Ε
νδιαφέρον παρουσιάζει η εδώ δημοσιευόμενη Διάταξη, η οποία (κάνοντας δεκτή την εισαγγελική πρόταση) έκρινε υπέρ της αντικατάστασης της προσωρινής κράτησης του κατηγορουμένου για έγκλημα διακίνησης του νόμου για τα ναρκωτικά (ν. 4139/2013).
Σημειώνεται αρχικά ότι κατά την παρ. 2 του άρθρου 30 ν. 4139/2013 προβλέπεται ότι η συνδρομή των όρων της εξάρτησης του κατηγορουμένου διαπιστώνεται κατά την άσκηση της ποινικής δίωξης και σε κάθε φάση της ποινικής διαδικασίας. Στο πλαίσιο αυτό και με δεδομένο ότι η αναγνώριση της εξάρτησης του κατηγορουμένου επιδρά στον χαρακτηρισμό της πράξης του ως κακουργήματος ή ως πλημμελήματος[1], η σχετική κρίση και στο πεδίο της προδικασίας είναι απολύτως επιβεβλημένη. Περαιτέρω κατά ρητή επιταγή της διάταξης του άρθρου 43 παρ. 2 β’ ν. 4139/2013 προβλέπεται ότι «για την επιβολή ή συνέχιση της προσωρινής κράτησης πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνονται υπόψη και τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει αν ο κατηγορούμενος είναι εξαρτημένος». Η τήρηση λοιπόν των προβλεπομένων, όπως εν προκειμένω η έγκαιρη διάγνωση της εξάρτησης του κατηγορουμένου, μπορεί να αποτελέσει «συστατικό στοιχείο της δίκαιης δίκης που προβλέπεται στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου» (κατά την Εισηγητική Έκθεση Ν 4139/2013), αλλά και να συμβάλει ουσιαστικά στην αποσυμφόρηση των βεβαρημένων πινακίων των εφετείων κακουργημάτων της χώρας.
Τα ενδιαφέροντα σημεία της Διάταξης του Ανακριτή Κατερίνης, που αξίζει να εξαρθούν, εστιάζονται στα εξής:
Α. Η κρίση για την εξάρτηση και η συνακόλουθη υπαγωγή στην διάταξη του άρθρου 30 ν. 4139/2013
Στην παραπάνω δημοσιευόμενη Διάταξη έχει ενδιαφέρον η θεμελίωση της κρίσης σχετικά με την εξάρτηση του κατηγορουμένου[2], η οποία εν προκειμένω στηρίζεται κυρίως στην διενεργηθείσα ιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη που διατάχθηκε στα πλαίσια της κύριας ανάκρισης. Σημειώνεται ότι η εν λόγω ιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη είναι απολύτως σαφής και πλήρης, περιλαμβάνοντας το ιστορικό της επαφής και της εξάρτησης του κατηγορουμένου από τις ναρκωτικές ουσίες, τις λαμβανόμενες από αυτόν ναρκωτικές ουσίες, τον χρόνο χρήσης, αξιολογεί ευρήματα τοξικολογικών εργαστηριακών εξετάσεων και υποδεικνύει συγκεκριμένα την κατάλληλη θεραπευτική προσέγγιση του κατηγορουμένου. Πάντως αξίζει να επισημανθεί ότι η ισχύουσα διάταξη του άρθρου 30 παρ. 3 του ν. 4139/2013 προβλέπει (ενδεικτικά και όχι περιοριστικά) μια σειρά διαγνωστικών στοιχείων, πέραν της έκθεσης ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης, όπως έγγραφα πιστοποιημένων φορέων απεξάρτησης του άρθρου 51 του Ν 4139/2013, καθώς και ιατρικά δεδομένα που συνδέονται άμεσα με εξάρτηση από ναρκωτικά. Παράλληλα σε κάθε φάση της ποινικής διαδικασίας παρέχεται η δυνατότητα να διαταχθεί ιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη[3], είτε αυτεπάγγελτα είτε μετά από αίτημα του κατηγορουμένου, προκειμένου να καθοριστεί αν πράγματι υπάρχει εξάρτηση, όπως επίσης και το είδος (σωματική ή ψυχική) και η βαρύτητα αυτής (χρόνος, εξαρτησιογόνα ουσία, απαιτούμενη ημερήσια δόση).
