Οι πρόσφατες αμερικανικές εκλογές επανέφεραν στο προσκήνιο τη συζήτηση για την πρακτική του ελέγχου και της σωματικής έρευνας («stop and frisk»), καθώς ο Donald Trump υπεραμύνθηκε αυτής της πρακτικής στην προεκλογική του εκστρατεία. Είχε δε προηγηθεί μια απόφαση-σταθμός το 2013 (Floyd et al. Vs the city of New York et al), με την οποία η πόλη της Νέας Υόρκης κρίθηκε ένοχη για την παραβίαση δικαιωμάτων των πολιτών διά της πρακτικής ελέγχου και σωματικής έρευνας («stop and frisk») από την Αστυνομία της Νέας Υόρκης, ελέγχου βασιζομένου συχνά σε φυλετικά χαρακτηριστικά. Προβαίνοντας σε μια μη αναμενόμενη, ιστορική κίνηση, η πόλη επέλεξε να μην ασκήσει έφεση κατά της απόφασης και ανέλαβε από κοινού με την εισαγγελία της Νέας Υόρκης να ξεκινήσει μια προσπάθεια μεταρρύθμισης της τακτικής της σωματικής έρευνας.
Σε μια εμπεριστατωμένη απόφαση 198 σελίδων, η Δικαστής Scheindlin κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η πρακτική σωματικού ελέγχου («stop and frisk») από την αστυνομία παραβιάζει το δικαίωμα των Νεοϋορκέζων να προστατεύονται έναντι παράλογων ερευνών και κατασχέσεων, όπως αυτό προβλέπεται από την Τέταρτη Τροπολογία του Συντάγματος περί Ερευνών και Κατασχέσεων. Η Δικαστής έκρινε επίσης ότι οι αστυνομικοί, κατά την εφαρμογή αυτού του είδους της πρακτικής, προβαίνουν συστηματικά σε φυλετικές διακρίσεις, παραβιάζοντας έτσι ταυτόχρονα τη Ρήτρα Ίσης Προστασίας της δέκατης τέταρτης Τροπολογίας. Το Ινστιτούτο Συνταγματικών Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Πολιτειών συμμετείχε ως τρίτο μέρος στη δίκη. Μετά την έκδοση της απόφασης, το Ινστιτούτο διοργάνωσε συνέντευξη τύπου κατά την οποία ο γενικός διευθυντής του, Vincent Warren, εξήρε τη δικαστική απόφαση κι επέκρινε το δισταγμό του δημάρχου Bloomberg να αναλάβει δράση για το θέμα αυτό.
Προκειμένου να δοθεί μια σαφής και συνολική εικόνα του προβλήματος στο κοινό, το Ινστιτούτο Συνταγματικών Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Πολιτειών παρουσίασε μια ενδιαφέρουσα στατιστική, σύμφωνα με την οποία, το 2011, σε σύνολο 685.724 πολιτών στους οποίους ασκήθηκε σωματικός έλεγχος από την Αστυνομία της Νέας Υόρκης, 84% των οποίων ήταν μαύροι ή λατίνοι και 9% λευκοί, μόνο το 2% του συνόλου των σωματικών ερευνών οδήγησε στην ανακάλυψη προϊόντων λαθρεμπορίου. Τα δεδομένα αυτά επιβεβαίωσε και η συμπληρωματική αναφορά του καθηγητή Fagans που κατέθεσε ως εμπειρογνώμονας στο δικαστήριο σχετικά με την υπόθεση Floyd.
Τα δεδομένα αυτά εγείρουν σημαντικά ερωτήματα: Τι ακριβώς συμβαίνει στη Νέα Υόρκη και σε ποιους παράγοντες μπορούν να αποδοθούν οι φυλετικές διακρίσεις κατά τη διενέργεια σωματικής έρευνας; Γιατί η πρακτική του “stop and frisk” σημείωσε αύξηση της τάξης του 600% από την εκλογή του Δημάρχου Bloomberg τo 2002 κι έπειτα; Γιατί το φαινόμενο αυτό ανέκυψε πρόσφατα και όχι π.χ. την προηγούμενη δεκαετία;
Απαντήσεις σε αυτές τις ερωτήσεις έχουν επιχειρήσει να δώσουν οι καθηγητές William J. Stuntz, στο άρθρο “Unequal Justice” δημοσιευμένο στο Harvard Law Review και Adrian Barton και Nick Johns στο βιβλίο τους “Policy-making process in the criminal justice system”. Ο μεν Stuntz πιστεύει ότι «από τη στιγμή που άρχισε να διογκώνεται η πολυνομία στο αμερικανικό σύστημα ποινικής δικαιοσύνης, υποχώρησε τόσο η ποιότητα αυτής όσο και η ισότητα κατά την απονομή της» κι εξηγεί πως η άνοδος της εγκληματικότητας στα αστικά κέντρα χρησιμοποιείται από τους πολιτικούς ως άλλοθι πολιτικού διχασμού, προκειμένου να προωθηθούν συγκεντρωτικές τάσεις στο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης, όπως για παράδειγμα η δημιουργία κεντρικών αστυνομικών τμημάτων και η δημιουργία πληθώρας νόμων που ορίζουν λεπτομερώς τα εγκλήματα.
