Οι οικογενειακές σχέσεις των κρατούμενων μόνο κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες έχουν προσελκύσει διεθνώς το ενδιαφέρον ερευνητών διαφόρων επιστημονικών ειδικοτήτων, ακτιβιστών και θεσμικών φορέων.[1] Ειδικότερα, στην κοινωνιολογία του ποινικού συστήματος μια νέα κατεύθυνση διερευνά μια σειρά από καινοφανή ερωτήματα, όπως:[2]
α) Ποιες «δευτερογενείς» επιπτώσεις ή «παράπλευρες απώλειες» προκαλεί η στέρηση της ελευθερίας στην οικογένεια του κρατουμένου, ιδιαίτερα στα ανήλικα παιδιά του και τη μητέρα τους; Ποιοι διαμεσολαβητικοί μηχανισμοί (mediators) είναι υπεύθυνοι για τις δυσμενείς συνέπειες και ποιοι ρυθμιστικοί παράγοντες (moderators) τις μετριάζουν; Οι συνέπειες της στέρησης της ελευθερίας από έναν ποινικό παραβάτη είναι πάντοτε αρνητικές για την οικογένειά του;
β) Σε ποιο βαθμό η μαζική χρήση της φυλάκισης αναπαράγει ευρύτερες κοινωνικές ανισότητες; Τι επιπτώσεις έχει στη συσσώρευση κοινωνικών μειονεκτημάτων για τις οικογένειες των εγκλείστων; Πόσο επηρεάζει τις βιοτικές ευκαιρίες των παιδιών τους;
γ) Ποιες αλλαγές πρέπει να γίνουν στην αντεγκληματική, τη σωφρονιστική και την κοινωνική πολιτική για να περιοριστούν οι δυσμενείς συνέπειες του ποινικού εγκλεισμού στις οικογένειες των κρατουμένων; Ποιες ειδικότερες θεσμικές ρυθμίσεις, προγράμματα και δράσεις μπορούν να βοηθήσουν ουσιαστικά;
δ) Τι είδους θεωρητικές προεκτάσεις έχει η θεσμική αναγνώριση της σημασίας των οικογενειακών επιπτώσεων του ποινικού εγκλεισμού για τη φιλοσοφία του ποινικού δικαίου, την κοινωνιολογία του ποινικού συστήματος, την κοινωνική πολιτική;
Οι ερευνητές σε αυτό το σχετικά νέο πεδίο προσεγγίζουν συνήθως τα εξεταζόμενα θέματα από τις οπτικές γωνίες της κοινωνικής δικαιοσύνης, της αντεγκληματικής και σωφρονιστικής πολιτικής, των δικαιωμάτων των παιδιών ή των αναγκών της κρατούμενης μητέρας. Η οπτική γωνία του κρατούμενου πατέρα υπήρξε μέχρι πρόσφατα σχεδόν «ξεχασμένη» από τη σχετική επιστημονική συζήτηση, παρά το γεγονός ότι η συντριπτική πλειονότητα (άνω του 90%) των κρατουμένων με παιδιά είναι άνδρες. Οι ολιγάριθμες σχετικές έρευνες διαπιστώνουν ότι ο εγκλεισμός του πατέρα συνιστά μια αγχογόνα και τραυματική αντιξοότητα της παιδικής ηλικίας με δυσμενείς συνέπειες σε όλες τις όψεις της ζωής των παιδιών (υλικές συνθήκες διαβίωσης, ψυχική υγεία και εξαρτήσεις, κοινωνική συμπεριφορά, παραβατικότητα γνωστικές δεξιότητες, εκπαιδευτικές επιδόσεις, βιοτικές ευκαιρίες, κ.ά.).[3]
Για να κατανοηθεί όμως η συμπεριφορά του έγκλειστου πατέρα χρειάζεται να αποσαφηνιστούν τα πρακτικά και ηθικά διλήμματα που αντιμετωπίζει αναφορικά με τις οικογενειακές του σχέσεις. Γιατί, πέρα από τα διλήμματα που προκαλεί η εσωτερική στον ιδρυματικό του ρόλο σύγκρουση ανάμεσα στις ασύμβατες προσδοκίες των συγκρατουμένων και του προσωπικού, ο κρατούμενος με ανήλικα παιδιά καλείται να αντιμετωπίσει επιπρόσθετα μια εξωτερική σύγκρουση ανάμεσα στις απαιτήσεις του ρόλου του «κρατουμένου» και σε εκείνες του γονικού του ρόλου.
Η Shenique S. Thomas διέκρινε τέσσερις στρατηγικές που μπορεί να ακολουθήσει ο έγκλειστος για να αντιμετωπίσει τα διλήμματα που προκαλεί η σύγκρουση ανάμεσα στον ρόλο του πατέρα και σε εκείνον του κρατουμένου.[4]
α) Διατήρηση, πάση θυσία, των οικογενειακών σχέσεων (Sustainer) μέσω της επαναδιαπραγμάτευσης του πατρικού ρόλου ώστε να καταστεί συμβατός με τη στέρηση της ελευθερίας. Ο έγκλειστος αυτός έχει συνήθως επενδύσει στην οικογενειακή ζωή πριν από τη φυλάκιση και συνεχίζει να επιδεικνύει αφοσίωση. Δεν μεταφέρει τα ιδρυματικά προβλήματα στην οικογένειά του. Εμφανίζεται στα επισκεπτήρια ευπρεπισμένος και αισιόδοξος. Αξιοποιεί τη δοκιμασία του ως παράδειγμα προς αποφυγή για τα παιδιά. Προσπαθεί να επιβαρύνει οικονομικά όσο το δυνατό λιγότερο. Είναι διακριτικός απέναντι στην προσωπική ζωή της συντρόφου του. Υποδεικνύει στα παιδιά να «ακούν τη μητέρα τους» και να «διαβάζουν τα μαθήματά τους».
β) Εγκατάλειψη του πατρικού ρόλου (Deserter), όταν ο έγκλειστος θεωρεί πως είναι αδύνατο να ανταποκριθεί στις επιταγές του. Διακόπτει κάθε δεσμό με τους «έξω» και προσανατολίζει τη συμπεριφορά του στις αξίες του ιδρυματικού μικρόκοσμου. Συχνά οι οικογενειακές του σχέσεις ήταν ανέκαθεν δυσλειτουργικές. Μπορεί να πρόκειται για αμυντική αντίδραση στην άρνηση της μητέρας να υποβληθεί στις θυσίες που απαιτούνται για να διατηρηθεί η επικοινωνία του με τα παιδιά. Εξαφανίζει τις φωτογραφίες των παιδιών και αποφεύγει σχετικές συζητήσεις.
γ) Εξάρτηση από τη μητέρα των παιδιών και τους συγγενείς (Dependent). Ο έγκλειστος «εκχωρεί» τις πατρικές ευθύνες στη μητέρα των παιδιών. Δεν ζητά πιεστικά να τον επισκεφτούν τα παιδιά· δεν παρεμβαίνει στις οικογενειακές υποθέσεις. Ζητά μόνο οικονομική υποστήριξη για τη νομική του υπεράσπιση και για να διαβιώσει αξιοπρεπώς στη φυλακή. Θεωρεί πως η άσκηση του πατρικού ρόλου είναι επί του παρόντος αδύνατη.
δ) Αποκατάσταση οικογενειακών σχέσεων που έχουν διαρραγεί (Restorer). Η κατακλυσμική εμπειρία του εγκλεισμού παρακινεί ορισμένους να καταβάλλουν προσπάθειες να αναβιώσουν δεσμούς με την πρώην σύζυγο και τα παιδιά τους που είχαν κλονιστεί από καιρό.
Η επιλογή της μίας ή της άλλης στρατηγικής εξαρτάται από διάφορους παράγοντες που έχουν συζητηθεί αλλού.[5] Σκοπός της έρευνας αυτής είναι η συστηματική καταγραφή των διλημμάτων που αντιμετωπίζει ο έγκλειστος πατέρας στην προσπάθειά του να ασκήσει τον πατρικό του ρόλο μέσα από τη φυλακή καθώς και των βασικών επιλογών δράσης όσων καταφέρνουν, παρά τις αντιξοότητες, να διατηρήσουν την επικοινωνία με τα ανήλικα παιδιά τους.
Συγκεκριμένα, αναλύονται επτά συνεντεύξεις σε βάθος ανδρών κρατουμένων με ανήλικα παιδιά που πραγματοποιήθηκαν το 2017.
Η κατανόηση της διλημματικής κατάστασης στην οποία περιέρχεται κάθε πατέρας από τη στιγμή της φυλάκισής του είναι απαραίτητη προκειμένου να εξηγηθεί η συμπεριφορά των εγκλείστων απέναντι στα παιδιά και τις συντρόφους τους. Είναι επίσης χρήσιμη στον σχεδιασμό και την υλοποίηση από επαγγελματίες ψυχικής υγείας παρεμβάσεων υποστήριξης του συναισθηματικού δεσμού των κρατουμένων με τα ανήλικα παιδιά τους. Τέλος, μπορεί να συμβάλει στην ευρύτερη κοινωνική ευαισθητοποίηση για τις αθέλητες επιπτώσεις του ποινικού εγκλεισμού στις οικογένειες των εγκλείστων.
Μέθοδος
Κεντρικό ερώτημα της έρευνας ήταν «Τι είδους διλήμματα αντιμετωπίζει ένας κρατούμενος που είναι πατέρας ανήλικων παιδιών;».
Για τη συλλογή/παραγωγή των δεδομένων επιλέχτηκε η μέθοδος της συνέντευξης σε βάθος (in-depth interview) ως διεξοδική συζήτηση με ερευνητικό σκοπό. Η μέθοδος αυτή θεωρείται καταλληλότερη από τα τυποποιημένα ερωτηματολόγια για τη διερεύνηση συναισθηματικά φορτισμένων θεμάτων, ειδικά σε ένα ιδρυματικό πλαίσιο γενικευμένης καχυποψίας.[6] Χρησιμοποιήθηκαν ανοικτές ερωτήσεις που επέτρεψαν στους ερωτώμενους να αποκαλύψουν λεπτομέρειες των εμπειριών, των συναισθημάτων και των σκέψεών τους.
Στις έρευνες σε βάθος η δειγματοληψία είναι «σκόπιμη», δηλαδή οι ερωτώμενοι επιλέγονται βάσει χαρακτηριστικών που τους καθιστούν «πλούσιες πηγές πληροφοριών». Κάτι που εξυπηρετεί τους σκοπούς της έρευνας, αλλά περιορίζει την αντιπροσωπευτικότητα και τη γενικευσιμότητα των ευρημάτων της.[7] Το δείγμα ήταν σχετικά ομοιογενές καθώς οι συμμετέχοντες ήταν Έλληνες, πατέρες ανήλικων παιδιών, χωρίς βαρύ ιστορικό εξαρτήσεων, οι οποίοι διατηρούσαν επικοινωνία με τα παιδιά τους.
Παρά τη μικρή κλίμακα της έρευνας, τα ευρήματα επιτρέπουν τη συγκρότηση μιας τυπολογίας των διλημμάτων που αντιμετωπίζουν οι κρατούμενοι με ανήλικα παιδιά και των επιλογών δράσης όσων καταφέρνουν τελικά να διατηρήσουν την επικοινωνία μαζί τους. Το συγκεκριμένο δείγμα δεν αφήνει ωστόσο περιθώρια για γενικεύσεις σχετικά με τη συχνότητα και την ένταση αυτών των διλημμάτων και το «ρεπερτόριο δράσης» που ακολουθεί η πλειονότητα του πληθυσμού των κρατουμένων ως απάντηση σε αυτά.
Η οικογενειακή κατάσταση των ερωτώμενων ποικίλει, όπως φαίνεται στον παρακάτω Πίνακα:
Έγκλειστοι πατέρες | Αριθμός παιδιών | Ηλικίες παιδιών κατά τη συνέντευξη | Οικογενειακή κατάσταση κατά τη συνέντευξη | Συμβίωση με το παιδί πριν από τη φυλάκιση; |
Πατέρας Α | 1 | 7 ετών | Έγγαμος | Ναι |
Πατέρας Β | 3 | 9, 7 & 5 ετών | Σε διάσταση | Ναι |
Πατέρας Γ | 1 | 5 ετών | Διαζευγμένος | Ναι |
Πατέρας Δ | 2 | 7 ετών & 18 μηνών | Άγαμος | Ναι |
Πατέρας Ε | 1 | 2 ετών | Σύμφωνο συμβίωσης μέσα στη φυλακή | Γεννήθηκε μετά τη φυλάκιση του πατέρα |
Πατέρας ΣΤ | 2 | 7 & 5 ετών | Έγγαμος | Ναι |
Πατέρας Ζ | 1 | 12 ετών | Διαζευγμένος | Ναι (είχε την επιμέλειά του παιδιού) |
Οι έρευνες με συνεντεύξεις σε βάθος συνεχίζονται μέχρι να επιτευχθεί ένας «θεωρητικός κορεσμός», μέχρι του σημείου δηλαδή μετά το οποίο η πραγματοποίηση συνεντεύξεων είναι από την άποψη της οικονομίας της έρευνας αντιπαραγωγική, με την έννοια ότι δεν επιφέρει ουσιαστικές αλλαγές στο σύστημα κωδικοποίησης των απαντήσεων. Ο ελάχιστος αποδεκτός αριθμός συνεντεύξεων σε μικρής κλίμακας έρευνες εκτιμάται από 6 έως 30. Πάντως, με ένα πολυάριθμο, ομοιογενές, «σκόπιμο» δείγμα οι Guest, Bunce, & Johnson βρήκαν ότι στις 12 συνεντεύξεις η έρευνα είχε φτάσει ήδη σε σημείο πληροφοριακού κορεσμού.[8]
Οι συνεντεύξεις σε βάθος για ευαίσθητα οικογενειακά θέματα συχνά είναι συναισθηματικά φορτισμένες, χωρίς αυτό να ισοδυναμεί όμως με πρόκληση κάποιας «βλάβης» στον συμμετέχοντα.[9] Καταβλήθηκε κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε η εμπειρία της συνέντευξης να είναι εποικοδομητική για τον έγκλειστο και να περιλαμβάνει μια αποφόρτιση στο τέλος, χωρίς όμως να μετατραπεί σε συμβουλευτική συνεδρία. Επειδή οι έγκλειστοι αποφεύγουν να συζητήσουν τα οικογενειακά τους προβλήματα με συγκρατούμενους, οι συνεντεύξεις φάνηκε ότι τους πρόσφεραν μια ευκαιρία να εκφραστούν ελεύθερα, κάτι το οποίο ίσως να μείωσε για λίγο το στρες, ακόμη και να τους βοήθησε να σκεφτούν βαθύτερα το θέμα.[10]
Εξαρχής κατέστη σαφές στους ερωτώμενους ότι η συνέντευξη έχει αποκλειστικά ερευνητικό σκοπό και ότι έχουν την ελευθερία να αρνηθούν να συμμετάσχουν ή να τη διακόψουν χωρίς οποιαδήποτε συνέπεια. Δεν τους ασκήθηκε πίεση να απαντήσουν σε κάποιο «ενοχλητικό» ερώτημα, ούτε ενθαρρύνθηκε η υπερβολική αυτοαποκάλυψη, ώστε να μην υποβαθμιστεί η συνέντευξη σε ένα είδος «ηδονοβλεψίας» των πιο προσωπικών δοκιμασιών τους.[11] Εξηγήθηκε ο σκοπός της έρευνας και δόθηκαν διαβεβαιώσεις για την ανωνυμία και την εμπιστευτικότητα των στοιχείων.
Αρχικά, επιβεβαιώθηκαν οι βασικές πληροφορίες για την οικογενειακή κατάσταση του ερωτώμενου. Στη συνέχεια, χρησιμοποιήθηκε ο παρακάτω οδηγός συνέντευξης (ο οποίος συμπληρώθηκε με διευκρινιστικές μόνο ερωτήσεις):
Ε1. Τι συνέπειες έχει μέχρι στιγμής η φυλάκιση στην οικογενειακή σου ζωή και ιδιαίτερα στις σχέσεις σου με τα παιδιά σου;
Ε2. Πόσο τακτικά επικοινωνείς με τα παιδιά σου και με ποιους τρόπους;
Ε3. Τι συμβουλές θα έδινες σε έναν πατέρα ανήλικου παιδιού που μπαίνει σήμερα στη φυλακή;
Ε4. Τι σχέδια κάνεις για την οικογενειακή σου ζωή μετά την αποφυλάκιση;
Ε5. Τι πρέπει να αλλάξει στις φυλακές για να υποστηριχτεί περισσότερο ο συναισθηματικός δεσμός του πατέρα με τα παιδιά του;
Οι συνεντεύξεις πραγματοποιήθηκαν στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού Ι σε διαθέσιμους χώρους (γραφείο της Κοινωνικής Υπηρεσίας, αίθουσες στον χώρο εκπαίδευσης) το 2017. Είχαν διάρκεια μία με τρεις ώρες η κάθε μία. Οι απαντήσεις των ερωτώμενων καταγράφτηκαν, με τη συναίνεσή τους, με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια. Προκειμένου να προστατευτεί η ανωνυμία τους, τροποποιήθηκαν επιμέρους αναφορές σε προσωπικά θέματα (λ.χ. φύλο και ηλικία προσώπων, ημερομηνίες).[12]
Οι απαντήσεις των ερωτώμενων αναλύθηκαν με μια διατμηματική (cross-sectional) λογική. Τα αποσπάσματα οργανώθηκαν με βάση ένα σύστημα κωδίκων που διαμορφώθηκε σταδιακά προκειμένου να συγκροτηθεί μια τυπολογία. Λαμβάνοντας υπόψη ότι στην περίπτωση τέτοιων ερευνών η συναίνεση του πατέρα δεν είναι αρκετή - γιατί αποκαλύπτονται προσωπικά δεδομένα για τη μητέρα των παιδιών και τα ανήλικα παιδιά - επιλέχτηκε ένας τρόπος παρουσίασης που βασίζεται στην κατάτμηση των απαντήσεων ώστε να δυσχεραίνεται η αναγνώριση.
Το γεγονός ότι οι συνεντεύξεις έγιναν από «insider» επαγγελματία - ερευνητή είχε πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Για παράδειγμα, κάθε επαγγελματίας-ερευνητής τείνει να θεωρεί δεδομένες ορισμένες όψεις της επαγγελματικής του κουλτούρας και να δυσκολεύεται να υιοθετήσει μια κριτική προσέγγιση του πλαισίου στο οποίο εργάζεται. Από την άλλη πλευρά, μπορεί να ελέγξει την αξιοπιστία των πληροφοριών, να επικοινωνήσει ευκολότερα με τους ερωτώμενους και να εντοπίσει τα σημαντικότερα θέματα. Το ζητούμενο είναι να αξιοποιηθούν τα πλεονεκτήματα και να ελαχιστοποιηθούν τα μειονεκτήματα της διπλής ιδιότητάς του, έχοντας πάντα πλήρη επίγνωση της έντασης ρόλων που συνεπάγεται.[13]
Πρόθεση δεν ήταν να παρουσιαστούν εδώ οι έγκλειστοι ως πρότυπα πατρικής υπευθυνότητας. Η επιστημονική έρευνα υπηρετεί μια διαφορετική λογική από εκείνη της συνηγορίας (advocacy) από ακτιβιστές και δικηγόρους. Οι συνεντεύξεις αναλύθηκαν προσπαθώντας να κρατηθεί μια ισορροπία ανάμεσα στην ηθική υποχρέωση του ερευνητή να προσεγγίσει με διακριτικότητα και σεβασμό τις υποκειμενικές ερμηνείες που του εμπιστεύεται ο ερωτώμενος και στην επιστημονική υποχρέωση να τις υποβάλει σε κριτικό έλεγχο.[14]
Τέλος, ο επαγγελματίας-ερευνητής δεν έχει περιθώριο να λησμονήσει τις ηθικές του υποχρεώσεις απέναντι στους συμμετέχοντες. Μετά την πραγματοποίηση των συνεντεύξεων, συμμετείχα ενεργά στη συλλογική προσπάθεια βελτίωσης των όρων διεξαγωγής των παιδικών επισκεπτηρίων στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού Ι.[15]
Ευρήματα και ανάλυση
Στις ενότητες που ακολουθούν αναλύονται τα διλήμματα που ανέφεραν οι συμμετέχοντες. Τα αποσπάσματα είναι σκόπιμα εκτενή ώστε να αναδειχτεί ο αυθεντικός λόγος τους – κάτι που συμβάλλει στην αμφισβήτηση διαδεδομένων προκαταλήψεων. Στις παραπομπές συσχετίζονται συστηματικά τα ευρήματα της έρευνας με τα αντίστοιχα ευρήματα πολλών σύγχρονων ερευνών σε άλλες χώρες.
