοθέτης βέβαια ενσωμάτωσε -εκπροθέσμως- την ενωσιακή Οδηγία στην εθνική έννομη τάξη με τον Ν. 4478/2017.[66] Ως προς τα άρθρα 8 και 9 της Οδηγίας που αποτέλεσαν την αφορμή για την αναδιάρθρωση των διατάξεων της ψυχοκοινωνικής δικαστικής συνοδείας στο γερμανικό δίκαιο, παρ’ ημίν πέρα από την πάγια πρακτική της κατά λέξη αντιγραφής του κειμένου της Οδηγίας, στα άρθρα 61 παρ. 4 και 62 παρ. 1 περ. γ’ Ν. 4478/2017 προβλέπεται μεταξύ άλλων, χωρίς άλλες λεπτομέρειες ή διαδικαστικές προϋποθέσεις, η παροχή ψυχολογικής και συναισθηματικής υποστήριξης στα θύματα από ένα σύνολο φορέων: αστυνομία, κοινωνικές υπηρεσίες των ΟΤΑ, συμβουλευτικά κέντρα της Γ.Γ. Ισότητας των φύλων, δομές του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικής Αλληλεγγύης, υπηρεσίες ανήλικων θυμάτων όπως τα Αυτοτελή Γραφεία Προστασίας Ανήλικων Θυμάτων, αλλά και νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου ή οι ενώσεις προσώπων.
- Το κατά πόσο οι τελευταίες υπηρεσίες και φορείς θα μπορέσουν να συντονιστούν ή να παράσχουν έστω μεμονωμένα ψυχοκοινωνική υποστήριξη στα θύματα εγκληματικών πράξεων παραμένει ένα ανοικτό ερώτημα. Παράλληλα, δεν υφίσταται ειδικό ρυθμιστικό πλαίσιο που να διέπει την οργάνωση, το αντικείμενο και τις αρχές λειτουργίας των εν λόγω υπηρεσιών και φορέων, με γνώμονα ιδίως την τήρηση των απαιτούμενων διαδικαστικών εγγυήσεων προς αποφυγή κινδύνων επηρεασμού κατά την προετοιμασία της κατάθεσης του θύματος. Κατά συνέπεια, θα ήταν χρήσιμο να ληφθεί υπόψη σχετικώς και η αλλοδαπή εμπειρία πρακτικής εφαρμογής θεσμών, όπως λ.χ. του ψυχοκοινωνικού δικαστικού συνοδού, χωρίς να παρακάμπτονται ζητήματα συμβατότητας με παραδοσιακές αρχές της ποινικής δίκης και κατ’ εξοχήν την αρχή της δίκαιης δίκης.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]Οδηγία 2012/29/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, για τη θέσπιση ελάχιστων προτύπων σχετικά με τα δικαιώματα, την υποστήριξη και την προστασία θυμάτων της εγκληματικότητας και για την αντικατάσταση της απόφασης-πλαισίου 2001/220/ΔΕΥ του Συμβουλίου, Επίσημη Εφημερίδα ΕΕ L 315/57, διαδικτυακά προσπελάσιμη σε: https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/HTML/?uri=CELEX:32012L0029&from=el (τελευταία ανάκτηση: 1.11.2018). Βλ. σχετικώς την ανάλυση της Ηilf, Neue Maßstäbe durch die EU-RL über Mindeststandards für die Rechte, die Unterstützung und den Schutz von Opfern von Straftaten, σε: Sautner/Jesionek (επιμ.), Opferrechte in europäischer, rechtsvergleichender und österreichischer Perspektive, 2017, σελ. 13 επ.· Bοck, ZIS 2013, σελ. 205 επ.
[2]Bλ. σχετικώς ΒT-Drs. 18/4621, σελ. 2, 19, 31, διαδικτυακά προσπελάσιμο σε: http://dip21.bundestag.de/dip21/btd/18/046/1804621.pdf (τελευταία ανάκτηση: 1.11.2018)
[3]Για την όλη προβληματική με αφορμή ιδίως τη δικονομική θέση που πρέπει να αναγνωρίζει η έννομη τάξη στον παθόντα βλ. αντί πολλών το βασικό στη γερμανόγλωσση βιβλιογραφία έργο του T. Weigend, Deliktsopfer und Strafverfahren, 1989, σελ. 377 επ. και ιδίως τα συμπεράσματα του συγγραφέα σελ. 413-414. Για τα δικαιώματα του θύματος στη γερμανική ποινική δίκη, βλ. Kilchling, Opferschutz innerhalb und außerhalb des Strafrechts, 2018, σελ. 25 επ. Βλ. επίσης την επισκόπηση του Schöch, Opferrechte im Strafprozess in Deutschland, σε: Sautner/Jesionek, Opferrechte im europäischer, rechtsvergleichender und österreichischer Perspektive, 2017, σελ. 119 επ.
[4]Για την έννοια, την ιστορία και το ερευνητικό αντικείμενο της θυματολογίας, βλ. αντί πολλών Sautner, Viktimologie, Die Lehre von Verbrechensopfern, 2014, σελ. 1 επ. με περαιτέρω παραπομπές· Fattah, International Review of Victimology, 1989, σελ. 43 επ.
