Με το παρόν επιχειρείται μια αδρομερής ανάλυση των βασικών ρυθμίσεων του νέου θεσμικού πλαισίου διακρατικής δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις εντός του χώρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο εισήχθη, προκειμένου να εναρμονιστεί με την Οδηγία 2014/41/ΕΕ.
Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η «άνθιση» του οργανωμένου και κυρίως διασυνοριακού εγκλήματος επέβαλλε την στενότερη συνεργασία μεταξύ των κρατών για την καταπολέμηση τους σε διεθνές επίπεδο. Για τον λόγο αυτό η ΕΕ σταδιακά ανέπτυξε νέες μορφές συνεργασίας στο πλαίσιο της αντεγκληματικής πολιτικής της[1]. Η συνεργασία αυτή εκδηλωνόταν παραδοσιακά με την κατάρτιση διμερών ή πολυμερών συμβάσεων δικαστικής συνδρομής μεταξύ κρατών εντός και εκτός ΕΕ και εξελίχθηκε σταδιακά με την προσθήκη νέων νομικών εργαλείων, τα οποία βασίζονταν στην αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης[2] και αφορούσαν στην πλειονότητα των περιπτώσεων στην κτήση και στην διαβίβαση των αποδείξεων από το ένα κράτος στο άλλο[3].
Μέχρι σήμερα στο θεσμικό πλαίσιο για την δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ περιλαμβάνονται:
1) Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση περί Εκδόσεως Εγκληματιών της 13-12-1957, και το από 20-4-1959 συμπλήρωμά της, η Ευρωπαϊκή Σύμβαση περί Αμοιβαίας Δικαστικής Συνδρομής επί ποινικών υποθέσεων, καθώς και τα δύο πρόσθετα πρωτόκολλά της, 2) τμήματα της Συνθήκης Schengen της 14 -6-1985, 3) η Ευρωπαϊκή Σύμβαση της 29-5-2000 για την Αμοιβαία Δικαστική Συνδρομή σε Ποινικές Υποθέσεις (ΑΔΣΠΥ/ΕΕ) και το πρόσθετο πρωτόκολλό της, που όμως δεν τα έχει κυρώσει η Ελλάδα, 4) η Απόφαση-Πλαίσιο 2002/584/JI της 13-6-2002 για το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης, 5) η Απόφαση-πλαίσιο 2003/577/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 22/7/2003 σχετικά με την εκτέλεση των αποφάσεων δέσμευσης περιουσιακών ή αποδεικτικών στοιχείων στην ΕΕ (ΕΑΔΠΑ), 6) η Απόφαση-Πλαίσιο 2008/978/JI για την Ευρωπαϊκή Εντολή για τη συλλογή αντικειμένων, εγγράφων και στοιχείων σε ποινικές υποθέσεις (ΕΕΣΑ).
Το παραπάνω πλαίσιο δικαστικής συνδρομής στην ΕΕ άλλαξε άρδην με την Οδηγία 2014/41/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 3-4-2014, περί Ευρωπαϊκής Εντολής Έρευνας (εφεξής: ΕΕΕ) σε ποινικές υποθέσεις. Η Οδηγία αυτή αποσκοπούσε στην αντικατάσταση του ως άνω κατακερματισμένου θεσμικού πλαισίου και στην δημιουργία ενός ενιαίου, αποτελεσματικού και ευέλικτου νομικού μέσου για την κτήση αποδείξεων ευρισκόμενων σε ένα άλλο κράτος-μέλος με αφορμή ορισμένη ποινική διαδικασία[4]. Εκφράσθηκαν βέβαια προβληματισμοί αναφορικά με το εάν η νέα Οδηγία έχει επαρκή πρακτική δικαιολόγηση καθώς και με το εάν η αντικατάσταση του υφιστάμενου νομικού πλαισίου με την εν λόγω Οδηγία είναι το κατάλληλο μέσο για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της δικαστικής συνδρομής, ιδίως, ελλείψει εμπειρικών δεδομένων[5].
Θεμέλιο της Οδηγίας αποτέλεσε το άρθρο 82 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), δηλαδή η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων και διαταγών, αρχή η οποία συστηματικώς χαρακτηρίζεται, από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Τάμπερε της 15ης και 16ης Οκτωβρίου 1999 και εντεύθεν, ως ακρογωνιαίος λίθος της δικαστικής συνεργασίας επί ποινικών υποθέσεων στην Ένωση[6]. Την αρχή αυτή στον τομέα της δικαστικής συνδρομής είχαν ήδη υιοθετήσει οι αποφάσεις-πλαίσιο 2003/577/ΔΕΥ και 2008/978/ΔΕΥ, οι οποίες όμως αποδείχθηκαν αναποτελεσματικές, έτυχαν ιδιαίτερα περιορισμένης εφαρμογής και συνέτειναν στη διατήρηση ενός πολύπλοκου και κατακερματισμένου συστήματος δικαστικής συνδρομής[7]. Η υπό συζήτησιν Οδηγία μετατρέπει τον μηχανισμό συνεργασίας, από το προϋπάρχον σύστημα αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής[8], κατά το οποίο το κράτος, από το οποίο ζητείται η συνδρομή, είχε ευρεία διακριτική ευχέρεια να συμμορφωθεί ή μη με την αίτηση του εκζητούντος κράτους[9], σε ένα μηχανισμό αμοιβαίας αναγνώρισης, κατά τον οποίο το κράτος εκτέλεσης αντιμετωπίζει την εντολή έρευνας που προέρχεται από άλλο κράτος, όπως ακριβώς και μια αντίστοιχη εντολή προερχόμενη από αρμόδιες εσωτερικές αρχές. Αναγνωρίζεται, δηλαδή, η ΕΕΕ και παράγει νομικά αποτελέσματα χωρίς περαιτέρω ουσιαστική έρευνα ή έλεγχο[10]. Ωστόσο, έχουν διατυπωθεί εύλογες αμφιβολίες ως προς το αν είναι κατάλληλη η επέκταση της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης στον τομέα της συλλογής αποδείξεων, δεδομένης της έλλειψης εναρμόνισης των νομοθεσιών των κρατών-μελών σε επίπεδο ποινικής δικονομίας και του πλήθους των προβλημάτων, τα οποία μπορεί να δημιουργηθούν, ιδίως σε σχέση με την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου[11].
Προς εναρμόνιση με την παραπάνω Οδηγία ψηφίστηκε ο Ν. 4489/2017, ο οποίος στο μεγαλύτερο μέρος του υιοθέτησε σχεδόν αυτολεξεί τις διατάξεις της Οδηγίας. Με το παρόν επιχειρείται μια αδρομερής παρουσίαση των βασικών ρυθμίσεων του νόμου με σκοπό μια πρώτη ερμηνευτική προσέγγιση του νέου θεσμικού πλαισίου δικαστικής συνδρομής στην ΕΕ.
ΙΙ. ΟΙ ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ
Α. Γενικές ρυθμίσεις
1. Έννοια ΕΕΕ
Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 η ΕΕΕ είναι δικαστική απόφαση ή απόφαση την οποία εκδίδει ή επικυρώνει δικαστική αρχή κράτους-μέλους της ΕΕ. Ο ορισμός αυτός είναι ιδιαίτερα ευρύς και δεν διακρίνεται από ορολογική σαφήνεια, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε καταχρήσεις[12]. Θα πρέπει να διακρίνουμε τρία είδη αποφάσεων που μπορεί να αποτελέσουν νόμιμη βάση ΕΕΕ ανάλογα με το όργανο έκδοσής τους, ήτοι: α) δικαστικές αποφάσεις, β) αποφάσεις που εκδίδουν δικαστικές αρχές, και γ) αποφάσεις που εκδίδουν μεν μη-δικαστικές αρχές αλλά επικυρώνονται από αυτές. Κατά τούτο, «νόμιμο τίτλο» ΕΕΕ μπορεί να αποτελέσουν όχι μόνο δικαστικές αποφάσεις εν στενή εννοία, αλλά και αποφάσεις άλλων οργάνων απονομής δικαιοσύνης, όπως λ.χ. του ανακριτή. Μπορούν, όμως, να αποτελέσουν «νόμιμο τίτλο» ΕΕΕ και αποφάσεις διοικητικών ή ανακριτικών αρχών, όπως λ.χ. των γενικών και ειδικών ανακριτικών υπαλλήλων[13], εφόσον βέβαια επικυρωθούν από δικαστικές αρχές. Αυτό προκύπτει συνδυαστικά και από τα άρθρα 3, 5 και 6 του νόμου, σύμφωνα με τα οποία, όπως θα δούμε αναλυτικότερα στην συνέχεια, ΕΕΕ εκδίδεται και από οποιαδήποτε ανακριτική αρχή, πέραν του δικαστηρίου, δικαστή, ανακριτή ή εισαγγελέα, εφόσον επικυρωθεί από τα παραπάνω όργανα, μπορεί δε να εκδοθεί ακόμα και στο πλαίσιο διοικητικών διαδικασιών. Η ευρύτητα του ορισμού αυτού αποσκοπεί στο να συμπεριλάβει και τα δικονομικά συστήματα εκείνα στα οποία η αστυνομία έχει ανακριτικές ή εισαγγελικές αρμοδιότητες[14]. Προς αντιστάθμιση του ελλείμματος αντικειμενικότητας και αμεροληψίας των μη δικαστικών αρχών, προβλέπεται υποχρέωση επικύρωσης της ΕΕΕ από δικαστική αρχή[15]. Απαιτούνται όμως περισσότερες διευκρινίσεις σχετικά με την έννοια της επικύρωσης[16], δεδομένου ότι η ΕΕΕ μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές προσβολές ατομικών δικαιωμάτων των ερευνώμενων προσώπων[17].
2. Πεδίο εφαρμογής
α. Αντικείμενο
Στόχος της ΕΕΕ, όπως προαναφέρθηκε, είναι η δημιουργία ενός ενιαίου, αποτελεσματικού και ευέλικτου νομικού μέσου για την κτήση αποδείξεων ευρισκόμενων σε ένα άλλο κράτος-μέλος σε ορισμένη ποινική διαδικασία, το οποίο θα εφαρμόζεται σε όλα τα ερευνητικά μέτρα που στοχεύουν στη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων[18]. Ως ερευνητικό μέτρο υπό την έννοια του άρ. 4 Ν. 4489/2017 νοείται κάθε πράξη των ανακριτικών υπαλλήλων που άγει στην διερεύνηση του αντικειμένου της ποινικής διαδικασίας μέσω της αναζήτησης αποδεικτικών στοιχείων[19]. Τα ερευνητικά μέτρα αφορούν στην συγκέντρωση τόσο αποδεικτικών στοιχείων που βρίσκονται ήδη στην κατοχή των αρχών του κράτους-εκτέλεσης[20], όσο και αυτών που θα εισφερθούν το πρώτον δια αυτών[21]. Δεν εμπίπτουν στο αντικείμενο της ΕΕΕ δύο ερευνητικές δράσεις, δηλαδή η σύσταση κοινής ομάδας έρευνας ή η συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων στο πλαίσιο αυτής[22],[23], και η διενέργεια διασυνοριακών ελέγχων βάσει της σύμβασης Σένγκεν[24],[25].