Επίγνωση των επιπτώσεων της φυλάκισης στην οικογενειακή ζωή
Καταρχάς, οι ερωτώμενοι αναφέρθηκαν στις ενοχές τους για τις βαρύτατες επιπτώσεις που είχε η φυλάκισή τους στα παιδιά και τις συντρόφους τους:
Οι συνέπειες ήταν πολύ σοβαρές. Ποτέ δεν σκέφτηκα πριν φτάσω εδώ ότι θα μου λείψουν τόσο πολύ η γυναίκα και το παιδί μου. Σίγουρα, το παιδί μου είναι κομμάτι της ζωής μου και κομμάτι δικό μου και βλέπω ότι δεν έπρεπε φυσικά να φτάσω σε αυτό το σημείο. Να κόψω, δηλαδή τη ζωή μου, κάπως έτσι, στη μέση. Ότι δεν αξίζει για κανένα λόγο και για κανένα χρηματικό ποσό να διαλύσεις την οικογένεια. Οι συνέπειες σίγουρα είναι η τρομερή απώλεια που βιώνω κάθε στιγμή που μεγαλώνει το παιδί μου τώρα μόνο του, είτε με τη γυναίκα μου, είτε πού το αφήνει στη θεία του ή σε μια γειτόνισσα. Και νιώθω τύψεις φυσικά για όλο αυτό το θέμα. Πιστεύω, ότι θα μπορέσω κάποια στιγμή να επανορθώσω αυτό το κακό όνειρο που ζω.
Οι έγκλειστοι αντιλαμβάνονται πως η φυλάκισή τους συνεπάγεται μια δραματική επιδείνωση στις συνθήκες διαβίωσης της οικογένειάς τους. Τα παιδιά συχνά μετακομίζουν με τη μητέρα τους σε σπίτια στενών συγγενών. Βιώνουν δηλαδή όχι μόνο την απώλεια της φυσικής παρουσίας του πατέρα, αλλά και μια αναγκαστική αλλαγή κατοικίας και σχολείου και τη συνακόλουθη απομάκρυνση από παλιούς συμμαθητές, φίλους, γείτονες.
Η ζωή της οικογένειάς μου καταστράφηκε. Τα παιδιά μεγάλωσαν χωρίς εμένα, η γυναίκα μου με εγκατέλειψε. Για ένα διάστημα χωρίστηκαν και τα αδέλφια, η γυναίκα μου πήρε το ένα παιδί μαζί της, μέχρι να τα καταφέρω να το φέρω πίσω στους γονείς μου. Τα μαγαζιά που είχαμε κλείσανε. Ο πατέρας μου και η μάνα μου παλεύουν, από εδώ και εκεί, να μεγαλώσουν τα παιδιά. Δεν έχω λεφτά για τον δικηγόρο στο εφετείο. Δεν είχα ούτε για την αίτηση διακοπής ποινής. Στην πρώτη άδεια που πήρα την περασμένη Κυριακή, μου είπε το μεγαλύτερο παιδί, «Μπαμπά, σου υπόσχομαι δεν θα τρώω σουβλάκια, για να μαζέψουμε λεφτά να τα δώσουμε στον δικηγόρο να βγεις από τη φυλακή πιο γρήγορα».
Σε μια περίπτωση που ο πατέρας είχε την επιμέλεια του παιδιού πριν από τη φυλάκιση, χρειάστηκε να αναλάβει το παιδί η μητέρα του:
Το παιδί το είχα εγώ, μαζί με τη μητέρα μου. Όταν μπήκα φυλακή και λόγω του ότι έπεσαν πολλά στη μητέρα μου και χώρισα και από την αρραβωνιαστικιά μου, το δώσαμε στην πρώην σύζυγό μου, με την οποία έχω καλές σχέσεις. Το παιδί άλλαξε οικογενειακό περιβάλλον, σχολείο, και φίλους. Και τώρα μου λέει: «Θα ξαναλλάξω σχολείο μόλις βγεις; Έλα να μείνεις με τη μαμά».
Ιδιαίτερα, τους απασχολούσε εάν θα τους συγχωρέσουν τα παιδιά όταν μεγαλώσουν για τη δοκιμασία που τα υπέβαλαν:
Πιστεύω ότι κάποια στιγμή το παιδί θα καταλάβει ότι ήταν ένα λάθος. Το ξέρει κιόλας αυτή τη στιγμή. Το γνωρίζει ότι είμαι στη φυλακή. Ήταν 4 όταν έγινε η σύλληψη στο σπίτι. Πιστεύω ότι θα με συγχωρήσει κάποια στιγμή. Δηλαδή, αυτή η αγωνία με σκοτώνει σίγουρα.
Οι συνέπειες στη ζωή των παιδιών γίνονται γενικά αντιληπτές, ειδικά όταν ο έγκλειστος είχε βιώσει ο ίδιος την απώλεια του πατέρα κατά την παιδική του ηλικία.
Η γυναίκα μου όταν μπήκα φυλακή ήταν έγκυος, περίπου 4 μηνών. Τον γιό μου τον γνώρισα εδώ μέσα. Μετά από 40 ημέρες μου τον έφερε. Ήταν μια σκηνή που δεν περιγράφεται. Πραγματικά. Μόλις το είδα το παιδί ήταν σαν να έφαγα ένα χαστούκι από τη ζωή. Είπα: «Τι έκανα τώρα; Τι κάνω τώρα εδώ μέσα;» Τα μετανιώνεις όλα. Έλεγα στη γυναίκα μου: «Όλα καλά, είδα τον μικρό». Αλλά στην πραγματικότητα λύγισα πραγματικά. Η κόρη μου είναι μεγαλύτερη και μετά από δύο χρόνια συνεχίζει να μου λέει κάθε μέρα στο τηλέφωνο: «Μπαμπά γιατί δεν έρχεσαι να κοιμηθούμε πάλι μαζί;».
Το κακό της υπόθεσης είναι ότι αν λειτουργεί ο εγκέφαλός σου, καταλαβαίνεις πέντε πράγματα τα οποία δυστυχώς σε κάνουν και αισθάνεσαι πάρα πολύ άσχημα. Εμένα οι γονείς μου χώρισαν όταν ήμουν δύο χρονών. Ο χαρακτήρας του ανθρώπου τον ακολουθεί από τα παιδικά του χρόνια σε όλη του ζωή δυστυχώς. Είναι πάρα πολύ δύσκολο να τα αλλάξεις. Έχω συνειδητοποιήσει κάποια πράγματα και προσπαθώ να τα αλλάξω. Αλλά δεν είναι εφικτό, μάλλον είναι εφικτό, αλλά είναι πολύ δύσκολο. Και δυστυχώς, φοβάμαι ότι και το παιδί μου θα έχει κι αυτό… Δηλαδή, προσπαθούμε να του προσφέρουμε ό,τι μπορούμε, να είναι σε επαφή με τους δύο γονείς. Αλλά δεν είναι το ίδιο να κοιμάται μαζί μας. Χάνει κάποια πράγματα. Και αυτά τα πράγματα που χάνει σίγουρα θα δημιουργήσουν κάποιες καταστάσεις στο μέλλον.
Από τις συζητήσεις με τα πρόσωπα που φροντίζουν τα παιδιά συμπεραίνουν, σε αρκετές περιπτώσεις, πως τα παιδιά αντιδρούν στη δοκιμασία με διάφορους τρόπους. Ορισμένοι εκφράσανε ευθέως την ανησυχία τους μήπως τους ακολουθήσουν στον δρόμο της παρανομίας, όπως έχει ξανασυμβεί στην οικογένειά τους:
Βλέπω ότι το παιδί παίρνει άλλη στροφή. Πριν από τη φυλακή, ήταν αλλιώς. Τώρα αργεί να κοιμηθεί, σκάει αντιδράσεις διαφορετικές… Και θέλω όσο το δυνατόν πιο σύντομα να πάω στο παιδί γιατί και εμένα ο μπαμπάς μου ήταν φυλακή και ξέρω τις αντιδράσεις αυτές. Αλλάζει ο χαρακτήρας σου και να η κατάληξη. Και δεν θέλω να γίνει το ίδιο με το παιδί. Την πρώτη φορά που είχε έρθει στο παιδικό επισκεπτήριο είπε: «Τι είναι εδώ, φυλακή;». Γυρνάει από το σχολείο την άλλη μέρα και λέει στην πεθερά μου: «Και το σχολείο φυλακή είναι!». Κάνει τέτοιες συγκρίσεις. Μάλωσε - που δεν μάλωνε ποτέ - με κάτι παιδάκια. Παρόλο που του λέω συνέχεια «Δεν μαλώνουμε». Κάνει εκρήξεις.
Οι έγκλειστοι διαισθάνονται τις συνέπειες του «δευτερογενούς» κοινωνικού στιγματισμού ολόκληρης της οικογένειας:
Είναι δεδομένο ότι έχουν στιγματιστεί κοινωνικά. Εμείς έχουμε στιγματιστεί μόνιμα, είμαστε εδώ, καλώς ή κακώς. Δεν κάνεις αυτήν την κουβέντα. Δεν λες, «Τι λένε έξω για μένα;» Στην αρχή μου έλεγε ο πατέρας μου ότι είδα τον τάδε και μου είπε ότι είσαι καλό παιδί και χαιρετίσματα. Του είπα «Μπαμπά μου λες για δέκα άτομα που είπαν καλά λόγια για μένα, και θα υπάρχουν άλλα που λένε αρνητικά. Δεν θέλω να μου τα μεταφέρεις».
Η γυναίκα μου δεν μιλούσε σε κανένα, φοβόταν. Στη γειτονιά ξέρουν ότι είμαι στο εξωτερικό. Δεν μπορούσε να ζητήσει τη βοήθεια κανενός. Φαντάσου, οι γονείς της στην αρχή της είπαν: «Τι θα κάνεις, θα τον περιμένεις;». Η γυναίκα μου είπε «Θα τον περιμένω, τον αγαπάω, έχω ένα παιδί μαζί του». Δεν ξέρω εάν της το λένε ακόμη. Τώρα μου λέει «Οι γονείς μου σε περιμένουν». Μπορούν να καταλάβουν ότι έκανα ένα λάθος; Δεν ξέρω τι αντιμετώπιση θα έχω όταν βγω. Θα έχω βέβαια μια ντροπή. Δεν θα μπορέσω να τους αντικρίσω στα μάτια. Θα τους πω «Βγήκα τώρα να επανορθώσω». Με απασχολεί αυτό το πράγμα.
Όταν βγήκα με άδεια, μου ζήτησε το παιδί να πάμε στην πλατεία μαζί, σε ένα μαγαζί που το κερνάνε πορτοκαλάδα, να δούνε όλοι ότι έχει πατέρα. Έπινε την πορτοκαλάδα με ένα καμάρι! Μου είπε να βγούμε και καμιά φωτογραφία με το κινητό, να την έχουμε.
Ορισμένοι περιμένουν πως η σχέση με τη μητέρα των παιδιών θα είναι μελλοντικά περισσότερο εύθραυστη λόγω της δοκιμασίας στην οποία έχει υποβληθεί:
Με τη γυναίκα μου είμαστε 10 χρόνια μαζί. Έχω ξαναβγάλει άλλη μια φορά φυλακή, τριάμισι χρόνια. Ήταν δίπλα μου και τα τριάμισι χρόνια. Έκατσα τρία χρόνια έξω και ξαναμπήκα πριν από δύο χρόνια. Τώρα είναι τελείως διαφορετικά τα πράγματα λόγω του παιδιού, υπάρχουν περισσότερες υποχρεώσεις. Θα δημιουργηθούν στη γυναίκα μου κάποια πράγματα εσωτερικά που όταν βγω με το καλό, θα τα έχει μέσα της. Κάποια στιγμή θα μου τα κτυπήσει. Γενικά, θα είναι πιο ευάλωτη στο να έρθει σε ρήξη μαζί μου. Με τα χρόνια, συσσωρεύονται πράγματα. Και δεν θα την κρίνω, γιατί θα έχει δίκιο.
Αποκάλυψη της αλήθειας ή κατά συνθήκη ψεύδη;
Ο νεοεισερχόμενος πρέπει να αποφασίσει εάν θα αποκαλύψει την αλήθεια για τη φυλάκισή του. Συχνά η αλήθεια δεν λέγεται στα ανήλικα παιδιά, ιδιαίτερα στα μικρότερα. Οι συγγενείς συμμετέχουν σε αυτήν τη «συνωμοσία της σιωπής». Τα παιδιά μαθαίνουν ξαφνικά πως ο πατέρας τους «βρήκε δουλειά στο εξωτερικό». Στα νήπια η φυλακή περιγράφεται ως «σπίτι του μπαμπά» ή «δουλειά του μπαμπά». Δικαιολογίες παρόμοιες με αυτές που λένε οι έγκλειστες μητέρες στα παιδιά τους.[16]
Στις αρχές το παιδί έφευγε με κλάματα μετά το επισκεπτήριο. «Γιατί ο μπαμπάς...;». Μετά του φτιάξαμε ένα ψέμα, και για εμένα είναι σωστό, τώρα που ακόμα δεν καταλαβαίνει, ότι «Είναι η δουλειά του μπαμπά εκεί», οπότε έρχεται το παιδί, με βλέπει, περνάει καλά και φεύγοντας λέει «Έφυγα από τη δουλειά του μπαμπά». Βέβαια, όσο μεγαλώνει με ρωτάει: «Πότε θα τελειώσει η δουλειά σου μπαμπά;», «Γιατί οι άλλοι μπαμπάδες γυρνάνε από τη δουλειά;» Κάποια στιγμή θα προσπαθήσω να του εξηγήσω.
Το ποσοστό των παιδιών που δεν γνωρίζουν πως ο πατέρας τους είναι στη φυλακή είναι μεγάλο, ειδικά μεταξύ των μικρότερων και των παιδιών όσων εκτιμούν ότι θα παραμείνουν λίγο χρόνο.[17]
Εάν είναι να κάτσεις ένα – ενάμιση χρόνο μπορεί να το καλύψεις και με έναν ψεματάκι για ένα ταξίδι, οτιδήποτε στο παιδί. Εάν έχει κάνει φόνο και ξέρει ότι θα κάτσει ισόβια δεν έχει νόημα να του πει ψέματα.
Ο έγκλειστος ανησυχεί για τις επιπτώσεις που θα έχει η αποκάλυψη της αλήθειας στα παιδιά.[18] Φοβάται πως θα απαξιωθεί στα μάτια τους. Θα χρειαστεί επίσης να τους δώσει εξηγήσεις για τις πράξεις του, κάτι εξαιρετικά δύσκολο, ειδικά όταν κατηγορείται για εγκλήματα με μεγάλη κοινωνική απαξία.[19] Νομίζει πως εάν η φυλάκισή του κρατηθεί μυστική, η οικογενειακή ζωή θα επιστρέψει αυτομάτως στην κανονικότητά της μετά την αποφυλάκιση.
Είναι δίκοπο μαχαίρι. Από τη μια, είναι ότι μπορεί να σου πει το παιδί κάποια στιγμή ότι «Μου έλεγες ψέματα όλα αυτά τα χρόνια». Το θεωρώ δεδομένο ότι τουλάχιστον στην εφηβεία θα μου το πει. Από την άλλη, πρέπει να βρεις έναν τρόπο να το πεις, ανάλογα με την ωριμότητά του. Μου είπε η μητέρα του ότι, με την ψυχολόγο, του είπαν ότι ο μπαμπάς έκανε ένα λάθος στη δουλειά του και είναι τώρα σε ένα χώρο που τον έβαλαν να μείνει εκεί για να σκεφτεί το λάθος που έκανε. Του χρόνου, θα βρούμε έναν τρόπο. Θα ήθελα όμως να του πω εγώ την αλήθεια, όχι η μητέρα του.
Κάποια στιγμή θα το μάθει ότι ο πατέρας της μπήκε φυλακή. Δεν λέει ακόμη τη λέξη «φυλακή». Δεν θέλει να την πει; Τα παιδιά καταλαβαίνουν περισσότερα από εμάς. Όταν μεγαλώσει θα της πω την αλήθεια και πιστεύω ότι θα καταλάβει. Δεν ξέρω ποια θα είναι η κατάλληλη ηλικία. Φυσικό είναι ότι δεν θα μείνει κρυφό. Ακόμη σκέφτομαι αυτό το πράγμα. Ότι κάποια στιγμή πρέπει να της το πω, ότι ο μπαμπάς έκανε φυλακή γι' αυτόν και αυτόν τον λόγο. Όταν είναι μικρό το παιδί, δεν μπορώ να του το πω. Θα ρωτήσει «Τι είναι φυλακή;». Θα βρεθώ κι εγώ σε δύσκολη θέση.
Σύμφωνα με τη σχετική ερευνητική βιβλιογραφία, όταν τα παιδιά αγνοούν τον πραγματικό λόγο της απομάκρυνσης του πατέρα βιώνουν μια κατάσταση «ασαφούς απώλειας» (ambiguous loss), όπως κάποιος που δεν γνωρίζει εάν ένα αγαπημένο πρόσωπο είναι ζωντανό ή νεκρό. Ο γονέας παραμένει συναισθηματικά παρών, αφού αναμένεται ότι μπορεί να επιστρέψει οποιαδήποτε στιγμή. Η αμφίσημη αυτή κατάσταση τους προκαλεί θυμό και ματαίωση, δυσχεραίνει την έκφραση της θλίψης για την απουσία του γονέα και την προσαρμογή τους στη νέα κατάσταση. Συχνά αντιδρούν με τον τρόπο τους.
Μετά από 11 μήνες στη φυλακή τα παιδιά βαριούνται λίγο να μου μιλήσουν πλέον στο τηλέφωνο. Γιατί όλο στο ψέμα «Αύριο θα έρθω», δεν σε πιστεύουν πια. Τώρα λένε: «Μπαμπά άσε, θα τα πούμε αύριο, δεν έχω όρεξη».
Επιπλέον, το ψέμα παρεμποδίζει την έκφραση συμπαράστασης από το κοινωνικό περιβάλλον αφού φίλοι, συγγενείς και γείτονες απομακρύνονται γιατί δεν ξέρουν τι να πουν.[20] Όταν αποκαλυφθεί η αλήθεια στα παιδιά θα κλονιστεί η εμπιστοσύνη τους στους γονείς, ιδιαίτερα όταν την πληροφορηθούν από άλλες πηγές.[21] Ο αντίκτυπος φτάνει μέχρι και την ενήλικη ζωή τους.[22]
Οι συμμετέχοντες πατέρες διαισθάνονται αυτόν τον κίνδυνο. Όπως συμβουλεύουν:
Όποιος μπει στη φυλακή να πει την αλήθεια στα παιδιά· όχι όλη, μέχρι εκεί που μπορούν να την καταλάβουν. Να τους πει ότι είναι μια περιπέτεια που θα περάσει. Σαν να μπήκε σε ένα καράβι που έφυγε μακριά και θα γυρίσει κάποια στιγμή.