[5]Για την επιβάρυνση του θύματος ειδικώς κατά το στάδιο της ανακριτικής διαδικασίας, βλ. τα πορίσματα πρόσφατης έρευνας που διεξήχθη στον γερμανικό χώρο, στη μελέτη των Dölling/Dreßing, Οpferbelastungen in Ermittlungsverfahren, FS Rogall, 2018, σελ. 15 επ.· ζητήματα που προκαλούν ψυχικά προβλήματα στο θύμα και καταγράφουν οι εν λόγω συγγραφείς είναι μεταξύ άλλων: η διάρκεια της εξέτασης του θύματος αλλά και συνολικά της ποινικής διαδικασίας, η επανάληψη των ερωτήσεων για τα πραγματικά περιστατικά σε διάφορα στάδια, η απουσία επαγγελματία διερμηνέα σε περιπτώσεις αλλοδαπών θυμάτων, η έλλειψη εμπιστοσύνης του θύματος στα ανακριτικά όργανα, ο φόβος του θύματος για την παραβίαση της ιδιωτικής ζωής του, κ.ά. Βλ. πάντως ήδη παλαιόθεν την κριτική του Weigend, όπ. π., σελ. 385 επ., και τον αντίλογο περί έλλειψης σχετικών εμπειρικών ερευνών· οι σχετικές πάντως αντιρρήσεις του συγγραφέα υποχωρούν στην περίπτωση των εγκλημάτων κατά της γενετήσιας αυτοδιάθεσης.
[6]Eισαγωγικά και με παραπομπές και στην αγγλόγλωσση βιβλιογραφία Volbert, Geschädigte im Strafverfahren: Positive Effekte oder sekundäre Viktimisierung?, σε: Barton/Kölbel (επιμ.), Ambivalenzen der Opferzuwendung des Strafrechts. Zwischenbilanz nach einem Vierteljahrhundert opferorientierter Strafrechtspolitik in Deutschland, 2012, σελ. 197 επ. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης οι κριτικές παρατηρήσεις των Kölbel και Bork, οι οποίοι όχι μόνοι επικεντρώνουν τις ενστάσεις τους στην ασάφεια του όρου της δευτερογενούς θυματοποίησης, αλλά καταλήγουν, επικαλούμενοι προβλήματα στην εμπειρική έρευνα του φαινομένου, ότι εγκληματολογικά δεν έχει (ακόμα τουλάχιστον) επιβεβαιωθεί η ύπαρξή αυτού ούτε ποιοτικά ούτε ποσοτικά. Βλ. Kölbel/Bork, Sekundäre Viktimisierung als Legitimationsformel, 2012, σελ. 38 επ., 49 επ., 73-74. Για τη δευτερογενή θυματοποίηση παρ’ ημίν βλ. ήδη σχετική αναφορά του Σπινέλλη, Ανάγκες θύματος και μέθοδοι ικανοποιήσεώς του, σε: H θέση του θύματος στο ποινικό σύστημα και ο θεσμός της πολιτικής αγωγής. Πρακτικά του Β’ Πανελληνίου Συνεδρίου της Ελληνικής Εταιρείας Ποινικού Δικαίου (Αθήνα 28-29 Νοεμβρίου 1987), 1989, σελ. 45-46· Πανάγο, Εγκληματολογία 1-2 (2015), σελ. 101-102 με περαιτέρω παραπομπές. Στη σχετική προβληματική σε επίπεδο διεθνούς ποινικής δικαιοσύνης αναφέρεται η συμβολή του Τζιβάρα, Εγκληματολογία 1 (2017), σελ. 63 επ.
[7]Wenske, JR 2017, σελ. 459.
[8] BT-Drs. 18/4621, όπ. π., σελ. 19.
[9]Πρόκειται για ρύθμιση του 2ου νόμου για τη μεταρρύθμιση της νομοθεσίας για τα δικαιώματα του θύματος (2. Οpferrechtsreformgesetz). Βλ. ήδη ως προς την ψυχοκοινωνική δικαστική συνοδεία BT-Drs. 16/12098, σελ. 39, διαδικτυακά προσπελάσιμο σε: http://dip21.bundestag.de/dip21/btd/16/120/1612098.pdf (τελευταία ανάκτηση: 1.11.2018). Για την ιστορική εξέλιξη του θεσμού στην πράξη ήδη από τη δεκαετία του 1970 στη Γερμανία με αφορμή την ανάγκη ψυχοκοινωνικής δικαστικής συνοδείας των θυμάτων του Ολοκαυτώματος, βλ. Frey-Simon, FS Graf-Schlicker, 2018, σελ. 455 επ.· Fastie, Psychosoziale Prozessbegleitung. Vom Anliegen zum Anspruch, σε: Elz (επιμ.), Psychosoziale Prozessbegleitung. Gesetzlicher Anspruch, inhaltliche Anforderungen, praktische Ansätze, 2016, σελ. 20 επ., διαδικτυακά προσπελάσιμη σε: https://www.krimz.de/fileadmin/dateiablage/E-Publikationen/BM-Online/bm-online7.pdf (τελευταία ανάκτηση: 1.11.2018).