Ειδική ρύθμιση προβλέπεται για ορισμένα ερευνητικά μέτρα που μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο ΕΕΕ, ιδιαίτερης σημασίας από άποψη αποτελεσματικότητας της ανακριτικής δράσης. Έτσι, παρέχεται η δυνατότητα παραγγελίας ορισμένων ειδικώς ρυθμιζόμενων ανακριτικών πράξεων[26], όπως η προσωρινή μεταγωγή κρατουμένων μεταξύ των κρατών-μελών όταν η παρουσία τους είναι αναγκαία για την διενέργεια συγκεκριμένων ανακριτικών πράξεων[27], η εξέταση μαρτύρων, υπόπτων και κατηγορουμένων μέσω τηλεδιάσκεψης[28], η αναζήτηση πληροφοριών σχετικά με τραπεζικούς και χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς ή συναλλαγές[29], η συγκέντρωση αποδείξεων σε πραγματικό χρόνο[30], η συγκεκαλυμμένη ανακριτική δράση[31] και η άρση απορρήτου τηλεπικοινωνιών[32]. Για τα παραπάνω ειδικά ερευνητικά μέτρα προβλέπονται διαφοροποιήσεις τόσο ως προς τις προϋποθέσεις έκδοσης της ΕΕΕ όσο και ως προς τους λόγους άρνησης εκτέλεσης[33].
β. Διαδικασία
Σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. α) η ΕΕΕ μπορεί να εκδοθεί πρώτα απ’ όλα στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, η οποία κινείται είτε από δικαστική αρχή είτε από μη δικαστική αρχή για πράξεις που είναι αξιόποινες κατά τη νομοθεσία του κράτους έκδοσης. Έτσι, καλύπτονται και οι περιπτώσεις εκείνες, στις οποίες η ποινική δίωξη ασκείται όχι από τον εισαγγελέα ή άλλη δικαστική αρχή, αλλά από την αστυνομία ή άλλες διοικητικές ή ανακριτικές αρχές. Μπορεί δε να εκδοθεί σε όλα τα στάδια της ποινικής διαδικασίας, περιλαμβανομένης της δίκης[34]. Μπορεί , επίσης, να εκδοθεί στο πλαίσιο διαδικασίας που κινούν διοικητικές ή δικαστικές αρχές, δηλαδή για παραβάσεις μη ποινικού χαρακτήρα για τις οποίες προβλέπονται διοικητικές ή άλλης φύσεως κυρώσεις[35], εφόσον η απόφαση της διοικητικής ή δικαστικής αρχής για την κίνηση διαδικασίας σχετικά με τις ως άνω παραβάσεις μπορεί να οδηγήσει σε δίκη ενώπιον ποινικού δικαστηρίου[36]. Τέλος, μπορεί να εκδοθεί ΕΕΕ και για αξιόποινες πράξεις νομικών προσώπων[37], εφόσον η έννομη τάξη ενός κράτους-μέλους γνωρίζει τέτοια ποινική ευθύνη.
3. Υποκείμενα
Στη διαδικασία έκδοσης, διαβίβασης και εκτέλεσης της ΕΕΕ συμμετέχουν δύο μέρη, το κράτος έκδοσης και το κράτος εκτέλεσης της ΕΕΕ[38]. Κράτος έκδοσης είναι το κράτος μέλος στο οποίο εκδίδεται η ΕΕΕ από αρχή που είναι η αρμόδια για την έκδοση ΕΕΕ[39] και κράτος εκτέλεσης αυτό, στο οποίο εκτελείται η ΕΕΕ από αρχή που είναι αρμόδια για την αναγνώριση και εκτέλεση της ΕΕΕ[40].
4. Προστασία θεμελιωδών δικαιωμάτων και αρχών
Η διασφάλιση της αποτελεσματικής προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων αποτελεί αναγκαίο αντιστάθμισμα για την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης[41]. Έντονη κριτική είχε ασκηθεί στην Οδηγία για την ΕΕΕ σχετικά με το έλλειμμα προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων και αρχών, κυρίως επειδή το αρχικό σχέδιο δεν προέβλεπε συγκεκριμένο λόγο άρνησης εκτέλεσης θεμελιωδών δικαιωμάτων[42]. Ήδη όμως στο άρθρο 11 παρ. f της Οδηγίας (13 παρ. 1 περ. στ. του νόμου) προβλέπεται ως λόγος άρνησης εκτέλεσης της ΕΕΕ η ασυμβατότητά της με το άρθρο 6 ΣΕΕ και τον ΧΘΔΕΕ. Πέραν αυτού, στο άρθρο 1 παρ. 3 της Οδηγίας (άρ. 2 παρ. 3 του νόμου) εισάγεται γενική ρήτρα περί σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και αρχών που προβλέπονται στο άρθρο 6 της Συνθήκης για την ΕΕ (ΣΕΕ)[43]. Υποστηρίζεται μάλιστα ότι η γενική ρήτρα αυτή σε συνδυασμό με το άρθρο 11 παρ. f της Οδηγίας συγκροτούν την έννοια της ευρωπαϊκής δημόσιας τάξης (ordre public), η αντίθεση στην οποία συνιστά γενικό λόγο άρνησης εκτέλεσης της ΕΕΕ[44]. Την ερμηνεία αυτή ευνοεί και το προοίμιο της ίδιας της Οδηγίας, όπου προβλέπεται ότι «εάν υπάρχουν σοβαροί λόγοι να θεωρηθεί ότι η εκτέλεση ερευνητικού μέτρου που περιέχεται στην ΕΕΕ θα είχε ως αποτέλεσμα την παραβίαση θεμελιώδους δικαιώματος του ενδιαφερομένου και ότι το κράτος μέλος εκτέλεσης θα παρέβαινε τις υποχρεώσεις του όσον αφορά την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται στο Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η εκτέλεση της ΕΕΕ θα πρέπει να απορρίπτεται». Παρά ταύτα δεν ρυθμίζεται ρητώς το ζήτημα της άσκησης των δικαιωμάτων υπεράσπισης του κατηγορουμένου ή του υπόπτου κατά της διαδικασίας έκδοσης και εκτέλεσης τη ΕΕΕ, αλλά επαφίεται στις προβλέψεις εκάστης έννομης τάξης, με αποτέλεσμα η προστασία των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου να είναι ελλιπής[45].
Β. Έκδοση και διαβίβαση
1. Προϋποθέσεις έκδοσης
Στο άρθρο 7 παρ. 2 ορίζονται οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να εκδοθεί ΕΕΕ από την αρχή έκδοσης. Προϋπόθεση για την έκδοση ΕΕΕ είναι η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας. Ειδικότερα, πρέπει το αιτούμενο ερευνητικό μέτρο –όχι το αποδεικτικό αποτέλεσμα καθαυτό[46]- να είναι, πρώτον, αναγκαίο, δηλαδή το μόνο πρόσφορο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού ή το λιγότερο επαχθές, και δεύτερον, εν στενή εννοία αναλογικό με τους σκοπούς της διαδικασίας. Επομένως, η αρμόδια αρχή έκδοσης πρέπει πριν από την έκδοση της ΕΕΕ να προβαίνει σε έλεγχο αναλογικότητας του αιτούμενου μέτρου στην συγκεκριμένη περίπτωση[47]. Η στάθμιση θα γίνεται κατά κύριο λόγο μεταξύ των σκοπών της διαδικασίας και της προστασίας των δικαιωμάτων του ερευνώμενου προσώπου. Στο πλαίσιο αυτό θα λαμβάνεται υπόψη, ιδίως, η βαρύτητα του εγκλήματος, η αποδεικτική ανάγκη για τη δίωξη του εγκλήματος, ο βαθμός προσβολής των εννόμων συμφερόντων και δικαιωμάτων του ερευνώμενου προσώπου, το ύψος των απαιτούμενων πόρων για την εκτέλεση του αιτούμενου μέτρου, η ύπαρξη άλλων λιγότερο επαχθών μέτρων[48] κ.α. Περαιτέρω προϋπόθεση για την έκδοση ΕΕΕ είναι η διαθεσιμότητα του αιτούμενου ερευνητικού μέτρου κατά το εσωτερικό δίκαιο. Εξετάζεται δηλαδή υποθετικά αν θα ήταν δυνατή κατά το ελληνικό δίκαιο η διενέργεια του μέτρου αυτού σε αντίστοιχη εσωτερική υπόθεση υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις και προϋποθέσεις. Ωστόσο, η έλλειψη εναρμόνισης του περιεχομένου των εννοιών «αναλογικότητα», «αναγκαιότητα» και «διαθεσιμότητα» σε επίπεδο ΕΕ, καθιστά δύσκολο τον ουσιαστικό έλεγχο συνδρομής τους[49].
Σκοπός της καθιέρωσης ελέγχου αναλογικότητας και διαθεσιμότητας του ερευνητικού μέτρου είναι η αποτροπή καταστρατήγησης του εσωτερικού δικαίου με την διενέργεια ανακριτικών πράξεων, που δεν επιτρέπονται κατά το εσωτερικό δίκαιο του κράτους έκδοσης της ΕΕΕ, σε κράτος-μέλος όπου αυτές επιτρέπονται, και κατ’ επέκταση η αποτροπή του forum-shopping[50].
2. Δικαίωμα αίτησης έκδοσης ΕΕΕ εκ μέρους του κατηγορουμένου
Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 έχει δικαίωμα και ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του να ζητήσει την έκδοση ΕΕΕ για την εκτέλεση συγκεκριμένων ερευνητικών μέτρων προς υπεράσπισή του, με την προϋπόθεση ότι προβλέπονται στο εσωτερικό δίκαιο[51]. Επομένως, δεν είναι δυνατόν να ζητήσει ο κατηγορούμενος την εκτέλεση ερευνητικών μέτρων που δεν προβλέπονται στο εσωτερικό δίκαιο ακόμα κι αν αυτά προβλέπονται στο δίκαιο του κράτους-εκτέλεσης του μέτρου. Η ρητή πρόβλεψη του δικαιώματος αιτήσεως διεξαγωγής αποδείξεων μέσω διεθνούς δικαστικής συνδρομής συμβάλλει στην προώθηση της ισότητας των όπλων μεταξύ κατηγορουμένου και κατηγορούσας αρχής και ενισχύει σημαντικά το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα δικαστικής ακροάσεως του κατηγορουμένου, είναι δε ιδιαίτερης σημασίας για την αποτελεσματική υπεράσπισή του σε μία σύνθετη διακρατική ποινική διαδικασία[52].