Είναι ίσως το μεγαλύτερο άγχος που αντιμετωπίζω εδώ μέσα. Οι γονείς μου και τα αδέλφια μου δεν με ρώτησαν ποτέ τι έγινε. Το παιδί όμως θα με ρωτήσει κάποια στιγμή. Και να μην με ρωτήσει, θέλω να του πω εγώ τι έγινε. Νομίζω ότι δεν θα διστάσω να του πω την αλήθεια φοβούμενος μήπως πέσω στα μάτια του. Γιατί αν του πω κάτι που είναι αναληθές, κάποια στιγμή θα μάθει από άλλους τι έγινε και θα πει «Καλά μου έλεγες ψέματα όταν ήμουν μικρό, μου λες και τώρα ψέματα;» Δεν θεωρώ ότι λέγοντας στο παιδί το πραγματικό αδίκημα ότι θα πέσεις στα μάτια του ως πατέρας. Το αντίθετο μάλιστα. Λεπτομέρειες νομίζω ότι δεν θα χρειαστεί να πω ποτέ. Όταν θα γίνει μια ειλικρινής συζήτηση θα πω «Αναγνωρίζω αυτό ή εκείνο...», δεν θα χρειαστούν λεπτομέρειες.
Σύμφωνα με την άποψη των περισσότερων συμβούλων είναι προς το μακροπρόθεσμο συμφέρον των παιδιών να μάθουν την αλήθεια για τη φυλάκιση του γονέα, παρά να νιώσουν εξαπατημένα.[23] Η ανακοίνωση όμως θα πρέπει να γίνει με τρόπο κατάλληλο για την ηλικία και το αναπτυξιακό στάδιο κάθε παιδιού και υπό ευνοϊκές συνθήκες.[24] Τα παιδιά αποδεικνύονται συχνά ικανά να προσαρμοστούν στη νέα κατάσταση. Θεωρείται όμως σκόπιμο να μην αποκαλυφθούν λεπτομέρειες για το αδίκημα, εάν είναι δυνατό.[25]
Στη δικιά μου περίπτωση η σύλληψη έγινε μέσα στο σπίτι και δεν μπορούσα να το κρύψω από το παιδί. Τελικά ίσως μας βγήκε σε καλό. Αν πεις ότι λείπεις για δουλειά, τι θα πεις όταν περάσουν επτά, οκτώ, δέκα μήνες; Τι θα πεις τότε;
Από την άλλη πλευρά, αναγνωρίζεται πως η αποκάλυψη της αλήθειας μπορεί να προκαλέσει ανεπιθύμητες αντιδράσεις. Ακόμη και εάν γίνει με έναν ειλικρινή και κατάλληλο για την ηλικία τους τρόπο, μπορεί να επηρεάσει δυσμενώς την εικόνα που έχουν τα παιδιά για τον γονέα και να οδηγήσει στην εσωτερίκευση μιας «ελαττωματικής κοινωνικής ταυτότητας».[26]
Μακάρι το παιδί να μην μάθει την αλήθεια, δηλαδή να μπορούσε ο πατέρας να του πει ότι είναι ναυτικός - για ένα δύο χρόνια - και να του μιλούσε μόνο στο τηλέφωνο. Και όταν θα μεγάλωνε το παιδί, να του πει την αλήθεια σίγα-σιγά. Γιατί τα παιδιά έχουν πρότυπο τον μπαμπά τους και όταν αυτός μπει φυλακή, λένε «Δεν είναι τόσο κακό πράγμα η φυλακή, μπήκε ο πατέρας μου». Δηλαδή, φεύγει ο φόβος. Εάν όμως θα το μάθει από άλλους, καλύτερα να του το πω ο ίδιος. Βέβαια, το παιδί θα ρωτήσει «Γιατί;». Καμιά φορά τα κατά συνθήκη ψέματα είναι καλύτερα. Αντί να του πεις για ναρκωτικά, να του πεις ότι μπήκες φυλακή για κάτι σχετικό με την εταιρεία.
Έχω ακούσει εδώ κάποιους να λένε «Κάποια στιγμή θα βγω, θα τα βρω τα παιδιά μου και θα τους πω την αλήθεια, για ποιον λόγο το έκανα». Δεν φοβάται την απόρριψη, την έχει φάει ήδη. Φοβάται τα χειρότερα.
Σε άλλες καταστάσεις, τα παιδιά δεν θέλουν να δουν στην αρχή τον μπαμπά τους και μετά από κάποιους μήνες θέλουν να έρθουν στο επισκεπτήριο γιατί τους λείπει. Σε αυτές τις στιγμές ξαναγεννιέσαι, είναι σαν να ξεκινάς μια καινούρια ζωή. Και στο τέλος φιλιούνται και αγκαλιάζονται. Βέβαια, τα παιδιά είναι επιφυλακτικά και μετά τη συμφιλίωση. Δεν μπορείς να δεις την έκφραση του παιδιού στο τηλέφωνο, αλλά μπορείς να καταλάβεις ότι είναι επιφυλακτικό.
Ακόμη και όταν τα παιδιά δέχονται το γεγονός της φυλάκισης του πατέρα με ωριμότητα, παραμένει το πρόβλημα πως θα εξηγηθεί η ξαφνική και μακροπρόθεσμη απουσία του σε συμμαθητές, δασκάλους, γείτονες. Σε αντίθεση με άλλες μορφές αποχωρισμού των παιδιών από τον πατέρα (μετανάστευση, στρατιωτική θητεία) ο αποχωρισμός λόγω ποινικού εγκλεισμού είναι επιπρόσθετα δευτερογενώς στιγματιστικός για την οικογένεια του εγκλείστου.[27] Γεγονός που επιτείνει το άγχος της μητέρας και μπορεί να έχει επιπτώσεις στις γονικές πρακτικές της[28] και τελικά στον ψυχισμό των παιδιών.[29] Μπορεί επίσης να δυσχεράνει περαιτέρω την επικοινωνία του εγκλείστου με τα ανήλικα παιδιά του.[30]
Πολλά εξαρτώνται από την κατανόηση και τη διακριτικότητα του άμεσου κοινωνικού περιβάλλοντος:
Τα παιδιά και η μητέρα τους - είμαι κατηγορηματικός 100%, και έχω εμπειρία από αυτό - πρέπει να κρύβουν το γεγονός από τον κύκλο τους. Γιατί το έχω νιώσει στο πετσί μου. Έβλεπα ότι οι μαμάδες δεν ήθελαν να κάνω παρέα με τα παιδιά τους, γιατί ο μπαμπάς μου ήταν φυλακή. Και είχαν δίκιο. Δηλαδή, και εγώ δεν θα ήθελα να κάνει παρέα. Δεν το παίρνω προσωπικά με τους ανθρώπους».
Σχεδόν όλοι συμφωνούν με τη διακριτική αποκάλυψη του μυστικού στους δασκάλους «εάν είναι σοβαροί επαγγελματίες», για να προστατέψουν το παιδί από αδιάκριτες ερωτήσεις.
Η σύζυγος έχει ενημερώσει τη δασκάλα του παιδιού και το πήρε θετικά. Είπε ότι το παιδί δεν παρουσίασε κάτι, εκτός από την πρώτη χρονιά που έγινε η σύλληψη. Δηλαδή, να είναι λίγο αντιδραστικό, να μην θέλει να ακούσει κανένα. Μεγάλη βελτίωση από τη μια χρονιά στην άλλη. Δεν θέλει να του επιβάλλονται πάρα πολύ, από ό,τι είπε η δασκάλα.
Εάν ένα παιδί είναι έξι χρονών μπορεί να του περάσεις ότι δεν έχεις κάνει κάτι το σημαντικό. Όταν τον ρωτήσουν στο σχολείο να πει ότι έχει γίνει ένα λάθος και ο πατέρας μου έχει μπει φυλακή. Να μην λέει ότι ο μπαμπάς μου είναι κακός ή έχει κάνει κακά πράγματα. Να λέει ότι έχει κάποια προβλήματα που πρέπει να λυθούν και πρέπει να μείνει ένα διάστημα στη φυλακή μέχρι ξεπεραστούν. Η κοινωνία πιάνεται από ορισμένες λέξεις. «Είναι ο πατέρας σου στη φυλακή; Α, είναι ο χειρότερος!».
Το παιδί, στην προσπάθεια να προστατέψει την οικογένειά του από τον δευτερογενή στιγματισμό, εγκλωβίζεται σε ένα «τοξικό μυστικό». Αδυνατεί έτσι να ζητήσει την υποστήριξη που χρειάζεται από τον κοινωνικό του περίγυρο.[31] Αντιλαμβάνεται τις αρνητικές υποθέσεις που κάνουν όσοι πληροφορούνται πως έχει κρατούμενο γονέα.[32] Επιπλέον, οι εκπαιδευτικοί μειώνουν τις προσδοκίες τους αυξάνοντας έτσι τον κίνδυνο πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου.[33]
Ο οικογενειακός μας περίγυρος δεν ξέρει ότι είμαι μέσα. Η κόρη μου πάει στο νηπιαγωγείο. Όταν τη ρώτησε η δασκάλα – γιατί δεν της είχε πει τίποτε η γυναίκα μου – απάντησε η κόρη μου: «Ο μπαμπάς μου είναι τιμωρία. Έχει κάτι μεγάλες πόρτες, κάγκελα, σίδερα, πολλούς που φοράνε στολή. Είναι κακοί αυτοί, τους φοβάμαι». Ήταν 4,5 ετών τότε. Ο ψυχολόγος της μικρής είπε στη μητέρα της ότι είναι μια αντίδραση του παιδιού γιατί του λείπω. Έχει παράπονο, αλλά δεν το λέει σε δικό της άνθρωπο· θα το πει σε έναν ξένο.
Επειδή η οδύνη για τον εγκλεισμό του πατέρα είναι ένα είδος «κοινωνικά ανεπίτρεπτης θλίψης» (disenfranchised grief), το παιδί δεν μπορεί να εκφράσει δημόσια τα συναισθήματά του χωρίς να συναντήσει αδιαφορία ή εχθρότητα.[34] Αποφεύγει να μιλά για τη φυλάκιση του γονέα σε τρίτα πρόσωπα ή την εκμυστηρεύεται μόνο σε αφοσιωμένους φίλους. Η κατάσταση είναι χειρότερη όταν δεν έχει τη δυνατότητα να εκφράσει τα συναισθήματά του ούτε στους οικείους του, γιατί υποτίθεται ότι δεν γνωρίζει πως ο πατέρας του είναι στη φυλακή και είναι αναγκασμένο να προσποιείται συμμετέχοντας στην οικογενειακή συμπαιγνία.
Επισκεπτήρια ή εξ αποστάσεως επικοινωνία;
Οι πατέρες ανηλίκων καλούνται να συναποφασίσουν με τη σύντροφό τους εάν θα τους επισκέπτονται τα παιδιά στη φυλακή ή θα επικοινωνούν μαζί τους μόνο τηλεφωνικά.
Από κάποιους ακούω «Έχω τρία χρόνια να το δω». Τους ρωτάω «Πώς αντέχεις;». Μου λένε «Εγώ ξέρω πώς!». Ναι, αλλά αυτό δεν σε πιέζει; Δεν σου βγαίνουν μετά άλλα προβλήματα εδώ μέσα; Σου λένε, «Θέλω να δω το παιδί μου, αλλά πώς να το φέρω εδώ μέσα;». Εντάξει, κάποια πράγματα μπορεί και να μην ήθελες να τα κάνεις. Και πιστεύω ότι όσο μεγαλύτερη είναι η περίοδος που δεν το βλέπεις, τόσο χαλάει κατά κάποιο τρόπο η σχέση μαζί του. Εντάξει, εάν περάσουν τρεις μήνες δεν είναι τίποτα. Αλλά όταν περάσει ένας χρόνος και δεν έχεις δει το παιδί σου είναι τρομερή η κατάσταση. Μετά όταν θα σε δει, θα σου πει «Ποιος είσαι;».
Για τον έγκλειστο το επισκεπτήριο είναι μια θετική εμπειρία που του υπενθυμίζει όμως ταυτόχρονα τις προσωπικές του ευθύνες.
Το παιδί έρχεται κάθε τρεις Κυριακές, το μέγιστο που μπορεί στο παιδικό επισκεπτήριο. Εγώ γεμίζω φουλ. Βέβαια, γυρνάω και με μια πικρία με αυτά που μου λέει: «Άντε μπαμπά, ακόμη είσαι εδώ, πότε θα γυρίσεις;». Δηλαδή είναι ανάμικτα τα συναισθήματα. Και για εκείνο το ίδιο. Καμιά φορά παίζουμε μπάλα, να γελάσει λίγο το χείλι του. Εκεί λέω ότι κάτι κάναμε με το παιδί, όπως κάναμε παλιά, και ευχαριστήθηκε. Τον βλέπω ότι με θέλει κοντά του.
Από τα επισκεπτήρια γυρίζω γεμάτος. Αλλάζεις εικόνα, παράσταση, βλέπεις ανθρώπους που αγαπάς, που ήθελες να είσαι μαζί τους. Παίρνεις μια θετική ενέργεια από όλο αυτό. Το μόνο αρνητικό είναι, κάποιες φορές, ίσως οι τύψεις, που λες «γιατί;», νιώθεις ενοχή.
Οι τακτικές επισκέψεις των παιδιών στον έγκλειστο θεωρούνται εξαιρετικά σημαντικές για τη διατήρηση ή τη διαμόρφωση του συναισθηματικού τους δεσμού.
Κάθε πατέρας στη φυλακή πρέπει να έχει, όσο μπορεί, μεγαλύτερη επαφή με το παιδί. Να εκμεταλλευτεί κάθε δυνατότητα στο 100%. Να μην χάσει ούτε μια μέρα για να υπάρχει επαφή όσο το δυνατόν κοντινή.
Κάθε επισκεπτήριο αφενός βελτιώνει τη συναισθηματική σχέση του παιδιού με τον έγκλειστο πατέρα, αφετέρου το εκθέτει σε μια τραυματική εμπειρία επικοινωνίας υπό αντίξοες συνθήκες και σε μια συνεχή επανάληψη της σκηνής του αποχωρισμού.[35]
Στην πρώτη φυλακή μετά την τρίτη επίσκεψη είχε ξεψαρώσει. Δηλαδή, ήρθε να με δει, έπαιζε με τα τηλέφωνα και μετά έφυγε, έπαιζε με τα άλλα παιδάκια. Δηλαδή, ένιωσε πιο οικείος στο χώρο. Αργότερα, μας άφησαν να κάνουμε και ένα πεντάλεπτο ελεύθερο επισκεπτήριο. Πιστεύω ότι εάν υπάρχει μια συνέχεια στα επισκεπτήρια, μετά το τρίτο – τέταρτο το παιδί αρχίζει και εξοικειώνεται. Στην αρχή πέρασε την κιγκλίδα με σκυμμένο το κεφάλι. Τον φέρανε εκεί στο δωματιάκι. Η πρώτη και η δεύτερη φορά ήταν δύσκολες. Η τρίτη φορά ήταν η τελευταία γιατί με διώξανε σε άλλη φυλακή και μετά πέρασε καιρός για να ξανάρθει. Όταν ξανάρθε στην άλλη φυλακή ήταν πάλι σε ξένο περιβάλλον. Εκεί μας άφησαν μία ώρα ελεύθερο επισκεπτήριο. Στο τέλος, φυσικά βαρέθηκε κιόλας, ήθελε να φύγει, μετά από τόσον καιρό. Φυσικά, η πρώτη επαφή ήταν και πάλι λίγο συγκινητική, αλλά τελείωσε. Τα πρώτα δύο-τρία λεπτά, μετά το ξέχασε. Πιστεύω ότι αν πήγαινα σε μια φυλακή κάπου κοντά στο σπίτι μου, θα είχε μπει ήδη στο κλίμα των επισκεπτηρίων. Μια φορά πήγε να φύγει χωρίς να με χαιρετήσει και το φώναξα.
Για τον λόγο αυτό, τα παιδιά είναι αναμενόμενο να εκδηλώσουν μια αμφιθυμία. Θέλουν να συναντήσουν τον έγκλειστο πατέρα, να τον αγκαλιάσουν, να του εκδηλώσουν έμπρακτα την αγάπη τους. Μια επίσκεψη συνήθως τα καθησυχάζει γιατί διαλύει παρανοήσεις σχετικά με τη μεταχείρισή του. Ταυτόχρονα, αγχώνονται γιατί θα επισκεφτούν ένα ιδρυματικό περιβάλλον αφιλόξενο, θορυβώδες και υπερπληρωμένο και θα περάσουν από δυσάρεστες διαδικασίες ελέγχου. Οι περιφρονητικά παραμελημένοι χώροι και γενικότερα η δευτερογενής ιδρυματοποίηση στην οποία υποβάλλεται η οικογενειακή τους ζωή, δηλαδή η υπαγωγή της στους λεπτομερειακούς κανονισμούς και το πρόγραμμα της φυλακής, έχουν ως αποτέλεσμα ένα ποσοστό των παιδιών να βιώνει τελικά αρνητικά το επισκεπτήριο.[36]
Εάν είναι ο πατέρας πολλά χρόνια μέσα, αναγκαστικά θα ιδρυματοποιηθεί ο ίδιος και η οικογένειά του. Αναγκαστικά το παιδί θα εξοικειωθεί με το περιβάλλον της φυλακής.
Να μιλάει [ο κρατούμενος πατέρας] στο παιδί, θα το βοηθήσει να του φύγει ο θυμός. Γιατί θα του βγει κάποιος θυμός και μια ζήλια. Εάν δεις το μικρό μου πώς κοιτάζει τους άλλους στα επισκεπτήρια που έχουν τις γυναίκες τους και τους φέρνουν πράγματα. Μου λέει «Γιατί ρε μπαμπά να μην έχεις τη μαμά; Αλλά όταν θα βγεις, θα δει, θα κλαίει να την πάρεις πίσω μαζί μας. Αλλά δεν πειράζει, εσύ θα τη συγχωρέσεις».
Η δικαιολογημένη αμφιθυμία ορισμένων παιδιών μπορεί να παρερμηνευτεί από τον έγκλειστο ως έλλειψη ενδιαφέροντος. Κάθε επίσκεψη θεωρείται ως έμπρακτη επιβεβαίωση από την πλευρά του παιδιού ότι επιθυμεί να διατηρήσει τον συναισθηματικό δεσμό με τον γονέα, αφού η τηλεφωνική επικοινωνία γίνεται με πρωτοβουλία του κρατουμένου (εκτός κι αν κατέχει παράνομα κινητό τηλέφωνο).[37]
Καμιά φορά παίρνεις τηλέφωνο και δεν απαντάνε. Και λες, να τους πάρω τώρα και δεύτερη φορά; Κάποιες φορές σκέφτεσαι, μήπως βλέπουνε την απόκρυψη που έχουν εδώ τα τηλέφωνα και δεν το σηκώνουνε; Από την άλλη, έρχονται στο επισκεπτήριο και σου φέρνουν πράγματα, χωρίς να τα ζητήσεις, και σου λένε: «Για όνομα του θεού, εμείς εδώ είμαστε».
Ο χώρος στον οποίο διεξάγονται τα επισκεπτήρια και οι δυνατότητες αλληλεπίδρασης ανάμεσα στον πατέρα και το παιδί έχουν τεράστια σημασία:
Νομίζω ότι το πρώτο βήμα εδώ έχει γίνει. Αυτός ο χώρος νομίζω ότι έπρεπε να υπάρχει σε όλες τις φυλακές. Να γίνει ακόμη καλύτερος. Μια παιδική χαρά με μια καφετέρια. Όπως θα ήταν έξω, να πάτε ένα Σάββατο με τη γυναίκα σου να πιείτε έναν καφέ, να παίξει σε μια παιδική χαρά. Πιστεύω επίσης θα ήταν εφικτό να έχεις κάθε εβδομάδα επισκεπτήριο μία φορά σε τέτοιον χώρο.