[10]Βλ. π.χ. για την εφαρμογή του θεσμού στην Κάτω Σαξονία, Freudenberg, NK 2013, σελ. 99 επ, αλλά και παραδείγματα άλλων κρατιδίων στις συμβολές των Stahlmann-Liebelt, Kunisch και Νeubauer, σε: Elz (επιμ.), Psychosoziale Prozessbegleitung. Gesetzlicher Anspruch, inhaltliche Anforderungen, praktische Ansätze, όπ. π., σελ. 85 επ., 95 επ. και 107 επ. αντιστοίχως.
[11]ΒΤ-Drs. 18/4621, όπ. π., σελ. 29. Για τις ρυθμίσεις στις χώρες αυτές βλ. συνοπτική αναφορά στη συνέχεια του παρόντος κειμένου.
[12]Για το κείμενο του από 21.12.2015 νόμου βλ. BGBl. Ι σελ. 2525 επ., διαδικτυακά προσπελάσιμο σε: https://www.bgbl.de/xaver/bgbl/start.xav?startbk=Bundesanzeiger_BGBl&start=//*%5B@attr_id=%27bgbl115s2525.pdf%27%5D#__bgbl__%2F%2F*%5B%40attr_id%3D%27bgbl115s2525.pdf%27%5D__1541268507953 (τελευταία ανάκτηση: 1.11.2018)· για μια επισκόπηση των σημαντικότερων ρυθμίσεων Ferber, NJW 2016, σελ. 279 επ. Η ψυχοκοινωνική δικαστική συνοδεία εντάχθηκε στο -ψηφισθέν με ομοφωνία στο γερμανικό Κοινοβούλιο- λεγόμενο τρίτο πακέτο για τη μεταρρύθμιση της νομοθεσίας για τα δικαιώματα του θύματος (3. Opferrechtsreformgesetz), με το οποίο ενσωματώθηκε στη γερμανική έννομη τάξη η Οδηγία 2012/29/ΕΕ.
[13]Lyndian, StraFo 2018, σελ. 8.
[14]Για όλες αυτές τις δυνατότητες στο προδικαστικό στάδιο, βλ. Fastie, Die Entwicklung der Psychosozialen Prozessbegleitung – Vom politischen Anspruch zur fachlichen Qualifizierung, σε: ίδιας (επιμ.), Opferschutz im Strafverfahren, Psychosoziale Prozessbegleitung bei Gewalt- und Sexualstraftaten. Ein interdisziplinäres Handbuch3, 2017, σελ. 298 επ.· Stahlke, Praxis der Rechtspsychologie 27 (1), Ιούνιος 2017, σελ. 62 επ. Riekenbrauk, ZJJ 2016, σελ. 28.
[15]Stremlau, Praxis der Rechtspsychologie 26 (1), Ιούνιος 2016, σελ. 126.
[16]Fastie, Die Entwicklung der Psychosozialen Prozessbegleitung, όπ. π., σελ. 308 επ·Riekenbrauk, ZJJ 2016, σελ. 29.
[17]Lyndian, StraFo 2018, σελ. 8. Η συγγραφέας τονίζει την ανάγκη η εκπαίδευση του συνοδού να δίνει ιδιαίτερη σημασία στα υπερασπιστικά δικαιώματα και στα χαρακτηριστικά της δίκαιης δίκης. Αντιθέτως, ο Νeuhaus, StV 2017, σελ. 63, υποστηρίζει ότι το έργο της αντιμετώπισης των φόβων του παθόντος ήταν και παραμένει έργο του συνηγόρου. Γενικώς πάντως για το ζήτημα της εκπαίδευσης του συνοδού, βλ. τις αναπτύξεις των Fastie/Stahlke, Plädoyer für eine qualifizierte Ausbildung Psychosozialer Prozessbegleiterinnen und –begleiter, σε: Fastie (επιμ.), Opferschutz im Strafverfahren, όπ. π., σελ. 338 επ.
[18] Lyndian, StraFo 2018, σελ. 10.
[19]Βλ. Fastie, Die Entwicklung der Psychosozialen Prozessbegleitung, σε: ίδιας (επιμ.), Opferschutz im Strafverfahren, όπ. π., σελ. 313 επ.· Riekenbrauk, ZJJ 2016, σελ. 29.
[20]BT-Drs. 18/4621, σελ. 19. Eισαγωγικά για τη θέση του παθόντος στη γερμανική ποινική δίκη βλ. Κühne, Strafprozessrecht9, 2015, § 11 πλαγιάρ. 245 επ.· Roxin/Schünemann, Strafverfahrensrecht29, 2017, σελ. 519 επ.
[21]Ferber, NJW 2016, σελ. 281. Αντίθετος με την εφαρμογή του θεσμού στην ποινική δίκη ανηλίκων ο Εisenberg, ZJJ 2016, σελ. 36· επιφυλακτικός επίσης ο Riekenbrauk, ZJJ 2016, σελ. 32. Για το ζήτημα της ψυχοκοινωνικής δικαστικής συνοδείας επί ανήλικων παθόντων, βλ. Berhmann, Besonderheiten bei der Psychosozialen Prozessbegleitung von jüngeren Kindern, σε: Fastie (επιμ.), Opferschutz im Strafverfahren, όπ. π., σελ. 318 επ.· της ίδιας, Die Umsetzung der Psychosozialen Prozessbegleitung mit Kindern und Jugendlichen, σε: Elz (επιμ.), Psychosoziale Prozessbegleitung. Gesetzlicher Anspruch, inhaltliche Anforderungen, praktische Ansätze, όπ. π., σελ. 65 επ.