Για να γίνει δεκτό το αίτημα του κατηγορουμένου πρέπει να συντρέχουν οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις έκδοσης ΕΕΕ. Αν απορριφθεί παρά την συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών, τότε θίγονται τα υπερασπιστικά δικαιώματά του και προκαλείται απόλυτη ακυρότητα κατ’ άρθρο 171 παρ. 1 δ) ΚΠΔ. Αρνητικά αξιολογείται το γεγονός ότι στα πρόσωπα που δικαιούνται να ζητήσουν την έκδοση ΕΕΕ δεν περιλαμβάνεται το θύμα της αξιόποινης πράξης[53], ιδίως ενόψει της Οδηγίας 2012/29/EU της 25ης Οκτωβρίου 2012 για τη θέσπιση ελάχιστων προτύπων σχετικά με τα δικαιώματα, την υποστήριξη και την προστασία θυμάτων της εγκληματικότητας.
3. Τύπος και περιεχόμενο
Στο άρθρο 8 προσδιορίζεται ο απαιτούμενος τύπος και τα κύρια στοιχεία που πρέπει κατ’ ελάχιστο να περιέχει η ΕΕΕ κατά την έκδοση και διαβίβασή της στο κράτος εκτέλεσης. Η χρησιμοποίηση άλλου εντύπου για την έκδοση της ΕΕΕ ή η ύπαρξη σοβαρών και προφανών σφαλμάτων κατά τη συμπλήρωσή του μπορεί να οδηγήσουν σε άρνηση εκτέλεσης της ΕΕΕ, ακόμα και χωρίς την προηγούμενη διαβούλευση με το κράτος-έκδοσης[54]. Η περιγραφή των απαιτούμενων στοιχείων του περιεχομένου της ΕΕΕ θα πρέπει να είναι τόσο αναλυτική ώστε να επιτρέπει στην αρμόδια αρχή εκτέλεσης να εξετάσει, μεταξύ άλλων, αν πληρούνται οι προϋποθέσεις έκδοσης της ΕΕΕ[55], αν συντρέχουν λόγοι άρνησης εκτέλεσής της, ποιο ερευνητικό μέτρο από αυτά που προβλέπονται στην εσωτερική νομοθεσία αντιστοιχεί στο αιτούμενο ερευνητικό μέτρο, αν προσβάλλονται τα δικαιώματα του κατηγορουμένου κ.α.[56]
4. Διαδικασία διαβίβασης
Στο άρθρο 9 προβλέπεται η διαδικασία διαβίβασης της ΕΕΕ. Η ΕΕΕ, αφού συμπληρωθεί από την αρχή έκδοσης κατά το άρθρο 8 παρ. 2[57], διαβιβάζεται από την ίδια απευθείας στην αρχή εκτέλεσης με οποιοδήποτε μέσο που μπορεί να τεκμηριωθεί εγγράφως, έτσι ώστε το κράτος εκτέλεσης να μπορεί να πιστοποιήσει τη γνησιότητα της ΕΕΕ[58]. Με την δεύτερη παράγραφο υιοθετείται η –γνωστή από το δίκαιο της δικαστικής συνδρομής- αρχή της άμεσης αποστολής των εγγράφων[59], κατά την οποία κάθε επίσημη επικοινωνία γίνεται απευθείας μεταξύ της αρχής έκδοσης και της αρχής εκτέλεσης. Έτσι, επιτυγχάνεται η απλούστευση της διαδικασίας και η άμεση επικοινωνία μεταξύ δικαστικών αρχών[60].
Γ. Αναγνώριση και εκτέλεση της ΕΕΕ
1.Το καθήκον αναγνώρισης και εκτέλεσης
Σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 2 η αρχή εκτέλεσης μόλις παραλάβει την ΕΕΕ την αναγνωρίζει και μεριμνά για την εκτέλεσή της επί τη βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης άνευ άλλου τινός, χωρίς δηλαδή να απαιτείται η τήρηση οποιωνδήποτε διατυπώσεων ή άλλης τυπικής διαδικασίας[61]. Ωστόσο, η εκτέλεση της ΕΕΕ προϋποθέτει μια σειρά ελέγχων από την αρμόδια αρχή εκτέλεσης προτού αναγνωριστεί και εκτελεστεί πραγματικά. Έτσι, πρώτα απ’ όλα ελέγχεται αν η ΕΕΕ έχει εκδοθεί νομοτύπως, σύμφωνα δηλαδή με τα οριζόμενα στο άρθρο 8, και αν επιπλέον έχει τύχει επικύρωσης κατά το άρθρο 3 στ. γ΄ , όταν αυτό είναι απαραίτητο. Σε δεύτερο στάδιο οι αρμόδιες αρχές του κράτους-εκτέλεσης ελέγχουν αν πληρούνται οι προϋποθέσεις έκδοσης της ΕΕΕ, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 6 της Οδηγίας και στο άρθρο 7 του Ν. 4489/2017, ενώ πάντα εξετάζεται ως ultimum refugium η τυχόν συνδρομή λόγων άρνησης εκτέλεσης κατ’ άρθρο 13 παρ. 1.
Η αναγνώριση πρέπει να γίνεται εντός των προθεσμιών του άρθρου 14, με τις οποίες διασφαλίζεται η ταχεία, αποτελεσματική και συνεπής συνεργασία των κρατών μελών σε ποινικές υποθέσεις και προωθείται ταυτόχρονα η εξομοίωση της ΕΕΕ, ως προς την ταχύτητα εκτέλεσης, με αντίστοιχες εγχώριες υποθέσεις[62]. Αμέσως μετά την εκτέλεση της ΕΕΕ και μόλις συγκεντρωθούν τα στοιχεία πρέπει να διαβιβασθούν χωρίς χρονοτριβή στο κράτος έκδοσης της ΕΕΕ[63]. Η διαβίβαση μπορεί να ανασταλεί όσο εκκρεμεί απόφαση σχετικά με ένδικο μέσο ή βοήθημα ή αν πιθανολογείται σοβαρή και μη αναστρέψιμη βλάβη σε πρόσωπο που αναφέρεται στην ΕΕΕ[64].
2. Η απομάκρυνση από την αρχή locus regit actum
Κατά κανόνα στο πλαίσιο της διεθνούς δικαστικής συνδρομής η εκτέλεση του μέτρου που ζητείται γίνεται σύμφωνα με το δίκαιο του τόπου εκτέλεσης, ισχύει δηλαδή η αρχή locus regit actum[65]. Με το άρθρο 11 παρ. 3 εισάγεται παρέκκλιση από την παραπάνω αρχή, αφού κατά την εκτέλεση των ερευνητικών μέτρων μπορεί να λαμβάνεται υπόψη και να εφαρμόζεται το δίκαιο του forum, δηλαδή του κράτους έκδοσης (forum regit actum). Δεν πρέπει όμως η τήρηση των διατυπώσεων και διαδικασιών που ζητούνται από το κράτος-έκδοσης να αντιβαίνει στο ελληνικό δίκαιο έτσι ώστε να διαφυλάσσεται η εσωτερική δημόσια τάξη[66]. Ωστόσο, δεν είναι σαφές ποιοι κανόνες του εσωτερικού δικαίου μπορούν να παρακαμφθούν και ποιοι όχι. Σίγουρα όμως δεν μπορούν να παρακαμφθούν θεμελιώδεις αρχές, ιδίως όσες είναι συνταγματικά κατοχυρωμένες. Η υιοθέτηση του μεικτού συστήματος περί εφαρμοστέου δικαίου –συνδυασμός lex fori με lex loci-[67], αποσκοπεί στην αύξηση της αποτελεσματικότητας της δικαστικής συνδρομής σε επίπεδο ΕΕ, η οποία θα επιτευχθεί με την μεγαλύτερη δυνατή διασφάλιση της δυνατότητας αξιοποίησης στο κράτος-έκδοσης (forum) των αποδεικτικών στοιχείων, που συνελέγησαν στο κράτος-εκτέλεσης[68]. Δεν αποσοβείται όμως παράλληλα ο κίνδυνος παράβασης θεμελιωδών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου και ιδίως των δικαιωμάτων υπεράσπισής του[69].
3. Η κοινή δράση και συνεργασία των αρχών έκδοσης και εκτέλεσης της ΕΕΕ
Στο άρθρο 11 παρ. 5 προβλέπεται η δυνατότητα συνδρομής των αρμόδιων αρχών έκδοσης της ΕΕΕ κατά την εκτέλεση των ερευνητικών μέτρων στο κράτος-εκτέλεσης[70]. Η συνδρομή θα γίνει προς υποστήριξη των αρμόδιων ελληνικών αρχών, υπό την προϋπόθεση ότι: α) έχει υποβληθεί αντίστοιχο αίτημα από τις αρχές του κράτους έκδοσης, β) οι αρχές του κράτους έκδοσης θα μπορούσαν να συνδράμουν στην εκτέλεση των ερευνητικών μέτρων που αναφέρονται στην ΕΕΕ και σε παρόμοια εσωτερική υπόθεση, και γ) η εν λόγω συνδρομή δεν αντιτίθεται στις θεμελιώδεις αρχές του ελληνικού δικαίου ούτε βλάπτει τα ουσιώδη συμφέροντα εθνικής ασφαλείας. Υποστηρίζεται ότι ακόμα κι αν πληρούνται οι παραπάνω προϋποθέσεις, οι αρχές εκτέλεσης μπορεί να αρνηθούν το αίτημα των αρχών έκδοσης[71]. Ορθότερο είναι να γίνει δεκτό ότι οι αρχές εκτέλεσης μπορούν να αρνηθούν το αίτημα αυτό μόνο αν δεν πληρούται η ως άνω υπό γ) αρνητική προϋπόθεση. Οι αρχές του κράτους έκδοσης που παρίστανται κατά την εκτέλεση της ΕΕΕ στην Ελλάδα υπόκεινται στο ελληνικό δίκαιο κατά την εκτέλεση της ΕΕΕ και δεν διαθέτουν κατ’ αρχήν[72] εξουσία εκτέλεσης ερευνητικών μέτρων στο ελληνικό έδαφος[73]. Ο περιορισμός της δράσης των αρχών έκδοσης κατά την παρουσία τους στο ελληνικό έδαφος αποσκοπεί όχι μόνο στη διασφάλιση της εθνικής κυριαρχίας του κράτους-εκτέλεσης[74], αλλά και στην αποτροπή της πιθανότητας η συλλογή των αποδείξεων να κριθεί ως μη παραδεκτή από τα δικαστήρια του κράτους έκδοσης[75]. Αρνητικά αξιολογείται η απουσία πρόβλεψης σχετικά με την δυνατότητα παράστασης δικηγόρου των υπό διερεύνηση προσώπων, καθώς υποβαθμίζει το ρόλο και τη σημασία της υπεράσπισης του υπόπτου ή του κατηγορουμένου σε διασυνοριακές υποθέσεις[76].