Πρέπει το παιδί να έρθει μέσα και να έχει ένα κίνητρο. Να μην έρθει και να κάτσουμε σε μια καρέκλα απέναντι και να κοιταζόμαστε. Προσπάθησε να βρεις κάτι. Ας ζωγραφίσει, ας παίξει όπως παίζαμε μικροί, στην ηλικία του. Αυτό που προσπαθώ να κάνω - και του αρέσει πάρα πολύ - είναι να το βάζω πάνω μου και να του λέω ιστορίες. Τώρα πια μου το ζητάει. «Μπαμπά, όταν έρθω θέλω να πεις ιστορίες από όταν ήμουνα μικρό», του αρέσουνε αυτά. Δεν έχει εικόνες από το σπίτι που ήμασταν μαζί. Δεν θυμάται, ήταν πολύ μικρό όταν έφυγα εγώ. Τώρα, σιγά-σιγά, μέσα από αυτά που του λέω, μου λέει «Τώρα που τα λες μπαμπά, αρχίζω να θυμάμαι».
Η μεγάλη διάρκεια του εγκλεισμού και η απόσταση της φυλακής από τον τόπο κατοικίας της οικογένειας παίζουν καθοριστικό ρόλο στη διατήρηση ή τη διάρρηξη των συναισθηματικών δεσμών:
Μένουν μακριά και δεν είναι εύκολο, από οικονομικής άποψης, να μετακινηθούν. Και άλλαξα και δύο φυλακές. Όσο ήμουν κοντά ερχόταν. Δηλαδή, δύο φορές τον μήνα μπορούσα να το δω. Τώρα, είχαν περάσει εννιά μήνες να το δω.
Συνήθως, μετά τις πρώτες επισκέψεις τα παιδιά προσαρμόζονται, με εξαίρεση τη δύσκολη στιγμή του αποχαιρετισμού: κάποια γίνονται ανήσυχα προς το τέλος ή αποχωρούν βιαστικά χωρίς να αποχαιρετίσουν τον πατέρα. Για άλλα, η εμπειρία του επισκεπτηρίου μπορεί να τα οδηγήσει σε άρνηση να ξανάρθουν.[38]
Πιστεύω ότι το παιδί καταλαβαίνει την αγάπη μου. Σκεφτόμουνα το επισκεπτήριο που είχα κάνει. Ήθελε να το πάρω αγκαλιά όπως το μικρό παιδί δίπλα. Του λέω εσύ είσαι μεγάλο. «Δεν πειράζει, πάρε με αγκαλιά». Ήθελε να του πιάσω τη μύτη, τα αυτιά, να παίξουμε. Του είπα, κοίτα, ο μπαμπάς έκανε ένα λάθος. Θα μείνει εδώ να το πληρώσει και μετά θα γυρίσει στο σπίτι. Αλλά δεν με κοιτούσε στα μάτια καθόλου. Ήταν αναστατωμένο εκείνες τις ημέρες. Δεν ξέρω πως αντιλαμβάνεται εκείνο το λάθος. Ρώτησα τη γυναίκα μου αν καταλαβαίνει την αίσθηση του χρόνου, πόσο λείπω; Του λέω: «Δουλεύω στη φυλακή», εξηγώ τι ακριβώς δουλειά κάνω εδώ και μου λέει: «Θέλω να έρθω και εγώ να δουλέψω εκεί».
Οι σκηνές αυτές δεν αφήνουν ανεπηρέαστες τις μητέρες των παιδιών.[39] Διστάζουν να τα πάρουν στο επισκεπτήριο ή τα παίρνουν όσο είναι μικρά και διακόπτουν τις επισκέψεις μόλις αρχίσουν να αντιλαμβάνονται ότι πρόκειται για φυλακή.[40]
Ακόμη και έγκλειστοι που πασχίζουν να κρατήσουν τη συναισθηματική επαφή με τα παιδιά μπορεί να προτιμήσουν να τα προστατέψουν από την επανάληψη της σκηνής του αποχωρισμού.
Όταν άρχισα να κάνω ανοικτά επισκεπτήρια με την κόρη μου ήταν πολύ δύσκολα. Κρατήθηκα να μη με δουν οι άλλοι ότι κλαίω. Θυμάμαι αυτήν την εικόνα μέχρι σήμερα, με φώναζε «Μπαμπά, έλα μαζί!» Είχε πέσει στο δάπεδο και έκλαιγε, έκλαιγε. Οι υπάλληλοι με βγάλανε μέχρι το γραφείο του αρχιφύλακα και της είπα ψέματα «Θα έρθω, σε πέντε λεπτά, βγες με τη μαμά και θα έρθω». Αυτά ήταν τα ψέματα που έλεγα στην αρχή. Δεν ήθελα να ξανάρθει. Να τη βλέπω να κλαίει στα πατώματα. Για ένα χρονικό διάστημα έλεγα στη μητέρα της, «Μην τη φέρνεις τη μικρή! Δεν μπορώ να το αντέξω». Ακόμη και τώρα, η κόρη μου θέλει να έρχεται, αλλά πάλι κάνει τα ίδια. Γι' αυτό δεν κάνει ελεύθερο επισκεπτήριο στον κήπο. Γιατί πιστεύω πως εάν την έφερνα έξω, θα παίζαμε και θα κολλούσε πολύ. Η γυναίκα μου το έχει προτείνει επανειλημμένως. Για μένα θα είναι χειρότερα. Θα με νιώσει για 1,5 ώρα πάρα πολύ κοντά της, και μετά θα πρέπει να της πω «Πρέπει να φύγει ο μπαμπάς». Φοβάμαι ότι δεν θα το αντέξει αυτό.
Φυσικά, κάποιοι δεν θέλουν να ξαναζήσουν οι ίδιοι την οδυνηρή εμπειρία του αποχωρισμού, δεν θέλουν να τους δουν σε κακή κατάσταση ή ντρέπονται να αντικρίσουν τα παιδιά τους. Όσοι έχουν κορίτσια στην εφηβεία μπορεί να μην επιθυμούν να τα εκθέσουν στα βλέμματα των συγκρατουμένων.[41] Πολλά εξαρτώνται από την ικανότητα κάθε εγκλείστου να διαχειριστεί την συναισθηματική φόρτιση που προκαλεί στον ίδιο και στα παιδιά η επίσκεψη.[42]
Τέλος, κάποιοι φοβούνται μην εξοικειωθούν υπερβολικά τα παιδιά με το ιδρυματικό περιβάλλον, το «σπίτι του μπαμπά».[43] Ίσως γι’ αυτό αναφέρουν σε υψηλά ποσοστά πως διατηρούν στενή σχέση με το παιδί τους, ακόμη και όταν δεν έχουν δεχτεί ούτε μία επίσκεψη από αυτό.[44] Ορισμένοι θεωρούν δηλαδή την εξ αποστάσεως επικοινωνία προσφορότερη για τη διατήρηση των συναισθηματικών τους δεσμών.[45]
Στην αρχή τους έγραφα πολλά γράμματα. Τώρα όχι πολύ, γιατί δεν έχω χρόνο με τη δουλειά που κάνω. Είχα πιο πολύ εγώ την ανάγκη να ξεφορτωθώ αυτά που ήθελα να πω. Τώρα μιλάμε συχνά στο τηλέφωνο.
Πιστεύω ότι και το ιντερνέτ, εάν κάποια στιγμή μπορούσαν να το επιτρέψουν για να επικοινωνούμε με τους δικούς μας, θα βοηθούσε. Έστω με κάποιους περιορισμούς.
Βεβαίως, στην ερευνητική βιβλιογραφία αναφέρονται περιπτώσεις που η φυλάκιση ενός πατέρα με ιστορικό βίαιης συμπεριφοράς ή βαριάς ψυχικής ασθένειας έφερε πραγματική ανακούφιση στα παιδιά και τη σύντροφό του. Άνδρες με ιστορικό κακοποίησης των συντρόφων τους διανύουν κατά την περίοδο της φυλάκισης τη φάση της υποκριτικής μεταμέλειας, στο πλαίσιο του αέναου «κύκλου της κακοποίησης». Στην περίπτωση αυτή, οι σύζυγοι βρίσκουν μια προσωρινή ανάπαυλα για να φανταστούν την ομαλή οικογενειακή ζωή που ουδέποτε γνώρισαν.[46]
Η πολυπόθητη επιστροφή στην κανονικότητα μπορεί να αποδειχτεί μια ψευδαίσθηση. Κατάχρηση ουσιών, παραβατικότητα, ακόμη και ενδο-οικογενειακή βία θα απειλήσουν και πάλι τους οικογενειακούς δεσμούς. Επαγγελματίες ψυχικής υγείας συμφωνούν ότι δεν είναι πάντοτε προς το συμφέρον των παιδιών να επισκέπτονται τους γονείς τους στη φυλακή, ούτε να προετοιμάζονται υποχρεωτικά για μια επανένωση της οικογένειας μετά την αποφυλάκιση. Πρέπει να κριθεί κατά περίπτωση εάν είναι προς όφελος του παιδιού να επισκέπτεται τον φυλακισμένο πατέρα λαμβάνοντας υπόψη και την ένταση της επιθυμίας του να τον συναντήσει. Σε κάθε περίπτωση, τα παιδιά έχουν δικαίωμα να εισακουστούν όπως προβλέπεται στο άρθρο 12 της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού (ν.2101/1992).
Η λαχτάρα των παιδιών να βρεθούν κοντά στον πατέρα τους μπορεί να τους δώσει πάντως δύναμη ώστε να αψηφήσουν όλες τις δυσκολίες:
Του είπα στο επισκεπτήριο: «Κοίτα, στο σχολείο πρέπει να ακούς τη δασκάλα. Γιατί, εάν δεν την ακούς θα σε στέλνουν να κοιμάσαι τρία βράδια μαζί μου». Και μου είπε: «Θέλω να έρχομαι». Του λέω «Εδώ κλειδώνουν την πόρτα το βράδυ». Σκέφτηκε λίγο και απάντησε: «Εντάξει, θα έρθω!».
Οι έγκλειστοι και τα παιδιά τους χρειάζονται μια ελευθερία επιλογής μεταξύ του δια ζώσης επισκεπτηρίου και της εξ αποστάσεως επικοινωνίας. Η σύγχρονη τάση, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, να αντικαθίστανται τα δια ζώσης επισκεπτήρια με βιντεο-επισκεπτήρια (με κόστος που επιβαρύνει οικονομικά την οικογένεια του εγκλείστου, αλλά εξασφαλίζει υψηλά κέρδη σε τηλεπικοινωνιακές εταιρείες και σημαντικά έσοδα από προμήθειες στις φυλακές) στερούν από τους εγκλείστους και τα παιδιά τους τη δυνατότητα μιας επικοινωνίας υπό όρους ευνοϊκούς.[47]
Επικοινωνώ συχνά, ακόμη και 10 φορές σε μία ημέρα. Δεν μπορώ εάν δεν μιλήσω με την κόρη μου. Είναι πολύ δύσκολα όταν δεν έχεις λεφτά να πάρεις τη γυναίκα σου ένα τηλέφωνο. Για παράδειγμα, αρρώσταινε το παιδί και το μάθαινα τελευταίος, αφού πήγαιναν στο νοσοκομείο. Αυτό με πόναγε.
Καλό το τηλέφωνο, αλλά έχει δύο αρνητικά ή θετικά... δεν ξέρω εάν είναι αρνητικά ή θετικά. Πρώτον, είναι απρόσωπο, δεν μπορεί να σε δει ο άλλος, να δει εάν είσαι καλά. Δεύτερον, το έχουμε ό,τι ώρα θέλουμε. Σηκώνεις το τηλέφωνο και παίρνεις, με δική σου πρωτοβουλία. Ενώ το επισκεπτήριο γίνεται με δική τους απόφαση.
Ακόμη και η τηλεφωνική επικοινωνία μπορεί να είναι τόσο επώδυνη για τον έγκλειστο ώστε να την αποφεύγει:
Δεν μιλάμε συχνά με το παιδί στο τηλέφωνο. Μια φορά στις δέκα ημέρες περίπου. Δεν θέλω, με πονάει. Δεν ξέρω εάν εκείνος θα ήθελε να μιλάμε πιο συχνά. Δεν τον έχω ρωτήσει. Βλέπω όμως τις φωτογραφίες του, τις κοιτάω στο κελί όλη ημέρα.
Συνήθως, διαφορετικοί τρόποι επικοινωνίας αξιοποιούνται συμπληρωματικά ώστε να μην διαρραγεί ο συναισθηματικός δεσμός του πατέρα με το παιδί:
Έχω επίσης καταφέρει, μέσα από την καλή σχέση με τη μητέρα του, να μιλάω κάθε μέρα με το παιδί, την ίδια ώρα, στο τηλέφωνο. Θέλω να μην με ξεχνάει. Θέλω να φτάσει κάποια στιγμή που θα λέει, «Μαμά, θέλω να δω τον μπαμπά». Και όντως γίνεται αυτό τον τελευταίο καιρό.
Έχω ακούσει ανθρώπους που λένε «Έχω να δω το παιδί μου δύο χρόνια». Τι θα σκεφτεί όμως το παιδί για τον μπαμπά; «Γιατί δεν με βλέπει; Μήπως μου λέει ψέματα η μαμά για τον μπαμπά; Μήπως ζει με κάποια άλλη; Έχει μήπως κάποιο άλλο παιδί;». Το παιδί μου είναι μόλις πέντε ετών και με ρώτησε: «Μπαμπά, δεν έχεις σπίτι; Κοιμάσαι στη δουλειά; Να έρθουμε να σε δούμε;» Του λέω «Αγάπη μου, δεν έχω άλλο σπίτι, μένω στη δουλειά».
Τα παιδιά έχουν τόσες δραστηριότητες πια που σου λένε, «Δεν θέλω να μιλήσω στον μπαμπά». Εδώ το επισκεπτήριο με τα παιδιά είναι μια φορά τον μήνα. Έ, πρέπει να το δεις το παιδί σου μια φορά τον μήνα. Γιατί εάν πεις ότι θα μείνω στη φυλακή 3-4 μήνες μπορεί και να παλεύεται. Εάν όμως είναι να μείνεις χρόνια, μπορείς να το δεις μία ώρα τον μήνα, δηλαδή 12 ώρες τον χρόνο, από εκεί που πέρναγες όλη την ημέρα μαζί του. Και λες, δεν είναι δυνατό, δεν θα δω το παιδί μου ούτε μια φορά τον μήνα; Κάνεις καλό και στο παιδί περισσότερο.
Οι έγκλειστοι αντιμετωπίζουν το επιπλέον δίλημμα εάν θα αγοράσουν κινητό τηλέφωνο μέσω της παράνομης οικονομίας. Με το κινητό μπορούν να επικοινωνούν οποιαδήποτε ώρα με τα παιδιά και τη μητέρα τους, να συνομιλούν ακόμη και με βιντεοκλήσεις και να ανταλλάσσουν μηνύματα δημιουργώντας μιαν ψευδαίσθηση εγγύτητας. Διακινδυνεύουν όμως να τιμωρηθούν πειθαρχικά με αποτέλεσμα να παραταθεί, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο ο εγκλεισμός και κατά συνέπεια ο αποχωρισμός τους από τα αγαπημένα πρόσωπα.
Έκφραση ή απόκρυψη συναισθημάτων;
Ο έγκλειστος αντιμετωπίζει το δίλημμα να αποκαλύψει στους οικείους του αρνητικά συναισθήματα, εμπειρίες θυματοποίησης και δυσοίωνες προοπτικές ή να τους καθησυχάσει πως «όλα πάνε καλά». Εάν αποκαλύψει τα αρνητικά συναισθήματα που τον κατακλύζουν θα «βαρύνει» τους επισκέπτες του με κίνδυνο να τον αποφεύγουν.
Μετά από τόσα χρόνια που είμαι μέσα δεν έχω καμία αμφιβολία, είναι 100% καλύτερα να αποκρύβεις συναισθήματα. Σήμερα για παράδειγμα, ήρθε η μητέρα μου, την είδα, γελάσαμε, της είπα «Δεν θέλω να πούμε τίποτα για την υπόθεση, θέλω να πούμε τα νέα μας». Έφυγε χαρούμενη. Γιατί τώρα να της πω ότι «Έχω κουραστεί, ότι δεν μπορώ άλλο», που είναι η αλήθεια. Ποιος ο λόγος; Οι δικοί μου δεν έχουν χάσει επισκεπτήριο. Γιατί να τους υποβάλλω σε αυτό το πράγμα;
Τους πρώτες έξι μήνες δεν έβλεπα το παιδί. Όταν μου έλεγε η μητέρα του «Πού να φέρω το παιδί;». Περίμενα μήπως αλλάξει γνώμη, και έλεγα, «Δεν πειράζει, δίκιο έχεις, πού να το φέρεις;». Αλλά εγώ από μέσα μου έλεγα, πριν από κάθε επισκεπτήριο «Θεέ μου, με αυτό που μου έτυχε, σου ζητώ μια χάρη: κάνε να φέρει το παιδί μου!». Και μετά το τηλέφωνο, απογοήτευση. Εμείς οι άνδρες δεν θα εξωτερικεύσουμε την απογοήτευση ή την πικρία μας. Πιστεύω όμως ότι η μητέρα του, στη θέση μου, δεν θα στεναχωριόταν περισσότερο από εμένα γιατί δεν θα δει το παιδί της. Απλά δεν θα το δείξω, γιατί έτσι έχω μάθει, γιατί έτσι πρέπει; Με ρωτούσε η μητέρα μου «Σου έφερε το παιδί;» και της έλεγα, «Δεν μπορούσε, εντάξει δεν έγινε τίποτα, την άλλη εβδομάδα», αλλά εγώ ξέρω πώς ένιωθα. Γιατί εάν έλεγα «Δεν μπορώ, είμαι χάλια», θα έλεγαν οι δικοί μου «Άντε πάλι αυτός εκεί μέσα».
Ο πατέρας ανησυχεί μήπως η αποκάλυψη αρνητικών συναισθημάτων και εμπειριών βλάψει τελικά τον ψυχισμό των παιδιών:[48]
Στο ίδιο το παιδί, 100 φορές περισσότερο πρέπει να του δείξεις ότι είσαι καλά. Ότι θα είμαστε κάποια στιγμή μαζί, ότι μπορείς να κάνεις πράγματα με τον μπαμπά, ότι ασχολούμαι μαζί σου. Έτσι το παιδί έχει κίνητρο να έρθει.
Προσπαθώ δηλαδή και το παιδί τη βλέπει αυτήν την προσπάθεια. Δηλαδή όταν κάνεις μια προσπάθεια... έρχεται εδώ για επισκεπτήρια. Όταν με δει περιποιημένο και ευδιάθετο, άσχετα με τα προβλήματα που έχω. Γιατί από τη στιγμή που είσαι εδώ μέσα έχεις προβλήματα. Είναι μία ώρα κατά την οποία θα αφήσεις απέξω τα προβλήματά σου. Και βλέπω πως το παιδί όταν θα δει κάποιον που δεν είναι περιποιημένος, δεν θα πλησιάσει, θα μου πει «Μπαμπά, τι είναι αυτός;». Και έχω παρατηρήσει ότι εάν ήμουν εγώ έτσι, δεν θα με πλησίαζε. Κι ας είναι παιδί μου. Βλέπω κι ανθρώπους τους οποίους όντως τα παιδιά τους δεν τους πλησιάζουν. Έρχονται και παίζουν αλλού. Δεν το λέω υποτιμητικά. Στην αρχή έλεγα, «Τι συμπεριφορά να έχω απέναντι στο παιδί;» Τώρα έχω καταλάβει ότι αφήνεις απέξω ό,τι έχεις και δεν έχεις. Από τη στιγμή που θα ανοίξει η πύλη και θα φύγει το παιδί σου, γίνε όπως θέλεις.