[22]Βλ. πάντως Ν. Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης4, 2012, σελ. 78, πλαγιάρ. 112, και την απόδοση του δικονομικού θεσμού του «Nebenkläger» ως «δευτερευόντως συγκατηγόρου». Η Ψαρούδα-Μπενάκη, Η πολιτική αγωγή στην ποινική δίκη2, 2015, σελ. 7, αποδίδει τον θεσμό ως έναν «δεύτερο (ιδιωτικό) κατήγορο». Πέραν του εισαγγελέα δηλαδή, με την παρουσία του παθόντος στην δίκη διασφαλίζεται η προστασία των δικαιωμάτων του· βλ. Roxin/Schünemann, Strafverfahrensrecht29, όπ. π., σελ. 527 επ.
[23]Wenske, JR 2017, σελ. 461. Bλ. πάντως από την πρακτική εφαρμογή του θεσμού στο κρατίδιο της Βάδης-Βυρτεμβέργης, το παράδειγμα που αναφέρει η Neubauer, Baden-Württemberg: Aus dem Stand – Psychosoziale Prozessbegleitung in drei Landgerichtsberichten, σε: Elz (επιμ.), Psychosoziale Prozessbegleitung, όπ. π., σελ. 116 επ.
[24]BT-Drs. 18/4621, σελ. 13. Βλ. και Κilchling, όπ. π., σελ. 3. Κατά το άρθρο 2 παρ. 1 περ. α’ της Οδηγίας 2012/29/ΕΕ, ως θύμα για τους σκοπούς της Οδηγίας θεωρείται: “i) φυσικό πρόσωπο το οποίο υπέστη ζημία, συμπεριλαμβανομένης της σωματικής, ψυχικής ή συναισθηματικής βλάβης ή της οικονομικής ζημίας, που προκλήθηκε απευθείας από αξιόποινη πράξη, ii) τα μέλη της οικογένειας προσώπου ο θάνατος του οποίου προκλήθηκε απευθείας από αξιόποινη πράξη και τα οποία έχουν υποστεί ζημία εξαιτίας του θανάτου του εν λόγω προσώπου·”.
[25]Όπως παρατηρεί η Lyndian, StraFo 2018, σελ. 7.
[26]OLG Rostock, 3.4.2018, 20 Ws 70/18, σκ. 4-5. Το κείμενο της απόφασης είναι διαδικτυακά προσπελάσιμο σε: http://www.landesrecht-mv.de/jportal/portal/page/bsmvprod.psml;jsessionid=0.jp35?showdoccase=1&doc.id=KORE208352018&st=ent (τελευταία ανάκτηση: 1.11.2018)
[27]Wenske, JR 2017, σελ. 460.
[28]Βλ. και Lyndian, StraFo 2018, σελ. 10.
[29]Για το ζήτημα λ.χ. των παραπειστικών ερωτήσεων και του κινδύνου χειραγώγησης κατά τη διαδικασία υποστήριξης και εξέτασης του μάρτυρα, βλ. ενδεικτικά Βlum, Suggestive Prozesse bei der Zeugenbetreuung und –befragung, σε: Deckers/Köhnken (επιμ.), Die Erhebung und Bewertung von Zeugenaussagen im Strafprozess. Juristische, aussagepsychologische und psychiatrische Aspekte2, 2014, σελ. 353 επ.
[30]Βλ. και Hetger, DRiZ 2018, σελ. 263.
[31]Συγκεκριμένα: i. Στην περίπτωση των ανηλίκων ή όσων δεν είναι σε θέση από μόνοι τους να υπερασπιστούν επαρκώς τα δικαιώματά τους, ο νόμος διακρίνει περαιτέρω την ανηλικότητα ή την αδυναμία κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης και κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης για διορισμό ψυχοκοινωνικού δικαστικού συνοδού (άρθρο 406g παρ. 3 εδ. α’ γερμ. ΚΠΔ σε συνδυασμό με άρθρο 397 παρ. 1 αρ. 4-5 γερμ. ΚΠΔ). Κατά την πρώτη διάκριση, θα πρόκειται για: αδικήματα κατά της γενετήσιας αυτοδιάθεσης (άρθρα 174 έως 182, 184i και 184j γερμ. ΠΚ) ή την κατάχρηση προστατευόμενων προσώπων (άρθρο 225 γερμ. ΠΚ), ενώ κατά την δεύτερη, για αδικήματα όπως έκθεση (άρθρο 221 γερμ. ΠΚ), βαριά σωματική βλάβη (άρθρο 226 γερμ. ΠΚ), ακρωτηριασμό γυναικείων γεννητικών οργάνων (άρθρο 226α γερμ. ΠΚ), αδικήματα κατά της προσωπικής ελευθερίας (ενδεικτικά: εμπορία ανθρώπων, καταναγκαστική πορνεία/ εργασία, αρπαγή, εμπορία παιδιών), ληστεία (άρθρο 249-250 γερμ. ΠΚ), ληστρική