Πέραν όμως από την παραπάνω δυνατότητα, καθιερώνεται ευρύτατη υποχρέωση συνεργασίας και μάλιστα σε προληπτικό επίπεδο, προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότερη δυνατή δικαστική συνδρομή[77]. Στο πλαίσιο αυτό προβλέπεται: α) η δυνατότητα διαβούλευσης μεταξύ των αρμόδιων αρχών σχετικά με την πλήρωση των προϋποθέσεων έκδοσης ή εκτέλεσης της ΕΕΕ[78], β) η δυνατότητα της αρχής εκτέλεσης να ζητήσει περισσότερες πληροφορίες από την αρχή έκδοσης[79], γ) η υποχρέωση ενημέρωσης της αρχής έκδοσης από την αρχή εκτέλεσης για οποιοδήποτε ζήτημα αφορά την λήψη της ΕΕΕ, την πορεία εκτέλεσης, αποφάσεις σχετικά με την εκτέλεση[80], ιδίως δε αν η αρχή εκτέλεσης δεν μπορεί να εκτελέσει το αιτούμενο ερευνητικό μέτρο[81], ή θεωρεί ότι υπάρχει λόγος άρνησης εκτέλεσης[82], ή καθυστερεί να τηρήσει τις οριζόμενες από το νόμο προθεσμίες[83] κ.α.
4. Εξαιρέσεις από την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης
α. Διαβούλευση
Έχει ήδη αναφερθεί ανωτέρω ότι προϋπόθεση για την έκδοση ΕΕΕ είναι η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας και η διαθεσιμότητα του ερευνητικού μέτρου κατά το εσωτερικό δίκαιο. Σύμφωνα με τα άρθρα 7 παρ. 4 και 11 παρ. 8, όταν η αρχή εκτέλεσης έχει λόγους να πιστεύει ότι δεν πληρούνται οι παραπάνω προϋποθέσεις, μπορεί να διαβουλευθεί με την αρχή έκδοσης προκειμένου η τελευταία να ανακαλέσει την ΕΕΕ. Εξ αυτού συνάγεται ότι και η αρχή εκτέλεσης έχει αρμοδιότητα να προβαίνει σε έλεγχο αναλογικότητας της ΕΕΕ[84], ο οποίος όμως μόνο έμμεσα μπορεί να οδηγήσει σε μη εκτέλεση της ΕΕΕ. Με τον τρόπο αυτό επιδιώκεται η απόφαση για την έκδοση της ΕΕΕ να μη συνιστά απλή, γραφειοκρατική διαδικασία, αλλά να λήφθηκε με την απαιτούμενη δικαστική εμπειρία και ανεξαρτησία, έπειτα από ενδελεχή έρευνα της αναγκαιότητας και νομιμότητας του προς εκτέλεση μέτρου[85].
β. Αναπομπή
Όπως έχει ήδη αναφερθεί η αρχή εκτέλεσης ελέγχει αν η ΕΕΕ έχει εκδοθεί νομοτύπως, σύμφωνα δηλαδή με τα οριζόμενα στο άρθρο 8, και αν επιπλέον έχει τύχει επικύρωσης κατά το άρθρο 3 στ. γ΄ όταν αυτό είναι απαραίτητο. Σε περίπτωση που δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές και παρά ταύτα διαβιβασθεί η ΕΕΕ στην αρμόδια αρχή εκτέλεσης, τότε η αρχή εκτέλεσης μπορεί να την αναπέμψει στο κράτος έκδοσης[86].
γ. Αναβολή εκτέλεσης
Η εκτέλεση της ΕΕΕ μπορεί να αναβληθεί αν υπάρχει πιθανότητα παρακώλυσης ήδη διεξαγόμενης έρευνας ή δίωξης, ή αν τα έγγραφα, αντικείμενα ή δεδομένα που ζητούνται με την ΕΕΕ χρησιμοποιούνται σε άλλη διαδικασία[87].
δ. Εκτέλεση εναλλακτικών ερευνητικών μέτρων
Στο άρθρο 12 προβλέπονται δύο περιπτώσεις κατά τις οποίες η αρχή εκτέλεσης μπορεί να απέχει από την εκτέλεση του ερευνητικού μέτρου που ζητείται και αντ’ αυτού να επιλέγει την εκτέλεση άλλου. Σύμφωνα με την πρώτη περίπτωση[88] η αρχή εκτέλεσης μπορεί να επιλέξει άλλο ερευνητικό μέτρο από εκείνο που ρητώς ζητείται με την ΕΕΕ υπό την προϋπόθεση ότι: α) το ερευνητικό μέτρο που ζητείται δεν προβλέπεται στην εσωτερική νομοθεσία εν γένει, ή β) δεν προβλέπεται για παρόμοια εσωτερική υπόθεση. Η ρύθμιση αυτή αποσκοπεί στην προστασία των δικαιωμάτων του ερευνώμενου προσώπου, τα οποία μπορεί να θιγούν από την επιβολή σε αυτόν ερευνητικών μέτρων που δεν προβλέπονται στο κράτος-εκτέλεσης. Αποσκοπεί επίσης στην αποτροπή διακρίσεων που μπορεί να δημιουργηθούν από την επιβολή επαχθέστερων ή μη νομοθετικά προβλεπόμενων μέτρων μόνο και μόνο επειδή κάποιος εμπλέκεται σε διασυνοριακή υπόθεση[89]. Η α) προϋπόθεση είναι σαφής. Η β) προϋπόθεση έχει το νόημα ότι το ερευνητικό μέτρο δεν εκτελείται όταν η συγκεκριμένη υπό διερεύνηση πράξη εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής του αντίστοιχου ερευνητικού μέτρου που προβλέπεται στην εσωτερική νομοθεσία[90]. Υποστηρίζεται περαιτέρω ότι η αρχή εκτέλεσης έχει τη δυνατότητα να μην εφαρμόσει το ερευνητικό μέτρο που ζητείται, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της αρχής της αναλογικότητας σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο[91].
Εξαίρεση από τη δυνατότητα αυτή εισάγεται με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου[92], κατά την οποία η αρχή εκτέλεσης δεν δύναται να απέχει από την εκτέλεση των παρακάτω ερευνητικών μέτρων: α) την κτήση πληροφοριών ή αποδεικτικών μέσων που βρίσκονται ήδη στην κατοχή των αρμόδιων ελληνικών αρχών εκτέλεσης, «εφόσον αυτά θα μπορούσαν να έχουν αποκτηθεί στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας ή για τους σκοπούς της ΕΕΕ»[93], β) την κτήση πληροφοριών από βάσεις δεδομένων, τις οποίες τηρούν αστυνομικές ή δικαστικές αρχές στις οποίες έχει άμεση πρόσβαση ο αρμόδιος εισαγγελέας εφετών ενόψει ποινικής διαδικασίας[94], γ) την εξέταση προσώπων στην ελληνική επικράτεια, όπως οι μάρτυρες, τα θύματα ή οι ύποπτοι, δ) οποιοδήποτε μέτρο δεν είναι σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο καταναγκαστικό[95], ε) την ταυτοποίηση προσώπων, που έχουν συνδρομή σε ορισμένο αριθμό τηλεφώνου ή συνδέονται με κάποια διεύθυνση ΙΡ. Συνεπώς, όταν ζητείται με την ΕΕΕ κάποιο από τα παραπάνω ερευνητικά μέτρα, η αρχή εκτέλεσης δεν δύναται να αρνηθεί την εκτέλεσή του, ακόμα κι αν δεν προβλέπεται αντίστοιχο μέτρο κατά την ελληνική νομοθεσία[96]. Η ρύθμιση αυτή απαιτεί τα παραπάνω ερευνητικά μέτρα να είναι πάντοτε διαθέσιμα, όταν ζητείται δικαστική συνδρομή εντός ΕΕ[97]. Επιβάλλεται, έτσι, έμμεσα η νομοθετική θέσπισή τους σε περίπτωση που δεν προβλέπονται σε ορισμένα κράτη-μέλη, γεγονός που συμβάλλει ταυτόχρονα στην εναρμόνιση των δικαίων των κρατών-μελών της ΕΕ ως προς το ζήτημα αυτό.
Η αρχή εκτέλεσης μπορεί να καταφύγει σε άλλο ερευνητικό μέτρο από εκείνο που προβλέπεται στην ΕΕΕ και στην περίπτωση εκείνη, κατά την οποία το μέτρο που επιλέγει είναι λιγότερο επαχθές και έχει το ίδιο αποτέλεσμα με το μέτρο που ζητείται[98]. Η ρύθμιση αυτή αποτυπώνει ρητά την αρχή της αναγκαιότητας, η οποία αποτελεί συστατικό της αρχής της αναλογικότητας[99], στο πλαίσιο ελέγχου της οποίας απαιτείται η αντικατάσταση του ερευνητικού μέτρου που ζητείται, αν ο σκοπός της αρχής έκδοσης ικανοποιείται με λιγότερο επεμβατικά μέτρα[100]. Τέλος, σύμφωνα με την παράγραφο 5, αν δεν πληρούνται οι όροι της παραγράφου 1 ούτε υπάρχει άλλο ερευνητικό μέτρο που θα έχει το ίδιο αποτέλεσμα με το ζητούμενο, η αρχή εκτέλεσης ενημερώνει την αρχή έκδοσης ότι αδυνατεί να συμμορφωθεί στην εκτέλεση του ερευνητικού μέτρου που ζητείται και στην ουσία απέχει από την εκτέλεση της ΕΕΕ. Έτσι, δημιουργείται ένας ξεχωριστός λόγος άρνησης της εκτέλεσης της ΕΕΕ, πέραν εκείνων που αναφέρονται στο άρθρο 13[101].
ε. Άρνηση εκτέλεσης
Στο άρθρο 13 παρ. 1 προβλέπονται ορισμένοι λόγοι που επιτρέπουν στην αρχή εκτέλεσης να απορρίψει την αναγνώριση και εκτέλεση της ΕΕΕ. Η ρύθμιση αυτή εισάγει εξαίρεση από την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των αποφάσεων και τη θεμελιώδη υποχρέωση εκτέλεσης της ΕΕΕ. Λόγω όμως της φύσης της ΕΕΕ ως εργαλείου αμοιβαίας αναγνώρισης αποφάσεων και διαταγών η απαρίθμηση των λόγων αυτών στο άρθρο 13 παρ. 1 είναι περιοριστική[102]. Επιβάλλεται πριν από την απόρριψη της ΕΕΕ να συμβουλεύεται η αρχή εκτέλεσης την αρχή έκδοσης και να ζητά από την τελευταία περαιτέρω πληροφορίες, δίνοντάς της ταυτόχρονα τη δυνατότητα να προβεί σε ανάκληση ή συμπλήρωση της ΕΕΕ προκειμένου αυτή να μην απορριφθεί.