Συνήθως ο έγκλειστος πατέρας περιορίζεται σε μερικές καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις, λ.χ. για τις συνθήκες κράτησής του:
Μιλάω στο παιδί στο τηλέφωνο, σχεδόν καθημερινά. Πιο πολύ δηλαδή εγώ το ρωτάω πώς περνάει. Δεν με ρωτάει πάρα πολλά. Μια φορά που με είχε δει σε άλλη φυλακή, του έδειξα λίγο ένα διπλανό δωμάτιο και του είπα ότι εκεί μένω. Και επειδή εκείνη τη στιγμή το δωμάτιο που του έδειξα ήταν σκοτεινό, είπε στη μαμά του: «Ο μπαμπάς κοιμάται σε σκοτεινό δωμάτιο, τον λυπάμαι». Μου έκανε εντύπωση ότι άρχισε να διαμορφώνει μια εικόνα. Μετά του εξήγησα. Κοίτα, έχουμε τα πάντα εδώ. Έχουμε κρεβάτια, μαγειρεύουμε, τα πάντα. Έχουμε και φως, απλά εκείνη την ημέρα ήταν σβησμένο. Προσπάθησα να του εξηγήσω, και από τα παιδικά που έβλεπε, να καταλάβει ότι δεν είναι κάτι τρομερό. Όχι ότι είναι κάτι καλό, αλλά να μην φαντάζεται κάτι χειρότερο από ό,τι πράγματι είναι.
Η απόκρυψη συναισθημάτων όμως υπάρχει κίνδυνος να οδηγήσει στην αποξένωση από οικεία πρόσωπα και συνεπάγεται μια απώλεια αυθεντικότητας στην επικοινωνία.
Καλύτερα να τους καθησυχάζεις. Γιατί φοβούνται, είναι λογικό, έχουν το άγχος. Τώρα τελευταία που ακούγανε οι δικοί μου για τα σφαξίματα, με ρωτούσε ο πατέρας μου «Παιδί μου έχεις πρόβλημα;». Του έλεγα «Μπαμπά, είμαστε σε άλλη ακτίνα. Δεν μας επηρεάζουν εμάς. Για να έχεις μαχαιριές πρέπει ασχολείσαι, να πουλάς, να συναναστρέφεσαι με τέτοιους ανθρώπους. Από τη στιγμή που δεν συναναστρέφεσαι, δεν θα έρθει κάποιος στα ξεκάρφωτα να σου ρίξει μια μαχαιριά. Οπότε μην ανησυχείτε».
Ο έγκλειστος εμφανίζεται συνήθως περιποιημένος και το προσωπικό ευγενικό για να μη χαλάσει την καλή εντύπωση που προσπαθεί να δώσει στα παιδιά του.[49] Ένας μόνο ερωτώμενος παραδέχτηκε ότι αδυνατεί να κρύψει τα αρνητικά συναισθήματά του για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται:
Για εμένα και μόνο η παρουσία μου εδώ πέρα είναι δύσκολη. Ακόμη κι αν δεν συμβεί κάτι ιδιαίτερα δυσάρεστο, εξηγώ στους δικούς μου ότι είμαι χάλια. Δεν θέλω να είμαι στη φυλακή και δεν μπορώ να το κρύψω αυτό. Έχω χάσει 18 κιλά αυτούς τους μήνες.
Κατά τον ίδιο τρόπο, η σύζυγος και οι συγγενείς του κρατουμένου διστάζουν να τον ενημερώσουν για τα προβλήματά τους για να «μην χαλάσουν το επισκεπτήριο». Για παράδειγμα, μια σύντροφος μπορεί να εμφανίζεται δυνατή και υποστηρικτική στο επισκεπτήριο, αλλά να ξεσπά σε κλάματα μόλις απομακρυνθεί από το οπτικό πεδίο του εγκλείστου.[50]
Μου έχει κάνει φοβερή εντύπωση, πώς ερχόμενοι στο επισκεπτήριο από έξω, δεν σου δείχνουν ούτε εκείνοι τα συναισθήματά τους. Μου λέει η μητέρα μου, «Ξέρεις κάτι; Στον αδερφό σου έτυχε αυτό... πρέπει να κάνει μια επέμβαση... δεν το έχει πει σε κανέναν». Ο ίδιος ο αδερφός μου όμως ήρθε μέσα να με δει πριν από λίγες ημέρες και δεν μου ανέφερε τίποτα. Νομίζω ότι αυτά είναι αλληλένδετα, όπως κρύβει τα συναισθήματά του ο ένας, κρύβει τα συναισθήματά του και ο άλλος.
Η έκφραση άγχους στην αρχή ενός επισκεπτηρίου μπορεί να δυναμιτίσει την επικοινωνία και να μετατρέψει την επίσκεψη σε πεδίο αλληλοκατηγοριών. Άλλωστε, η περιορισμένη διάρκειά της δεν αφήνει περιθώρια να συζητηθούν τα προβλήματα διεξοδικά, να επιτευχθούν συμβιβασμοί, να αποκλιμακωθούν εντάσεις.[51] Επιπλέον, κάθε έκφραση δυσφορίας από τον έγκλειστο αυξάνει το άγχος των παιδιών για την τύχη του.[52] Η αμοιβαία απόκρυψη δυσάρεστων γεγονότων είναι μάλλον ο κανόνας.[53]
Η μητέρα των παιδιών κάνει ό,τι μπορεί η κακομοίρα. Αυτή μου δίνει κουράγιο, δύναμη, να μην λυγίσω. Αλλά κι εγώ της δείχνω ότι είμαι μια χαρά, σταθερός. Δεν της δείχνω ότι είμαι χάλια. Για να μου δίνει και εκείνη τη δύναμή της. Γιατί εάν της δείξω ότι είμαι χάλια, θα μου πει: «Και ποιος δεν είναι χάλια;». Πάντα κρύβω τα συναισθήματά μου. Λέω στη γυναίκα μου μόνο καλά πράγματα. Ό,τι είμαι καλά, ότι κάθομαι με 2-3 παιδιά, βγαίνουμε προαύλιο, πίνουμε καφέ. Μην στεναχωριέσαι εσύ. Λίγο έμεινε ακόμα. Όλα καλά θα πάνε. Θέλει να το πιστέψει και με τη δύναμή της με βοηθά ψυχολογικά. Και εκείνη αποφεύγει να μου λέει προβλήματα του σπιτιού, δηλαδή με τους γονείς της. Καταλαβαίνω από τη φωνή της ότι υπάρχουν προβλήματα στο σπίτι. Ότι είναι με τα παιδιά τώρα μόνη έξω.
Σε κάποιες περιπτώσεις, αναφέρεται μάλιστα μιαν αντιστροφή ρόλων μεταξύ γονέα και παιδιών, με τα παιδιά να παρέχουν συναισθηματική υποστήριξη στον πατέρα (parentification).[54]
Τα φέρνει ο πατέρας μου ή η μάνα μου σε κάθε επισκεπτήριο. Βλέπουνε και τα άλλα παιδιά που έρχονται με τις μανάδες τους και ζηλεύουνε. Το μεγαλύτερο είναι 9 χρονών και φέρεται σαν μεγάλο, μου λέει «Μπαμπά μη στεναχωριέσαι» και μου δίνει κουράγιο!».
Εξ αποστάσεως άσκηση ή αναστολή του πατρικού ρόλου;
Ο έγκλειστος πατέρας καλείται να αποφασίσει εάν θα προσπαθήσει να συνεχίσει να ασκεί τις γονικές πρακτικές ή θα εκχωρήσει στη μητέρα των παιδιών το δικαίωμα να παίρνει μονομερώς αποφάσεις για το μέλλον τους. Σε ακραίες περιπτώσεις, μπορεί να συναινέσει ακόμη και στην ανάθεση της κηδεμονίας σε άλλο πρόσωπο.[55]
Ένας πατέρας εννοείται ότι δεν μπορεί να ασκήσει τα πατρικά του καθήκοντα μέσα από τη φυλακή. Και πολλές φορές, ακόμη κι αν δεν συμφωνεί σε κάτι είναι περισσότερο επιεικής. Από εκεί και πέρα, στις αποφάσεις για τις δραστηριότητες του παιδιού, το σχολείο πρέπει να έχει άποψη. Και είναι καλό να πει η μητέρα του παιδιού ότι «Το συμφωνήσαμε με τον μπαμπά σου» ή «Κάτσε να ρωτήσουμε και τον πατέρα σου, τι θα πει γι' αυτό;» Μπορεί να λείπει το σώμα του πατέρα, αλλά το μυαλό του, η παρουσία του είναι εκεί με τη γνώμη του, το συναίσθημα. Δεν γίνεται να πεις ότι τελείωσα, δεν είμαι ούτε αδελφός, ούτε σύζυγος, ούτε πατέρας. Και εντάξει όλα τα άλλα. Ο πατέρας όμως δεν αλλάζει. Θα είσαι πατέρας για πάντα.
Κάποιοι προσπαθούν, παρά την απόσταση, να προστατέψουν τα παιδιά τους:
Το παιδί μου δέχτηκε bullying στο σχολείο, όπως είχα δεχτεί και εγώ. Εμένα δεν με έκαναν παρέα τα άλλα παιδιά και μου έλεγαν «Έξω οι γύφτοι απ' τα σχολεία!». Μια φορά που οι δάσκαλοι είχαν μαζευτεί στο γραφείο, μου είπαν ψέματα πως θα παίξουμε κρυφτό και με κλείδωσαν μέσα σε μια ντουλάπα. Έμεινα εκεί μία ώρα, μέχρι να με βρούνε. Το παιδί μου όταν πήγε στο σχολείο γύρισε και μου είπε ότι δεν θέλει να ξαναπάει. Του λέω γιατί; Μου είπε ότι εκεί τον λένε «γύφτο». «Μα γύφτοι είμαστε εμείς μπαμπά; Γύφτοι είναι αυτοί που δεν πλένονται, ζούνε σε παράγκες. Εμείς δεν μιλάμε γύφτικα στο σπίτι». Του είπα να παρακαλέσει τη διευθύντρια να του δώσει το τηλέφωνό της γιατί το θέλει ο μπαμπάς του. Την πήρα τηλέφωνο και μετά τα πράγματα στο σχολείο έφτιαξαν. Θέλω τα παιδιά μου να κάνουν παρέα με τα ελληνόπαιδα.
Σε αντίθεση ίσως με τις έγκλειστες γυναίκες, για τις οποίες η μητρότητα αποτελεί ένα «μέσο αυτο-επιβεβαίωσης και προσωπικής καταξίωσης»,[56] πολλοί έγκλειστοι άνδρες διανύουν μια περίοδο προσωρινής υποτίμησης του πατρικού τους ρόλου.[57]
Εννοείται ότι η σύζυγος θα έχει την ευθύνη του σπιτιού. Εσύ έχεις δεμένα τα χέρια σου. Κάποιοι λένε στα παιδιά όταν είναι λ.χ. 15 χρονών, «Μπήκα φυλακή και από εδώ και πέρα εσύ θα προσέχεις τη μητέρα σου και το σπίτι». Πιστεύω ότι δεν είναι σωστό. Γιατί είναι μικρά ακόμη, δεν μπορούν να σηκώσουν τέτοια ευθύνη. Η γυναίκα μου έχει αναλάβει ευθύνες καλύτερα από εμένα. Εγώ η αλήθεια είναι ότι εδώ μέσα ωρίμασα. Η φυλακή με βοήθησε να καταλάβω ότι έχω μια οικογένεια. Η ζωή δεν είναι μόνο παρανομία. Υπάρχουν και άλλα πράγματα, υπάρχουν και δουλειές. Με βοήθησαν πάρα πολύ και τα προγράμματα, δεν παραμέλησα τον εαυτό μου.
Κάποιοι αναγνωρίζουν δηλαδή ότι χρειάζεται να αναθεωρήσουν τον ρόλο τους στην οικογενειακή ζωή γενικότερα, ακόμη και μετά την αποφυλάκισή τους.
Έξω ήμουν πολύ επιβλητικός στη γυναίκα μου. Μαλώναμε όλη μέρα και της έλεγα στο τέλος: «Αυτό θα γίνει γιατί το θέλω εγώ!». Τώρα η γυναίκα μου εκμεταλλεύεται την απουσία μου – και καλά κάνει, δεν την κατηγορώ – και δεν λαμβάνει υπόψη αυτά που της ζητώ. Τόσο καιρό δεν την άφηνα να αποφασίζει. Ήμουν πολύ εγωιστής· τώρα δεν είμαι καθόλου. Είχα λεφτά, ένα άλφα όνομα – κακώς φυσικά – και δεν σήκωνα μύγα στο σπαθί μου.
Κάποιοι συνειδητοποιούν ωστόσο τον κίνδυνο αποξένωσης, ιδιαίτερα από τα μικρότερα παιδιά:
Βλέπω το παιδί μου που παίζει και λέω: «Αυτό είναι το παιδί μου αλλά δεν το ξέρω». Δηλαδή, πώς να το ξέρω; Μέσα από φωτογραφίες, μέσα από ένα βίντεο σε ένα USB που σου δείχνουνε ότι είπε το πρώτο ποίημα; Δεν το ξέρεις το παιδί. Όπως αντίστοιχα και το παιδί, δεν σε ξέρει.
H καλή συνεργασία με τη μητέρα των παιδιών - είτε εξακολουθούν να είναι σύντροφοι είτε όχι – κρίνεται αναγκαία:
Ο πατέρας πρέπει να συζητά με τη μητέρα τα θέματα του παιδιού. Από τη στιγμή που υπάρχει οικογένεια πρέπει να βρίσκουν πάντα μια κοινή πορεία προς το καλό του παιδιού. Μετά τι, θα βγει έξω και θα της πει, «Δεν μου αρέσουν αυτά που έκανες»; Εκεί θα τρελαθεί η γυναίκα του. Εάν είναι χωρισμένοι είναι αλλιώς. Τότε είναι πρόβλημα. Τότε μπαίνουν άλλα στη μέση, η κόντρα, το πείσμα, ο εγωισμός.
Τώρα, από τότε που κατάλαβα ότι σημαντικό ρόλο παίζει η σχέση με τη μητέρα, περισσότερο έφτιαξα τη σχέση μου με τη μητέρα του, παρά προσπάθησα να φτιάξω κάτι με το παιδί. Είναι προσωπικό μου βίωμα και είναι σημαντικότατο: πρόσεξε ποια θα είναι η σχέση σου με τη μητέρα του παιδιού.
Η έλλειψη τακτικής επικοινωνίας του παιδιού με τον πατέρα δυσχεραίνει την ανάπτυξη συναισθηματικού δεσμού. Αλλά και η ποιότητα της αλληλεπίδρασής τους έχει μεγάλη σημασία[58], όπως και η στάση άλλων συγγενικών προσώπων:
Σημαντικό ρόλο παίζουν επίσης οι «απέξω» - δεν εννοώ τη μητέρα του. Η μητέρα του μπορεί κάποια στιγμή να παραλείψει - μέσα στη δουλειά, μέσα στην ταλαιπωρία, μέσα στο τρέξιμο - να παραλείψει να μιλήσει στο παιδί για τον πατέρα. Έχω πάρει διαζύγιο. Η μόνη μας συζήτηση με τη μητέρα του είναι το παιδί μας, θα πούμε «Τι κάνει το παιδί;». Έχω όμως αυτή τη στιγμή καταφέρει κάθε Κυριακή να πηγαίνει το παιδί στη μητέρα, στον πατέρα και στα αδέρφια μου. Και τη μία Κυριακή τον μήνα να έρχεται στον μπαμπά της, εδώ. Είναι πολύ σημαντικό να μη χάσει την επικοινωνία με την οικογένεια του πατέρα.
Προτεραιότητα στην ιδρυματική ή στην οικογενειακή ζωή;
Η φυλάκιση του πατέρα συνεπάγεται μια απώλεια εισοδήματος (από νόμιμες ή παράνομες πηγές), αυξημένα έξοδα για την οικογένεια και ανασφάλεια ως προς την εξασφάλιση στέγης,[59] την κάλυψη βασικών υλικών αναγκών,[60] ακόμη και της στοιχειώδους διατροφής.[61]
Στα οικονομικά τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα. Εάν δεν έχεις λεφτά εδώ, σε βλέπουνε υποτιμητικά, πάνε αλλού τα πράγματα. Από την άλλη το παιδί χρειάζεται αθλητικά παπούτσια, να πάει ένα φροντιστήριο. Περιορίζεσαι στα απολύτως απαραίτητα. Καπνίζω, έχω πάθη; Τα κόβω.
Τα οικονομικά ήταν πολύ δύσκολα. Υπήρχαν περιπτώσεις που η γυναίκα μου δεν είχε να πάρει γάλα για το μωρό.
Εργάζεται η γυναίκα μου, εντάξει, είναι στο όριο, ίσα βάρκα ίσα πανιά που λένε.
Οι μητέρες των παιδιών αντιμετωπίζουν διλήμματα ως προς τη διαχείριση του πενιχρού διαθέσιμου εισοδήματος. Σε τι να δοθεί προτεραιότητα: στις ανάγκες του εγκλείστου για αμοιβές δικηγόρων, χρηματικές ποινές, καταβολή εγγυήσεων, διαβίωση στη φυλακή ή στις ανάγκες των παιδιών;[62]
Στην αρχή είχα δίλημμα να ζητήσω λεφτά από τη μητέρα μου για τον δικηγόρο. Από τη στιγμή που κατάλαβα ότι θα μείνω για μεγάλο διάστημα εδώ μέσα, πούλησα το αυτοκίνητό μου και αποφάσισα να χαλάω ένα ποσό το μήνα και να βγάλω τη φυλακή. Για τον δικηγόρο βοήθησε όλο το οικογενειακό δέντρο. Ο δικηγόρος σου λέει «Εγώ αυτό το χρηματικό ποσό θέλω, με θέλεις ή όχι;». Φτάνεις στο σημείο να πεις ότι εδώ παίζεται η ζωή μου.
Στις ελληνικές φυλακές ούτε σου δίνουν τα απαραίτητα για τη διαβίωσή σου ούτε σου δίνουν τη δυνατότητα να δουλέψεις για να μπορείς να τα αγοράσεις. Κάποιος που έχει λεφτά δεν έχει δίλημμα. Γενικά, όταν έχεις λεφτά στη φυλακή γίνονται αμέσως όλα πιο εύκολα και λύνονται όλα. Εάν δεν υπάρχουν λεφτά, εκεί υπάρχει μεγάλο πρόβλημα. Υπάρχει φθορά στη σχέση, γιατί υπάρχει γκρίνια. Πίεση στη γυναίκα πώς θα μεγαλώσει το παιδί. Εκεί τον πρώτο λόγο πρέπει να τον έχει το παιδί του, από εκεί ξεκινάμε, τον δεύτερο λόγο η γυναίκα και δυστυχώς τον τρίτο λόγο εκείνος. Από τη στιγμή που αυτός έχει κάνει το αδίκημα, το λάθος, αυτός πρέπει να το πληρώσει και στο οικονομικό κομμάτι που το συζητάνε πολλοί πατεράδες. Σε κάποιους χαλάει τη σχέση, τσακώνονται. Άλλοι χωρίζουν μέσα στη φυλακή εξαιτίας του οικονομικού, φτάνουν στο σημείο να χωρίσουν αναγκαστικά.
Τι πρέπει να κάνει μια μητέρα όταν είναι υποχρεωμένη να διαλέξει αν θα επισκεφτεί τον κρατούμενο για να του πάει μια κουβέρτα ή να πάρει παπούτσια που χρειάζονται τα παιδιά της;[63] Πόσο μάλλον, όταν γνωρίζει ότι οι οικονομικές επιπτώσεις της φυλάκισης δεν περιορίζονται στη διάρκεια της κράτησης του πατέρα των παιδιών, αλλά θα επεκταθούν και μετά από αυτή λόγω των μειωμένων ευκαιριών που θα έχει για προσοδοφόρα απασχόληση.[64] Άλλοι θέτουν από την αρχή αυστηρά όρια, άλλοι αναδιοργανώνουν τη ζωή τους με τρόπο που περιστρέφεται γύρω από τις ανάγκες του αγαπημένου τους προσώπου. Η οικονομική κατάσταση της οικογένειας ορισμένων είναι τόσο δεινή ώστε να μην υπάρχει καμία ουσιαστική επιλογή.