κλοπή (άρθρο 252 γερμ. ΠΚ), ληστρική εκβίαση (άρθρο 255 γερμ. ΠΚ) ή ληστρική επίθεση σε οδηγό οχήματος (άρθρο 316a γερμ. ΠΚ).ii. Δυνητικός διορισμός ψυχοκοινωνικού δικαστικού συνοδού προβλέπεται για όσους χρήζουν ιδιαίτερης προστασίας και είναι παθόντες από εγκλήματα (άρθρο 406g παρ. 3 εδ. β’ γερμ. ΚΠΔ σε συνδυασμό με άρθρο 397 παρ. 1 αρ. 1-3 γερμ. ΚΠΔ), ενδεικτικά: σεξουαλικής επίθεσης/εξαναγκασμού σε ασέλγεια/βιασμού (άρθρο 177 γερμ. ΠΚ), εμπορίας ανθρώπων (άρθρο 232 γερμ. ΠΚ), καταναγκαστικής πορνείας/εργασίας (άρθρα 232a-232b γερμ. ΠΚ), ποινικών αδικημάτων από ομάδες προσώπων (άρθρο 184j γερμ. ΠΚ), απόπειρας φόνου/ειδεχθούς ανθρωποκτονίας ή ανθρωποκτονίας από πρόθεση (άρθρα 211-212 γερμ. ΠΚ.· βλ. ιδίως τα εγκλήματα των άρθρων 226, 226a, 234-235, 238-239b, 249-250, 252, 255 και 316a γερμ. ΠΚ κατά παραπομπή του άρθρου 397a παρ. 1 αρ. 3 γερμ. ΚΠΔ. Σε περίπτωση θανάτου, δυνητικός διορισμός προβλέπεται για τους συγγενείς του θύματος, δηλαδή τα τέκνα, τους γονείς, τα αδέρφια, τους συζύγους ή τους συντρόφους· βλ. συνδυαστικά άρθρα 406g παρ. 3 εδ. β’, 397a παρ. 1 αρ. 2 και 395 παρ. 2 αρ. 1 γερμ. ΚΠΔ. Βλ. επίσης άρθρο 2 παρ. 1 περ. β’ Οδηγίας 2012/29/ΕΕ.
[32]Τα έξοδα της εφαρμογής του θεσμού από την πλευρά του γερμανικού δημοσίου υπολογίζονται πάντως περίπου 1,4 εκ. ευρώ ετησίως, BT-Drs. 18/4621, σελ. 41.
[33]Άρθρα 406g παρ. 3 εδ. δ’ σε συνδυασμό με 142 παρ. 1 εδ. β’ γερμ. ΚΠΔ. Για το περιεχόμενου του σπουδαίου λόγου Μeyer-Goßner/Schmitt, Strafprozessordnung61, 2018, § 142, πλαγιάρ. 13-13b.
[34]Βλ. Kier σε: WK-StPO, 2017, § 66, πλαγιάρ. 17 επ. Σε σχέση γενικότερα με τα δικαιώματα των θυμάτων στην αυστριακή ποινική δίκη βλ. περαιτέρω στη συμβολή της Sautner, Opferrechte im Strafprozess in Österreich, σε ίδιας/Jesionek (επιμ.), Οpferrechte in europäischer, rechtsvergleichender und österreichischer Perspektive, 2017, σελ. 85 επ.
[35]Κατά το άρθρο 73b αυστρ. ΚΠολΔ. Βλ. σχετικώς Deixler-Hübner/Meisinger, Opferrechte im Zivilverfahren, σε: Sautner/Jesionek, Opferrechte in europäischer, rechtsvergelichender und österreichischer Perspektive, σελ. 289 επ. Για μια αντίστοιχη πρόταση επέκτασης της ψυχοκοινωνικής δικαστικής συνοδείας στην γερμανική πολιτική δίκη με βάση και τις αυστριακές ρυθμίσεις βλ. Kilchling, Opferschutz innerhalb und außerhalb des Strafrechts, 2018, σελ. 77 επ. και ιδίως σελ. 87-89· πρόκειται για γνωμοδότηση-μελέτη που συνέταξε ο λόγω συγγραφέας εκ μέρους του γερμ. Ινστιτούτου Max-Planck για το αλλοδαπό και διεθνές ποινικό δίκαιο για λογαριασμό του γερμ. Υπουργείου Δικαιοσύνης, το κείμενο της οποίας είναι επίσης διαθέσιμο ηλεκτρονικά σε:
https://www.bmjv.de/SharedDocs/Downloads/DE/PDF/Berichte/MPI_Gutachten_Uebertragung_opferschuetzender_Normen.pdf;jsessionid=A330C09452B2BFEA6D9684B3459CCE38.1_cid334?__blob=publicationFile&v= (τελευταία ανάκτηση: 1.11.2018). Βλ. επίσης Lyndian, StraFo 2018, σελ. 11.
[36]Βλ. για την δυνητική προσβολή επίσης το άρθρο 65 παρ. 1 περ. a αυστρ. ΚΠΔ, μόνο για φυσικά πρόσωπα. Για τους δικαιούχους ψυχοκοινωνικής δικαστικής συνοδείας βλ. με βάση το άρθρο 66 παρ. 2 αυστρ. ΚΠΔ σε συνδυασμό με 65 παρ. 1 περ. a και b αυστρ. ΚΠΔ, Kier σε: WK-StPO, 2017 (275η ενημέρωση), § 66, πλαγιάρ. 17 επ.