Το άρθρο 13 παρ. 1, ιδίως η περ. στ΄, υπό το «φως» του άρθρου 2 παρ. 3 μπορεί να χαρακτηριστεί ως ρήτρα θεμελιωδών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου[103], η οποία, μολονότι μόνο κατ’ εξαίρεση λαμβάνεται υπόψη, επιτελεί το ρόλο του θεσμικού αντίβαρου των δυσλειτουργιών και των προβλημάτων που δημιουργεί η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων[104]. Στο υπό ανάλυση άρθρο περιλαμβάνονται ορισμένοι παραδοσιακοί λόγοι άρνησης του δικαίου δικαστικής συνδρομής[105] και ορισμένοι νεοπαγείς [106]. Ζήτημα επίσης αποτελεί αν η παράβαση της αρχής της αναλογικότητας μπορεί να συνιστά λόγο άρνησης εκτέλεσης της ΕΕΕ ακόμα κι αν δεν προβλέπεται ρητώς[107]. Όπως προαναφέρθηκε, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η παράβαση της αρχής της αναλογικότητας συνιστά λόγο άρνησης εκτέλεσης, ο οποίος μάλιστα μπορεί να ενταχθεί στην περίπτωση στ΄ άρθρου 13 παρ. 1, αφού περιλαμβάνεται στο άρθρο 49 ΧΘΔΕΕ[108]. Ειδικότερα, η αρχή εκτέλεσης μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεσης της ΕΕΕ στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) Προβλέπεται ασυλία, προνομίου, εξαίρεση δικαιοδοσίας ή εκτέλεσης, ή διατάξεις που προστατεύουν την ελευθερία έκφρασης:
Για την έννοια των προνομίων ή ασυλιών δεν δίδεται ορισμός σε ευρωπαϊκό επίπεδο και επαφίεται ο προσδιορισμός του περιεχομένου τους στην εσωτερική νομοθεσία[109]. Εκτός από τις παραδοσιακές μορφές ασυλίας που προβλέπονται στο διεθνές δίκαιο[110], στην έννοια αυτή μπορεί να υπαχθούν και μέτρα προστασίας διαφόρων ειδών απορρήτων ή άλλων προστατευόμενων συμφερόντων που επιτάσσουν λ.χ. τον αποκλεισμό ορισμένων προσώπων από το καθήκον μαρτυρίας, την απαγόρευση έρευνας ορισμένων χώρων ή την απαγόρευση λήψης υπόψη εγγράφων ή πληροφοριών[111]. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να επιδιώκεται η άρση του προνομίου όταν αυτό είναι δυνατό, όπως λ.χ. ο αποχαρακτηρισμός ενός εγγράφου ως απορρήτου[112]. Όσον αφορά στην προστασία έκφρασης και του Τύπου, δεν είναι ξεκάθαρο αν η διάταξη αναφέρεται σε κανόνες σχετικούς με την προστασία της πηγής πληροφοριών ή τον αποκλεισμό της ουσιαστικής ποινικής ευθύνης[113].
β) Πιθανολογείται η βλάβη ουσιωδών συμφερόντων εθνικής ασφαλείας.
Υποστηρίζεται ότι επί τη βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης θα πρέπει η αρχή εκτέλεσης να μην επικαλείται τον συγκεκριμένο λόγο παρά μόνο αν αυτός θα αποτελούσε ούτως ή άλλως κώλυμα εκτέλεσης αντίστοιχου ερευνητικού μέτρου που θα είχε διαταχθεί από εσωτερική αρχή[114].
γ) Δεν επιτρέπεται η διενέργεια του αιτούμενου ερευνητικού μέτρου σε αντίστοιχη υπόθεση στο πλαίσιο μη-ποινικής διαδικασίας.
Ο λόγος αυτός αποσκοπεί στην προστασία της δημόσιας τάξης του κράτους-εκτέλεσης. Προϋπόθεση είναι, πρώτον, η ΕΕΕ να έχει εκδοθεί σε διαδικασία που κινούν διοικητικές ή δικαστικές αρχές σε σχέση με μη-ποινικές παραβάσεις. Δεύτερον, το μέτρο αυτό να μην επιτρέπεται σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο σε τέτοιου είδους υποθέσεις. Πριν απορρίψει την ΕΕΕ πρέπει η αρχή εκτέλεσης να ερευνήσει τη δυνατότητα εκτέλεσης εναλλακτικών μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 1.
δ) Η ΕΕΕ αντιβαίνει στην αρχή ne bis in idem.
Πρόκειται για την αρχή ne bis in idem στην διακρατική της μορφή, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 54 της Σύμβασης για την Εφαρμογή της Συμφωνίας Σένγκεν και στο άρθρο 50 ΧΘΔΕΕ, η οποία αποτλεί πλέον θεμελιώδες δικαίωμα του ευρωπαίου πολίτη[115].
ε) Η ΕΕΕ αφορά πράξη που διαπράχθηκε εκτός του εδάφους του κράτους έκδοσης και εν μέρει ή εξ ολοκλήρου στο ελληνικό έδαφος, η δε εγκληματική συμπεριφορά για την οποία εκδόθηκε η ΕΕΕ δεν συνιστά αξιόποινη πράξη στην ελληνική επικράτεια. Η περίπτωση αυτή αποτελεί έναν συνδυασμό της αρχής της εδαφικότητας και της αρχής του διπλού αξιοποίνου. Ο δικαιολογητικός της λόγος είναι αφενός η αποτροπή καταχρηστικής άσκησης εξωεδαφικής ποινικής δικαιοδοσίας[116]και αφετέρου η έλλειψη προβλεψιμότητας της ποινικής κύρωσης[117]. Εκείνος που τέλεσε μιαν πράξη σε ορισμένο τόπο, όπου δεν θεωρείται αξιόποινη, δεν μπορεί να προβλέψει ότι η πράξη αυτή αξιολογείται ως αξιόποινη βάσει του δικαίου άλλης έννομης τάξης.
στ) Η ΕΕΕ αντιτίθεται στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η υπό ανάλυση περίπτωση σε συνδυασμό με το άρθρο 2 παρ. 3 συγκροτεί την έννοια της ευρωπαϊκής δημόσιας τάξης, καθιερώνοντας ένα ελάχιστο πλαίσιο προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου[118], η μη τήρηση του οποίου επιτάσσει την μη εκτέλεση της ΕΕΕ. Έτσι, τονίζεται η υποχρέωση απαρέγκλιτης τήρησης των θεμελιωδών δικαιωμάτων και αρχών που προβλέπονται σε επίπεδο ΕΕ, παρά το γεγονός ότι ο χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης στην Ένωση βασίζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών-μελών ότι άπαντα τα κράτη-μέλη σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα του ατόμου[119]. Η διάταξη αυτή επιβεβαιώνει ότι το παραπάνω τεκμήριο είναι μαχητό[120].
ζ) Αφορά πράξη που δεν συνιστά έγκλημα κατά το ελληνικό δίκαιο.
Η περίπτωση αυτή καθιερώνει την έλλειψη συνδρομής του διπλού αξιοποίνου ως λόγο άρνησης εκτέλεσης της ΕΕΕ, εκτός αν εμπίπτει στα εγκλήματα που περιλαμβάνονται στον κατάλογο του Παραρτήματος Δ΄ (με 32 αξιόποινες πράξεις). Προϋπόθεση είναι να τιμωρούνται στο κράτος έκδοσης με στερητική της ελευθερίας ποινή ή μέτρο στέρησης της ελευθερίας μέγιστης διάρκειας τουλάχιστον τριών ετών[121].
η) Η χρήση του ερευνητικού μέτρου περιορίζεται, βάσει του ελληνικού δικαίου, σε κατηγορία εγκλημάτων ή σε εγκλήματα που τιμωρούνται με ποινή που υπερβαίνει ένα κατώτατο όριο, στα οποία δεν περιλαμβάνεται το έγκλημα που αναφέρεται στην ΕΕΕ. Η περίπτωση αυτή ρυθμίζεται ήδη επί της ουσίας στο άρθρο 12 παρ. 1 β΄ κατά την οποία η αρχή εκτέλεσης μπορεί να εκτελέσει άλλο ερευνητικό μέτρο από αυτό που ζητείται, αν το ερευνητικό μέτρο δεν θα επιτρεπόταν για αντίστοιχη εσωτερική υπόθεση[122].
5. Δικαστική προστασία
Η παροχή έννομης προστασίας μέσω της δυνατότητας άσκησης ενδίκων μέσων προβλέπεται στο άρθρο 16 σε δύο επίπεδα. Στο πρώτο επίπεδο παρέχεται η δυνατότητα στον ύποπτο ή κατηγορούμενο να ασκήσει τα ένδικα μέσα ή βοηθήματα που προβλέπονται στην ελληνική νομοθεσία για αντίστοιχα ερευνητικά μέτρα[123], χωρίς όμως να εξειδικεύεται ποια ένδικα βοηθήματα μπορούν να ασκηθούν βάσει του ελληνικού δικαίου[124]. Υιοθετείται έτσι η αρχή της εξομοίωσης των ερευνητικών μέτρων του κράτους έκδοσης με αυτά του κράτους εκτέλεσης, υπό την έννοια ότι υπόκεινται στην αυτή μεταχείριση από πλευράς δικαστικής προστασίας. Σε δεύτερο επίπεδο παρέχεται η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προσβάλει την ΕΕΕ για ουσιαστικούς λόγους μόνο ενώπιον των αρμόδιων αρχών του κράτους-έκδοσης[125], υπό τον όρο όμως της τήρησης των θεμελιωδών δικαιωμάτων που ισχύουν στην Ελλάδα[126]. Δεν ορίζεται όμως ποιοι λόγοι θεωρούνται ουσιαστικοί[127], με αποτέλεσμα να δημιουργείται ανασφάλεια δικαίου, αφού δεν οριοθετούνται μεταξύ τους οι δύο δυνατότητες δικαστικής προστασίας του ερευνώμενου προσώπου. Το πρόβλημα αυτό επιτείνεται από την εισαγωγή του παραπάνω όρου περί τήρησης θεμελιωδών δικαιωμάτων, διότι έτσι διανοίγεται η δυνατότητα προσβολής της ΕΕΕ ενώπιον του κράτους-εκτέλεσης και για λόγους που έχουν σχέση με την παραβίαση ατομικών δικαιωμάτων και δικαιωμάτων υπεράσπισης. Έτσι, δεν είναι τελικά σαφές σε ποιο κράτος θα υποβάλλει ο κατηγορούμενος το παράπονό του. Ο ως άνω καταμερισμός αρμοδιοτήτων μεταξύ του κράτους-έκδοσης και του κράτους-εκτέλεσης σε επίπεδο δικαστικής προστασίας αντικατοπτρίζει το μοντέλο του καταμερισμού εργασίας που παρατηρείται στο επίπεδο της παραδοσιακής δικαστικής συνδρομής[128]. Το μοντέλο όμως αυτό είναι αναποτελεσματικό από πλευράς προστασίας του κατηγορουμένου, όχι μόνο διότι δεν διασφαλίζεται η πρόσβαση στις απαραίτητες για την αποτελεσματική άσκηση και κρίση των ενδίκων μέσων πληροφορίες και από τα δύο εμπλεκόμενα κράτη[129], αλλά επιπλέον διότι δεν παρέχεται η δυνατότητα εξέτασης της νομιμότητας της διαδικασίας δικαστικής συνδρομής στο σύνολό της[130].