Όταν δεν έχεις κάποιο εισόδημα δεν υπάρχει θέμα διαχείρισης. Τώρα μιλάς και δεν έχεις τι να πεις μαζί της. Εάν έχεις ένα εισόδημα, λες «θέλω αυτό» ή «να κάνουμε εκείνο». Ούτε μπορώ να της πω τι θα κάνει τα λεφτά που θα βγάζει όταν θα βρει μια δουλειά.
Βοήθεια από φίλους και συγγενείς ή από υπηρεσίες και φορείς;
Ο έγκλειστος αντιμετωπίζει επίσης δίλημμα εάν θα ενθαρρύνει τη σύντροφό του να αναζητήσει στήριξη από συγγενείς και φίλους ή να απευθυνθεί σε δημόσιες υπηρεσίες και φορείς.[65]
Κάποια στιγμή το παιδί μίλαγε για τον παππού και έλεγε «ο μπαμπάς μου». Έχω έναν αδερφό μεγαλύτερο, του είπα: «Θέλω να πηγαίνεις να παίρνεις το παιδί, μία-δυο φορές την εβδομάδα». Και το κατάφερα κι αυτό. Όταν την Κυριακή πηγαίνει το παιδί στη μητέρα μου, παίρνω τηλέφωνο να μάθω τι κάνει, και επιδιώκει η μητέρα μου να μου μιλήσει το παιδί. Του δείχνει φωτογραφίες. «Αυτός είναι ο μπαμπάς, έτσι ήταν μικρός...».
Η στήριξη από φίλους υπάρχει κίνδυνος να οδηγήσει στην εξάρτηση της οικογένειας από τα παράνομα κοινωνικά δίκτυα ή στην προσωπική εξάρτηση της μητέρας των παιδιών από άλλους άνδρες:
Με βοήθησε και ένα παιδί που είχα στο κελί και αποφυλακίστηκε. Εντάξει, τον εμπιστεύτηκα. Πήγαν η γυναίκα και το παιδί μου [σε μια επαρχιακή πόλη] και έκατσαν στο σπίτι της μητέρας του. Πήγε το μικρό για μπάνιο. Και το παιδί τον αγάπησε. Και τους έφερε ο ίδιος πίσω. Αλλιώς, θα έπρεπε να μείνουν σε ξενοδοχείο. Μου είπε η γυναίκα μου ότι δεν την άφησαν να πληρώσει τίποτα. Το πήγε και θάλασσα και παντού. Δεν έχω παράπονο από αυτή την άποψη. Ήταν μια βοήθεια πραγματικά σημαντική.
Δεν θα πρότεινα η γυναίκα να ζητάει συμβουλές από άλλες γυναίκες που γνωρίζει στο επισκεπτήριο. Μπορεί να μην ταιριάζουν οι κρατούμενοι άντρες τους ή τα αδικήματά τους να είναι τελείως διαφορετικά. Εξαρτάται και από τα αδικήματα. Άλλος πίνει ναρκωτικά, άλλος δεν έχει καμία σχέση με ναρκωτικά. Δεν θα το πρότεινα.
Άλλοι αντίθετα ενθαρρύνουν τη γυναίκα τους να γνωρίσει τη γυναίκα λ.χ. του συγκατοίκου στο ίδιο κελί. Η προσεκτική επιλογή «αξιόλογων» και «υπεύθυνων» προσώπων όμως θεωρείται επιβεβλημένη.
Η μητέρα μου κάνει παρέα με μία κυρία. Υπάρχουν αξιόλογες κυρίες με τις οποίες μπορούν να μοιραστούν τον πόνο τους που τα παιδιά τους είναι φυλακή. Θέλει επιλογή.
Η γυναίκα μου έχει συναντηθεί με τις γυναίκες ενός συγκελίτη και ενός άλλου φίλου, τέλος πάντων, από εδώ. Έχουν επικοινωνία μεταξύ τους. Πριν από τη φυλακή, η γυναίκα μου ήταν συνέχεια μαζί μου και δεν είχε δικούς της φίλους. Αυτή η επικοινωνία με τις γυναίκες αυτές πιστεύω ότι της κάνει καλό.
Όταν η σύντροφός απευθύνεται σε κοινωνικές υπηρεσίες, νοσοκομεία, μη-κυβερνητικές οργανώσεις και άλλους θεσμούς αυξάνεται η επιτήρηση της οικογένειας και οι δυνατότητες άσκησης κοινωνικού ελέγχου στη συμπεριφορά των μελών της.[66] Η ενημέρωση τουλάχιστον των εκπαιδευτικών θεωρείται όμως απαραίτητη:
Να κρατήσει επικοινωνία με τον διευθυντή και τους δασκάλους των παιδιών στο σχολείο. Με βοήθησαν οι δάσκαλοι του παιδιού. Του έδωσαν μολύβια, μαρκαδόρους, τετράδια. Μόλις τα πήρε, μου έφερε στο επισκεπτήριο μια ζωγραφιά για την οικογένειά μας: ένα σπίτι με γκαράζ, για το αυτοκίνητο που θα πάρουμε όταν θα βγω από τη φυλακή, δωμάτια για τον παππού και τη γιαγιά, μια τραπεζαρία και δωμάτια για τα παιδιά, να έχουν το δικό τους.... Μια χάρη είπα στον πατέρα μου θέλω, να κάνεις τα πάντα τα παιδιά να πάνε σχολείο, δημοτικό, γυμνάσιο. Θέλω να συνεχίσουν το σχολείο, να πηγαίνουν και αγγλικά.
Πιστεύω ότι οι δάσκαλοι πρέπει να μάθουν ότι ο πατέρας είναι φυλακή, για πολλούς λόγους. Πρώτον, κάποια στιγμή, μπορεί να το πει το παιδί μόνο του και να θεωρηθεί ότι για κάποιο λόγο το έκρυψες και να υπάρχει μια άλλη συμπεριφορά απέναντι στο παιδί. Μου έκανε εντύπωση, ότι όταν μιλάγανε για τους γονείς στον παιδικό, είπε με μεγάλη χαρά, στη δασκάλα: «Εμένα ο μπαμπάς μου μένει στη δουλειά του, αλλά πηγαίνουμε και τον βλέπουμε εμείς εκεί!». Και η δασκάλα δεν του έκανε καμία διευκρινιστική ερώτηση γιατί ξέρει, έτσι δεν το έφερε σε δύσκολη θέση. Είπα στη μητέρα του να πει στη δασκάλα ότι δεν θέλουμε ξεχωριστή μεταχείριση για το παιδί, απλά σας το λέμε για να το προστατέψετε σε κάποια κατάσταση ή για να σας λυθούν τυχόν απορίες.
Ο έγκλειστος γνωρίζει πως δεν μπορεί να έχει ξεκάθαρη εικόνα για τις ανάγκες συμβουλευτικής υποστήριξης των παιδιών του.
Μετά τη σύλληψή μου, πήγε η γυναίκα μου το μικρό σε ένα κρατικό ίδρυμα. Κάποιος που το είδε, τότε που ήταν πρόσφατη η σύλληψη, είπε ότι δεν έχει ιδιαίτερο πρόβλημα, ένα παραπάνω που έχει αναπτυγμένο IQ. Εγώ την πίεσα πιο πολύ. Εκείνη που το βλέπει μπορεί να καταλαβαίνει καλύτερα, ότι δεν έχει πρόβλημα. Μια γνωστή της ψυχολόγος που έπαιξε λίγο με το μικρό είπε ότι δεν βλέπει κάποιο πρόβλημα. Ο αδελφός μου έχει μια εντελώς διαφορετική άποψη, ότι το παιδί έχει πρόβλημα, ότι πρέπει να πάει σε παιδοψυχίατρο. Δεν το βλέπει όμως συχνά το παιδί. Λέει ότι δεν μπορεί να καταλάβει ποια είναι η αλήθεια και ποιο το ψέμα. Μετά μίλησα με τη γυναίκα μου. Εκείνη λέει ότι δεν υπάρχει τέτοιο θέμα. Υπάρχει μεγάλη διαφορά στο πώς το βλέπει η γυναίκα μου και πώς ο αδελφός μου. Δεν ξέρω ποιον να πιστέψω τελικά. Αποφάσισα να το αφήσω στην κρίση της γυναίκας μου. Δεν μπορώ να έχω άποψη γιατί είμαι μακριά.
Σε αρκετές περιπτώσεις, ερωτώμενοι αναγνωρίζουν την ανάγκη να απευθυνθεί η μητέρα του παιδιού σε παιδοψυχολόγο ή να ζητήσει συμβουλές από άλλους γονείς με παρόμοιες εμπειρίες:
Η μικρή είχε μεγάλο πρόβλημα, δεν κοιμόταν τα βράδια, πήγαινε στο σχολείο και κοιμόταν εκεί. Η μητέρα της την πήγε σε 2-3 ψυχολόγους. Ένας ψυχολόγος της είπε ότι θέλει τη μυρωδιά μου. Έδωσα μια μπλούζα μου στη γυναίκα μου και την έβαλε στο μαξιλάρι, σαν μαξιλαροθήκη και ένιωσε ότι ο πατέρας της ήταν δίπλα. Το δοκιμάσαμε, και την πρώτη νύχτα η μικρή μετά από 1,5 μήνα κοιμήθηκε βράδυ! Αυτή τη στιγμή, δόξα τον θεό, κοιμάται. Να είναι καλά αυτός ο άνθρωπος, μας βοήθησε με αυτό που μας είπε. Εννοείται ότι χρειάζεται να πάει η μητέρα να ζητήσει τη βοήθεια ενός ψυχολόγου για τα παιδιά.
Νομίζω ότι επιβάλλεται η μητέρα του παιδιού να ζητήσει υποστήριξη και από ειδικούς και από άλλες γυναίκες. Ειδικά όταν είναι μια πρωτόγνωρη κατάσταση. Κάποιοι λένε «Πού να πάω, τι ξέρει αυτός ο άνθρωπος για μένα, γι' αυτά που τραβάω;». Εγώ λέω, όχι. Ο παιδοψυχολόγος έχει δει πολλούς ανθρώπους σαν εσένα.
Καταθλιπτικός ρεαλισμός ή «όλα ή τίποτα» στις συζυγικές σχέσεις;
Οι ερωτώμενοι δεν απέδωσαν κάποια συνυπευθυνότητα στη σύντροφό τους για την εμπλοκή τους στο ποινικό σύστημα. Απεναντίας, αναγνώρισαν την προσπάθεια που καταβάλει η μητέρα του παιδιού να διασώσει τους οικογενειακούς δεσμούς:
Με τη γυναίκα μου δεν είπαμε ποτέ να χωρίσουμε. Είναι δίπλα μου. Συμφώνησε να συνεχίσουμε έτσι. Σίγουρα, δεν το περίμενε να συμβούν όλα αυτά. Μπορεί κάπου να έβλεπε κάποια πράγματα ότι δεν είναι σωστά από την πλευρά μου, αλλά δεν περίμενε τέτοια μεγάλη επέκταση, ότι θα έφτανε ως εδώ.
Το κύριο βάρος της απόφασης εάν θα συνεχιστεί η συζυγική σχέση θεωρείται ότι πέφτει στη μητέρα των παιδιών. Το δίλημμα λοιπόν είναι πρωταρχικά δικό της:
Δηλαδή, έχω συζητήσει με πολλά άτομα τα οποία μου έχουν πει ότι χώρισαν μετά από έξι μήνες. Ένας, πιο μικρός, δεν χώρισε, αλλά στο εφετείο θα αποφασίσουν εάν θα χωρίσουν ή όχι. Εξαρτάται και από το πόσο πολύ θέλει να συνεχίσει και η γυναίκα που αφήνεις πίσω. Είναι πιο δύσκολο πιστεύω γι’ αυτή από όσο είναι για εμάς. Εμείς είμαστε εδώ, δεν έχουμε επιλογή. Αυτό είναι το δικό της δίλημμα πιο πολύ. Φυσικά, εντάξει, είναι σεβαστό ό,τι απόφαση και να πάρει, πιστεύω, όσον αφορά εμάς τους άνδρες που είμαστε τώρα μέσα, πρέπει να τη σεβαστούμε. Γιατί και εμείς στη θέση της θα είχαμε κάνει το ίδιο πράγμα.
Τα ποσοστά διαζυγίων των κρατουμένων είναι υψηλά και οι εντάσεις με τις συντρόφους τους λόγω καχυποψίας ή συζυγικής απιστίας συνηθισμένες.[67] Η έλλειψη χώρων συνεύρεσης, για όσους δεν παίρνουν άδειες απουσίας, θεωρείται από τους συμμετέχοντες ως μια από τις αιτίες της διάλυσης των γάμων:
Από ό,τι έχω ακούσει σε γειτονικές χώρες και στην Ευρώπη υπάρχουν χώροι συνεύρεσης. Μου έκανε εντύπωση κάτι που μου είπε ένας παλιός κρατούμενος. Έλεγε, τόσα χρόνια έχουμε κάνει τόσα αιτήματα, τόσες εξεγέρσεις μια φορά, κάποιος δεν έβαλε αυτό το σοβαρό θέμα που είναι να βρεθούμε με τη σύζυγο, την αρραβωνιαστικιά. Είναι ένα κομμάτι το οποίο σου λείπει. Δηλαδή, εντάξει, στερείσαι την ελευθερία, αλλά γιατί να στερείσαι και την επαφή… Έτσι δεν θα είχες πιστεύω αυτό το βάρος της φυλακής. Αυτό που λες, «Είμαι εδώ και ζω μόνος μου ουσιαστικά. Τόσα χρόνια θα είμαι μόνος μου, μόνος μου». Αυτό, θα σου έδινε μια ανάσα.
Ξέρω ότι είναι δύσκολο να γίνει, αλλά χρειάζονται οι συζυγικές επισκέψεις. Να έρχεται η γυναίκα σου με τα παιδιά σου μέσα στη φυλακή. Έστω και μία ημέρα το δίμηνο, να κοιμηθείς έστω ένα βράδυ με το παιδί σου. Θα ήταν το πιο σημαντικό. Εντάξει, το να βγαίνεις έξω με άδειες είναι πολύ δύσκολο, γιατί πρέπει να συμπληρώσεις ένα μέρος της ποινής, αλλά εξαρτάται και από το αδίκημα. Δεν μπορούν να βγουν όλοι.
Άλλοι διατηρούν επιφυλάξεις για την καταλληλότητα του μέτρου για όλα τα ζευγάρια, αν και αναγνωρίζουν την ανάγκη να υπάρχει ως δυνατότητα.
Η γυναίκα σου δεν είναι εκδιδόμενη. Εάν είναι σωστή γυναίκα, τη χαλάει να έρθει σε ένα κρύο δωμάτιο απλά να κάνει σεξ και να φύγει. Οπότε έχει να κάνει καθαρά με το ζευγάρι. Θα έπρεπε να δίνεται η δυνατότητα και από εκεί και πέρα ο κρατούμενος και η γυναίκα του να αποφασίζουν εάν θα κάνουν χρήση ή όχι.
Κατά κανόνα οι μητέρες μεριμνούν για την επικοινωνία των παιδιών με τον πατέρα. Στην ιδανική περίπτωση, μετά από μια πρώτη περίοδο επαναδιαπραγμάτευσης των οικογενειακών ρόλων, διαμορφώνεται μια συνεργατική σχέση (co-parenting) η οποία συνεχίζεται ακόμη κι αν διαλυθεί ο γάμος.
Στην αρχή, όταν είχα μπει εδώ, είχα απογοητευτεί. Δεν έβλεπα το παιδί, είχα μια τεταμένη σχέση με τη μητέρα του. Και στην ηλικία που ήταν το παιδί, που μέρα με την ημέρα μεγάλωνε! Μου ήρθε μετά από 6 μήνες και είδα ένα άλλο παιδί. Από εκεί και πέρα έδωσα στη μητέρα του να καταλάβει ότι παλεύω γι' αυτό το παιδί, αυτό το παιδί είναι ό,τι έχω.
Στη χείριστη περίπτωση, συγκρουσιακές και ευμετάβλητες σχέσεις με τη μητέρα των παιδιών καταλήγουν σε διακοπή κάθε επικοινωνίας του πατέρα με το παιδί, κάτι το οποίο εκλαμβάνεται από τον έγκλειστο ως εχθρική ενέργεια.[68] Συχνά συνοδεύεται με διακοπή της επικοινωνίας των παιδιών και με τους γονείς του κρατουμένου.[69]
Εμένα τα επισκεπτήρια μου με το παιδί πέρασαν από διάφορα στάδια. Δηλαδή, αυτά τα στάδια εξαρτιόταν, συνήθως, από την επικοινωνία που είχα με τη μητέρα της. Εάν με τη μητέρα της είχαμε μια διένεξη, δεν ερχόταν το παιδί να το δω. Εάν τα πηγαίναμε καλά, μου έλεγε από μόνη της «Πότε θα σου φέρω το παιδί να το δεις;».
Οι συνέπειες μιας ρήξης με τη μητέρα των παιδιών είναι τόσο σοβαρές, ώστε κάποιοι θυσιάζουν κάθε εγωισμό για να διασώσουν τη σχέση:
Το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνει είναι να έχει πολύ καλή σχέση με τη γυναίκα του. Εάν είναι να τσακωθεί, να προσπαθήσει να το κρατήσει μέσα του, όσο μπορεί. Να μην της προσθέσει και άλλες δυσκολίες στην καθημερινότητά της, γιατί ήδη η γυναίκα έχει διπλό ρόλο. Από τη στιγμή που δεν μπορείς να βοηθήσεις και πάρα πολύ, μπορείς να τη βοηθήσεις μόνο με τα λόγια, δηλαδή να την καθησυχάζεις, να της «χρυσώνεις το χάπι». Το έχουν ανάγκη οι γυναίκες. Έτσι κι αλλιώς το έχουνε. Ένας λόγος παραπάνω όταν υπάρχει και το παιδί και αυτή η απόσταση της φυλακής.
Να προσπαθήσει να κρατήσει τη γυναίκα του δίπλα στα παιδιά. Ακόμη κι αν τον κερατώνει, να το παίξει χαζός. Εγώ υποψιαζόμουνα ότι με κεράτωνε, αλλά της έλεγα συνέχεια, «Εγώ σε αγαπάω». Μέχρι που μου είπε μια μέρα «Σου έχω κάνει τόσα και με θέλεις ακόμα;» Έχω αξιοπρέπεια, το έκανα για τα παιδιά.
Επιπλέον, η μητέρα μπορεί να ερμηνεύσει την απουσία του πατέρα στα παιδιά με διαφορετικούς τρόπους, ως συνέπεια εγωισμού, αντικοινωνικότητας, αδιαφορίας, ανευθυνότητας, ατυχήματος, αδικίας ή απλά εσφαλμένων επιλογών.[70]
Διατήρηση ή διακοπή των οικογενειακών δεσμών;
Η πλειονότητα των κρατουμένων αναμένει με ανυπομονησία κάθε επίσκεψη.[71] Το επισκεπτήριο περιγράφεται ως μια «γραμμή ζωής από τον έξω κόσμο» η οποία τους επιτρέπει να οργανώνουν τον χρόνο τους, να διατηρούν το ηθικό τους υψηλό, να προστατεύουν την ψυχική τους υγεία, να απαντούν ψύχραιμα στις καθημερινές προκλήσεις της ιδρυματικής ζωής.[72] Κάποιοι μάλιστα αναφέρουν σε σχετικές έρευνες ότι στη φυλακή αποκατέστησαν τον δεσμό με τα παιδιά, ο οποίος είχε διαρραγεί.[73]
Άλλοι καταφεύγουν σε μια προσωρινή εγκατάλειψη των γονικών πρακτικών ως αντίδραση στη βασανιστική αδυναμία να ανταποκριθούν στα πατρικά πρότυπα ή εξαιτίας της αδυναμίας της μητέρας να επενδύσει χρόνο, χρήμα και ενεργητικότητα για να υπερβεί τους ιδρυματικούς περιορισμούς.[74]
Υπάρχουν και κάποιοι που δεν νοιάζονται για την οικογένειά τους. «Ας κάνουν ό,τι θέλουν». Και δεν είναι άμυνα για έναν άνθρωπο που έχει μπει 5-6 φορές στη ζωή του στη φυλακή. Βέβαια, όταν καταλαβαίνεις ότι η ζωή σου είναι το μέσα-έξω, σε παρατάνε και οι δικοί σου, είναι δεδομένο.