α) πιστοποιήσεις αναγνωρισμένων υπηρεσιών απεξάρτησης (δηλαδή των αναφερόμενων στο άρθρο 51[4] εγκεκριμένων οργανισμών θεραπείας στο πλαίσιο του ποινικού συστήματος)[5],
β) πιστοποιήσεις αναγνωρισμένων υπηρεσιών χορήγησης υποκατάστατων κατά το άρθρο 22 παρ. 3[6] ή ανταγωνιστικών στα οπιοειδή ουσιών κατά το άρθρο 22 παρ. 6[7],
γ) πιστοποιητικά περίθαλψης για παθήσεις συνδεόμενες με τη χρήση ουσιών[8],
δ) ψυχολογικά και κοινωνικά δεδομένα που αφορούν τον κατηγορούμενο[9],
ε) ευρήματα εργαστηριακών εξετάσεων που αποκαλύπτουν χρήση ναρκωτικών για μακρόχρονες περιόδους[10].
Παράλληλα σε κάθε φάση της ποινικής διαδικασίας παρέχεται η δυνατότητα να διαταχθεί ιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη[11], είτε αυτεπάγγελτα είτε μετά από αίτημα του κατηγορουμένου, προκειμένου να καθοριστεί αν πράγματι υπάρχει εξάρτηση, όπως επίσης και το είδος (σωματική ή ψυχική) και η βαρύτητα αυτής (χρόνος, εξαρτησιογόνα ουσία, απαιτούμενη ημερήσια δόση).
Β. Η επιβολή ειδικού περιοριστικού όρου
Μολονότι η απαρίθμηση των προβλεπόμενων περιοριστικών όρων είναι ενδεικτική στη διάταξη του άρθρου 282 παρ. 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, στη δικαστηριακή πρακτική ήταν σπάνια η επιβολή περιοριστικού όρου εκτός των ρητά αναφερομένων. Έτσι για πρώτη φορά στη διάταξη του άρθρου 31 προβλέπεται ως (ειδικός) περιοριστικός όρος η εισαγωγή του κατηγορουμένου σε εγκεκριμένο κατά νόμο θεραπευτικό πρόγραμμα απεξάρτησης του άρθρου 51. Στόχο της νέας αυτής πρόβλεψης κατά την Εισηγητική Έκθεση αποτελεί «να δοθεί η δυνατότητα θεραπευτικής προσέγγισης του δράστη που δηλώνει ότι επιθυμεί να παρακολουθήσει θεραπευτικό πρόγραμμα απεξάρτησης, λαμβανομένων υπόψη ότι: α) οι προβλεπόμενοι περιοριστικοί όροι κατά τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας δεν συνδέονται με ζητήματα απεξάρτησης από τα ναρκωτικά, β) η εισαγωγή του συγκεκριμένου περιοριστικού όρου είναι δυνατόν να συμβάλλει στην ορθολογική επιβολή της προσωρινής κράτησης στις περιπτώσεις των εξαρτημένων και γ) ο κίνδυνος της στέρησης της ελευθερίας του εξαρτημένου δράστη λειτουργεί πολλές φορές ως μοχλός κινητοποίησης προς την απεξάρτησή του». Σημειώνεται ότι η διάταξη του άρθρου 31 δεν τροποποιεί τη διαδικασία που προβλέπεται στον ΚΠΔ, απλά προσθέτει έναν νέο «ειδικό» περιοριστικό όρο με σκοπό τη θεραπευτική μεταχείριση των εξαρτημένων δραστών. Πάντως ακόμα και σε περίπτωση επιβολής προσωρινής κράτησης, αυτή μπορεί να αντικατασταθεί από τον αρμόδιο ανακριτή ή το δικαστικό συμβούλιο με τον παραπάνω περιοριστικό όρο της εισαγωγής του κατηγορουμένου σε εγκεκριμένο κατά νόμο θεραπευτικό πρόγραμμα απεξάρτησης του άρθρου 51. Αυτονόητο είναι ότι καθοριστικό ρόλο για την αντικατάσταση αυτή μπορεί να διαδραματίσουν η επιτυχής παρακολούθηση προγράμματος διάγνωσης και σωματικής αποτοξίνωσης στο σωφρονιστικό κατάστημα και η παροχή της δυνατότητας στον κατηγορούμενο να παρακολουθήσει ειδικό πρόγραμμα ψυχολογικής απεξάρτησης.