Πέραν αυτών, δεν προβλέπεται ειδικώς ένα αυτοτελές ένδικο μέσο κατά της απόφασης που αναγνωρίζει την ΕΕΕ κατά τα πρότυπα του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης (ΕΕΣ). Για την εκτέλεση του ΕΕΣ αποφασίζει το Συμβούλιο Εφετών ενώπιον του οποίου παρίσταται ο εκζητούμενος και μπορεί να προτείνει όσους λόγους προβλέπονται κατά της εκτέλεσής του. Αντιθέτως, ο έλεγχος συνδρομής πάσης φύσεως λόγων άρνησης εκτέλεσης της ΕΕΕ ανήκει αποκλειστικά στην αρχή εκτέλεσης. Ο κατηγορούμενος μπορεί να προβάλλει τους λόγους αυτούς μόνο εφόσον παρέχεται η δυνατότητα αυτή στο κράτος-έκδοσης ή στο κράτος-εκτέλεσης, αναλόγως σε ποιο κράτος ασκεί τα ένδικα μέσα. Έτσι, όμως, δεν διασφαλίζεται πλήρως το δικαίωμα ακρόασης και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του ερευνώμενου προσώπου, διότι η δικαστική προστασία που παρέχεται κατά της ΕΕΕ σε κάθε κράτος-μέλος δεν είναι ομοιόμορφη. Συνεπώς υπάρχει κίνδυνος ο κατηγορούμενος να απολαύει υποδεέστερης δικαστικής προστασίας στο κράτος-εκτέλεσης σε σχέση με αυτή που απολαύει στο κράτος-έκδοσης της ΕΕΕ και τ’ ανάπαλιν. Η υφιστάμενη ρύθμιση εξομοιώνει την εκτέλεση της ΕΕΕ με οποιαδήποτε εσωτερική ανακριτική πράξη. Παραβλέπει όμως ότι η παροχή δικαστικής συνδρομής «εξοπλισμένης» με την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης αποτελεί ένα «plus» προσβολής των ατομικών δικαιωμάτων και των δικαιωμάτων υπεράσπισης του ερευνώμενου προσώπου σε σχέση με ανάλογες εσωτερικές ανακριτικές πράξεις. Για τον λόγο αυτό απαιτείται ειδική και αποτελεσματική παροχή δικαστικής προστασίας, ανεξάρτητα από αυτή που παρέχεται για τις αντίστοιχες εσωτερικές ανακριτικές πράξεις.
Η έλλειψη σαφούς ρύθμισης σχετικά με τις συνέπειες αποδοχής των ενδίκων μέσων και τον συντονισμό μεταξύ κράτους-έκδοσης και κράτους-εκτέλεσης για την εκτέλεση της απόφασης που δέχεται τα ένδικα μέσα προσθέτει περαιτέρω δυσλειτουργίες στο υιοθετούμενο σύστημα δικαστικής προστασίας έναντι της ΕΕΕ[131]. Σύμφωνα με την υφιστάμενη ρύθμιση οι έννομες συνέπειες του ενδίκου μέσου καθορίζονται από την νομοθεσία του εκάστοτε κράτους στο οποίο ασκείται. Η επιλογή αυτή δεν συμβάλλει στην παροχή αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας[132].
ΙΙΙ. ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η Οδηγία αυτή, παρά την κριτική που έχει ασκηθεί, θα διευκολύνει την δικαστική συνεργασία για την καταπολέμηση της διασυνοριακής εγκληματικότητας[133]. Αυτό οφείλεται, μεταξύ άλλων και στον συνδυασμό του μοντέλου της αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής με αυτό της αμοιβαίας αναγνώρισης[134]. Επιλύεται, έτσι, σε μεγάλο βαθμό το πρόβλημα της αποσπασματικότητας του θεσμικού πλαισίου και προωθείται ένα ευέλικτο, εύχρηστο και ταχύτερο μοντέλο δικαστικής συνδρομής[135]. Το αίτημα εκτέλεσης ΕΕΕ υποβάλλεται με ένα συγκεκριμένο, κοινό για όλα τα κράτη, έντυπο. Υπάρχει ευρύτατη ευχέρεια ως προς την επιλογή των κατάλληλων ανά περίπτωση μέτρων και προωθείται η διαρκής, άμεση και προληπτική συνεργασία των αρμόδιων αρχών σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, εντός συγκεκριμένων προθεσμιών[136]. Επιπλέον, προς αντιστάθμιση των «κινδύνων» που δημιουργούνται από την αυστηρή εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης προβλέπονται θεσμικά αντίβαρα (checks & balances), όπως είναι ιδίως η καθιέρωση του ελέγχου αναλογικότητας και η ρήτρα σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων[137]. Παρ’ όλα αυτά δεν κρίνεται ως επαρκής η προστασία των δικονομικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου και ιδίως του δικαιώματος υπεράσπισης[138], διότι δεν ορίζεται με ποιο τρόπο και σε ποιο βαθμό θα ασκεί τα δικαιώματα αυτά κατά τη διαδικασία έκδοσης και εκτέλεσης της ΕΕΕ. Η υπό ανάλυση ρύθμιση παραπέμπει απλώς στις νομοθεσίες των εμπλεκόμενων κρατών, μη λαμβάνοντας υπόψη την ιδιαίτερη φύση της υπό συζήτηση διαδικασίας δικαστικής συνδρομής, καθώς και το γεγονός ότι η έννομη τάξη κάθε κράτους-μέλους είναι προσανατολισμένη στην εσωτερική ποινική διαδικασία. Εκτός αυτού, η ευελιξία ως προς την επιλογή των ερευνητικών μέτρων που θα εφαρμοστούν δημιουργεί ανασφάλεια δικαίου[139]. Το έλλειμμα προστασίας επιτείνεται από την ανεπαρκή δικαστική προστασία του κατηγορημένου, του υπόπτου και των τρίτων προσώπων των οποίων τα έννομα συμφέροντα προσβάλλονται[140]. Τέλος, για μια ακόμα φορά δεν ρυθμίζεται ευθέως το ζήτημα της παραδεκτής αξιοποίησης των αποδεικτικών μέσων που συνελέγησαν σε διασυνοριακής διαδικασίας[141], μολονότι εισήχθησαν κάποιες διατάξεις προς αυτή την κατεύθυνση[142], όπως λ.χ. η εφαρμογή του δικαίου του forum και η δυνατότητα παράστασης εκπροσώπων της κράτους-έκδοσης κατά την εκτέλεση της ΕΕΕ.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Βλ. Σπινέλλη, Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις στην Ευρώπη-Η ευρωπαϊκή εντολή έρευνας, σε: Τιμ. Τ. Κουράκη(ελλην. έκδ.), 2016, σ. 365,
[2] Βλ. αναλυτικά για την εξέλιξη της δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις, Leonhardt, Die Europäische Ermittlungsanordnung in Strafsachen, 2017, σ. 127 επ.
[3] Αιτιολογική έκθεση στο σχέδιο νόμου «Ευρωπαϊκή εντολή έρευνας στις ποινικές υποθέσεις –Εναρμόνιση της νομοθεσίας με την Οδηγία 2014/41/ΕΕ», σ. 1.
[4] Proposal for a Directive of the European Parliament and the Council regarding the European Investigation Order in criminal matters – Explanatory Memorandum, p. 1., Belfiore, Critical Remarks on the Proposal for a European Investigation Order and Some Considerations on the Issue of Mutual Admissibility of Evidence, σε: Ruggeri (επιμ.), Transnational Evidence and Multicultural Inquiries in Europe, σ. 93.
[5] Βλ. Ruggeri, Introduction to the Proposal of a European Investigation Order: Due Process Concerns and Open Issues, σε: Ruggeri (επιμ.), Transnational Evidence and Multicultural Inquiries in Europe, σ. 8 επ., Sayers, The European Investigation Order: Travelling without a “roadmap”, CEPS Paper in Liberty and Security in Europe, June 2011, σ. 6 επ., Fundamental Rights Agency opinion on European Investigation Order, Vienna, 14 February 2011, σ. 15, European Data Protection Supervisor opinion on European Investigation Order, 18 October 2010, παρ. 28. Βλ. μάλιστα European Commission, Explanatory Report on the Convention of 29 May 2000 on Mutual Assistance in Criminal Matters between the Member States of the European Union, OJ C 379/02, 29.12.2000(a), όπου ομολογείται ότι το υφιστάμενο σύστημα αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής έχει αποδείξει την αποτελεσματικότητά του.
[6] Conclusions of the Presidency of the Tampere European Council of 15./16.10.1999, http://www.europa.eu.int/european_council/conclusions/index_es.htm.
[7] Βλ. Προοίμιο Οδηγίας για την ΕΕΕ, σκ. 5.
[8] Βλ. αντί πολλών για τη σταδιακή μετάβαση από την αμοιβαία δικαστική συνδρομή στην αμοιβαία αναγνώριση στο πλαίσιο της ΕΕ, Klimek, Free Movement of Evidence in Criminal Matters in the EU, The Lawyer Quarterly 4/2012, σ. 251 επ.,
[9] Βλ. αναλυτικότερα σύγκριση του μοντέλου της αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής με αυτού της αμοιβαίας αναγνώρισης δικαστικών αποφάσεων, Mangiaracina, A New and Controversial Scenario in the Gathering of Evidence at the European Level: The Proposal for a Directive on the European Investigation Order, Utrecht L. R., Vol. 10 (2014), Issue 1, σ. 115-116, Bachmaier Winter, European investigation order for obtaining evidence in the criminal proceedings, Study of the proposal for a European directive, ZIS 9/ 2010, σ. 581 επ.
[10] Σπινέλλης, όπ. π., σ. 375, Steve Peers, Emilio de Capitani, The European Investigation Order: A new approach to mutual recognition in criminal matters, eulawanalysis.blogspot.gr/2014/05/the-european-investigation-order-new.html
[11] Βλ. ενδεικτικά, Ambos, Transnationale Beweiserlangung – 10 Thesen zum Grünbuch der EU Kommission, Erlangung verwertbarer Beweise in Strafsachen aus einem anderen Mitgliedstaat, 2010 ZIS, no. 9, σ. 563 επ., Spencer, The Green Paper on obtaining evidence from one Member State to another and securing its admissibility: the Reaction of one British Lawyer, 2010 ZIS, no. 9, σ. 603, Allegrezza, ‘Critical remarks on the Green Paper on Obtaining Evidence in Criminal Matters from one Member State to another and Securing its Admissibility’, 2010 ZIS, no. 9, σ. 573, Mangiaracina, όπ. π., σ. 116 επ., Bachmaier Winter, Transnational Criminal Proceedings, Witness Evidence and Confrontation: Lessons from the ECtHR’s Case law, 2013 Utrecht Law Review 9, no. 4, σ. 145.