Ξέρω μεγάλους ανθρώπους εδώ που δεν ξέρουν πού βρίσκονται τα παιδιά τους. Και τα παιδιά τους δεν γνωρίζουν πού είναι ο πατέρας τους. Νομίζουν ότι είναι στο εξωτερικό.
Ενδέχεται ο κρατούμενος να μη θέλει να επιβαρύνει τη δεινή οικονομική κατάσταση της οικογένειας με έξοδα μετακίνησης, τηλεφωνικής επικοινωνίας και εμβασμάτων. Μπορεί να αισθάνεται πως δεν αξίζει τις θυσίες που χρειάζεται να κάνει η οικογένειά του για τον επισκεφτεί.[75] Η απόφασή του ίσως ενέχει μια αυτοτιμωρία. Μπορεί επίσης να θέλει να προστατέψει την οικογένειά του από τις συνέπειες του δευτερογενούς κοινωνικού στιγματισμού ενθαρρύνοντάς την να αλλάξει τόπο κατοικίας. Σε σπάνιες περιπτώσεις διακόπτει συνειδητά κάθε επικοινωνία προκειμένου να μην ασκήσει περαιτέρω δυσμενή επίδραση στα παιδιά λόγω της μακροχρόνιας εξάρτησής του από ουσίες.
Σε άλλες περιπτώσεις, τα κίνητρα είναι περισσότερο εγωιστικά. Η προσπάθεια που χρειάζεται να καταβάλει ο έγκλειστος για να διασώσει τους συναισθηματικούς δεσμούς με τα παιδιά συνιστά μια μόνιμη πηγή άγχους. Η έγνοια μήπως γίνει φορτικός επιτείνει τη συναισθηματική του ένταση. Συχνά κρατά απέναντι στη σύντροφο μια στάση του τύπου «όλα ή τίποτα». Όταν διακόπτει την επικοινωνία, απαλλάσσεται από την προσωπική εξάρτηση, το άγχος αν θα δεχτεί επίσκεψη και από τη συγκατάβαση των συγκρατουμένων του όταν δεν έχει επισκεπτήριο.[76] Απαλλάσσεται επίσης από την κριτική συγγενών και οικείων για τις συνέπειες των επιλογών του.
Ακόμη και εκείνοι όμως που προσπαθούν να διατηρήσουν τους οικογενειακούς δεσμούς αμφιβάλλουν για τις προοπτικές τους:
Σκέφτομαι πολλές φορές – πιστεύω όλοι το σκέφτονται – το τι θα γίνει μετά. Αλλά πιστεύω ότι επειδή έχω ακόμα χρόνο, θέλω να το σκεφτώ όταν θα πλησιάζει ο χρόνος της αποφυλάκισής μου. Σίγουρα πολλά μπορούν να συμβούν. Αλλά το πώς θα εξελιχθεί τότε η υπόθεση δεν μπορείς να το προβλέψεις.
Σχεδόν όλοι οι ερωτώμενοι ονειρεύονταν πως η οικογενειακή τους ζωή θα είναι καλύτερη από ό,τι ήταν πριν από την φυλάκισή τους και ότι τώρα «τον πρώτο λόγο θα έχουν το παιδί και η οικογένεια»:
Ονειρεύομαι τη στιγμή που θα του πω, πάμε μια βόλτα μαζί και θα μου πει «Να έρθει και η μαμά μαζί, γιατί έχω συνηθίσει τη μαμά». Το θεωρώ δεδομένο ότι θα μου το πει. Ακόμη κι αν δημιουργείς τις προϋποθέσεις, μια φορά τον μήνα, και κάνεις όνειρα να είσαι με το παιδί. Με έχει στο μυαλό του ως μπαμπά, αλλά δεν ξέρει την έννοια του μπαμπά. Λέει στη μητέρα του «Οι άλλοι μπαμπάδες είναι σπίτι, ο δικός μου γιατί δεν είναι;» Όταν θα βλέπω το τέλος της διαδρομής μου θα μπορώ να του πω «Αγάπη μου, σε ένα μήνα θα είμαι μαζί σου». Και θα μου πει μετά από δύο μέρες: «Δεν πέρασε ο μήνας;» Πρέπει να κάνεις σχέδια και όνειρα, εάν δεν κάνεις σχέδια και όνειρα, τότε κόψε τα επισκεπτήρια. Τρία χρόνια και επτά μήνες, δεν έχει περάσει μέρα χωρίς να ονειρευτώ κάτι. Να φανταστώ τη στιγμή που θα είμαι ξανά μαζί του. Είναι μια δοκιμασία, θα τελειώσει. Όταν τελειώσει με το καλό, εύχομαι να είμαστε καλά να κάνουμε τα όνειρά μας πραγματικότητα.
Θέλω να κάνω τα πάντα να μην ξαναμπώ φυλακή. Δεν θέλω καμία σχέση με την παρανομία. Θα πάω στον Δήμο να τους πω, «Κάντε με σκουπιδιάρη!», μόνο να έχω ένα δωμάτιο για τα παιδιά μου και εμένα. Γιατί εάν γίνει κάτι και ξαναμπώ, τα παιδιά μου θα πάνε 15 χρονών και θα μου πουν «Ποιος είσαι εσύ που θα μας πεις να μην καπνίζουμε, να πηγαίνουμε σχολείο; Πού ήσουν εσύ αυτά τα χρόνια;». Και έχουν περάσει τόσα. Θέλω να πηγαίνουνε σχολείο. Την Κυριακή να πηγαίνουμε στην Εκκλησία. Μετά να ψήνουμε κανένα κομμάτι κρέας στην ψησταριά. Να δουλεύω σε παζάρια στην αρχή – θα πάω σε κάποιους φίλους του πατέρα μου να τους ζητήσω εμπόρευμα βερεσέ για να ξεκινήσω. Εάν βγω καλοκαίρι θα είναι καλύτερα. Θα πάρω ένα αμάξι και τα παιδιά και θα γυρίσω όλα τα παζάρια στην Πελοπόννησο. Θα κάνουν και τα μπάνια τους, θα μαζέψω και χρήματα. Μετά θέλω να ξανανοίξω ένα μαγαζάκι για τον πατέρα και τη μάνα μου, να έχουν να περάσουν. Και μετά να ξανανοίξω κι εγώ ένα. Στη φυλακή τελείωσα το Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας. Όταν βγω θα πάω στον Δήμο να ζητήσω να με βοηθήσουν να γραφτώ σε ένα νυχτερινό Λύκειο. Θέλω να τελειώσω και το Λύκειο. Και τα παιδιά να το τελειώσουν. Να λέει ο κόσμος: «Ο πατέρας τους ήταν φυλακή, αλλά δείτε πώς τα έχει μεγαλώσει!».
Τώρα που θα βγω, δεν θα πάω κατευθείαν στη δουλειά μου. Θα κάτσω κανέναν μήνα με την οικογένειά μου. Τώρα, πίστεψέ με, θα είμαι απίκο στην οικογένεια μου. Πριν ήμουν με τις παρέες, κόντρες και τέτοια. Τώρα θα είμαι με την οικογένειά μου, γιατί μόνο αυτή με στήριξε. Δεν θα λείψω ούτε λεπτό. Το περιμένω πώς και πώς. Εννοείται ότι η οικογένεια είναι το παν στη ζωή σου. Δεν υπάρχει κάτι άλλο πιο όμορφο. Όταν τη χάνουμε, καταλαβαίνουμε την αξία της.
Ωστόσο, κάποιοι εξομολογούνται τον φόβο ότι θα τελικά «ξεχαστούν» από τα παιδιά τους. Ακόμη μεγαλύτερη είναι η αγωνία μήπως τα παιδιά βρεθούν στο μέλλον κι αυτά στην ίδια θέση:
Είμαι τέταρτη γενιά παράνομος, προπάππους, παππούς, πατέρας, εγώ. Αυτό τα λέει όλα. Οι δικοί μου με τα λεφτά από την παρανομία έκαναν επιχειρήσεις. Ο μπαμπάς μου έβγαλε [γνωστό ιδιωτικό σχολείο]. Και εγώ πήγα σε ιδιωτικά σχολεία, αλλά μετά στην παρανομία. Καθαρά μπαίνει μέσα στον ψυχικό κόσμο του παιδιού: «Η οικογένειά μου είναι παράνομη, ζήσαμε τι ωραία μέσα στην παρανομία». Δεν καταλαβαίνουν την αξία των χρημάτων, τον αγώνα του πραγματικού μεροκάματου. Κοίτα τώρα πού βρέθηκα. Έκανα μια τρύπα στο νερό, κατέστρεψα την οικογένειά μου. Δεν ήθελε ο παππούς μου να γίνει ο πατέρας μου παράνομος, αλλά έγινε. Ούτε ο πατέρας μου ήθελε να γίνω παράνομος, αλλά έγινα. Έχω τόση εμπειρία πια που πιστεύω ότι θα τα καταφέρω να μην γίνει και το δικό μου παιδί παράνομος. Θα του εξηγήσω ότι η πορεία αυτή «Δεν βγαίνει σε καλό αγόρι μου!».
Συμπεράσματα
Οι συνεντεύξεις σε βάθος (in-depth interviews) κρατουμένων μαρτυρούν την αγωνία τους για την τύχη των ανήλικων παιδιών τους και για τις προοπτικές της οικογενειακής τους ζωής. Παρότι στις ανδρικές φυλακές ο άτυπος κώδικας συμπεριφοράς των κρατουμένων δεν συγχωρεί συναισθηματικές εξάρσεις, γοερά κλάματα και υστερικές αντιδράσεις, αυτό δεν σημαίνει, σε καμιά περίπτωση, ότι ο έγκλειστος πατέρας αδιαφορεί για τον αποχωρισμό από τα παιδιά του και για τις «δευτερογενείς» συνέπειες της εμπλοκής του με τον ποινικό νόμο στα μέλη της οικογένειάς του. Απεναντίας, στην περίπτωση των συμμετεχόντων, η διάσωση των συναισθηματικών δεσμών με τα ανήλικα παιδιά εμφανίζεται ως το πρωταρχικό διακύβευμα ενός μακροχρόνιου προσωπικού αγώνα με αβέβαιη κατάληξη. Η σχέση με τα παιδιά φαίνεται να αποτελεί το κομβικό σημείο όλης της προσπάθειάς τους για θετική προσωπική εξέλιξη υπό τις πιο αντίξοες συνθήκες.
Η ανάλυση των συνεντεύξεων ανέδειξε μια σειρά από πιεστικά και αλληλοσυνδεόμενα διλήμματα που αντιμετώπιζαν οι συμμετέχοντες αναφορικά με τις οικογενειακές τους σχέσεις:
α) να αποκαλύψουν στα παιδιά ότι βρίσκονται στη φυλακή και για ποιο λόγο ή να καταφύγουν στα συνηθισμένα κατά συνθήκη ψεύδη,
β) να επιδιώξουν να τα συναντήσουν στα επισκεπτήρια ή να περιοριστούν στην εξ αποστάσεως επικοινωνία,
γ) να εκφράσουν ειλικρινά τα αρνητικά συναισθήματά τους ή να τα αποκρύψουν διαβεβαιώνοντας συνεχώς πως «όλα πάνε καλά»,
δ) να διεκδικήσουν ενεργό ρόλο στη λήψη αποφάσεων για τα σημαντικά θέματα της ζωής των παιδιών ή να αναγνωρίσουν στη μητέρα τους την αποκλειστική ευθύνη για την ανατροφή τους,
ε) να ζητήσουν οικονομική βοήθεια από την οικογένεια για την υπεράσπισή τους και για μια αξιοπρεπή διαβίωση στη φυλακή ή να υποβληθούν σε ταπεινωτικές στερήσεις για μην υποβαθμιστούν περαιτέρω οι υλικές συνθήκες διαβίωσης των παιδιών,
στ) να αναζητήσουν βοήθεια από (ενδεχομένως παράνομους) φίλους ή από υπηρεσίες και φορείς που ενδέχεται να υποβάλλουν την οικογενειακή ζωή σε πρόσθετο κοινωνικό έλεγχο,
ζ) να επιδείξουν ρεαλισμό και διακριτικότητα απέναντι στην προσωπική ζωή της μητέρας των παιδιών ή να διακινδυνέψουν να διακοπεί η επικοινωνία με τα παιδιά απαιτώντας από εκείνη αποκλειστική αφοσίωση,
η) να συνεχίσουν παρά τις αντιξοότητες να επιδεικνύουν τη βούληση να διασώσουν τους οικογενειακούς δεσμούς ή να τους διακόψουν για να μειώσουν το άγχος και τις συναισθηματικές εντάσεις που τους προκαλεί αυτή η προσπάθεια;
Κοινό χαρακτηριστικό του δείγματος πατεράδων πάντως ήταν ότι κατέβαλλαν προσπάθεια να συνεχίσουν να προσφέρουν στα παιδιά συναισθηματική υποστήριξη και καθοδήγηση αξιοποιώντας τα διαθέσιμα μέσα επικοινωνίας. Η τακτική επικοινωνία με το παιδί υπό ευνοϊκούς όρους αναδείχτηκε σε αποφασιστικό παράγοντα για τη διατήρηση του συναισθηματικού τους δεσμού.
Η κατανόηση της διλημματικής κατάστασης που αντιμετωπίζει κάθε έγκλειστος πατέρας είναι απαραίτητη στις σωφρονιστικές αρχές για τον σχεδιασμό και την υλοποίηση δράσεων και προγραμμάτων υποστήριξης των οικογενειακών δεσμών των κρατουμένων. Ενδιαφέρει επίσης τους επαγγελματίες ψυχικής υγείας που προσφέρουν συμβουλευτική σε εγκλείστους, τις συντρόφους και τα παιδιά τους. Είναι τέλος χρήσιμη στην προσπάθεια ευαισθητοποίησης της ευρύτερης κοινής γνώμης σχετικά με τις δευτερογενείς επιπτώσεις του ποινικού εγκλεισμού στα παιδιά και τα άλλα μέλη της οικογένειας των κρατουμένων και για την ανάγκη θεσμικής και κοινωνικής υποστήριξής τους.
Σε όλο και περισσότερες χώρες, αναγνωρίζεται η ανάγκη να προστεθεί στους σκοπούς της αντεγκληματικής και της σωφρονιστικής πολιτικής η ουσιαστική μέριμνα για τη διασφάλιση της τακτικής επικοινωνίας των εγκλείστων με τα παιδιά τους υπό ευνοϊκούς όρους, με την προϋπόθεση βέβαια ότι η επικοινωνία αυτή είναι και προς το συμφέρον των παιδιών.[77]
Πρόκειται για ένα θέμα για το οποίο οι ερωτώμενοι κάνουν μια ειλικρινή έκκληση για κοινωνική υποστήριξη:
Νομίζω, ότι ένας άντρας, έξω από εδώ, αρμόδιος για τα θέματα που μιλάμε, πρέπει να σκεφτεί, θα αντέξει να μην δει το παιδί του δύο ημέρες; Δεν θα αντέξει. Εκεί λίγο μπορεί κάποιος να καταλάβει.
Το θέμα είναι στο Υπουργείο να φροντίσουν κάποιοι άνθρωποι να χρησιμοποιήσουν τα κονδύλια που παίρνουν από την Ευρωπαϊκή Ένωση για τις φυλακές για να φτιαχτούν χώροι παιδικού επισκεπτηρίου. Κάποιοι πρέπει να το τρέξουν το θέμα αυτό, να ενδιαφερθούν να μας βοηθήσουν σε αυτό.
Η επιλογή της μεθόδου της συνέντευξης σε βάθος σημαίνει ότι τα εξεταζόμενα θέματα προσεγγίστηκαν αποκλειστικά από την οπτική γωνία του έγκλειστου πατέρα, χωρίς αυτή να έχει αντιπαραβληθεί με τις εκτιμήσεις της μητέρας λ.χ. για τις συναισθηματικές αντιδράσεις των παιδιών. Μια έρευνα μεγαλύτερης κλίμακας θα έπρεπε να συμπεριλάβει έγκλειστους που δεν επικοινωνούν με τα παιδιά τους, ώστε να μπορούν να εξαχθούν συμπεράσματα για τους παράγοντες από τους οποίους εξαρτάται η διάσωση ή αντίστροφα η διάρρηξη των οικογενειακών δεσμών του κρατουμένου.
Σημείωση
Θέλω να ευχαριστήσω θερμά την Ψυχολόγο Ειρήνη-Σπυριδούλα Μαστέλλου για τις επισημάνσεις της στην πρώτη γραφή του κειμένου.
Οι απόψεις του συγγραφέα δεν εκφράζουν απαραίτητα το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Ο. Αλοσκόφης, Ο θεσμός των επισκεπτηρίων σε κρατουμένους: τα επισκεπτήρια στο Κ.Κ. Κορυδαλλού από το 2005 ως το 2014, The Art of Crime 4, 2018 (Μάιος), ανακτήθηκε από: <theartofcrime.gr/ο-θεσμός-των-επισκεπτηρίων-σε-κρατουμέ/>. Χαρακτηριστική θεσμική αναγνώριση είναι η πρόσφατη Σύσταση CM/Rec(2018)5 του Συμβουλίου της Ευρώπης για τα παιδιά με κρατούμενο γονέα. Βλ. Ν. Κουλούρης, Η Σύσταση της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης για τα παιδιά των οποίων οι γονείς είναι κρατούμενοι [Σύσταση CM/Rec (2018) 5], The Art of Crime 5 (Νοέμβριος 2018), ανακτήθηκε από: <theartofcrime.gr/η-σύσταση-της-επιτροπής-υπουργών-του-σ>.
[2] R. Condry & P. S. Smith, The sociology of punishment and the effects of imprisonment on families, των ιδίων (Επιμ.), Prisons, punishment, and the family. Towards a new sociology of punishment?, Oxford: Oxford University Press, 2018, σελ.1-26.
[3] Ο. Αλοσκόφης, Ο «ξεχασμένος» κρατούμενος πατέρας και τα παιδιά του: σύγχρονες έρευνες και σωφρονιστική πολιτική, Crime Times 7 (Οκτώβριος), 2018. Ανακτήθηκε από: <www.crimetimes.gr/ο-ξεχασμένος-κρατούμενος-πατέρας-κ/>
[4] S. S. Thomas, Negotiating family and prison behind the wall, Διδακτορική διατριβή, The State University of New York, 2011, σελ.126-207. Για μια διαφορετική κατηγοριοποίηση των στρατηγικών αντιμετώπισης παρόμοιων διλημμάτων για τις έγκλειστες μητέρες K. Celinska & J.A. Siegel, Mothers in trouble: coping with actual or pending separation from children due to incarceration, The Prison Journal 90(4), 2010, 447-474.
[5] Ο. Αλοσκόφης, Ο «ξεχασμένος» κρατούμενος πατέρας…, ό.π.
[6] W. Hollway, & T. Jefferson, Eliciting narrative through the in-depth interview, Qualitative Inquiry, 3(1), 1997, 53-70· Ο. Αλοσκόφης, Ο άτυπος κώδικας συμπεριφοράς των κρατουμένων. Στρατηγικές επιβίωσης στη σύγχρονη φυλακή, Αθήνα: Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2010, σελ.99-101.
[7] S. R. Lucas, Beyond the existence proof: ontological conditions, epistemological implications, and in-depth interview research, Quality & Quantity, 48, 2014, 387-408.