[37]Kier σε: WK-StPO, 2018 (283η ενημέρωση), § 65, πλαγιάρ. 3 με περαιτέρω παραπομπές· Sautner, Opferrechte im Strafprozess in Österreich, όπ. π, σελ. 89.
[38]Για τα δικαιώματα του θύματος στην Ελβετία βλ. την πρόσφατη επισκόπηση των Hilf/Schwander, Opferrechte im Strafprozessrecht der Schweiz, σε: Sautner/Jesionek (επιμ.), Οpferrechte in europäischer, rechtsvergleichender und österreichischer Perspektive, 2017, σελ. 143 επ με περαιτέρω παραπομπές. Για την έννοια του θύματος γενικότερα Ηilf, Wer ist das Opfer?, FS Donatsch, 2017, σελ. 381 επ.
[39]Για την ύπαρξη θύματος κατά τον ελβ. ΚΠΔ απαιτείται προσβολή από την αξιόποινη πράξη της σωματικής/ψυχικής ακεραιότητας ή της γενετήσιας αυτοδιάθεσης του ζημιωθέντος (άρθρο 116 παρ. 1 ελβ. ΚΠΔ). Αντιθέτως ζημιωθείς είναι γενικώς όποιος από την τέλεση αξιόποινης πράξης υπέστη αμέσως προσβολή των δικαιωμάτων του (άρθρο 115 παρ. 1 ελβ. ΚΠΔ)· για την έννοια και τα δικαιώματα του ζημιωθέντος βλ. Mazzucchelli/Postizzi σε: ΒSK-StPO/JStPO2, 2014, § 115 StPO, πλαγιάρ. 12 επ., 18 επ.
[40]Σύμφωνα με στοιχεία της ελβετικής ομοσπονδιακής στατιστικής υπηρεσίας, κατά τα έτη 2016-2017 τουλάχιστον 20.000 και 10.000 άτομα έλαβαν αντιστοίχως ψυχολογική και κοινωνική υποστήριξη. Τα σχετικά στατιστικά στοιχεία (τελευταία ενημέρωση: 25.6.2018) είναι προσπελάσιμα διαδικτυακά σε: https://www.bfs.admin.ch/bfs/de/home/statistiken/kriminalitaet-strafrecht/opferhilfe/beratungen-leistungen.html#-1911004083 (τελευταία ανάκτηση: 1.11.2018). Βλ. επίσης για τις ανάγκες των θυμάτων Ludewig, Opferhilfepsychologie – Psychische Reaktionen auf Traumata und Bedürfnisse von Traumatisierten, σε: Ehrenzeller/Guy-Ecaber/Kuhn (επιμ.), Das revidierte Opferhilfegesetz, 2009, σελ. 158 επ. με περαιτέρω παραπομπές.
[41]Βλ. Ηilf/Schwander, όπ. π., σελ. 165· Zehnter/OHG-Kommentar3, 2009, § 14 πλαγιάρ. 4 επ., 13 επ., 15 επ..
[42]Roxin/Schünemann, Strafverfahrensrecht29, όπ. π., σελ. 527. Για την προβληματική της θέσης του θύματος στη γερμανική ποινική δίκη και της υποχώρησης ή μη των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, βλ. αντί πολλών, με ιστορική επισκόπηση και περαιτέρω παραπομπές, τη μελέτη του Arnold, Zur Kritikgeschichte Opferperspektivischer Wandlungen im Strafrecht und im Strafverfahren, σε: Bild und Selbstbild der Strafverteidigung. 40. Strafverteidigertag, Frankfurt am Main, 4.-6. März 2016, σελ. 109 επ. Bλ. επίσης Schünemann, Strafverteidigung und Opferinteressen, σε: Strafverteidigung – Opferrechte und Medienjustiz, 2014, σελ. 129 επ. Παρ’ ημίν για τη θέση του θύματος στην ποινική δίκη, βλ. Δημάκη, ΠοινΧρ ΜΕ΄ (1995), σελ. 1141 επ.· Γραμματικούδη, Η θέση του θύματος στην Ποινική Δίκη, σε: Λ. Μαργαρίτη (επιμ.), Η προστασία του κατηγορουμένου και του θύματος στην ποινική δίκη, Εταιρία Νομικών Βορείου Ελλάδος, 1991, σελ. 127 επ.· Ψαρούδα-Μπενάκη, Η θέση του θύματος στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης και ο θεσμός της πολιτικής αγωγής, σε: H θέση του θύματος στο ποινικό σύστημα και ο θεσμός της πολιτικής αγωγής. Πρακτικά του Β’ Πανελλήνιου Συνεδρίου της Ελληνικής Εταιρείας Ποινικού Δικαίου (Αθήνα 28-29 Νοεμβρίου 1987), 1989, σελ. 21 επ. Στον τελευταίο τόμο βλ. επίσης την εισήγηση του Σταμάτη, Το πρόβλημα της ενεργητικής συμμετοχής του θύματος στην ποινική δίκη με την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος, σελ. 71 επ. Ειδικώς για τα σχετικά προβλήματα στην ποινική δίκη ανηλίκων βλ. τη μελέτη του Πανάγου, Εγκληματολογία 1-2 (2015), σελ. 101.