Γ. Διαχρονικό δίκαιο και έννοια του υποτρόπου
Σε σχέση με το προϊσχύσαν νομοθετικό καθεστώς (του Ν 3459/2006) για την ποινική μεταχείριση του εξαρτημένου δράστη που τελεί έγκλημα διακίνησης υπό επιβαρυντικές περιστάσεις παρατηρούμε ότι ο νέος νόμος για τα ναρκωτικά δεν τυποποιεί πλέον τις περιπτώσεις όπου ο εξαρτημένος δράστης είναι υπότροπος. Τούτο προκύπτει υπό το πρίσμα της νέας διάταξης του άρθρου 22 παρ. 2 περ. γ΄, καθώς προβλέπεται ότι για τη στοιχειοθέτηση της υποτροπής απαιτείται ο δράστης να μην έχει κριθεί ως εξαρτημένος[12]. Με δεδομένο ότι δε νοείται πλέον «εξαρτημένος υπότροπος» η τέλεση οποιουδήποτε εγκλήματος διακίνησης από εξαρτημένο δράστη στο πρόσωπο του οποίου συνέτρεχε κατά την ισχύ του Ν 3459/2006 η παραπάνω ιδιότητα, υπάγεται στις ρυθμίσεις του άρθρου 30 παρ. 4 περ. β΄ ή του άρθρου 21 παρ. 1 περ. α΄ (βλ. σχετικά ΑΠ 813/2014).
Κλείνοντας αυτό το μικρό σχόλιο είναι σκόπιμο να σημειώσουμε εμφατικά μία θέση, η οποία κυριαρχεί και διαπνέει το ν. 4139/2013, όπως τροποποιήθηκε με το ν. 4322/2015: την ανάγκη για θεραπευτική προσέγγιση των εξαρτημένων δραστών με στόχο την πλήρη (σωματική και κυρίως ψυχική[13]) απεξάρτησή τους από τις ναρκωτικές ουσίες, η οποία υπερτερεί της κατασταλτικής και τιμωρητικής λογικής. Έτσι στα άρθρα 31-35 του Ν 4139/2013 παρέχονται κίνητρα και μια σειρά ευεργετικών μέτρων σε όσους παρακολουθούν και ολοκληρώσουν θεραπευτικό πρόγραμμα απεξάρτησης[14]. Στο πλαίσιο αυτό κινείται και η παραπάνω δημοσιευόμενη Ανακριτική Διάταξη, η οποία κάνει υποδειγματική εφαρμογή των σχετικών διατάξεων του νόμου.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Άρθρο 30 παρ. 5 ν. 4139/2013, βλ. ΣυμβΠλημΒολ 313/2015, ΠοινΔικ 2015, σελ. 1030, ΔιατΑνακρΠλημΒερ 90/2014, ΠοινΔικ 2015, σελ. 142.
[2] Bλ. διεξοδικά σε Ν. Παρασκευόπουλου, σε Ν. Παρασκευόπουλου/Κ. Κοσμάτου, Ναρκωτικά, γ΄ έκδοση, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2013, σελ. 230 επ.
[3] Βλ. σχετικά Ν. Δημητράτου, Το πρόβλημα της ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης στο πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων του Ν. 4139/2013, ΠοινΔικ 2015, σελ. 153 επ., Κ. Κοσμάτου/Γ. Παπαναστασάτου, Εξάρτηση και ποινική δικαιοσύνη, H αξιολόγηση της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης σχετικά με την εξάρτηση του κατηγορούμενου στην ποινική δίκη, Αποτελέσματα έρευνας στο Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης κατά το έτος 2008», Ποινική Δικαιοσύνη 2011, σελ. 86 επ., Σ. Παύλου, Η τοξικοεξάρτηση και η απόδειξή της, Ποινικός Λόγος 2002, σελ. 1653 επ.
[4] Άρθρο 51 (όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 10 παρ. 8 του ν. 4322/2015): «Εγκεκριμένοι οργανισμοί ή φορείς για την υλοποίηση των δράσεων που μνημονεύονται στα άρθρα 30-35 είναι οι εξής: 1) Οργανισμός κατά των Ναρκωτικών (ΟΚΑΝΑ), 2) Κέντρο Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων (ΚΕΘΕΑ), 3) Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αθηνών (ΨΝΑ), 4) Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης (ΨΝΘ), 5) το Κέντρο Απεξάρτησης Τοξικομανών Κρατουμένων Ελεώνα Θήβας».
[5] Ως τέτοια πιστοποίηση που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την κρίση του δικαστηρίου αναφορικά με την εξάρτηση του κατηγορουμένου νοείται και η βεβαίωση ότι ο κρατούμενος παρακολουθεί ειδικό συμβουλευτικό πρόγραμμα για απεξάρτηση εντός των καταστημάτων κράτησης (πρβλ. άρθρο 31 παρ. 2. βλ. και σχετική μνεία στην Εισηγητική Έκθεση). Βλ. ΑΠ 570/2015, όπου κρίθηκε ότι το δικαστήριο της ουσίας δεν συνεκτίμησε αποδεικτικά στοιχεία τα οποία συνηγορούσαν υπέρ της εξάρτησης, όπως π.χ. η βεβαίωση του ΚΕΘΕΑ.