[12] Βλ. κριτική, Sayers, όπ. π., σ. 9, Schünemann, The European Investigation Order: A Rush into the Wrong Direction, σε: Ruggeri (επιμ.), Transnational Evidence and Multicultural Inquiries in Europe, σ. 32.
[13] Βλ. άρ. 33-34 ΚΠΔ.
[14] Βλ. Proposal for a Directive of the European Parliament and the Council regarding the European Investigation Order in criminal matters – Explanatory Memorandum, p. 2. Βλ. κριτική στην δυνατότητα έκδοσης ΕΕΕ από μη δικαστικά όργανα, Bundesrechtsanwaltskammer, BRAK-Stellungnahme-Nr. 10/2010, JUSTICE, Briefing on The European Investigation Order For Council and Parliament, August 2010, σ. 22-23.
[15] European Parliament, Committee on Civil Liberties, Justice and Home Affairs, 2010/0817 (COD), 4 December 2013, Amendment 200, Draft Report Nuno Melo.
[16] Λ.χ. θα είναι μια γραφειοκρατική διαδικασία ή θα γίνεται και ουσιαστικός έλεγχος των προϋποθέσεων έκδοσης κ.λπ. της ΕΕΕ;
[17] Sayers, όπ. π., σ. 9.
[18] Πρβλ. σκ. 8 του Προοιμίου της Οδηγίας για την ΕΕΕ.
[19] Βλ. Leonhardt, Die Europaische Ermittlungsanordnung in Strafsachen, 2017, σ. 27.
[20] Βλ. άρθρο 2 παρ. 1 και άρθρο 4. Λ.χ. εκθέσεις από διενεργηθείσες ανακριτικές πράξεις, έγγραφα, οπτικοακουστικό υλικό κ.α.
[21] Βλ. Mangiaracina, όπ. π., σ. 116. Λ.χ. διενέργεια αυτοψίας, έρευνα σε κατοικία, κατάσχεση αντικειμένων, εξέταση μαρτύρων κ.α.
[22] Βλ. άρθρο 4.
[23] Βλ. Ν. 3603/2008 με τον οποίο η Ελλάδα συμμορφώθηκε με την απόφαση πλαίσιο 2002/465/ΔΕΥ σχετικά με τις κοινές ομάδες έρευνας.
[24] Βλ. σκ. 9 του Προοιμίου της Οδηγίας για την ΕΕΕ.
[25] Βλ. Ν. 2514/1997 για την κύρωσης της Συμφωνίας Σένγκεν.
[26] Βλ. αναλυτικά για το σύνολο των ειδικών ερευνητικών μέτρων, Leonhardt, όπ. π., σ. 71 επ.
[27] Βλ. άρθρα 24 και 25.
[28] Βλ. άρθρα 26 και 27. Βλ. ειδικώς για το ζήτημα, Grio, The Defendant’s Rights in the Hearing by Videoconference, σε: Ruggeri (επιμ.), Transnational Evidence and Multicultural Inquiries in Europe, σ. 119 επ.
[29] Βλ. άρθρα 28 και 29.
[30] Βλ. άρθρο 30.
[31] Βλ. άρθρο 31.
[32] Βλ. άρθρα 32-33. Βλ. ειδικώς για το ζήτημα, Arasi, The EIO Proposal and the Rules on Interception of Telecommunications, σε: Ruggeri (επιμ.), Transnational Evidence and Multicultural Inquiries in Europe, σ. 127 επ.
[33] Leonhardt, όπ. π.
[34] Βλ. σκ. 25 του Προοιμίου της Οδηγίας για την ΕΕΕ.
[35] Βλ. περ. β) και γ) του ίδιου άρθρου.
[36] Αυτό λ.χ. θα συμβαίνει στην περίπτωση που ερευνάται η τέλεση φορολογικών παραβάσεων, οι οποίες αποτελούν ταυτόχρονα και αξιόποινη πράξη.
[37] Βλ. περ. δ) του ίδιου άρθρου.
[38] Βλ. ορισμούς στο άρθρο 3.
[39] Κατά το άρθρο 6, για την Ελλάδα ως αρμόδια αρχή έκδοσης του ΕΕΕ ορίζεται ο δικαστής, το δικαστήριο, ο ανακριτής ή ο εισαγγελέας, καθώς και κάθε άλλη αρμόδια ανακριτική αρχή.
[40] Κατά το άρθρο 11 παρ. 1, για την Ελλάδα ως αρμόδια αρχή αναγνώριση και εκτέλεσης της ΕΕΕ ορίζεται ο εισαγγελέας εφετών στη δικαστική περιφέρεια του οποίου πρόκειται να εκτελεστεί η ΕΕΕ.
[41] Βλ. Puyenbroece, Vermeulen, Towards minimum procedural guarantees for the defence in criminal proceedings in the EU, ICLQ vol 60, 2011, σ. 120-121. Βλ. επίσης, Conclusions of the Presidency of the Tampere European Council of 15./16.10.1999, όπ. π., European Commission, Communication on the mutual recognition of final decisions in criminal matters, COM(2000) 495, Brussels, 26 July 2000(b), European Commission, Programme of measures to implement the principle of mutual recognition of decisions in criminal matters, OJ C 12/10 of 15.1.2001, σ. 10.
[42] Βλ. Vogler, The European Investigation Order: Fundamental Rights at Risk?, σε: Ruggeri (επιμ.), Transnational Evidence and Multicultural Inquiries in Europe, σ. 45 επ., Mangiaracina, όπ. π., σ. 130 επ., Sayers, όπ. π., σ. 6, Heard, Mansell, The European Investigation Order: Changing the face of evidence-gathering in EU cross-border cases, Fair Trials Int., σ. 6, Peers, The proposed European Investigation Order: assault on human rights and national sovereignty, Statewatch, London 2010, Blackstock, Briefing on the European Investigation Order for Council and Parliament, 2010, 2011. Justice, London, European Union Agency for Fundamental Rights (2011) FRA opinion on the draft directive regarding the European Investigation Order (EIO). European Union Agency for Fundamental Rights, Vienna, σ. 4 επ.
[43] Συμπεριλαμβάνονται τόσο ο Χάρτης για τα Θεμελιώδη δικαιώματα της ΕΕ (ΧΘΔΕΕ) όσο και η ΕΣΔΑ. Βλ. αναλυτικά, Böse, Die Europäische Ermittlungsanordnung – Beweistransfer nach neuen Regeln?, ZIS 2014, σ. 154, ο οποίος υποστηρίζει ότι πρόκειται για υψίστης σημασίας λόγο άρνησης εκτέλεσης της ΕΕΕ.
[44] Leonhardt, όπ. π., σ. 17-18.
[45] Βλ. Schünemann, The European Investigation Order: A Rush into the Wrong Direction, όπ. π., σ. 31 επ., Bachmaier Winter, European investigation order for obtaining evidence in the criminal proceedings, Study of the proposal for a European directive, ZIS 9/ 2010, σ. 587.
[46] Leonhardt, όπ. π., σ. 33.
[47] Mangiaracina, όπ. π., σ. 126.
[48] Βλ. Bachmaier , Transnational Evidence, eucrim 2/2015, σ. 52, Σπινέλλη, όπ. π., σ. 380, Mangiaracina, όπ. π.
[49] Ruggeri, όπ. π., σ. 13.
[50] Βλ. Σπινέλλη, όπ. π., σ. 380, Böse, όπ. π., σ. 153, Leonhardt, όπ. π., σ. 34, αιτιολογική έκθεση, όπ. π., υπό άρθρο 7.
[51] Leonhardt, όπ. π., σ. 37. Βλ .και Οδηγία για την ΕΕΕ, άρθρο 2 παρ. 3.
[52] Βλ. Σπινέλλη, όπ. π., σ. 379, Leonhardt, όπ. π., σ. 37.
[53] Βλ. Mangiaracina, όπ. π., σ. 125.
[54] Leonhardt, όπ. π., σ. 30.
[55] Σύμφωνα με την παρ. 4 άρθρο 7 μπορεί και η αρχή εκτέλεσης να ελέγξει έμμεσα αν πληρούνται οι προϋποθέσεις έκδοση της ΕΕΕ.
[56] Βλ. αναλυτικότερα Leonhardt, όπ. π., σ. 30 επ.
[57] Βλ. και άρθρο 10 παρ. 1.
[58] Άρθρο 9 παρ. 1.
[59] Βλ. Leonhardt, όπ. π., σ. 21.
[60] Βλ. αιτιολογική έκθεση, όπ. π., υπό άρθρο 9.
[61] Βλ. άρθρο 2 παρ. 2.
[62] Πρβλ. Προοίμιο Οδηγίας για την ΕΕΕ, σκ. 21.
[63] Βλ. άρθρο 15.
[64] Βλ. άρθρο 15 παρ. 2.
[65] Βλ. Τριανταφύλλου, Διεθνής δικαστική συνδρομή στην ποινική απόδειξη, σ. 231.
[66] Βλ. Leonhardt, όπ. π., σ. 41.
[67] Βλ. Ruggeri, Introduction to the Proposal of a European Investigation Order: Due Process Concerns and Open Issues, σε: Ruggeri (επιμ.), Transnational Evidence and Multicultural Inquiries in Europe, σ. 14 επ.
[68] Βλ. Rafaraci, General Considerations on the European Investigation Order, σε: Ruggeri (επιμ.), Transnational Evidence and Multicultural Inquiries in Europe, σ. 42. Βλ. επίσης αναλυτικά για το ζήτημα της αποδεικτικής αξιοποίησης των αποδεικτικών μέσων που αποκτήθηκαν με ΕΕΕ, Leonhardt, όπ. π., σ. 301 επ.
[69] Rafaraci, όπ. π.
[70] Βλ. κριτική, Heard, Mansell, όπ. π., σ. 5.
[71] Πρβλ. Mangiaracina, όπ. π., σ. 121.
[72] Βλ. εξαιρέσεις στο ίδιο άρθρο.
[73] Βλ. Άρθρο 11 παρ. 6.
[74] Leonhardt, όπ. π., σ. 41.
[75] Αιτιολογική έκθεση, όπ. π., υπό άρθρο 11.
[76] Βλ. Mangiaracina, όπ. π., σ. 121.
[77] Βλ. Belfiore, όπ. π., σ. 97.
[78] Βλ. άρθρα 7 παρ. 4, 11 παρ. 8 και 13 παρ. 4.
[79] Βλ. άρθρο 13 παρ. 4.
[80] Βλ. άρθρο 18.
[81] Βλ. άρθρα 12 παρ. 4.
[82] Βλ. άρθρο 13 παρ. 4.
[83] Βλ. άρθρο 14 παρ. 5 και 6.
[84] Βλ. Böse, όπ. π., σ. 159.
[85] Βλ. αιτιολογική έκθεση, όπ. π., σ. 5.
[86] Βλ. αιτιολογική έκθεση, όπ. π., υπό άρθρο 11.
[87] Βλ. άρθρο 17 παρ. 1.
[88] Άρθρο 12 παρ. 1.
[89] Βλ. Ruggeri, όπ. π., σ. 11.