[43]Νeuhaus, StV 2017, σελ. 56-57. Βλ. επίσης τα συμπεράσματα σχετικής μελέτης των Kölbel/Bork, Sekundäre Viktimisierung als Legitimationsformel, 2012, σελ. 73-74.
[44]Επ’ αυτού βλ. Εisenberg, JZZ 2016, σελ. 34· Pollähne, StV 2016, σελ. 675.
[45]Βλ. Schünemann, ZIS 2009, σελ. 492.
[46]Για την έννοια του παθόντος στη γερμανική ποινική δίκη βλ. συνοπτικά Μeyer-Goßner/Schmitt, Strafprozessordnung61, 2018, § 172, πλαγιάρ. 9 επ.
[47]Kilchling, όπ. π., σελ. 3. Βλ. πάντως σε σχέση με την αυστριακή ρύθμιση Νeuhaus, StV 2017, σελ. 57.
[48]Κilchling, όπ. π., σελ. 5-6. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ωστόσο, το κατοχυρωμένο δικαίωμα του θύματος για επανεξέταση της απόφασης σε περίπτωση απόφασης για την άσκηση μη δίωξης, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 της Οδηγίας 2012/29/ΕΕ.
[49]Οδηγία 2012/29/ΕΕ, όπ. π., σκ. 12. Βλ. επίσης σκ. 19 της Οδηγίας· για τον ορισμό του θύματος στην ίδια Οδηγία βλ. ανωτέρω (υποσημ. 24). Βλ. επίσης το άρθρο 2 εδ. α’ της από 29.11.1985 Διακήρυξης του ΟΗΕ περί βασικών αρχών δικαιοσύνης για τα θύματα εγκλήματος και κατάχρησης εξουσίας, σύμφωνα με το οποίο «A person may be considered a victim, under this Declaration, regardless of whether the perpetrator is identified, apprehended, prosecuted or convicted and regardless of the familial relationship between the perpetrator and the victim.». Το κείμενο της διακήρυξης είναι διαδικτυακά προσπελάσιμο σε: http://www.un.org/ga/search/view_doc.asp?symbol=a/res/40/34 (τελευταία ανάκτηση: 1.11.2018).
[50]Βλ. σχετική δυνατότητα κατά το άρθρο 406f παρ. 2 γερμ. ΚΠΔ. Πρόκειται κατά βάση για οικείο πρόσωπο του παθόντος, δηλαδή τον σύζυγο, συγγενή ή γενικότερα γνωστό του, η παρουσία του οποίου ενισχύει ψυχολογικά τον παθόντα κατά την εξέτασή του. Βλ. συνοπτικά Μeyer-Goßner/Schmitt, Strafprozessordnung61, 2018, § 406f, πλαγιάρ. 4-5.
[51]Βλ. Roxin/Schünemann, Strafverfahrensrecht29, όπ. π., σελ. 535. Υπέρ του θεσμού, Ferber, NJW 2016, σελ. 282. Για το ζήτημα της παραβίασης της ισότητας των όπλων και της εφαρμογής της ψυχοκοινωνικής δικαστικής συνοδείας, Neuhaus, StV 2017, σελ. 59-60. Πρβλ. επίσης για τον ανήλικο κατηγορούμενο Εisenberg, ZJJ 2016, σελ. 34. Παρ’ ημίν, πρβλ. επίσης τις αναπτύξεις του Δημάκη σχετικά με την πληθώρα νομοθετικών διατάξεων που επιτρέπουν την παράσταση μη αδικηθέντων νομικών προσώπων ως πολιτικών εναγόντων, ΠοινΧρ Ξ΄ (2010), σελ. 534 επ.
[52]Οδηγία (ΕΕ) 2016/800 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2016, σχετικά με τις δικονομικές εγγυήσεις για τα παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών, Επίσημη Εφημερίδα ΕΕ L 132/1, διαδικτυακά προσπελάσιμη σε: https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/HTML/?uri=CELEX:32016L0800&from=EL (τελευταία ανάκτηση: 1.11.2018). Για την εν λόγω οδηγία βλ. εισαγωγικά τη μελέτη των Rap/Zlotnik, European Journal of Crime, Criminal Law and Criminal Justice, 2018, σελ. 110 επ.
[53]Νeuhaus, StV 2017, σελ. 60.
[54]Βλ. Νeuhaus, StV 2017, σελ. 59, 61· Riekenbrauk, ΖJJ 2016, σελ. 32· Εisenberg, ZJJ 2016, σελ. 35. Πρβλ. επίσης Lyndian, StraFo 2018, σελ. 9, για την αναγκαιότητα να παρέχεται σχετικώς δικαστική ακρόαση στον κατηγορούμενο.
[55]Ο Riekenbrauk, ZJJ 2016, σελ. 31, αναφέρει εν προκειμένω το παράδειγμα του αυστρ. ΚΠΔ και του δικαιώματος άρνησης μαρτυρίας του δικαστικού συνοδού στην ποινική διαδικασία (άρθρο 157 παρ. 1 περ. 3 αυστρ. ΚΠΔ).
[56]Βλ. π.χ. ΕΔΔΑ, Y. κατά Σλοβενίας (αρ. προσφυγής 41107/10) της 28.5.2015, παρ. 113-114, σε: http://hudoc.echr.coe.int/eng?i=001-154728 (τελευταία ανάκτηση: 1.11.2018).