Οι Barton και Johns απευθύνουν το ερώτημα τι είναι η πολιτική και πώς ρυθμίζεται η λήψη αποφάσεων και ο καθορισμός της πολιτικής ατζέντας. Οι συγγραφείς εξηγούν πώς οι πολιτικοί που υιοθετούν τη γραμμή της «αυστηρότητας απέναντι στο έγκλημα» χρησιμοποιούν την αύξηση της εγκληματικότητας στα αστικά κέντρα ως βασικό στοιχείο της πολιτικής τους ατζέντας. Παρά τον ισχυρισμό τους ότι είναι σε θέση να εξαλείψουν το έγκλημα, οι λύσεις που προτείνουν σπανίως είναι σαφείς, αφού αφορούν γενικής φύσεως μέτρα για τη μείωση των ποσοστών εγκληματικότητας κι όχι πραγματικές λύσεις στα υπάρχοντα προβλήματα. Όταν οι πολιτικές αυτές αποτυγχάνουν - και συνήθως αποτυγχάνουν είτε λόγω κακού σχεδιασμού, είτε λόγω κοινωνικών αντιδράσεων (όπως συνέβη με την πολιτική του «stop and frisk») - οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι αρνούνται το πρόβλημα ή ορισμένες πτυχές του, επειδή είναι πολιτικά ή κοινωνικά δυσάρεστες για την πλειοψηφία του πληθυσμού. Ως εκ τούτου, η αντεγκληματική πολιτική διαμορφώνεται ανάλογα με την επιδίωξη πολιτικών και ιδεολογικών στόχων, αντί να αποτελεί διάλογο επίλυσης προβλημάτων μεταξύ των ψηφοφόρων και των εκλεγμένων αντιπροσώπων τους.
Κατά τον Stuntz, η λύση για την αντιμετώπιση της ανισότητας του αμερικανικού συστήματος ποινικής δικαιοσύνης δεν έγκειται στη θέσπιση "περισσότερων νόμων". Αντίθετα, για την προώθηση της ισότητας είναι αναγκαία η υιοθέτηση συγκεκριμένων πολιτικών με έμφαση στην αποκέντρωση του συστήματος και σε έναν δημοκρατικότερο έλεγχο σε τοπικό επίπεδο. Η Νέα Υόρκη, μια τεράστια πόλη με 22 εκατομμύρια κατοίκους αποτελεί τέλειο παράδειγμα εφαρμογής ενός αποκεντρωμένου συστήματος. Το αμερικανικό σύστημα ποινικής δικαιοσύνης είναι κατά βάση γραφειοκρατικό κι ελεγχόμενο από την πολιτική και τους πολιτικούς. Παρά το γεγονός ότι η γραφειοκρατική λειτουργία μοιάζει σε πρώτη φάση αποτελεσματική, υπό την έννοια ότι οι γραφειοκράτες είναι λιγότερο επιρρεπείς σε διακρίσεις παντός τύπου και περισσότερο στοχοπροσηλωμένοι, είναι ωστόσο υπαρκτός ο κίνδυνος εφαρμογής εκ μέρους τους συγκεκριμένων πολιτικών που είτε είναι αδύνατο να επιβληθούν, είτε εξυπηρετούν τις πολιτικές ελίτ που τους χρηματοδοτούν.
Tι σημαίνει λοιπόν δημοκρατικότερος έλεγχος σε τοπικό επίπεδο και πώς μπορεί αυτός να αποτελέσει λύση στο πρόβλημα των φυλετικών διακρίσεων σε βάρος των πολιτών; Για τον Stuntz, δημοκρατικότερος έλεγχος σημαίνει λιγότερη κεντρική αστυνομία και εισαγγελία, περισσότερη τοπική αστυνομία και μεγαλύτερη συμμετοχή δικαστών και ενόρκων σε τοπικές δίκες. Τα μικρά δικαστήρια κι αστυνομικά τμήματα που λειτουργούν σε μεγάλες πόλεις εξυπηρετούν το σκοπό τους αποτελεσματικότερα, δεδομένου ότι λειτουργούν με περισσότερη ελευθερία και σε αρμονία με την τοπική κοινωνία, είναι πιο φιλικά προς τους πολίτες και παρέχουν ένα καταφύγιο στους πολίτες των οποίων τα δικαιώματα παραβιάζονται.