[90] Π.χ. ζητείται ανακριτική διείσδυση για περίπτωση απάτης κατ’ επάγγελμα, η οποία όμως δεν τελείται στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης και ως εκ τούτου δεν υπάγεται στο άρθρο 253Α ΚΠΔ.
[91] Βλ. Bachmaier Winter, The Proposal for a Directive on the European Investigation Order and the Grounds for Refusal: A Critical Assessment, σε: Ruggeri (επιμ.), Transnational Evidence and Multicultural Inquiries in Europe, σ. 76-77.
[92] Βλ. άρθρο 10 παρ. 2 της Οδηγίας για την ΕΕΕ. Το άρθρο 12 παρ. 2 του νόμου που θεσπίστηκε κατ’ εφαρμογή του αντίστοιχου άρθρου της Οδηγίας δεν αποτυπώνει το ορθό νόημά της. Η Οδηγία αναφέρει ότι τα υπό συζήτηση μέτρα «πρέπει πάντοτε να είναι διαθέσιμα στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου του κράτους εκτέλεσης», ενώ ο υπό ανάλυση νόμος ότι τα μέτρα «προβλέπονται κατά το εσωτερικό δίκαιο».
[93] Η προϋπόθεση αυτή ορίζει ως κριτήριο για το επιτρεπτό ή μη της απόκτησης των πληροφοριών αυτών την θεωρία της «νόμιμης εναλλακτικής συμπεριφοράς». Εξετάζεται δηλαδή υποθετικά αν θα μπορούσαν ούτως ή άλλως να αποκτηθούν νομίμως και με άλλες ενέργειες των διωκτικών αρχών. Έτσι, Böse, όπ. π., σ. 155.
[94] Λ.χ. δακτυλικά αποτυπώματα, DNA κατηγορουμένων, ποινικό μητρώο κ.α. Δεν περιλαμβάνονται πληροφορίες που βρίσκονται σε βάσεις δεδομένων άλλων δημόσιων αρχών. Έτσι, Böse, όπ. π., σ. 155, ο οποίος θεωρεί ότι ο περιορισμός του επιτρεπτού της απόκτησης πληροφοριών σε αυτές που έχουν άμεση πρόσβαση οι ανακριτικές αρχές δεν παρέχει επαρκή προστασία στο άτομο.
[95] Ως καταναγκαστικά μέτρα μπορεί να θεωρηθούν τα γνωστά σε εμάς «μέτρα δικονομικού καταναγκασμού» ή μέτρα που εν γένει προσβάλλουν θεμελιώδη δικαιώματα του ατόμου, όπως λ.χ. τα δικαιώματα που αφορούν στην ιδιωτική σφαίρα του ατόμου ή στην ιδιοκτησία.
[96] Η εκτέλεση ερευνητικών μέτρων που περιορίζουν ατομικά δικαιώματα χωρίς αντίστοιχη νομοθετική πρόβλεψη εγείρει ζητήματα συνταγματικότητας.
[97] Leonhardt, όπ. π., σ. 52. Βλ. όμως αιτιολογική έκθεση, όπ. π., υπό άρθρο 12, κατά την οποία η εξαίρεση της παρ. 2 έχει το νόημα ότι για τα προβλεπόμενα ερευνητικά μέτρα εφαρμόζεται το ελληνικό δίκαιο (και όχι το δίκαιο του κράτους έκδοσης;). Η παρανόηση αυτή πιθανώς οφείλεται στην κακή μεταφορά της οδηγίας όσον αφορά το άρθρο αυτό.
[98] Άρθρο 2 παρ. 3.
[99] Βλ. Böse, όπ. π. σ. 158.
[100] Mangiaracina, όπ. π., σ. 128, Allegrezza, όπ. π., σ. 64, Böse, όπ. π.
[101] Βλ. αιτιολογική έκθεση, όπ. π., Leonhardt, όπ. π., σ. 57.
[102] Leonhardt, όπ. π., σ. 57.
[103] Leonhardt, όπ. π., σ. 59.
[104] Βλ. Schünemann, The European Investigation Order: A Rush into the Wrong Direction, σε: Ruggeri (επιμ.), Transnational Evidence and Multicultural Inquiries in Europe, σ. 31 επ.
[105] Βλ. τους λόγους υπό τα στοιχεία β΄, δ΄, ε΄, ζ΄, η΄, του άρθρου 13 παρ. 1.
[106] Βλ. τους λόγους υπό τα στοιχεία α΄, γ΄, στ΄, άρθρο 13 παρ. 1.
[107] Βλ. προβληματισμό, Mangiaracina, όπ. π., σ. 127-128.
[108] Πρβλ. Mangiaracina, όπ. π., σ. 126, όπου αναφέρονται αποφάσεις αλλοδαπών δικαστηρίων που αρνήθηκαν την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης λόγω παράβασης της αρχής της αναλογικότητας. Πρβλ. ομοίως και ΣυμβΕφΑθ 2/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.
[109] Βλ. Προοίμιο Οδηγίας για την ΕΕΕ, σκ. 20.
[110] Λ.χ. ετεροδικία.
[111] Πρβλ. Προοίμιο Οδηγίας για την ΕΕΕ, σκ. 20, Leonhardt, όπ. π., σ. 63.
[112] Βλ. άρθρο 13 παρ. 5.
[113] Πρβλ. Bachmaier Winter, όπ. π., σ. 78.
[114] Bachmaier Winter, όπ. π., σ. 79.
[115] Βλ. ενδεικτικά, Αναγνωστόπουλο, Ne bis in idem, 2008, του ιδίου, Ne bis in idem στην ΕΕ μετά τη Συνθήκη της Λισσαβόνας, ΠοινΧρ Ξ, σ. 796 επ., Μουζάκη, σε Κιούπη Δ. / Παπαδοπούλου Ρ. / Μουζάκη Δ., Το Ποινικό Δίκαιο μετά τη συνθήκη της Λισαβόνας, 2011, σ. 141 επ., Van Bockel, The ne bis in idem principle in EU law, 2010, Vervaele, Ne Bis In Idem: Towards a Transnational Constitutional Principle in the EU?, Utrecht L. R., Volume 9, Issue 4 2013.
[116] Bachmaier Winter, όπ. π., σ. 84.
[117] Leonhardt, όπ. π., σ. 66.
[118] Βλ. αναλυτικότερα Leonhardt, όπ. π., σ. 60 επ.
[119] Πρβλ. Πρόγραμμα μέτρων για την εφαρμογής της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης των ποινικών αποφάσεων, ΕΕ C12 της 15.01.2001, σ. 10.
[120] Πρβλ. Προοίμιο Οδηγίας για την ΕΕΕ, σκ. 18-19.
[121] Βλ. κριτική, Peers, in: Statewatch analysis: The proposed European Investigation Order: Assault on human rights and national sovereignty, expresses also his concerns with regard to the abolition of the dual criminality requirement and says it “represents a fundamental threat to the rule of law”. http://www.statewatch.org/analyses/no-96-european-investigation-order.pdf, αιτιολογική έκθεση, υπό άρθρο 13 περ. ζ΄. Πρβλ. κριτική για την κατάργηση της αρχή αυτής ως προϋπόθεσης εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης ενδεικτικά, Μανωλεδάκη/Καϊάφα-Γκμπάντι, Παρατηρήσεις στην πρόταση της Επιτροπής για έκδοση απόφαση από το Συμβούλιο σχετικά με το ΕΕΣ, ΠοινΔικ 2001, σ. 1107 επ., Μυλωνόπουλο, Η αμφισβήτηση των ατομικών δικαιωμάτων στο νέο διεθνές περιβάλλον, ΝοΒ 2004, 769 επ., Μπέκα, Πολιτικές Επιλογές και Δίκαιο, Η έκδοση-προσαγωγή-παράδοση εκζητουμένου και το ΕΕΣ, ΠΛογ 2007, 549 επ.
[122] Bachmaier Winter, όπ. π., σ. 87.
[123] Βλ. άρθρο 16 παρ. 1.
[124] Βλ. Έκθεση Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής επί του νομοσχεδίου «Ευρωπαϊκή εντολή έρευνας στις ποινικές υποθέσεις ‒ εναρμόνιση της νομοθεσίας με την Οδηγία 2014/41/ΕΕ και άλλες διατάξεις», σ. 4.
[125] Βλ. άρθρο 16 παρ. 1.
[126] Βλ. προβληματισμούς σχετικά με την δικαιότητα της συνολικής διαδικασίας και την αποτελεσματικότητα της δικαστικής προστασίας, σε Arena, όπ. π., σ. 113 επ.
[127] Ως ουσιαστικοί μπορεί να θεωρηθούν οι λόγοι που αφορούν στις προϋποθέσεις εκτέλεσης του εκάστοτε ερευνητικού μέτρου κατά το δίκαιο του κράτους-έκδοσης.
[128] Leonhardt, όπ. π., σ. 93-94, Arena, The Rules on Legal Remedies: Legal Lacunas and Risks for Individual Rights, σε: Ruggeri (επιμ.), Transnational Evidence and Multicultural Inquiries in Europe, σ. 113, Ruggeri, Introduction to the Proposal of a European Investigation Order: Due Process Concerns and Open Issues, σε: Ruggeri (επιμ.), Transnational Evidence and Multicultural Inquiries in Europe, σ. 21.
[129] Βλ. Άρθρο 16 παρ. 3, όπου προβλέπεται μόνο η παροχή πληροφοριών σχετικά με τη δυνατότητα άσκησης ενδίκων μέσων και όχι επί της ουσίας της υποθέσεως.
[130] Ruggeri, όπ. π., Schünemann, Solution Models and Principles Governing the Transnational Evidence-Gathering in the EU, σε: Ruggeri (επιμ.), Transnational Evidence and Multicultural Inquiries in Europe, σ. 164.
[131] Βλ. αναλυτικά, Ruggeri, όπ. π., σ. 22.
[132] Leonhardt, όπ. π., σ. 96.
[133] Σπινέλλης, όπ. π., σ. 388.
[134] Βλ. Ruggeri, όπ. π., σ. 9.
[135] Βλ. Belfiore, όπ. π., σ. 93-94, Allegrezza, όπ. π., σ. 53-54.
[136] Βλ. Belfiore, όπ. π., σ. 96-97, Bachmaier Winter, European investigation order for obtaining evidence in the criminal proceedings, Study of the proposal for a European directive, ZIS 9/ 2010, σ. 585 επ.
[137] Ruggeri, όπ. π., σ. 9-10, Bachmaier Winter, όπ. π., σ. 585 επ.
[138] Schünemann, The European Investigation Order: A Rush into the Wrong Direction, όπ. π., σ. 31 επ., Bachmaier Winter, όπ. π., σ. 587.
[139] Schünemann, όπ. π., σ. 31-32.
[140] Arena, όπ. π., σ. 116-117.
[141] Allegrezza, όπ. π., σ. 58-59.
[142] Ruggeri, όπ. π., σ. 10.