[57]Βλ. Οδηγία 2012/29/ΕΕ, όπ. π., σκ. 20.
[58]Βλ. πάντως και τις Συστάσεις (Recommendations): α) Rec (85) 11 της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη θέση του θύματος στο πλαίσιο του ποινικού δικαίου και της ποινικής διαδικασίας, της 28.6.1985, β) Rec (87) 21 της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης για την αρωγή των θυμάτων και την πρόληψη της θυματοποίησης, της 17.9.1987 και γ) Rec (2006) 8 της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης για την αρωγή των θυμάτων εγκληματικότητας, της 14.6.2006.
[59]Κυρωθείσα ήδη με το άρθρο πρώτο του Ν. 3727/2008 (ΦΕΚ Α΄ 257/18.12.2008). Βλ. ιδίως άρθρα 31 παρ. 1 περ. στ’ και 31 παρ. 5 της Σύμβασης.
[60]Κυρωθείσα προσφάτως με το άρθρο 1 του Ν. 4531/2018 (ΦΕΚ Α΄ 62/5.4.2018). Βλ. ιδίως άρθρο 56 παρ. 1 περ. α’ και ε’ της Σύμβασης.
[61]Στην ΕφΔωδ 8/2014, ΤΝΠ ΝOMOS, επισημαίνεται ωστόσο ότι: «…ο ανήλικος κατά την προετοιμασία της εξέτασής του δεν μπορεί να συνοδεύεται από κανέναν.». Σκοπός της θέσπισης του άρθρου 226Α ΚΠΔ είναι η εξασφάλιση ανεπηρέαστης από συναισθήματα και αντικειμενικής κατάθεσης του ανήλικου θύματος. Βλ. σχετικώς στην αιτιολογική έκθεση του Ν. 3625/2007 (ΦΕΚ Α΄ 290/24.12.2007) με τον οποίο ενσωματώθηκε το Προαιρετικό Πρωτόκολλο στη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού του ΟΗΕ σχετικά με την εμπορία παιδιών, την παιδική πορνεία και την παιδική πορνογραφία, σελ. 5· το κείμενο της αιτιολογικής έκθεσης είναι διαδικτυακά προσπελάσιμο σε: https://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/2f026f42-950c-4efc-b950-340c4fb76a24/K-CHILD-eis00.pdf (τελευταία ανάκτηση: 1.11.2008). Βλ. ωστόσο πλέον και το άρθρο 69 παρ. 3 του Ν. 4478/2017· με το άρθρο αυτό ενσωματώθηκαν τα αντίστοιχα άρθρα 23 και 24 της Οδηγίας 2012/29/ΕΕ.
[62]Το άρθρο 226Β ΚΠΔ προστέθηκε με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 4198/2013 (ΦΕΚ Α΄ 215/11.10.2013). Ο συγκεκριμένος νόμος ενσωμάτωσε στην ελληνική έννομη τάξη την ενωσιακή Οδηγία 2011/36/ΕΕ για την πρόληψη και την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και για την προστασία των θυμάτων της. Βλ. πλέον όμως, αντιστοίχως και το άρθρο 69 παρ. 4 του Ν. 4478/2017. Για την ψυχοκοινωνική δικαστική συνοδεία σε υποθέσεις θυμάτων εμπορίας ανθρώπων βλ. από τον γερμανικό χώρο λ.χ. στη συμβολή της Robbe, Besonderheiten der Psychosozialen Prozessbegleitung von Verletzten in Menschenhandelsverfahren, σε: Fastie (επιμ.), Opferschutz im Strafverfahren, Psychosoziale Prozessbegleitung bei Gewalt- und Sexualstraftaten. Ein interdisziplinäres Handbuch3, 2017, σελ. 330 επ.
[63]Για τον δικαστικό ψυχίατρο/ψυχολόγο στην ποινική δίκη ως πραγματογνώμονα βλ. Κιούπη, Δικαστική Ψυχολογία και Ψυχιατρική, 2016, σελ. 133 επ.· για την ψυχολογία των μαρτύρων, Μ. Μαργαρίτη σε: Κοτσαλή, Δικαστική Ψυχολογία & Ψυχιατρική2, 2013, σελ. 319 επ.
[64]Σχετικές με την προστασία του θύματος ενόψει επαφής του με τον δράστη είναι, μεταξύ άλλων, η διάταξη του άρθρου 352Α παρ. 4 ΠΚ, καθώς και το άρθρο 18 παρ. 1 του Ν. 3500/2006 για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας (ΦΕΚ Α΄ 232/24.10.2006), όπως ισχύει.
[65]Ν. 3811/2009 (ΦΕΚ Α 231/18.12.2009) για την «Αποζημίωση των θυμάτων εγκλημάτων βίας από πρόθεση (Εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας με την Οδηγία 2004/80/ΕΚ του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 29ης Απριλίου 2004) και άλλες διατάξεις», όπως ισχύει.
[66]ΦΕΚ Α΄ 91/23.6.2017. H προθεσμία ενσωμάτωσης έληξε στις 16.11.2015 (άρθρο 27 παρ. 1 Οδηγίας 2012/29/ΕΕ).