[6] Δηλαδή από τον ΟΚΑΝΑ ή από δημόσιες, ειδικές μονάδες, στις οποίες χορηγείται η σχετική άδεια με υπουργικές αποφάσεις ή σε μονάδες του ΟΚΑΝΑ σε χώρους νοσοκομείων του Εθνικού Συστήματος Υγείας, στρατιωτικών νοσοκομείων, σε χώρους και υποδομές των Ενόπλων Δυνάμεων και καταστημάτων κράτησης (με τους όρους και προϋποθέσεις που ορίζουν οι σχετικές υπουργικές αποφάσεις).
[7] Άρθρο 22 παρ. 6 «Η χορήγηση ανταγωνιστικών ουσιών που αδρανοποιούν τη λειτουργία των υποδοχέων των οπιούχων επιτρέπεται για τις ενδείξεις που αναφέρονται στην άδεια κυκλοφορίας τους. Με απόφαση του Υπουργού Υγείας, ύστερα από γνώμη του ΟΚΑΝΑ, καθορίζονται ειδικώς οι ουσίες, οι όροι και οι προϋποθέσεις χορήγησης, συνταγογράφησης και διάθεσης των ουσιών αυτών από δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς και ιατρούς».
[8] Λ.χ. νοσηλεία ή γνωμάτευση από υγειονομική επιτροπή ή ασφαλιστικό φορέα για ηπατίτιδα, AIDS, πνευμονικό οίδημα κ.λπ.
[9] Λ.χ. χορήγηση προσωρινού ή οριστικού απολυτηρίου από τον στρατό ή χορήγηση επιδόματος από δημόσιο φορέα λόγω εξάρτησης από τοξικές ουσίες, ύπαρξη ψυχικής ασθένειας συνδεόμενη με κατάχρηση ναρκωτικών ουσιών.
[10] Λ.χ. ιατροδικαστικές εξετάσεις, πραγματογνωμοσύνες με τη μέθοδο «ανάλυσης τριχών». Πρβλ. Ε. Σαββόπουλου - Α. Τσατσάκη, Η τμηματική ανάλυση τριχών στην τεκμηρίωση της τοξικοεξάρτησης, ΠοινΧρον 2005, σελ. 589
[11] Πρβλ. Ν. Δημητράτου, Το πρόβλημα της ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης στο πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων του Ν. 4139/2013, ΠοινΔικ 2015, σελ. 153 επ., Κ. Κοσμάτου/Γ. Παπαναστασάτου, Εξάρτηση και ποινική δικαιοσύνη, H αξιολόγηση της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης σχετικά με την εξάρτηση του κατηγορούμενου στην ποινική δίκη. ΜΕΡΟΣ Α’, Αποτελέσματα έρευνας στο Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης κατά το έτος 2008», Ποινική Δικαιοσύνη 2011, σελ. 86 επ., Σ. Παύλου, Η τοξικοεξάρτηση και η απόδειξή της, Ποινικός Λόγος 2002, σελ. 1653 επ.,
[12] Βλ. σχετικά ΑΠ 808/2014.
[13] Είναι σκόπιμο να σημειωθεί ότι η έννοια της εξάρτησης του κατηγορουμένου χρησιμοποιείται από το νομοθέτη κυρίως με την έννοια της «ψυχικής» εξάρτησης, όπως προκύπτει ρητά από την διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 4139/2013: «1. Με τον όρο «ναρκωτικά», κατά την έννοια του νόμου αυτού, νοούνται ουσίες με διαφορετική χημική δομή και διαφορετική δράση στο κεντρικό νευρικό σύστημα και με κοινά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεταβολή της θυμικής κατάστασης του χρήστη και την πρόκληση εξάρτησης διαφορετικής φύσης, ψυχικής ή και σωματικής και ποικίλου βαθμού, καθώς και την ανακούφιση των χρονίως πασχόντων από τα συμπτώματα συγκεκριμένης νόσου, για την οποία αυτές κρίνονται ιατρικά επιβεβλημένες..». Βλ. σχετικές σκέψεις στην Εισηγητική Έκθεση. Βλ. επίσης ανάλυση από Κ.Κοσμάτο σε σε Ν.Παρασκευόπουλου-Κ.Κοσμάτου, Ναρκωτικά. Κατ’ άρθρο ερμηνεία των ποινικών και δικονομικών διατάξεων του Ν. 4139/2013, Γ΄ Έκδοση, εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2013, σελ. 7 επ..
[14] Βλ. αναλυτικά Κ. Κοσμάτου, Τα εξαρτημένα άτομα στη νομοθεσία για τα ναρκωτικά, ΠοινΔικ 2013, σελ. 805 επ.