[8] G. Guest, A. Bunce & L. Johnson, How many interviews are enough? An experiment with data saturation and variability, Field Methods, 18, 2006, 59-82.
[9] P. Allmark, J. Boote, E. Chambers, A. Clarke, A. McDonnell, A. Thompson, A.M. Tod, Ethical issues in the use of in-depth interviews: literature review and discussion, Research Ethics Review, 5(2), 2009, 48-54.
[10] C. Lau-Clayton, Interviewing young fathers: managing ethical risks, στο: E. Dermott & C. Gatrell, Fathers, families and relationships. Researching everyday lives, Bristol: Policy Press, 2018, σελ.151-166· J. R. Wolgemuth, Z. Erdil-Moody, T. Opsal, J. E. Cross, T. Kaanta, E. M., Dickmann, & S. Colomer, Participants’ experiences of the qualitative interview: considering the importance of research paradigms, Qualitative Research, February, 2014, 1-22.
[11] M. Hammersley, Research ‘inside’ viewed from ‘outside’: reflections on prison ethnography, στο: D.H. Drake, R. Earle & J. Sloan (Επιμ.), The Palgrave handbook of prison ethnography, Hampshire: Palgrave Macmillan, 2015, σελ.21-39.
[12] A. L. Patenaude, No promises, but I’m willing to listen and tell what I hear: conducting qualitative research among prison inmates and staff, The Prison Journal, 84(4), 2004, 69s-91s.
[13] J. Bennett, Insider ethnography or the tale of the prison governor’s new clothes, στο: D.H. Drake, R. Earle & J. Sloan (Επιμ.), ό.π., σελ.284-306· L. Ayete-Nyampong, Changing hats: transiting between practitioner and researcher roles, στο ίδιο, σελ.307-325 · L. Carr, Re-entry to prison: transition from HMP researcher to ‘independent’ researcher, στο ίδιο, σελ.371-389 · W. Davies, Unique position: dual identities as prison researcher and ex-prisoner, στο ίδιο, σελ.463-478.
[14] B. Crewe & A. Ievins, Closeness, distance and honesty in prison ethnography, στο: D.H. Drake, R. Earle & J. Sloan (Επιμ.), ό.π., σελ.124-142.
[15] Ο. Αλοσκόφης, Υπαίθρια παιδικά επισκεπτήρια στο Κ. Κ. Κορυδαλλού: μια δράση για την ενίσχυση των οικογενειακών δεσμών του κρατούμενου πατέρα, The Art of Crime 5 (Νοέμβριος 2018), ανακτήθηκε από: <https://theartofcrime.gr/υπαίθρια-παιδικά-επισκεπτήρια-στο-κ-κ/>.
[16] Μ. Μητροσύλη & Ε. Φρονίμου, Οικογενειακή, κοινωνική και επαγγελματική επανένταξη ειδικών ομάδων πληθυσμού. Η περίπτωση των γυναικών κρατουμένων, Αθήνα: Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, 2008, σελ.60.
[17] Μόνο ένα στα τρία ή στα τέσσερα παιδιά γνώριζαν την αλήθεια πως ο πατέρας τους είναι κρατούμενος και γιατί (σύμφωνα με την εκτίμηση του πατέρα) σε Βρετανικές φυλακές. Δικαιολογίες χρησιμοποιούνται συχνότερα στα παιδιά κάτω των 10 ετών, σε όσα δεν ζούσαν με τον πατέρα τους πριν από τη σύλληψή του και στα παιδιά των υποδίκων. J. Murray, The effects of imprisonment on families and children of prisoners, στο A. Liebling & S. Maruna (Επιμ.), The effects of imprisonment, Portland, Oregon: Willan, 2005, σελ.442-462· J. Murray, The cycle of punishment: social exclusion of prisoners and their children, Criminology & Criminal Justice 7(1), 2007, 55-81.
[18] H. M. Kelly-Trombley, D. Bartels & E. Wieling, ‘She's my baby’: fathers experience their relationship with their daughters, Fathering 12(1), 2014, 94-114.
[19] A. Jones, B. Gallagher, M. Manby, O. Robertson, M. Schützwohl, A. H. Berman, A. Hirschfield, L. Ayre, M. Urban, K. Sharratt & K. Christmann, Children of prisoners: interventions and mitigations to strengthen mental health, Huddersfield: University of Huddersfield, 2013, σελ.115-116, ανακτήθηκε από: http://eprints.hud.ac.uk/18019/
[20] P. Boss, Ambiguous Loss theory: challenges for scholars and practitioners, Family Relations 56(2), 2007, 105-111.
[21] J. A. Arditti, Parental incarceration and the family. Psychological and social effects of imprisonment on children, parents, and caregivers, New York, NJ: New York University Press, 2014, σελ.102-103· L. Porter & R. D. King, Reconsidering the relationship between paternal incarceration and delinquency, National Center for Family and Marriage Research, Bowling Green State University, 2012. Σήμερα στις ΗΠΑ τα περισσότερα παιδιά, είναι πιθανό να μάθουν από το διαδίκτυο ότι ο πατέρας τους βρίσκεται στη φυλακή, λεπτομέρειες για το έγκλημα, ακόμη και να τον εντοπίσουν. Πρόκειται για ένα νέο τεχνολογικό δεδομένο που αποκλείει τη δυνατότητα να συγκαλυφθεί μακροπρόθεσμα η αλήθεια από αυτά. M. Shaw, Understanding the intergenerational effects of mass incarceration: a mixed methods study utilizing multigenerational data and in depth qualitative interviews, Διδακτορική διατριβή, University of California, Merced, 2018, σελ.141-156, ανακτήθηκε από: https://escholarship.org/uc/item/7n3009jq· Hollins, W. Q., Guilty by association: A critical analysis of how imprisonment affects the children of those behind bars, Διδακτορική διατριβή, New York: City University of New York (CUNY), 2019, σελ.147-148, ανακτήθηκε από: https://academicworks.cuny.edu/gc_etds/2986
[22] Β. Καρβέλη, Κ. Πετρουλάκη, Γ. Νικολαΐδης, Μεγαλώνοντας ένα παιδί πίσω από τα κάγκελα της φυλακής: εγχειρίδιο για επαγγελματίες, Αθήνα: Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού, 2012, σελ.45.
[23] E. Bennett, M. Lewis & E. Hunsaker, Counseling kids with incarcerated caregivers, ACA Conference, Pittsburg, 2010. Ανακτήθηκε από http://www.counselingoutfitters.com/vistas/vistas12/Article_56.pdf · J. Murray, The effects of imprisonment on families and children of prisoners, στο: A. Liebling & S. Maruna (Eds.), The effects of imprisonment, Portland, Oregon: Willan, 2005, σελ.442-462.
[24] Καρβέλη κ.ά., ό.π., σελ.27-28.
[25] Jones et al., ό.π., σελ.106.
[26] Arditti, Parental incarceration and the family…, ό.π., σελ.133-137.
[27] A. J. Rodriguez & G. Margolin, Parental incarceration, transnational migration, and military deployment, ό.π.
[28] A. R. Perry & M. Bright, African American fathers and incarceration: paternal involvement and child outcomes, Social Work in Public Health 27(1-2), 2012, 187–203.
[29] W. H. Chui, Association between caregiver stress and behavioral problems in the children of incarcerated fathers in Hong Kong, Maternal Child Health Journal 20, 2016, 2074-2083.
[30] K. Roy & O. Dyson, Gatekeeping in context: babymama drama and the involvement of incarcerated fathers, Fathering 3, 2005, 289-310· K. Turney & C. Wildeman, Redefining relationships explaining the countervailing consequences of paternal incarceration for parenting, American Sociological Review 78(6), 2013, 949–979· A. Nesmith & E. Ruhland, Children of incarcerated parents: challenges and resiliency, in their own words, Child and Youth Services Review 30(10), 2008, 1119-1130.
[31] H. Codd, Women inside and out: prisoners’ partners, women in prison and the struggle for identity, Internet Journal of Criminology, 2003, Ανακτήθηκε από: http://www.internetjournalofcriminology.com/Women%20Inside%20and%20Out.pdf· D. Braman, Families and incarceration, στο M. Mauer & M. Chesney-Lind (Επιμ.), Invisible punishment: the collateral consequences of mass imprisonment, New York, NY: The New Press, 2003, σελ.114-131.
[32] A. Nesmith & E. Ruhland, Children of incarcerated parents: challenges and resiliency, in their own words, Child and Youth Services Review 30(10), 2008, 1119-1130.
[33] C. Wildeman, K. Scardamalia, E. G. Walsh, R. L. O’Brien & B. Brew, Paternal incarceration and teachers’ expectations of students, Socius: Sociological Research for a Dynamic World 3, 2017, 1-14.
[34] Arditti, Parental incarceration and the family…, ό.π., σελ.103-105
[35] Arditti, Parental incarceration and the family…, ό.π., σελ.118-119
[36] J. A. Arditti, Locked doors and glass walls: family visiting at a local jail, Journal of Loss and Trauma 8, 2003, 115–138· M. L. Comfort, In the tube at San Quentin: the ‘secondary prisonization’ of women visiting inmates, Journal of Contemporary Ethnography 32(1), 2003, 77-107· K. Sharratt, Children’s experiences of contact with imprisoned parents: a comparison between four European countries, European Journal of Criminology 11(6), 2014, 760-775· Hollins, W. Q., Guilty by Association..., ό.π., ιδιαίτερα σελ.142-144 για τους περιορισμούς στο ντύσιμο των εφήβων που επισκέπτονται τον πατέρα τους στη φυλακή.
[37] C. Swanson, C.-B. Lee, κ.ά., Incarcerated fathers and their children..., ό.π..
[38] Jones et al., ό.π., σελ.115-116
[39] Arditti, Parental incarceration and the family…, ό.π., σελ.124-125.
[40] A. Nesmith & E. Ruhland, Caregivers of children with incarcerated parents, Open Family Studies Journal 4(2), 2011, 105-116.
[41] H. M. Kelly-Trombley, D. Bartels & E. Wieling, ‘She's my baby’: fathers experience their relationship with their daughters, Fathering 12(1), 2014, 94-114.
[42] S. S. Thomas, Negotiating family and prison behind the wall: incarcerated men’s role management strategies, Διδακτορική διατριβή, The State University of New York, 2011, σελ.87-90.
[43] M. L. Comfort, ‘Papa’s House’: The prison as domestic and social satellite, Ethnography 3, 2002, 467-499· S. Dennison, H. Smallbone, A. Stewart, K. Freiberg & R. Teague, ‘My life is separated’: an examination of the challenges and barriers to parenting for indigenous fathers in prison, British Journal of Criminology 54(6), 2014, 1089-1108· Kelly-Trombley, ό.π., σελ.103.
[44] R. D. Day, A.C. Acock, S. J. Bahr & J. A. Arditti, Incarcerated fathers returning home to children and families: introduction to the special issue and a primer on doing research with men in prison, Fathering: A Journal of Theory, Research, and Practice about Men as Fathers, 3(3), 2005, 183-200· Ε. Τσουνάκου-Ρουσιά, «Νομίζεις ότι είσαι μαζί τους…»: Συνέντευξη τριών κρατουμένων για το Skype στις φυλακές, Art of Crime (Νοέμβριος 2017), ανακτήθηκε από: <theartofcrime.gr/νομίζεις-ότι-είσαι-μαζί-τους-συνέ/>.
[45] N. Sobol, Connecting the disconnected: communication technologies for the incarcerated, Wake Forest Law Review 53, 2018, 559-599· A. B. Loper, V. Phillips, E. B. Nichols & D. H. Dallaire, Characteristics and effects of the co-parenting alliance between incarcerated parents and child caregivers, Journal of Child and Family Studies 23(2), 2014, 225-241.
[46] M. L. Comfort, ‘Papa’s House’…, ό.π.
[47] A. Bou-Rhodes, Straight to video: America’s inmates deprived of a lifeline through video-only visits, Boston College Law Review 60, 2019, 1243-1278, Ανακτήθηκε από: https://lawdigitalcommons.bc.edu/bclr/vol60/iss4/5. Στις ΗΠΑ περισσότερες από 600 φυλακές επιτρέπουν βιντεο-επισκεπτήρια με συγγενικά πρόσωπα. Η πίεση για μεγαλύτερη κερδοφορία και προμήθειες έχουν οδηγήσει στην κατάργηση των δια ζώσης επισκεπτηρίων σε πολλές περιπτώσεις (στο ίδιο, σελ.1255-1266), παρότι υπάρχουν και πολιτικές πρωτοβουλίες σε νομοθετικό επίπεδο να «διασωθούν» οι πρόσωπο-με-πρόσωπο επισκέψεις (στο ίδιο, σελ.1264-1265).
[48] B. Bosley, C. Donner, C. McLean & E. Toomey-Hale (Επιμ.), Parenting from prison – a resource guide for parents incarcerated in Colorado, Denver: Parenting from Prison Guide Committee, 2002, σελ.9-10.
[49] G. D. Muedeking, Authentic - inauthentic identities in the prison visiting room, Symbolic Interaction 15(2), 1992, 227-236.
[50] J. Christian, Riding the bus: barriers to prison visitation and family management strategies, Journal of Contemporary Criminal Justice 21(1), 2005, 31-48. Το ίδιο δίλημμα αντιμετωπίζουν και οι οικογένειες από τις οποίες ένας γονέας απουσιάζει για μακρύ χρονικό διάστημα λόγω στρατιωτικής αποστολής ή εργασίας στο εξωτερικό. A. J. Rodriguez & G. Margolin, Parental incarceration, transnational migration, and military deployment: family process mechanisms of youth adjustment to temporary parent absence, Clinical Child and Family Psychology Review 18(1), 2015, 24-49.
[51] C. de Motte, D. Bailey & J. Ward, How does prison visiting affect female offenders’ mental health? Implications for education and development, The Journal of Mental Health Training, Education, and Practice, 7(4), 2012, 170-179.
[52] J. B. Folk, E. B. Nichols, D. H. Dallaire & A. B. Loper, Evaluating the content and reception of messages from incarcerated parents to their children, American Journal of Orthopsychiatry 82(4), 2012, 529-541· Hollins, W. Q., Guilty by Association..., ό.π., σελ.151-152.
[53] D. DeHart, C. Shapiro & S. Clone, ‘The pill line is longer than the chow line’: the impact of incarceration on prisoners and their families, The Prison Journal (January 18, 2018), 1-25.
[54] Hollins, W. Q., Guilty by Association..., ό.π., σελ.146-151.
[55] Στις ΗΠΑ πολλές έγκλειστες μητέρες συναινούν στην υιοθεσία των παιδιών τους ως λύση ανάγκης. Το γεγονός αυτό τους προκαλεί αβάσταχτο ψυχικό πόνο και να τις κατακλύζει με ενοχές και αισθήματα προσωπικής ανεπάρκειας και αδυναμίας. S. Allen, C. Flaherty & G. Ely, Throwaway moms: maternal incarceration and the criminalization of female poverty, Affilia: Journal of Women and Social Work 25(2), 2010, 160-172.
[56] Φ. Μηλιώνη, Γυναίκα και φυλακή, στο Ν. Ε. Κουράκης (Επιμ.), Έμφυλη εγκληματικότητα. Ποινική και εγκληματολογική προσέγγιση του φύλου, Αθήνα: Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2009, σελ.466-532.
[57] R. D. Day, A. C. Acock, S. J. Bahr, J. A. Arditti, Incarcerated fathers returning home to children and families: introduction to the special issue and a primer on doing research with men in prison, Fathering: A Journal of Theory, Research, and Practice about Men as Fathers 3(3), 2005, 183-200· J. A. Arditti, S. Smock & T. Parkman, ‘It’s been hard to be a father’: a qualitative exploration of incarcerated fatherhood, Fathering: A Journal of Theory, Research, and Practice about Men as Fathers 3(3), 2005, 267-288· W. J. Dyer, Prison, fathers, and identity: a theory of how incarceration affects men’s paternal identity, Fathering: A Journal of Theory, Research, and Practice about Men as Fathers 3(3), 2005, 201–219.
[58] N. Brito, R. Barr, J. Rodriguez & C. Shauffer, Developing an effective intervention for incarcerated teen fathers, The Baby Elmo Program. Zero to Three, May, 2012, 26-32.
[59] A. Geller & A. W. Franklin, Paternal incarceration and the housing security of urban mothers, Journal of Marriage and Family 76(2), 2014, 411–427· M. Tasca, N. Rodriguez & M. S. Zatz, Family and residential instability in the context of paternal and maternal incarceration, Criminal justice and behavior 38(3), 2011, 231-247
[60] O. Schwartz-Soicher, A. Geller & I. Garfinkel, The effect of paternal incarceration on material hardship, Social Service Review 85(3), 2011, 447–473.
[61] K. Turney, Paternal incarceration and children’s food insecurity: a consideration of variation and mechanisms, Social Service Review 89(2), 2015, 335–367.
[62] J. Christian, Riding the bus: barriers to prison visitation and family management strategies, Journal of Contemporary Criminal Justice 21(1), 2005, 31-48· S. Liu, J. T. Pickett & T. Baker, Inside the black box, Criminal Justice Policy Review 27(8), 2016, 766–790.
[63] J. Christian, J. Mellow & S. Thomas, Social and economic implications of family connections to prisoners, Journal of Criminal Justice 34, 206, 443-452.
[64] A. Geller, I. Garfinkel & B. Western, Paternal incarceration and support for children in fragile families, Demography 48(1), 2011, 25–47.
[65] N. Nicosia, A. Overton, L. Miyashiro, S. Turner, T. Fain, & E. Williams, Understanding the public health implications of prisoner re-entry in California. State-of-the-art Report, RAND Corporation, 2011.
[66] B. L. Sykes & B. Pettit, Severe deprivation and system inclusion among children of incarcerated parents in the United States after the Great Recession, The Russell Sage Foundation Journal of the Social Science 1(2), 2015, 108-132.
[67] M. Massoglia, B. Remster & R. D. King, Stigma or separation? Understanding the incarceration–divorce relationship, Social Forces 90(1), 2011, 133–155· M.A. Davey-Rothwell, M. A. Villarroel, S. D. Grieb & C. A. Latkin, Norms, attitudes, and sex behaviors among women with incarcerated main partners, Journal of Urban Health: Bulletin of the New York Academy of Medicine 90(6), 2012, 1151-1165.
[68] D. DeHart, C. Shapiro & S. Clone, The pill line is longer…, ό.π.
[69] K. Turney, The intergenerational consequences of mass incarceration: implications for children's co-residence and contact with grandparents, Social Forces 93(1), 2014, 299-327.
[70] M. Recalcati, Το σύμπλεγμα του Τηλέμαχου. Γονείς και παιδιά μετά τη δύση του πατέρα (μετ. Α. Πλεύρη, Γ. Βεσσαλά), Αθήνα: Κέλευθος, σελ.132-133.
[71] S. S. Thomas, Negotiating family and prison…, ό.π. σελ.6.
[72] J. Woodall & K. Kinsella, Striving for a “good” family visit: the facilitative role of a prison visitors’ centre. Journal of Criminal Psychology, 2017, ανακτήθηκε από: https://doi.org/10.1108/JCP-03-2017-0011
[73] Kelly-Trombley, κ.ά., ό.π.
[74] W. H. Chui, Association between caregiver stress and behavioral problems in the children of incarcerated fathers in Hong Kong, Maternal Child Health Journal 20, 2016, 2074-2083· W.H. Chui, Voices of the incarcerated father: struggling to live up to fatherhood, Criminology & Criminal Justice 16(1), 2016, 60-79.
[75] R. Tewksbury & M. DeMichele, Going to prison: a prison visitation program, The Prison Journal 85(3), 2005, 292-310.
[76] Ο. Αλοσκόφης, Ο άτυπος κώδικας..., ό.π., σελ.71-72, 158, 164.
[77] C. Uggen & S. McElrath, Parental incarceration: what we know and where we need to go, The Journal of Criminal Law and Criminology 104(3), 2014, 597-604.